Βουλητικές  λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις  που

1. εισάγονται με το να και συμπληρώνουν την έννοια ενός ρήματος ή ενός άλλου όρου, μονολεκτικού ή περιφραστικού, μιας πρότασης, που σημαίνει θέλωμπορώπροτρέπωεμποδίζω, αναγκάζομαι κ.α.. Έχουν άρνησημη(ν).

Πχ. 

  • Θέλω να φύγω.
  • Πρέπει να μην του πούμε τίποτα.
  • Δεν είχε καιρό να δει το παιδί του.

2. εξαρτώνται από

α. ρήματα που σημαίνουν:

     θέλω, μπορώ, ζητώ, οφείλω, προτρέπω, αναγκάζομαι κ.α.

β. περιφράσεις με το ίδιο νόημα: έχω τη δύναμη, έχω σκοπό, έχω τη θέληση, τον πόθο, την ανάγκη, είμαι πρόθυμος, έτοιμος κ.α. ή

βρίσκονται

γ. κοντά σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις με την ίδια σημασία: πρέπει, χρειάζεται, απαγορεύεται, συμβαίνει, είναι ανάγκη, είναι ντροπό, είναι δυνατό κ.α.

δ. μετά από μερικές αντωνυμίες ουδετέρου γένους και κάποιες άλλες λέξεις: αυτό, εκείνο, απαίτηση, εντολή κ.α.

π.χ.

  • Ο πόθος του να ταξιδέχει δεν έσβησε ποτέ.
  • Αυτό θέλω, να προσπαθείς περισσότερο.
  • Πήραν νεότερη εντολή, να αποχωρήσουν αμέσως.
  • Ήρθε έτοιμος να κάνει καβγά.

3. Χρησιμοποιούνται:

α) ως αντικείμενο

- σε ρήματα και περιφράσεις της κατηγορίας α και β (τα είδαμε παραπάνω).

π.χ.

  • Θέλω να προοδεύσεις.
  • Δεν μπορώ να περιμένω πια.
  • Είχα σκοπό να φύγω.
  • Δεν είχε καιρό να μας μιλήσει.
  • Είμαι πρόθυμος να πληρώσω τη ζημιά.

β) ως υποκείμενο

  - σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις (βλ. κατηγορία γ)

π.χ.

  • Χρειάστηκε να αλλάξω μερικά πράγματα.
  • Πρέπει να είσαι προσεκτικός.
  • Απαγορεύεται να μπείτε μέσα.
  • Θα ήταν καλύτερα να πήγαινες ο ίδιος.
  • Είναι ώρα να πηγαίνουμε.

γ) ως επεξήγηση

        - σε αντωνυμίες και άλλες λέξεις (βλ. κατηγορία δ)

π.χ.

  • Είχε μια παράλογη απαίτηση, να τον αγαπούν όλοι.
  • Σπάνια το ήθελε αυτό, να μένει μόνος στο σπίτι.
  • Ένα μόνο δεν ξέρω, να λέω ψέματα.

δ) ως προσδιορισμός η βουλητική πρόταση ακουλουθεί: 

i) έπειτα από ουσιαστικά ή επίθετα που έχουν σημασία συγγενική με τη σημασία των προηγούμενων ρημάτων (θέλω, μπορώ κ.α.) όπως: πόθος, ανάγκη, σκοπός, ασυνήθιστος, έτοιμος, πρόθυμος κ.α.

π.χ.

  • Ο πόθος του να ταξιδέψει δεν έσβησε ποτέ.
  • Κοίταζαν ο ένας τον άλλον έτοιμοι να έρθουν στα χέρια.

ii) έπειτα από τις προθέσεις αντί, δίχως, χωρίς ίσαμε και τις προθέσεις από, με, σε με το άρθρο το (δηλαδή: από το, με το, στο) μαζί με τις οποίες δηλώνουν διάφορες επιρρηματικές σχέσεις. (επιρρηματικός προσδιορισμός). Σε αυτή την περίπτωση οι προτάσεις αυτές μόνο τυπικά είναι «βουλητικές».

π.χ.

  • Συνεννοηθήκαμε χωρίς να πούμε λέξη.
  • Δεν κάνει τίποτε άλλο από το να φλυαρεί.
  • Διάβασε κάτι αντί να κάθεσαι έτσι!
  • Ήταν ικανότατος στο να βρίσκει λύσεις.

4. Εκφέρονται

            -  Κανονικά με Υποτακτική

π.χ.

  • Σε παρακαλώ να έρχεσαι στην ώρα σου.

αλλά κάποτε και με

            - οριστική παρατατικού, όταν υπάρχει έλξη από το ρήμα της προηγούμενης πρότασης που βρίσκεται σε χρόνο παρελθοντικό, και τότε δηλώνουν κάτι απραγματοποίητο (ευχή ή πόθο συνήθως)

π.χ.

  • Ήθελα να άνοιγε η γη και να με κατάπινε.
  • Ήθελα να ήμουν όμορφοςνα ήμουν και παλικάρι.

           - οριστική οποιουδήποτε παρελθοντικού χρόνου, όταν δηλώνουν κάτι που ανήκουν στο παρελθόν ή μια απλή σκέψη του προσώπου που μιλά.

π.χ.

  • Πρέπει να ήταν τότε μαθητής του δημοτικού.
  • Μπορεί να έφυγε κιόλας.
  • Ήταν προτιμότερο να μην είχαμε πάει.

Παρατηρήσεις στις βουλητικές ονοματικές προτάσεις

Α. Η βουλητική πρόταση εισάγεται κάποτε και με τον σύνδεσμο και:

- Αν τύχει και ξενιτευτώ (=να ξενιτευτώ).

- Το κύμα αρχίζει και μερώνει (= να μερώνει).

Β. Η βουλητική πρόταση ως επεξήγηση χωρίζεται πάντοτε με κόμμα:

- Αυτό θέλω, να προσπαθείς περισσότερο.

Γ.  Οι προτάσεις που εισάγονται με το να δεν είναι πάντοτε βουλητικές. (Βλ. τελικές, εναντιωματικές, αποτελεσματικές, ειδικές, υποθετικές προτάσεις)

Χρήσιμοι Σύνδεσμοι