Μαθαίνω να
τονίζω εφαρμόζοντας τους κανόνες. Δικαιολογώ τον τόνο της λέξης.
Λύσανδρος
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
Ἀθηναῖοι
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
Ῥόδος
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
πλοίων
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
ὄρθρος
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
ἐξαγγεῖλαι
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
ἐξεβίβασεν
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
ἧκον
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
ἐποίει
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
ἐπανήγοντο
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
ἐκεῖνος
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
εἶπε
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
καταφρονοῦντες
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
ἔγνω
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
τριταῖος
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
βουλεύεσθαι
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
ἐκείνη
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
ἐκοιμήθη
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
πενθοῦντες
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.
νομίζοντες
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται στην προπαραλήγουσα.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται σε ε ή ο.
- Παίρνει οξεία, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από μακρόχρονη λήγουσα.
- Παίρνει περισπωμένη, επειδή τονίζεται μακρόχρονη
παραλήγουσα μπροστά από βραχύχρονη λήγουσα.