αποφεύγω
σκόπιμα να δικαστώ, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο |
|
αποφεύγω
να δώσω μάχη και γενικότερα να αγωνιστώ |
|
αποφεύγω
δραστηριότητες που απαιτούν μόχθο, κόπο |
|
1.
προσπαθώ να μην πλησιάσω κάποιον ή κάτι 2. να μην κάνω ή να μην πω κάτι
δυσάρεστο |
|
1.
ξεφεύγω, γλιτώνω από κάτι 2. δραπετεύω από κάπου |
|
1. πηγαίνω
κάπου σίγουρα 2. χρησιμοποιώ κάποιο μέσο για να αντιμετωπίσω μια δύσκολη
κατάσταση |
|
απευθύνομαι σε κάποιον και ζητώ τη βοήθειά του |
|
αναπόφευκτο |
|
διευκολύνω
κάποιον να διαφύγει, να δραπετεύσει |
|
σύντομος,
παροδικός |
|
αυτός που
αποφεύγει να εκτίσει την ποινή του |
|
που τείνει
να απομακρύνεται από το κέντρο |
|