ενικός αριθμός
πληθυντικός αριθμός
α.ε.
ν.ε.
ονομ.
ὁ κοχλίας
κοχλίας
ὁ κριτής
κριτής
οἱ κοχλί α αιαις ανας ουᾳ ῶν
κοχλίες
κριτ άςήναίῇ
κριτές
γεν.
τοῦ κοχλί α αιαις ανας ουᾳ ῶν
κοχλία
τοῦ κριτοῦ
κριτή
τῶν κοχλι α αιαις ανας ουᾳ ῶν
κοχλιών
κριτῶν
κριτών
δοτ.
τῷ κοχλί α αιαις ανας ουᾳ ῶν
τῷ κριτ άςήναίῇ
τοῖς κοχλί α αιαις ανας ουᾳ ῶν
κριταῖς
αιτ.
τὸν κοχλί α αιαις ανας ουᾳ ῶν
τοὺς κοχλί α αιαις ανας ουᾳ ῶν
κλητ.
(ὦ) κοχλί α αιαις ανας ουᾳ ῶν
κριτά