12-09-22
 23-12-21
 23-4-21
 
01-05-2020
 16-04-2020
 
01-01-2020

«Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο».

(Λειβαδίτης Τ., «Ιανουάριος» στο Τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου, Αθήνα: Κέδρος 1991, 126)
11-09-19
27-04-19
 
29-01-19

Γιάννης Ρίτσος, Σχήμα της απουσίας ΙΙ

Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ΄τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, 
μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ
κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και τον χρόνο. 
Πάντα εκεί.
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή, καταμεσής καλοκαιριού, 
στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. 
Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξεχωριστή προτίμηση να παίζουν 
στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, 
τόσο που ο πόνος κάτω απ΄τα πλευρά μας δεν είναι πια απ΄τη στέρηση
μα από την αύξηση.
Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.

 

Από τη συλλογή "Υδρία · Ελεγεία για μια σύντομη άνοιξη" . Αθήνα, 1957, που ο Ρίτσος έγραψε για την αγαπημένη του βαφτιστικιά, και συνομήλική μου, Φωτεινούλα Φιλιακού, κόρη των αγαπημένων του φίλων και κουμπάρων, που πέθανε σε ηλικία 2 ετών από πνευμονία.

Πηγή: http://eimaistahaimou.blogspot.com/2018/03/blog-post_15.html (ημερομηνία προσπέλασης 29/1/19)

03-01-2019
 28-12-2018

[…ήταν όμορφος όπως ήταν]

[Ο Κοκός] ήταν […] αποφασισμένος να βρει ένα όμορφο τραγούδι που θα το έκανε δικό του, ακόμα κι αν έπρεπε να κάνει το γύρο του κόσμου. Η σκέψη τον ενθουσίασε. Αυτό ήταν! Θα πετούσε σ’ όλο τον κόσμο και, δεν μπορεί, θα έβρισκε αυτό ακριβώς το τραγούδι που έψαχνε.

Πρώτη στάση ήταν το Λονδίνο. Εκεί ο Κοκός γνώρισε ένα αηδόνι κι άκουσε με μεγάλο σεβασμό το όμορφο τραγούδι του. Στο τέλος της ερμηνείας του αηδονιού, ο Κοκός τού είπε ότι είχε τραγουδήσει υπέροχα. […] Προσπάθησε να μιμηθεί το τραγούδι του αηδονιού, αλλά, φυσικά, το αποτέλεσμα δεν πλησίαζε καν το πρωτότυπο. […] Έτσι πήρε πάλι να πετάει ψάχνοντας για πουλιά που τα τραγούδια τους θα του ταίριαζαν περισσότερο. Στα Κανάρια Νησιά τιτίβισε με τα καναρίνια. [...] 

Όμως, κανένα από τα τραγούδια των άλλων πουλιών δεν του ταίριαζε απόλυτα. Και τότε, πάνω που το είχε πάρει απόφαση ότι θα’ μενε μουγκός για όλη του τη ζωή, προσγειώθηκε στο κλαδί μιας φτελιάς [...] κι άρχισε να μιλάει στο διπλανό του πουλί, έναν κοκκινολαίμη. […] Ο κοκκινολαίμης είπε στον Κοκό για ένα πουλί που είχε ακούσει στην Αυστραλία. Αυτό το πουλί, που λεγόταν λύρα, μπορούσε να μιμηθεί όλα τα πλάσματα, ακόμα και τα μηχανικά πράγματα. [Ο Κόκος] πέταξε για την Αυστραλία [και] βρέθηκε να εξηγεί τη δύσκολη θέση του σε μια […] λύρα […].

Η λύρα άκουσε την ιστορία τού Κοκού, κι ύστερα τον θάμπωσε με μια σειρά τέλειων μιμήσεων.[…] Ο Κοκός ήταν τόσο ενθουσιασμένος, που είχε χάσει τη μιλιά του. […] Η λύρα συγκινήθηκε από την απόγνωση του Κοκού και του εξομολογήθηκε κάτι που δεν το είχε ξαναπεί σε κανέναν άλλον: ήταν εντελώς απογοητευμένη από τη ζωή της. Δεν είχε κάποιο δικό της τραγούδι· ούτε καν ένα κούκου! […]

«Δεν έχω ταυτότητα» του είπε στο τέλος, λίγο πριν του εκμυστηρευτεί πως θα’ ταν πολύ ευτυχισμένη αν μπορούσε να λέει κούκου. Τουλάχιστον θα ήξερε ποια ήταν.

«Μα, αυτό είναι ειρωνικό κελάηδημα» είπε ο Κοκός.

Η λύρα αποκρίθηκε σοφά: «Όχι αν δεν θες να ειρωνευτείς αυτόν που του λες κούκου. Αν αυτός θέλει να νομίζει ότι τον ειρωνεύεσαι, τότε το πρόβλημα είναι δικό του, όχι δικό σου».

[...]«Επιπλέον», είπε η Λύρα, «μπορεί να μην άρεσε σε εκείνη τη σκιουρίτσα το τραγούδι σου, αλλά αρέσει σε πολλούς άλλους».

Ο Κοκός ξαφνιάστηκε: «Και ποιοι είναι αυτοί οι άλλοι;»

«Θα σου δείξω» απάντησε η Λύρα. Και πέταξε μακριά. Κι ο Κοκός την ακολούθησε.

Η λύρα προσγειώθηκε στο πρεβάζι ενός κοντινού σπιτιού. Ο Κοκός προσγειώθηκε δίπλα της. […] Εκείνη τη στιγμή, το ρολόι σήμανε δώδεκα και […] ένας μικρός ξύλινος κούκος πετάχτηκε έξω, έκανε δώδεκα φορές «κούκου» και ξαναμπήκε μέσα.

«Αυτό το ξύλινο πράγμα κάνει όπως εγώ!» φώναξε ο Κοκός.

«Ακριβώς!» είπε η λύρα. «Αυτό σημαίνει ότι το τραγούδι σου αρέσει στους ανθρώπους. […] Έχω πάει σε πολλά μέρη, και πουθενά δεν έχω δει ρολόι από το οποίο να πετάγεται μια καρδερίνα, ένα αηδόνι ή μια λύρα και να τραγουδάει».

Ο Κοκός κάθισε για λίγο για να το χωνέψει. Μετά, στα ξαφνικά, του αποκαλύφθηκε η αλήθεια: είχε πετάξει σ’ όλο τον κόσμο, προσπαθώντας να γίνει κάποιος άλλος, ενώ ήταν όμορφος όπως ήταν. Τότε συνειδητοποίησε ότι το τραγούδι που του’ χε δώσει η φύση, ήταν το ωραιότερο τραγούδι όλων των πουλιών, για τον απλούστατο λόγο ότι ήταν δικό του.

(Απόσπασμα από το «Ο Μπούφος που δεν μπορούσε να κάνει μπου» των Ρόμπερτ Φίσερ και Μπεθ Κέλι, μτφρ Αχ. Κυριακίδης, εκδόσεις Opera, σ. 79-85)

 
05-05-2017
      WILLIAM WORDSWORTH (1770-1850)

Νάρκη μου σφράγισε το νου

 Νάρκη μου σφράγισε το νου,

τ’ ανθρώπινα δε με φοβίζαν?

σαν πράγμα Εκείνη τ’ ουρανού ήταν,

που οι χρόνοι δεν τ’ αγγίζαν.

 

Δεν τρέχει, δεν ακούει πια,

δεν βλέπει φως, ηλίου αχτίδα?

γυρνά της γης την τροχιά

 με βράχους, πέτρες και χλωρίδα.

                                        (Wordsworth, 1997, 84)

26-12-2015
Χρόνια Πολλά και Ευτυχισμένο το Νέο έτος!!!
 
10-10-2015
[Μερικά χρόνια πριν από την καταστροφή του Μυκηναϊκού Κόσμου....]
Άνθρωποι πεθαίνουν. Άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν.  Και μερικές φορές τα σημαντικά γεγονότα είναι θαμμένα μέσα στα ασήμαντα, έτσι ώστε τα μείζονα θέματα να περνούν απαρατήρητα. Μέχρι να έρθει η στιγμή που η μοίρα, αυτή που σβήνει τα γεγονότα, θα επιδείξει το σχέδιό της σε κοινή θέα.
[...]
Ο ήλιος τώρα ήταν πιο χαμηλά, αλλά σχεδόν ακουμπούσε στη θάλασσα, και το σκοτάδι αυλάκωνε τον ουρανό.  Ο Κόδρος συνέχισε: "Το πόνημά μας στην Τροία μπορεί να είναι η καλύτερη απόπειρα της ηγεμονίας για να κρατήσει μακρυά το σκότος.  Αλλά το σκότος έρχεται.  Οι θεοί έχουν καθορίσει τις πορείες μας και είναι αδύνατον να ξεφύγουμε από αυτές.  Ακολουθούμε το μονοπάτι μέχρι το τέλος που αυτοί ορίζουν, προσπαθούμε να το αποφύγουμε και πάντα αποτυγχάνουμε". 
Ο τρόπος του με αναστάτωσε· δεν μπορούσα να θυμηθώ άλλη φορά που να ήταν τόσο συλλογισμένος και στεναχωρημένος.
"Πρέπει το τέλος να είναι σκοτεινό και καταχθόνιο, Κόδρε; Δεν υπάρχει πουθενά φως;"
"Οι θεοί απολαμβάνουν τόσο πολύ το γέλιο τους. Έχουν ανάγκη τα πειράγματά τους". Ο Κόδρος αναδεύτηκε κι έγινε ο άντρας που ήξερα. "Κι όμως, μα τους θεούς, θα προσπαθήσουμε. Θυμάσαι την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε; Εσύ ήθελες να δημιουργήσεις και εγώ υποσχέθηκα να σε προστατέψω.  Εμείς θα προσπαθήσουμε, θέλουν δε θέλουν οι θεοί". Ο Κόδρος, ο πολέμιος των πιθανοτήτων, έσφιξε τα μπράτσα μου με δύναμη.  "Να μου υποσχεθείς πως, ό,τι κι αν προκύψει, εσύ θα συνεχίσεις την ανοικοδόμηση για την καλύτερη κατάσταση της ηγεμονίας. Δε θα διστάσεις μπροστά σε τίποτα γι' αυτόν τον σκοπό! Ο όρκος σου πρέπει να είναι τόσο δεσμευτικός όσο ήταν εκείνος που έδωσες για την προμήθεια του νερού της Πύλου". 
Θέλησα να χαμογελάσω με αυτή την ενθύμηση, αλλά δε θα μου το επέτρεπε η ταραχή του.  Κατένευσα και ηρέμησε. Πρόσθεσε: "Οι θεοί θα γελάσουν μαζί μας. Δεν μπορούμε να τους ξεπεράσουμε. Αλλά θα ξέρουν πως έχουν συναντήσει αντίσταση. Αυτό το λεφούσι, ο Κόδρος και οΈκτορας..."
"Και η Ρεκάζα, φίλε μου, τη χρειάζομαι".
Η έκφραση του Κόδρου ήταν και πάλι μελαγχολική: "Και η Ρεκάζα επίσης".
Ο ήλιος χάθηκε μέσα στη θάλασσα και το σκότος κάλυψε τον κόσμο.
(Απόσπασμα από το λογοτεχνικό βιβλίο Οι λαοί της θάλασσας του Λες Κόουλ, εκδ. Μίνωας, σσ. 456, 486)
 
30-3-2015  
 "Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε·

 αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,

 θα αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου, 

 θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας".

 Γιάννης Ρίτσος, Το νόημα της απλότητας, "Παρενθέσεις"

 
01-10-2014   

Σὲ περιμένω παντοῦ

Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ

σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ

 καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι

ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ

προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ

ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν

ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα, 
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα

καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!

 Τάσος Λειβαδίτης
 28-09-2014                
 Ο Ήλιος μου

Μου πήραν τον ήλιο μου, αλλά εγώ θα τον βρω.

Κανόνισα μια μυστική συνάντηση μαζί του

όπως εκείνος που πηγαίνει για παράνομο τύπο

ή για παράνομο υλικό. Θα γιομίσω τον κόρφο μου

μεγάλα φύλλα χρυσαφιού και λάμπες για την κρύπτη μου,

πριν μου αφανίσουν την ψυχή να τη κυκλοφορήσω

χέρι με χέρι μες τη νύχτα.

                                              Νικηφόρος Βρεττάκος

 
4-07-2014
 [Αλέξανδρος και Πτολεμαίος]
 [...] Ο Πτολεμαίος έμεινε λίγο ακόμα για να πιει κρασί μαζί του. 

"Σκέφτεσαι ποτέ την Πέλλα;" τον ρώτησε ξαφνικά. "Σκέφτεσαι ποτέ τη μητέρα σου και τον πατέρα σου, τον καιρό που ήμαστε παιδιά και τρέχαμε καβάλα στα άλογα στους λόφους της Μακεδονίας; Τα νερά των ποταμιών και των λιμνών μας;" 

Ο Αλέξανδρος φάνηκε να συλλογίζεται για μερικές στιγμές, μετά απάντησε: 

"Ναι, συχνά, αλλά μοιάζουν εικόνες μακρινές, εικόνες γεγονότων που συνέβησαν πολλά χρόνια πριν. Η ζωή μας είναι τόσο έντονη, που κάθε ώρα μοιάζει με χρόνο".

"Αυτό σημαίνει ότι θα γεράσουμε πριν από την ώρα μας, έτσι δεν είναι;"

"Ίσως...Ίσως και όχι. Το λυχνάρι που φωτίζει πιο δυνατά στην αίθουσα είναι αυτό που θα σβήσει πρώτο, αλλά όλοι οι συνδαιτυμόνες θα θυμούνται πόσο όμορφο  και γλυκό ήταν το φως του κατά τη διάρκεια της γιορτής".

Παραμέρισε την άκρη της σκηνής και συνόδεψε έξω τον Πτολεμαίο. Ο ουρανός πάνω από την έρημο έλαμπε με αμέτρητα αστέρια και οι δύο νέοι ύψωσαν τα μάτια για να παρατηρήσουν το λαμπρό θόλο.

"Ίσως αυτή να είναι και η μοίρα των αστεριών που λάμπουν πιο έντονα στον ουράνιο θόλο.  Ας είναι ήρεμη η νύχτα σου, φίλε μου".

"Και η δική σου, Αλέξανδρε", απάντησε ο Πτολεμαίος και απομακρύνθηκε προς τη σκηνή του στην άκρη του στρατοπέδου.

V.M.Manfredi, Μέγας Αλέξανδρος, Τα πέρατα του κόσμου, τ.Γ', Α. Α. Λιβάνη, σελ. 16-17

 
22-04-2014
Για τους υπουργούς του ηγεμόνα

Δεν έχει μικρή σημασία η εκλογή των υπουργών από τον ηγεμόνα.  Οι υπουργοί είναι καλοί ή κακοί, ανάλογα με τη σύνεση του ηγεμόνα.  Κρίνεις έναν αρχηγό κράτους και το μυαλό του βλέποντας τους ανθρώπους που τον περιστοιχίζουν.  Όταν είναι άξιοι και πιστοί, ο ηγεμόνας είναι σίγουρα συνετός, γιατί κατόρθωσε να ξεχωρίσει τους άξιους και να τους κρατήσει πιστούς.  Όταν όμως δεν είναι τέτοιοι, ο ηγεμόνας είναι αξιοκαταφρόνητος, γιατί το πρώτο λάθος που κάνει, το κάνει εκλέγοντας τους συνεργάτες του.[...] Υπάρχουν τριών λογιών μυαλά: όταν καταλαβαίνεις μόνος σου, όταν καταλαβαίνεις όταν οι άλλοι σου δείξουν, όταν δεν καταλαβαίνεις μήτε μόνος σου μήτε όταν οι άλλοι σου δείξουν.  Ο πρώτος έχει λαμπρότατο νου, ο δεύτερος λαμπρό, ο τρίτος ασήμαντο. [...] Τώρα, πώς ο ηγεμόνας μπορεί να γνωρίσει τον υπουργό του, υπάρχει ένας τρόπος που δε λαθεύει ποτέ. Όταν βλέπεις τον υπουργό να συλλογίζεται περισσότερο τον εαυτό του παρά τον ηγεμόνα, και σε όλες του τις πράξεις να κυνηγάει το συμφέρον του, να ξέρεις πως ένας τέτοιος δεν μπορεί ποτέ να'ναι καλός υπουργός και δεν μπορεί ποτέ να του' χεις εμπιστοσύνη. Γιατί όποιος έχει στα χέρια του το κράτος ενός άλλου δεν πρέπει ποτέ να συλλογίζεται τον εαυτό του παρά τον ηγεμόνα του κράτους και να μην του προτείνει τίποτε που να μην είναι συμφέρο.  Κι ο ηγεμόνας όμως πρέπει να τον διατηρήσει καλό, να συλλογίζεται τον υπουργό, να τον τιμάει, να τον πλουτίζει και να τον ευεργετεί, παρέχοντάς του τιμές και αξιόματα.  κι έτσι οι πολλές τιμές και τα πολλά πλούτη τον κάνουν να φοβάται να γίνει αιτία να μην πεθυμάει τιμές άλλες κι άλλα πλούτη. Και τα πολλά αξιώματα να τον κάνουν να φοβάται τις μεταβολές, ξέροντας πως δεν μπορεί να προκόψει χωρίς τον ηγεμόνα. Όταν τέτοιοι είναι οι ηγεμόνες και οι υπουργοί, μπορεί να υπάρξει μεταξύ τους εμπιστοσύνη.  Όταν διαφορετικοί, το τέλος θα' ναι πάντα επιζήμιο και για τον έναν και για τον άλλον.

Νικολό Μακιαβέλλι, Ο Ηγεμόνας, μτφρ. Ν. Καζαντζάκης, Εκδ. ΕΘΝΟΣ, Αθήνα 2014, σελ. 113-114

 
26-12-2013
Οι καλλικάντζαροι
    Οι καλλικάvτζαροι πιστεύεται ότι είναι δαιμονικά όντα που έρχονται κάτω από τη γη για να πειράζουν τους ανθρώπους κατά τις νύχτες του δωδεκαημέρου, δηλαδή από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι και την παραμονή των Θεοφανίων, περίοδο κατά την οποία τα νερά είναι ακόμα αβάπτιστα. Όλο τον υπόλοιπο χρόνο που μένουν κάτω από τη γη πελεκούν ή πριονίζουν ή περιτρώγουν με τα δόντια τους το δέντρο ή τους στύλους που υποβαστάζουν τη γη.  Όταν ο στύλος που κρατάει τη γη λεπταίνει, τότε οι καλλικάντζαροι ανεβαίνουν πάνω στη γη επειδή φοβούνται μην τους καταπλακώσει η ετοιμόρροπη γη.
    Τα δαιμόνια αυτά του Δωδεκαημέρου έχουν κατά τόπους διάφορα ονόματα. Το πιο γνωστό και κοινό είναι το «Καλλικάντζαροι». Άλλες ονομασίες που συνυπάρχουν είναι: Κολλικάντζαροι, Λυκοκάντζαροι, Καλκατζόνια, Καλκάνια ή Σκατζάρια, Καλλικάντσαροι, Καλλιακάντζαροι, Σκαλικάντζαροι, Καλκάντζαροι, Καρκάντζαροι, Καλλιτσάγγαροι, Καρτσάγγαλοι, Λυκοκάντζαροι.
   Ο λαός φαντάζεται τους Καλλικαντζάρους με διάφορες μορφές. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των Καλλικαντζάρων είναι η ασχήμια. Κάποιες παραδόσεις αναφέρουν ότι τα δαιμόνια αυτά δε διαφέρουν από τους ανθρώπους αλλά προσθέτουν ότι είναι «αλλοιώτικοι άνθρωποι» ή ότι έχουν μεν ανθρώπινη μορφή αλλά είναι άσχημοι, κακομούτσουνοι. Είναι στην όψη άγριοι, αγριάνθρωποι και μελαψοί.  Επίσης, κάποιες παραδόσεις αναφέρουν πως είναι ισχνοί και κοντοί σα νάννοι ή μοιάζουν σα παιδιά.  Τα μαλλιά τους είναι αχτένιστα και μακρυά. Όλο τους το σώμα είναι μαλλιαρό, ενώ τα μάτια τους είναι άγρια και κόκκινα. Τα χέρια τους μοιάζουν με του πιθήκου, έχουν μακρυά νύχια, όσο τα δάκτυλα, γαμψά και φοβερά. Κάποιοι από τους καλλικαντζάρους λέγεται ότι έχουν πόδια γαϊδάρου ή τράγου.
    Οι καλλικάντζαροι τρέφονται με μιασμένα πράγματα, με εδέσματα, δηλαδή, που προκαλούν αηδία, διότι είναι κι αυτοί μιαροί και προσπαθούν να μιάνουν τις τροφές των ανθρώπων. Τρέφονται, λοιπόν,  με σκουλήκια, βατράχια, φίδια κ.α.
   Μπαίνουν στα σπίτια από την πόρτα  ή όποιαδήποτε άλλη τρύπα του σπιτιού αλλά κυρίως κατεβαίνουν από  την καπνοδόχο και κατουρούν τη φωτιά, καβαλλικεύουν στους ώμους διαβάτες ή τους πιάνουν στο χορό.  
   Για να διώξουν, λοιπόν, οι άνθρωποι τους Καλλικαντζάρους  κρεμούν πίσω από την πόρτα του σπιτιού ή μέσα στην καμινάδα ένα κατωσάγονο χοίρου που έχει αποτρεπτική δύναμη. Επίσης, καίνε αλάτι ή παλιοπάπουτσο στη φωτιά·  η δυσωδία από την καύση αυτών διώχνουν τους Καλλικαντζάρους. Κάποιοι άλλοι βάζουν δίπλα στην καπνοδόχο ένα κόσκινο. Κατεβαίνοντας ο καλλικάντζαρος από αυτήν μέσα στο σπίτι για να κάνει κακό, βρίσκει το κόσκινο κι αρχίζει να μετράει τις τρύπες. Μέχρι να τις μετρήσει όλες έχει ξημερώσει  και λαλώντας ο πρώτος πετεινός ο καλλικάντζαρος τσακίζεται να φύγει.  Άλλοι πάλι προσπαθούν να τους εξευμενίσουν προσφέροντάς τους γλυκά και τηγανίτες.  Αλλά το κύριο μέσο για να κρατηθούν οι καλλικάντζαροι μακρυά είναι η φωτιά που έχει αποτρεπτικές δυνάμεις.  Γι’αυτό η φωτιά στο τζάκι καίει μέρα νύχτα όλο το Δωδεκαήμερο. Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε νοικοκύρης τοποθετεί στο τζάκι του σπιτιού του ένα χοντρό ξύλο κομμένο από δέντρο αγκαθωτό (αχλαδιά ή αγριοκερασιά), γιατί τα αγκαθωτά δέντρα διώχνουν τα δαιμόνια μακρυά κατά τη λαϊκή πίστη. Το κούτσουρο αυτό λέγεται Χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάντζαλος. Πριν τοποθετηθεί στο τζάκι το ραίνουν με ξηρούς καρπούς. Τα ξύλα που απομένουν στη φωτιά και η στάχτη έχουν αποτρεπτική δύναμη και χρησιμοποιούνται για να προφυλάξουν το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό:ξωτικά, χαλάζι, σκαθάρια κ.α
    Κατά τη λαϊκή παράδοση, καλλικάντζαροι γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται τα Χριστούγεννα, επειδή η σύλληψή τους συμπίπτει την ημέρα του Ευαγγελισμού. Σύμφωνα με την λαϊκή πίστη, αν κανένα παιδί γεννηθεί τα Χριστούγεννα το δένουν με σκορδοπλεξούδα ή με ψαθόσκοινο από το χέρι της μητέρας του για να το εμποδίσουν να πάει στους καλλικαντζάρους, ή του καίουν τα νύχια των ποδιών του γιατί χωρίς νύχια δεν μπορεί να γίνει καλλικάντζαρος.
   Την ολοκληρωτική τους, όμως,  απαλλαγή από την επίδραση των Καλλικαντζάρων τη βρίσκουν οι άνθρωποι μόνο τα Φώτα  με τον αγιασμό των νερών.  Τότε τα δαιμόνια σπεύδουν να εξαφανιστούν. Τα κυνηγαει η αγιαστούρα του παπά. Όταν φεύγουν, λένε αναμεταξύ τους:
 

Φεύγετε να φεύγουμε,

Γιατ’ήρθε ο διαβολοπαπάς

Με την αγιαστούρα του

Και με την βρεχτούρα του

 
Γ. Α. Μέγας, Ελληνικές Γιορτές και  Έθιμα της λαϊκής λατρείας, Εστία  2005, σελ. 51-60.
Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Β΄, Βιβλιόραμα 1998, σελ. 1240 - 1345
 
24-10-2013
L' infinito (G. Leopardi)
Sempre caro mi fu quest'ermo colle,
e questa siepe, che da tanta parte
dell'ultimo orizzonte il guardo esclude.
Ma sedendo e mirando, interminati
spazi di là da quella, e sovrumani
silenzi, e profondissima quiete
io nel pensier mi fingo, ove per poco
il cor non si spaura. E come il vento
odo stormir tra queste piante, io quello
infinito silenzio a questa voce
vo comparando: e mi sovvien l'eterno,
e le morte stagioni, e la presente
e viva, e il suon di lei. Così tra questa
immensità s'annega il pensier mio:
e il naufragar m'è dolce in questo mare. 
 
ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Αγαπημένος μού ήταν πάντα αυτός ο λόφος 
ο έρημος, κι αυτά τα δέντρα που μου κρύβουν 
τον μακρινόν ορίζοντα. Μα εδώ που στέκω 
οραματίζομαι τις αχανείς εκτάσεις 
τ’ ουρανού και την υπερκόσμια γαλήνη 
κι ανατριχιάζω. Και καθώς ακούω 
μέσα απ’ το φύλλωμα το θρόισμα του αέρα 
συγκρίνω την αμόλυντη σιωπή του απείρου 
μ’ αυτόν τον ήχο. Κι αισθάνομαι το αιώνιο, 
και τις σβησμένες εποχές, και τη δική μας 
που ζει και πάλλεται. Κι ο στοχασμός μου 
πνίγεται στη βαθιά απεραντοσύνη. 
Σ’ αυτή τη θάλασσα γλυκό είναι το ναυάγιο.
                               μτφρ. Νάσος Βαγενάς 
 
29-05-2013
[Είχε τη δύναμη....αλλά...]
"Πότε πότε έχωνε το χέρι στην τσέπη κι άγγιζε με τα δάκτυλά του το μικρό μπουκαλάκι με το άρωμά του. Ήταν ακόμα σχεδόν γεμάτο.  Την ημέρα της εκτέλεσής του στη Γκρας είχε χρησιμοποιήσει μια σταγόνα μόνο.  Το υπόλοιπο το άφηνε για να μαγέψει τον κόσμο ολόκληρο.  Αν ήθελε μπορούσε να χαρεί τις ζητωκραυγές όχι μόνο δέκα αλλά εκατό χιλιάδων ανθρώπων στο Παρίσι.  Θα μπορούσε να κάνει τη βόλτα του στις Βερσαλλίες και να δει το βασιλιά να πέφτει στα πόδια του.  Να στείλει στον Πάπα ένα αρωματισμένο γράμμα και να ανακηρυχθεί Νέος Μεσσίας. Να στεφτεί αυτοκράτορας από αρχηγούς και βασιλιάδες μέσα στη Νοτρ Νταμ, να αναγορευθεί Θεός επί της Γης...
Όλα αυτά μπορούσε να τα κάνει, αν ήθελε.  Είχε τη δύναμη.  Μια δύναμη ισχυρότερη από αυτήν του χρήματος, της βίας ή του θανάτου: είχε την τρομερή δύναμη να γεννά μέσα στην ψυχή των ανθρώπων την αγάπη.  Ένα μόνο δεν μπορούσε να καταφέρει:να ξεγελάσει την εαυτό του. Όσο κι αν ο κόσμος τον περνούσε για Θεό -αφού ο ίδιος ήξερε ότι δεν μπορούσε να μυρίσει τον εαυτό του κι επομένως δεν μπορούσε να τον γνωρίσει, δεν τον ένοιαζε ούτε για τον κόσμο, ούτε για τον εαυτό του, ούτε για το άρωμά του".
 
Πάτρικ Ζίσκιντ, Το Άρωμα, Ψυχογιός 2007, σελ. 249-258
 
 
10-04-2013

Κωνσταντίνος Καβάφης «Che fece .... il gran rifiuto»

 
Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τό ‘χει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.                              
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του. 
 
Βλέπε επίσης:  Katerina Rousou - Che fece .... il gran rifiuto
 
7-04-2013
Γ΄ Κυριακή Νηστειών -  Της Σταυροπροσκηνήσεως
Η γιορτή αυτή λέγεται και "Μεσοσαράκοστο" ή "του Λουλουδιού". Την ημέρα αυτή συγκεντρώνονται άφθονα λουλούδια στην εκκλησία για να ανθοστολίσουν προκαταβολικά τον Σταυρό, ο οποίος σε τρεις βδομάδες θα δεχτεί πάνω του τον σταυρωμένο Χριστό. Στο τέλος ο ιερέας μοιράζει στους εκκλησιαζόμενους μικρά κλαδιά δεντρολίβανου ή λουλούδια.  Σ΄αυτά οι πιστοί αποδίδουν θεραπευτική δύναμη και τα χρησιμοποιούν για εξορκισμούς και σταυρώματα και ιδιαίτερα για να ξεματιάζουν άνθρωπο ή ζώο βασκαμένο. Βουτούν το άνθος σε αγιασμό ή το καίνε στα κάρβουνα και καπνίζουν τον βασκαμένο.
Μετά από τη μεγάλη Δοξολογία στον όρθρο, ο Σταυρός μεταφέρεται με μια σεμνή πομπή στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη εβδομάδα, οπότε στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνηση του Σταυρού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία αυτής της Κυριακής, παρουσιάζεται όχι μέσα στα πλαίσια του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς.
Η Σαρακοστή είναι η σταύρωση του εαυτού μας, είναι η εμπειρία - περιορισμένη βέβαια - που αποκομίζουμε από την εντολή του Χριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: "όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του ας σηκώσει το σταυρό του, και έτσι ας με ακολουθεί" (Μαρκ.8,34).
Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε το σταυρό μας και ν' ακολουθήσουμε το Χριστό αν δεν ατενίζουμε το Σταυρό που Εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. Αυτό μας εξηγεί το συναξάρι της Κυριακής:
Στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών, κατά κάποιο τρόπο, και μείς σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι' αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας. Μας θυμίζει τα πάθη του Κυρίου και μας παρηγορεί.. Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο και μακρινό δρόμο που, κατάκοποι, κάθονται για λίγο να αναπαυθούν. Με το ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνει την πίκρα που νοιώθουμε από τη νηστεία, μας ενισχύει στη πορεία μας στην έρημο έως ότου φθάσουμε στην πνευματική Ιερουσαλήμ με την ανάστασή Του.. Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλο Ζωής και είναι εκείνο το ξύλο που φυτεύθηκε στον Παράδεισο, γι' αυτό και οι θείοι Πατέρες τοποθέτησαν τούτο στο μέσο της Σαρακοστής, για να μας θυμίζει του Αδάμ την ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή, να μας θυμίζει ακόμα ότι με τη συμμετοχή μας στο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια αλλά ζωογονούμαστε.
Την Κυριακή της Σταυροπροσκηνήσεως βρισκόμαστε στο μέσο της Μεγάλης Σαρακοστής.  Σε αυτή τη γιορτή δίνουν μεγάλη σημασία και οι ναυτικοί μας. Το "Μεσοσαράκοστο" τους θυμίζει (και από εκκλησιαστική επίδραση) το "?ν μέσ? πελάγει". 
Οπωσδήποτε η Κυριακή της Σταυροπροσκηνήσεως είναι ένα πλησιάσμα και μια προαγγελία στο Πάθος, όπως σε λίγο, το Σάββατο του Λαζάρου θα είναι μια προαγγελία της Ανάστασης. 
 Μονή Πετράκη
Γ. Α. Μέγας, Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της λαϊκής λατρείας, εκδ. Εστία, 2005, σελ. 158
Δημ. Σ. Λουκάτος, Πασχαλινά και της Άνοιξης, Εκδ. Φιλιππότη, 1995, σελ. 38-39
 
30-03-2013
B΄ Κυριακή Νηστειών -  Αγ. Γρηγορίου Παλαμά
 Ο Γρηγόριος Παλαμάς υπήρξε επικεφαλής του κινήματος του Ησυχασμού, που ήταν το σημαντικότερο θεολογικό κίνημα στο Βυζάντιο κατά τον 14ο αι. και επηρέασε και τους ρώσους θεολόγους. Σύμφωνα με τους Ησυχαστές η επικοινωνία με το Θεό επιτυγχάνεται με τη μοναξιά, τη σιωπή, τον ασκητισμό, την προσευχή και την καρδιά μέσα στην οποία είναι συγκεντρωμένη η νόηση.
Ο θείος αυτός πατέρας, ο Γρηγόριος Παλαμάς,  καταγόταν από την Aσία και από παιδί ανατράφηκε στην βασιλική αυλή της Κωνσταντινούπολης. Τελείωσε τις σπουδές του στη φιλοσοφία, ρητορική και φυσική. Στη λογική, κατά την αποφοιτήριο διάλεξή του ενώπιον του αυτοκράτορα και των αξιωματούχων, ο πρύτανης του πανεπιστημίου ανεφώνησε με θαυμασμό ότι αν ήταν παρών και ο ίδιος Aριστοτέλης θα τον επαινούσε.
Μετά τις σπουδές του όμως, απέρριψε τη προσφορά υψηλών αξιωμάτων του αυτοκράτορα, εγκατέλιψε τα βασίλεια και από είκοσι χρονών ασκήτευσε στο Άγιον Όρος. Πρώτα στην Λαύρα του Βατοπεδίου κατόπιν στη Λαύρα του Αθανασίου καθώς και στην ερημική τοποθεσία Γλωσσία, σημερινή Προβάτα. Αναχώρησε από το Όρος για τα Ιεροσόλυμα, αλλά στην Θεσσαλονίκη είδε σε όραμα τον Άγιο Δημήτριο που του απαίτησε να μείνει και να μονάσει εκεί κοντά. Εμόνασε τότε στη Βέροια και τριάντα χρονών έγινε ιερέας. Εκεί πλήθη μοναχών και λαϊκών προσέτρεχαν να τον συμβουλευθούν. Μετά πέντε χρόνια και λόγω εισβολής των Σέρβων επέστρεψε στον Άθωνα σε κοντινό κελί της Μεγίστης Λαύρας, όπου έφθασε σε μεγάλα ύψη φωτισμού και εκεί σε όραμα έλαβε εντολή να ασχοληθεί με δογματικά θέματα. Κατόπιν λόγω της φήμης του αναγκάσθηκε να γίνει ηγούμενος για ένα χρόνο στη μονή Εσφιγμένου. Αργότερα έγινε και αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης για δώδεκα χρόνια, αλλά μόνο στα μισά παρέμεινε λόγω περιπετειών, από τη δράση του, μέχρι και φυλακής.
Παραστάθηκε στις συγκροτηθείσες συνόδους του 1341 και 1347 και πολέμησε τις κακοδοξίες των δυτικόφρονων Βαρλαάμ και Ακινδύνου.
Έγραψε πολλά θεολογικά συγγράμματα ιδιαίτερα δογματικά για να καταπολεμήσει τους αιρετικούς, όπως περί του Αγίου Πνεύματος, καθώς και επιστολές στους αντιησυχαστές, επίσης διάφορα ομολογιακά κείμενα. Είναι ο θεολόγος της χάριτος, του ακτίστου φωτός.
Μετά στασιμότητα πολλών αιώνων ο Γρηγόριος πέτυχε να ανανεώσει την θεολογική ορολογία και να δώσει νέες κατευθύνσεις στη θεολογική σκέψη. Ξεκίνησε από προσωπικές εμπειρίες και απέδειξε ότι το έργο της θεολογίας είναι ασύγκριτα ανώτερο από της φιλοσοφίας και επιστήμης. Αξιολογεί την έξω σοφία ως περιορισμένη, αναφέροντας δύο γνώσεις, την θεία και την ανθρώπινη και δύο Θεϊκά δώρα, τα φυσικά για όλους και τα υπερφυσικά ή πνευματικά που δίδονται όποτε θέλει ο Θεός και μόνο στους καθαρούς και αγίους, στους τελείους. Η θεολογία ολοκληρώνεται δια της θεοπτίας.
Οι αντίπαλοι του Παλαμά πίστευαν στο χωρίο του Ιωάννου ότι "τον Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε"  και κατηγορούσαν τους μοναχούς που είχαν θεοπτία, ως ομφαλοσκόπους. Ο Γρηγόριος αντέτεινε ότι ο Κύριος είπε: "οι καθαροί στην καρδία τον Θεόν όψονται" (Ματθ. 5,8). Θεμελιώδης προσφορά του Γρηγορίου στην θεολογία είναι η διάκρισις στην ουσία και ενέργεια του Θεού. Η ύπαρξη του Θεού συνίσταται σε δύο. Στην ουσία Του, η οποία είναι άκτιστη, ακατάληπτη και αυθύπαρκτη και ονομάζεται κυριολεκτικά θεότης (εδώ αναφέρεται το ουδείς εώρακε) και στις ενέργειές Του, οι λεγόμενες ιδιότητες ή προσόντα που είναι μεν άκτιστες, αλλά καταληπτές. Άλλο λοιπόν η θεότης και άλλο η βασιλεία, η αγιότης κ.λ.π.
Ο άνθρωπος είναι μίγμα δύο διαφόρων κόσμων και συγκεφαλαιώνει όλη την κτίση. Ακολουθώντας την Πατερική γραμμή σε σύγκριση με τη πλατωνική και βαρλααμική ανθρωπολογία, θεωρεί ότι το σώμα του ανθρώπου δεν είναι πονηρό, αλλά αποτελεί κατοικία του νου, αφού μάλιστα καθίσταται και του Θεού κατοικία, έτσι μαζί με τη ψυχή καθιστά τον άνθρωπο ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Η αναγέννηση του ανθρώπου γίνεται με το βάπτισμα και η ανακαίνιση με την θεία Ευχαριστία. Είναι τα δύο θεμελιώδη μυστήρια, της θείας οικονομίας.
Το ουσιωδέστερο στοιχείο της διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά συνίσταται στην ανύψωση του ανθρώπου υπεράνω αυτού του κόσμου. Η εμπειρία της θεώσεως είναι δυνατή από εδώ με την παράδοξο σύνδεση του ιστορικού με του υπεριστορικού. Το φως που είδαν οι μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ, το φως που βλέπουν οι καθαροί ησυχαστές σήμερα και η υπόστασις των αγαθών του μέλλοντος αιώνος αποτελούν τις τρείς φάσεις ενός και του αυτού πνευματικού γεγονότος, σε μια υπερχρόνια πραγματικότητα.
 
Προβάλλει λοιπόν η Εκκλησία την μνήμη του στη δεύτερη Κυριακή, ως συνέχεια, τρόπον τινά και επέκταση της πρώτης Κυριακής, της Ορθοδοξίας. Η μνήμη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είναι ένα είδος δευτέρας "Κυριακής της Ορθοδοξίας".
Κοιμήθηκε σε ηλικία 63 χρονών στις 14 Νοεμβρίου από ασθένεια και αγιοποιήθηκε σύντομα. Το ιερό του λείψανο σώζεται σήμερα στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης.
 Μονή Πετράκη
Ιστορία του Μεσαιωνικού και Νεότερου Κόσμου 565-1815 (Β΄Γενικού Λυκείου) ΙΤΥΕ "Διόφαντος", σελ.97
 
24-03-2013
Α΄ Κυριακή Νηστειών – Κυριακή της Ορθοδοξίας

Λέγεται Κυριακή της Ορθοδοξίας, γιατί γιορτάζουμε την αναστήλωση των αγίων Εικόνων και τον θρίαμβο της Ορθοδόξης Πίστης κατά της αίρεσης των Εικονομάχων, των αιρετικών δηλαδή εκείνων που δεν δέχονταν να τιμούν τις άγιες Εικόνες. Το «Ωρολόγιο» της Εκκλησίας γράφει: Για εκατό και πλέον χρόνια διαταράχθηκε η Εκκλησία με διωγμούς από κακοδόξους εικονομάχους. Πρώτος υπήρξε ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ο Ίσαυρος και τελευταίος ο Θεόφιλος, σύζυγος της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, η οποία μετά το θάνατο του συζύγου της ανέλαβε την εξουσία και στερέωσε πάλι την Ορθοδοξία μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα διακήρυξε δημόσια ότι προσκυνούμε τις Εικόνες, όχι λατρευτικά, ούτε ως Θεούς, αλλά ως εικόνες των αρχετύπων. Την πρώτη Κυριακή των νηστειών το έτος 843, η Θεοδώρα μαζί με το γιο της αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, λιτάνευσαν και αναστήλωσαν τις άγιες εικόνες μαζί με τον κλήρο και το λαό. Από τότε εορτάζουμε κάθε χρόνο την ανάμνηση αυτού του γεγονότος γιατί καθορίσθηκε οριστικά ότι δεν λατρεύουμε τις Εικόνες, αλλά τιμούμε και δοξάζουμε όλους τους Αγίους που εικονίζουν και λατρεύουμε μόνο τον εν Τριάδι Θεό. Τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και κανένα άλλο είτε Άγιο είτε Άγγελο. 

 
Μονή Πετράκη
Μεσαιωνική και Νεότερη Ιστορία, ΙΤΥΕ "Διόφαντος", κεφ. 3,2: Οι έριδες για το ζήτημα των εικόνων, σελ. 34-35
 
 Γιορτή των Αγίων Θεοδώρων
 "Από τις πιο δημοφιλείς εορτές της Σαρακοστής είναι των Αγίων Θεοδώρων, που γιορτάζεται το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής και ανήκει στα Ψυχοσάββατα.  Κατά την ημέρα αυτή γίνονται οι συνηθισμένες προσφορές κολλύβων στους νεκρούς και μνημόσυνο στο νεκροταφείο για όλους τους πεθαμένους του σπιτιού "πάππου προς πάππου".  Ένας μεγάλος δίσκος με κόλλυβα είναι για κείνους που πέθαναν χωρίς να αφήσουν παιδιά ή συγγενείς ή πέθαναν μακριά ή σκοτώθηκαν στον πόλεμο ή είναι για πολλά χρόνια πεθαμένοι.  Αυτόν το δίσκο τον κάνει η εκκλησία.
Ως ημέρα αφιερωμένη στους νεκρούς, η γιορτή των Αγίων Θεοδώρων έχει ιδιάζουσα μαγική σημασία.  Με κόλλυβα από την εκκλησία οι χωρικοί της Λέσβου κάνουν κομπολόι και τα δένουν στα κλαδιά των δέντρων ως αποτρεπτικά κατά της βασκανίας.  Με κόλλυβα των αγίων Θεοδώρων οι ανύπαντρες κοπέλες ζητούν να προσκαλέσουν μαντικό όνειρο: βάζουν 3 ή 9 σπειριά σε άσπρο πανάκι δεμένο με μαύρη κλωστή κάτω από το προσκέφαλο και προσκαλούν τη Μοίρα με διάφορους τρόπους."
 Γ. Α. Μέγας, Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της λαϊκής λατρείας, εκδ. Εστία, 2005, σελ. 155-156
 
 Μεγάλη Σαρακοστή
  "Η Σαρακοστή (από το εκκλησιαστικό Τεσσαροκοστή) είναι περίοδος 40ήμερης νηστείας πριν από τη Μεγάλη Βδομάδα, στην οποία υποβάλλονται οι χριστιανοί. Ο αριθμός συμπίπτει και με τη νηστεία του Χριστού στην έρημο (Ματθ. 4,2). Με τον καιρό όμως το "Σαρακοστή" έχασε την αριθμητική του έννοια και σημαίνει κάθε νηστεία (π.χ η Σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου).  
   Πρώτη μέρα της Μεγάλης Σαρακοστής είναι η Καθαρά Δευτέρα, που τη λένε έτσι, γιατί ο χριστιανός "καθαίρεται" και διατροφικά.  Σταματά κάθε κρεατινό φαγητό και αρχίζει τα νηστίσιμα.  Βγαίνει στο ύπαιθρο ακριβώς για να τονίσει την έννοια του καθαρμού και της αλλαγής, ενώ οι νοικοκυρές καθαρίζουν τα σκεύη της κουζίνας και το σπίτι για μια νέα περίοδο κατανυκτικής εγκράτειας.  Ακόμα και το ψωμί της ημέρας ζυμώνεται νηστίσιμο (σαν τα άζυμα της Π. Διαθήκης), η λαγάνα
    Η έξοδος στο ύπαιθρο δίνει βέβαια αφορμή και για ψυχαγωγικές διασκεδάσεις, που από το ένα μέρος είναι η κάποια συνέχεια του χθεσινού καρναβαλιού και από το άλλο η δοκιμαστική έναρξη της νηστείας, που προχωρεί όμως στη φυσική παρόρμηση για κρασοποσία, με ορεκτικούς σαρακοστιανούς μεζέδες (που παρατίθενται σωρός - cumulus, κούλουμα- μπροστά στις παρέες) με χορούς που ξεθαρρεύουν  ανοιξιάτικοι και, για τα παιδιά, με την υπαίθρια χαρά των χαρταετών.
   Παλαιότερα, που έλειπαν τα ημερολόγια, οι άνθρωποι, για να έχουν κάποια αντίληψη του χρόνου στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, είχαν βρει έναν εύκολο μέσο.  Παρίσταναν τη σαρακοστή εικονικά σαν Καλόγρια ή γυναίκα: την έφτιαχναν από χαρτόνι ή παραγεμισμένη με πούπουλα, με 7 πόδια και την κρεμούσαν στο νταβάνι του σπιτιού.  Η κυρά Σαρακοστή δεν έχει στόμα, γιατί είναι όλο νηστεία. Τα χέρια της είναι σταυρωμένα για τις προσευχές. Τα 7 πόδια αντιστοιχούν στις 7 βδομάδες της Σαρακοσστής. Κάθε Σάββατο κόβουμε κι ένα πόδι.  Το τελευταίο πόδι το κόβουμε το Μεγάλο Σάββατο, το βάζουμε μέσα σε ένα ξερό σύκο ή καρύδι κι όποιος το βρει του φέρνει γούρι." 
    Εορταστικοί και κοινωνικο-θρησκευτικοί σταθμοί της Σαρακοστής, με κάποια ξεκούραση από τις δουλειές και με κάποια ευχάριστη κοινοτική επικοινωνία, ήταν και είναι οι έξι (6) Κυριακές της, ιδιαίτερα η Α' της Ορθοδοξίας, η Γ΄ της Σταυροπροσκυνήσεως και η Στ΄ των Βαΐων. Ανάμεσά τους οι πέντε βραδινές Ακολουθίες των Χαιρετισμών της Παναγίας (κάθε Παρασκευή), το Γ' συγκινητικό Ψυχοσάββατο (των Αγίων Θεοδώρων) αφιερωμένο στους οικείους νεκρούς, και το τελευταίο (προπασχαλινό) Σάββατο που θρηνεί και χαίρεται τον αναστημένο (σαν την ελληνική φύση) συμπαθέστατο Λάζαρο.
 Γ. Α. Μέγας, Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της λαϊκής λατρείας, εκδ. Εστία, 2005, σελ. 153
Δημ. Σ. Λουκάτος, Πασχαλινά και της Άνοιξης, Εκδ. Φιλιππότη, 1995, σελ. 13-14
 
17-03-2013
Κοντά σου (Μαρία Πολυδούρη)
 Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Δες επίσης: Κοντά σου, σε μουσική και ερμηνεία Θ. Ανεστόπουλου

                 Κοντά σου, σε μουσική Ν. Μαυρουδή και ερμηνεία  Σ. Βόσσου

 
16-03-2013
[Μετά τη βροχή έρχεται το ουράνιο τόξο]
[...]
"?κου, μικρή, η ζωή και οι στιγμές της είναι ποσά αντιστρόφως ανάλογα και εναλλάσσονται!"
"Τί θέλεις να πεις;"
"Ότι θα έρθουν και τα δύσκολα! Και να ξέρεις κάτι από μένα: τη δυστυχία την αντιμετωπίζεις πιο εύκολα, όταν οι μπαταρίες της ψυχής σου είναι γεμάτες από ευτυχία!"
[...]
Η Ελπίδα σηκώθηκε. "Πρέπει να φύγω", είπε.
"Τώρα;" απόρησε ο Φίλιππος. "Χαλάει ο κόσμος έξω! Κάθισε να κοπάσει λίγο και μετά φεύγεις!"
"Μια καταιγίδα δεν μπορεί να χαλάσει έναν κόσμο..." απάντησε εκείνη με ένα τρυφερό χαμόγελο και όλοι κατάλαβαν ότι δε μιλούσε  μόνο για τον καιρό. "Να το θυμάστε αυτό! Οι καταιγίδες περνούν και μετά έρχεται η γαλήνη...Μετά τη βροχή, το ουράνιο τόξο...[..]"
 
Αποσπάσματα από το βιβλίο "Βαλς με δώδεκα θεούς" της Λένα Μαντά, εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 492 & 534-535
 
28-02-2013
[Η ζωή είναι μικρή...]
[...]
"Και μου ζητάς να πω στον Κωστή...;"
"Να του δείξεις, όχι να του πεις! Μια γυναίκα μπορεί να κάνει το πρώτο βήμα, αλλά διακριτικά, όχι με κατά μέτωπο επίθεση! Κατάλαβες;"
"Ναι, αλλά δεν πείστηκα!"
Η Ναταλία κάθισε στο κρεβάτι σαν να μην είχε άλλη δύναμη μέσα της.  Δίπλα της βρέθηκε η Ελπίδα.
"Σκέψου, Ναταλία...Σκέψου όπως ποτέ άλλοτε! Η ζωή είναι μικρή, δε χωράει όλα εκείνα τα μεγάλα που ονειρευόμαστε να κάνουμε.  Περνάει και φεύγει χωρίς να το καταλάβουμε, και τ'ανεκπλήρωτα όνειρα στοιχειώνουν  και μας κυνηγούν, όταν δυστυχώς είναι πολύ αργά για να τα κυνηγήσουμε εμείς!  Χριστέ μου, με κάνεις και μιλάω σαν φιλόσοφος κακιάς συμφοράς! Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι, αν τον αγαπάς, μη φοβηθείς να ζήσεις μαζί του το όνειρο! Αξίζει να ρισκάρεις να χάσεις έναν καλό φίλο, για να κερδίσεις τον ιδανικό σύντροφο για όλη τη ζωή! Για μια φορά μη μένεις αμέτοχη! Διεκδίκησε αυτό που θέλεις!"
"Και πιστεύεις ότι έχω ελπίδες;"
"Πιστεύω ότι μπορείς να έχεις οτιδήποτε θελήσεις! Πιστεύω σε σένα την ίδια!"
 Απόσπασμα από το βιβλίο "Βαλς με δώδεκα θεούς" της Λένα Μαντά, εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 383
 
19-02-2013
Ράινερ Μαρία Ρίλκε «ΣΒΗΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ...»

Σβήσε τα μάτια μου? μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να’ρθω σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.

μτφρ. Κωστής Παλαμάς

 
Δες επίσης: Σ'αγαπώ, σε μουσική Δ. Παπαδημητρίου και ερμηνεία Φ. Δάρα
 
 21-01-2013
["Θα πετάξεις, Καλότυχη"]
 [Ο Ζορμπάς είναι ένας μαύρος και πελώριος και χοντρός γάτος που υποσχέθηκε σε έναν θηλυκό γλάρο που ξεψυχούσε  πως θα προστατεύσει το αβγό της και θα βοηθήσει το γλαρόπουλο να μάθει να πετάει...Ο Ζορμπάς εκπλήρωσε τελικά την υπόσχεσή του. Και η γλαροπούλα Καλότυχη έμαθε να ανοίγει τα φτερά της και να πετάει ψηλά!]
 Ο Ζορμπάς έφτασε μ'ένα σάλτο στο προστατευτικό κιγκλίδωμα του καμπαναριού.  Από κάτω, τ'αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν έντομα με μάτια αστραφτερά.  Ο άνθρωπος κρατούσε το γλάρο στην αγκαλιά του.
"Όχι! φοβάμαι! Ζορμπά!Ζορμπά!" έκρωζε η Καλότυχη, τσιμπώντας τα χέρια του ανθρώπου.
"Περίμενε" νιαούρισε ο Ζορμπάς. "Ασ'την πάνω στο κάγκελο". 
"Δεν είχα στο νου μου να την πετάξω" είπε ο άνθρωπος.
"Θα πετάξεις,, Καλότυχη" νιαούρισε ο Ζορμπάς. "Πάρε μια βαθιά εισπνοή.  Μύρισε τη βροχήΗ βροχή είναι νερό.  Στη ζωή σου θα συναντήσεις πολλούς λόγους για να είσαι ευτυχισμένη - ένας από αυτούς λέγεται νερό · ένας άλλος, άνεμος· κι ένας άλλος, ήλιος, κι αυτός ο ήλιος εμφανίζεται πάντα σαν αντιστάθμισμα μετά τη βροχή.  Μύρισε τη βροχή. Άνοιξε τα φτερά".
Η γλαροπούλα άπλωσε τις φτερούγες της.  Οι προβολείς την έλουζαν στο φως, κι η βροχή τ?ς έλουζε με πέρλες τα φτερά. Ο άνθρωπος κι ο γάτος την είδαν να υψώνει το κεφάλι με τα μάτια κλειστά. 
"Η βροχή! Το νερό!" έκρωξε. "Μ' αρέσει!"
"Τώρα θα πετάξεις" νιαούρισε ο Ζορμπάς.
"Σ' αγαπώ. Είσαι ένας θαυμάσιος γάτος" έκρωξε η Καλότυχη, πλησιάζοντας την άκρη του κάγκελου.
"Τώρα θα πετάξεις" νιαούρισε ο Ζορμπάς. "Όλος ο ουρανός θα'ναι δικός σου".
"Δε θα σε ξεχάσω ποτέ....[...]
"Πέτα!"νιαούρισε ο Ζορμπάς [...]
[...]
"Πετάω, Ζορμπά! Μπορώ και πετάω!" έκρωξε τρισευτυχισμένη από την απεραντοσύνη του γκρίζου ουρανού. 
Ο άνθρωπος χάιδεψε το σβέρκο του γάτου.
"Εντάξει, γάτε. Τα καταφέραμε" είπε αναστενάζοντας.
"Ναι" νιαούρισε ο Ζορμπάς. " Στο χείλος του γκρεμού κατάλαβα το πιο σημαντικό".
"Α, ναι; Και τί είναι πιο σημαντικό;" ρώτησε ο άνθρωπος. 
"Πετάει μόνο αυτός που τολμάει να πετάξει" νιαούρισε ο Ζορμπάς. 
Luis  Sepúlveda, Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει, μεταφρ. Αχ. Κυριακίδης, εκδόσεις Opera, σελ. 146-150
 
 15-01-13
" Πρέπει να είσαι πάντα μεθυσμένος. Εκεί είναι όλη η ιστορία: είναι μοναδικό πρόβλημα. Για να μη νιώθετε το φρικτό φορτίο του χρόνου που σπάζει τους ώμους σας και σας γέρνει στη γη, πρέπει να μεθάτε αδιάκοπα.  Αλλά με τί; Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει. Αλλά μεθύστε. Για να μην είμαστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του χρόνου, μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή! Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως σας αρέσει...
                                                                                                               (Γραμμένο στο μενού ενός ταχυφαγείου)
 
 07-01-13
[Είπε ο Αλμουσταφά για την Ασχήμια]
Τότε μίλησε ο Σαρκίς, ο αμφισβητίας: «Τί έχεις να πεις για την ασχήμια Κύριε; Δεν μας μιλάς ποτέ για την ασχήμια».
Ο Αλμουσταφά τού απάντησε, ράπισμα ήταν τα λόγια του: «Ποιος αφιλόξενο θα σε ονομάσει φίλε μου, αν από το σπίτι σου περάσει δίχως τη θύρα σου να κρούσει; Ποιος θα σε θεωρήσει απρόσεκτο ή κουφό, αν σε παράξενη μιλήσει γλώσσα, που δεν καταλαβαίνεις; Ασχήμια δε λογιάζετε τούτο που ποτέ σας δε μοχθήσατε να φθάσετε, αυτό που στην καρδιά του ποτέ του δεν ποθήσατε να μπείτε; Αν η ασχήμια είναι κάτι, δεν είναι παρά τα λέπια απ’ τα μάτια μας, ή το κερί που τα αυτιά μας τα σφραγίζει. Φίλε μου, μην ονομάζεις τίποτ’ άσχημο παρά το φόβο της ψυχής μπροστά στις θύμησές της».
 Απόσπασμα από το έργο «Ο κήπος του Προφήτη» του  Kahlil Gibran, σελ. 27,  εκδόσεις Ιάμβλιχος, Αθήνα 1997
 
 30-12-12
[Είμαστε σκουληκάκια μικρά...]
 (Η μαντάμ Ορτάνς - ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος - έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της)
 "Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας. 
Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας. 
-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς; 
Μα ο ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο και δεν αποκρίθηκε. 
Όταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε: 
-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε. 
-Όχι, δεν πεινώ, Ζορμπά. 
-Νυστάζεις; 
-Όχι. 
-Μήτε εγώ. Ας καθίσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω.
Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε. 
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας, έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμποση ώρα σώπαινε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόμματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε. 
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά. 
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε. 
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε. 
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τί πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε; 
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. 
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν. 
'Ομοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό. 
Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε : 
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα πού διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δεν λένε αυτό τι λένε; 
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα. 
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες. 
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω: 
-Καναβάρο! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια. 
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί. Στράφηκε πάλι σε μένα 
-Εγώ θέλω να μου πεις από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές·  θά ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί, τί ζουμί έβγαλες; 
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μια απόκριση! 
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη, μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τί 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει. 
- Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία. 
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος: 
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω  σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. Τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό. 
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει... 
Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα. 
-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες; 
-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός".  Άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει». 
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα. Βασανίζουνταν να καταλάβει. 
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο, τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. Όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω! 
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι: 
- Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!» 
Δε μιλούσα. Στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος. 
- Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε. 
Δε μιλούσα. Να λες «Ναι»! στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου ελεύτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα. 
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε. 
-Καληνύχτα, αφεντικό, είπε· φτάνει. 
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να 'ταν πωρικό, το μυαλό μου. 
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογιζόμουν τίποτα. Ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα. 
Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε".
 Απόσπασμα από το έργο "Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" του Ν. Καζαντζάκη, σελ. 318-322, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1968
 
29-12-2012
[Εγκώμιο στην ανωνυμία ενός νέου]
 "Με την ικεσία στο Θεό σταμάτησε απότομα τη συνέχιση της αφήγησής του ο ήρωάς της.  Είχε πεθάνει με τα πρώτα κρούσματα από την επιδημία της πανώλης, που μεταδόθηκε στο Σαλέρνο διατρέχοντας όλη τη Νότια Ιταλία.  Ήταν ένας από τα δισεκατομμύρια τους ανθρώπους, που δεν έμελλε να πραγματοποιήσουν όσα σχεδίαζαν στη ζωή τους·
μπορεί να είχε σκοτωθεί στην πολιορκία της Μυτιλήνης· να είχε πεθάνει μέσα στη γαλέρα που τον πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη· να πετάξουν το πτώμα του στη θάλασσα με κομμένο το αριστερό του αυτί· ακόμη να βυθιζόταν το καράβι καθώς ταξίδευε στην Ιταλία.  Μοίρα του ήταν να πεθάνει άκλαυτος και να τον θάψουν - μέσα στον πανικό απ΄ τα πολλά θύματα που συνείχε τον κόσμο,- σε έναν ομαδικό τάφο χρισμένο με ασβέστη.  Έφυγε ανώνυμος από τη Γη, σα να΄χε γραφτεί  το όνομά του πάνω στο νερό ή στο εκτόπισμα του αγέρα απ'το φτερούγισμα κάποιου πουλιού.  Έτσι επαληθεύτηκε η ανησυχία του μήπως η Τύχη, με την εύνοια που του είχε δείξει ως τότε, τον παραπλανούσε, αφού του επιφύλαξε ένα τέλος τόσο δραματικό - όπως, άλλωστε, σε μυριάδες ανθρώπους.  Στην ανωνυμία αυτού του νέου έπλεξε το εγκώμιο ένας ανώνυμος συγγραφέας..."
 Απόσπασμα από το "Εγκώμιο στην ανωνυμία ενός νέου" , σελ. 164 στο Τάσος Αθανασιάδης, Μεσαιωνικό Τρίπτυχο, Εστία 1998
 
 22-12-2012
ΤΟ "ΒΑΖΟ" ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
 " Ένας καθηγητής Φιλοσοφίας μπήκε στην  τάξη του κρατώντας ένα μεγάλο  χάρτινο κουτί.  Χωρίς να μιλήσει άνοιξε το κουτί και έβγαλε ένα άδειο γυάλινο βάζο και άρχισε να το γεμίζει με μικρές πέτρες.
            Οι μαθητές τον κοιτούσαν με απορία. Όταν το βάζο δε χωρούσε άλλες πέτρες ρώτησε: «Είναι γεμάτο το βάζο;». Και οι μαθητές απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».
            Ο καθηγητής χαμογέλασε και χωρίς να μιλήσει πήρε από την κούτα ένα σακουλάκι με μικρά βότσαλα και άρχισε να γεμίζει το βάζο.  Κουνώντας το τα βοτσαλάκια κύλησαν και γέμισαν τα κενά ανάμεσα στις πέτρες.  Όταν δεν χωρούσαν άλλες, ρώτησε: «Είναι γεμάτο το βάζο;».  Οι μαθητές γέλασαν  και απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».
            Αυτός χαμογέλασε και πάλι και χωρίς να σχολιάσει πήρε ένα σακουλάκι άμμο από το κουτί και το άδειασε στο βάζο.  Η άμμος χώθηκε και γέμισε όλα τα κενά.  Ξαναρώτησε τους μαθητές: «Είναι γεμάτο το βάζο;».  Ακολούθησε μικρός δισταγμός αλλά κατόπιν όλοι απάντησαν με σιγουριά «Ναι, είναι γεμάτο». 
            Χαμογελώντας πάλι ο καθηγητής χωρίς να πει κουβέντα πήρε από το κουτί δύο μπουκάλια μπύρας και τα άδειασε στο βάζο.  Όταν δε χωρούσε άλλο ρώτησε: «Εϊναι γεμάτο το βάζο;».  Οι μαθητές γέλασαν αυτή τη φορά και απάντησαν: «Ναι, είναι γεμάτο».
«Τώρα», λέει ο καθηγητής, «θέλω να θεωρήσετε ότι αυτό το βάζο αντιπροσωπεύει τη ζωή σας.  Οι πέτρες είναι το πιο σημαντικό στη ζωή σας, όπως η οικογένεια, ο σύντροφός σας, η υγεία σας, τα παιδιά σας, οι καλοί φίλοι.  Οι πέτρες αντιστοιχούν στα πιο σημαντικά, τόσο σημαντικά που ακόμα και αν όλα τα άλλα λείψουν, η ζωή σας θα εξακολουθεί να είναι γεμάτη.  Τα βοτσαλάκια είναι τα άλλα πράγματα που έρχονται στη ζωή μας, όπως οι σπουδές, η εργασία, το σπίτι, το αυτοκίνητο.  Είναι μικρά πράγματα τα βοτσαλάκια. Αν τα βάλετε πρώτα στο βάζο δεν θα υπάρχει χώρος για τις πέτρες, τα σημαντικά της ζωής.  Η άμμος είναι όλα τα υπόλοιπα, τα πιο μικρά πράγματα της ζωής.  Αν βάλετε πρώτα την άμμο στο βάζο δεν θα υπάρχει χώρος ούτε για τα βότσαλα ούτε για τις πέτρες.   Αν ξοδεύετε χρόνο και δύναμη για μικρά πράγματα, δε θα βρείτε ποτέ χρόνο για τα πιο σημαντικά.  Ξεχωρίστε ποια είναι τα πιο σημαντικά για την ευτυχία σας.  Μιλήστε με τους γονείς σας, παίξτε με τα παιδιά σας, απολαύστε τον σύντροφό σας, προσέξτε την υγεία σας και χαρείτε τους φίλους σας.  Πάντα θα υπάρχει χώρος για γνώσεις και σπουδές, πάντα θα υπάρχει χρόνος για εργασία, για να φτιάξετε το σπίτι σας, το αυτοκίνητό σας, να πληρώσετε το δήμο και τους λογαριασμούς σας. 
Όμως να φροντίζετε τις πέτρες πρώτα.  Ξεχωρίστε τις προτεραιότητές σας
            Οι μαθητές είχαν μείνει άφωνοι.  Ένας τόλμησε να ρωτήσει: «Η μπύρα τί αντιπροσωπεύει, κύριε καθηγητά;».
            Ο καθηγητής γελά και απαντά: «Χαίρομαι για την ερώτηση. Θα σου πω. Δεν έχει σημασία πόσο γεμάτη είναι η ζωή μας και δεν έχει σημασία πόσο στριμωγμένοι είμαστε όλοι μας, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάντα θα υπάρχει χώρος για δύο μπυρίτσες”.
                                                                                                 (Από περιοδικό. Συγγραφέας: Κώστας Δημητριάδης)
 
ΤΟ ΚΑΡΟΤΟ, ΤΟ ΑΒΓΟ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΟΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕ
 Μία νεαρή γυναίκα πήγε στη μητέρα της και της μίλησε για τη ζωή της και πως τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για εκείνη. Δεν ήξερε πώς να φτιάξει τα πράγματα και ήθελε να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια, να τα παρατήσει. Είχε κουραστεί να προσπαθεί και να παλεύει. Της φαινόταν πως μόλις λυνόταν ένα πρόβλημα, ένα άλλο νέο προέκυπτε.
 Η μητέρα της την πήγε στην κουζίνα. Γέμισε τρία δοχεία με νερό και έβαλε το καθένα σε δυνατή φωτιά. Γρήγορα το νερό στα δοχεία άρχισε να βράζει. Στο πρώτο δοχείο έβαλε καρότα, στο δεύτερο έβαλε αβγά, και στο τελευταίο έβαλε κόκκους καφέ. Τα άφησε λίγο να βράσουν, χωρίς να πει ούτε μια λέξη. Περίπου σε είκοσι λεπτά έκλεισε τα μάτια της κουζίνας. Έβγαλε τα καρότα έξω απ´το νερό και τα έβαλε σ'ένα μπωλ. Έβγαλε τα αβγά έξω και τα έβαλε σ'ένα μπωλ. Μετά έβγαλε τον καφέ έξω και τον έβαλε σε ένα φλιτζάνι. Γυρνώντας στην κόρη της την ρώτησε: "Πες μου τί βλέπεις." "Καρότα, αΒγά και καφέ", της απάντησε η κόρη.
Η μητέρα της την έφερε πιο κοντά και της ζήτησε να αγγίξει τα καρότα. Το έκανε και παρατήρησε ότι ήταν μαλακά.  Μετά η μητέρα ζήτησε απ´ την κόρη της να πάρει ένα αβγό και να το σπάσει. Αφού έβγαλε τα τσόφλια, παρατήρησε ότι το αβγό ήταν σφιχτό. Στο τέλος, η μητέρα ζήτησε απ´ την κόρη της να πιει μια γουλιά απ´ τον καφέ. Η κόρη χαμογέλασε, καθώς μύρισε το πλούσιο άρωμά του. Μετά η κόρη ρώτησε: "Τί σημαίνουν όλα αυτά μητέρα;".

 Η μητέρα της της εξήγησε ότι το καθένα απ´ αυτά τα διαφορετικά αντικείμενα είχε αντιμετωπίσει τις ίδιες συνθήκες, δηλαδή βραστό νερό. Το καθένα όμως αντέδρασε διαφορετικά.

Το καρότο αρχικά μπήκε μέσα στο νερό δυνατό και σκληρό. Εντούτοις, εφόσον τοποθετήθηκε στο βραστό νερό, μαλάκωσε και έγινε αδύναμο.
Το αβγό ήταν εύθραυστο. Το λεπτό εξωτερικό του περίβλημα είχε προστατέψει το υγρό εσωτερικό του, αλλά μετά την τοποθέτησή του σε βραστό νερό, το εσωτερικό του σκλήρυνε.
Όμως οι κόκκοι του καφέ ήταν μοναδικοί. Μετά την τοποθέτησή τους σε βραστό νερό, άλλαξαν το νερό.
 "Ποιο απ´ αυτά είσαι εσύ;" ρώτησε την κόρη της. "Όταν η δυσκολία χτυπάει την πόρτα σου, πώς ανταποκρίνεσαι; Είσαι καρότο, αβγό ή κόκκος καφέ;"
Σκέψου το λίγο: «Τί απ´ αυτά είσαι εσύ;»
«Είσαι το καρότο που φαίνεται δυνατό, αλλά με τον πόνο και τις δυσκολίες λυγίζεις και μαλακώνεις και χάνεις τη δύναμή σου; Είσαι το αβγό που ξεκινάει με μαλακή καρδιά, αλλά αλλάζει με τη θερμότητα; Μήπως είχες "υγρό" πνεύμα, αλλά μετά από έναν θάνατο, έναν χωρισμό, μία οικονομική δυσκολία ή μια άλλη δοκιμασία σκλήρυνες; Μήπως το περίβλημά σου μοιάζει το ίδιο, αλλά μέσα σου έχεις πίκρα και σκληράδα, με σκληρό πνεύμα και σκληρή καρδιά; Ή μήπως είσαι σαν τον κόκκο του καφέ; Ο κόκκος στην πραγματικότητα αλλάζει το καυτό νερό, δηλαδή τις ίδιες τις συνθήκες που προκαλούν τον πόνο. Όταν το νερό ζεσταίνεται, απελευθερώνει το άρωμα και τη γεύση του. Εάν είσαι σαν τους κόκκους του καφέ, όταν τα πράγματα δεν είναι στα καλύτερά τους, εσύ γίνεσαι καλύτερος και αλλάζεις την κατάσταση γύρω σου. Όταν δεν είναι και η καλύτερη στιγμή και οι δοκιμασίες σε συναντούν, ανυψώνεις τον εαυτό σου σε άλλο επίπεδο; Πώς αντιμετωπίζεις τις αντιξοότητες; Είσαι καρότο, αβγό ή κόκκος καφέ; Ελπίζω να έχεις αρκετή ευτυχία για να σε κάνει γλυκό, αρκετές δοκιμασίες για να σε κάνουν δυνατό, αρκετή λύπη για να παραμείνεις ανθρώπινος και αρκετή ελπίδα για να σε κάνει ευτυχισμένο. Οι ευτυχέστεροι των ανθρώπων δεν έχουν απαραιτήτως τα καλύτερα απ´ όλα. Απλώς κάνουν το καλύτερο που μπορούν με αυτά που τους συμβαίνουν στη διαδρομή τους. Το λαμπρότερο μέλλον πάντοτε θα βασίζεται σε ένα ξεχασμένο παρελθόν. Δεν μπορείς να προχωρήσεις στη ζωή μέχρι ν´ αφήσεις πίσω τις αποτυχίες σου και τους πόνους σου. Όταν γεννήθηκες, έκλαιγες και όλοι γύρω σου χαμογελούσαν. Ζήσε τη ζωή σου έτσι ώστε στο τέλος εσύ να είσαι αυτός που θα χαμογελά και όλοι γύρω σου θα κλαίνε.»
 
 
"Η θητεία μου στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στη γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στη λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο".
 W. Heisenberg (Φυσικός, 1901-1976)
 
 "Η Ελληνική αποτελεί μοναδικό παράδειγμα γλώσσας με αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια και με τέτοια δομική και λεξιλογική συνοχή, που να επιτρέπει να μιλάμε για μια ενιαία ελληνική γλώσσα από την αρχαιότητα ως σήμερα.  Με αυτό εννοούμε ότι ο ίδιος λαός, οι Έλληνες, στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, την Ελλάδα, χωρίς διακοπή 40 αιώνες τώρα μιλάει και γράφει - με την ίδια γραφή (από τον 8ο π.Χ. αιώνα) και την ίδια ορθογραφία (από το 400 π.Χ.) - την ίδια γλώσσα, την ελληνική.  Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, ότι η γλώσσα του Ξενοφώντος ή του Πλάτωνος ή του Πλουτάρχου είναι φωνολογικά, γραμματικά και λεξικολογικά ίδια και απαράλλακτη η γλώσσα που μιλάμε και γράφουμε στα τέλη του 20ου αιώνα! Μεταβολές στην προφορά, στην γραμματοσυντακτική δομή και στο λεξιλόγιο της ελληνικής πραγματοποιήθηκαν πολλές.  Ωστόσο, ούτε η δομική φυσιογνωμία της ελληνικής ούτε το λεξιλόγιό της αλλοιώθηκαν τόσο πολύ, ώστε να μη γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για την ίδια γλώσσα".
 Γ. Μπαμπινιώτης (Γλωσσολόγος)
 

Skip to Main Content

Σ περιμένω παντο

Κι νρθει κάποτεστιγμνχωριστομε, γάπη μου,
μχάσεις τθάρρος σου.
πιμεγάλη ρεττοῦ ἀνθρώπου, εναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιμεγάληκόμα, εναιταν χρειάζεται
νπαραμερίσει τν καρδιά του.

Τν γάπη μας αριο, θ τ διαβάζουν τ παιδι στ

σχολικ βιβλία, πλάι στ νόματα τν στρων κα τ

 καθήκοντα τν συντρόφων.
ν μο χάριζαν λη τν αωνιότητα χωρς σένα,
θ προτιμοσα μι μικρ στιγμ πλάι σου.

Θθυμμαι πάντα τμάτια σου, φλογερκαμεγάλα,
σδύο νύχτεςρωτα, μς στνμφύλιο πόλεμο.

! ναί, ξέχασα ν σο π, πς τ στάχυα εναι χρυσ κι

πέραντα, γιατ σ᾿ γαπ.

 

Κλεσε τ σπίτι. Δσε σ μι γειτόνισσα τ κλειδ κα

προχώρα. κε πο ο φαμίλιες μοιράζονται να ψωμ στ

κτώ, κε πο κατρακυλάει μεγάλος σκιος τν

ντουφεκισμένων. Σ᾿ ποιο μέρος τς γς, σ᾿ ποια ρα,
κε πο πολεμνε κα πεθαίνουν ο νθρωποι γι να

καινούργιο κόσμο... κε θ σ περιμένω, γάπη μου!

 

Χρήσιμοι Σύνδεσμοι