Itinerary to Acropolis...
ΑΚΡΟΠΟΛΗ
«ημετέρη δε πόλις κατά μεν Διός ου ποτ’ ολείται αίσαν και μακάρων θεών φρένας αθανάτων. τοίη γαρ μεγάθυμος επίσκοπος οβριμοπάτρη Παλλάς Αθηναίη χείρας ύπερθεν έχει» Σόλων
Μετάφραση
«η δική μας δε πόλη, σύμφωνα μεν με τη θεία θέληση του Δία και με τη σκέψη των μακάριων, αθάνατων θεών, ποτέ δεν θα καταστραφεί επειδή η μεγαλόψυχη προστάτιδα, η κόρη κραταιού πατέρα, η Παλλάδα Αθηνά, έχει τα χέρια υπεράνω της» Σόλωνας
Στα χρόνια του Περικλή, τα πράγματα άλλαξαν. Η Ακρόπολη μεταβλήθηκε στο πιο λαμπρό οικοδόμημα του αρχαίου κόσμου εξακολουθώντας μέχρι και σήμερα να διατηρεί την αίγλη της. Την ανοικοδόμηση και διακόσμηση των περισσότερων οικοδομημάτων της(Παρθενώνας, Ερεχθείο, Προπύλαια, Ναός της Απτέρου Νίκης) επιμελήθηκαν ο γλύπτης Φειδίας και οι αρχιτέκτονες Μνησικλής, Καλλικράτης και Καλλίμαχος. Τελικά λειτούργησε σαν ένα μεγάλο ιερό όπου λατρευόταν κυρίως η θεά Αθηνά, προστάτιδα της πόλης.
Κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια προστέθηκαν μερικά ακόμη ασήμαντα κτίσματα ενώ στη Βυζαντινή περίοδο ο Παρθενώνας μεταβλήθηκε σε χριστιανική εκκλησία. Τη μεγαλύτερη όμως καταστροφή υπέστη η Ακρόπολη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο Παρθενώνας χρησιμοποιούνταν ως τζαμί ενώ σε διάφορα σημεία του λόφου είχε αποθηκευθεί πυρίτιδα. Ένας κεραυνός ήταν αρκετός για να ανατινάξει και να καταστρέψει τα Προπύλαια, ενώ την ίδια μοίρα είχε και ο Παρθενώνας καθώς λίγο αργότερα χτυπήθηκε από ενετικά πυρά. Η τελευταία και βιαιότερη καταστροφή της συντελέστηκε από τον άγγλο λόρδο Έλγιν, ο οποίος αφαίρεσε και μετέφερε στην πατρίδα του πολλά στολίδια των μνημείων της. Αρκετές ζημιές υπέστη επίσης πολιορκούμενη από Έλληνες και Τούρκους μέχρι που χρειάστηκε να φτάσουμε στον 19ο μ.Χ. αιώνα για να ληφθούν μέτρα για την προστασία και αποκατάσταση των μνημείων της.
Σήμερα, αποτελεί το
σημαντικότερο αξιοθέατο των Αθηνών και το
σήμα κατατεθέν της πόλης. Κι αυτό γιατί στην
Ακρόπολη, τον Ιερό Βράχο της Αθήνας,
εκφράστηκε σε όλο του το μεγαλείο ο αρχαίος
ελληνικός πολιτισμός…
ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ
Όταν το 437 π.Χ. είχαν τελειώσει οι οικοδομικές εργασίες στον Παρθενώνα, άρχισε η κατασκευή των Προπυλαίων, της μνημειακής εισόδου στην Ακρόπολη που ολοκληρώθηκε πριν το πρώτο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου, το 432π.Χ..
Στοίχισε το ποσό των 2.012 ταλάντων. Η ημιτελής λάξευση στα δάπεδα και τους τοίχους του κτιρίου, και οι «αγκώνες» που αφέθηκαν χωρίς την τελική απολάξευση σε πολλούς από τους λίθους, κυρίως στο βορειοανατολικό τοίχο, μαρτυρούν ότι το κτίριο δεν αποπερατώθηκε, ασφαλώς διότι οι εργασίες διακόπηκαν λόγω του επικείμενου πολέμου. Αν και φαίνεται ότι έγινε απόπειρα ολοκλήρωσης της εργασίας λίγο αργότερα, στο διάστημα της ειρήνης του Νικία, το κτίριο και πάλι δεν αποπερατώθηκε είτε διότι δεν κρίθηκε τελικά απαραίτητη η δαπάνη είτε ακόμη διότι με το χρόνο που πέρασε κρίθηκε ότι μερικά από τα στοιχεία που έμειναν αδούλευτα π.χ. οι αγκώνες, μπορούσαν να ανταποκριθούν σε μια νέα, διακοσμητική διάθεση. Ο αρχιτέκτων Μνησικλής αποδείχθηκε αντάξιος του Ικτίνου και οι λύσεις που έδωσε στα δυσκολότατα αρχιτεκτονικά και λειτουργικά προβλήματα, που έθεταν η φύση της κατασκευής, η μορφή του εδάφους και η διαμόρφωση του χώρου, είναι αληθινά μεγαλοφυείς. Το κεντρικό τμήμα, το πρόπυλο, αποκτά μνημειακή μορφή και πλαισιώνεται από χώρους με δυναμική συμμετρία, σπουδαιότερος από τους οποίους είναι η «Πινακοθήκη», στη βόρεια πτέρυγα. Το «πρόπυλο» αποτελείται από δύο δωρικές εξάστυλες προσόψεις, μια εξωτερική και μια προς το εσωτερικό της Ακρόπολης: ανάμεσα σ’ αυτές υπάρχουν οι 5 πύλες από τις οποίες η κεντρική είναι η μεγαλύτερη. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο κιονοστοιχίες των προσόψεων απαιτούσε εσωτερική υποστύλωση: αυτή γίνεται με ιωνικούς κίονες , που έχουν τη δυνατότητα με μικρή διάμετρο να έχουν μεγάλο ύψος, ώστε να γίνει η μέγιστη οικονομία στον λειτουργικά χρησιμότατο χώρο, που από τη φύση της θέσεως ήταν περιορισμένος. Έτσι και σ΄ αυτό το οικοδόμημα γίνεται ο συνδυασμός των δύο ρυθμών, ως μία εισαγωγική προεξαγγελία των μορφών που θα αντικρίσει ο επισκέπτης στην Ακρόπολη.[1]
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ
ΑΘΗΝΑΣ ΝΙΚΗΣ
Προτού ακόμη φτάσουμε στην εσωτερική πρόσοψη των Προπυλαίων, δεξιά από αυτά, επάνω στον πύργο που προστάτευε από τα μυκηναϊκά χρόνια την είσοδο των τειχών της Ακρόπολης βλέπουμε να υψώνεται ο μικρός ναός της Αθηνάς Νίκης.
Ο μικρός
αμφιπρόστυλος ναός της Αθηνάς Νίκης με 4
ιωνικούς κίονες, με ύψος 4,066 μέτρα,
στην πρόσοψη και άλλους 4 στο πίσω μέρος.
Η απόφαση για την κατασκευή του με σχέδια
του Καλλικράτη πάρθηκε το 448π.Χ.. Η
οικοδόμηση άρχισε ύστερα από τον θάνατο του
Περικλή, το 427π.Χ. και τελείωσε πριν από την
ειρήνη του Νικία (421π.Χ.). Η στενότητα του
χώρου προσδιόρισε το μέγεθός του, αλλά η
ευαισθησία του αρχιτέκτονα κατόρθωσε να
δημιουργήσει ένα μικρό ναό. Στη ζωφόρο του
πάλι μία απροσδόκητη καινοτομία:
απεικόνιση της μάχης των Πλαταιών. Τέλος,
στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού
πολέμου οι Αθηναίοι περιβάλλουν τον πύργο
του ναού με ένα θωράκιο με λαμπρές
ανάγλυφες παραστάσεις Νικών. Η είσοδος στο
ναό γινόταν μέσα από δύο πεσσούς οι οποίοι
συνδέονταν με πλάγιες παραστάδες με
κάγκελα. Τον 3ο αιώνα π.Χ. αφιερώθηκαν στο
ναό πίνακες που παρίσταναν τη νίκη του
βασιλιά Αντίγονου Γονατά εναντίον των
Γαλατών. Το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς
Νίκης ήταν, σύμφωνα με πηγές, ξύλινο και
παρίστανε τη θεά να κρατά ρόδι στο δεξί χέρι
και κράνος στο αριστερό. Έτσι συνενώνονταν
οι δύο πλευρές της θεάς, η ειρηνική και η
πολεμική.[2]
ΕΡΕΧΘΕΙΟ
Ωστόσο όλα αυτά τα οικοδομήματα δεν καλύπτουν τις κύριες και ιερότατες λατρείες της Αθήνας, αυτές στις οποίες ήταν αφιερωμένος ο «παλαιός ναός» που είχαν κάψει οι Πέρσες, εκεί όπου φυλαγόταν το «διιπετές ξόανον» (το ουρανόσταλτο δηλαδή άγαλμα). Έμενε λοιπόν να οικοδομηθεί το πιο ιερό από τα κτίρια για να αντικαταστήσει τον ερειπωμένο πρόγονό του. Η οικοδόμηση του Παρθενώνα υποχρέωνε να μετακινήσουν τη θέση κάπως βορειότερα: έτσι, το Ερεχθείο (όπως είναι γνωστό το ιδιόρρυθμο αυτό ιερό οικοδόμημα) που άρχισε να κτίζεται το 421 και τελείωσε το 406π.Χ., μπόρεσε να στεγάσει πολλές από τις παλαιότερες θέσεις: Εκτός από τη λατρεία της Αθηνάς Παλλάδος, μέσα στο Ερεχθείο υπήρχαν ο βωμός του Δία, του Ποσειδώνα και του Ερεχθέως του ήρωα Βούτη και του Ηφαίστου καθώς και ο τάφος του Ερεχθέως και ο ιερός «οικουρός όφις» της Ακρόπολης, ο τάφος του Κέκροπα, τα σημεία της τρίαινας του Ποσειδώνα επάνω στο βράχο και τέλος τα σημεία του κεραυνού του Δία. Δυτικά από το Ερεχθείο βρίσκεται η ιερή ελιά της Αθηνάς δίπλα στο βωμό του Δία. Τα προβλήματα που έθετε στον αρχιτέκτονα η υποχρέωση να περικλείσει μέσα στο Ερεχθείο όλα αυτά τα λατρευτικά στοιχεία, τα έκανε ακόμη μεγαλύτερα η ανωμαλία του(βραχώδους) εδάφους στη θέση αυτή. Έτσι η λύση που δόθηκε, όσο και αν φαίνεται περίπλοκη στην αρχή, είναι αληθινά μεγαλοφυής. Είναι αδύνατο να περιγράφει το κτίριο αυτό που έχει τόσες ιδιοτυπίες, όσες κανένα άλλο ελληνικό οικοδόμημα: αποτελείται από τρία τμήματα σχεδόν ανεξάρτητα(το κύριο σώμα, την βόρεια πρόσταση και την πρόσταση των κορών) με τρεις διαφορετικές στέγες, είναι κτισμένο σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα, έχει ιωνικούς κίονες τριών διαφορετικών διαστάσεων και αναλογιών και επιπλέον χρησιμοποιεί κατά παλαιή ιωνική παράδοση, ως κόρες, τις γνωστές Καρυάτιδες, οι οποίες χρησίμευαν και σαν επιπλέον κίονες. Βασικά χωρίζεται σε δύο τμήματα, το ανατολικό αφιερωμένο στη θεά Αθηνά και το δυτικό αφιερωμένο στον Ποσειδώνα-Ερεχθέα. Ο ιωνικός ρυθμός βρίσκει στο Ερεχθείο την πλουσιότερη μορφή του, κρατώντας όμως την πυκνή και την αυστηρή σύσταση που έδωσε σ’ αυτόν η αττική αρχιτεκτονική της κλασσικής γενιάς. Στη ζωοφόρο του, που είχε πρόσθετες ανάγλυφες μορφές στερεωμένες με μετάλλινα έμβολα επάνω στην πλάκα της, χρησιμοποιήθηκε ο ελευσινιακός λίθος με το βαθύ τεφρό χρώμα. Τέλος, στο εσωτερικό του υπήρχε μία περίφημη χρυσή λυχνία, έργο του Καλλίμαχου, του περίφημου τεχνίτη, στον οποίο η παράδοση αποδίδει και τη δημιουργία του κορινθιακού κιονόκρανου.
Έτσι το κτίριο αυτό με τις απροσδόκητες καινοτομίες του αποτελεί την αρχιτεκτονική έκφραση του στυλ που ονομάστηκε «πλούσιο». Από μία άλλη άποψη αποτελεί ένα ωραίο δείγμα των τάσεων που θα απομακρύνουν την κλασσική τέχνη από τις «πλαστικές» αρχές οδηγώντας την στις «ζωγραφικές» αξίες του 4ου π.Χ. αι. (Και στη συνέχεια προς το ελληνιστικό «μπαρόκ».)[3]
ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ
«Ω ευγένεια! ω ομορφιά απλή και αληθινή! Θεά, που η λατρεία σου σημαίνει λογική και σοφία, συ που ο ναός σου είναι αιώνιο μάθημα συνείδησης και ειλικρίνειας, φτάνω αργά στο κατώφλι των μυστηρίων σου…Ο κόσμος δεν θα σωθεί, εκτός αν ξαναγυρίσει σε σένα…»
Ernest
Renan
Προσευχή
πάνω στην Ακρόπολη
Στο πιο ψηλό και περίοπτο σημείο του ιερού Βράχου υψώνεται ο Παρθενώνας, το αποκορύφωμα του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Γιατί το μνημείο αυτό δεν είναι έργο ενός μόνο καλλιτέχνη, ή μιας μόνο δεκαετίας. Είναι δημιούργημα ενός ολόκληρου έθνους, ενός ολόκληρου πολιτισμού. Άπειρες γενεές μόχθησαν επί αιώνες, ώσπου κατάφεραν να αποκρυσταλλώσουν την πείρα και τη σοφία τους στο πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του πνεύματός τους, το ναό της θεάς Αθηνάς. Ο σημερινός Παρθενώνας δεν είναι ο πρώτος που χτίστηκε στο σημείο αυτό. Όπως βλέπουμε στα θεμέλιά του, ο αρχαίος ναός που καταστράφηκε από τους Πέρσες το 480 π.Χ. πριν καν τελειώσει η κατασκευή του, ήταν μαρμάρινος και μεγαλύτερος σε μήκος από το σημερινό, αλλά πιο στενός με έξι κίονες στις προσόψεις. Υπάρχουν όμως και ίχνη αρχαιότερου πώρινου ναού. Είχαν δηλαδή γίνει προηγουμένως πολλές απόπειρες και τροποποιήσεις, έως ότου το 447 π.Χ. ο Περικλής ενέθεσε την κατασκευή του τελικού Παρθενώνα στον Ικτίνο που είχε συνεργάτη του τον Καλλικράτη, τον αρχιτέκτονα του ναού της Αθηνάς Νίκης. Παρ’ όλο όμως που και οι δύο ήταν μεγάλοι καλλιτέχνες, φαίνεται ότι την εποπτεία του συνολικού έργου είχε ο Φειδίας, στενός φίλος του Περικλή και καλλιτεχνικός του σύμβουλος, που ήταν και ο δημιουργός όλου του γλυπτού διακόσμου του μνημείου. Ο ναός τέλειωσε το 438 και κατά τα Παναθήναια του επόμενου χρόνου αφιερώθηκε στην πολιούχο θεά. Παρ’ όλα αυτά, οι εργασίες για την υπόλοιπη γλυπτική του διακόσμηση, συνεχίστηκαν έως το 432 π.Χ. Παρθενώνας, δηλαδή θάλαμος της παρθένου θεάς Αθηνάς, ονομαζόταν αρχικά μόνον η τετράγωνη αίθουσα πίσω απ’ το σηκό, όπου φύλαγαν και το δημόσιο ταμείο τη πόλης. Από τον 4ο π.Χ. αι. και ύστερα, η ονομασία αυτή αποδόθηκε σ’ ολόκληρο το ναό και αντικατέστησε το «Μέγας Ναός» που μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν για τον ίδιο σκοπό. Ένα πέπλο μυστηρίου καλύπτει τις λειτουργίες του Παρθενώνα κατά τους κλασσικούς χρόνους, αφού δεν έφτασαν στα χέρια μας σχετικές πηγές που να μαρτυρούν το ρόλο του στις διάφορες γιορτές(π.χ. Παναθήναια). Ως αποτέλεσμα, ο Παρθενώνας μάλλον πρέπει να θεωρηθεί πολιτικό και πολιτιστικό σύμβολο, δείγμα της προσπάθειας επιβολής των Αθηναίων κυρίως με την προβολή της πνευματικής τους υπεροχής. Είναι εξ’ ολοκλήρου κατασκευασμένος από Πεντελικό μάρμαρο και ακολουθεί το δωρικό ρυθμό δόμησης ενώ χαρακτηρίζεται «περίπτερος» και «αμφιπρόστυλος».
Από πλευράς διακόσμησής του, ξέρουμε πως στο επιστύλιο, πάνω από τους κίονες, είχαν αναρτηθεί 22 περσικές επίχρυσες ασπίδες, λάφυρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη μάχη στο Γρανικό το 334 π.Χ. Πάνω στο επιστύλιο στηρίχθηκε το διάζωμα με τα τρίγλυφα και τις μετώπες. Η στέγη ήταν ξύλινη με μαρμάρινα κεραμίδια. Από την πλούσια γλυπτική διακόσμηση που συμπλήρωνε την αρχιτεκτονική υπεροχή του μνημείου, δηλαδή 92 μετώπες, δύο αετώματα και την Ιωνική ζωφόρο του σηκού, σώθηκαν ελάχιστα κι αυτά σε πολύ άσχημη κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να τα θαυμάσουμε είτε στο Βρετανικό, είτε στο μουσείο της Ακρόπολης.
Σκηνές Γιγαντομαχίας(πάλης θεών-γιγάντων) αναπαριστώνται στις μετώπες της ανατολικής πλευράς του ναού ενώ σ’ αυτές της νότιας αποτυπώνονται σκηνές Κενταυρομαχίας(μάχης των Λαπιθών της Θεσσαλίας με τους Κένταυρους). Στις μετώπες της βόρειας και της δυτικής πλευράς παρουσιάζονται σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο και τις Αμαζονομαχίες(μάχης του Θησέα εναντίον των Αμαζόνων) αντίστοιχα. Στην κατασκευή φυσικά ενός τέτοιου έργου εργάστηκαν εκτός από μαθητές του Φειδία και ανεξάρτητοι καλλιτέχνες χρησιμοποιώντας ο καθένας τη δική του τεχνοτροπία και προσδίδοντας τη δική του πινελιά στο συνολικό έργο.
Εσωτερικά, ο Παρθενώνας χωριζόταν σε 4 μέρη: στον πρόναο, στον κυρίως σηκό, σε μια τετράγωνη αίθουσα πίσω από το σηκό και στον οπισθόδομο. Η αίθουσα και ο σηκός δεν επικοινωνούσαν. Στο κέντρο του τελευταίου υψωνόταν το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς, το οποίο προστατευόταν από τα κιγκλιδώματα που βρίσκονταν μεταξύ των κιόνων, γύρω του. Το άγαλμα αυτό, από αρχαίες πηγές(κυρίως του μεγάλου ιστορικού Παυσανία) γνωρίζουμε πως σε ύψος έφτανε τα 10 μέτρα ενώ μαζί με τη βάση του υπολογιζόταν να αγγίζει τα 12. Ο πυρήνας ήταν ξύλινος και τα γυμνά μέλη ελεφαντοστέινα, ενώ τα φορέματα, η περικεφαλαία κ.λ.π. ήταν καλυμμένα από σφυρηλατημένα ελάσματα χρυσού, τα οποία αξίζει να σημειώσουμε πως ήταν περιαιρετά.(δηλαδή μπορούσαν να αφαιρεθούν και να ξανασυναρμοσθούν). Η θεά ήταν όρθια, πάνοπλη και με την αιγίδα στο στήθος. Στο δεξί της χέρι κρατούσε μια Νίκη από χρυσό και ελεφαντόδοντο με ύψος 2 μέτρα, ενώ στον αριστερό της ώμο ήταν ακουμπισμένο το δόρυ της. Η ασπίδα βρισκόταν στο αριστερό της χέρι όρθια, ενώ κουλουριασμένος μέσα της βρισκόταν ο οικουρός όφις της Ακρόπολης.
Ο Παρθενώνας διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση ως τη Ρωμαϊκή εποχή. Κατά τους χριστιανικούς χρόνους όμως, ο θρησκευτικός φανατισμός των ανθρώπων του προκάλεσε αρκετές φθορές. Επί Ιουστινιανού μετατράπηκε σε ναό της Αγια-Σοφιάς και αργότερα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας. Ένας μιναρές του προστέθηκε κατά την Τουρκοκρατία καθώς λειτουργούσε ως Τζαμί, ενώ ανεπανόρθωτες ζημιές υπέστη όταν ο ενετός δόγης Μοροζίνι με μια βόμβα μετέβαλλε το αριστούργημα του Ικτίνου σε ένα θλιβερό ερείπιο(τέλη 17ου μ.Χ αι.). Τέλος, 14 μετώπες, 17 αγάλματα από τα αετώματά του, σχεδόν τα 2/3 της ζωφόρου του και 1 κιονόκρανο αφαιρέθηκαν από το στολίδι της αρχαίας Αθήνας και πωλήθηκαν στο Βρετανικό μουσείο. Το «έγκλημα» αυτό διέπραξε ο άγγλος λόρδος Τόμας Έλγιν.
Πρόσφατα, η Μελίνα Μερκούρη ως υπουργός πολιτισμού ήταν απ’ τους λίγους που προσπάθησαν να επαναφέρουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα στο σπίτι τους, αλλά οι προσπάθειές της δυστυχώς δεν τελεσφόρησαν. Έτσι, ο ακμαιότερος ναός ολόκληρου του αρχαίου κόσμου σήμερα κείτεται ακρωτηριασμένος στην ίδια θέση, ενώ όλοι του οι θησαυροί έχουν διασκορπιστεί σ’ ανατολή και δύση…
Πηγές
:
Ø
«Η Αθήνα χθες και
σήμερα», εκδόσεις «γνώση»
Ø
Ιστορία του
ελληνικού έθνους, τόμ. Γ2, Εκδοτική Αθηνών,
Αθήνα, 1972
Ø
http://el.wikipedia.org/wiki
[1]
Πρβλ: Ιστορία του ελληνικού έθνους τόμος
Γ2, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1972, σελίδα 283
[2]
Πρβλ: Ιστορία του ελληνικού έθνους τόμος
Γ2, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1972, σελίδα 283-4
[3]
Πρβλ: Ιστορία του ελληνικού έθνους τόμος
Γ2, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1972, σελίδα 284