Lorentz Hendrik (1853-1928)
Ο Hendrik Antoon Lorentz πίστεψε στον Αιθέρα θεωρώντας τον άδηλο, πανταχού παρόντα και ακίνητο. Τον διαχώρισε από την ύλη και επινόησε τους μετασχηματισμούς του απλώς ως μαθηματική τεχνική για να συσχετίσει τον Αιθέρα που είναι φορέας του πεδίου με τα αδρανή συστήματα.
Με δεδομένη την πεποίθηση για την ύπαρξη του Αιθέρα, η μόνη εναλλακτική λύση που νόμιζε ότι είχε ήταν να παραδεχθεί ότι «οι νόμοι του Μάξγουελ για το πεδίο δεν ισχύουν σε ένα κόσμο που η κινούμενη ύλη παρουσιάζει αδράνεια». Τράβηξε τον δεύτερο δρόμο και έσωσε τον Αιθέρα και χάρη στους μετασχηματισμούς του διασώθηκε το αμετάβλητο των εξισώσεων Μάξγουελ καθώς και οι νόμοι του Νεύτωνα στον τομέα τους. Η βασική επιδίωξη του ήταν να συγκροτήσει μία ενιαία θεωρία για τη ερμηνεία του Ηλεκτρισμού, του Μαγνητισμού και της συμπεριφοράς του φωτός.
Το 1892, με το βιβλίο του «Η θεωρία των ηλεκτρονίων», ο Lorentz εισάγει την αξιωματική δύναμη σε σωματίδιο με ηλεκτρικό φορτίο, κινούμενο σε ,μαγνητικό πεδίο. Για τη δύναμη αυτή, το έτος 1985 εισάγεται στην ελληνική βιβλιογραφία – σχολικό βιβλίο Φυσικής Β΄ τάξης Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου – ο όρος «δύναμη Lorentz» σε αντικατάσταση του -μέχρι τότε εν χρήσει όρου- «δύναμη Laplace» ο οποίος θα περιοριστεί για τη δύναμη σε ρευματοφόρο αγωγό. Ο νέος όρος δύναμη «δύναμη Lorentz» θα επικρατήσει μετά το 1990.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Maxwell, η οποιαδήποτε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία παράγεται από τις ταλαντώσεις ηλεκτρικών φορτίων αλλά στα 1890 το ερώτημα «ποια είναι τα σωμάτια η κίνηση των οποίων που δημιουργεί το φως;» παρέμενε αναπάντητο. Ήταν επίσης γενικά αποδεκτό ότι «το ηλεκτρικό ρεύμα συνίσταται στην κίνηση σωματιδίων με ηλεκτρικό φορτίο». Ο Lorentz θεώρησε ότι τα άτομα της ύλης συγκροτούνται από σωματίδια με ηλεκτρικό φορτίο και ότι οι ταλαντώσεις των σωματιδίων αυτών- στο εσωτερικό του ατόμου – ήταν η πηγή του φωτός. Εάν αυτό ήταν αλήθεια θα έπρεπε ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο να επιδρά στις ταλαντώσεις αυτές και κατά συνέπεια και στο μήκος κύματος του παραγόμενου φωτός. Η θεώρηση δηλαδή του Lorentz οδηγούσε στην πρόβλεψη ενός φαινομένου το οποίο δεν είχε παρατηρηθεί. Το 1896, ένας μαθητής του Lorentz, ο Zeeman, απέδειξε εργαστηριακά ότι υπάρχει τέτοιο φαινόμενο «επίδρασης του μαγνητικού πεδίου στο μήκος κύματος της παραγόμενης ακτινοβολίας». Για το σύνολο της θεωρητικής και πειραματικής εργαστηριακής ο Lorentz μοιράστηκε με τον Zeeman το βραβείο Νόμπελ του 1902, το δεύτερο δηλαδή βραβείο στην ιστορία του θεσμού.
Ο Hendrik Antoon Lorentz πέθανε στο Haarlem της Ολλανδίας το 1928. Η κηδεία του έγινε στις 10 Φεβρουαρίου στις δώδεκα το μεσημέρι. Κατά τη διάρκεια της ταφής η εταιρεία τηλεγράφου και οι τελεφωνικές γραμμές σιώπησαν για τρία λεπτά ως φόρος τιμής στο κορυφαίο τέκνο της Ολλανδίας την εποχή εκείνη. Την κηδεία την παρακολούθησαν πάρα πολλοί φυσικοί της εποχής. Ο Sir Ernest Rutherford, πρόεδρος του Royal Society εκπροσώπησε την αγγλική επιστήμη της εποχής.