ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ



 

 «Απονομή δικαιοσύνης στα βυζαντινά διοικητικά πλαίσια: εγκλήματα, δικαστήρια, ποινές σε σχέση με την άποψη που διατυπώθηκε από το Μ. Βασίλειο, επίσκοπο Καισαρείας, για το σκοπό της ποινής : «Εκείνο είναι πάνω από όλα αναγκαίο να πούμε, ότι δηλαδή τιμωρούμε αυτούς που αδικούν με οποιοδήποτε τρόπο όχι γα αυτά που έχουν ήδη γίνει (με ποιο τρόπο άλλωστε θα μπορούσαν να εξαλειφθούν όσα έχουν γίνει) αλλά για να γίνουν οι ίδιοι από εδώ και πέρα καλύτεροι ή για να είναι σε άλλους παραδείγματα για αυτοσυγκράτηση».

Φωτεινή Κομνηνού

 Εισαγωγικά

Κατά την τρέχουσα ορολογία η φράση «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» αναφέρεται σε μια πολιτική πραγματικότητα, που κάποτε κυριάρχησε στον κόσμο της Μεσογείου. Το πολίτευμα της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων είναι η απόλυτη μοναρχία. Στα βήματα του ρωμαϊκού προτύπου, ο αυτοκράτορας κυβερνά πλέον ως εκπρόσωπος του Θεού επί της γης, θεωρείται βασιλεύς «ελέω Θεού». Από αυτόν πηγάζει κάθε μορφή εξουσίας, πολιτικής, στρατιωτικής, εκκλησιαστικής και δικαστικής. 

Σε διοικητικό πλαίσιο, η αυτοκρατορία λειτουργεί στηριζόμενη σ΄ ένα πολύπλοκο και πολυδιάστατο σύστημα δημοσίων λειτουργών, που είναι επιφορτισμένοι με διάφορες αρμοδιότητες.  Ελεγκτής κάθε διοικητικής ενέργειας είναι ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Είναι αυτός που διορίζει με απλή προφορική εντολή (αξίαι δια λόγου) τους ανώτατους διοικητικούς λειτουργούς,  επιλέγοντάς τους ανάμεσα από τα άτομα του περιβάλλοντός του και της απόλυτης εμπιστοσύνης του. Κάθε δημόσιος λειτουργός, ανώτερος ή κατώτερος δεσμευόταν από όρκο υπαλληλικής αξιοπιστίας.[1]  Στα πλαίσια του πολιτεύματος, ο μονάρχης είναι ο μόνος που έχει δικαίωμα να εκδίδει, να τροποποιεί και να ακυρώνει νόμους και να εποπτεύει προσωπικά την απονομή της δικαιοσύνης. Παρότι ο ίδιος θεωρείται υπεράνω των νόμων, ουσιαστικά βάσει εθιμικού δικαίου, υπακούει σε αυτούς,  αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο το παράδειγμα για τον λαό του.

Σκοπός της μελέτης που ακολουθεί είναι να παρακολουθήσει διαχρονικά την διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, μέσα στον πολύπλοκο διοικητικό μηχανισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και να παρουσιάσει τους εμπλεκόμενους σε αυτή δημόσιους λειτουργούς και τον τομέα δικαιοδοσίας του καθενός από αυτούς, πράγμα που θα γίνει σε μια πρώτη ενότητα.

Στη δεύτερη ενότητα θα εκτεθούν συνοπτικά οι κυριότερες επιβαλλόμενες ποινές για κάθε κατηγορία αξιόποινης πράξης, καθώς και το μέγεθος της επιρροής του χριστιανικού πνεύματος στη διαμόρφωση του πνεύματος του νόμου για την τιμωρία.

 Διοικητικό πλαίσιο - Δικαστήρια

          Όσον αφορά την νομοθετική και δικαστική εξουσία, απόλυτος ρυθμιστής της δικαιοσύνης και πηγή της νομοθετικής εξουσίας θεωρείται ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Είναι ο απεσταλμένος του Θεού, που κυβερνά την αυτοκρατορία ως «έμψυχος νόμος». Ο ίδιος εξαιρείται των νόμων[2], παρόλο που υποτάσσεται και συμμορφώνεται με αυτούς, όχι επειδή εξαναγκάζεται αλλά από ηθική υποχρέωση «υποταγής στην ιερότητά» τους. Στόχος του να αποτελέσει υπόδειγμα συμπεριφοράς και παράδειγμα προς μίμηση για τους υπηκόους του, επιβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο κάποιους δεοντολογικούς φραγμούς, που στοχεύουν στην περιφρούρηση της ευνομίας.[3]

 Α)  Δικαστικοί λειτουργοί

           Η εκδίκαση υποθέσεων εσχάτης προδοσίας ή εγκλημάτων κατά ανώτερων αξιωματούχων είναι αποκλειστικά ευθύνη του αυτοκράτορα, όπως επίσης και η εποπτεία της ακεραιότητας των οργάνων απονομής δικαιοσύνης,  δικαιοδοσία που διατηρήθηκε καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια της αυτοκρατορίας. Ο μονάρχης ήταν επίσης υπεύθυνος για την εκδίκαση όλων των εφέσεων της επικράτειας, που συζητούσε στο κονσιστώριο - το οποίο είχε μετατραπεί κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο σε αυτοκρατορικό δικαστήριο[4]- συμβούλευε δε και απαντούσε  σε αιτήματα δικαστών ή ιδιωτών.[5][i]

          Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο τα θέματα του ποινικού δικαίου εξέταζαν τακτικοί δικαστές, εκπρόσωποι του ανώτατου άρχοντα, με τη βοήθεια νομομαθών συνεργατών, αφού οι ίδιοι δεν ήταν υποχρεωμένοι να γνωρίζουν με ακρίβεια τους νόμους[6]. Στην Κωνσταντινούπολη ποινική δικαιοδοσία είχαν ο  κοιαίστωρ, ο έπαρχος την πόλης και ο πραίτωρ των δήμων. Επίσης η αυτοκρατορική γραμματεία, εκτός από τη διεκπεραίωση αυτοκρατορικών υποχρεώσεων και την αποστολή εγγράφων, μεριμνούσε για την έκδοση των νόμων και των αποφάσεων επί νομικών θεμάτων.  Στις αρμοδιότητες του κοιαίστωρος συμπεριλαμβανόταν η λήψη αποφάσεων και η επεξεργασία ζητημάτων νομοθετικής φύσης. Επίσης  η ανεξάρτητη ομάδα των τεσσάρων αντιγραφέων,  ασχολούνταν, μεταξύ άλλων, και με την επίλυση υποθέσεων μέσω του αυτοκρατορικού δικαστηρίου. [7]

          Για τις υποθέσεις δημοσιονομικής φύσης, όπως κατασχέσεις και δωρεές, αρμόδιος δικαστής είχε οριστεί ο κόμης της ιδικής παρουσίας,  αρχικά υπεύθυνος για την κτηματική περιουσία του αυτοκράτορα. Δικαστική εξουσία στα οφίκια του παλατιού ασκούσε ο μάγιστρος των οφικίων[8].

          Στις επαρχίες, όλες τις υποθέσεις, ποινικές ή αστικές, δίκαζαν σε επίπεδο πρώτου βαθμού, οι διοικητές των επαρχιών και οι βικάριοι, και σε δεύτερο βαθμό ο ύπαρχος ή έπαρχος των πραιτωρίων[9], παράλληλα με τις στρατιωτικές και πολιτικές τους ενασχολήσεις, με βοηθούς τους παρέδρους. Οι υποθέσεις εκδικάζονταν στις πρωτεύουσες των διαμερισμάτων, όπου υποβάλλονταν και οι εφέσεις των κατώτερων δικαστηρίων.[10]

Κατά τον 8ο και 9ο αιώνα τα νομικά καθήκοντα της αυτοκρατορικής γραμματείας περνάνε πλέον στον πρωτοασηκρήτη, που αργότερα επιφορτίζεται με περισσότερες δικαστικές αρμοδιότητες και από την εποχή των Κομνηνών αναβαθμίζεται σε ανώτερο δικαστικό λειτουργό. Δικαστικά καθήκοντα ασκεί επίσης ο λογοθέτης του πραιτωρίου, που επικουρεί τον έπαρχο σε θέματα δικαιοσύνης καθώς και οι κριτές των ρεγεώνων, που καλούνται συνήθως για θέματα άμεσης δικαστικής ανάγκης στις δεκατέσσερις συνοικίες της πρωτεύουσας.[11] Πέραν αυτών των δικαστικών λειτουργών υπήρχαν επίσης οι κριταί, που αποτελούσαν τα μέλη των δικαστηρίων και ενίοτε υπηρετούσαν για ορισμένο χρόνο σαν επαρχιακοί δικαστές. Με τις υποθέσεις του αυτοκρατορικού δικαστηρίου ασχολούνταν επίσης οι κριταί του βήλου και οι κριταί του Ιπποδρόμου, που ειδικεύονταν κυρίως σε υποθέσεις αστικές ή ποινικές ανάμεσα στους υπηκόους της αυτοκρατορίας και τους ξένους[12].

          Στα μεσοβυζαντινά χρόνια, η μεταρρύθμιση του Βασιλείου Α΄ και του γιου του Λέοντος ΣΤ΄ διατηρεί τις δικαστικές αρμοδιότητες του κοιαίστωρος, ο οποίος, αφού απελευθερώνεται από τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του,  ανάγεται σε σημαντικό δικαστικό λειτουργό και επιφορτίζεται επιπλέον με τις υποθέσεις του οικογενειακού δικαίου, με τα θέματα πλαστογράφησης εγγράφων, καθώς επίσης και με το δικαίωμα να κρίνει τους επαρχιακούς διοικητές μπροστά στον αυτοκράτορα.[13] Είναι επίσης αρμόδιος για τη σύνταξη των αυτοκρατορικών αποφάσεων και των νόμων, οι αποφάσεις του δε προσβάλλονται μόνο ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστηρίου. Διατηρούνται επίσης οι δικαστικές εξουσίες των διοικητών των επαρχιών και του επάρχου της πόλεως.  Ο τελευταίος μέχρι τον 11ο αιώνα αντικαθιστά τον αυτοκράτορα στην προεδρία του αυτοκρατορικού δικαστηρίου. Τη θέση αυτή από τον 11ο αιώνα και μετά καταλαμβάνει ο δρουγγάριος της βίγλης, διοικητής του τάγματος της βίγλης[14], ο οποίος και μετονομάζεται σε μέγα δρουγγάριο[15]. Ανακριτής και εισαγγελέας του αυτοκρατορικού δικαστηρίου ορίζεται ο σακελλάριος, που μέχρι τότε ήταν επικεφαλής των γραφείων του αυτοκρατορικού Ταμείου.[16] Προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία των δικαστών και να αποφευχθεί η εξαγορά τους, χορηγήθηκε από το κράτος ικανοποιητικός μισθός και θεσπίστηκε όρκος κατά τον οποίο δήλωναν ότι θα υπηρετούν πάντα την αλήθεια και το δίκαιο. Απαιτήθηκε δε από αυτούς να έχουν άριστες νομικές γνώσεις και να επικυρώνουν ιδιοχείρως τις αποφάσεις τους.[17]

          Στην υπόλοιπη χώρα,  κατά την εποχή των θεμάτων και την Κομνήνεια περίοδο, δικαστικές εξουσίες ασκεί ο στρατηγός, ή αργότερα ο δούκας, που εκτός από την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση, είναι επιφορτισμένοι με την εκδίκαση των ποινικών ή πειθαρχικών παραπτωμάτων των στρατιωτών αλλά και του υπόλοιπου πληθυσμού, έχοντας σαν σύμβουλο έναν πραίτωρα ή κριτή, απεσταλμένο της κεντρικής διοίκησης για το σκοπό αυτό[18], ο οποίος ασχολούταν κατά κανόνα με τις αστικές υποθέσεις.

 Β. Απονομή δικαιοσύνης

            Επί των δικαστικών αποφάσεων,  κάθε πολίτης, πλούσιος ή φτωχός, είχε δικαίωμα να υποβάλει έφεση, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιος ήταν ο αυτοκράτορας, ο οποίος είχε τη δικαιοδοσία να επικυρώσει, να τροποποιήσει ή ακόμη και να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση. Η εφέσεις υποβάλλονταν με δεητήριο έγγραφο (δέησις ή υπομνηστικό), στον αρμόδιο λειτουργό επί των δεήσεων, στον οποίο είχε περιέλθει η ανεξάρτητη υπηρεσία των τεσσάρων αντιγραφέων. Αυτός μελετούσε τις υποθέσεις και υπέβαλε σχετική εισηγητική έκθεση στο αυτοκρατορικό δικαστήριο, πολλές δεν φορές απαντούσε με δική του πρωτοβουλία στις αιτήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εφέσεις υποβάλλονταν απευθείας στον ίδιο τον αυτοκράτορα, όπως στην περίπτωση του Θεόφιλου, που δεχόταν τα αιτήματα μία φορά την εβδομάδα κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς τον ναό των Βλαχερνών.[19] Για τους πολίτες, που έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να ασκήσουν έφεση, είχαν ιδρυθεί ξενώνες,  στους οποίους διέμεναν μέχρι τη λήψη της τελικής απόφασης. Προκειμένου όμως να μην υποβάλλονται σε αυτή την πολυέξοδη διαδικασία και την πολύχρονη μετακίνηση στην πρωτεύουσα, ειδικά οι φτωχότεροι κάτοικοι των επαρχιών, ο Κων/νος Θ΄ Μονομάχος ιδρύει νέο δικαστήριο, που ονομάζεται επί των κρίσεων, με σκοπό τον έλεγχο των αποφάσεων όλων των επαρχιακών δικαστηρίων, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν είχε ασκηθεί κάποια έφεση.[20] Οι αποφάσεις λοιπόν των θεματικών δικαστών υπόκεινται πλέον στον έλεγχο των πολιτικών δικαστών της πρωτεύουσας[21].

          Σημαντικό ρόλο στην απονομή δικαιοσύνης παίζουν και οι δικηγόροι, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να καταθέτουν εγγυήσεις γνώσεων, ηλικίας και εντιμότητας, προκειμένου να γίνουν δεκτοί στην αρμόδια συντεχνία. Επίσης οι ταβουλάριοι ή νοτάριοι (συμβολαιογράφοι), είχαν υποχρέωση να έχουν άριστη γνώση των νόμων, να είναι καλλιγράφοι, να έχουν ευχέρεια λόγου, ευφυΐα και ορθή κρίση, προκειμένου να γίνουν δεκτοί και να εγκριθούν από τον εντεταλμένο για το σκοπό αυτό νομοφύλακα. Σύμφωνα με πληροφορίες οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι της Κωνσταντινούπολης, κατά την εποχή του Κωνσταντίνου Θ΄ ήταν είκοσι τέσσερις. Δεν έχουμε όμως πληροφορίες για τον αριθμό τους στην επαρχία[22], μαθήτευαν δε δίπλα σε παλαιότερους ή εκπαιδεύονταν από τους καθηγητές των συλλόγων τους[23].

          Την εποχή του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, θεσπίζονται νέα μέτρα για την καταπολέμηση της δυσλειτουργίας των δικαστηρίων. Μέχρι εκείνη την εποχή η έλλειψη προσωπικού καθώς και ο εριστικός χαρακτήρας των εμπλεκομένων στη δικαιοσύνη λειτουργών,  είχαν προκαλέσει συσσώρευση ανεπιδίκαστων υποθέσεων καθώς και πολύχρονες δικαστικές διαμάχες για τις οποίες εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης.  Για το λόγο αυτό τα τέσσερα δικαστήρια της πόλης,  που υπάγονταν στη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα, αυτά του επάρχου της πόλεως, του δρουγγαρίου της βίγλης, του κοιαίστωρος,  και του επί των κρίσεων[24], υποχρεώθηκαν, με κοινή απόφαση των προέδρων τους, να κατανείμουν ισομερώς τα μέλη τους και να εκδικάζουν υποθέσεις τρεις φορές την εβδομάδα. Απαγορεύτηκαν επίσης οι απεραντολογίες των συνηγόρων και οι αγορεύσεις περιορίστηκαν σε δύο από κάθε πλευρά (εναγομένου και ενάγοντος), χωρίς δικαίωμα δευτερολογίας. Η μη συμμόρφωση στα μέτρα επέσυρε την ποινή του αποκλεισμού από το δικηγορικό επάγγελμα. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία, σε περιπτώσεις δε ισοψηφίας βάραινε η απόφαση του προέδρου. Ορίστηκαν επίσης προθεσμίες για την έκδοση αποφάσεων και την περάτωση των υποθέσεων, που ήταν για τις ποινικές δίκες δύο  και για τις αστικές τρία χρόνια. Η καταστρατήγηση των προθεσμιών επέφερε ποινές στους υπευθύνους.[25] Καθορίστηκαν επίσης οι ημέρες των αργιών των δικαστηρίων. Το γρήγορο κλείσιμο των δικών όμως είχε σαν συνέπεια τη μείωση των επεμβάσεων του αυτοκρατορικού δικαστηρίου σε δίκες με πολιτικό χαρακτήρα.[26] Στην επαρχία επικρατούσε μεγάλη αταξία στην απονομή της δικαιοσύνης, εξαιτίας «του πλήθους των διαδικασιών και της περιπλοκής της δικαιοσύνης».  Στα επαρχιακά δικαστήρια συμμετείχαν αστικοί κριτές, οι δούκες των θεμάτων μετά από εντολή του αυτοκράτορα και οι κριτές της Κωνσταντινούπολης. [27]

          Κατά τον 13ο αιώνα η γενική παρακμή της αυτοκρατορίας συμπαρασύρει και τους δικαστικούς θεσμούς. Οι μαρτυρίες για διαφθορά και χρηματισμό των δικαστικών λειτουργών, γνωστές ήδη από τους προηγούμενους αιώνες[28], πολλαπλασιάζονται, με αποτέλεσμα την έλλειψη εμπιστοσύνης του πληθυσμού προς τη δικαστική εξουσία. Κάτω από αυτό την κατάσταση, δίνεται η ευκαιρία στα εκκλησιαστικά δικαστήρια να αναλάβουν και αστικές υποθέσεις και να επεκταθούν στο χώρο της δικαιοσύνης. Αποτέλεσμα της επέκτασης αυτής αποτελεί η ίδρυση ανώτατου δωδεκαμελούς δικαστηρίου στην Κωνσταντινούπολή, από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, τα μέλη του οποίου αποτελούνται από ανώτατους πολιτικούς αλλά και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους. Το εν λόγω δικαστήριο όφειλε να παίρνει ομόφωνες αποφάσεις, οι οποίες ήταν άμεσα εκτελεστές ακόμη και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα.

Ο Ανδρόνικος ο Γ΄, κατά τη διάρκεια ανασυγκρότησης του κράτους μετά τον επταετή εμφύλιο με τον παππού του Ανδρόνικο Β΄ ,  σε συνεργασία με τον Ιωάννη Κατακουζηνό και τον Αλέξιο Απόκαυκο[29] δημιουργεί νέο τετραμελές ανώτατο δικαστήριο, με μέλη δύο λαϊκούς και δύο κληρικούς,  που ονομάστηκαν καθολικοί κριταί των Ρωμαίων, οι αρμοδιότητές τους επεκτείνονταν σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, και οι αποφάσεις τους ήταν οριστικές (δεν εφεσιβάλλονταν). Το δικαστήριο αυτό είχε δικαίωμα επέμβασης σε όλα τα δικαστήρια της χώρας και αρχικά οι αποφάσεις παίρνονταν από κοινού και από τα τέσσερα μέλη. Αργότερα, λόγω των αυξημένων αναγκών και για οικονομία χρόνου, μπορούσε ακόμη και ο ένας κριτής να εκδώσει απόφαση στο όνομα και των τεσσάρων. Ο θεσμός αυτός διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας, παρότι οι πρώτοι δικαστές κρίθηκαν ένοχοι κατάχρησης και εξορίστηκαν. Ο θεσμός των τοπικών καθολικών κριτών εμφανίζεται παράλληλα και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη, η Τραπεζούντα, η Λήμνος και ο Μοριάς[30].

Γ. Ο ρόλος της εκκλησίας στην απονομή δικαιοσύνης

          Ταυτόχρονα επεκτείνεται η δικαστική αρμοδιότητα των επισκόπων. Η εμπλοκή των εκκλησιαστικών αρχόντων στα δικαστικά και πολιτειακά θέματα δεν είναι καινούργια. Ήδη από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, παραχωρείται στους πνευματικούς αυτούς καθοδηγητές, το δικαίωμα εκδίκασης ιδιωτικών υποθέσεων, κυρίως οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου[31]. Επί Ιουστινιανού, οι επίσκοποι εκδίκαζαν υποθέσεις αστικές ή και ποινικές επόπτευαν τους τοπικούς άρχοντες στην εκτέλεση των καθηκόντων τους[32], ή ηγούντο ακόμη και πολιτικά μια πόλης, πολλές φορές δε στις δύσκολες περιπτώσεις ζητούσαν την γνώμη του πατριάρχη, που είχε νομολογική ισχύ.[33]

Τον 12ο αιώνα  απελευθερώνεται το επάγγελμα του δικηγόρου με αποτέλεσμα οι κληρικοί να μπορούν να αγορεύουν ελεύθερα στα δικαστήρια. Στην επαρχία εκδίκαζαν υποθέσεις τόσο τα τριμελή πολιτικά δικαστήρια, όσο και τα διμελή εκκλησιαστικά.[34] Το δικαστήριο των γενικών κριτών προεδρεύεται από έναν επίσκοπο και έχει άλλον έναν ως μέλος[35].

Η άμεση συνάρτηση της δικαιοσύνης με τον εκκλησιαστικό κόσμο συνάγεται και από το γεγονός ότι απονομή δικαιοσύνης στην εκκλησία αποτελούσε καθήκον των Πατριαρχών ή των επισκόπων. Ο χαρτοφύλαξ, ως πρόεδρος σωφρονιστικού δικαστηρίου, είχε δικαίωμα να επιβάλει ποινές μετάνοιας στους κληρικούς,  να εκδικάζει τις υποθέσεις τους και να εγκρίνει την τέλεση των γάμων, που τελούνταν από τους ιερείς. Επίσης η γνώμη του, όπως και η γνώμη όλων των κληρικών, σαν δικαστικών συμβούλων στα δικαστήρια του 13ου αιώνα είχε νομική ισχύ. Η  συνεχής άσκηση νομικών καθηκόντων, δημιούργησε στους κόλπους της Εκκλησίας έναν κύκλο άρτια καταρτισμένων νομομαθών, άξιων στην άσκηση νομικών επαγγελμάτων.[36]

Το επισκοπικό δικαστήριο που έδρευε στο Πατριαρχείο, έχαιρε περισσότερης εμπιστοσύνης από το λαό[37], και σταδιακά κατά την Παλαιολόγεια περίοδο έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην απονομή δικαιοσύνης, αφού μπορούσε να επέμβει και διατυπώνει αντιρρήσεις στις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων. Μετά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς, η εκκλησία ανέλαβε αποκλειστικά την απονομή δικαιοσύνης του χριστιανικού πληθυσμού, γεγονός που οριοθετήθηκε με τον διορισμό του Πατριάρχη Γεννάδιου Σχολάριου, από το Μωάμεθ τον Πορθητή,  σαν γενικού κριτή των υποθέσεων του ελληνικού στοιχείου της νέας αυτοκρατορίας[38]. 

      

Εγκλήματα - ποινές

                    Στοιχεία για την επιβολή ποινών , ανάλογα με τα εγκλήματα, βρίσκουμε σε όλα τα μεγάλα νομοθετικά έργα των βυζαντινών.  Από τον Πανδέκτη, τον Κώδικα, τις Εισηγήσεις και κυρίως  τις Νεαρές του Ιουστινιανού, έως και τη μεταγενέστερη Εκλογή και τα Βασιλικά,  κωδικοποιούνται οι κυρώσεις του βυζαντινού ποινικού κώδικα.[39]  Η επίδραση όμως το χριστιανικού πνεύματος δρα καταλυτικά  πάνω στο υιοθετημένο corpus του ρωμαϊκού δικαίου. Ο έγκριτος νομομαθής Μ. Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας, μας δίνει μια σαφή εικόνα της επίδρασης του χριστιανισμού στην επιβολή των ποινών, ορίζοντας την ποινή σαν μέσο σωφρονισμού του δράστη και παραδειγματισμού των υπολοίπων και όχι σαν τιμωρία αξιόποινης πράξης.  Ο Μ. Βασίλειος «δεν μιλάει για κακό σώμα, αλλά για καταδικαστέο φρόνημα σαρκός, για χωρισμό από τα πάθη, για «σάρκινο» άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι καταξίωνε απόλυτα τον άνθρωπο ως καλόν καθ’  εαυτόν και τη δυνατότητά του να απαλλαγεί από το κακό φρόνημα και να θεωθεί ολόκληρος, πνεύμα και σώμα».[40]   Απόρροια της αντίληψης αυτής, όπως και της χριστιανικής θεώρησης για την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι η μείωση των θανατικών ποινών, που αντικαταστάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους με ποινές  ακρωτηριασμών, αποσκοπώντας στην αποτροπή του εγκληματία  να επαναλάβει κάποιο αδίκημα, ή με ποινές εγκλεισμού σε μοναστήρια ή εξορίας με κύριο στόχο τη μετάνοια.[41]  Για τους λόγους αυτούς καταργήθηκαν κάποιες πρακτικές θανάτωσης των ρωμαϊκών χρόνων, όπως η σταύρωση και οι μονομαχίες με τα θηρία. Καταργήθηκε επίσης η απαγόρευση της ταφής για τους καταδικασμένους σε θάνατο.[42]

 

          Το βυζαντινό ποινικό δίκαιο προέβλεπε εκτός από την ποινή του θανάτου και του ακρωτηριασμού, ποινές εξορίας,  σωματικού κολασμού, εξανδραποδισμού, ποινή στέρησης της ελευθερίας και  χρηματικά πρόστιμα ή δήμευση περιουσίας.[43]   Οι καταδικαστικές αποφάσεις είχαν ως κυριότερη συνέπεια τον αποκλεισμό του ενόχου από πολιτικές η αστικές διαδικασίες και την ηθική του μείωση.

 Α)  ποινή του θανάτου

     Η ποινή του θανάτου αποτελεί την κυριότερη κληρονομιά του ρωμαϊκού δικαίου. Παρά την καταφανή πραότητα των βυζαντινών ποινών, κάτω από την επιρροή της χριστιανικής διδασκαλίας, η ποινή του θανάτου επιβάλλεται στα χρόνια του Ιουστινιανού με ιδιαίτερη σκληρότητα.  Ο κανόνας προέβλεπε αποκεφαλισμό με ξίφος ή πέλεκυ, δεν αποκλείονταν όμως η σταύρωση, ο ενταφιασμός εν ζωή, η ρίψη στη θάλασσα μέσα σε σάκο με φίδια, η θηριομαχία[44] και επιβαλλόταν σε περιπτώσεις φόνου, εμπρησμού, μοιχείας ή βασκανίας. Η πρακτική εξαρτιόταν αποκλειστικά από την κρίση του εκάστοτε δικαστή, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις που ο νόμος καθόριζε με σαφήνεια τον τρόπο θανάτωσης. Παράλληλα η Ιουστινιάνεια νομοθεσία περιορίζει το δικαίωμα χρήσης του ασύλου της εκκλησίας, στους αθώους, τους οφειλέτες των ιδιωτών και τους κακοποιημένους δούλους.[45] 

          Η νομική μεταρρύθμιση των Ισαύρων περιόρισε κατά πολύ την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Μέσα στο νομοθετικό έργο της Εκλογής καθορίζονται με εξαιρετική ακρίβεια τα είδη ποινών, που προβλέπονται για κάθε πράξη. Έτσι η ποινή του θανάτου αντικαθίσταται σταδιακά με άλλες ποινές. Θάνατος στην πυρά  επιβάλλεται πλέον μόνο στις περιπτώσεις εμπρησμού εκ προθέσεως, ή απαγχονισμός (φούρκα) στις περιπτώσεις ληστείας μετά φόνου[46]. Ποινή θανάτου επιβάλλεται επίσης στις περιπτώσεις ομοφυλοφιλίας και αιμομιξίας.[47] Η Μακεδονική δυναστεία υιοθέτησε το ήδη υπάρχον ποινικό σύστημα των Ισαύρων χωρίς ιδιαίτερες τροποποιήσεις. Παρότι όμως φαίνεται ότι η ποινή του θανάτου επιβαλλόταν με φειδώ, κάτω από το πρίσμα της χριστιανικής ηθικής, υπάρχουν παραδείγματα εκκλησιαστικών λειτουργούν που συμμετείχαν ενεργά σε τέτοιες αποφάσεις.[48]

 

Β) Σωματικές ποινές

           Ο ακρωτηριασμός συναντάται συχνά ως ποινή, για πολύ διαφορετικές κατηγορίες εγκλημάτων. Φαίνεται ότι η βαρβαρότητα του εθίμου αυτού, ιδιαίτερα μετά τον 7ο αιώνα έχει τις ρίζες της στις αραβικές πρακτικές. [49] Αυτό δεν συμβιβάζεται ομως με το γεγονός ότι ακρωτηριασμοί γίνονταν και από παλαιότερα χρόνια, πολύ πριν την εμφάνιση των αραβικών πληθυσμών στη Μεσόγειο, αφού αναφέρονται συχνά και στις Νεαρές του Ιουστινιανού. Η ποινή έχει πιθανόν της ρίζες της στη λαϊκή αντίληψη ότι ο  δράστης πρέπει να τιμωρηθεί χάνοντας το μέλος εκείνο που διέπραξε το αδίκημα και λειτούργησε σαν μέτρο πρόληψης και παραδειγματισμού, καθώς επίσης και μείωσης της επικινδυνότητας του ίδιου του δράστη. [50]

Για εγκλήματα κατά της περιουσίας, παραχάραξη και θανατηφόρους τραυματισμούς συνηθιζόταν το κόψιμο του χεριού, στους ένοχους ψευδορκίας κόβανε τη γλώσσα. Η τύφλωση προβλεπόταν σε περιπτώσεις ιεροσυλίας, αλλά συνηθιζόταν και για πολιτικούς λόγους, καθώς καθιστούσε τον τιμωρούμενο αδύναμο για κάθε μορφής δραστηριότητα.[51] Τα γενετήσια εγκλήματα τιμωρούνταν με ρινότμηση, που στόχευε στην παραμόρφωση του εγκληματία κατά των ηθών, ώστε να μη του είναι εύκολη η επανάληψη παρόμοιας πράξης, λόγω της αποτρόπαιας όψης του, διευκόλυνε επίσης στην ενιαία μεταχείριση ανδρών και γυναικών, αφού στην περίπτωση του γυναικείου φύλου ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων ήταν αδύνατος. Αποκοπή γεννητικού οργάνου προβλεπόταν μόνο σε περιπτώσεις κτηνοβασίας.[52]

          Την εποχή των Μακεδόνων φαίνεται ότι η ποινή του ακρωτηριασμού περιορίζεται σε σχέση με τις διατάξεις της Εκλογής, παρόλο που από άλλες πηγές πληροφορούμαστε για ιδιαίτερα εκτεταμένη χρήση αυτών των ποινών στη μέση και ύστερη βυζαντινή περίοδο.

          Το μαστίγωμα ή ο ραβδισμός αναφέρονται σε εγχειρίδια του 8ου-10ου αιώνα σαν παρεπόμενες ποινές της εξορίας ή του ακρωτηριασμού. Ήταν ποινές ιδιαίτερα διαδεδομένες στους ρωμαϊκούς χρόνους για τους δούλους ή για τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις. Στη βυζαντινή αυτοκρατορία δεν υπήρχε τέτοιος διαχωρισμός κοινωνικής θέσης για την επιβολή της συγκεκριμένης ποινής. Πολλές φορές ο νομοθέτης καθόριζε επακριβώς τον αριθμό των ραβδισμών.[53] Επιβαλλόταν ως αυτοτελής ποινή σε περιπτώσεις μοιχείας, φορολογικής απάτης και εγκλήματα εσχάτης προδοσίας.[54]

          Το κούρεμα αποτελούσε και αυτό παρεπόμενη ποινή της εξορίας ή του σωματικού κολασμού Πολλές φορές όμως επιβαλλόταν και σαν αυτοτελής ποινή. Σκοπός του η ηθική μείωση του τιμωρούμενου, σε αντιστοιχία με το κούρεμα των μοναχών που δήλωνε ταπείνωση και υποταγή[55].

 

Γ) Εξορία – χρηματικές ποινές

          Η εξορία ήταν αυτοτελής ποινή και επιβαλλόταν στις περιπτώσεις  ακούσιας ανθρωποκτονίας, άμβλωσης και  κερδοσκοπίας σε βάρος αφελών. Μπορούσε να έχει καθορισμένη διάρκεια ή να είναι ισόβια και πολλές φορές συνοδευόταν από ποινές σωματικού κολασμού ή καταναγκαστικών έργων.[56]

Επί ρωμαϊκών χρόνων η εξορία συνοδευόταν από τη δήμευση της περιουσίας του τιμωρούμενου και την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη. Η Ιουστινιάνεια νομοθεσία όμως ξεχώρισε κάθε μία από τις ποινές αυτές σαν αυτοτελή. Η νομοθεσία των Ισαύρων προέβλεπε με ακρίβεια και σαφήνεια τις παρεπόμενες ποινές. Συγκεκριμένα η επιβολή εξορίας σε συνδυασμό με δήμευση περιουσίας επιβαλλόταν πλέον μόνο σε κερδοσκόπους ψευδομάντεις.[57] Ο τόπος και ο χρόνος της τιμωρίας, καθώς και οι συνοδευτικές ποινές καθορίζονταν αποκλειστικά από τον δικαστή. 

          Η ποινή της δήμευσης της περιουσίας είχε ουσιαστική εφαρμογή στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, πράγμα που μας κάνει να εντοπίσουμε μια διαφοροποίηση στην απονομή δικαιοσύνης βάσει της κοινωνικής θέσης.[58] Η νομοθεσία των Ισαύρων καθόριζε επίσης ποινή χρηματικής αποζημίωσης, που καταβαλλόταν από το δράστη στο θύμα πέρα από την υποχρέωση αποκατάστασης της ζημιάς. Ευνόητο είναι ότι σε περίπτωση που ο δράστης δεν μπορούσε να επανορθώσει τη βλάβη, αυξανόταν ανάλογα η επιβαλλομένη χρηματική ποινή.[59]

 

Δ) Ποινές στέρησης της ελευθερίας

           Η φυλάκιση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους δεν έχει την έννοια της τιμωρίας όπως σήμερα. Στις φυλακές παρέμεναν μόνο οι υπόδικοι, οι καταδικασμένοι σε θάνατο μέχρι να εκτελεστεί  ποινή τους και οι οφειλέτες του Δημοσίου. Πολλές φορές βέβαια η κράτηση αυτή παρατεινόταν για αόριστο χρονικό διάστημα μέχρι τον καθορισμό της δίκης. Κατά τους ύστερους χρόνους η ποινή επεκτείνεται, ίσως λόγω της εδαφικής συρρίκνωσης της αυτοκρατορίας και της έλλειψης τόπων εξορίας, καθώς και της απάλειψης της θανατικής ποινής για σοβαρά εγκλήματα[60].

          Υποκατάστατο της φυλάκισης θεωρούταν ο εγκλεισμός του τιμωρημένου σε μοναστήρια, όπου υλοποιείται η έννοια της τιμωρίας με σκοπό τη μετάνοια και τη βελτίωσή του. Καθορίζεται παράλληλα ο στενός σύνδεσμος λαϊκής και εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας. Πολλές φορές μέρος της περιουσίας του ενόχου παραχωρούταν στις μονές με συνέπεια την οικονομική ενίσχυσή τους. Επί Ιουστινιανού η ποινή επιβαλλόταν για γενετήσια εγκλήματα ή εγκλήματα γάμου.  Επίσης αποτελούσε συνήθη πρακτική για κληρικούς και μοναχούς που παραβίαζαν το εκκλησιαστικό δίκαιο. Ήταν συνάμα τόπος ασφαλής για τις γυναίκες έγκλειστες, αφού δεν κινδύνευαν από σωματική κακοποίηση.

          Η στάση του Λέοντος Γ’ απέναντι στην εκκλησία συνέβαλε στο να θεωρηθεί ο εγκλεισμός σε μοναστήρια ως αυτοτελής ποινή και να μη συνοδεύεται από παραχώρηση, σε αυτά, περιουσιακών στοιχείων του ενόχου. Κατά τη μέση περίοδο η ποινή παρουσιάζει κάμψη αλλά δεν εγκαταλείπεται. Πολλές φορές δε χρησιμοποιείται και ως μέσον απαλλαγής του αυτοκράτορα από τους πολιτικούς του αντιπάλους,  κυρίως με την κατηγορία συνομωσίας κατά του θρόνου[61]. Σε αυτό συμβάλει σημαντικά η απαγόρευση της αποβολής του μοναχικού σχήματος, που καθιστούσε τον περιορισμό ισόβιο[62].

          Με ποινή εξανδραποδισμού τιμωρούνταν οι λιποτάκτες που επέστρεφαν οικειοθελώς ή όσοι προμήθευαν τον εχθρό με απαγορευμένα είδη, καθόσον αυτά θεωρούνταν εγκλήματα κατά της πολιτείας.[63]

 

Συμπεράσματα

Το πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας στη  Βυζαντινή αυτοκρατορία ευνοεί τη συγκέντρωση των εξουσιών στα χέρια του αυτοκράτορα, ο οποίος φαίνεται να είναι ο απόλυτος ρυθμιστής των πάντων. Η απονομή της δικαιοσύνης είναι ένα από τα κύρια καθήκοντά του, στην εκτέλεση του οποίου τον βοηθά ένα πλήθος δικαστικών λειτουργών, επιλεγμένων αποκλειστικά από εκείνον ανάμεσα στους ανθρώπους εμπιστοσύνης του περιβάλλοντός του. Για κάθε δικαστική απόφαση, οι ενεχόμενοι σε αυτήν έχουν δικαίωμα έφεσης, την οποία εκδικάζει αποκλειστικά ο μονάρχης.

Οι κατά καιρούς νομοθετικές ρυθμίσεις των αυτοκρατόρων στόχευαν στον αποτελεσματικότερο έλεγχο των δικαστικών λειτουργών και των αποφάσεων, στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων μέσω της ίσης κατανομής των δικαστών και της ταχύτερης εκδίκασης των υποθέσεων και στη διευκόλυνση των υπηκόων που ήταν αναγκασμένοι να μετακινηθούν στην πρωτεύουσα για την υποβολή έφεσης. Παρ’ όλα όμως τα μέτρα που ελήφθησαν, δεν αποφεύχθηκε η διαφθορά ανάμεσα στους δικαστικούς κύκλους, που είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή αύξηση της εμπλοκής της εκκλησίας στην απονομή δικαιοσύνης.

Ο βυζαντινός ποινικός κώδικας φαίνεται να είναι επιεικέστερος από τον προγενέστερο ρωμαϊκό, λόγω της επιρροής της χριστιανικής διδασκαλίας. Η τιμωρία γίνεται έτσι μέσο σωφρονισμού του ενόχου, αλλά και παραδειγματισμού των υπολοίπων. Η ποινή του θανάτου αντικαθίσταται πολλές φορές με ελαφρότερες ποινές, όπως ο ακρωτηριασμός. Για ελαφρότερα εγκλήματα επιβάλλεται ένα πλήθος άλλων ποινών όπως ο σωματικός κολασμός, το κούρεμα, ο εξανδραποδισμός, η δήμευση της περιουσίας, τα χρηματικά πρόστιμα, η εξορία και ο εγκλεισμός σε μοναστήρια. Οι δύο τελευταίες ποινές χρησιμοποιήθηκαν συχνότατα για την εξουδετέρωση των πολιτικών αντιπάλων του αυτοκράτορα.

Η υποδειγματική οργάνωση του βυζαντινού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, λειτούργησε αποτελεσματικά μέχρι και το τέλος της αυτοκρατορίας. Αυτό που πραγματικά εντυπωσιάζει, μέσα σ’ αυτό το απολυταρχικό καθεστώς, είναι η προσπάθεια που καταβάλεται – χωρίς πάντοτε επιτυχία – να απονέμεται δικαιοσύνη ισότιμα σε όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως.

 

Βιβλιογραφία

  1. Guillou Α. , Ο Βυζαντινός πολιτισμός,  μετάφραση Paolo Odorico – Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, Αθήνα 1998, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
  2. Kazhdan A.P. / Epstein Ann Wharton,  Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα,  μετάφραση Ανδρέας Παππάς, Αθήνα 1997, εκδόσεις ΜΙΕΤ.
  3. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, Εισαγωγή -μετάφραση-σχόλια Δημήτρης Τσουγκαράκης, Αθήνα 1996, εκδόσεις Κανάκη.
  4. Παπαγιάννη Ελευθερία, Νομολογία των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, τόμος ΙΙ, Οικογενειακό δίκαιο,     
  5. Παπαδόπουλος Στυλ.., Μέγας Βασίλειος Βίος και Θεολογία, Αθήνα 1981
  6. Πέννα Β.,  Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών,  στο Ευθυμιάδης Σ. κ.ά, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και μεταβυζαντινό Κόσμο, Πάτρα 2001, εκδόσεις ΕΑΠ
  7. Τρωϊάνος Σπ., Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, Αθήνα 2001, εκδόσεις Ιδρύματος Γουλανδρή Χορν
  8. www.geocities.com/porta-aurea/runciman.Irtml.

 



[1] Σύμφωνα με το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου,  στα τέλη του 9ου αι. οι ανώτατοι δημόσιοι λειτουργοί, που είχαν διοριστεί από τον αυτοκράτορα, έφταναν τους εξήντα, χωρίζονταν σε επτά ομάδες και ήταν υπεύθυνοι για τη διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων της αυτοκρατορίας. Βλ. Β. Πέννα,  Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών,  στο Ευθυμιάδης Σ. κ.ά, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και μεταβυζαντινό Κόσμο, Πάτρα 2001, εκδόσεις ΕΑΠ, σελ. 58 .

 [2] Βλ. Πανδέκτες, 1.4.1, στο Πέννα, ό.π. (1) σελ. 93.

[3] «Κάποιοι λένε ότι ο αυτοκράτορας δεν υπόκειται στο νόμο αλλά είναι ο νόμος ο ίδιος, κι εγώ συμφωνώ΅ και βέβαια όσα κάνει και όσα νομοθετεί καλώς τα πράττει και τον υπακούμε. Αν όμως πει: «Πιες δηλητήριο», με κανένα τρόπο να μην το κάνεις. Επίσης αν πει : «Να πέσεις στη θάλασσα και να τη διασχίσεις κολυμπώντας», ούτε κι αυτό να το κάνεις. Έτσι από αυτά να γνωρίζεις ότι ο αυτοκράτορας, καθώς είναι άνθρωπος, υπόκειται στους ευσεβείς νόμους». Βλ. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, Εισαγωγή -μετάφραση-σχόλια Δημήτρης Τσουγκαράκης, Αθήνα 1996, εκδόσεις Κανάκη, σελ. 244.

[4] Λεγόταν δε βασιλικόν κριτήριον ή βήμα και ουσιαστικά είχε τη θέση Εφετείου και ανώτατου δικαστηρίου. Πρβλ. Α. Guillou, Ο Βυζαντινός πολιτισμός,  μετάφραση Paolo Odorico – Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, Αθήνα 1998, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 177.

[5] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4)),  σελ.176.

[6] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 176.

[7] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 67.

[8] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 176.

[9] Ο έπαρχος των πραιτωρίων είχε εκτεταμένη δικαστική δικαιοδοσία, για το λόγο αυτό ο αυτοκράτορας Αναστάσιος (αρχές 6ου αιώνα) παραχώρησε τη θέση του επάρχου του πραιτορίου των Ανατολικών σε προύχοντες νομομαθείς. Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 176.

[10] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 176.

[11] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1) σελ. 71.

[12] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 180.

[13] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 176.

[14] Ο αρχικός σκοπός του τάγματος της βίγλης ήταν η προστασία του παλατιού. Πρβλ. Πέννα, ο.π. (1), σελ. 64.

[15] Πρβλ. Πέννα, ό.π.(1) σελ. 94.

[16] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 176.

[17] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 177.

[18] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 81.

[19] Πρβλ. Πέννα ό.π. (1) σελ. 94-95.

[20] Πρβλ. Πέννα ό.π. (1), σελ. 95.

[21] Πρβλ. Κεκαυμένος, ό.π. (3), σελ.32.

[22] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 96.

[23] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 179.

[24] Κατά τον Guillou, τα τέσσερα δικαστήρια δημιουργήθηκαν από τον Μανουήλ Κομνηνό και εποπτεύονταν από τον μέγα δρουγγάριο της Βίγλας, υπεύθυνο και για τις αστικές υποθέσεις, τον πρόεδρο των δημοσίων δικαστηρίων, υπεύθυνο για τις σωφρονιστικές και ποινικές υποθέσεις, τον πρωτοσηκρήτη, επικεφαλή της αυτοκρατορικής γραμματείας και τον δικαιοδότη που ταυτιζόταν με τον κοιαίστορα. Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 180.

[25] Οι ενάγοντες έχαναν τη δίκη και υποχρεούνταν στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης, οι εναγόμενοι καταδικάζονταν χωρίς δικαίωμα έφεσης και υποχρεούνταν και αυτοί στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης, ενώ οι δικαστές απολύονταν. Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 96.

[26] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 180.

[27] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 180.

[28] Ενδείξεις χρηματισμού δικαστών διαπιστώνονται ήδη από παλαιότερες πηγές. Στο Στρατηγικόν του Κεκαυμένου δίνονται συμβουλές για τη δίκαιη εκδίκαση των δικών και για την χρηστή εκπλήρωση των καθηκόντων των δικαστών : «Αν είσαι δικαστής σε επαρχία (θεματικός), να μην στρέψεις το βλέμμα και τα χέρια σε δωροληψίες. Γιατί αυτός που χάσκει προς τα δώρα, περπατεί σε σκοτάδι άγνοιας, ακόμη κι αν είναι πολυμαθής και γεμάτος από φρόνηση και γνώση κάθε είδους. Να αρκείσαι στην αμοιβή που σου έχει οριστεί, γιατί δεν σ’ έστειλαν για να συσσωρεύεις χρήματα, αλλά για να δικαιώνεις όσους αδικούνται». Βλ. Κεκαυμένος, ό.π. (3) σελ. 40.

[29] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 181.

[30] Πρβλ. Πέννα, ο.π. (1) σελ. 97.

[31] « Η παλαιότερη μνεία…για τις οικονομικές συνέπειες του διαζυγίου…σώζεται σε «ψήφο» του πατριάρχη Μιχαήλ Α’ Κηρουλάριου (1043-1058), που αναφέρει τα εξής: «Επεί δε και παίδα εκ της μοιχευθείσης λέγει έχειν ο ιερεύς, το μεν δίμοιρον της προικός παρακατεχέτω λόγω του παιδός ο ιερεύς, το δε τρίτον δοθήτω τη γυναικί, ιν’ εν μοναστηρίω προσενέγκη τούτο και αποκαρή» Βλ.  Ελευθ. Παπαγιάννη, Νομολογία των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, τόμος ΙΙ, Οικογενειακό δίκαιο,                    σελ.114.

[32] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 58.

[33] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 183.

[34] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 180.

[35] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 182.

[36] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 183.

[37] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 243.

[38] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 97.

[39] Πρβλ. A.P. Kazhdan / Ann Wharton Epstein,  Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα,  μετάφραση Ανδρέας Παππάς, Αθήνα 1997, εκδόσεις ΜΙΕΤ, σελ. 226.

[40] Βλ. Στυλ. Παπαδόπουλος, Μέγας Βασίλειος Βίος και Θεολογία, Αθήνα 1981, σελ. 100.

[41] «Όντως (οι βυζαντινοί) δεν σκότωναν. Και η μεγάλη διαφορά φαίνεται στους πρώτους χρόνους. Όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινε χριστιανική, μια από τις βασικότερες αλλαγές ήταν να σταματήσουν οι μονομαχίες, να μην πετούν πια ανθρώπους στα λιοντάρια, κι όλα τα σχετικά. Η αυτοκρατορία έγινε πολύ πιο ανθρωπιστική. Και πάντα, απέφευγαν όσο μπορούσαν τη θανατική ποινή. Κατά καιρούς, κάποιοι αυτοκράτορες κατέφευγαν σε αυτήν, αλλά οι περισσότεροι χρησιμοποιούσαν ως εσχάτη τιμωρία, μια μέθοδο που σήμερα μας φαίνεται αποτρόπαια: τον ακρωτηριασμό κάποιας μορφής. Αλλά μου φαίνεται, ότι οι περισσότεροι  άνθρωποι θα προτιμούσαν να τους κόψουν π.χ. ένα χέρι, παρά να τους θανατώσουν» Βλ. s. Steven Runciman, Οκτώβριος 1994, συνέντευξη στο Έλσισιλντς της Σκωτίας για τον ραδιοφωνικό σταθμό flash.   Πηγή: www.geocities.com/porta-aurea/runciman.Irtml.

[42] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 101.

[43] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 99.

[44] Πρβλ. Σπ. Τρωϊάνος, Έγκλημα και τιμωρία στο Βυζάντιο, Αθήνα 2001, εκδόσεις Ιδρύματος Γουλανδρή Χορν, σελ. 27-28.

[45] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 183.

[46] Πρβλ. Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 29.

[47] Πρβλ. Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 33.

[48] Πρβλ. Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 30

[49] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 183

[50] Πρβλ. Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 32.

[51] Η ποινή της τύφλωση επιβλήθηκε στον Ρωμανό Δ΄ από τον Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα. Πρβλ. Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 32.

[52] Πρβλ. Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 34.

[53] Στις περιπτώσεις μοιχείας, αν ο μοιχός ήταν παντρεμένος τιμωρούταν με δώδεκα ραβδισμούς, ενώ αν ήταν ανύπανδρος με έξι. Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 100.

[54] Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 184.

[55] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 100.

[56] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 101.

[57] Πρβλ. Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 40.

[58] Πρβλ. Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 38.

[59] Π.χ. σε περιπτώσεις αποπλάνησης άγαμων κοριτσιών. Πρβλ.  Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 46.

[60] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (1), σελ. 100.

[61] Τα Πριγκηπόνησα ήταν ο συνήθης τόπος περιορισμού εκθρονισμένων αυτοκρατόρων ή πριγκήπων με βασιλικό αίμα. Πρβλ. Guillou, ο.π. (4),  σελ. 184.

[62] Πρβλ. Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 44.

[63] Πρβλ. Τρωϊάνος, ό.π. (43), σελ. 31.