κάνω κάποιον να δεχτεί τη γνώμη μου, να συμφωνήσει μαζί μου
διαπιστευτήριο εύπιστος μεταπείθω πείθω πειθαναγκάζω πειθαρχώ πεποίθηση πιστοποιώ πιστωτής πιστότητα
η ακρίβεια στην απόδοση ενός πράγματος
αυτός που δανείζει χρήματα
πείθομαι και υπακούω σε κανόνες ή εντολές, υπακούω
αλλάζω γνώμη σε κάποιον
ευκολόπιστος
αναγκάζω κάποιον να συμφωνήσει μαζί μου και να με υπακούσει
το καθένα από τα έγγραφα με τα οποία διορίζεται κάποιος ως διπλωματικός αντιπρόσωπος
βεβαιώνω, επιβεβαιώνω επίσημα
σταθερή γνώμη, άποψη, βεβαιότητα