ΚΕΙΜΕΝΟ |
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ |
Ὧσπερ νῦν ἀπέχεις βρωμάτων |
Όπως τώρα απέχεις από φαγητά |
μή γευσάμενος, |
και δεν απολαμβάνεις τη γεύση
τους |
οὕτως ἀπέχου ἁμαρτημάτων... |
έτσι να απέχεις από τα
αμαρτήματα... |
Νηστεύεις, οἵνου μή
ἀντιλαμβανόμενος; |
Νηστεύεις και δεν πίνεις κρασί; |
Νήστευε καί πονηρίας ἀπεχόμενος. |
Παράλληλα να απέχεις από τις
πονηριές. |
Οῐδε γάρ ἡ κακία μείζονα μέθην
τῆ ψυχῆ |
Διότι η κακία γνωρίζει να
ζαλίζει την |
κατεργάζεσθαι. |
ψυχή περισσότερο από όσο μεθά ο
οίνος. |
Νηστεύεις κρεῶν μή ἁπτόμενος; |
Νηστεύεις και ούτε κάν αγγίζεις
το κρέας; |
Νήστευε καί καταλαλιᾶς
ἀπεχόμενος... |
Πρέπει να απέχεις και από
κουτσομπολιά |
|
|
Νηστεία γάρ ἀληθινή |
Διότι αληθινή νηστεία
|
ἀποχή τῶν ἁμαρτημάτων..... |
είναι η αποχή από τα
αμαρτήματα...... |
|
|
Λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας. |
Ελευθερώσου από τίς ἀδικίες πού
σέ |
|
κρατοῦν δέσμιο καί φυλακισμένο. |
Διάλυε στραγγαλιάς βιαίων
|
Μη βάζεις το μαχαίρι στο λαιμό
αυτών |
συναλλαγμάτων. |
με τους οποίους έχεις
συναλλαγές. |
Διάθρυπτε πεινῶντι τόν ἄρτον
σου. |
Δίνε ἀπό τόν άρτο σου σ'αυτόν
που πεινά. |
Ἄστεγον εἰσάγαγε είς τόν οἵκόν
σου |
Μην αφήνεις αβοήθητους τους
αστέγους. |
Ἐάν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε. |
Αν δεις κατεστραμένο βοήθησέ
τον. |
Αὕτη, ἀγαπητοί, ἀληθινή
νηστεία, |
Αγαπητοί μου, αυτή είναι
αληθινή νηστεία |
ἡ τῶ Θεῶ προσδεκτή |
που δέχεται ο Θεός |
καί ἀνθρώπῳ σωτηριώδης, |
και που μπορεί να σώσει τον
άνθρωπο |