Α λυκείου Αρχαία, Ξενοφώντας, Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 4. §37-43
 

Α' Λυκείου Αρχαία, Ξενοφώντας, Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 4. §37-43

Είσοδος Αρχαία     

 

Περίληψη Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 4. §24-36

 

Οι «τριάκοντα» έφυγαν από την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στην Ελευσίνα. Οι Δέκα μαζί με τους αρχηγούς των ιππέων ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της Αθήνας και μέσα σε κατάσταση εσωτερικών διαφωνιών και καχυποψίας ετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν γενική επίθεση των δημοκρατικών. Μετά από ορισμένες αψιμαχίες οι Τριάκοντα από την Ελευσίνα και οι Τρισχίλιοι από την Αθήνα ζήτησαν βοήθεια από τη Σπάρτη εναντίον των δημοκρατικών. O Λύσανδρος φρόντισε να τους δοθεί δάνειο εκατό ταλάντων και έπεισε τους εφόρους να οριστεί ο ίδιος αρμοστής για την Αθήνα και ναύαρχος ο αδελφός του Λίβυς. Το ναυτικό της Σπάρτης απέκλεισε και πάλι τον Πειραιά. Οι Βοιωτοί και οι Κορίνθιοι αρνήθηκαν να μετάσχουν στην εκστρατεία με τον ισχυρισμό ότι οι δημοκρατικοί της Αθήνας δεν είχαν κάνει τίποτε αντίθετο προς τους όρους της συνθήκης παράδοσης της πόλης.

Στη δυσάρεστη για τους δημοκρατικούς τροπή, παρενέβη ο βασιλιάς της Σπάρτης Παυσανίας. Έκρινε ότι, αν πετύχαινε ο Λύσανδρος, και δόξα προσωπική θα κέρδιζε και θα κατακτούσε την Αθήνα. Οργάνωσε λοιπόν ο ίδιος εκστρατευτικό σώμα, έπεισε τρεις εφόρους να τον ακολουθήσουν και εισέβαλε στην Αττική. Παρά τις ένοπλες συγκρούσεις στην περιοχή του Πειραιά, επιδίωξε συμβιβαστική λύση: έστειλε εκπροσώπους των δημοκρατικών και δύο ολιγαρχικούς από την Αθήνα στη Σπάρτη για διαπραγματεύσεις. Αμέσως μετά έστειλαν και οι Δέκα από την Αθήνα επίσημους εκπροσώπους.

 

συντακτική ανάλυση όλου του κειμένου   μετάφραση  όλου του κειμένου   επαναφορά όλων

§37, 38 Διαπραγματεύσεις και συμφωνία για τη συμφιλίωση

[37] Ἐπεὶ μέντοι οὗτοι ᾤχοντο εἰς Λακεδαίμονα, ἔπεμπον δὴ καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἐκ τοῦ ἄστεως λέγοντας ὅτι αὐτοὶ μὲν παραδιδόασι καὶ τὰ τείχη ἃ ἔχουσι καὶ σφᾶς αὐτοὺς Λακεδαιμονίοις χρῆσθαι ὅ τι βούλονται· ἀξιοῦν δ’ ἔφασαν καὶ τοὺς ἐν Πειραιεῖ, εἰ φίλοι φασὶν εἶναι Λακεδαιμονίοις, παραδιδόναι τόν τε Πειραιᾶ καὶ τὴν Μουνιχίαν.

 

[38] Ἀκούσαντες δὲ πάντων αὐτῶν οἱ ἔφοροι καὶ οἱ ἔκκλητοι, ἐξέπεμψαν πεντεκαίδεκα ἄνδρας εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ ἐπέταξαν σὺν Παυσανίᾳ διαλλάξαι ὅπῃ δύναιντο κάλλιστα. Οἱ δὲ διήλλαξαν ἐφ’ ᾧτε εἰρήνην μὲν ἔχειν ὡς πρὸς ἀλλήλους, ἀπιέναι  δὲ ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστον πλὴν τῶν τριάκοντα καὶ τῶν ἕνδεκα καὶ τῶν ἐν Πειραιεῖ ἀρξάντων δέκα. Εἰ δέ τινες φοβοῖντο τῶν ἐξ ἄστεως, ἔδοξεν αὐτοῖς Ἐλευσῖνα κατοικεῖν.

 

§39-42, Αντιπαράθεση Δήμου και Ολιγαρχικών 

[39] Tούτων δὲ περανθέντων Παυσανίας μὲν διῆκε τὸ στράτευμα, οἱ δ’ ἐκ τοῦ Πειραιῶς ἀνελθόντες σὺν τοῖς ὅπλοις εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἔθυσαν τῇ Ἀθηνᾷ. Ἐπεὶ δὲ κατέβησαν ἐκκλησἰαν ἐποίησαν οἱ στρατηγοί, ἔνθα δὴ ὁ Θρασύβουλος ἔλεξεν·

 

[40] Ὑμῖν, ἔφη, ὦ ἐκ τοῦ ἄστεως ἄνδρες, συμβουλεύω ἐγὼ γνῶναι ὑμᾶς αὐτούς. Μάλιστα δ’ ἂν γνοίητε, εἰ ἀναλογίσαισθε ἐπὶ τίνι ὑμῖν μέγα φρονητέον ἐστίν, ὥστε ἡμῶν ἄρχειν ἐπιχειρεῖν. Πότερον δικαιότεροί ἐστε; Ἀλλ’ ὁ μὲν δῆμος πενέστερος ὑμῶν ὢν οὐδὲν πώποτε ἕνεκα χρημάτων ὑμᾶς ἠδίκηκεν· ὑμεῖς δὲ πλουσιώτεροι πάντων ὄντες πολλὰ καὶ αἰσχρὰ ἕνεκα κερδέων πεποιήκατε. Ἐπεὶ δὲ δικαιοσύνης οὐδὲν ὑμῖν προσήκει, σκέψασθε εἰ ἄρα ἐπ’ ἀνδρείᾳ ὑμῖν μέγα φρονητέον·

 

[41] καὶ τίς ἂν καλλίων κρίσις τούτου γένοιτο ἢ ὡς ἐπολεμήσαμεν πρὸς ἀλλήλους; Ἀλλὰ γνώμῃ φαίητ’ ἂν προέχειν, οἳ ἔχοντες καὶ τεῖχος καὶ ὅπλα καὶ χρήματα καὶ συμμάχους Πελοποννησίους ὑπὸ τῶν οὐδὲν τούτων ἐχόντων περιελήλασθε; Ἀλλ’ ἐπὶ Λακεδαιμονίοις δὴ οἴεσθε μέγα φρονητέον εἶναι; Πῶς, οἵγε ὥσπερ τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ δήσαντες παραδιδόασιν, οὕτω κἀκεῖνοι ὑμᾶς παραδόντες τῷ ἠδικημένῳ τούτῳ δήμῳ οἴχονται ἀπιόντες;

 

[42] Οὐ μέντοι γε ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες, ἀξιῶ ἐγὼ ὧν ὀμωμόκατε παραβῆναι οὐδέν, ἀλλὰ καὶ τοῦτο πρὸς τοῖς ἄλλοις καλοῖς ἐπιδεῖξαι, ὅτι καὶ εὔορκοι καὶ ὅσιοί ἐστε. Εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα, καὶ ὅτι οὐδὲν δέοι ταράττεσθαι, ἀλλὰ τοῖς νόμοις τοῖς ἀρχαίοις χρῆσθαι, ἀνέστησε τὴν ἐκκλησίαν.

 

§43, Η στερέωση της Δημοκρατίας

[43] Καὶ τότε μὲν ἀρχὰς καταστησάμενοι ἐπολιτεύοντο· ὑστέρῳ δὲ χρόνῳ ἀκούσαντες ξένους μισθοῦσθαι τοὺς Ἐλευσῖνι, στρατευσάμενοι πανδημεὶ ἐπ’ αὐτοὺς τοὺς μὲν στρατηγοὺς αὐτῶν εἰς λόγους ἐλθόντας ἀπέκτειναν, τοῖς δὲ ἄλλοις εἰσπέμψαντες τοὺς  φίλους καὶ ἀναγκαίους ἔπεισαν συναλλαγῆναι. Καὶ ὀμόσαντες ὅρκους ἦ μὴν μὴ μνησικακήσειν, ἔτι καὶ νῦν ὁμοῦ τε πολιτεύονται καὶ τοῖς ὅρκοις ἐμμένει ὁ δῆμος.

 



 

ερμηνευτικά σχόλια

§37-43

Ο αγώνας των δημοκρατικών έφερε την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Αθήνα. Σ' αυτό συνέβαλε και η επίσημη εξωτερική πολιτική της Σπάρτης, εξουδετερώνοντας τις προσωπικές βλέψεις και απόψεις του Λυσάνδρου.

οὗτοι

Οι αντιπρόσωποι των δημοκρατικών από τον Πειραιά με εξουσιοδότηση για διαπραγματεύσεις και δύο «πολίτες» από την Αθήνα που πήγαιναν στη Σπάρτη ως άτομα.

λέγοντας ὅτι αὐτοὶ...Μουνιχίαν

Ο Ξενοφών δεν αναφέρει τι πρότειναν στη Σπάρτη οι εκπρόσωποι των δημοκρατικών και οι δύο ολιγαρχικοί, οι έμπιστοι του Παυσανία. Οι επίσημοι εκπρόσωποι των Δέκα πάντως προχωρούσαν σε ακραίες προσφορές «μειοδοσίας»: να παραδοθούν άνευ όρων αυτοί στους Λακεδαιμονίους και να παραδώσουν και οι αντίπαλοι ό,τι είχαν καταλάβει (= απελευθερώσει) ως τότε.

§38 ἐξέπεμψαν πεντεκαίδεκα ἄνδρας

Οι δεκαπέντε ειδικοί απεσταλμένοι της Σπάρτης, υπό την επίβλεψη του Παυσανία, εκτέλεσαν τη γενική, αλλά σαφή, εντολή των εφόρων: «διαλλάξει ὅπῃ δύναιντο κάλλιστα» (να συμφιλιώσουν τους αντιπάλους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο).

ἀπιέναι ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστον

Να πάει ο καθένας στο σπίτι του. Ακυρώνονται οι κατασχέσεις και καταπατήσεις περιουσιών που είχαν κάνει οι τριάκοντα.

πλὴν τῶν τριάκοντα καὶ τῶν ἕνδεκα καὶ τῶν ἐν Πειραιεῖ

Όσοι από τους τριάκοντα είχαν απομείνει και είχαν καταφύγει στην Ελευσίνα, οι ἕνδεκα (βλ. κεφ. 3, 54) και οι δέκα έμπιστοι των τριάκοντα που κυβερνούσαν τον Πειραιά κατά τη διάρκεια της τυραννίας εξαιρέθηκαν από τα «μέτρα ειρηνεύσεως». Μπορούσαν να παραμείνουν στην Ελευσίνα, αλλά τους απαγορεύθηκε η παραμονή στην Αθήνα.

§39 οἱ δ' ἐκ τοῦ Πειραιῶς... τῇ Ἀθηνᾷ

Η παρέλαση των νικητών, με τον οπλισμό τους, και η άνοδος τους στην Ακρόπολη καταλήγει σε ευχαριστήρια θυσία στην Αθηνά Πολιάδα, την πολιούχο.

§40 ἐπὶ τίνι ὑμῖν μέγα φρονητέον ἐστιν

Ο Θρασύβουλος ζητάει από τους ολιγαρχικούς να αναλογιστούν, να σκεφτούν καλά τα αίτια του κομπασμού τους, τι είναι εκείνο που τους κάνει τόσο υπεροπτικούς. Τους χαρακτήριζαν με διάφορα τιμητικά επίθετα, όπως ἀγαθοί, ἄριστοι, καλοὶ κἀγαθοὶ, κράτιστοι, γενναῖοι, γνώριμοι, ἐπιεικεῖς, εὐγενεῖς, ἐσθλοί. Ο Θρασύβουλος ξεχωρίζει τέσσερα πλεονεκτήματα ή αρετές και καταρρίπτει την άποψη ότι αυτά χαρακτηρίζουν τους ολιγαρχικούς. Αντίθετα ο «δήμος», ο λαός, απέδειξε ότι υπερτερεί σε όλα: 1) «δικαιοσύνη», 2) «άνδρεία», 3) «γνώμη» (= κρίση, ευφυία §41) και τέλος 4) στη φιλία προς τους Λακεδαιμονίους. Βασική αρετή για τον αρχαίο κόσμο (και η οποία ιδιαίτερα προβάλλεται από τον Ξενοφώντα) ήταν η δικαιοσύνη. Στον λόγο του Θρασυβούλου ακούγεται τέσσερις φορές: δικαιότεροι, ἠδίκησεν, δικαιοσύνη, ἠδικημένῳ.

§42 τοῖς νόμοις τοῖς ἀρχαίοις χρῆσθαι

Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας επανέρχεται και η νομιμότητα.

§43 ἀρχὰς καταστησάμενοι ἐπολιτεύοντο

Αφού εγκατέστησαν άρχοντες (σύμφωνα με τους δημοκρατικούς θεσμούς) ζούσαν ομαλή πολιτική ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Αθηναίοι θεώρησαν το έτος μέσα στο οποίο περιλαμβάνεται η οχτάμηνη τυραννία ως «ἄναρχον» (Ξεν. Ελλ. 2.3.1), δηλ. χωρίς επώνυμο άρχοντα. Αυτό σήμαινε ότι διέγραφαν από την ιστορική συνέχεια των θεσμών τους το έτος της παράνομης κατοχής και της εγκληματικής διαχείρισης της εξουσίας.

καὶ ὀμόσαντες ὅρκους ἦ μὴν μὴ μνησικακήσειν... καὶ τοῖς ὅρκοις ἐμμένει ὁ δῆμος

Στο τέλος του δεύτερου βιβλίου των «Ἑλληνικῶν» ο Ξενοφών συμπυκνώνει σε δύο γραμμές το ήθος της αποκαταστημένης δημοκρατίας. Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα της ισορροπίας, της συναίρεσης των αντιθέσεων και είναι γνωστό πως οι Έλληνες ρέπουν στις αντιθέσεις/αντιπαραθέσεις. Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της ροπής είναι η ύπαρξη των δύο αντιθετικών συνδέσμων μὲν-δέ (Συντακτικό §146-147). Άλλωστε η Ιλιάδα έχει εκφράσει ποιητικά αυτήν την τάση· το προοίμιο της είναι χαρακτηριστικό:

Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος,
οὐλομένην, ἥ μυρί' Ἀχαιοῖς ἄλγε' ἔθηκε,
πολλὰς δ' ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
ἡρώων, αὐτούς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
οἰωνοῖσί τε πᾶσι, Διός δ' ἐτελείετο βουλή,
ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς.

Και εδώ, λοιπόν, μῆνις (= αδιάλλακτη οργή), διάσταση και ἔρις και οι τρομερές συνέπειές τους· στο τέλος όμως επέρχεται και εδώ η συμφιλίωση, οι αντιθέσεις ισορροπούν. Αυτό είναι το πλεονέκτημα της δημοκρατίας από όπου απορρέει το ήθος της.

Στο σημείο αυτό, της συμφιλίωσης, τελειώνει το δεύτερο βιβλίο των «Ἑλληνικῶν» του Ξενοφώντα και αρχίζει το τρίτο βιβλίο με τη φράση «Ἡ μὲν δὴ Ἀθήνησι στάσις οὕτως ἐτελεύτησεν». Στη συνέχεια ο Κύρος ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τους Σπαρτιάτες, για να πραγματοποιήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του. Η δεύτερη παράγραφος (Βιβλ. 3.1.2) αποτελεί σύντομη αναφορά στο άλλο πασίγνωστο έργο του Ξενοφώντος, στην «Κύρου Ανάβαση»: («ὡς μὲν οὖν Κῦρος στράτευμά τε συνέλεξε καὶ τοῦτ' ἔχων ἀνέβη ἐπὶ τὸν ἀδελφόν, καὶ ὡς ἡ μάχη έγένετο, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπεσώθησαν οἱ Ἕλληνες ἐπὶ θάλατταν, Θεμιστογένει τῷ Συρακοσίῳ γέγραπται»).

Ο Πλούταρχος, στο δοκίμιο του «Πότερον Ἀθηναῖοι κατὰ πόλεμον ἤ κατὰ σοφίαν ἐνδοξότεροι» 345C, προβάλλει την άποψη ότι ο Ξενοφών χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Θεμιστογένης, γιατί με το πραγματικό όνομα το βιβλίο θα έχανε την αξιοπιστία του, εφόσον τονίζεται η προσωπική συμβολή του συγγραφέα στη διάσωση των μυρίων.