ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

 

 

                                                                 Φωτεινή Κομνηνού

Υποστηρίζεται ότι μια σημαντική αδυναμία της αριστοτελικής προσέγγισης στη μελέτη της φύσης είναι η απουσία της χρήσης του πειράματος για την απόδειξη θεμελιωδών προτάσεων που καθορίζουν τη μορφή του κόσμου όσο και τους νόμους που τον διέπουν.

Σχολιάστε την άποψη αυτή. Θα μπορούσε αυτού του τύπου η κριτική στην αριστοτελική φυσική να θεωρηθεί αναχρονιστική;

Επιχειρείστε  μια ιδιαίτερη αναφορά στην περίπτωση της ιπποκρατικής ιατρικής σε σχέση με τον προηγούμενο προβληματισμό.

 

Εισαγωγικά          

Η ιστορία της επιστήμης χρωστά πολλά στο έργο του Αριστοτέλη, τόσο όσον αφορά τους τομείς της κοσμολογίας όσον και τους τομείς της βιολογίας και της φυσικής επιστήμης. Η πυθαγόρεια θεολογική φιλοσοφία, που αντικατοπτρίζεται στον Τίμαιο του Πλάτωνα[1], θα επηρεάσει κατά πολύ της πρώτες αριστοτελικές πραγματείες για τη φυσική. Ο θείος σκοπός, ως απαραίτητη προϋπόθεση λειτουργίας του φυσικού κόσμου, που προβάλλεται στην πλατωνική φιλοσοφία, γίνεται αντιληπτός και στα έργα του Αριστοτέλη.[2]

          Η εξέλιξη των επιστημών, ειδικότερα από τον 16ο αιώνα και μετά, οδήγησε πολλούς από τους επιστήμονες στην απόρριψη της αριστοτελικής προσέγγισης της μελέτης της φύσης,  με το σκεπτικό ότι η αριστοτελική φυσική αλλά και γενικότερα η ελληνική επιστήμη δεν κατανόησε τη σημασία της πειραματικής μεθόδου. Απουσίαζε όμως το πείραμα εντελώς από την αρχαία ελληνική επιστήμη; Δικαιολογείται η κριτική που ασκήθηκε στον μεγάλο φιλόσοφο από νεώτερους επιστήμονες; Και αν ναι, πως μπορεί να εξηγηθεί η περίπτωση της ιπποκρατικής ιατρικής;

          Σκοπός της μελέτης που ακολουθεί είναι να εστιάσει ακριβώς στον προβληματισμό γύρω από την έλλειψη χρήσης του πειράματος στην αριστοτελική φυσική και στην αρχαία ελληνική επιστήμη γενικότερα. Στο πρώτο μέρος, θα προσεγγίσουμε την αριστοτελική  θεωρία  για τη μελέτη της φύσης. Στο δεύτερο μέρος, θα προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε τις κριτικές που ασκήθηκαν στην Αριστοτελική προσέγγιση της φύσης από μεταγενέστερους επιστήμονες. Τέλος, στο τρίτο μέρος θα γίνει ειδική μνεία για την ιδιαίτερη περίπτωση της ιπποκρατικής ιατρικής, σε σχέση πάντοτε με τη χρήση του πειράματος.                          

Η αριστοτελική προσέγγιση στη μελέτη της φύσης.

Τόσο η αρχές του Παρμενίδη για τη λογική όσο και η μακρόχρονη φοίτηση του στην Ακαδημία επηρέασαν τον τρόπο σκέψης  του Αριστοτέλη και τον οδήγησαν σε μια ιδεαλιστική φιλοσοφία και την παράλληλη περιφρόνηση προς την τεχνική.[3]   Παρά την αφοσίωσή του στον ιδεαλισμό του Πλάτωνα, οι φυσικές επιστήμες τραβούσαν πάντοτε το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη. Η φυσική επιστήμη όμως δεν μπορεί να στηριχτεί αποκλειστικά στη θεολογία. Η ακρίβεια που παρέχουν οι μαρτυρίες των αισθήσεων και η πολύχρονη προσεκτική παρατήρηση θα αντικαταστήσουν σταδιακά τη θεολογική προσέγγιση στην αριστοτελική φυσική. Σε αυτό το σημείο, ο Αριστοτέλης αρχίζει να αποδεσμεύεται από τον υπερφυσικό πλατωνικό κόσμο των Ιδεών και να στρέφει το ενδιαφέρον του στην φυσική πραγματικότητα  και στην πεποίθηση «πως τη μορφή και τη σημασία του κόσμου θα πρέπει να τις αναζητήσουμε όχι έξω από την ύλη, μα σε στενή σύνδεση μαζί της»[4].  Χωρίς να αρνηθεί την ιδέα της αθανασίας της ψυχής, η οποία αναλύεται ξεχωριστά στα «Μεταφυσικά» και τη «Λογική» του καθώς και της επενέργειας της θεϊκής δύναμης, η αποσύνδεση από τη θεωρία της ξεχωριστής ύπαρξης των Ιδεών,  θα τον οδηγήσει σε μια λογική προσέγγιση των φυσικών επιστημών.

Στην κοσμολογία του, ο Αριστοτέλης, θα υποστηρίξει την ύπαρξη δύο διαφορετικών κόσμων, αυτού της υποσελήνιας περιοχής και αυτού της περιοχής πέρα από τη σελήνη.   Κάθε κόσμος έχει τους δικούς του νόμους και τη δική του κινητική συμπεριφορά.  Η περιοχή πέρα από τη σελήνη, είναι ένας κόσμος άφθαρτος και αιώνιος, όπου όλα τα σώματα υπόκεινται σε μια τέλεια κυκλική αρμονική και ομαλή κίνηση[5]. Αντίθετα, στην υποσελήνια περιοχή, περιοχή συνεχών μεταβολών, οι κινήσεις είναι ευθύγραμμες και πεπερασμένες.  Σε αυτήν την περιοχή, κάθε κίνηση προϋποθέτει μια ενεργούσα δύναμη (κινούν), η οποία είναι σε συνεχή επαφή με το κινούμενο σώμα[6]. Επίσης, κάθε κίνηση είναι φυσική ή βίαιη (εξαναγκασμένη).  Φυσική θεωρείται η ελεύθερη κίνηση των σωμάτων προς τους φυσικούς τόπους τους, είναι πάντοτε ευθύγραμμη και κατακόρυφη. Βίαιη είναι η κίνηση, η οποία προκαλείται από μια εξωτερική δύναμη και οδηγεί το κινούμενο σώμα σε παρέκκλιση από την ευθύγραμμη κίνηση προς τον φυσικό του τόπο.[7]   Για τον Αριστοτέλη, το βάρος κάθε σώματος, έχει άμεση επίπτωση στην κινητική του συμπεριφορά. Ο χρόνος κίνησης είναι αντιστρόφως ανάλογος με το βάρος του σώματος, ενώ είναι ανάλογος προς την πυκνότητα των μέσων, μέσα στα οποία κινούνται τα σώματα. Η ίδια λογική, κατατάσσει τα τέσσερα βασικά  στοιχεία της γήινης περιοχής σε ομόκεντρους κύκλους, ανάλογα με το βάρος του καθενός.[8]  Η σύνδεση της ταχύτητας με το βάρος, στηριγμένη στα δεδομένα της παρατήρησης και της ανθρώπινης εμπειρίας, φαίνεται εύλογη[9]. Θεωρώντας όμως ότι πάντοτε κάποιο σώμα κινείται μέσα σε κάποιο άλλο, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις αναλαμβάνει το ρόλο του κινούντος, ο Αριστοτέλης οδηγείται στην απόρριψη της ιδέας της κίνησης στο κενό και ουσιαστικά στην απόρριψη της ίδιας της ύπαρξης του κενού. Σημαντικό επίσης θεωρείται το γεγονός ότι, δε λαμβάνει υπόψη του τη μορφή του κινούμενου σώματος. Γι’ αυτόν,  κάθε πράγμα έχει τη δική του φύση και κίνηση και μια τάση προς τη φυσική του κατάσταση. Η ανέλιξη κάθε φυσικού οργανισμού, από την γέννηση έως τη φθορά, αποκαλύπτει τη σκοπιμότητα των πραγμάτων. Η έννοια αυτή του τελικού σκοπού, ως πρωταρχικό αίτιο της κίνησης, είναι χαρακτηριστική της τελολογίας της αριστοτέλειας προσέγγισης του φυσικού κόσμου[10].

 Η άποψη του Αριστοτέλη για την ύπαρξη των δύο κόσμων, αφήνει αρκετά κενά, όπως το πως γίνεται η μετάβαση από τον ένα κόσμο στον άλλο, ή πως είναι δυνατόν, να αποδίδονται γήινες ιδιότητες, όπως η θερμότητα, σ’ ένα ουράνιο σώμα σαν τον Ήλιο, το οποίο αποτελείται μόνο από τον «θεϊκό» αιθέρα.

 Το γεγονός ότι, ο Αριστοτέλης δεν προχωρά πάντοτε στην πειραματική απόδειξη των θεωριών του, δεν εξηγείται απλά. Ο Lindberg, υποστηρίζει ότι, η επικριτική θέση των νεώτερων επιστημόνων, ως προς τη έλλειψη πειράματος, δεν λαμβάνει υπόψη της αφενός μεν τους μεθοδολογικούς σκοπούς του φιλόσοφου,  αφετέρου δε τις ιδιαιτερότητες και τους προσανατολισμούς της εποχής του και τα ερωτήματα στα οποία κλήθηκε εκείνη την εποχή να απαντήσει[11]. Πολύ σημαντική  επίσης μπορεί να θεωρηθεί και η άποψη του  σχετικά με την ωφελιμότητα  ή όχι των εφαρμοσμένων επιστημών.[12] Θα προσθέσουμε το σημαντικό στοιχείο της σημασίας της θεολογικής σκέψης στον Αριστοτέλη. Η κοσμική τάξη, της πέρα από τη σελήνη περιοχής, αποκαλύπτει την έννοια του πρώτου κινούντος, που κατευθύνει την  αρμονική κίνηση των πάντων. Για τον Αριστοτέλη, η κίνηση που δημιουργεί τον κόσμο των φαινομένων είναι η ψυχή. Πως όμως η ψυχή που είναι ακίνητη (ακίνητο κινούν) μπορεί να  αποτελέσει πηγή κίνησης για τα άλλα πράγματα; Είναι η δύναμη της ψυχής που ελκύει την ύλη[13]. «Η κάθε κίνηση και η κάθε ενέργεια της φύσης, ιδιαίτερα η περιστροφή των ουρανίων σωμάτων, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προσπάθεια της ύλης να πλησιάσει την ψυχή».[14]  Επισημαίνουμε ότι, για τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος είναι ένα σύμφυτο άτομο από ύλη και ψυχή.

         Με το Θεόφραστο, μαθητή και διάδοχο του Αριστοτέλη στο Λύκειο,  θα σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος στις επιστήμες. Αυτός, για πρώτη φορά, θα καθορίσει τα σύνορα και τις σχέσεις φυσικής και μεταφυσικής, μη θεωρώντας την πρώτη υποδεέστερη της δεύτερης, όπως ο δάσκαλός του[15]. Αποσύνδεσε επίσης την επιστήμη των μαθηματικών από τις φυσικές επιστήμες. Την αντίθεσή του εξέφρασε ο Θεόφραστος και στη βοτανική του Αριστοτέλη, η οποία υποστήριζε  τη μορφολογική αναλογία μεταξύ ζώων και φυτών  και η οποία δεν είναι σωστή, δεδομένου ότι τα μέλη των ζώων είναι μόνιμα, ενώ τα αντίστοιχα των φυτών βρίσκονται σε διαδικασία συνεχούς αλλαγής[16]. Η κυριότερη πάντως συνεισφορά του στον τομέα της έρευνας είναι η σύνδεση της λογικής με τα δεδομένα της παρατήρησης.  Σ’ αυτό θα στηριχτεί αργότερα ο Στράτωνας  και θα αναπτύξει την πρακτική του πειράματος[17].

 Η κριτική της αριστοτελικής προσέγγισης.

          Ο Φιλόπονος ήταν ο πρώτος που άσκησε κριτική στις παραδοχές της αριστοτελικής δυναμικής, χίλια χρόνια πριν τον Γαλιλαίο. Η πειραματική απόδειξη στην περίπτωση της σχέσης βάρους και χρόνου στην κίνηση ενός πράγματος δεν είναι ευθέως ανάλογη, πράγμα που η διεξαγωγή ενός απλού πειράματος θα είχε αποδείξει[18].

          Μια από τις σημαντικότερες κριτικές, που ασκήθηκε στον Αριστοτέλη, είναι αυτή του Bacon, ο οποίος δεν αρνείται την ύπαρξη πειραμάτων στην αριστοτελική φυσική, αλλά θεωρεί ότι τα αποτελέσματά τους διαστρεβλώθηκαν από τον φιλόσοφο με τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμοστούν στις απόψεις του.[19] Ο Decartes θα οδηγηθεί στην ίδια απόρριψη προσηλωμένος σε μια μηχανοκρατική φιλοσοφία, που εξηγούσε τα πάντα με βάση μαθηματικούς τύπους και η οποία αποδείχτηκε ανεπαρκής για την εξέλιξη άλλης επιστήμης, πέραν των μαθηματικών. [20]

          Απουσίαζε όμως τελικά το πείραμα από την αριστοτελική προσέγγιση της φύσης; Το ερώτημα, που πρέπει να τεθεί κατά τον Lloyd, δεν είναι αν οι Έλληνες έκαναν πειράματα, αλλά τι είδους πειράματα μπορούσαν να κάνουν αλλά δεν τα έκαναν.[21] Για παράδειγμα, η αστρονομία, όπως και η μετεωρολογία, είναι επιστημονικά πεδία,  η φύση των οποίων δεν παρείχε δυνατότητα χρήσης πειράματος, δεδομένων και των μέσων που διέθεταν οι αρχαίοι Έλληνες.  Τα αποτελέσματα των αριστοτελικών θέσεων, τα οποία κρίνονται ενίοτε αυθαίρετα, προέρχονται από Αιγυπτίους ή Βαβυλώνιους αστρονόμους και στηρίζονται στην πολύχρονη παρατήρηση[22]. Η διαφορά ανάμεσα στην προσέγγιση του Αριστοτέλη και των μεταγενέστερων αστρονόμων, όπως ο Πτολεμαίος και αργότερα ο Κοπέρνικος, έχει να κάνει με τον  «φυσικό» ή «μαθηματικό» τρόπο προσέγγισης των αστρονομικών φαινομένων. Η επιστημονική εξήγηση των ουρανίων φαινομένων, που επιδιώκει ο Αριστοτέλης, βασίζεται στην «αναζήτηση των πρώτων αρχών, των αιτίων, η εύρεση των οποίων αποτελεί τη μόνη αληθινή εξήγηση των επιμέρους φαινομένων. Ο μαθηματικός, από την άλλη μεριά, δεν ενδιαφέρεται για την αναζήτηση τέτοιων αιτίων. Περιορίζεται στην ανακάλυψη κανονικοτήτων, αριθμητικής ή γεωμετρικής μορφής, πίσω από το χάος των φαινομένων»[23].

   Στις παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, που εκτείνονται σε βάθος χρόνου πενήντα ετών,  βασίζεται και ένα μέρος των Μετεωρολογικών του, όπου δίνονται οι αιτίες των μετεωρολογικών φαινομένων. Η χρήση αναλογιών, με γεγονότα και εμπειρίες της καθημερινής ζωής, ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος ερμηνείας των φυσικών φαινομένων.[24] Στις περιπτώσεις αυτές, που η χρήση πειράματος είναι πρακτικά αδύνατη, η επίκριση για την απουσία του θα μπορούσε να θεωρηθεί τουλάχιστον άστοχη. Αντίθετα, σε κάποιες περιπτώσεις, όπου υπήρχε δυνατότητα χρήσης πειραματικής μεθόδου,  αυτή μαρτυρείται ήδη από την εποχή του Πλάτωνα.[25]

          Η σημαντικότερη κριτική όμως, σε σχέση με την απουσία πειραματικής μεθόδου, στοχεύει στη δυναμική του Αριστοτέλη, σε σχέση με αυτήν του Γαλιλαίου ή του Νεύτωνα. Σύμφωνα με τον Lloyd, το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης «δεν κατόρθωσε να διατυπώσει επαρκείς νόμους της κίνησης..»,  ενώ «…ο Γαλιλαίος γνώρισε τόσο περισσότερες επιτυχίες στο πεδίο αυτό», οφείλεται στο ότι «ενώ ο πρώτος αγνοούσε τελείως την εμπειρική μέθοδο, ο δεύτερος ποτέ του δεν κουράστηκε να επινοεί και να διεξάγει πρακτικές δοκιμές προκειμένου να ενισχύσει τις θεωρίες του»[26].  Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε βέβαια το γεγονός ότι, ο Αριστοτέλης ήταν ο πρώτος  που προσπάθησε να διατυπώσει τους όρους της δυναμικής, στηριζόμενος σε σχεδόν μαθηματικούς συντελεστές, από τους οποίους εξαρτάται η κίνηση ενός αντικειμένου, όπως το βάρος του και η πυκνότητα του μέσου μέσα στο οποίο γίνεται η κίνηση[27].  Είναι η πρώτη απόπειρα διατύπωσης «νόμων» , οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με την αισθητική εμπειρία. Στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης της κίνησης ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι, στην περίπτωση του κενού (όπου δεν υπήρχε αντίσταση του μέσου) η κίνηση θα ήταν άπειρη, έτσι οδηγήθηκε στην άρνηση ύπαρξης κενού, απορρίπτοντας τις σχετικές ατομικές θεωρίες των προσωκρατικών φιλοσόφων. Αντίθετα, ο Γαλιλαίος υποστήριξε ότι όσο αραιότερο ήταν το μέσο, τόσο περισσότερο πλησίαζαν οι ταχύτητες των σωμάτων που έπεφταν μέσα σε αυτό. Συνεπώς στο κενό όλα τα σώματα θα έπεφταν με την ίδια ταχύτητα.[28] Η διαφορά του Αριστοτέλη με τη νεώτερη φυσική, και το πιθανό ίσως σφάλμα του, είναι η άρνηση του, αφενός μεν να δεχτεί τη δυνατότητα κίνησης στο κενό -  καθώς στη νεώτερη φυσική, προκειμένου να διατυπωθούν οι σχέσεις δύναμης, μάζας και ταχύτητας αγνοήθηκαν τα αποτελέσματα της αντίστασης - αφετέρου δε να προβεί σε μερικά απλά τεστ που θα του αποδείκνυαν ότι η σχέση βάρους – ταχύτητας δεν είναι τόσο ανάλογη όσο υποστήριζε [29].

          Στον τομέα της χημείας, ο Αριστοτέλης είχε καταφέρει να διακρίνει διάφορους τρόπους ανάμιξης και συνδυασμού στοιχείων (μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται μίξεις και συνθέσεις)[30].  Και στον τομέα της χημείας μαρτυρείται η χρήση πειραμάτων[31]. Τα πειράματα αυτά χρησιμοποιούνται για επαλήθευση των ήδη διαμορφωμένων προτάσεων, η γενίκευση όμως των συμπερασμάτων, που εξάγονται από αυτά, οδηγεί πολλές φορές σε λάθος συμπεράσματα[32]. Γι’ αυτόν ίσως το λόγο  οι πειραματικές αυτές δοκιμές μπαίνουν στο στόχαστρο των νεώτερων ερευνητών[33]. Οι λεπτομερείς αναλύσεις και  τα πειράματα που έγιναν κατά καιρούς, ουσιαστικά απέβλεπαν περισσότερο σε βελτίωση λεπτομεριών της βασικής θεωρίας των τεσσάρων στοιχείων, παρά στην ανατροπή της, ή τη δημιουργία μιας πιο επαρκούς θεωρίας.

          Η συμβολή, επίσης, του Αριστοτέλη στη βιολογία, χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη συμβολή, που ποτέ έδωσε ένα άτομο στην επιστήμη. Το γεγονός ότι μαθήτευσε κοντά στον πατέρα του, που ήταν γιατρός,  συνέβαλε στην κατανόηση της ιατρικής «σαν προέκταση της θετικής γνώσης». Στα  έργα του «Περί ζώων μορίων», «Περί  ζώων γεννέσεως» και «Περί ζώων ιστορίαι», καταγράφονται περί τα πεντακόσια είδη ζώων, καθώς επίσης και οι δικές του ανατομικές μελέτες σε πενήντα περίπου είδη. Η βιολογία αποτέλεσε, για το Αριστοτέλη, το προκαθορίσμένο πεδίο χρήσιμοποίησης της λογικής του,  καθώς η ταξινόμηση των ζώων σε γένη και είδη, αποσκοπούσε στην ανεύρευση των μορφών μέσα στην ύλη[34].

           Η περίπτωση της ιπποκρατικής ιατρικής.

          Η χρήση της διατομής, η οποία εφαρμόστηκε από τον Αριστοτέλη, είναι ήδη γνωστή στους γιατρούς της αρχαιότητας. Ο συγγραφέας του «περί ιερής νούσου»  θα στηρίξει την άποψή του σε διατομές σε εγκεφάλους ζώων που έπασχαν από επιληψία, για να αποδείξει τα παθολογικά και άρα φυσικά αίτια της ασθένειας και να καταρρίψει την άποψη της θεϊκής της προέλευσης[35].     Στα ιπποκρατικά κείμενα εντοπίζουμε καταγραμμένες αρκετές περιπτώσεις, όπου περιγράφεται κάτι που μοιάζει με πείραμα, όπως η περίπτωση των πήλινων δοχείων[36] . Τα πειράματα αυτά δεν γίνονται με σκοπό την απόκτηση περαιτέρω γνώσης. Ο στόχος τους είναι, τις περισσότερες φορές, να πεισθούν όσοι αμφιβάλλουν για τις απόψεις των ιατρών ή να ανατρέψουν μια ήδη υπάρχουσα θεωρία[37]. Απόψεις οι οποίες, τις περισσότερες φορές, διατυπώνονται με δογματικό τρόπο και φαίνονται να αποτελούν μέρος μιας γενικότερης γνώσης για τη φύση των πραγμάτων, η οποία όμως πάσχει θεμελίωσης.[38]

Τα πειράματα με καθαρτικά και εμετικά, πολλές φορές μας δίνουν την εντύπωση εξελιγμένων πειραμάτων. Στη βάση τους όμως αναγνωρίζουμε τις φιλοσοφικές αρχές της έλξης των ομοίων από τα όμοια, άποψη την οποία είχε απορρίψει ο Αριστοτέλης[39]. Σε περισσότερο εξελιγμένες ανατομικές μελέτες προβαίνουν τόσο ο Ερασίστρατος και ο Ηρόφιλος όσο και ο Γαληνός. Ο τελευταίος θα προχωρήσει σε ανατομίες ζώων,  ζωντανών ή νεκρών, ενίοτε και ενώπιον κοινού, προκειμένου  να καταγράψει αντιδράσεις και συμπτώματα, τα οποία θα παραλληλίσει με τον ανθρώπινο οργανισμό. Το σημαντικότερο, στις έρευνές τους, είναι ότι καταγράφεται όχι μόνο το πώς είναι κατασκευασμένο ένα όργανο, αλλά για ποιο λόγο είναι έτσι ή ποιο σκοπό εξυπηρετεί. Έτσι  διαλευκάνθηκαν ζητήματα, όπως η λειτουργία της πέψης, των καρδιακών βαλβίδων, του νευρικού συστήματος. Με την εξέλιξη της ανατομικής έρευνας σε ανθρώπους, κατά τον 16ο αιώνα, διαπιστώθηκε ότι οι περιγραφές του Γαληνού δεν αντιστοιχούσαν με αυτά που προέκυπταν από τις ανατομές ανθρωπίνων πτωμάτων, οι αναλογίες ήταν ακατάλληλες και πολλά συμπεράσματα  είχαν μεγαλοποιηθεί[40].

          Με την πειραματική μέθοδο όμως, δεν λύθηκαν πολλά ερωτήματα φυσιολογίας, βιοχημείας ή παθολογίας και αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη προσπάθειας από μέρους των γιατρών της αρχαιότητας, αλλά στην ανεπαρκή ακόμη ανάπτυξη της χημείας. Αντίθετα, η εμπειρική παρατήρηση και ης παρεπόμενη κλινική περιγραφή της ιπποκρατικής ιατρικής έφτασε σε αξιοσημείωτα επίπεδα τελειότητας. Ο ιπποκρατικός γιατρός ενεργοποιεί και τις πέντε αισθήσεις του στην κλινική παρατήρηση των ασθενών, στις οποίες προσθέτει και τη λογική, με σκοπό την ακριβή διάγνωση. Το εμπόδιο της άγνοιας της εσωτερικής λειτουργίας του ανθρωπίνου σώματος, όμως, θα τον οδηγήσει σε εξαντλητικές, αλλά θεωρητικές περιγραφές νόσων, από τις οποίες λείπει η επαρκής αιτιολόγηση.[41]

            Δεν μπορούμε να κρίνουμε την αρχαία ιατρική με βάση τα σημερινά δεδομένα. Και αυτό σίγουρα δεν οφείλεται στην έλλειψη γνώσεων των γιατρών της αρχαιότητας, αλλά κυρίως στο διαφορετικό τρόπο προσέγγισης των φαινομένων, τότε και τώρα. Η ιατρική κατά την αρχαιότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη φιλοσοφία. Ο σημαντικός ρόλος της διατροφής, για την ίαση κάποιων ασθενειών, ήδη εντοπίζεται στις αρχές των Πυθαγορείων. Στις ιδέες των Πυθαγορείων για τους ακέραιους αριθμούς ανάγεται και η ιατρική θεωρία των κρίσιμων ημερών. Τα τέσσερα στοιχεία του Εμπεδοκλή (ριζώματα), αντιστοιχούν με τους τέσσερις χυμούς του ανθρωπίνου σώματος, που αναφέρονται στο «περί φύσιος ανθρώπου».[42] Η δογματική διατύπωση κάποιων παθολογικών ή φυσιολογικών θεωριών, θυμίζουν τα κοσμολογικά κείμενα των φιλοσόφων. Η επιτυχία όμως των ιατρικών πειραμάτων στηρίζεται στη διαρκή πρακτική ενασχόληση των γιατρών με το αντικείμενό τους και στη διαφορά της εκπαίδευσης και της αντίληψης σε σχέση με αυτή των φιλοσόφων.[43]

 

Συμπεράσματα

           Ο Αριστοτέλης βασίστηκε στα δεδομένα της παρατήρησης και της αισθητικής εμπειρίας για να διατυπώσει φυσικούς νόμους, χωρίς όμως να αποδεσμευτεί πλήρως από την επικρατούσα θεολογική άποψη.  Είναι η πρώτη προσπάθεια απόδοσης όρων της δυναμικής με μαθηματικούς συντελεστές. Η θεωρία του για την κίνηση των σωμάτων, παρά το ότι αφήνει κάποια κενά,  είναι η πρώτη θεωρία κίνησης που λαμβάνει υπόψη της κάποιες φυσικές παραμέτρους, όπως το βάρος του σώματος και η αντίσταση του μέσου. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι δημιούργησε σχεδόν προσωπικά, εντελώς καινούργιους γνωστικούς κλάδους.

         Οι κριτικές που ασκήθηκαν κατά καιρούς στην αριστοτελική προσέγγιση της φύσης, για την απουσία πειραματικής διαδικασίας σε αυτήν, βασίστηκαν σε γενικεύσεις, για ένα θέμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία. Υπήρχαν τομείς στην αρχαία ελληνική επιστήμη, όπου η χρήση πειράματος ήταν πρακτικά αδύνατη. Σε άλλους πάλι τομείς, η χρήση του πειράματος μαρτυρείται από πολλές πηγές.

          Στην περίπτωση της ιπποκρατικής ιατρικής,  το πείραμα χρησιμοποιείται ευρέως,  όχι με σκοπό την επέκταση της γνώσης, αλλά την επαλήθευση κάποιων εμπειρικών δεδομένων.

          Σε κάθε περίπτωση το πείραμα έρχεται απλά για να επαληθεύσει μια ήδη διατυπωμένη θεωρία, ή για να απορρίψει μία άλλη και ίσως γι’ αυτόν το λόγο, τα πειράματα δίνουν ενίοτε λανθασμένα αποτελέσματα. Οι κριτικές που ασκήθηκαν κατά καιρούς στην αριστοτελική φυσική δείχνουν άστοχες, καθόσον δεν λαμβάνουν υπόψη τους, τόσο τις ιδιαιτερότητες και τους προβληματισμούς της κάθε εποχής, όσο και τους μεθοδολογικούς σκοπούς των φιλοσόφων -επιστημόνων.  Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν αμφισβητείται η σημαντική προσφορά της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και ιατρικής στη νεώτερη επιστήμη.

 

 Βιβλιογραφία

1.     Crombie A.Α., Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, μτφρ. Τσίρη Θ. & Αρζόγλου Ι., εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989.

2.     Debus Α.,  Άνθρωπος και φύση στην Αναγέννηση, μτφρ. Τσιαντούλας Τ., Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.

3.     Farrington B.,  Η επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ν. Ραϊση, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1989.

4.     Jouanna J., Ιπποκράτης, μτφρ. Δ. Τσιλιβερδής, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998.

5.      Κάλφας Β., Φιλοσοφία και επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, εκδόσεις  Πόλις, Αθήνα 2005

6.     Lindberg D. C., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 1997.

7.     Lloyd R.,  Αρχαία Ελληνική επιστήμη. Μέθοδοι και προβλήματα, μτφρ. Χλ. Μπάλλα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996.

8.     Ross W.D., Αριστοτέλης,  εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1977.

9.     Χριστιανίδης Γ., Διαλέτης Δ., Παπαδόπουλος Γ.,. Γαβρόγλου Κ, Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα. Τόμος Β’  Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στο Νεότερο Ελληνισμό, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2000.

                                                       



[1] Σ΄ αυτό το έργο διδάσκεται πως ο φαινομενικός κόσμος είναι απεικόνιση του θείου-αιώνιου κόσμου και ότι αιτία της δημιουργία των φαινομένων  είναι η αγαθοεργία των θεών. Βλ. B. Farrington,  Η επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ν. Ραϊση, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1989 σελ.135.

[2]Αυτός ίσως να είναι και ένας από τους σημαντικότερους λόγους, που η αριστοτελική επιστημονική έρευνα  πάσχει από την έλλειψη πειραματικής διαδικασίας, πράγμα που γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στην πραγματεία του «Για τον ουρανό» Πρβλ. Β. Farrington,  ο.π. (1) σελ.140.

[3] «…έμαθε ν’ αντιλαμβάνεται τα πράγματα σύμφωνα με του Παρμενίδη τις συμβουλές: όχι με τις αισθήσεις μα με τη λογική: Αποδέχτηκε την αρχή του Παρμενίδη πως το λογικό και το πραγματικό είναι ταυτόσημα. Σκοπός της φιλοδοξίας του δεν ήταν τόσο να γνωρίσει τη φύση, μα το απόλυτο. Φαίνεται πως για πολύ καιρό σκεπτότανε τα λόγια του Σωκράτη στο διάλογο του Φαίδωνα: Αν ποτέ θέλουμε απόλυτα να γνωρίσουμε κάτι, τότε πρέπει ν’ απελευθερωθούμε απ’ το σώμα και να παρατηρήσουμε την αληθινή πραγματικότητα μονάχα με τα μάτια της ψυχής». Βλ. 133.

[4] Πρβλ. Ross, Αριστοτέλης, στο Β. Farrington, ό.π. (1), σελ. 135.

[5] «…Τα ουράνια σώματα…είναι αυτά που επηρρεάζονται λιγότερο, δεν έχουν τη δύναμη της γένεσης και της φθοράς ή της μεταβολής του μεγέθους ή ποιότητας, αλλά μόνο τη δύναμη που αφορά την κατά τόπον κίνηση». Βλ. Ross, Αριστοτέλης,  εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1977, σελ.253.

[6] Στα πλαίσια αυτής της αποδοχής, ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει στη θεωρία της «αντιπερίσπασης», κατά την οποία το ρόλο του κινούντος παίρνει κάθε φορά το μέσον εντός του οποίου πραγματοποιείται η κίνηση. Π.χ. στην περίπτωση του εξακοντισμένου βέλους το μέσον αυτό είναι ο αέρας. Ο Αριστοτέλης δεν εξηγεί τον ακριβή τρόπο με τον οποίο ο αέρας αναλαμβάνει τον ρόλο αυτό. Η θεωρία όμως αυτή θα τον οδηγήσει σταδιακά στην άρνηση της κίνησης μέσα στο κενό, και γενικότερα στην άρνηση της ύπαρξης κενού. Πρβλ. Γ. Χριστιανίδης, Δ. Διαλέτης, Γ. Παπαδόπουλος, Κ. Γαβρόγλου, Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ό Αιώνα. Τόμος Β’  Οι Επιστήμες στην Αρχαία Ελλάδα, στο Βυζάντιο και στο Νεότερο Ελληνισμό, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 134-135

[7] Πρβλ.  Γ. Χριστιανίδης, ό.π. (6), σελ. 134-135,

[8] Έτσι το νερό και η γη βρίσκονται στο κέντρο της γήινης περιοχής, ως βαρύτερα στοιχεία, ενώ αντίθετα η φωτιά και ο αέρας στην περιφέρεια, ως ελαφρύτερα. Έτσι τα τέσσερα αυτά στοιχεία σχηματίζουν ομόκεντρους κύκλους, στο πρότυπο των ομόκεντρων κύκλων του Ευδόξου. Η κινητική συμπεριφορά των σωμάτων εξαρτάται απόλυτα από την αναλογία βαρέων και ελαφρών στοιχείων μέσα σε αυτά.

[9] Τα παραδείγματα του Αριστοτέλη αντλούνται από τον φυσικό κόσμο και την ανθρώπινη εμπειρία. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του ρυμουλκούμενου πλοίου, το οποίο ρυμουλκείται γρηγορότερα όταν είναι άδειο, οπότε η αντίσταση του νερού είναι μικρότερη, ή όταν το ρυμουλκούν περισσότερα ρυμουλκά. Αντίθετα, στην περίπτωση της μελέτης της κίνησης από τον Νεύτωνα, γίνεται σε συνθήκες που δεν συναντώνται στον πραγματικό κόσμο. Τα πειράματά του αφορούν την κίνηση στο κενό, όπου ουσιαστικά δεν υπάρχει αντίσταση στην κίνηση ενός σώματος.  Πρβλ.   Γ. Χριστιανίδης, ό.π. (6) σελ. 139.

[10] «…στα σωζόμενα έργα του, που εκφράζουν ωριμότερες απόψεις του, η προσαρμογή αποδίδεται συνήθως στην ασύνειδη τελολογία της φύσης και όχι στην εκτέλεση κάποιο θείου σχεδίου». Βλ. Ross, ό.π. (5), σελ. 254.

[11] « Δυστυχώς η κριτική σε αυτό το θέμα παραβλέπει τους σκοπούς του Αριστοτέλη, οι οποίοι περιόριζαν δραστικά τις μεθοδολογικές του επιλογές. Αν, όπως πίστευε ο Αριστοτέλης, η φύση κάποιου πράγματος μπορεί να ανακαλυφθεί μέσω της συμπεριφοράς αυτού του πράγματος στη φυσική και αδέσμευτη κατάστασή του, τότε οποιοιδήποτε τεχνητοί περιορισμοί θα αποτελέσουν απλώς πηγή παρεμβολών. Αν παρ’ όλες αυτές τις παρεμβολές, το αντικείμενο συμπεριφερθεί με το συνηθισμένο τρόπο του, τότε οι προσπάθειές μας δεν εξυπηρετούν κανέναν σκοπό. Αν δημιουργήσουμε συνθήκες που εμποδίζουν την αποκάλυψη της φύσης του αντικειμένου, μαθαίνουμε απλώς ότι είναι δυνατόν να επέμβουμε στο αντικείμενο σε τέτοιο βαθμό που η φύση του να παραμένει λανθάνουσα. Το πείραμα, επομένως δε αποκαλύπτει για τις φύσεις των αντικειμένων τίποτε το οποίο δεν μπορούσε να γίνει γνωστό με κάποιον καλύτερο τρόπο. Η επιστημονική πρακτική του Αριστοτέλη δεν πρέπει, λοιπόν, να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της δικής του ανοησίας ή αμέλειας – της αδυναμίας του να αντιληφθεί μια προφανή διαδικαστική βελτίωση – αλλά ως μέθοδος συμβατή με τον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόταν και κατάλληλα ταιριασμένη με τις ερωτήσεις που τον ενδιέφεραν. Η πειραματική επιστήμη δεν αναδύθηκε όταν επιτέλους η ανθρώπινη φυλή παρήγαγε κάποιον τόσο έξυπνο, ώστε να αντιληφθεί ότι οι τεχνητές και ελεγχόμενες συνθήκες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην εξερεύνηση της φύσης, αλλά όταν οι φυσικοί φιλόσοφοι άρχισαν να θέτουν ερωτήματα στα οποία μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να απαντήσει»Βλ. D. C. Lindberg, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 1997, σελ.91-92.

[12] «Εκείνο που παραξενεύει περισσότερο είναι πως ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να δείξει ότι η καταγωγή της φιλοσοφίας χρωστιέται στην απορία του ανθρώπου κι όχι στην ανάγκη της ωφελιμότητας, ξεκαθαρίζει πως θεωρεί την εφαρμοσμένη επιστήμη σαν κάτι που έχει πια εκπληρώσει την αποστολή του. Η μεταφυσική είναι δυνατή μονάχα γιατί σχεδόν όλες οι απαιτήσεις για άνεση και κοινωνική καλλιέργεια έχουνε ικανοποιηθεί. Η σκέψη για την καλύτερη αξιοποίηση της φύσης για το καλό της ανθρωπότητας ήταν κατι άγνωστο για τον Αριστοτέλη». Βλ. Farington, ό.π. (1), σελ. 152-153.

[13] «…Το ακίνητο κινούν στο οποίο μας οδηγεί η εμπειρία πρέπει να είναι το αιώνιο, ουσιαστικό, ενεργεία όν, η ύπαρξη του οποίου έχει ήδη αποδειχτεί.  …το ακίνητο κινούν πρέπει να παράγει κίνηση κατά τρόπο μη φυσικό, δηλαδή ως αντικείμενο επιθυμίας…». Βλ. Ross, ό.π. (5), σελ. 256.

[14] Βλ. B. Farrington,  ό.π. (1) σελ.189.

[15] Οι μαρτυρίες των αισθήσεων δίνουν τις πληροφορίες για τη φύση. Οι αναλλοίωτες και προκαθορισμένες Πρώτες Αρχές, σχετίζονται με τη λογική.   Δεν θεωρεί καμία υποδεέστερη της άλλης όπως ο Αριστοτέλης.

[16] Πρβλ. B. Farrington,  ό.π. (1),  σελ.191-192.

[17] «…η πειραματική τοποθέτηση απέναντι στην επιστήμη, δεν έκλεινε μονάχα την παθητηική παρατήρηση, μα και την ενεργητική παρέμβαση στα φυσικά φαινόμενα. Ο Στράτωνας είχε πλέρια συνείδηση του γεγονότος πως οι φυσικές του θεωρίες μπορούσανε να εφαρμοστούνε στην πράξη….» Βλ.  B. Farrington, ό.π. (1) σελ. 202.

[18] Όταν αφήσουμε δύο πράγματα με διαφορετικό βάρος να πέσουν από το ίδιο ύψος, θα παρατηρήσουμε ότι «ο λόγος των χρόνων που απαιτούνται για την κίνηση δεν εξαρτάται από τον λόγο των βαρών, αλλά ότι η διαφορά των χρόνων είναι πάρα πολύ μικρή». Βλ. Φιλόπονος, Εις φυσικήν ακρόασιν 683.16 κ.ε., στο.R. Lloyd,  Αρχαία Ελληνική επιστήμη. Μέθοδοι και προβλήματα, μτφρ. Χλ. Μπάλλα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1996, σελ. 158.

[19] «Αλλά εκείνος (ο Αριστοτέλης) αποφάσιζε εκ των προτέρων και δεν πρότεινε κανένα πείραμα για τη σωστή θεμελίωση των δογμάτων και των αξιωμάτων του, αφού όμως κατέληγε κάπου κατά την κρίση του κατηύθυνε το πείραμα βασανίζοντας και αιχμαλωτίζοντάς το, όπως ήθελε ο ίδιος, γι’ αυτό λοιπόν το λόγο θα πρέπει να κατηγορηθεί ακόμη περισσότερο από ότι οι νεότεροι οπαδοί του (το γένος των σχολαστικών φιλοσόφων) που εγκατέλειψαν τελείως το πείραμα». Βλ. Novum Organum, I 73, στο G.E.R. Lloyd,  ό.π. (17) σελ. 135.

[20] « Αλλά εάν το ελάττωμα της νέας επιστήμης του Μπέϊκον ήταν η υπερβολική έμφαση στο πείραμα, η αποτυχία της νέας επιστήμης του Καρτέσιου οφείλεται στην υπερβολική της έμφαση στην απαγωγική μέθοδο. Αυτή υπήρξε πραγματικά αποτελεσματική μόνον όταν εφαρμόστηκε σε ζητήματα τα οποία ήταν όντως κατάλληλα για μαθηματική διαπραγμάτευση, λίγες όμως κοσμολογικές ή βιολογικές του εικασίες αποδείχτηκαν να έχουν διαρκή αξία για τη μετέπειτα εξέλιξη της επιστήμης». Βλ. Α. Debus,  Άνθρωπος και φύση στην Αναγέννηση, μτφρ. Τσιαντούλας Τ., Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σελ.163-164.

[21] Πρβλ. G.E.R. Lloyd, ό.π. (17), σελ. 138-139

[22] Ο Sambursky, 1956:50κ.ε., επισημαίνει την πρόοδο των αστρονομικών μετρήσεων που παρατηρείται κατά την αρχαία ελληνική περίοδο, αναφέροντας ως παράδειγμα την αυξανόμενη ακρίβεια των προσεγγίσεων του μήκους του ηλιακού έτους. Βλ. G.E.R. Lloyd,  ό.π. (17), σελ. 141.

[23] Βλ. Β.Κάλφας, Φιλοσοφία και επιστήμη στην αρχαία Ελλάδα, εκδόσεις  Πόλις, Αθήνα 2005, σελ.197.

[24] «Έχω στο νου μου περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξήγηση ενός δύσκολου φυσικού φαινομένου δίνεται με κάποιο παράδειγμα ή με την επίκληση μιας αναλογίας από οικείες εμπειρίες. Η σύγκριση μεταξύ της λάμψης της αστραπής και της λάμψης που δημιουργεί το κουπί ή κάποιο άλλο αντικείμενο όταν πέφτει στο νερό, που αναφέρεται στον Αριστοτέλη στα Μετεωρολογικά 370a10 κ.ε.,  …... Ο ίδιος ο Αριστοτέλης, όταν εξηγεί τον κεραυνό, τον συγκρίνει με το τρίξιμο των ξύλων στη φωτιά και αποδίδει και τα δύο φαινόμενα στην ξηρή εκπνοή…. Και ένα δεύτερο χωρίο το οποίο δείχνει πόσο λεπτή μπορεί να είναι η διάκριση μεταξύ ενός παραδείγματος που προέρχεται από οικεία εμπειρία και κάποιας σκόπιμης έρευνας, βρίσκεται εκεί που ο Αριστοτέλης συζητά το ουράνιο τόξο…το ουράνιο τόξο προκαλείται από μια αντανάκλαση που δημιουργούν απειροελάχιστες σταγόνες νερού, είναι αυτό που συμβαίνει όταν ένας άνθρωπος ψεκάζει νερό μέσα στο δωμάτιο στραμμένο στον ήλιο που εν μέρει το φωτίζει και εν μέρει το αφήνει στη σκιά…Η πλήρης εξέταση του φάσματος κάτω από πειραματικές συνθήκες ήταν αδύνατη πριν από την εφεύρεση των προσμάτων». Βλ. Lloyd, ό.π. (17), σελ. 141-142

[25] «…στην Πολιτεία βάζει το Σωκράτη να αναφερθεί (με αποδοκιμασία) σε εκείνους που μετρούν τις αρμονίες σε σχέση με τους ήχους που ακούν (531  Α 1 κ.ε.) και οι οποίοι ζητούν τους αριθμούς στις αρμονίες που ακούμε (C 1 κ.ε.)». Βλ. Lloyd, ό.π. (17), σελ. 150.

[26] Βλ.  Lloyd, ό.π. (17), σελ. 152.

[27] Η θεωρία του περί κίνησης έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω και αναλύεται διεξοδικά στα έργα του Φυσικά και Περί ουρανού.

[28] Ο Ρόμπερτ Μπόυλ, στη δεκαετία του 1650, παρήγγειλε τη σχεδίαση μια αεραντλίας, που θα του επέτρεπε να διεξάγει πειράματα σε κενό. Πρβλ. A.Α. Crombie, Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, μτφρ. Τσίρη Θ. & Αρζόγλου Ι., εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989, σελ. 170.

[29] Δεν μπορούμε να αρνηθούμε πλήρως την έλλειψη πειραμάτων. Μια σημαντική εξαίρεση είναι ένα χωρίο στο Περί Ουρανού, όπου λέει πως όλα τα στοιχεία εκτός από τη φωτιά έχουν βάρος στους δικούς τους «φυσικούς τόπους» και χρησιμοποιεί ως απόδειξη ότι μια φούσκα έχει μεγαλύτερο βάρος όταν είναι φουσκωμένη παρά όταν είναι άδεια. Το πείραμα αυτό έχει δεχτεί αυστηρές κριτικές, π.χ. από τον Ross στην Εισαγωγή της έκδοσης των Φυσικών, σ.26 κ.ε., επειδή (1) το υποτιθέμενο περιστατικό γεγονός είναι εσφαλμένο και (2) η θεωρία του Αριστοτέλη δεν αληθεύει ως προς τα πειραματικά γεγονότα που θεωρεί ότι βρίσκονται στη διάθεση της. Βλ.  Lloyd, ό.π. (17), σελ. 156.

[30] Μίξη = όταν οι συστατικές ουσίες συγχωνεύονται και η ένωση που θα προκύψει αποκτά νέες ιδιότητες, για παράδειγμα όταν ο τσίγκος και ο χαλκός συνδυάζονται και δημιουργείται ο ορείχαλκος. Σύνθεσις = συσσώρευση διαφορετικών ουσιών σε αυτό που εμείς θα ορίζαμε ως μηχανικό μείγμα, για παράδειγμα σε ένα σωρό από σπόρους κριθαριού και σιταριού. Βλ. Lloyd, ό.π. ( 17 ), σελ. 159.

[31] Βλ. Μετεωρολογικά, 383a32κ.ε., 383a24κ.ε. σχετικά με την αγγειοπλαστική, και 383b7 κ.ε. σχετικά με τις μυλόπετρες στο Lloyd, ό.π. (17)  σελ. 161.

[32] Αυτό προκύπτει από το πείραμα απόσταξης υγρών. Στο 358b16 κ.ε. των Μετεωρολογικών, ο Αριστοτέλης θα αποδείξει ότι οι ατμοί από το βρασμένο θαλασσινό νερό, όταν ξανασυμπικνώνονται δεν δημιουργούν και πάλι θαλασσινό νερό. Όταν αυτό το συμπέρασμα θα γενικευτεί για τους ατμούς όλων των υγρών, ότι δηλαδή ακόμη και ο συμπυκνωμένος ατμός του κρασιού γίνεται νερό, αυτόματα θα δημιουργηθούν αμφιβολίες για την αξιοπιστία της πειραματικής μεθόδου ή ακόμη και για την ύπαρξη του πειράματος του Αριστοτέλη. Πρβλ. Lloyd, ό.π.  (17), σελ. 162.

[33] «Στο 358b34 κ.ε. θέλοντας να δείξει πως η αλμυρότητα της θάλασσας οφείλεται σε ανάμιξη, περιγράφει ένα πείραμα κατά το οποίο ένα κέρινο πιθάρι, ερμητικά κλεισμένο στην κορυφή του, αφήνεται μέσα στη θάλασσα, και ισχυρίζεται πως, όταν βγάλουμε το πιθάρι, θα διαπιστώσουμε πως από τα κέρινα τοιχώματα έχει διηθηθεί το φρέσκο νερό. Ωστόσο, όπως έχουν επισημάνει πολλοί ερευνητές, αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα – απ’ όπου μάλιστα και συνάγουν ότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης ποτέ δεν ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο πείραμα, αλλά απλώς επανέλαβε μια ιστορία που είχε ακούσει. Αυτή είναι σίγουρα η πιο πιθανή εξήγηση, αν και μπορούμε εύκολα να φανταστούμε πως ο Αριστοτέλης έκανε το πείραμα και ότι βρήκε μια μικρή ποσότητα φρέσκου νερού μέσα στο πιθάρι, η οποία είχε προκύψει από τη συμπύκνωση των υδρατμών που περιείχε το πιθάρι προτού τοποθετηθεί μέσα στη θάλασσα (παρόλο που κάτι τέτοιο δεν θα άλλαζε το γεγονός ότι η θεωρία του Αριστοτέλη σχετικά με το πώς δημιουργήθηκε το νερό ήταν τελείως λανθασμένη». Κριτική ασκήθηκε ακόμη και από τον Θεόφραστο, στα έργα του Περί λίθων και  Περί πυρός. Πρβλ. Lloyd, ό.π. (17)σελ. 161- 162 και 164.

[34] Πρβλ. Farrington, ό.π. (1) σελ. 147.

[35] Πρβλ. J. Jouanna, Ιπποκράτης, μτφρ. Δ. Τσιλιβερδής, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998, σελ. 404.

[36] Προκειμένου οι γιατροί της αρχαιότητας, να αποδείξουν την επίδραση του νότιου ανέμου στον ανθρώπινο οργανισμό, αναφέρουν την περίπτωση των πήλινων δοχείων, τα οποία επηρεάζονται τόσο ώστε να αλλάζουν σχήμα με την επίδραση του νοτιά. Δεδομένου ότι τα εν λόγω δοχεία είναι γεμάτα με διάφορα υγρά, παραλληλίζονται με τον ανθρώπινο οργανισμό, ο οποίος αποτελείται από τέσσερα υγρά συστατικά (αίμα, φλέγμα, ξανθή και μαύρη χολή). Πρβλ.Γ. Χριστιανίδης κ.α., ό.π. (6) σελ. 234.

[37]  Η πρακτική αυτή εντοπίζεται και στον Αριστοτέλη (Περί ζώων γενέσεως 764a33 κ.ε.), όπου προκειμένου να ανατρέψει το δόγμα, ότι δηλαδή το φύλλο του εμβρύου καθορίζεται από την πλευρά της μήτρας στην οποία γίνεται η σύλληψη, προχώρησε σε διατομή ζώων που εγκυμονούσαν. «Αρσενικά και  θηλυκά δίδυμα βρίσκονται συχνά μαζί στο ίδιο μέρος της μήτρας. Αυτό το έχουμε παρατηρήσει επαρκώς με διατομή σε όλα τα ζωοτόκα, τόσο στα χερσαία όσο και στα ψάρια». Πρβλ. Lloyd, ό.π. (17) σελ. 165.

[38] Πρβλ. Γ. Χριστιανίδης, ό.π. (6), σελ. 235.

[39] «Ένας από τους νόμους, τους οποίους οι αρχαίοι γιατροί και οι αρχαίοι φιλόσοφοι επικαλούνταν προκειμένου να ερμηνεύσουν τη διαφοροποίηση των τμημάτων του εμβρύου, ήταν το ότι το όμοιο έβαινε προς το όμοιο. Ο Αριστοτέλης καταπολέμησε την άποψη αυτή. Ωστόσο, ο μεγάλος ειδικός των αναλογιών την επικαλείται και την επιβεβαιώνει μ’ ένα πείραμα, ή μάλλον μ’ ένα πειραματικό έμβρυο: Εάν θέλουμε να συνδέσουμε ένα σωλήνα σ’ έναν άλλον, ας τρυπήσουμε τον ένα με τον άλλο στον ασκό ο ποίος αποτελείται από χώμα, άμμο και λεπτά ξύσματα μολύβδου και, αφού πρώτα ρίξουμε νερό, θα πρέπει να φυσήξουμε διαμέσου του σωλήνα: καταρχήν όλα τα υλικά θ’ αναμιχθούν με το νερό κι έπειτα, υπό την επίδραση ενός παρατεταμένου φυσήματος, ο μόλυβδος θα κινηθεί προς το μόλυβδο, η άμμος προς την άμμο, το χώμα προς την κατεύθυνση του υπόλοιπου χώματος. Εάν μάλιστα αφήσουμε να ξηρανθεί το όλον και εξετάσουμε εν συνεχεία την ουροδόχο κύστη, αφού πρώτα την ανοίξουμε, θ’ ανακαλύψουμε ότι το όμοιο έχει ήδη κινηθεί προς το όμοιο. Κατά τον ίδιο τρόπο, το σπέρμα και η σάρκα αρθρώνονται και κάθε όμοιο τμήμα βαίνει προς το όμοιό του». Βλ. J. Jouanna, ό.π. (35), σελ. 419.

[40] Πρβλ. Γ. Χριστιανίδης, ό.π. (6 ), σελ. 239-244 και Lloyd, ό.π. (17) σελ. 130.

[41] Πρβλ. J. Jouanna, ό.π.  ( 35) σελ. 380-403.

[42] Εμφανείς είναι επίσης και οι αναλογίες με τα τέσσερα στοιχεία που αποτελούν την υποσελήνια περιοχή της αριστοτελικής φυσικής. Αν ο άνθρωπος αποτελούταν μόνο από ένα στοιχείο ( όπως π.χ. ο αιθέρας), θα ήταν ένα αμετάβλητο όν. Η τετράδα έχει ιδιαίτερη σημασία στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Στα ιπποκρατικά κείμενα συναντάμε και άλλες τετράδες με σημαντικό ρόλο, όπως τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, οι τέσσερις εποχές του έτους, οι τέσσερις ηλικίες του ανθρώπου, τα τέσσερα βασικά όργανα (εγκέφαλος, καρδιά, ήπαρ, σπλήνας). Ιδιαίτερη σημασία παίζει η τετράδα και στη φιλοσοφία του Πυθαγόρα. Πρβλ. Γ. Χριστιανίδης, ό.π. (6), σελ. 217-251.

[43] Πρβλ. Lloyd, ό.π. ( 17), σελ. 168 και 174.