ε. Ἄνθρωπος ὤν μέμνησο (= να θυμάσαι) τῆς κοινῆς τύχης.

 
ρήμαμέμνησο
ποιος μέμνησο ; (υποκείμενο)
τι μέμνησο ; (αντικείμενο)
το ρήμα είναι: