ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ



 

 

Tο θρησκευτικό συναίσθημα ως βασικός παράγοντας διαμόρφωσης της καθημερινότητας και της κοινωνικής ζωής του βυζαντινού ανθρώπου

 

Φωτεινή Κομνηνού

  

Μιχαήλ Δαμασκηνός: Άγιοι Σέργιος, Βάκχος και Ιουστίνα.

Κέρκυρα Μουσείο Αντιβουνιώτισσας. Μετά το 1571

 Εισαγωγικά

 

Αναλογιζόμενοι το Βυζάντιο, στο νου μας έρχεται ένας κόσμος όπου τον κυρίαρχο ρόλο, σε κάθε τομέα της ζωής, παίζει η θρησκεία. Το θρησκευτικό συναίσθημα που διακατέχει τον βυζαντινό άνθρωπο εκδηλώνεται σε κάθε πτυχή της ζωής του.

Η ενότητα της χριστιανικής θρησκείας, αποτελεί τον ουσιαστικό παράγοντα διαμόρφωσης της ενότητας και της ευημερίας του κράτους, προβάλλοντας την απόλυτη μοναρχία σαν ιδανικό σχήμα διακυβέρνησης ενός κράτους στο πρότυπο της ουράνιας βασιλείας. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, αναπαράγει μια ξεχωριστή εικόνα για τον εαυτό του, στηριζόμενος στην εικόνα που έχει ο κόσμος για τον επίγειο Θεό. Κάθε έκφανση δημόσιας ζωής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα αυστηρό τελετουργικό, προσκολλημένο στο τυπικό της θρησκείας, που περιλαμβάνει λιτανείες, ψαλμούς και λειτουργίες. Οι δημόσιοι λειτουργοί δεσμεύονται με όρκους πίστης προς τις θείες δυνάμεις, ότι θα εκτελούν το έργο τους ευσυνείδητα. Η δικαιοσύνη αποδίδεται στο όνομα του Θεού. Αρωγοί, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις καλούνται, τα Θεία πρόσωπα, που εκπροσωπούνται μέσω των εικόνων ή των λειψάνων τους. Στις προσευχές, τις εικόνες και τα λείψανα, εναποθέτει και ο μέσος βυζαντινός τις ελπίδες του, τις προσδοκίες του και την ανάγκη του για βοήθεια, σε κάθε τομέα της ζωής του. Για το λόγο αυτό οργανώνονται γιορτές και πανηγύρεις στη μνήμη του πολιούχου, για κάθε περιοχή Αγίου, που εκτός από τις θρησκευτικότητα που τις διακρίνει, αποτελούν και ένα μέσο κοινωνικής και εμπορικής εκδήλωσης.

                   Σκοπός της εργασίας που ακολουθεί είναι να σκιαγραφήσει τον τρόπο, με τον οποίο το θρησκευτικό αυτό συναίσθημα επηρεάζει την καθημερινή δημόσια ή ιδιωτική ζωή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

 Για το λόγο αυτό, στην πρώτη ενότητα θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε το θρησκευτικό στοιχείο στην άσκηση της εξουσίας, από την προέλευση της αυτοκρατορικής εξουσίας και την εθιμοτυπία του παλατιού, μέχρι τις τελετές της δημόσιας διοίκησης και την απονομή δικαιοσύνης.

Στη δεύτερη ενότητα, θα εστιάσουμε στα θρησκευτικά καθήκοντα του στρατεύματος και στην εξάρτησή του από τη θεϊκή παρέμβαση, που εκφράζεται μέσα από τη λατρεία των εικόνων και των ιερών λειψάνων.

Στην τρίτη ενότητα παρουσιάζεται ο τρόπος ζωής του βυζαντινού υπηκόου και ο τρόπος διαμόρφωσής του μέσα από ένα σύνθετο θρησκευτικό πλαίσιο.

         1. Ο θρησκευτικός παράγοντας στην άσκηση εξουσίας

 Α)  Προέλευση αυτοκρατορικής εξουσίας 

           «Αν βρίσκεσαι στην υπηρεσία κάποιου άρχοντα, να τον υπηρετήσεις όχι ως άρχοντα ή άνθρωπο, αλλά ως αυτοκράτορα ή Θεό»[1]. Η αποσύνδεση της ανθρώπινης υπόστασης από το πρόσωπο του βυζαντινού αυτοκράτορα, στο κείμενο του Κεκαυμένου, μας δίνει μια  σαφή  εικόνα για τον τρόπο που ο λαός αντιμετώπιζε τον ηγέτη του.

Η αυτοκρατορική λατρεία, που εδραιώθηκε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού, αποσκοπούσε, μέσω της αφοσίωσης του πληθυσμού στον αύγουστο, στην πολιτική και πνευματική συνοχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Με δεδομένο αυτό  και με απώτερο στόχο την ασφάλεια του κράτους, μέσω της ενιαίας χριστιανικής θρησκείας πλέον, θα προβληθεί ο θείος και υπερβατικός χαρακτήρας του Βυζαντινού άρχοντα.[2] Ο αυτοκράτορας δεν θεοποιείται πλέον, αφού ο Θεός είναι ένας και μοναδικός, αλλά κυβερνά «ελέω Θεού». Είναι ο απεσταλμένος Του στη γη και αυτός που ορίστηκε από Αυτόν[3] για να κυβερνήσει τη γη ως «έμψυχος Νόμος», όπως ακριβώς Εκείνος κυβερνά τον ουρανό. Έχει τον προνόμιο να εξουσιάζει ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, γι’ αυτό κάθε προσχώρηση αλλοθρήσκων σε αυτό τον κόσμο συνεπάγεται την αναγνώριση, από αυτούς, της εξουσίας του Βυζαντινού μονάρχη[4].

Κάτω από αυτό το πρίσμα η εκλογή του αποκαλύπτει τη θεία βούληση, που εκδηλώνεται κυρίως με την παρεμβολή του Αγίου Πνεύματος στην ανθρώπινη θέληση και συνεπώς στην «εκλογική» διαδικασία. Σύμφωνα λοιπόν με την κυρίαρχη αυτή  χριστιανική ιδεολογία, ο βασιλέας, στην προσπάθειά του να μιμηθεί τον ίδιο τον Θεό που τον επέλεξε γι’ αυτό το αξίωμα,  αποτελεί το πρότυπο του ιδανικού ηγεμόνα. Θεωρείται ευσεβής, δίκαιος, φιλάνθρωπος, γενναιόδωρος, αγνός, φιλαλήθης, φιλόχριστος.[5]       Δεν είναι τυχαίο ότι οι αυτοκράτορες απεικονίζονται πλέον στη βυζαντινή θρησκευτική εικονογραφία κρατώντας χριστιανικά σύμβολα, απόδειξη της θείας χάρης στην άσκηση του λειτουργήματός τους. Πολλές φορές συναντάμε απεικονίσεις αυτοκρατόρων να προσκυνούν τον ένθρονο Ιησού[6], σε ένδειξη  του σεβασμού και της υπακοής,  που και οι υπόλοιποι άρχοντες αλλά και ο λαός έπρεπε να δείχνουν προς τον εκπρόσωπο της κοσμικής εξουσίας.[7]  Η θεϊκή παρέμβαση στην εξουσία, αποδεικνύεται επίσης με την αποτύπωση των μορφών της Παναγίας ή του Χριστού και του αυτοκράτορα στις δύο όψεις αντίστοιχα των βυζαντινών νομισμάτων.[8]

Σε ένδειξη της ιερότητας του αξιώματος του, η  αυτοκρατορική κατοικία  ονομάζεται Ιερόν Παλάτιον και η είσοδος των ανακτόρων, όπως και πολλά σημεία του παλατιού,  διακοσμούνται  με αγιογραφίες, κυρίως του Ιησού[9] αλλά και με μικρά παρεκκλήσια.

Στο πλαίσιο της θρησκευτικής τους υπόστασης και εξουσίας, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες περιόρισαν την δράση των ειδωλολατρών, φρόντισαν για την ανέγερση εκκλησιών στις πόλεις με δημόσια δαπάνη, είχαν ενεργή παρέμβαση στα εσωτερικά της εκκλησίας με κορύφωση την επιλογή των Πατριαρχών αλλά και των κατώτερων επισκόπων,  όριζαν εκείνοι την έναρξη των Οικουμενικών Συνόδων για την αντιμετώπιση των αιρετικών και την προστασία του δόγματος και αυτοδιορίζονταν ύπατοι διαιτητές στις διαμάχες των εκκλησιαστικών παραγόντων. Ο ίδιος ο Μ. Κωνσταντίνος, πρόσθεσε στο διάδημά του ένα καρφί από τον σταυρό του Ιησού και θεώρησε καθήκον του να στείλει την μητέρα του Ελένη σε αναζήτηση του Σταυρού του μαρτυρίου. Για την προσφορά του αυτή στη Χριστιανοσύνη ονομάστηκε  δέκατος τρίτος Απόστολος.[10]

 Β) Θρησκευτικό στοιχείο στις αυτοκρατορικές τελετές και δραστηριότητες.

 Το τελετουργικό της βυζαντινής αυλής δεν μπορεί παρά να προσαρμόζεται στην ιερή εικόνα του αυτοκράτορα. Πληροφορίες για το τελετουργικό αυτό αντλούμε κυρίως από την Έκθεσιν περί βασιλείου τάξεως, του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου.[11] Η τάξις, που επικρατεί στην ουράνια κοινωνία, αποτυπώνεται στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης της ζωής στο παλάτι, που επιτυγχάνεται μέσω μια παγιωμένης εθιμοτυπίας και την ύπαρξη πολλαπλών τελετών για κάθε σημαντική ή μη στιγμή.

Κατά τον 5ο αιώνα η αναγόρευση και η στέψη του αυτοκράτορα γίνεται παρουσία της Συγκλήτου και των δήμων, με την ενεργό σύμπραξη του Πατριάρχη, ο οποίος τοποθετεί το διάδημα στο κεφάλι του εκλεγμένου.  Κατά τον 6ο αιώνα η τελετή αναγόρευσης και στέψης μεταφέρεται από το Έβδομον στο ναό της Αγ. Σοφίας. Έναν αιώνα αργότερα η στέψη αποτελεί ξεχωριστή τελετή, η οποία λαμβάνει χώρα στον άμβωνα της Αγ. Σοφίας, με ουσιαστική πλέον συμμετοχή του Πατριάρχη σε αυτήν, προσδιορίζοντας έτσι τον θρησκευτικό χαρακτήρα της.[12] Την ίδια εποχή ορίζεται να συμπίπτουν οι στέψεις των συμβασιλέων με τις μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης (Χριστούγεννα-Πάσχα). Κατά τον 10ο αιώνα η στέψη του αυτοκράτορα περιλαμβάνει επίσημη πομπή προς την εκκλησία της Αγ. Σοφίας, παράδοση των συμβόλων εξουσίας από τον Πατριάρχη και θεία λειτουργία, την οποία ο μονάρχης παρακολουθούσε κρατώντας σταυρό. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ο αυτοκράτορας έμπαινε επικεφαλής της πομπής των διακόνων, που κρατούσαν τα Άγια των Αγίων και κατέληγε στο βήμα του ιερού όπου ο Πατριάρχης τον «ευλογούσε, τον όρκιζε να περιφρουρεί το αμετάβλητο της ορθοδοξίας καθώς και τα δικαιώματα της αυτοκρατορίας και του υπενθύμιζε ότι πρέπει να φοβάται τον Θεό και να μην λησμονεί τον θάνατο».[13] Οι αυτοκράτορες της Νίκαιας πρόσθεσαν στο παλιό τελετουργικό και το μυστήριο του Χρίσματος. Επίσης, κατά την Παλαιολόγεια περίοδο ο αυτοκράτορας κατέθετε έγγραφη ομολογία πίστης στην Ορθοδοξία και η τελετή στέψης αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της θείας λειτουργίας. [14]

Η τελετή αναχώρησης του αυτοκράτορα από την πρωτεύουσα, για ειρηνικό σκοπό συνοδευόταν – μεταξύ άλλων - από θεία λειτουργία. Κατά την επιστροφή τον προϋπαντούσε μια αντιπροσωπεία κρατώντας θυμιάματα και αναμμένα κεριά και τον οδηγούσε σε μια εκκλησία, κυρίως στην Αγ. Σοφία, πριν καταλήξει σε εορταστικό συμπόσιο.[15]

Στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης ο αυτοκράτορας συμμετείχε ενεργά. Παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία[16],  ήταν πάντα παρών σε τελετές υποδοχής αγίων λειψάνων[17],  προσκυνούσε τα λείψανα των εορταζόντων αγίων και έπαιρνε μέρος στις εορτές και τις πανηγύρεις που γίνονταν στη μνήμη τους.[18] Κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα  το τελετουργικό περιελάμβανε επισκέψεις σε πτωχοκομεία και γηροκομεία, λήψη θείας κοινωνίας, συμμετοχή σε λειτουργίες, ελεημοσύνες, υποδοχή εκκλησιαστικών παραγόντων και του Πατριάρχη, επίσκεψη σε εικονοστάσια και άναμμα κεριών, καθώς επίσης και αναπαράσταση του τελετουργικού του Νιπτήρος, όπου τη θέση του Ιησού έπαιρνε ο ίδιος ο αυτοκράτορας και τη θέση των μαθητών του δώδεκα πένητες,  στρώσιμο της Αγίας Τράπεζας, λιβάνισμα, απαγγελία προσευχών και κατάθεση δωρεών στο ναό της Αγ. Σοφίας[19].  Ενεργή συμμετοχή είχε επίσης σε εορταστικές εκδηλώσεις και λιτανείες, που γίνονταν με αφορμή την γιορτή διαφόρων αγίων.[20]

Γ)   Θρησκευτικά στοιχεία διοικητικών τελετών

 Στο πλαίσιο του μοναρχικού πολιτεύματος ο αυτοκράτορας είναι η κεφαλή της κεντρικής διοίκησης και από αυτόν επιλέγονται όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί και καθορίζεται ο κώδικας της υπαλληλικής δεοντολογίας. Όταν λοιπόν κάθε ενέργεια του βασιλέα χρωματίζεται από μια έντονη θρησκευτική χροιά, είναι λογικό η θρησκευτικότητα αυτή να είναι έκδηλη και στο διοικητικό μηχανισμό. Κάθε δημόσιος λειτουργός, ανώτερος ή κατώτερος, που διοριζόταν από τον αυτοκράτορα  με μια απλή προφορική του εντολή (αξίαι δια λόγου, οφφίκια, αρχαί ή ζώναι), δεσμευόταν από όρκο υπαλληλικής αξιοπιστίας, ο οποίος έμενε κατατεθειμένος στα αρχεία του παλατιού και μεταγραφόταν σε ειδικό μητρώο. Ο όρκος για αξιοπιστία, τιμιότητα, προθυμία και ανιδιοτέλεια δινόταν στο όνομα της Αγίας Τριάδας, της Θεοτόκου, των ιερών κειμένων και των αρχαγγέλων και κατέληγε στην τιμωρία που θα επέφερε οποιαδήποτε παραβίασή του. Τιμωρία που δεν εξαντλούνταν στον επίγειο κόσμο, αλλά επεκτεινόταν και στον επουράνιο.  Η αλήθεια είναι ότι η παραβίαση του όρκου τιμωρούταν σκληρά, πολλές φορές ακόμη και με θάνατο[21]. Στο πλαίσιο της έντονης θρησκευτικότητας του δημοσιοϋπαλληλικού όρκου, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι επίσκοποι ορίστηκαν να εποπτεύουν την τήρηση των καθηκόντων των επαρχιακών αρχόντων.

Η αξίαι δια βραβείου αποτελούσαν  τιμητικά αξιώματα που απονέμονταν από τον αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια επίσημης τελετής, που συνέπιπτε πάντοτε με τις εορτές της χριστιανοσύνης, την ημέρα της Κυριακής ή τον εορτασμό κάποιου επίσημου και χαρμόσυνου γεγονότος. Η απονομή αυτή συνοδευόταν  από συνοπτικό λόγο, που επικαλούταν τον όνομα της Αγίας Τριάδας, χάρη της οποίας γινόταν η εκλογή του προσώπου, στο οποίο δινόταν το αξίωμα. Για το λόγο αυτό, το τιμώμενο πρόσωπο, μετά την τελετή, αφού προσκυνούσε τον αυτοκράτορα σε ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης, πήγαινε στην εκκλησία, όπου άφηνε την τιμητική διάκριση για να λάβει την ευλογία του ιερέα σε ένδειξη επικύρωσης της αυτοκρατορικής απόφασης από τις Θείες δυνάμεις.

             Σημαντικός παράγοντας στην άσκηση δικαιοσύνης οι ταβουλάριοι ή συμβολαιογράφοι δεσμεύονται και αυτοί με όρκο στο Θεό, ότι η επιλογή τους είχε γίνει με αξιοκρατικά κριτήρια. Μαζί με το νέο μέλος θα ορκιστούν και όλα τα μέλη του σώματος των ταβουλαρίων και ο πριμικήριος. Η επικύρωση της εκλογής γίνεται και σε αυτήν την περίπτωση από τον ιερέα της εκκλησίας. Στην πομπή των συμβολαιογράφων που θα ακολουθήσει, ο νεοεκλεγμένος θα κρατά τη Βίβλο στα χέρια του, σε ένδειξη υποταγής προς τον Θείο Νόμο, ενώ ο πριμικήριος θα κατευθύνει πάνω του τον καπνό του θυμιάματος, επικυρώνοντας την ευλογία της Θείας Χάρης, που θα ορίζει πλέον τις πράξεις του νέου μέλους[22].

 Δ) Σύνδεση θρησκευτικού συναισθήματος με τη άσκηση δικαιοσύνης

           Στο χώρο απονομής της δικαιοσύνης  ο Νόμος, που εκπονείται από τον αυτοκράτορα, θεωρείται απόρροια της Θείας Βούλησης. Σύμφωνα με τον Κεκαυμένο, η σοφή απόφαση που εκφωνείται από το στόμα του δίκαιου δικαστή, είναι σαν να εκφωνείται από το στόμα του Θεού.[23]

 Παράλληλα, η πίστη των Βυζαντινών για τις θαυματουργικές παρεμβάσεις των αγίων προσώπων οδηγεί στη λατρεία των εικόνων, κυρίως των φορητών - αφού η εικόνα θεωρείται ότι έχει την υπόσταση της άγιας μορφής που απεικονίζει- που τοποθετούνται και μέσα στις δικαστικές αίθουσες. Σε αυτές δίνονται οι όρκοι και ενίοτε χρησιμοποιούνται για να επηρεάσουν την ατμόσφαιρα του δικαστηρίου.[24]  Λέγεται ότι η Άννα Δαλασσηνή, κατά τη διάρκεια της δίκης της από τον Ρωμανό Διογένη, έβγαλε μια εικόνα μέσα από τα ενδύματα της, επικαλούμενη τον Ουράνιο Κριτή[25], ο δε γιος της Αλέξιος Α΄ είχε φροντίσει να υπάρχει μια εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας μέσα στην αίθουσα.[26]

Πολλές φορές οι εικόνες οριοθετούν τον χώρο απονομής της δικαιοσύνης και συγκεκριμένα, όπου δεν ήταν δυνατόν να εκδικαστεί μια υπόθεση λόγω έλλειψης δικαστικών κτιρίων και μόνη η παρουσία μιας εικόνας καθόριζε έναν οποιοδήποτε χώρο, ως κατάλληλο για την άσκηση δικαστικής εξουσίας.[27]

Η θαυματουργική  παρέμβαση μιας εικόνας μπορεί επίσης να καθορίσει μια απόφαση δικαίου.  Το «σύνηθες θαύμα» της ύψωσης ή μη του πέπλου της Παναγίας των Βλαχερνών, που λάμβανε χώρα κάθε Παρασκευή βράδυ, όπως μας πληροφορεί ο Μ. Ψελλός,  χρησιμοποιούταν κατά καιρούς ως ένδειξη ετυμηγορίας για την υπόθεση που είχε προκύψει. «Εδώ η εικόνα δεν σηματοδοτεί απλώς έναν ιδιαίτερο τόπο, κάνει η ίδια τον τόπο ιδιαίτερο».[28]

2. Στρατιωτική ζωή

Α) Προσευχές, εικόνες και ιερά λείψανα στο στρατό.

 Ήδη από τον 4ο αιώνα παρατηρείται μια έξαρση στη λατρεία των εικόνων και των ιερών λειψάνων.  Η απεικόνιση της Παναγίας μεταξύ στρατιωτικών αγίων τη συνδέει με την αιώνια νίκη του χριστιανικού στρατεύματος. Οι εικόνες της Παναγίας τοποθετούνταν στα τείχη ή τις πύλες της πρωτεύουσας κατά τις πολιορκίες των σταυροφόρων ή άλλων εχθρών (αποτροπαϊκός χαρακτήρας)[29]. Παράλληλα οι εικόνες και τα λείψανα συνδέονται με τα λάβαρα της μάχης, όπως προκύπτει από τον ύμνο του Γεωργίου Πισίδη, που αναφέρεται στην εικόνα της Παναγίας.[30]

Όταν ο στρατός επέστρεφε νικητής από τις πολεμικές επιχειρήσεις, κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών θριάμβων,  λάμβανε χώρα επίσημη πομπή προς την Αγ. Σοφία, της οποίας συνήθως προηγούταν μια εικόνα. Στους θριάμβους του Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή και του Ιωάννη Β’ Κομνηνού, την κεντρική θέση της πομπής καταλάμβανε μία εικόνα της Παναγίας «Υπερμάχου Στρατηγού», συστρατηγού του αυτοκράτορα και υπερασπίστριας της Πόλης, πάνω σε πολυτελές άρμα, που το έσερναν κάτασπρα άλογα.[31]

Η ενότητα και η πειθαρχία του βυζαντινού στρατού στηρίχτηκε στην έννοια της τάξης  που προέβαλε ο χριστιανισμός. Πρώτος ο Μ. Κωνσταντίνος θα ενθαρρύνει τη προσήλωση  του στρατεύματός του στη νέα θρησκεία. Αυτός θα θεσπίσει τη χορήγηση ειδικής αδείας στους χριστιανούς στρατιώτες του, προκειμένου να παρακολουθούν τη θεία λειτουργία. Παρότι ο ίδιος δεν ήταν χριστιανός, είχε συνθέσει προσευχή για χρήση του στρατού η οποία επαναλαμβανόταν τις παραμονές των μεγάλων εορτών της χριστιανοσύνης.  Το 337, στη διάρκεια της εκστρατείας του κατά των Περσών, θα δώσει εντολή να κατασκευάσουν μια φορητή εκκλησία για της ανάγκες του στρατοπέδου.

          Οι βυζαντινοί στρατιώτες δεν παραμελούσαν τα καθημερινά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Στις ειρηνικές περιόδους συμμετείχαν στον όρθρο και τον εσπερινό,  εξομολογούνταν και προσεύχονταν με οίστρο. Ίσως βέβαια να μην μπορούσαν να ξεφύγουν από αυτή την υποχρέωση, αφού όποιος δεν τηρούσε με ευλάβεια το θρησκευτικό πρόγραμμα τιμωρούταν παραδειγματικά.[32] Σε περίοδο πολέμου τα θρησκευτικά καθήκοντα του στρατεύματος αυξάνονταν με ραγδαίους ρυθμούς. Άγια λείψανα και εικόνες μεταφέρονταν από την Κωνσταντινούπολη στην εμπόλεμη περιοχή, πρωί και βράδυ αλλά και πριν τις μάχες ψάλλονταν τρισάγια, οι στρατιώτες παροτρύνονταν να λύσουν τις μεταξύ τους διαφορές, να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπιζόταν ο φόβος του θανάτου και ενισχυόταν το ηθικό τους στη μάχη[33].

 Β) Μεσολάβηση για νίκη και προστασία

          Οι επικλήσεις για νίκη και προστασία στις πολεμικές επιχειρήσεις μαρτυρείται στις στρατιωτικές πραγματείες[34]. Η θεϊκή μεσολάβηση της Θεοτόκου και των Αγίων, που απεικονίζονταν στις εικόνες, ενισχυόταν με το ράντισμα των στρατιωτών με αγιασμό, που τους καθιστούσε άτρωτους στις επιθέσεις των εχθρών[35]. Υπάρχουν επίσης μαρτυρίες για τις θαυματουργικές παρεμβάσεις των αγίων σε δύσκολες στιγμές[36], όπως η σωτηρία της Κωνσταντινούπολης κατά την αβαροπερσική πολιορκία του 626 με τη βοήθεια της Θεοτόκου[37].

Ο Μ. Κων/νος θα αποδώσει στη θεϊκή παρέμβαση τη νίκη του κατά του Μαξεντίου στη Μουλβία γέφυρα.  Το σημείο του Σταυρού και το μονόγραμμα του Ιησού, που αποκαλύπτεται στο όνειρο του μονάρχη θεωρήθηκε προάγγελος της νίκης και έτσι το σύμβολο της χριστιανοσύνης κόσμησε τα λάβαρα του στρατού και την περικεφαλαία του αυτοκράτορα.[38]

Ο Ρωμανός Δ΄ Αργυρός, απεικόνισε την Παναγία στα χρυσά νομίσματα του κράτους, προβάλλοντας της ιδιότητά της ως προστάτιδας στον πόλεμο. Στις αυτοκρατορικές σφραγίδες του 6ου αιώνα, απεικονίζεται η νίκη με τη μορφή της Παναγίας[39].

Η αναχώρηση  του αυτοκράτορα και του στρατεύματος για το πεδίο της μάχης συνοδευόταν από παρακλητικές λειτουργίες, ελεημοσύνες,  πομπές, λιτανείες και δεήσεις μπροστά στο σταυρόσχημο αυτοκρατορικό λάβαρο, που έκρυβε στις κεραίες του κομμάτι από τον Σταυρό του Ιησού, με σκοπό να προκαλέσουν τη θεϊκή παρέμβαση για αίσιο τέλος της εκστρατείας. Ο Ρωμανός Δ’  Διογένης είχε μαζί του πάντα κατά τη διάρκεια της μάχης, σαν όπλο, μια εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας, εικόνα η οποία συνόδευε όλους τους αυτοκράτορες στις πολεμικές τους επιχειρήσεις. Ο Ρωμανός Α΄ είχε τυλίξει το σώμα του με το ιερό «μαφόριον»  πριν να αναχωρήσει από την Πόλη για ειρηνευτικές συνομιλίες με τον Βούλγαρο Τσάρο Συμεών. Το «σύνηθες θαύμα» του ιερού μαφορίου, περίμενε  και ο Αλέξιος Α’ προκειμένου να ξεκινήσει την εκστρατεία του κατά των Νορμανδών, η οποία καθυστέρησε τέσσερις μέρες γι’ αυτόν τον λόγο. Το θαύμα τελέστηκε, μετά από μακρότατες δεήσεις και λειτουργίες και η νίκη του Βυζαντίου θεωρήθηκε δεδομένη.[40]

3. Η θρησκευτικότητα στην καθημερινή ζωή των Βυζαντινών

 Α) Θρησκευτική ευλάβεια - αντιμετώπιση καθημερινών αναγκών

          Το αναπτυγμένο θρησκευτικό αίσθημα του Βυζαντινού ανθρώπου αποκαλύπτεται μέσα από την σαφώς εκδηλωμένη ανάγκη του για άμεση και προσωπική επαφή με το Θεό. Η καθημερινή ζωή των βυζαντινών περιλαμβάνει ένα πλήθος εκδηλώσεων με απώτερο στόχο την προσέγγιση της θείας δύναμης. Πέρα από το μόχθο της επιβίωσης, η παράλειψη της καθημερινής θρησκευτικής τελετουργίας εγκυμονούσε τον κίνδυνο απώλειας της ψυχής και εκδήλωνε μια περιφρόνηση προς τις θείες δυνάμεις. Ο Κεκαυμένος μας δίνει μια εικόνα για την καθημερινή πρακτική, που περιελάμβανε «την ακολουθία της λειτουργίας που τελείται από τους ορθόδοξους κοσμικούς, δηλαδή τον όρθρο και τις τέσσερις ώρες και επιπλέον τον εσπερινό και τα απόδειπνα. Διότι αυτά υπάρχουν για τη συγκρότηση της ζωής μας και με αυτές τις λειτουργίες αναγνωριζόμαστε ως οικείοι δούλοι του θεού, επειδή (έτσι) ομολογούμε (την πίστη μας) στο Θεό. Και πρέπει να κάνεις όχι μόνο αυτές τις λειτουργίες αλλά, αν μπορείς, τα μεσάνυχτα να κάνεις μια ευχή, λέγοντας έναν ψαλμό, διότι αυτή την ώρα θα μπορείς απερίσπαστα να επικοινωνήσεις με το Θεό και αφού κάνεις την ευχή, να αναπαυθείς».[41]

Κάτω από αυτό το πρίσμα παρατηρείται μια έντονη τάση προς το μοναχισμό αλλά και ένας θαυμασμός για όσους είχαν τη δύναμη να φορέσουν το μοναχικό σχήμα.[42]  Παράλληλα ο υπήκοος του Βυζαντίου διακατέχεται από την έντονη πεποίθηση ότι ο άνθρωπος οφείλει να υποτάσσεται στους ανωτέρους του, όπως ακριβώς και στο Θεό, αφού όλες οι εξουσίες πηγάζουν από αυτόν, πεποίθηση που καλλιεργήθηκε έντονα από την θρησκευτική και κοσμική εξουσία.[43]

Η προσήλωσή του βυζαντινού στις θείες δυνάμεις τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει τις καθημερινές του ανάγκες. Έτσι ξεπερνούσε το φόβο του θανάτου και την ανησυχία του για τη μέλλουσα ζωή αλλά και προστατευόταν από τους δαίμονες και τους εχθρούς, θεραπευόταν από τις ασθένειες και είχε αποδοτική σοδειά. Ένα πλήθος προσευχών μας αποκαλύπτει τις ανάγκες του μέσου Βυζαντινού : θεραπεία από ασθένειες και επιδημίες, αποτροπή ξηρασίας και κινδύνων από επιδρομές εχθρών, απομάκρυνση βλαβερών ζώων και φυσικών καταστροφών, νίκη κατά του θανάτου και επάνοδος στη ζωή[44]. Στο Θεό απευθύνονταν επίσης για να τους προστατέψει από τις πνευματικές τους παρεκτροπές, όπως οι πονηρές σκέψεις, οι πειρασμοί, οι επικλήσεις δαιμόνων, τα ακόλαστα όνειρα, οι ενύπνιες εκπλήξεις αλλά και η  θλίψη και τα ψυχικά νοσήματα[45].

 Β) Προσευχές, λατρεία εικόνων, ιερών λειψάνων, θαύματα, εορτές, πανηγύρεις.

                 Για κάθε μία από τις καθημερινές ανάγκες υπήρχε και μια προσευχή. Έτσι συναντάμε προσευχές για ευημερία και προστασία στην έναρξη της Νέας Χρονιάς, για την άνοδο των νερών των ποταμών, που θα ευνοούσε τις καλλιέργειες και θα προμήθευε τους αναγκαίους καρπούς για την επιβίωση των ανθρώπων και των ζώων,  για τα σπαρτά, τα χόρτα, τα νερά των αγρών, τους αέρηδες του ουρανού, τα αμπέλια, τα καρποφόρα δένδρα[46], την εκδίωξη κακών πνευμάτων, τους εξαγνισμούς των μολυσμένων νερών των πηγαδιών, την απομάκρυνση ερπετών ή βλαβερών ζώων από αμπελώνες, χωράφια και περιβόλια.  Προσεύχονταν για θεραπεία από την αϋπνία, την εύρεση χαμένων αντικειμένων, την ειρήνη,  την προστασία από σεισμούς, θύελλες και  ανομβρία. Μια προσευχή συνόδευε τα παιδιά την πρώτη μέρα του σχολείου, τον ταξιδιώτη στην αναχώρηση του ταξιδιού του, την υιοθεσία, το στρατό στη διάρκεια των εκστρατειών. Ευλογούνται τα ζώα για να προφυλαχτούν από τις αρρώστιες, τα δίχτυα για να δώσουν άφθονη ψαριά, το μελίσσι, οι μεταξοσκώληκες, ο τρύγος, το καινούργιο κρασί, οι ελιές και το λάδι, το στάρι σε όλες τις φάσεις της καλλιέργειας, το αλάτι, το νερό και η μαγιά.[47] 

          Ο καθημερινός άνθρωπος προσεύχεται επίσης για ένα θαύμα, που θα του λύσει τα προβλήματα της καθημερινότητας. Σ’ αυτή του την ανάγκη, εκτός από την προσευχή, έρχεται να απαντήσει η λατρεία των ιερών λειψάνων και των εικόνων, στα οποία αποδίδονται θαυματουργικές ιδιότητες. Αρχικά τα λείψανα των μαρτύρων τοποθετούνταν κάτω από τις τράπεζες των μαρτυρίων, όπου προετοιμαζόταν η θεία Ευχαριστία την ημέρα της γιορτής του μάρτυρα. Κατά τον 4 αιώνα, η έξαρση της λατρείας των λειψάνων θα οδηγήσει σε μια συσσώρευσή τους τόσο στο Ιερόν Παλάτιον, όσο και σε όλη την επικράτεια. Η προσέγγιση με το θείο, που εξασφαλίζει το λείψανο δεν γνωρίζει ταξικές προκαταλήψεις. Η περίπτωση του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ (βλ. πιο πάνω) και το θαύμα της εγκυμοσύνης της Ζωής Καρβουνοψίνας, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.[48] Θαυματουργικές  και θεραπευτικές ιδιότητες αποδίδονταν επίσης στο νερό των πηγών (Ζωοδόχος Πηγή), στο μύρο των λειψάνων, στο λάδι από το καντήλι που έκαιγε στον τάφο του μάρτυρα, στις διάφορες μεθόδους θεραπείας όπως η εγκοίμηση και η κατάδυση[49], αλλά και στις ιερές εικόνες. Για την επίκληση των ιδιοτήτων αυτών οργανώνονται αυτοκρατορικές τελετές υποδοχής των λειψάνων, αγρυπνίες, λιτανείες. Μπροστά στις εικόνες  συνωστίζονται άνθρωποι που σταυροκοπιούνται, μετανοούν, ικετεύουν, συσσωρεύουν πολυάριθμα τάματα, δεήσεις, λογότυπα. Με μία εικόνα ευλογείται η θεμελίωση ενός νέου σπιτιού, η κατασκευή ενός φούρνου, η εκσκαφή ενός πηγαδιού, ο εξοπλισμός ενός πλοίου.[50]  Οι εικόνες, ως μέσο θαυματουργικών παρεμβάσεων, παίρνουν το προβάδισμα έναντι των λειψάνων κατά την προεικονομαχική περίοδο[51].

          Η λατρεία των εικόνων και των ιερών λειψάνων οδηγεί τους πιστούς στον τόπο φύλαξής τους, σε εκκλησίες και μοναστήρια, όπου κατά τη διάρκεια της ονομαστικής εορτής του Αγίου, διοργανώνονται εορτές και πανηγύρεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ακολουθώντας την ιεράρχηση του εκκλησιαστικού ημερολογίου. Επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι, η εορτή αποτελούσε το θρησκευτικό και η πανήγυρις το εμπορικό πεδίο της εκδήλωσης, χωρίς βέβαια αυτό να είναι πάντοτε απόλυτο, καθώς πανηγύρεις οργανώνονταν και κατά την εορτή του Πάσχα ή με την ευκαιρία μιας γαμήλιας τελετής και κατά τον ερχομό του νέου έτους. Η μετακίνηση και συνάθροιση πολλών ετερόκλητων κοινωνικών ομάδων σε ένα τόπο έδινε στις εκδηλώσεις αυτές κοινωνική διάσταση. Ο θρησκευτικός εορτασμός περιελάμβανε τρεις αγρυπνίες, ψαλμωδίες σε δύο χορούς  από μοναχούς και ιερείς, συμμετοχή του αρχιεπισκόπου και του διοικητή της επαρχίας. Κλήρος, άρχοντες και λαός, συμμετείχαν από κοινού στις λιτανείες (λιτές), που αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση των αιρέσεων, αλλά και στη δύναμη της ομαδικής προσευχής. Το Τυπικόν είναι ένα βιβλίο που καταγράφει 68 τέτοιες λιτανείες, από τις οποίες σε δέκα επτά συμμετείχε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, ενώ σε τριάντα δύο ο Πατριάρχης.[52] Οι πανηγύρεις διαρκούσαν έξι ημέρες και περιελάμβαναν, εκτός από τον θρησκευτικό εορτασμό και μεγάλες εμπορικές εκθέσεις, που προσέλκυαν μεγάλο αριθμό εμπόρων από όλη σχεδόν την επικράτεια.[53]

 

Συμπεράσματα

 Η αντιστοίχηση ανάμεσα στον Θεό και τον αυτοκράτορα αποτελεί την καλύτερη αιτιολόγηση της απόλυτης μοναρχίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αφού η αυτοκρατορική εξουσία κατοχυρώνεται με θεολογικούς συλλογισμούς.[54] Ο αυτοκράτορας «ελέω Θεού», υπακούει σε ξεχωριστούς κανόνες, εκπροσωπεί ο ίδιος το Νόμο και υποτάσσεται μόνο στο Θεία θέληση, την οποία εκπροσωπεί.  Στόχος της αυτοκρατορικής εξουσίας ήταν να αντανακλά την ουράνια τάξη και ευνομία, που απέρρεε από τη Θεία βούληση και μέσω της ενιαίας θρησκείας να διατηρήσει την ενότητα και τη συνοχή του κράτους.

Στα πλαίσια της «άνωθεν» προερχόμενης εξουσίας, ένα πλήθος θρησκευτικών τελετών εντασσόταν στο καθημερινό πρωτόκολλο του αυτοκράτορα. Από την τελετή της στέψης, που προοδευτικά εντάχθηκε στο τυπικό της θείας λειτουργίας, μέχρι το καθημερινό αυστηρό πρόγραμμα συμμετοχής σε εορτές και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις,  το θρησκευτικό στοιχείο χρωματίζει κάθε δραστηριότητα του παλατιού.

Με θρησκευτικούς όρκους δεσμεύονται και οι δημόσιοι λειτουργοί, αφού οφείλουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους με ευσυνειδησία και σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες. Η εκλογή τους άλλωστε είναι ισχυρή μόνο μετά την επικύρωσή της από τους εκπροσώπους της θρησκείας, γι’ αυτό πολλές φορές συνέπιπτε με τις χριστιανικές εορτές.

Το θρησκευτικό συναίσθημα των βυζαντινών εκφράζεται ιδιαίτερα στους τόπους απονομής δικαιοσύνης, όπου μια ιερή εικόνα σημαδεύει ποικιλοτρόπως το χώρο.

Η πειθαρχία και η ενότητα του στρατεύματος καλλιεργήθηκε από την εξουσία μέσω ενός αυστηρού θρησκευτικού τυπικού, η παραβίαση του οποίου αποτελούσε παράπτωμα.  Η λατρεία των εικόνων και των ιερών λειψάνων θα βρει πρόσφορο έδαφος στο στρατό, όπου θα συνδεθεί με την προστασία και τη βοήθεια, που παρέχει το  απεικονιζόμενο Άγιο πρόσωπο στις δύσκολες ώρες του πολέμου.

Ο βυζαντινός άνθρωπος επικαλούταν τον Θεό για κάθε του ανάγκη, μικρή ή μεγάλη. Η αποκατάσταση της υγείας και η απόκτηση των μέσων επιβίωσης ήταν οι κυριότερες από αυτές. Για το λόγο αυτό εναπόθετε τις προσευχές του σε εικόνες και άγια λείψανα, ελπίζοντας σε ένα θαύμα που θα τον έβγαζε από την δυσχερή του θέση. Η θρησκεία γίνεται επίσης αφορμή για κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως οι εορτές και οι πανηγύρεις,  που αντανακλούν το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής.

 

Βιβλιογραφία

 

  1. Αλμπάνη Τζ., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π.
  2. Βουλγαράκης Ηλ., Καθημερινές ιστορίες αγίων και αμαρτωλών στο Βυζάντιο, Αθήνα 2002.
  3. Beck H.G., Η Βυζαντινή χιλιετία, Αθήνα 1992, εκδόσεις ΜΙΕΤ
  4. Ευθυμιάδης Σ., Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος, στο  Σ. Ευθυμιάδης κ.α., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο, Πάτρα 2001, εκδόσεις ΕΑΠ., σε΄. 205-274.
  5. Guillou Α. , Ο Βυζαντινός πολιτισμός,  μετάφραση Paolo Odorico – Σμαράγδα Τσοχανταρίδου, Αθήνα 1998, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
  6. Καραγάτσης Μ., Σέργιος και Βάκχος, Αθήνα 1993, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου & Σια Α.Ε.
  7. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, Εισαγωγή -μετάφραση-σχόλια Δημήτρης Τσουγκαράκης, Αθήνα 1996, εκδόσεις Κανάκη.
  8. Νεράντζη-Βαρμάζη Β.,  Εγκώμια της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, εισαγωγή, κείμενα, μετάφραση, Θεσσαλονίκη 1999, εκδόσεις Βάνιας
  9. Πέννα Β.,  Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών,  στο Σ. Ευθυμιάδης κ.ά, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και μεταβυζαντινό Κόσμο, Πάτρα 2001, εκδόσεις ΕΑΠ. Σελ. 17-204.
  10. Weyl Carr Α., Η δημόσια λατρεία της Παναγίας, από το Μ. Βασιλάκη (επιμ.),  Μήτηρ Θεού. Απεικονίσεις της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη, Αθήνα 2000, εκδόσεις Μουσείου Μπενάκη.

 

 



[1] Βλ. Κεκαυμένος, Στρατηγικόν, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Δ. Τσουγκαράκης, Αθήνα 1996, εκδόσεις Κανάκη, σελ. 38.

[2] Πρβλ. Β. Πέννα, Ο Δημόσιος, οικονομικός και κοινωνινός βίος των βυζαντινών, στο Σ. Ευθυμιάδης κ.α., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο, Πάτρα 2001, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ 23-24.

[3] Έγραφε ο Ρωμανός Διογένης στο φίλο του πρωτοσύγγελο Γεώργιο Κορίνθιο : «Να έχεις χαρά και ευφροσύνη, που ο Θεός με ανέβασε στο αυτοκρατορικό αξίωμα, και έλα γρήγορα για να ευεργετηθείς από τη μεγαλειότητά μου». Βλ. Κεκαυμένος, ό.π. (1), σελ. 232.

[4] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 32

[5] Πρβλ. Πέννα, ο.π.(2), σελ. 31

[6]  Στην Αγ. Σοφία, στο νάρθηκα του ναού, στο τύμβανο της βασιλείου θύρας, ένας αυτοκράτορας, πιθανόν ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός, προσκυνά γονατιστός τον ένθρονο Χριστό. Βλ. Τζ. Αλμπάνη, Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη, Πάτρα 1999, εκδόσεις Ε.Α.Π., σελ. 106 εικ. 27.

[7] Στη νότια είσοδο της Αγίας Σοφίας, όπου απεικονίζεται η Παναγία να πλαισιώνεται από τις μορφές του Μ. Κωνσταντίνου και του Ιουστινιανού, οι δύο βασιλείς φορούν λώρο, που τους ταυτίζει με μέλη της ουράνιας κοινωνίας και τους καταδύκνειει ισοδύναμους των αγγέλων. Επίσης σε ελεφαντοστέινο κομβίο, το οποίο επέστεφε τη θήκη του στέματος ή το σκήπτρο, απεικονίζεται η ίδια η Παναγία να στέφει τον αυτοκράτορα. Πρβλ. A.Weyl Carr, Η δημόσια λατρεία της Παναγίας, από το Μ. Βασιλάκη (επιμ.),  Μήτηρ Θεού. Απεικονίσεις της Παναγίας στη βυζαντινή τέχνη, Αθήνα 2000, εκδόσεις Μουσείου Μπενάκη, σελ. 326.

[8] Πρβλ. Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 326.

[9] Στο μέτωπο της κεντρικής πύλης της Χαλκής, βρισκόταν ψηφιδωτή εικόνα του Ιησού, στην δε είσοδο των ανακτόρων υπήρχε πίνακας με απεικόνιση του αυτοκράτορα σε στάση δέησης. Πρβλ. Πέννα, ό. π. (2), σελ. 34.

[10] Πρβλ. Πέννα, ό. π. (2) σελ. 25.

[11] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 39.

[12] Πρβλ. Πέννα, ο.π. (2), σελ. 40.

[13] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 41.

[14] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 42.

[15] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 43.

[16] Στις δεσποτικές γιορτές στην εκκλησία της Αγ. Σοφίας και στις θεομητορικές γιορτές στην εκκλησία της Θεοτόκου της συνοικίας των Χαλκοπρατείων, όπου βρισκόταν και η Αγία Ζώνη, ή στην εκκλησία της Θεοτόκου των Βλαχερνών, όπου βρισκόταν το ιερό μαφόριο. Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 44

[17] Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄, μετέφερε ο ίδιος στην πλάτη του την πέτρα όπου ακούμπησαν τον Ιησού να τον μυρώσουν, από το λιμάνι του Βουκολέοντος μέχρι το παρεκκλήσι της Παναγία του Φάρου. Αποτέλεσμα της πράξης του ήταν να τον παρομοιάσουν με τον Ιωσήφ της Αριμαθαίας, όπως προκύπτει από μια επιγραφή που χαράχτηκε στην πέτρα. Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 46.

[18] Πρβλ. Β. Νεράντζη-Βαρμάζη,  Εγκώμια της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, εισαγωγή, κείμενα, μετάφραση, Θεσσαλονίκη 1999, εκδόσεις Βάνιας, σελ. 83.

[19] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 45.

[20] Ο αυτοκράτορας συμμετείχε συνολικά σε δέκα επτά τέτοιες λιτανείες Πρβλ. Πέννα , ό.π. (2), σελ. 45.

[21] Πρβλ. Πέννα, ό.π.(2), σελ. 58-59

[22] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 95.

[23] «…κινήσου σοφά και αθώωσε τον κατηγορούμενο και θα είσαι στόμα Θεού και ανθρώπου γ’ αυτόν». Βλ. Κεκαυμένος, ό.π. (1), σελ. 30

[24] Πρβλ. Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 328.

[25] Πρβλ. Νικηφόρος Βρυέννιος CFHB 9, 130-131, στο Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 337.

[26] Πρβλ. Magdalino και Nelson 1982, 124-136, στο Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 337.

[27] Προκειμένου ο Ρωμανός Δ’ Διογένης να εκδικάσει μια υπόθεση ενός στρατιώτη για κλοπή, κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας, έστησε δικαστήριο κάτω από «πάνσεπτον εικόνα της πολυμνηθείσης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου της Βλαχερνίτησας…» . Βλ. Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 328.

[28] Βλ. Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 329.

[29] Πρβλ. Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 328.

[30] Πρβλ. Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 330.

[31] Πρβλ. Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 334.

[32] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 91.

[33] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 92.

[34] «…Αν όμως σου επιτεθούν (οι εχθροί) με σφοδρότητα, να μη δειλιάσεις, να τους πολεμήσεις ακόμη κι αν είναι από τους ισχυρούς και θα έχεις σύμμαχο το Θεό». Βλ. Κεκαυμένος, ό.π. (1), σελ. 156.

[35] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 92.

[36] Προστάτης της Θεσσαλονίκης ο Αγ. Δημήτριος, αναφέρεται ως ηγέτης του στρατού να κρατά ξίφος και να σκοτώνει το Βούλγαρο ηγεμόνα Ιωάννη Ασάν, στην προσπάθειά του να σώσει τη πόλη.  Πρβλ. Πέννα ό.π. (2) σελ. 109.

[37] Πρβλ. Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 328.

[38] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 25.

[39] Πρβλ. Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 327.

[40] Πρβλ. Πέννα, ό.π., (2), σελ. 110.

[41] Πρβλ. Κεκαυμένος, ό.π. (1), σελ. 138.

[42] Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, σε ένδειξη ευλάβειας, είχε πάντα μαζί του στις εκστρατείες  ένα μοναχό. Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2) σελ. 110.

[43] Πρβλ. Πέννα, ό.π.(2), σελ. 107.

[44] Πρβλ. Σ. Ευθυμιάδης, Ο βυζαντινός θρησκευτικός βίος, στο  Σ. Ευθυμιάδης κ.α., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο, Πάτρα 2001, εκδόσεις ΕΑΠ, σελ. 252.

[45] Πρβλ. Α. Guillou, Ο Βυζαντινός πολιτισμός, μτφρ. P. Odorico-Σμ. Τσοχανταρίδου, Αθήνα 1998, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 458.

[46] Πρβλ. Ηλ. Βουλγαράκης, Καθημερινές ιστορίες αγίων και αμαρτωλών στο Βυζάντιο, Αθήνα 2002, σελ. 135.

[47] Πρβλ. Guillou, ό.π. (44), σελ. 458-459.

[48] Πρβλ. Πέννα, ό.π. (2), σελ. 109-110.

[49] Πρβλ. Σ. Ευθυμιάδης, ό.π. (43), σελ. 252-253.

[50] Πρβλ. Guillou, ό.π. (44), σελ. 457.

[51] Πρβλ. Weyl Carr, ό.π. (7), σελ. 327.

[52] Πρβλ. Σ. Ευθυμιάδης, ό.π. (43), σελ. 249 – 250.

[53] Τα Δημήτρια, η εορτή του πολιούχου της Θεσσαλονίκης, συγκρίνεται με τις μεγάλες εορτές των αρχαίων Ελλήνων, τα Παναθήναια και τα Πανιώνια, και θεωρείται η μεγαλύτερη γιορτή των Μακεδόνων, στην οποία συνέρεαν, εκτός από τους απανταχού Έλληνες, άνθρωποι  από όλη τον τότε γνωστό κόσμο. Πρβλ. Νεράντζη-Βαρμάζη, ό.π. (18) σελ.  80.

[54] Πρβλ. H.G.Beck, Η Βυζαντινή χιλιετία, Αθήνα 1992, εκδόσεις ΜΙΕΤ, σελ. 108-109.