Άρθρα
Θρησκειακός αναλφαβητισμός και φονταμενταλισμός
- Λεπτομέρειες
- Κατηγορία: Νέα & Ανακοινώσεις
- Δημιουργηθηκε στις Τρίτη, 13 Δεκεμβρίου 2016 19:31
Γ. Δ. Καπετανάκης, Δρ. Θεολογίας, εκπ/κός στο Π.Γ.Ε.Σ.Σ.
Στις 31 Οκτωβρίου 1517 ο Λούθηρος θυροκολλά τις περίφημες 95 θέσεις του στην πόρτα της Εκκλησίας του πύργου της Βιττεμβέργης με αφορμή την ακραία περίπτωση της δικανικής σωτηριολογίας του Καθολικισμού: τη χρηματική εξαγορά των αμαρτιών («συγχωροχάρτια»). Σκοπός του, όταν θυροκολλούσε τις θέσεις , ή όταν τις τύπωσε χωρίς να τις θυροκολλήσει όπως υποστηρίζει η σύγχρονη ιστορική έρευνα, ήταν μόνο και μόνο να προκαλέσει μια θεολογική συζήτηση μεταξύ των λογίων γύρω από το θέμα των αφέσεων με τα συγχωροχάρτια. Με άλλα λόγια, η διαχείριση από τη θεσμική εκκλησία των καλών πράξεων που κάποιοι Χριστιανοί επιτελούσαν. Ο θεολογικός αυτό διάλογος αμφισβήτησε τις ανθρώπινες πράξεις, ακριβώς για να αποδυναμώσει τη δικανική τους χρήση από τους Παπικούς απεσταλμένους και ενδυνάμωσε τη Θεία Χάρη για τη σωτηρία του πιστού. Το αυτεξούσιο του προσώπου αντικαθίσταται από τον απόλυτο προορισμό. Η θρησκεία από κοινωνικό καλό περνά στη ιδιωτική σφαίρα και η Μεταρρύθμιση προκάλεσε βαθιές ανακατατάξεις στην Ευρώπη διαχωρίζοντας τη δυτική Χριστιανοσύνη και επηρεάζοντας την ανατολική από τον Ιερεμία το Β? και τον Κύριλλο Λούκαρη μέχρι τις μέρες μας. Απόρροια αυτής της σκέψης είναι η αμφισβήτηση της ιεράς ( καθ? ημάς ) παράδοσης και η προσωπική ερμηνεία του Ιερού Κειμένου της Βίβλου, βάζοντας έτσι τα θεμέλια της μετανωτερικότητας με την άρνηση των μεγάλων αφηγήσεων και της τοποθέτησης στο προσκήνιο του υποκειμενισμού.
Η ιερά παράδοση, δηλαδή τα κείμενα των συνόδων, οικουμενικών ή/και τοπικών αλλά και ερμηνευτικά κείμενα των πατέρων της εκκλησίας μας, είναι μέχρι και σήμερα σημείον αντιλεγόμενο για την Ανατολική Χριστιανοσύνη. Τι παραλαμβάνουμε και τι παραδίδουμε; Έχουμε δικαίωμα αλλαγών, μεταλλάξεων και μεταμορφώσεων; Οι ορθόδοξοι φονταμενταλιστές θα υποστηρίξουν ότι είναι θέσφατα τα κείμενα αυτά και δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε τόνο, άρα θα παραδώσουμε ότι ακριβώς παραλάβαμε. Η ιστορική όμως αναδρομή ακριβώς το αντίθετο μας δείχνει κυρίως στην Εκκλησία της Ελλάδος. Μερικά παραδείγματα :
· Συνοδικό σύστημα διοίκησης εκκλησίας: Η αντικατάσταση του Ιούδα γίνεται, πριν την Πεντηκοστή, με τη ψήφο όλων των μαθητών και φίλων του Ιησού (Λουκ. 10, 1, Πράξ. 1, 15-26) που βρίσκονται στα Ιεροσόλυμα και από το τριπρόσωπο των πλειοψηφούντων ο Πέτρος τραβά κλήρο (εξ ου κι ο όρος κληρικός) και ένας εκ των 70 μαθητών ο Ματθίας, παίρνει τιμητικά τη θέση. Επίσης η αποστολική σύνοδος το 48-49 μ.Χ. με αφορμή την περιτομή γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης ή καλύτερα γόνιμου διαλόγου κυρίως μεταξύ Παύλου και Πέτρου, (Πράξ. 15. Παράβαλλε Γαλ. 2). Δεν θα μας απασχολήσουν, βέβαια, εδώ τα εξηγητικά προβλήματα της συγκεκριμένης περικοπής ούτε το ζήτημα της ιστορικότητας της Αποστολικής Συνόδου. Η σύνθεση και δομή, όμως, τής συνόδου αυτής παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί αποτελείται από α) «το πλήθος», δηλαδή την τοπική Εκκλησία και β) τους «Αποστόλους» και τους «πρεσβυτέρους». Στη συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε πριν από τη σύνοδο, όπου μίλησαν ο Παύλος και ο Βαρνάβας, ήσαν παρόντες «οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι» καθώς και «η Εκκλησία» (δηλαδή «το πλήθος» Πρ. 15,4). Παρατηρούμε, όμως, ότι στη σύνοδο καθεαυτήν «η Εκκλησία» δεν μνημονεύεται. «Συνήχθησαν δε οι Απόστολοι και οι Πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου» παρά μόνο προς το τέλος, προκειμένου να εκλεγούν οι συνοδοί του Παύλου στο ταξίδι του στην Αντιόχεια, «τότε έδοξε τοις Αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη Εκκλησία». Η επιστολή, πάντως, που αποστέλλεται στην Αντιόχεια, ως επιστήμη απόφαση της συνόδου, φαίνεται πως έχει συνταχθεί μόνο από τους «Αποστόλους και πρεσβυτέρους» και επικροτείται, όπως μνημονεύεται, από όλη την τοπική Εκκλησία (Πρ. 15. 25). Ας σκεφτούμε αν σήμερα τηρούμε αυτές τις παραδόσεις ή χάσαμε τον αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα της Εκκλησίας μας και από την εκκλησία του δήμου ασπαστήκαμε την αγορά και τη ρωμαϊκή σύγκλητο.
· Ο διάλογος των Πατέρων : ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ο Μ. Βασίλειος διαφωνούν για τον τρόπο αναγνώρισης της θεότητας του Αγίου Πνεύματος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Θεόφιλος Αλεξανδρείας συγκρούονται για τα μοντέλα διοίκησης της Εκκλησίας και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός τολμά να έρθει σε ρήξη με τους παραδοσιακούς υμνογράφους προκειμένου να αναπτύξει μια νέα τεχνική που θα υπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες των σύγχρονών του Χριστιανών. Η πρόοδος τίθεται στην υπηρεσία του κοινού καλού. Ας σκεφθούμε πως αντιδρούν σήμερα οι «αντι-οικουμενιστές» στην Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης αλλά και πολλοί συμμετέχοντες σε αυτήν που μπροστά στα πρόσφατα φοβικά κηρύγματα τόσο του Αθηνών όσο και του Κύπρου ανακαλούν τις υπογραφές τους. Και ας μη φτάσουμε πίσω στα θεολογικά δρώμενα με τη μετάφραση του Αλ. Πάλλη στη δημοτική, που έμειναν στην ιστορία ως ευαγγελικά και έφεραν ακόμα και νεκρούς στα πλαίσια της αγάπης προς τον πλησίον.
· Ο θεσμός του επισκόπου : Στην Καινή Διαθήκη οι όροι επίσκοπος και πρεσβύτερος φέρονται ως συνώνυμοι. Περιγράφουν τους τακτικούς δασκάλους και ποιμένες, οι οποίοι υπηρετούν ως κήρυκες και οδηγοί των μελών κάθε εκκλησίας.
Ορισμένοι μαθητές όπως ο Τιμόθεος και ο Τίτος, που υπήρξαν συνεργάτες των Αποστόλων, περιγράφεται ότι ακολούθησαν κατά τα πρότυπα των Αποστόλων τη μεταβίβαση της εξουσίας. Αυτή γενικά η θέση είναι παραδεκτή από τη θεολογική έρευνα. Επίσης είναι γενικά παραδεκτό πως κάθε μαθητής συνδεόταν με κάποια πόλη, καίτοι είχε υπερ-τοπική δικαιοδοσία. Σίγουρα όμως δε ανήκαν ούτε στην τάξη των Διακόνων, ούτε των επισκόπων, που την εποχή τους συνδεόταν καθαρά με το τοπικό ιερατείο. Αυτό οδήγησε και την έρευνα σε 3 συμπεράσματα δηλαδή στην αποδέσμευση της μελέτης του τοπικού ιερατείου, όπως εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη, πως η χειροτονία χαρισματούχων σε κάποιο βαθμό της ιεροσύνης ήταν ασυμβίβαστη προς το ελεύθερο χάρισμα καθώς και της υπερβάσεως ή απαγκιστρώσεως από τη καθιερωμένη κατά την εποχή του Ιγνατίου της άρρηκτης σχέσης επισκόπου και τοπικής εκκλησίας. Μάλιστα ο A.von Harrnack με βάση την Καινή Διαθήκη θεμελίωσε την επισφαλή ταύτιση των προφητών και Ευαγγελιστών προς τους αμιγείς χαρισματούχους. Η τεκμηρίωση όμως πως κάθε τοπική εκκλησία και παρά το μόνιμο ιερατείο είχε και παράλληλα μια τάξη χαρισματούχων αποτελεί αθεμελίωτη γενίκευση.
Έχει τηρηθεί αυτή σήμερα η παράδοση, ή ο επίσκοπος μετατράπηκε σε Δεσπότη που διορίζει ιερείς δημοσίους υπαλλήλους και μάλιστα χαμηλού επιπέδου για να τους ελέγχει ευκολότερα; Και μήπως κάποιοι φιλόδοξοι νέοι υπόσχονται αγαμία και παρθενία με την προοπτική της επισκοποίησης τους; Μήπως σε αυτό το πνεύμα παραμονές της μικρασιατικής καταστροφής, τον Ιούλιο 1922, με τον N. 2891, καταργήθηκε το κανονικό σύστημα διοικήσεως που ίσχυε έως τότε και όλες οι Επισκοπές της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος ονομάσθηκαν Μητροπόλεις και οι αρχιερατεύοντες σε αυτές Μητροπολίτες; Το σύστημα αυτό υιοθέτησε ατυχώς και ο Καταστατικός Χάρτης του 1923 και η καταστατική νομοθεσία που ακολούθησε. H νομοθεσία αυτή ήταν προφανώς αντικανονική. Ήταν αντίθετη και με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, με τον οποίο το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως ανακήρυξε το αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Στον Τόμο αυτό αντικείμενο ρυθμίσεως αποτελούν Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, το ίδιο δε διαλαμβάνουν και οι Πατριαρχικές και Συνοδικές Πράξεις του 1866, με τις οποίες υπήχθησαν στην Εκκλησία της Ελλάδος οι εκκλησιαστικές επαρχίες, και πάλι Μητροπόλεις, Αρχιεπισκοπές και Επισκοπές, της Επτανήσου, και του 1882, οι Μητροπόλεις και Επισκοπές μέρους της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Ακόμη και η εκκλησία της Κρήτης αναγκάσθηκε επί δικτατορίας να υιοθετήσει το σύστημα των Μητροπόλεων, καταδεικνύοντας την παρεμβατικότητα του κράτους στο ΝΠΔΔ που λέγεται Εκκλησία της Ελλάδος.
Η παράδοση λοιπόν κατά τη γνώμη μας και κατά την ιστορική παρατήρηση οφείλει να προσαρμόζεται στο καλό και συμφέρον της κοινότητας. Η ιδιωτία δεν είναι ίδιον του ορθόδοξου και η ανοικτότητα είναι επιβεβλημένη. Οι ορθόδοξοι φονταμενταλιστές μάλλον προτεσταντίζουν θέλοντας να μετατρέψουν τη θρησκεία από κοινό αγαθό σε ιδιωτική υπόθεση μιας κλειστής επίλεκτης ομάδας. Μεταξύ του θρησκευτικού εξτρεμισμού και της καθολικής αδιαφορίας των νέων για τη θρησκεία σαφέστατα επιλέγουμε το θρησκειακό εγγραμματισμό, για να μπορέσουμε να ανεχθούμε και τελικά να συνυπάρξουμε μέσα στην ποικιλία και την ετερότητα. Η γνώση των θρησκευτικών όρων μπορεί να επαναφέρει τη συμμετοχικότητα στα της εκκλησίας και να επαναφέρει το λαϊκό στοιχείο στην πρωτοπορία, είτε ψηφίζοντας τους ιερείς του και τους επισκόπους είτε δρώντας μέσα στα εκκλησιαστικά συμβούλια? θα αποτελούσε το υπομόχλιο για αλλαγές που θα επανάφεραν την εκκλησία μας στο κέντρο της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας και θα απεγκλώβιζε το ιερατείο από το βυζαντινό μεγαλοπρεπές χαρακτήρα του και την αυταρέσκεια της αυτάρκειάς του. Οι αλλαγές στο Μάθημα των Θρησκευτικών είναι επιβεβλημένες και οι φωνές αντίρρησης μόνο σε αποκλεισμό θα οδηγήσουν όσους τις εκφέρουν. Ο τρόπος λειτουργίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και η παρεμβατικότητά της στον κοινωνικό ιστό χρειάζεται επαναπροσδιορισμό και εκμοντερνισμό και τα παραπάνω παραδείγματα μπορούν να μας δείξουν ατραπούς για την πορεία αυτή.