Ελληνικός Πολιτισμός, Μάχες

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, 1204 μ.Χ.


 

Στη σελίδα παρουσιάζονται τα γεγονότα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, σύμφωνα με τον Γεώργιο Ακροπολίτη και το Χρονικό του Μωρέως.

 


Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Γεώργιο Ακροπολίτη

Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή της λατινικής αυτοκρατορίας (1204-1261)

 

Η μετάφραση που ακολουθεί έχει αντληθεί από το εξαιρετικό βιβλίο «Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική Συγγραφή της λατινικής αυτοκρατορίας (1204-1261)», με πρόλογο του Βασίλη Κατσαρού και εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια του Σπύρου Η. Σπυρόπουλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, 2004

 

 

Μικρογραφία από γαλλικό χειρόγραφο του 15ου αι. της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Όπως μαρτυρεί ο Ακροπολίτης, οι Σταυροφόροι κατόρθωσαν να μπουν στην πόλη, στηρίζοντας μια σκάλα στα κατάρτια ενός πάρα πολύ μεγάλου εμπορικού πλοίου.

 

2. Οι επιδρομείς από την Ιταλία εκστράτευσαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης, όταν στον θρόνο του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος (Γ’) Κομνηνός, ο οποίος ήταν αδελφός του Ισαάκιου (B’) που είχε βασιλέψει πριν απ’ αυτόν· και οι δυο τους είχαν την επωνυμία Άγγελοι. Η αιτία ήταν η εξής: ο Αλέξιος που αναφέραμε παραπάνω ανέτρεψε από την εξουσία τον αδελφό του Ισαάκιο και του τύφλωσε τα μάτια κι από τη στιγμή εκείνη έγινε ο κύριος της ρωμαϊκής εξουσίας. Ο Ισαάκιος όμως είχε αποκτήσει από την προηγούμενη γυναίκα του γιο, ο οποίος ήδη τότε εισερχόταν στη νεανική ηλικία. Αυτός λοιπόν αγανακτώντας με την εξευτελιστική ταπείνωση του πατέρα του κι αφού σχεδίασε τη διαφυγή του πήγε στη Ρώμη κι έπεσε γονατιστός στα πόδια του αρχιερέα της και θερμά ικετεύοντάς τον επιζητούσε την εκδίκηση για χάρη του πατέρα του. Καθώς λοιπόν την περίοδο εκείνη είχε συναποτελέσει ένα στρατιωτικό σώμα, ένα μεγάλο πλήθος Ιταλών, άλλοι από τους οποίους προέρχονταν από την ίδια την ιταλική χερσόνησο, άλλοι από τη χώρα των Φράγκων, άλλοι πάλι από τη Βενετία κι άλλοι από άλλες περιοχές με την πρόφαση πως δήθεν θα αναχωρούσαν για την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ, όπου βρίσκεται ο τάφος του Κυρίου – κι αυτός που τους συγκέντρωσε ήταν ο αρχιερέας της πρεσβυτέρας Ρώμης, τον οποίο, όπως προανέφερα, ο γιος του Ισαάκιου εκλιπαρούσε για να ανακτήσει τον πατρικό θρόνο – κι αφού λοιπόν από τις παρακλήσεις του νέου συγκινήθηκε ο Πάπας και ιδίως από τις υποσχέσεις του – καθώς συνέβαινε να είναι πλουσιοπάροχες – παρέδωσε τον νέο στους αρχηγούς του στρατεύματος, ώστε, εγκαταλείποντας αυτοί τον αρχικό προορισμό τους, να τον εγκαταστήσουν στον θρόνο του πατέρα του και να εισπράξουν από αυτόν τα έξοδα, όσα θα ξόδευαν στην πορεία τους και στη βραδυπορία τους γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Αυτοί λοιπόν ξανοίχτηκαν στο πέλαγος και με τριήρεις και με εμπορικά πλοία, πλέοντας με ευνοϊκούς ανέμους προς τον προορισμό τους. Όταν λοιπόν αγκυροβόλησαν στην Κωνσταντινούπολη παρουσιάζουν στους Κωνσταντινουπολίτες τον νέο, την αδικία, τις αποφάσεις γι’ αυτά του αρχιεπισκόπου της Ρώμης. Μέχρι ενός σημείου λοιπόν και διαπραγματεύσεις έγιναν ανάμεσα στα δύο μέρη και σκληρές συγκρούσεις, αλλά δεν κατέληξαν σε καμιά συμφωνία μέσω της διπλωματικής οδού. Επειδή όμως ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) απηύδησε με τα όσα γίνονταν και περισσότερο απογοητεύθηκε από την αστάθεια αυτών που βρίσκονταν μέσα στην πόλη, οι οποίοι αποσκοπούσαν στη σύγχυση και είχαν πεσμένο ηθικό, αφού αδιαφόρησε για όλα, αποχώρησε εθελοντικά – όσο κι αν ενδόμυχα δεν το ήθελε, προσθέτοντας αυτή τη φράση, όπως ισχυρίζονταν όσοι τον άκουσαν: «Δαυίδ φυγών εσώθη», παίρνοντας μαζί του και τη γυναίκα του κι αρκετό χρηματικό ποσό από το βασιλικό ταμείο.

 

3.Όταν λοιπόν αυτός έφυγε από την Κωνσταντινούπολη, οι κάτοικοί της στέλνουν πρεσβεία στους Ιταλούς για την είσοδο του Αλεξίου (Δ’), του γιου του Ισαάκιου, στην Πόλη και την αναγόρευσή του σε βασιλιά, καθώς επικρατούσε η εντύπωση ότι εξαιτίας του προκλήθηκε η σύγκρουση. Μπαίνει λοιπόν μέσα στην πόλη ο νέος με τους όρους που είχαν συμφωνηθεί προηγουμένως, τους οποίους είχε αυτός υποσχεθεί στους Ιταλούς που τον έφεραν εκεί, κι ανακηρύχτηκε βασιλιάς από όλο τον λαό. Από εκείνη λοιπόν τη στιγμή και οι Κωνσταντινουπολίτες θεωρούσαν πως το χρηματικό ποσό ήταν υπέρογκο κι επίμονα ισχυρίζονταν ότι δεν ήταν σε θέση να δώσουν στους Ιταλούς τόσο μεγάλο ποσό. Και ταυτόχρονα με τα τότε γεγονότα εκδηλώθηκε και δυσαρέσκεια στην πόλη εξαιτίας του. Ο πατέρας του Αλεξίου δηλαδή, ο Ισαάκιος (Β’) Άγγελος —καθώς ζούσε ακόμη τότε, έστω κι αν πέθανε ύστερα από λίγο, ενώ δεν είχε ακόμη κυριευθεί η Κωνσταντινούπολη— διατύπωσε την άποψη να συγκεντρωθούν τα πολυτιμότερα από τα ιερά κειμήλια κι από την εκποίηση αυτών να άρχιζε η εξόφληση του χρέους προς τους Ιταλούς, ενώ το ποσό που θα υπολειπόταν από το συνολικό χρέος πρότεινε να πληρωθεί από τα χρήματα των βασιλικών ταμείων κι από τους κατοίκους της πόλης. Στο μέσο των διαπραγματεύσεων λοιπόν κι ενώ προσέρχονταν πρέσβεις κι από το ένα κι από το άλλο μέρος, σκοτώθηκε ο γιος του Ισαάκιου Αλέξιος (Δ’), από τον Αλέξιο (Ε’) Δούκα τον οποίο αυτός είχε αναδείξει σε πρωτοβεστιάριο, ενώ οι Κωνσταντινουπολίτες, κοροϊδεύοντάς τον για κάποιο κουσούρι του, τον αποκαλούσαν Μούρτζουφλο. Από τους πολίτες λοιπόν ανακηρύχτηκε ο Αλέξιος (Ε’) Μούρτζουφλος, που είπαμε, βασιλιάς. Εξαιτίας λοιπόν του γεγονότος αυτού οι Ιταλοί έπνεαν μένεα σε μεγάλο βαθμό κι έκαναν άσπονδη την έχθρα τους για τους Κωνσταντινουπολίτες. Συνέβη όμως να πάρουν σι Κωνσταντινουπολίτες και μια άλλη απόφαση κάθε άλλο παρά επαινετή. Οι προύχοντες λοιπόν και οι ανώτεροι αξιωματούχοι πήραν κοινή απόφαση, τους Λατίνους που κατοικούσαν μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη να τους απομακρύνουν από την πόλη, ώστε να μην υπάρχουν όργανα του εχθρού ανάμεσά τους μέσα στην πόλη. Οι πολίτες αυτοί που ήταν πολλές χιλιάδες άτομα αυτομόλησαν στους εχθρούς, αν και αρχικά είχαν διαβεβαιώσει τους συμπολίτες τους, δίνοντας δεσμευτικούς όρκους, ότι ουδέποτε θα σχεδίαζαν προδοσία εναντίον τους κι επιπλέον ότι θα πέθαιναν μαζί τους, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο σ’ αυτούς, ως ντόπιοι κι αυτόχθονες και παρόλο που αυτοί παρέδωσαν και τις γυναίκες και τα παιδιά τους, για να τα συγκεντρώσουν σε καλύτερα φρουρούμενα μέρη, δεν τους έπεισαν. Και μετά την έξοδό τους από την πόλη πρόσφεραν πολύτιμη βοήθεια στους εχθρούς, καθώς ήταν πάρα πολλοί κι ήξεραν καλά τη βυζαντινή κατάσταση.

 

4. Ύστερα από την παρέλευση λοιπόν σαράντα ημερών αλώθηκε από αυτούς η Κωνσταντινούπολη στις 12 Απριλίου του έτους 6711 από κτίσεως κόσμου (γιατί, κατά τον μήνα Μάιο του έτους 6710 έφτασαν οι Δυτικοί με τα καράβια τους στην πόλη και μέσα σε διάστημα ένδεκα μηνών πραγματοποιήθηκε η άλωση). Και η μεγαλύτερη και πιο ξακουστή πόλη κυριεύτηκε, όταν —όπως λέγεται— ένας δυο σκαρφάλωσαν στα τείχη, από σκάλα που στηριζόταν σε κατάρτι ενός παρά πολύ μεγάλου εμπορικού πλοίου. Τώρα, για τα όσα συνέβησαν στην πόλη θα χρειαζόταν να ειπωθούν πολύ περισσότερα και είναι άσχετα με τον σκοπό της συγγραφής μας. Οπωσδήποτε όμως μπορεί ο καθένας να βάλει με τον νου του όλες τις συμφορές που συμβαίνουν στις πόλεις που κυριεύονται, δηλαδή και δολοφονίες κι αιχμαλωσίες αντρών και γυναικών, λαφυραγωγήσεις, καταστροφή από τα θεμέλια σπιτιών και καθετί άλλο που συνήθως συμβαίνει δια στόματος μαχαίρας. Όταν λοιπόν σι Ιταλοί κυρίευσαν την πόλη, αφού πραγματοποίησαν έφοδο από την ανατολική υψηλότερη πλευρά, λεηλάτησαν κι όλο το δυτικό τμήμα της πόλης, αλλά βέβαια λαφυραγώγησαν όχι μικρότερη περιοχή από το ανατολικά. Πρώτα λοιπόν έβαλαν στο χέρι τη δυτική πλευρά, ενώ όλοι οι κάτοικοι προσπάθησαν να φύγουν μακριά από αυτούς, σαν να τους καταδίωκε κάποιο θεόσταλτο χτύπημα.

 

5. Ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) Άγγελος λοιπόν, ο οποίος, όπως έχουμε εξιστορήσει, πρόλαβε να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη, αφού έφτασε στην περιοχή της Φιλιππούπολης, αλλά δεν έγινε δεκτός από τους κατοίκους, κατέληξε στην Μοσυνούπολη κι εγκαταστάθηκε εκεί. Ο Αλέξιος (Ε’) Δούκας πάλι, αυτός που είχε σκοτώσει τον γιο του Ισαάκιου, θέλοντας ν’ αποκτήσει συγγενικό δεσμό με αυτόν με γάμο, ταυτόχρονα με τη δολοφονία του γιου του Ισαάκιου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Αλεξίου (Γ'), την Ευδοκία, η οποία ήταν η μικρότερη από τις κόρες εκείνου. Αυτός δηλαδή είχε τρεις κόρες και η πρωτότοκη ονομαζόταν Ειρήνη, την οποία ο πατέρας της πάντρεψε με τον Αλέξιο Παλαιολόγο, στον οποίο απένειμε τον τίτλο του δεσπότη. Αυτόν όμως τον πήρε ο θάνατος πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η δεύτερη ηλικιακά ονομαζόταν Άννα, την οποία πάντρεψε με τον Θεόδωρο Λάσκαρη. Και η τρίτη τέλος είχε το όνομα Ευδοκία, την οποία πριν από καιρό ο πατέρας της την έδωσε σύζυγο στον κράλη της Σερβίας. Όπως όμως έλεγαν, όταν ο κράλης την έπιασε επ’ αυτοφώρω σε κάποιο κάμωμά της, την έστειλε πίσω στον πατέρα της και έτσι αυτή παρέμεινε χωρίς άντρα. Αυτήν λοιπόν ο Αλέξιος Δούκας, που αναφέραμε, αφού εγκατέλειψε τη νόμιμη σύζυγό του, παντρεύτηκε. Όταν λοιπόν οι Ιταλοί κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη, απέδρασε κι εκείνος από κει, παίρνοντας μαζί του και τη σύζυγό του Ευδοκία. Καθώς όμως έμαθε πως ο πεθερός του, ο βασιλιάς Αλέξιος, διαμένει στη Μοσυνούπολη, παίρνοντας θάρρος κατευθύνθηκε προς αυτόν. Ο Αλέξιος όμως και για πολλούς άλλους λόγους και καθόλου λιγότερο για το θέμα της θυγατέρας του τον αποστρεφόταν. Υποδυόμενος λοιπόν τον ρόλο του πεθερού υποδέχεται τον Αλέξιο κι αφού βόλεψε τον χώρο των λουτρών, τον προέτρεψε να λουστεί μαζί με την κόρη του. Μόλις λοιπόν ο Αλέξιος βρέθηκε μέσα στο λουτρό, όρμησαν όλοι μαζί εναντίον του οι υπηρέτες του βασιλιά Αλεξίου κι εκεί μέσα του έβγαλαν τα μάτια. Κι έλεγαν όσοι έτυχε να είναι παρόντες ότι η κόρη του Αλεξίου όρθια, δίπλα στην πόρτα των λουτρών, έλουζε τον πατέρα της με βρισιές κι αυτός πάλι την προπηλάκιζε για τον αδιάντροπο και λάγνο έρωτά της. Όντας πλέον τυφλός ο Αλέξιος (Ε’) Δούκας, που είπαμε, περιπλανιόταν στην περιοχή της Μοσυνούπολης, διασχίζοντας εκείνα τα μέρη σαν αλήτης. Ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) πάλι, αφού σηκώθηκε από εκείνα τα μέρη, κατευθυνόταν προς την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Όταν όμως οι Ιταλοί πραγματοποίησαν εξόρμηση από την Κωνσταντινούπολη και πέρασαν από τα μέρη της Μοσυνούπολης, ανακαλύπτοντας εκεί τον Αλέξιο (Ε’) Μούρτζουφλο, τον έσυραν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη και παίρνοντας οι Δυτικοί εκδίκηση για το μιαρό έγκλημά του που αναφέραμε —αυτό που διέπραξε στον γιο του βασιλιά Ισαάκιου—, τον καταδικάζουν σε θάνατο, γκρεμίζοντάς τον από ψηλά. Αφού δηλαδή τον ανέβασαν στην πιο ψηλή κολόνα, που ονομάζεται Ταύρος, τον γκρέμισαν κάτω. Τέτοιο ήταν λοιπόν το τέλος του, ενώ ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ') έφτασε στη Θεσσαλονίκη.

 

6. Αφού λοιπόν οι Ιταλοί κυρίευσαν την πόλη, έδωσαν το ελεύθερο στους κατοίκους της, όσοι απ’ αυτούς ήθελαν να παραμείνουν εκεί και να είναι υπήκοοί τους, ενώ οι άλλοι, που δε θα ήθελαν, να μπορούσαν να φύγουν ανεμπόδιστοι, σε όποιο μέρος επιθυμούσαν. Έτσι λοιπόν, όσοι έτυχε ν’ ανήκουν στην ανώτερη τάξη, εγκατέλειπαν την πόλη, άλλοι φανερά κι άλλοι κρυφά… (Το υπόλοιπο κείμενο μαζί με το πρωτότυπο μπορείτε να το βρείτε στο ... βιβλίο)

 

 


Τα γεγονότα σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως

 

[25]. Ενταύθα άρξομαι απ΄εδώ, θέλω του να σκολάσω
ετούτο όπου αφηγήσομαι, άλλο να καταπιάσω,
το πώς εγίνη η έμποδος εκεινών των πελεγρίνων,
κι αφήκαν το ταξείδι τους εκείνο της Συρίας,
κι απήλθαν κι εκερδίσασιν την Κωνσταντίνου πόλιν.
[26]. Ετότε εκείνον τον καιρόν, όπου σας αφηγούμαι,
ήτον βασιλέας της πολέου, εκεινής της Κωνσταντίνου,
ο βασιλεύς των Ρωμαίων, κυρ Σάκης ο Βατάτσης·
είχε αυτάδελφον κακόν, Αλέξιον τον ελέγαν·
τον βασιλέαν ετύφλωσε, την βασιλείαν απήρεν.
[27]. Εκείνος γαρ ο βασιλεύς κυρ Σάκης ο Βατάτσης
με του ρηγός, την αδελφήν, εκεινού της Αλαμάνιας,
είχεν υιόν παράξενον, Αλέξιον τον ελέγαν·
το ιδεί ότι ετύφλωσεν εκείνος τον πατήρ του,
ευθέως εμίσσεψε απ’ εκεί στην Αλαμάνια εδιάβη,
εκεί στον θείον του απέσωσεν στον ρήγαν της Αλαμάνιας·
λεπτώς του αφηγήσατο την πράξιν και τον βίον,
το πως ο θείος του ο ασεβής την βασιλείαν απήρεν.
[28]. Ο ρήγας γαρ, ως το ήκουσεν, μεγάλως το ελυπήθην·
εσκόπησεν, ως φρόνιμος, το πώς να του βοηθήση.
[29]. Εν τούτω λέγει προς αυτόν· «Υιέ μου και ανεψιέ μου,
το τι σε ποιήσει ουδέν έχω εις τούτο, το με λέγεις·
όμως μαντάτα ήκουσα -συντόμως με τα ηφέραν-
το πως το πλήθος των Φραγκών που στην Συρία υπαγαίνουν,
εκεί στον τάφον του Χριστού, στην Βενετίαν εσώσαν.
«Λοιπόν εμένα φαίνεται, αν θέλης ότι να το ποιήσης,
και δυνηθής να υποσχεθής του Πάπα της Ρώμης ετούτο,
ο,τι αν ορίση του λαού, εκείνων των πελεγρίνων,
ν΄ αφήσουν το ταξείδιν τους, εκείνον της Συρίας,
και απέλθουν στην Κωνσταντινούπολιν να σου την παραδώσουν,
να πιάσουν το βασίλειον σου να έχης την αφεντία σου,
να ποιήσουν πάντας τους Ρωμαίους να σέβωνται τον Πάπαν,
της Ρώμης γαρ την εκκλησίαν να έχουν προσκυνήσει,
να είναι ένα μετά μας εις του Χριστού την πίστιν,
ούτως ελπίζω και θαρρώ στην βασιλείαν σου να έλθης».
[30]. Ακούσων ταύτα όπου λαλώ Αλέξιος ο νέος Βατάτσης,
όλα τα υποσχήθηκεν, έταξεν να τα ποιήση.
[31]. Κι ο ρήγας, ως το ήκουσεν, πρόθυμα να υποσχιέται,
ώρισε γράφουσι γραφάς, πιττάκια εις τον Πάπα·
μανταταφόρους ώρθωσε και εις αύτον αποστέλνει,
λεπτομερώς του εμήνυσεν όσον λέγω ενταύτα.
Τι να σε λέγω τα πολλά α λάχη να βαρειέσαι;
Ο Πάπας, ως το ήκουσεν, εχάρηκε μεγάλως·
ώρισε, έγραψαν παρευτύς εκεί εις τους πελεγρίνους,
γαρδενάριν απέστειλε, λεγάτον τον εποιήσεν.
Ευχήν και παρακάλεσιν απέστειλεν εις όλους,
ότι, εάν αφήσουν της Συρίας εκείνο το ταξείδιν,
να απέλθουν εις την Κωνσταντινούπολιν να βάλουν τον Αλέξην,
του βασιλέως γαρ τον υιόν, εκεινού του κυρ Σάκη,
εις το σκαμνί της βασιλείας να τον έχουν θρονιάσει,-
όσοι αποθάνουν εις αυτό εκείνο το ταξείδιν,
να έχουν συμπάθειον κι άφεσιν από τες αμαρτίες τους,
ώσπερ να αποθάνασιν εις του Χριστού τον τάφον.
[32]. Ο γαρδενάρης που λαλώ, εκείνος ο λεγάτος,
επήρεν τα προστάγματα του αγιωτάτου Πάπα·
ώδεψε από την Λουμπαρδίαν, στην Βενετίαν εσώσεν,
εσέβην εις το κάτεργον, απήλθεν εις την Τσάραν.
Εκ το άλλο μέρος έσωσεν Αλέξης ο Βατάτσης·
ο ρήγας τον απέστειλεν από την Αλαμάνιαν.
Αφότου αποσώσασιν εκείσε εις την Τσάραν,
εγένετον διαλαλημός  ‘ς όλους τους πελεγρίνους,
να σωρευτούν κι ακούσωσι τον ορισμόν του Πάπα.
Εν τούτω τους εσύντυχεν εκείνος ο λεγάτος,
του Πάπα τα προστάγματα ώρισεν κι αναγνώσαν.
[33]. Λεπτομερώς τους έδειξεν την στράταν της Πολέου,
Το πως ένι διαφορική πλέον παρά της Συρίας·
επεί ένι δια καλλιώτερον τους χριστιανούς να βάλουν
εις ισιασμόν και ομοιότητα, τους Φράγκους με τους Ρωμαίους,
παρά να υπάγουν στην Συρία άνευ καμμίας ελπίδος.
[34]. Πολλά εταραχεύτησαν τινές εις τα φουσάτα,
όπου αγαπούσαν ν  απελθούν εκεί στον άγιον τάφον·
και δια το ισιάστησαν οι καλλιώτεροί τους
να αφήκουν την στράταν της Συρίας, ν’ απέλθουν εις την Πόλιν,
εστράφησαν εις την Φραγκίαν τινές πλείστοι κλεράδες·
δια του λεγάτου την διδαχήν, δια την ευχήν του Πάπα,
επέσαν οι άλλοι εις όρεξιν να απέλθουν εις την Πόλιν.
[35]. Ο δούκας γαρ της Βενετίας ιδών την προθυμίαν,
ωσαύτως όλον το κοινόν της Βενετίας μετ  αύτον,
είπαν κι  εσυμβουλεύτησαν να υπάουν κι αυτοί στην Πόλιν
αφείν είχαν τα πλευτικά εκείνα τα περσά τους·
επεί αν ηθέλαν να στραφούν στην Βενετίαν οπίσω,
ως εντροπή, κατηγορία, ήτον της Βενετίας.
Εν τούτω εσυμβιβάστησαν, εις τούτο αφιρώσαν,
ότι δια την συμπάθειαν του αγιωτάτου Πάπα,
και δεύτερον δια την τιμήν όλης της Βενετίας,
να υπάουν κι αυτοί στην συντροφίαν εκεί των πελεγρίνων·
[36]. Και αφότου εσυμβιβάστησαν οι άπαντες του φουσάτου,
από την Τσάρα εξέβησαν ωρθώσαν και υπαγαίναν·
ολόρθα υπάουν της Ρωμανίας, εσώσαν εις την Πόλιν·
οι Φράγκοι επεζέψασιν ευθέως εις την στερέαν,
κι  οι Βενετίκοι εστήκασιν απάνω εις τα καράβια.
Της Πόλεως γαρ να σε έχω ειπεί το πως κείται η χώρα·
ως άρμενον την προσομοιώ, τρίγωνος γαρ υπάρχει,
τα δύο μέρη στην θάλασσαν, το τρίτον στην στερέαν.
[38]. Διατί το βάθος του γιαλού ένι βαθύ και μέγα,
τόσον αυτής της θάλασσας ομοίως και του λιμιώνος,
όπου ένι γύρον της Πολέου, ωσάν σε το αφηγούμαι,
όχι τα κάτεργα αλλά δη οι κόκες, τα καράβια,
ερχόντησαν μέχρι εις την γην ωσάν να ήσαν βάρκες.
Οι Βενετίκοι, ως φρόνιμοι τεχνίτες της θαλάσσου,
με πονηρίαν και φρόνεσιν, μετά μεγάλης τέχνης,
γεοφύρια εποιήσασιν απάνω εις τα καράβια·
με τέχνην και με φρόνεσιν τα ερρίπταν εις τους τοίχους,
με τα σκουτάρια και σπαθία εσέβησαν ολόρθα,
απάνω εις τους τοίχους της Πολέου εσέβησαν απέσω.
Οι Φράγκοι γαρ εκ την στερεάν ήτον ο πόλεμός τους·
αλλά ου και ισχύσασι ποσώς να βλάψουσι την Πόλιν.
[39]. Τι να σε λέγω τα πολλά α λάχη να βαρειέσαι;
οι Βενετίκοι εσέβησαν πρώτα στην Πόλι απέσω·
η Πόλις επιάστη από σπαθίου, ωσάν σε το αφηγούμαι.
Εκείνος ο Αλέξιος ο κακός, ο άπιστος βασιλέας
έφυγεν, ως ημπόρεσεν, απέρασεν εις το Σκουτάρι,
εδιάβη στην Ανατολήν, εξέβη από την Πόλιν.
Εν τούτω τα αρχοντόπουλα όπου ήσαν της Πολέου,
το ιδεί το πλήθος των Φραγκών που εσέβησαν απέσω,
σπουδαίως γοργόν εδράμασιν στην φύλαξιν όπου ήτον
εκείνος γαρ ο βασιλέας κυρ Σάκιος ο Βατάτσης·
τα σίδερα του εξέβαλαν, εις το παλάτι απήλθαν·
στον θρόνον τον εκάθησαν, ούτως τυφλός ως ήτον.
[40]. Οι Φράγκοι γαρ ως έμαθαν περί του βασιλέως
εκράξαν τον μισίρ Ντζεφρέ, τον πρωτοσύμβουλόν τους,
μετά ταύτα άλλους άρχοντας, ευγενικούς ανθρώπους·
λεπτώς τους επαρήγγειλαν στον βασιλέαν ν’  απέλθουν,
να επάρουν γαρ και μετ  αυτούς Αλέξιον τον υιόν του·
να του συντύχουν φρόνιμα την πράξιν και τον βίον,
τες συμφωνίες όπου έποικεν ο υιός του με τον Πάπαν,
αν ένι ότι αρέσουν του και θέλει να τες στέρξη.
Σπουδαίως απήλθαν εις αυτόν εκείνοι οι αποκρισάροι·
ηύραν εκεί τον βασιλέα, στον θρόνον εκαθέτον·
τιμητικά τον χαιρετούν από τους κεφαλάδες·
λεπτώς του αφηγήθησαν τες συμφωνίες εκείνες,
όπου έποικεν ο υιός αυτού μετά τον Πάπα Ρώμης·
αν αγαπά κι ορέγεται να τες έχει στερεώσει.
[42] Ενταύθα γαρ ο βασιλεύς κυρ Σάκης ο Βατάτσης
φρόνιμα απεκρίθηκεν, ως βασιλεύς όπου ήτον·
«Άρχοντες, φίλοι κι αδελφοί, όσον εποίησε ο υιός μου,
κι ο αδελφός μου μετ’  αυτού, ο ρήγας της Αλαμάνιας,
εγώ το θέλω κι αγαπώ, στέργω το μετ’  εκείνους·
ποιήσατε προστάγματα, κι  εγώ να τα βουλλώσω».
Αφότου γαρ εγίνησαν οι συμφωνίες εκείνες,
περιέστησαν οι αρχηγοί του φράγκικου φουσάτου,
δια το ήτον έμπα του καιρού, και εσέβαινε ο χειμώνας,
να εξεχειμάσουσιν εκεί εις της Πόλεως την χώραν·
κι εις τον ερχόμενον καιρόν, εις το έμπα του μαρτίου,
να έχουν κινήσει ενομού μετά τον βασιλέα,
κι εις την Συρίαν να απελθούν κατά τες συμφωνίες τους.
[44 ] Μετά βουλής και ορισμού κυρ Σάκη του Βατάτση
εστέψασιν δια βασιλέαν Αλέξιον τον υιόν του.
Εν τούτω εσυμβουλεύτησαν μετά τον βασιλέα.
[45] Αφότου γαρ εστέψασιν Αλέξιον τον υιόν του
δια αφέντην και βασιλέα όλης της Ρωμανίας,
ουδέν επέρασε ποσώς ένας μήνας σωζάτος
- καθώς ευρίσκεται από αρχής το γένος των Ρωμαίων
εις δολιότητα πολλήν κι εις απιστίες μεγάλες -
τινές από τους άρχοντες, τους πρώτους της Πολέου,
απήλθαν εις τον βασιλέα Αλέξιον τον Βατάτσην,
και λέγουσι ούτως προς αυτόν· «Δέσποτα, βασιλέα,
αφών επρόσταξεν ο Θεός κι έχεις την βασιλείαν σου,
τι σε ήφερεν, αφέντη μας, εις την Συρίαν να απέλθης;
το διάστημα ένι πολύ εδώθεν στην Συρίαν,
οι έξοδες, τα πλευτικά πολύ θέλουν κουστίσει·
και άλλο μεγαλιώτερον, πολλάκις και χαθούμεν
στα πέλαγα της θάλασσας, θέλεις εις την στερέαν.
Ετούτοι οι Φράγκοι, όπου θεωρείς, πολλά ειν  θεληματάροι.
ομοίως κι ελαφροκέφαλοι, ότι τους δόξη, κάμνουν·
ας τους αφήκωμε να υπάν εις Θεού την κατάραν,
και ημείς ας απομείνωμεν εδώ στα ιγονικά μας».
Ο βασιλεύς, ως νεούτσικος και απαίδευτος του κόσμου,
γοργόν εσυγκατέβηκεν εις την βουλήν εκείνην.
Είπαν· «Και πως να έχη γενεί, να τους αποφληθούμε;» -
«Ας τους αφήκωμε ακομή κανέναν μήναν πλέον·
τες διοίκησες όπου βαστούν να τες έχουν εξοδιάσει,
κι ούτως να ποιήσωμε εναρχίαν να τους έχωμε εξαλείψει».
Καθώς το εσυμβουλεύτησαν, ούτως και το επληρώσαν.
[47] Αφών επλήρωσε ο καιρός, κανένας μήνας, δύο,
- είχον χωρικόν τον λογισμόν θαρρώντα να προκόψουν -
τες πόρτες της Πολέου εσφάλισαν και φύλαξες εβάλαν·
τους Φράγκους όπου ευρέθησαν εντός τότε της Πόλης,
εις το σπαθί τους έβαλαν, όλους τους απεκτείναν.
Έδε ασέβειαν που έποικαν οι ασεβείς Ρωμαίοι
εις χριστιανούς ορθόδοξους κι αληθινούς ανθρώπους,
όπου εκοπίασαν κι έβαλαν τον βασιλέαν εκείνον
εις το σκαμνί της βασιλείας όπου το είχεν χάσει.
Ο Θεός γαρ ο εύσπλαχνος, ο δίκαιος εις τα πάντα,
ευδόκησεν η χάρη του ετότε εις τον φόνον εκείνον,
ότι κανείς ευγενικός από τους πλούσιους Φράγκους,
ουδέν ηυρέθηκεν τινάς εκεί εις την Πόλι απέσω
μόνον και άνθρωποι φτωχοί, τεχνίτες υποχέροι.
Τα γαρ φουσάτα των Φραγκών όπου έστηκαν απέξω
της χώρας Πόλεως, σε λαλώ, ωσάν σε το αφηγούμαι,
το ακούσει, ιδεί την ταραχήν, τον σουγλισμόν του φόνου,
τον θόρυβον και τας φωνάς εκεινών που εσκοτώναν,
ευθέως γοργό αρματώνονται πεζοί και καβαλλάροι·
επιάσαν γαρ εκ τους Ρωμαίους, ηρώτησαν το πράγμα,
το πως εγίνη η εναρχία, την εποιήσαν οι Ρωμαίοι,
την απιστίαν όπου έποικαν αρτίως εις τον λαόν μας.
Κι εκείνοι όπου το εξεύρασιν επληροφόρησάν τους
τον τρόπον και την αφορμήν, το εις τι σκοπόν το εποίκαν.
[48] Ακούσων ταύτα οι αρχηγοί του φράγκικου φουσάτου,
τους Βενετίκους άφησαν την θάλασσαν φυλάττουν,
και πλείστον έτερον λαόν πάλε από την στερέαν·
κι ο άλλος έτερος λαός του πλήθους του φουσάτου
εδώκαν τα σαλπίγγια τους, τα φλάμουρα εξαπλώσαν,
τα αλάγια εχωρίσασιν, πεζοί και καβαλλάροι.
Από την Πόλι εξέβησαν, άρχισαν να κουρσεύουν
τους τόπους κι όλα τα χωρία, τα μέρη Ρωμανίας,
μέχρι στην Ανδριανόπολιν εσώσαν κι εκουρσέψαν·
πέντε ημερών το κάμνουσιν στράταν από την Πόλιν.
Κι αφότου εχορτάσασιν κούρσος και πλήθος κέρδου,
εγνώμιασαν και ηύρασιν ότι είχαν πλέον κερδίσει
παρά όπου είχαν στα κάτεργα και εις όλα τα πλευτικά τους·
ενταύθα οπίσω εστράφησαν, ήλθασιν εις την Πόλιν.
[49] Ακούσων ταύτα ο βασιλεύς, κυρ Σάκης ο Βατάτσης,
μεγάλως το εβλαστήμησεν, σφόδρα το ελυπήθην·
ουδέν έξευρεν ποσώς εκ την βουλήν εκείνην
όπου έδωκαν του υιού αυτού Αλέξη του Βατάτση
εκείνοι οι θεοκατάρατοι, οι άνομοι δημηγέρτες.
Ώρισεν και εκράξασιν Αλέξιον τον υιόν του·
μεγάλως τον ατίμωσεν, εχόλιασέν τον σφόδρα,
και λέγει ούτως προς αυτόν μετά δακρύων τους λόγους·
«Ειπές μου, θεοκατάρατε, ουκ είσαι εσύ υιός μου;
πως το εθυμήθης, άπιστε του Θεού και των αγίων,
την απιστίαν όπου έποικες και την δημηγερσίαν
’ς εκεινούς όπου σ’  έποικαν να είσαι βασιλέας;
Ούτως σε αρμόζει από τον νυν να σε κρατούν οι πάντες,
ωσάν εκείνον τον άπιστον Ιούδαν τον Σκαριώτην,
όπου έποικεν την προδοσίαν του Κυρίου της Δόξης.
Γοργόν σε ορίζω να με ειπής το ποιοι σ’  εσυμβουλέψαν
να ποίσης τούτο το έποικες, την τόσην απιστίαν;
ατίμωσες την βασιλείαν, το γένος των Ρωμαίων·
ποίος να πιστέψη από του νυν Ρωμαίου τινός ανθρώπου;»
Εκείνος από του φόβου του κι από στενοχωρίας του,
ουκ είχεν πως το αρνηθή· είπεν και μαρτυρά τους
εκείνους τους πανάπιστους που τον εσυμβουλέψαν.
Ώρισε ευθέως ο βασιλεύς κι ηφέραν τους ομπρός του·
τους οφθαλμούς τους εξέβαλεν, στην φυλακήν τους βάνει·
κι απέκει κράζει δύο άρχοντες, πρώτους του παλατίου.
[50]. Ορίζει γράφει γράμματα ‘ς εκείνον τον μαρκέσην
ωσαύτως και εις τους έτερους κοντάδες, κεφαλάδες.
Εξαφορμίστη προς αυτούς, μεθ’ όρκου τους το εμήνα,
ότι ποτέ ουκ ήξευρεν την απιστίαν εκείνην,
όπου έποικεν ο υιός αυτού μετά τους δημηγέρτες.
«Παρακαλώ σας, άρχοντες, το πράγμα να πραΰνη·
ας λείψουσιν τα σκάνταλα, μηδέν γενή το πλείον.
Εδώ κρατώ τους άπιστους στην φυλακήν απέσω·
τυφλούς τους έχω, επάρετε, ορίσετε ας τους κρίνουν,
ως δημηγέρτες άπιστους του Θεού και των αγίων.
Εγώ γαρ τα προστάγματα όπου έχομε αμφοτέρως,
τες συμφωνίες κι ομόλογα, κρατώ τα αφιρωμένα·
στέργω να τα πληρώσωμεν άνευ κανενός δόλου.
Το κούρσον όπου εποίκετε και η αιχμαλωσία,
ας ένι εις ανταμοιβήν του φόνου του λαού σας·
ο υιός μου γαρ νεούτσικος κι απαίδευτος του κόσμου,
παρακαλώ σας, άρχοντες, ως αδελφούς και φίλους,
ας έχη την συμπάθειον σας, μετ’ εσάς να αποθάνη·
από του νυν και έμπροστεν ως αδελφός σας να ένι·
ας ένι ειρήνη εις εμάς, αγάπη κι ομοτόνια.
Εξεχειμάστε ενομού εδώ στην Πόλιν μέσα,
και εις του καιρού την άνοιξιν να υπάτε της Συρίας·
ο υιός μου να έλθη μετ’  εσάς κατά τες συμφωνίες μας».
Ακούσων ταύτα οι άρχοντες του φράγκικου φουσάτου,
βουλήν επήραν ενομού, ισιάστηκαν εις τούτο·
εγίνη αγάπη εις αυτούς καθώς ήτον και πρώτον.
Εν τούτω εξεχειμάσασιν, ήλθεν ο μάρτης μήνας·
οι Φράγκοι ωκονομήθησαν να θέλουν υπαγαίνει
εκείσε εις το ταξείδιν τους, εις του Χριστού τον τάφον.
[51]. Ενταύτα απήλθεν εις αυτούς ο βασιλεύς Αλέξιος
και είπεν ούτως προς αυτούς, επαρακάλεσέ τους·
«Άρχοντες, φίλοι κι αδελφοί, συντρόφοι ηγαπημένοι,
εσείς εξεύρετε καλά τον φτόνον του διαβόλου,
το πως μας εσκαντάλισε εις την νεότητά μας.
Λοιπόν εγώ ευρίσκομαι εις όλα μου αρχικάρης,
κι ουδέν έχω τα πράγματα όπου μου κάμνουν χρεία,
ούτως ως πρέπει εις θέλημα δια το ταξείδιν ετούτο.
Και άλλο πάλε σας λαλώ, πληροφορέθητέ το·
από αφορμής του σκάνταλου ετούτου όπου εγινέτον
ου προθυμούσιν οι Ρωμαίοι να εσμίξουν με τους Φράγκους·
δια τούτο λέγω, προς εσάς, αξιοπαρακαλώ σας,
να έχω συμπάθειον από εσάς ημέρες δεκαπέντε
να ορθώσω τα φουσάτα μου και να σας καταφτάσω».
[52]. Οι Φράγκοι γαρ το εστέρξασιν, κινούσιν κι υπαγαίνουν·
την Ηράκλειαν επέρασαν· πάντα κοντά αναμένουν
εκείνον γαρ τον βασιλέαν Αλέξιον τον Βατάτσην.
Ακούσατε οι άπαντες, Φράγκοι τε και Ρωμαίοι,
όσοι πιστεύετε εις Χριστόν, το βάφτισμα φορείτε,
ελάτε εδώ να ακούσετε υπόθεσιν μεγάλην,
την κακοσύνην των Ρωμαίων, την απιστίαν όπου έχουν.
Ποίος να θαρρέση εις αυτούς, όρκον να τους πιστέψη,
αφών τον Θεόν ου σέβονται, αφέντη ουκ αγαπούσιν;
ο εις τον άλλον ουκ αγαπά μόνον με πονηρίαν.
[53]. Αφών οι Φράγκοι εξέβησαν εκείθεν εκ την Πόλιν,
οκάποιος πλούσιος άνθρωπος, άρχων από την Πόλιν,
Μούρτζουφλον τον ελέγασιν, ούτως είχεν το επίκλην,
ιδών τον γέρο βασιλέα το πως τον ετυφλώσαν,
κι Αλέξιον τον υιόν αυτού το πως υπήρχε νέος,
ελόγιασεν την βασιλείαν με πονηρίαν να επάρη.
Κράζει τινές του συγγενείς, φίλους τε και γειτόνους,
τσαγδάρους και λιμαρικούς, βουλήν με αυτούς απήρεν
Αλέξιον γαρ τον βασιλέα επιάσαν κι εφονέψαν·
εις μοναξίαν τον ηύρασιν κι εθανατώσανέ τον,
εστέψασιν τον Μούρτζουφλον, το στέμμα του εφορέσαν,
ωνομάσαν τον βασιλέα, ούτως τον ευφημήσαν.
[54]. Ενταύτα γαρ ως το είδασι τινές από την Πόλιν,
ακούσων του παράξενου του βασιλέως τον φόνον,
βαρκέτταν αρματώσασιν πενήντα δύο κουπίων·
επλέψασιν κι απήλθασιν, εσώσασιν τους Φράγκους,
εκείσε όπου υπαγαίνασιν στα μέρη της Συρίας·
λεπτομερώς τους είπασιν κι επληροφόρησάν τους,
του βασιλέως τον θάνατον το πως τον εσκοτώσαν,
ο Μούρτζουφλος ο άπιστος την βασιλείαν απήρεν.
[55]. Οι Φράγκοι γαρ, ως το ήκουσαν, εθλίβησαν μεγάλως·
απαύτου απήρασιν βουλήν το πως να έχουν πράξει.
Τι να σε λέγω τα πολλά και να σε τα εμορφίζω;
Ακούσων ταύτα οι άρχοντες του φράγκικου φουσάτου,
μεγάλως το εθαυμάστησαν, εις σφόδρα το λυπούνται,
και άρχισαν να λέγουσιν οι φρονιμώτεροί τους,
να καταργίζουν τους Ρωμαίους με την υπόληψίν τους·
«Τις να πιστέψη εις Ρωμαίον εις λόγον είτε εις όρκον;
λέγουσιν ότι είναι Χριστιανοί και στον Θεόν πιστεύουν·
εμάς τους Φράγκους μέμφονται, λέγουν, κατηγορούν μας,
σκύλους μας ονομάζουσι, ατοί τους επαινούνται·
λέγουν ότι είναι Χριστιανοί και βάφτισμα φορούσιν·
αυτοί και μόνοι λέγουσιν ότι εις Χριστόν πιστεύουν.
Μετά τους Τούρκους κάθονται, πίνουν και εστιάζουν
και τίποτε ουκ ελέγουσιν ουδέ κατηγορούν τους·
και μετά μας αν φάγουσι στα καύχη καναντίζουν·
στην εκκλησία τους εάν συμβή Φράγκος να λειτουργήση,
σαράντα ημέρες λείπεται άψαλτη η εκκλησιά τους.
Ακούσατε τες αίρεσες, τες έχουν οι Ρωμαίοι·
ατοί τους γαρ και μοναχοί αλλήλως επαινούνται
κι  εμάς τους Φράγκους μέμφονται, εμάς κατηγορούσιν,
όπου κρατούμε του Χριστού την πίστιν και τον νόμον,
καθώς μας το εδιδάξασιν, εκείνοι οι άγιοι αποστόλοι.
Ο πρώτος γαρ απόστολος ήτον ο άγιος Πέτρος,
οπού τον εθρόνιασε ο Χριστός πρώτον της οικουμένης·
του παραδείσου τα κλειδία του έδωκεν ατός του·
την εξουσίαν του έδωκε να δέση και να λύση·
όσον ποιήση εις την γην, εις ουρανούς να στέργη.
Εκείνος γαρ ο απόστολος ως φρόνιμος όπου ήτον,
και είχεν την χάριν του Χριστού τον ορισμόν του ωσαύτως,
διότι τους χρόνους εκεινούς η πόλις γαρ της Ρώμης
τον κόσμον όλον αφέντευεν, όλην την οικουμένην,
δια να πατάξη τα είδωλα, την απιστίαν των έθνων,
και του Χριστού την εκκλησίαν να αυξήση και στερεώση.
Εκεί απήλθεν και ωκοδόμησεν της εκκλησίας τον θρόνον·
εκεί τον εσταυρώσασι δια του Χριστού την πίστιν.
Απαύτου γαρ εξήλθασιν τινές πλείστοι Παπάδες,
όπου εκρατούσαν το σκαμνί της εκκλησίας της Ρώμης.
Οι Φράγκοι γαρ και οι Ρωμαίοι πίστιν μίαν εκρατούσαν·
της οικουμένης οι αρχιερείς, Φράγκοι τε και Ρωμαίοι,
οι πατριάρχαι κι οι αρχιερείς οι πρώτοι της οικουμένης,
επαίρναν την χειροτονίαν έκαστος από εκείνον,
όπου ήτον Πάπας κι αρχιερεύς εις το σκαμνί της Ρώμης.
Διαβόντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι,
Έλληνες είχαν το όνομα, ούτως τους ωνομάζαν,
- πολλά ήσαν αλαζονικοί, ακομή το κρατούσιν -
από την Ρώμη απήρασιν το όνομα των Ρωμαίων.
Απ’ αύτης της αλαζονείας, την έπαρσιν όπου είχαν
αφήκασιν τον όρδιναν της εκκλησίας της Ρώμης,
και στήκουν ως σχισματικοί, μόνι το καύχος έχουν.
Τηρήσετε, άρχοντες καλοί, την απιστίαν όπου έχουν·
λέγουν ότι είναι Χριστιανοί, και αλήθειαν ου κρατούσιν·
τον όρκον τους ουδέν κρατούν, ουδέ Θεόν φοβούνται·
μόνον το βάφτισμα έχουσι το της χριστιανωσύνης.
Ιδέ το ορίζουν οι γραφές και τα βιβλία όπου έχουν·
την διδαχήν όπου έποικαν οι δώδεκα αποστόλοι,
οι τέσσαροι ευαγγελισταί όπου μας εφωτίσαν,
την πράξιν όπου έποικαν ετότε εις τον κόσμον,
όταν ήταν ο Χριστός και εις γην περιεπάτει·
κι απαύτου πάλε η διδαχή όπου μας εδιδάχτη,
της εκκλησίας τον όρδιναν το πως να τον κρατώμεν·
όλα τα ελαττώσασιν αφότου εχωρίσαν
από της Ρώμης Εκκλησίας, που ένι καθολική μας,
κι αφήκαν την χειροτονίαν του αγιωτάτου Πάπα,
κι αλλήλως γαρ χειροτονούν τον Πατριάρχην που έχουν.
Λοιπόν αφότου ου σέβονται την Εκκλησίαν της Ρώμης,
διατί να υπάμε εις την Συρίαν κι ου μη να στραφούμε οπίσω;
να επάρωμεν των άπιστων την αφεντίαν όπου έχουν·
αφότου τον αφέντην τους τον βασιλέαν επνίξαν;
Κι απ’ αυτού γαρ τηρήσετε την ασέβειαν όπου έχουν
τον βασιλέαν όπου είχασιν δια φυσικόν αφέντην,
με φτόνον και δημηγερσίαν, εσφάξαν κι απεκτείναν.
Τις να πιστέψη εις αυτούς, εις όρκον είτε εις λόγον,
να τους κρατήση Χριστιανούς, ως το λαλούν και λέγουν;
με λόγια είναι Χριστιανοί, το έργον γαρ τους λείπει·
ανάθεμα τον Χριστιανόν όπου να τους πιστέψη.»
Αφότου γαρ εθλίβησαν τον βασιλέαν οι Φράγκοι
κι  είπαν τες παραπόνεσες και των Ρωμαίων τες πράξες,
άρξαν να συμβουλεύωνται το πως θέλουσιν πράξει.
Τινές απ’ αύτους αλεγαν εις την Συρίαν να απέλθουν,
κι άλλοι, οι φρονιμώτεροι, είπαν κι  εσυμβουλέψαν,
τέτοιαν βουλήν εδώκασιν, ωσάν σε το αφηγούμαι·
»Αφότου οι άπιστοι Ρωμαίοι, εκείνοι οι δημηγέρτες,
τον βασιλέαν εσκότωσαν, τον φυσικόν τους αφέντην,
όπου έπρεπε να τον κρατούν δεύτερον του Κυρίου,
και ουκ έχουν άλλον φυσικόν να τους έχη αφεντεύει·
περί να υπάμε εις την Συρίαν τα ουκ έχομεν γυρεύει,
ενταύτα στρέμμα ας ποιήσωμεν απέσω εις την Πόλιν,
και πόλεμον ας δώσωμεν όλοι με τ  αρματά μας.
Κι αν δώση ο Θεός και πάρωμεν την Κωνσταντίνου πόλιν,
την βασιλεία ας κρατήσωμεν όλης της Ρωμανίας».
Εν τούτω εσυμβιβάστησαν οι κεφαλάδες όλοι·
ωσαύτως όλον το κοινόν του φράγκικου φουσάτου·
τα πλευτικά τους ώρισαν, τα άρμενα εγυρίσαν.
[56] Τι να σε λέγω τα πολλά; κι εγώ πολλά βαρειόμαι·
εστράφησαν οι Φράγκοι μας εκείσε εις την Πόλιν,
κι αφότου απεσώσασιν εκείσε εις τον λιμιώνα,
την χώραν ετριγύρισαν της γης και της θαλάσσης.
Οι Φράγκοι εμηχανεύτησαν ωσάν κι οι Βενετίκοι·
μετ’ αύτους ήσαν ενομού ομοίως και οι Προβεντσάλοι
ωσαύτως κι εκ του Μουφαρά εκείνοι οι Λουμπάρδοι.
Τα τριπουτσέτα εστήσασιν όλα από την στερέαν,
τες σύνταξες εχώρισαν, τον πόλεμον αρχίσαν.
Από του πλήθους των τσαγρών άνθρωπον ουκ αφήναν
να στέκη απάνω εις τα τειχέα της χώρας της Πολέου.
Είχαν και σκάλες ξύλινες, καλά σιδερωμένες·
εις τα τειχέα τες έστησαν δια να σέβουν απέσω.
Οι καβαλλάροι επέζεψαν απάνω εκ τα φαρία·
το ιδεί τες σκάλες, έδραμαν, εσέβησαν απάνω.
Ούτως, ωσάν σε το λαλώ, επιάστη ετότε η Πόλις,
οι Φράγκοι εσέβησαν εμπρός απέκει εκ την στερέαν,
κι οι Βενετίκοι πάλε εσέβησαν απάνω εκ τα καράβια,
εκείθεν όπου εστήκασιν τον γύρον της θαλάσσου.
Ιστέον γαρ να εξεύρετε ότι επιάστη η Πόλις,
ωσάν επιάστη πρότερον από τους Βενετίκους,
εις του νοεμβρίου τες τέσσαρες ημέρες ήτον τότε·
το δε υστερνόν και δεύτερον το πιάσμα της Πολέου,
εις του απριλίου τες τέσσαρες εγίνη πάλε εκείνο.
Από του πλήθους του λαού, του δυνατού πολέμου,
τινάς ουκ ίσχυσεν ποσώς να φύγη από την Πόλιν.
[57] Επιάσαν γαρ τον Μούρτζουφλον τον άπιστον εκείνον,
των αρχηγών τον ήφεραν δια να τον έχουν κρίνει.
Μεγάλως το εχάρησαν οι ευγενικοί κοντάδες·
όχληση ηγίνη, ταραχή, το τι κρίσιν να πάθη.
[58] Οκάποιος γέρων άνθρωπος ευρέθη εκεί εις την Πόλιν·
άνθρωπος ήτον φρόνιμος, γραμματικός εις σφόδρα·
το ακούσει πως ηθέλασιν οι Φράγκοι να τον έχουν κρίνει,
εκείνον τον πανάπιστον τον Μούρτζουφλον σε λέγω,
έδραμε εκείσε εις εκεινούς όπου ήσαν κεφαλάδες,
όπου είχαν γαρ την εξουσίαν εις όλα τα φουσάτα·
άρχισε λέγει προς αυτούς, επληροφόρησέ τους,
το πως ο κάποιος βασιλέας - κυρ Λέον τον ωνομάζαν,
φιλόσοφος ήτον φοβερός και προφητείες εποίκεν -
πολλά πράγματα έποικε εκείσε εις την Πόλιν·
άλλα επληρώσαν τον καιρόν όπου έμελλε να έλθουν,
κι άλλα πάλε αναμένασιν να έλθη ο καιρός τους.
Λοιπόν εκεί πλησίον ομπρός εις την Αγίαν Σοφίαν
έστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλόν υπάρχει·
γράμματα έποικεν γλυπτά, γράφουσιν ως σε λέγω·
«Απέδω ετούτο το κιόνι οφείλουν εγκρεμνίσαι
τον βασιλέα τον άπιστον της Κωνσταντίνου Πόλης».
Λοιπόν, ως φαίνει, άρχοντες, η προφητεία επληρώθη·
αφών το κιόνι έχετε κι αυτόν τον δημηγέρτην,
πληρώσετε την προφητείαν του φιλοσόφου εκείνου»·
[59] Το ακούσει το οι άρχοντες μεγάλως το εθαυμάσαν.
απήρασι τον γέροντα το κιόνι να τους δείξη·
κι αφών απήλθαν εις αυτό κι επληροφόρεσάν το
μεγάλως το εθαυμάστησαν και πάλε εχάρησάν το,
διατί ηύραν το επιδέξιόν τους τον άπιστον να κρίνουν,
ωρίσαν γαρ και ηφέραν τον κι εκεί τον ανεβάσαν,
από του ύψους του κιονίου κάτω τον εγκρεμνίσαν·
οι δαίμονες εφάνησαν που απήραν την ψυχήν του.
[60] Αφότου γαρ εγίνετον του δημηγέρτη η κρίσις
όλοι οι μεγάλοι άρχοντες, οι πρώτοι του φουσάτου,
εις το παλάτι απήλθασιν του βασιλέως εκείνου·
βουλήν απήραν ενομού μικροί τε και μεγάλοι
το πως να πράξουν αισθητά περί της βασιλείας.
[61] Τα λόγια ήσασιν πολλά έως ου να τα διακρίνουν.
το γαρ εις τέλος, είπασιν, ούτως το εσφαλίσαν·
ότι αφών υπαγαίνασιν εκείσε εις την Συρίαν,
κι ο Πάπας ο αγιώτατος μετά εντολής μεγάλης
τους ώρισε να αφήκουσι εκείνο το ταξείδιν,
ν’ απέλθουν και να βάλουσιν Αλέξιον τον Βατάτσην
εις το σκαμνί της βασιλείας, κι εκείνοι τον εβάλαν·
κι απαύτα από τους ίδιους του κι εκ των Ρωμαίων το γένος,
εσφάξαν και απέκτειναν κι  εθανατώσανέ τον,
κι ουκ ένι άλλος απ’  αυτού άξιος της βασιλείας·
«ας το κρατήσωμεν δια εμάς κι ας μείνωμεν ενταύτα,
με δίκαιον την απήραμεν, με του σπαθίου το ξίφος».
[62] Κι αφότου το αφιρώσασιν ούτως, ωσάν το λέγω,
βουλήν απήραν απ’ αυτού να ποιήσουν βασιλέα.
Εκλέξαν δώδεκα άρχοντες, άξιους, φρονιμωτάτους·
οι έξι ήσαν αρχιερείς και οι έξι φλαμουριάροι·
συνθήκες όρκον έποικαν, να εκλέξουν βασιλέα
με πιστοσύνην του Θεού, άνευ τρόπου και δόλου.