Φεβ 03 2025

Το χαμένο παιχνίδι

Κάθε καλοκαίρι, η Στέλα και η Χαρά, απολαμβάνουν την όμορφη θάλασσα που είναι κοντά στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού! Χαίρονται τον ήλιο, κάνουν αμέτρητες βουτιές και παίζουν ατελείωτες ώρες στην άμμο, τόσες πολλές που τα πόδια τους γινόταν ασήκωτα από την κούραση κι έψαχναν να βρουν γκρινιάζοντας μια αγκαλιά να τους κουβαλήσει μέχρι το σπίτι.

Ένα απόγευμα σκαρφίστηκαν ένα παιχνίδι. Η μία θα κρύβει ένα από τα παιχνιδάκια μας στην άμμο και η άλλη θα το βρίσκει. Αφού το έκρυψαν και το βρήκαν διαδοχικά κάμποσες φορές, σκέφτηκαν και μια άλλη εκδοχή.

«Θα κρύβουμε μαζί το παιχνίδι, θα κάνουμε τρεις στροφές με κλειστά τα μάτια και θα ψάχνουμε να το βρούμε!», είπε η Χαρά.

Η Στέλα ως μικρότερη έβρισκε κάθε ιδέα της αδερφής της καταπληκτική!!

Διάλεξαν να κρύψουν ένα μικρό παιχνίδι- φαλαινάκι. Έθαψαν λοιπόν το φαλαινάκι, στροβιλίστηκαν κάμποσες φορές, σίγουρα παραπάνω από τρεις, κι αφού ζαλίστηκαν για τα καλά, βάλθηκαν να το ψάχνουν.

Όμως αποδείχτηκαν φοβερές σε αυτό το παιχνίδι, γιατί όσο κι αν έψαξαν δεν το βρήκαν πουθενά. Έψαξαν από δω, έψαξαν από κει, τίποτα! Απογοητευμένες, άκουσαν τη μαμά και τον μπαμπά να τους φωνάζουν ότι έπρεπε να φύγουν. Είπαν ότι δε θα το έβαζαν κάτω και θα έψαχναν και τις επόμενες μέρες ώσπου να το βρουν.  Έψαχναν κάθε μέρα για το υπόλοιπο του καλοκαιριού, αλλά το φαλαινάκι παρέμενε άφαντο.

Τι είχε συμβεί άραγε στο μικρό παιχνιδάκι των κοριτσιών;

Πώς θα διηγούνταν το μικρό παιχνίδι την ιστορία, αν μπορούσε;

Το φαλαινάκι θαμμένο στο χώμα, περίμενε υπομονετικά τα παιδιά να το βρουν. Αλλά περνούσε η ώρα κι αυτό δεν το έβρισκε κανείς. Όταν όμως περνούσαν οι μέρες κι άκουγε τις φωνές των παιδιών, αλλά δίχως να το βρίσκουν, προσπαθούσε να τους φωνάξει, αλλά δίχως αποτέλεσμα, αφού ήταν θαμμένο τόσο βαθιά.

Το καλοκαίρι πέρασε, το φαλαινάκι σταμάτησε να ακούει φωνές και λυπημένο σκέφτηκε ότι θα έμενε θαμμένο εκεί για πάντα.

Το φθινόπωρο έφερε μαζί του τις πρώτες βροχές και το φαλαινάκι ένιωθε το χώμα να υγραίνει γύρω του κι ένιωθε ακόμα πιο λυπημένο.

Έφτασε κι ο χειμώνας με τα κρύα, αλλά και τις δυνατές μπόρες. Η θάλασσα αγριεμένη έστελνε τα μεγάλα της κύματα στην άμμο. Το φαλαινάκι ένιωθε τις δονήσεις και τα τραντάγματα και φοβόταν τόσο πολύ.

Ένα βράδυ ξαφνικά, σε μια μεγάλη μπόρα, το φαλαινάκι ένιωσε να κουνιέται και ξαφνικά ένα κύμα το παράσερνε στη θάλασσα. Τρομοκρατημένο το φαλαινάκι έπεσε στο νερό κι ένιωθε να βουλιάζει. Πάει, σκέφτηκε, αυτό ήταν , και με έχασαν τα παιδιά και θα χαθώ στην απέραντη θάλασσα, τουλάχιστον στην άμμο είχα μια ελπίδα να με βρουν, σκεφτόταν κι έκλαιγε απαρηγόρητο.

Η θάλασσα όμως που άκουσε τα κλάματά του το λυπήθηκε και το μεταμόρφωσε σε αληθινή φάλαινα, που από τότε ταξίδευε σε όλα τα μέρη. Κάθε χρόνο όμως, στην καρδιά του καλοκαιριού επέστρεφε στην ίδια εκείνη παραλία των παιδιών και τα κοιτούσε από τα βαθιά να τρέχουν, να γελούν και να μεγαλώνουν. Καμιά φορά μάλιστα άκουγε συγκινημένη τα παιδιά να φωνάζουν:

«Έλα να δεις τι βρήκα!!!»

«Τι; Μήπως το φαλαινάκι;;»

Αφήστε μια απάντηση

Your email address will not be published.