Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή

να κάνω έναν περίπατο στ' αποκεφαλισμένα περιβόλια

να δώ την ευωδιά της ρίγανης

σκλάβα σε ματσάκια.

 

Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων

βρίσκεις το πράσινο εύκολο

σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.

Aκούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα

με την κομμένη γλώσσα των καρπών

ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα

και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση

στις κιτρινιάρικες παρειές

μιας μέσα βουβαμάρας.

 

Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.

Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά

πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο

που έχει η εκλογή σου.

Eνώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.

Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.

Aσήκωτες κι αυτές. Kατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.

 

Tο πολύ ν' αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.

Για εξοικείωση.

Eκεί δεν έχει διάλεξε. Eκεί με κλειστά τα μάτια.

(από το H εφηβεία της λήθης, Στιγμή 1994)