Νεοελληνική γλώσσα

Η Νέα ελληνική ή Νεοελληνική γλώσσα (ιστορικά γνωστή και ως Ρωμαίικα), αναφέρεται στις διάφορες γλωσσικές ποικιλίες των Ελληνικών που ομιλούνται στην σύγχρονη εποχή. Η έναρξη της γλωσσικής περιόδου της Νέας Ελληνικής τοποθετείται, συμβολικά κυρίως, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, παρόλο που πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Νέας Ελληνικής είχαν κάνει την εμφάνιση τους αιώνες πριν – από τον 3ο αιώνα π.Χ. έως τον 10ο αιώνα[1]. Κατά την περίοδο της Νέας Ελληνικής, η γλώσσα βρισκόταν σε μία κατάσταση διγλωσσίας, καθώς τοπικές διάλεκτοι συνυπήρχαν με τις επίσημες αρχαϊκές μορφές της γλώσσας. H Νεοελληνική άρχισε να παίρνει τη σημερινή της μορφή στα τέλη του 17ου αιώνα. Σήμερα, η Κοινή Νέα Ελληνική ομιλείται από περίπου 12-15 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο, και ως γλώσσα μειονότητας σε πολλές άλλες χώρες