Ορισμός

Η εφηβεία είναι µια περίοδος κατά την οποία πολλές αλλαγές λαμβάνουν χώρα. Οι έφηβοι προσπαθούν να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτονομία και να αυτοκαθοριστούν. Οι περισσότεροι ερευνητές κατηγοριοποιούν την εφηβεία σε τρεις αναπτυξιακές περιόδους,

  1. την πρώιμη εφηβεία (10-13 ετών),
  2. την µέση εφηβεία (14-17),
  3. και την ύστερη εφηβεία (18 ως πρώτα χρόνια της δεύτερης δεκαετίας).

Διαδικασία μετάβασης

Η μετάβαση στην εφηβεία χαρακτηρίζεται από δραματικές αλλαγές της ήβης, ενώ η μετάβαση στην ενήλικη ζωή είναι λιγότερο ξεκάθαρη. Αυτό συμβαίνει γιατί η μετάβαση στην ενηλικίωση έχει καθοριστεί κοινωνιολογικά μέσα από τον γάµο, την δηµιουργία οικογένειας, την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης και την είσοδο στην εργασία.

Στόχοι

Ένας από τους σημαντικότερους αναπτυξιακούς στόχους στην εφηβεία αποτελεί η εγκαθίδρυση του εαυτού ως ξεχωριστού ατόµου και η διαμόρφωση µιας υγιούς ταυτότητας. Οι έφηβοι καλούνται να κάνουν πάρουν σημαντικές αποφάσεις µε συνέπειες σε πολλούς τομείς της ζωής τους. Για παράδειγμα, πρέπει να επιλέξουν την κατάλληλη µορφή εκπαίδευσης ανάλογα µε τις ικανότητες και τα ενδιαφέροντα τους, καλούνται να δεσμευτούν σε μακροχρόνιες φιλικές σχέσεις αλλά και σε σχέσεις µε το άλλο φύλο. Σε συμφωνία µε την άποψη για την ανάπτυξη της ταυτότητας, πολλοί θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι την διαμόρφωση µιας καλά ολοκληρωμένης και ισορροπημένης ταυτότητας πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ως µια δυναμική διαδικασία αλληλεπίδρασης ατόµου- πλαισίου. Αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα σε ποικίλα πλαίσια ή µικροσυστήµατα στη ζωή των εφήβων όπως η οικογένεια, οι συνομήλικοι και το σχολικό περιβάλλον. Εκτός από τη διεργασία της ανεξαρτησίας από τους γονείς, ο έφηβος πρέπει να αντιμετωπίσει επιτυχώς µερικές ακόμη αναπτυξιακές προκλήσεις για να µετατραπεί σε έναν επαρκή και υγιή ενήλικα.

  • Προσαρμογή στις φυσιολογικές αλλαγές της ήβης και στις ψυχολογικές αλλαγές της σεξουαλικής ωρίμανσης.
  • Ανάπτυξη ενός συστήματος αξιών και αίσθησης της ταυτότητας.
  • Εγκαθίδρυση λειτουργικών κοινωνικών σχέσεων µε τους συνοµηλίκους του ίδιου αλλά και του αντίθετου φύλου.
  • Προετοιμασία για το επάγγελμα και τη µελλοντική καριέρα.

Προβλήματα

Η αδυναμία προσαρμογής του εφήβου στις παραπάνω προκλήσεις είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αντικοινωνική συμπεριφορά. Όσον αφορά την αντικοινωνική συμπεριφορά ορίζεται ως αυτή που προκύπτει από την εναντίωση των νεαρών ατόμων στην κοινωνία, τους θεσμούς και τα συμφέροντά της. Σε αυτήν οδηγεί μεταξύ άλλων η έλλειψη σεβασμού στον συνάνθρωπο, η αδυναμία συμμόρφωσης στους κοινωνικούς κανόνες και η άρνηση συμβιβασμού με τα κοινωνικά πρότυπα. Σε κάθε περίπτωση η παραβατική συμπεριφορά, αποτελεί σαφώς ένα σημαντικό πρόβλημα για την κοινωνία και την δημόσια υγεία.

Η επιθετική συμπεριφορά, εν συνεχεία, περιγράφει την βία κατά προσώπου αλλά και κατά του ίδιου του εαυτού. Αυτό σημαίνει πως ένα άτομο είναι σε θέση να εκφοβίσει, να τραυματίσει και να προκαλέσει βλάβη (σωματική ή ψυχολογική) σε κάποιον τρίτο. Μπορεί όμως να στραφεί και εναντίον του ίδιου του εαυτού αγγίζοντας τα όρια της αυτοκαταστροφής. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στις δυτικές κοινωνίες και κοστίζει σημαντικά στην κοινότητα, επηρεάζοντας τα άτομα (π.χ., σωματική βλάβη σε ανθρώπους και περιουσίες, ο εκφοβισμός, η ανασφάλεια), καθώς και την κοινωνία στο σύνολό της (π.χ., το κόστος των παρεμβάσεων και τον εγκλεισμό, τα αισθήματα ανασφάλειας).

Οι ερευνητές, αν και υιοθετούν διαφορετικούς όρους για να περιγράψουν τους αιτιολογικούς παράγοντες της συμπεριφοράς, εντούτοις καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Η προβληματική συμπεριφορά, οφείλεται σε παράγοντες βιολογικούς, οικογενειακούς, κοινωνικούς.

 

Βιολογικοί παράγοντες

Σε πολλές περιπτώσεις, η προβληματική συμπεριφορά μπορεί να οφείλεται σε εγγενή, βιολογικά αίτια, όπως είναι η χαμηλή νοημοσύνη, η εγκεφαλική βλάβη, οι βιοχημικές ανωμαλίες, τα διάφορα σύνδρομα. Αυτά από μόνα τους οδηγούν σε πλήθος συμπεριφορών που εμποδίζουν το άτομο να εναρμονιστεί με το κοινωνικό σύνολο, ενώ η εκδήλωση τους δεν είναι συνειδητή επιλογή.

Οικογενειακοί παράγοντες

Ο ρόλος της οικογένειας, είναι χαρακτηριστικός καθώς συμβάλλει ενεργά στην κοινωνικοποίηση και την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου. Οι γονείς οφείλουν να καλύπτουν συναισθηματικά το παιδί και να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στις ανάγκες του. Σε αντίθετη περίπτωση έχει παρατηρηθεί πως η σκληρή πειθαρχία και η χρήση σωματικών μορφών τιμωρίας, η χαμηλή συναισθηματική υποστήριξη, η σωματική κακοποίηση, η απόρριψη, η αδιαφορία και ανυπαρξία ελέγχου καθώς και οι συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς, συμβάλλουν στην εκδήλωση προβλημάτων συμπεριφοράς. Επίσης, η κακή αυτοεικόνα ως απόρροια του οικογενειακού κλίματος, είναι ένα χαρακτηριστικό που συναντάται τακτικά στους παραβατικούς νέους. Επιπλέον το οικογενειακό ιστορικό αντικοινωνικής συμπεριφοράς, οι κακές πρακτικές διαχείρισης της οικογένειας και οι ευνοϊκές γονεϊκές στάσεις προς την αντικοινωνική συμπεριφορά αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου παιδιών.

Είναι ευνόητο πως τα παιδιά που βιώνουν τέτοιου είδους συμπεριφορές στο οικογενειακό τους περιβάλλον, μεταφέρουν αυτά τα πρότυπα και στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις. Ωστόσο ακόμη και παιδιά που μεγάλωσαν σε πιο υγιή πλαίσια, έρχονται αρκετές φορές αντιμέτωπα με συμπεριφορικές δυσλειτουργίες. Αυτό συμβαίνει όταν οι γονείς είναι υπερπροστατευτικοί ή πολύ ανεκτικοί, δεν επιβάλουν τιμωρίες ή, δεν κρατούν μια κοινή στάση στις αποφάσεις που έχουν να κάνουν με τα παιδιά, προσπαθούν με υλικά αγαθά να καλύψουν τυχόν κενά ή παρεξηγήσεις που δημιουργούνται, είναι ανώριμοι συναισθηματικά. Σε κάθε περίπτωση η οικογένεια φέρει μεγάλη ευθύνη για την παραβατικότητα του ανηλίκου, καθώς η γαλούχηση του παιδιού σε ένα δυσλειτουργικό και ανεύθυνο περιβάλλον θα το οδηγήσει στην υιοθέτηση ανάλογης συμπεριφοράς, σύμφωνα και με την κοινωνικογνωστική θεώρηση. Ενώ εάν παρατηρηθούν ακριβώς τα προβλήματα που εκδηλώνει το κάθε παιδί, θα διαπιστωθεί η συνάφειά τους με το αντίστοιχο οικογενειακό πλαίσιο.

Κοινωνικοί παράγοντες

Η συμπεριφορά των νέων, συνδέεται άρρηκτα με τον τρόπο κοινωνικοποίησης τους. Η υιοθέτηση των αρχών, των παραδόσεων και των κοινωνικά αποδεκτών συμπεριφορών ενισχύουν την αποτελεσματική ένταξη του παιδιού στο κοινωνικό σύνολο. Το σχολείο, η επίδοση, οι συνομήλικοι, τα Μ.Μ.Ε., η θρησκεία, οι διάφορες οργανώσεις και σύλλογοι συμβάλλουν στην διαπαιδαγώγηση των νέων, προάγουν πρότυπα συμπεριφοράς, επηρεάζουν την κρίση του παιδιού και διαμορφώνουν την κουλτούρα του. Ανεξάρτητοι αλλά και συνδυαστικοί παράγοντες, όπως η δυσκολία κοινωνικών δεσμεύσεων, η αποξένωση, η επαναστατική διάθεση και η προσκόλληση με συμμαθητές με έκδηλη αντικοινωνική συμπεριφορά, ενισχύουν χαρακτηριστικά την υιοθέτηση ανάλογων συμπεριφορών. Οι σχολικές υστερήσεις και αποτυχίες αποτελούν με την σειρά τους επιβαρυντικές καταστάσεις και προκειμένου το παιδί να τις αντισταθμίσει με κατορθώματα που τραβούν την προσοχή, οδηγείται στην παραβατικότητα. Συμπληρωματικά σε αυτό τοποθετείται και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των γονέων, που σε αρκετές περιπτώσεις διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο. Γονείς με ελλιπή ή ελάχιστη μόρφωση δυσκολεύονται να μεταφέρουν στο παιδί τα κατάλληλα ερεθίσματα, ορισμένες φορές αδυνατούν να ελέγξουν την σχέση τους με το παιδί και εν τέλει να προνοήσουν και να αποτρέψουν την εκδήλωση αντικοινωνικών συμπεριφορών. Επιπλέον, στενή σχέση με την αντικοινωνική συμπεριφορά φαίνεται να έχουν οι οικονομικές διακυμάνσεις, η ανέχεια, η ανεργία και η υποαπασχόληση που δημιουργούν ένα κλίμα ανασφάλειας και οδηγούν το άτομο και την οικογένειά του στην αστάθεια, τον υποβιβασμό και την κοινωνική απόκλιση. Η τελευταία θα μπορούσε να αποτελεί και ξεχωριστό καθοριστικό παράγοντα της παραβατικότητας, καθώς υποβάλλει τα άτομα στην στέρηση των δικαιωμάτων, των ευκαιριών και των δυνατοτήτων ενώ ταυτόχρονα τα αποκλείει από κάθε ισότιμη συμμετοχή τους στην κοινωνική πραγματικότητα. Η συμμετοχή του παιδιού ως ενεργό μέλος του κοινωνικού συνόλου, του παρέχει συγκεκριμένο ρόλο και υπόσταση. Η εναντίωση στους κανόνες, η παράβαση των νόμων και η υποβάθμιση των αξιών της κοινωνίας, δυσχεραίνουν την ενσωμάτωση και συμβάλλουν στην περιθωριοποίηση και την απομόνωση του ατόμου. Ωστόσο όπως προκύπτει από την βιβλιογραφία ενίοτε και η υπερβολική συμμόρφωση στους κοινωνικούς κανόνες οδηγεί σε αντικοινωνική συμπεριφορά, καθώς το άτομο χάνει την ατομικότητα του, απαρνείται τις προσωπικές του επιθυμίες και υποτάσσεται άκριτα στους άλλους στην προσπάθεια του να είναι κοινωνικά αποδεκτό.

Εφηβεία: Ψυχοκοινωνικά, συναισθηματικά και προβλήματα συμπεριφοράς