Η Βούντενη
βρίσκεται 7 χμ. βορειοανατολικά της Πάτρας και είναι μία από
τις σημαντικότερες μυκηναϊκές θέσεις της Αχαΐας.
Το αρχαιολογικό πάρκο
έχει υπέροχο φυσικό περιβάλλον και την άνοιξη ειδικά σφύζει
από φυτά και μυρωδιές ονειρικές. Η τοποθεσία του είναι
μοναδική και προσφέρει υπέροχη θέα προς τον Πατραϊκό και
προς το Παναχαϊκό. Βρίσκονται μέσα σε αυτό ο αρχαίος
οικισμός και το μυκηναϊκό νεκροταφείο με 78 λαξευτούς
θαλαμοειδείς τάφους.
Σε απόσταση 800 μέτρων
από το νεκροταφείο υπάρχει ο Μυκηναϊκός οικισμός σε ύψωμα
στη θέση Μπόρτζι. Η ζωή στον οικισμό διήρκεσε από το 1500
έως το 1000 π.Χ. Αποτελούσε τον κεντρικό πυρήνα και σε
περίπτωση κινδύνου «καταφύγιο», μιας πλειάδας άλλων
μικρότερων συνοικισμών που ήσαν αναπτυγμένοι στα πεδινά
τμήματα της ευρύτερης περιοχής.
Η μυκηναϊκή
εγκατάσταση της Βούντενης, είχε πρόσβαση σε πλούσιες πεδινές
και ορεινές περιοχές, ικανές να προσφέρουν αυτάρκεια
προϊόντων για τη διαβίωση των κατοίκων της. Μεγάλες και
εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις υπήρχαν στα πεδινά και
παράκτια τμήματα, ενώ τα πρανή του Παναχαϊκού όρους
προσφέρονταν για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, του κυνηγιού
καθώς και τον προσπορισμό άφθονης δομικής και ναυπηγικής
ξυλείας από τα δάση της περιοχής.
Νοτιοανατολικά του
οικισμού, στο χώρο εκείνο που σήμερα είναι γνωστός με τα
τοπωνύμια Αγραπιδιά και Αμυγδαλιά, βρίσκεται το νεκροταφείο
του μυκηναϊκού οικισμού που καταλαμβάνει έκταση περίπου 30
στρεμμάτων και είναι οργανωμένο σε επάλληλα άνδηρα ύψους
2-4μ, τα δε όριά του συμπίπτουν με εκείνα του μαλακού
μαργαρικού πετρώματος που ήταν απαραίτητο για τη διάνοιξη
των θαλαμωτών τάφων.
Η πρώτη έρευνα του
χώρου πραγματοποιήθηκε το 1923 από τον Νικόλαο Κυπαρίσση, ο
οποίος ανέσκαψε μικρό αριθμό θαλαμωτών τάφων στη θέση
Αγραπιδιά και συνεχίστηκε πλέον συστηματικά από τον Λάζαρο
Κολώνα κατά τα έτη 1988-1994 και 2004-2007 με την έρευνα
εβδομήντα πέντε τάφων, στη θέση Αμυγδαλιά. Οι τάφοι
χρονολογούνται στην ΥΕΙΙΒ-ΥΕΙΙΙΓ περίοδο (1500-1050 π.Χ), σε
μερικές δε, περιπτώσεις η χρήση τους διαρκεί μέχρι την
υπομυκηναϊκή εποχή.
Στο νεκροταφείο της
Βούντενης συναντά κανείς θαλάμους διαφόρων διαστάσεων και
σχημάτων όπως κυκλικούς, τετράγωνους, πεταλόσχημους,
τετράπλευρους με θόλο καθώς και τάφους με ακανόνιστη κάτοψη.
Οι μεγαλύτεροι από όλους του τάφους είναι οι τάφοι 4 και 75
οι οποίοι εξαιτίας των αρχιτεκτονικών λεπτομερειών τους και
των μεγάλων διαστάσεών τους πρέπει να ανήκαν σε
αξιωματούχους της μυκηναϊκής εγκατάστασης της Βούντενης. Οι
περισσότερες από τις ταφές ήταν κτερισμένες και οι νεκροί
συνοδεύονταν από προσφιλή αντικείμενα καθημερινής χρήσης,
αγγεία, κοσμήματα, εργαλεία, όπλα και σκεύη, χρήσιμα στη ζωή
και απαραίτητα- όπως πίστευαν- στο μεταθανάτιο ταξίδι.
Η μελέτη των
αντικειμένων αυτών, που σήμερα εκτίθενται στην Νεκρόπολη του
Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάτρας, αποκάλυψε στοιχεία
που υποδηλώνουν τον πλούτο και την ευημερία των κατοίκων της
μυκηναϊκής εγκατάστασης, τις εμπορικές και πολιτιστικές
επαφές με άλλες περιοχές κοντινές ή πιο μακρινές όπως είναι
η Μεσσηνία, η Λακωνία, η Αργολιδοκορινθία, η Κρήτη, Ιταλία,
η Συροπαλαιστίνη - Ανατολία και αλλού και αναδεικνύουν τον
οικισμό της Βούντενης ως ένα σημαντικό και σπουδαίο
μυκηναϊκό κέντρο της Αχαΐας.
Στο πάρκο σήμερα έχουν
διαμορφωθεί όμορφα περιπατητικά μονοπάτια που συνδέουν τον
οικισμό και το νεκροταφείο και το μέρος προσφέρεται
για ένα υπέροχο ταξίδι στο ιστορικό μας παρελθόν, για
εκπαιδευτικές εκδρομές, για
όμορφους περιπάτους και ακόμα
για πικνίκ ή καφεδάκι με μοναδική θέα.
Το εισιτήριο κοστίζει
μόλις 2 € και το τελευταίο σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου η
είσοδος είναι δωρεάν.
Δείτε
ΕΔΩ
πώς μπορείτε να πραγματοποιήσετε μια υπέροχη εκπαιδευτική
επίσκεψη στη Βούντενη με τους μαθητές σας χωρίς ξεναγό.
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από
το
Υπουργείο Πολιτισμού
|