Ελληνικός Πολιτισμός, Μάχες

Οι αλώσεις της Θεσσαλονίκης


 

Η αλήθεια των γεγονότων, και ιδίως των ιστορικών γεγονότων, είναι κρυμμένη καλά. Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι την ξέρει; Όταν, μάλιστα, τα γεγονότα αυτά έχουν σπουδαία ιστορική σημασία για ένα λαό, τότε όλα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα και το γεγονός γίνεται μύθος, θρύλος, τραγούδι, πόνος και καημός ή ακόμη ένα όπλο για εκμετάλλευση, πολιτικολογία, δικαιολογία.

Στις σελίδες αυτές γίνεται μια προσπάθεια να συγκεντρωθούν τα κείμενα που γράφτηκαν σχετικά με τις αλώσεις της Θεσσαλονίκης. Εκτός από τις απαραίτητες επεξηγηματικές πληροφορίες δε γίνεται κανένας σχολιασμός. Οι αναγνώστες, αφού μελετήσουν, ας βγάλουν τα δικά τους συμπεράσματα.

 


Η άλωση της Θεσσαλονίκης από το Λέοντα Τριπολίτη, 904 μ.Χ., σύμφωνα με τον Ιωάννη Καμινιάτη.

Ιωάννης Καμινιάτης, «Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης»

 

Η μετάφραση που ακολουθεί έχει αντληθεί από το βιβλίο: Ιωάννης Καμινιάτης, Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης, μετάφραση - εισαγωγή - σχόλια Εύδοξος Τσολάκης, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2000.

23. […] Τα ξημερώματα της Κυριακής στις είκοσι εννέα Ιουλίου του έτους 6412 (η χρονολόγηση είναι από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 904) έφθασε κάποιος λέγοντας ότι τα πλοία των βαρβάρων πλησίασαν κάπου κοντά στον αυχένα του Εκβόλου που αναφέραμε. Καθώς λοιπόν η φήμη διαδόθηκε αμέσως σ’ ολόκληρη την πόλη, ξεσηκώθηκε παντού θόρυβος και σύγχυση και ταραχή, επειδή ο καθένας έλεγε και σκεφτόταν κι από κάτι διαφορετικό για το γεγονός και όλοι οπλίζονταν όπως μπορούσαν και έτρεχαν στο τείχος. Δεν είχαν σκορπιστεί ακόμα στις επάλξεις του τείχους και να! φάνηκαν και τα πλοία των βαρβάρων από τη μύτη που είπαμε, έχοντας ανοιγμένα τα πανιά τους. Έτυχε μάλιστα από μια σύμπτωση την ώρα εκείνη να φυσάει άνεμος από πίσω τους, ώστε οι περισσότεροι να φαντάζονται ότι τα πλοία δεν έρχονται πάνω στα νερά αλλά ψηλά μέσα από τον αέρα. Ήταν όπως αναφέραμε, Ιούλιος μήνας, όταν περισσότερο από τις άλλες μέρες φυσάει εδώ δια μέσου του κόλπου ο άνεμος, που ξεκινάει από τις κορυφές του Ολύμπου της Ελλάδας και έρχεται στην πόλη από το πρωί ως την ένατη ώρα κάθε καλοκαιρινή ημέρα ανανεώνοντας την ατμόσφαιρά της. Βρίσκοντας λοιπόν εκείνον ως συνεργό οι εχθροί άραξαν κοντά μας την ώρα που άρχιζε η ημέρα. Αρχικά, φθάνοντας κάπου κοντά στο τείχος, κατέβασαν τα πανιά και παρατηρούσαν με προσοχή την πόλη, πόσο μεγάλη να ήταν. Γιατί δεν επιτέθηκαν μόλις αγκυροβόλησαν, αλλά έμειναν για λίγο αδρανείς και για να πάρουν πρώτα μιαν ιδέα για τη δύναμή μας, ποια είναι η ετοιμασία μας για πολεμικές επιχειρήσεις, και για να ετοιμαστούν γι΄ αυτό και οι ίδιοι. Στο μεταξύ όμως έμειναν καταφοβισμένοι μη μπορώντας να συγκρίνουν εκείνα που έβλεπαν με τίποτε απ’ όσα είχαν γνωρίσει. Γιατί αντίκριζαν μια πόλη που απλωνόταν σε μεγάλη έκταση και που ολόγυρα στο τείχος της είχε παραταχθεί πλήθος κόσμου. Το γεγονός αυτό τους προκάλεσε ακόμη περισσότερη κατάπληξη και δεν άρχισαν αμέσως τη μάχη, με αποτέλεσμα να πάρουμε κι εμείς λίγο θάρρος και στο διάστημα της απραξίας αυτής να πάει η ψυχή μας στον τόπο της.

 

24. Καθώς λοιπόν εμείς βρισκόμαστε σ’ αυτήν την κατάσταση, ο αρχηγός του βαρβαρικού στρατού αποφάσισε να περάσει μπροστά από όλο το τείχος, όσο βρέχεται από τη θάλασσα. Ήταν ένας απαίσιος και παμπόνηρος άνθρωπος που οι πράξεις του ταίριαζαν με το όνομά του, που ήταν όνομα θηρίου, και δεν ήταν καλύτερος από εκείνο στην αγριάδα των τρόπων του και στην αχαλίνωτη ορμή του. Τον γνώρισες οπωσδήποτε κι ο ίδιος από τη φήμη του που έκανε περιβόητη την κακία του. Ποτέ ως τώρα κάποιος από αυτούς που ακούγονται ως ασεβείς δεν έχει φθάσει σε τέτοια μανία, ώστε να μη χορταίνει να βλέπει να χύνεται ανθρώπινο αίμα και να μη ζητάει τίποτε άλλο από τον φόνο των χριστιανών. Γιατί αν και υπήρξε κάποτε κι ο ίδιος χριστιανός και είχε αναγεννηθεί με το σωτήριο βάπτισμα και είχε διδαχτεί τα σχετικά με τη θρησκεία μας, όταν πιάστηκε από τους βαρβάρους αντάλλαξε την ευλαβική πίστη με την ασέβεια εκείνων και τίποτε άλλο δε φροντίζει πάντοτε να τους χαρίζει, παρά να επιβεβαιώνει το όνομά του με τις πράξεις του, και διαπράττοντας έργα ληστή και παραβάτη να περηφανεύεται γι’ αυτά. Αυτός λοιπόν ο ασυγκράτητος και παραβάτης Λέων τριγύριζε με το πλοίο το τείχος από τη θάλασσα, εξετάζοντάς το και μελετώντας με εγκληματική διάθεση από πού να κάνει την έφοδο και να το χτυπήσει. Τα υπόλοιπα πλοία αγκυροβόλησαν σ’ ένα σημείο στο ανατολικό τμήμα της παραλίας και ετοιμάζονταν. Οι κάτοικοι της πόλης μας οπλίζονταν κι αυτοί, μοίραζαν τις επάλξεις και πάσχιζαν να πάρουν θάρρος για τον αγώνα που τους περίμενε. Και ήταν στ’ αλήθεια ένας αγώνας και από τους σημαντικούς αγώνες ο πιο ξακουστός· δεν ήταν αγώνας παλαιστή, που θα προκαλούσε τον έπαινο των θεατών για την τακτική με την οποία ένα σώμα αντιστέκεται στον αντίπαλό του, ένας αγώνας, που δεν είχε ως έπαθλο κάποια υλικά βραβεία που δίνουν πρόσκαιρη ευχαρίστηση στον νικητή, ούτε πάλι η ήττα θα βύθιζε τον νικημένο μόνο στη ντροπή, αλλά ή θα αναδείκνυε ως ασύγκριτο βραβείο τη σωτηρία μιας τόσο μεγάλης πόλης ή θα προξενούσε απαρηγόρητο πόνο αν η πόλη αυτή πάθαινε κάτι από όσα την απειλούσαν.

 

25. Αλλά όταν το θηρίο εκείνο επιθεώρησε ολόκληρο το τείχος και την είσοδο ακόμη του λιμανιού και είδε ότι είναι φραγμένη με μια σιδερένια αλυσίδα και με μερικά βυθισμένα πλοία, αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να επιτεθεί στο σημείο εκείνο που κατάλαβε ότι δεν θα εμπόδιζαν την έφοδο των πλοίων ούτε οι παγίδες από τους μονόλιθους που είχαμε ποντίσει από πριν έξω από το τείχος, ούτε ακόμη τα πλοία θα αντιμετώπιζαν κάποια ιδιαίτερη πολεμική ενέργεια από ψηλά, από το τείχος δηλαδή που είχαμε ανυψώσει. Αλλά, αφού σημάδεψε τα μέρη όπου το νερό της θάλασσας βαθαίνοντας χτυπάει στο πιο χαμηλό σημείο του τείχους, γύρισε στους συντρόφους του και ξεκίνησε τις εχθροπραξίες. Αυτοί λοιπόν σκορπίστηκαν γρήγορα με τα πλοία στα μέρη που τους υπέδειξαν, και βγάζοντας μια βαρβαρική και άγρια κραυγή όρμησαν πάνω στο τείχος προχωρώντας με τα κουπιά και χτυπώντας, για να μας πανικοβάλουν, τα δερμάτινα τύμπανα και κατατρομάζοντας εκείνους που βρίσκονταν στις επάλξεις με πολλά άλλα φόβητρα. Όσοι όμως ήταν στο τείχος έβγαλαν απαντώντας μια πιο δυνατή φωνή, επικαλούμενοι το σωτήριο όπλο το σταυρού για βοήθεια εναντίον των εχθρών· φωνή τόσο δυνατή, ώστε ακούγοντας οι βάρβαροι τον πολυάνθρωπο εκείνο και φοβερότερο από κάθε άκουσμα αλαλαγμό να ταραχτούν για μια στιγμή και να μην περιμένουν ότι θα κατορθώσουν κάτι, καθώς υπολόγισαν το πλήθος του λαού από το θόρυβο, ούτε ότι θα επιτύχουν, αντιμετωπίζοντας με ευχέρεια τόσο πολλούς που ρίχτηκαν στη μάχη, να εκπορθήσουν εύκολα μία τόσο μεγάλη πόλη που δεν μπορούσαν να την συγκρίνουν με καμιά άλλη. Για να μην φανεί όμως ότι πτοήθηκαν από την πρώτη προσβολή, όχι χωρίς φόβο ούτε πάλι με τη μανία που τους έπιασε ύστερα, αλλά με μία λύσσα ανάμεικτη με φόβο, πλησίασαν και αντιμετώπιζαν τους απέναντί τους με καταιγισμό βελών. Στη συνέχεια ξεθάρρεψαν κάπως και πάσχιζαν να πλησιάσουν πιο κοντά, σαν σκυλιά που γαβγίζουν για να πάρουν κουράγιο, και εξαγριώνονταν με τις επιθέσεις εναντίον τους από το τείχος. Γιατί και οι κάτοικοι της πόλης γνώριζαν καλά τη χρήση του τόξου, ήταν μάλιστα περισσότερο έμπειροι και επιτήδειοι σ’ αυτήν, αφού τοποθέτησαν στα σημεία εκείνα όλους τους Σκλαβήνους που είχαν συρρεύσει από τα κοντινά μέρη· γι’ αυτούς δεν υπήρχε τίποτε πιο εύκολο από το να ευστοχούν και τίποτε δεν μπορούσε να αντέξει τη δύναμη των βελών τους. 

 

26. Έτσι όμως καθώς και η μία και η άλλη πλευρά δεχόταν και έκανε επιθέσεις και η μάχη που διεξαγόταν έμοιαζε ισόπαλη, κάποιοι βάρβαροι, πιο τολμηροί φυσικά από τους υπόλοιπους και με περισσότερο θράσος, ξεχώρισαν, και αφού ρίχτηκαν από τα πλοία στη θάλασσα κατεβάζοντας μαζί τους μία ξύλινη σκάλα, την έσπρωχναν κουβαλώντας την στο νερό για ν’ ανέβουν μ’ αυτήν στο τείχος, χωρίς να δίνουν σημασία στα βέλη που τους έριχναν. Ώσπου να πλησιάσουν, σκέπαζαν κολυμπώντας τα σώματά τους στο νερό και κάλυπταν τα κεφάλια τους με ασπίδες. Όταν ζύγωσαν, αφού βγήκαν από το νερό, έδειχναν μεγαλύτερη γενναιότητα αντιμετωπίζοντας τις βολές, έχοντας μόνο τις ασπίδες τους πάνω από το κεφάλι· ύστερα σηκώνοντας γρήγορα τη σκάλα από το νερό στις επάλξεις επιχειρούσαν ν’ ανέβουν μ’ αυτήν και να μπουν μέσα. Αλλά ο θάνατος πρόφτασε τον σκοπό τους και πριν να καλοσκεφτούν πώς θα πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους έχαναν τη ζωή τους. Μόνο που έβαλαν το πόδι τους στα σκαλοπάτια, και οι πέτρες που ρίχτηκαν σαν πυκνό χαλάζι εναντίον τους τούς αναποδογύρισαν στη θάλασσα και στον χαμό. Την ώρα εκείνη όλα τα πλοία γυρίζουν πίσω μην τολμώντας να επιχειρήσουν τίποτε άλλο παρόμοιο· χτυπούσαν μόνο από μακριά με πυκνά βέλη που σκίαζαν και τον ίδιο τον αέρα· κι αυτοί όμως δέχονταν παρόμοια επίθεση και με τα βέλη που τους έριχναν εύστοχα και με ελάχιστες αποτυχίες, και με τα βλήματα από τα πετροβόλα που μόνο το σφύριγμά τους στον αέρα έκανε τους βαρβάρους να τα χάνουν.

 

27. Γιατί και ο Νικήτας που ήδη αναφέραμε, ο απεσταλμένος του βασιλιά, γύριζε όλο το τείχος δίνοντας θάρρος στον λαό·  λέγοντας «άνδρες Θεσσαλονικείς, πριν από το γεγονός αυτό είχα διαφορετική γνώμη για σας και δε σας θεωρούσα τόσο γενναίους και τολμηρούς για τις πολεμικές επιχειρήσεις, επειδή δε δοκιμάσατε ούτε και αντιμετωπίσατε παλαιότερα κάτι παρόμοιο. Τώρα όμως η κορύφωση των γεγονότων μού επέτρεψε να τρέφω για σας τις καλύτερες προσδοκίες. Γιατί βλέπω ότι όλοι έχετε σώματα γεμάτα σφρίγος και ψυχές γεμάτες θάρρος και είστε όλοι σας έτοιμοι γι’ αυτά που μας περιμένουν, εμπαίζετε τους αντιπάλους και ανατρέπετε με γενναιότητα τα σχέδιά τους. Και δεν κάνετε τίποτα που να μην είναι σωστό. Πολεμάτε, λοιπόν, για σας τους ίδιους που είστε άντρες ξεχωριστοί και στην όψη και στα ψυχικά σας προτερήματα, και για την υπόλοιπη πόλη που τίποτε δεν τη συναγωνίζεται σε λαμπρότητα. Αν επομένως ξεπεράσετε τον παρόντα κίνδυνο, σας οφείλουν όλοι τον έπαινό τους· αν όμως συμβεί κάτι που δε θέλουμε, κάτι από αυτά που απειλούν οι βάρβαροι, δεν είναι δυνατόν να φανταστούμε τη συμφορά ή το μέγεθος της ντροπής. Για τον λόγο αυτόν πολεμήστε γενναία φροντίζοντας για τη νίκη και για την πατρίδα και για σας τους ίδιους, και μην υποχωρήσετε μπροστά στη δύναμη των εχθρών και μην αφήσετε να διηγούνται για σας το παράδοξο ότι μιας στιγμής αδιαφορία σας κόστισε έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο.» Παρακινώντας τον λαό με αυτά τα παρακλητικά λόγια και γεμίζοντας με πολύ θάρρος τις ψυχές όλων έκανε τον γύρο του τείχους. Και ο στρατηγός, σαν να είχε ξεχάσει το δικό του ατύχημα από την πτώση που αναφέραμε προηγουμένως, παρόλο που ήταν άσχημο και του προξενούσε πόνο μεγαλύτερο από όσο μπορούσε να αντέξει, όμως ανέβηκε σ’ ένα μουλάρι, όχι καβαλικευτά αλλά στο ένα πλευρό, και όσο του επέτρεπαν οι πόνοι από τα τσακισμένα του μέλη, γύριζε κι αυτός, τοποθετώντας τους πιο πιστούς ταξεώτες (μέλη μόνιμης φρουράς φρουρίου) σε κάποια σημεία του τείχους όπου χρειάζονταν, έτσι ώστε, όσο μπορούσαν οι ίδιοι και προκαλώντας κι όσους ήταν κοντά τους να τους μιμηθούν, να παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα για τον πόλεμο.

 

28. Οι βάρβαροι λοιπόν αφού μας επιτέθηκαν όχι μόνο μία αλλά πολλές φορές ολόκληρη εκείνη την ημέρα, υποχώρησαν καθώς τα πλήγματα που δέχτηκαν ήταν όλο και πιο σφοδρά· με ένα πρόσταγμα εγκατέλειψαν τη μάχη από την πλευρά της θάλασσας, γύρισαν πίσω με τα πλοία και αγκυροβόλησαν σε μία παραλία που βρίσκεται ανατολικά της πόλης. Ύστερα βγήκαν από τα πλοία και χτυπούσαν πάλι με βέλη αυτούς που βρίσκονταν στο ψηλό τείχος, όπου εξέχει και κάποια πύλη που ονομάζεται Ρώμη και γειτονεύει με τη θάλασσα. Πολέμησαν εκεί ως αργά τη νύχτα, και, σαν να κουράστηκαν από την προσπάθεια, πήγαν και ησύχασαν στα πλοία κάνοντας ίσως σκέψεις πώς να μας επιτεθούν την επόμενη μέρα και ετοιμάζοντας διαφορετικά σχέδια. Εμείς πάλι, αφού πήραμε κάποια ανάσα από τη μάχη, είχαμε άλλη φροντίδα· να επαγρυπνούν αυτοί που βρίσκονταν στις επάλξεις γύρω - γύρω σ’ ολόκληρη την πόλη και να προσέχουν τους βαρβάρους, μην τύχει και στήσουν στα κρυφά κάποια νυχτερινή παγίδα ή ενέδρα, φθάσουν στο τείχος και δώσουν τέλος σ’ όλα. Γιατί είναι πανέξυπνοι σε κάτι τέτοια και μόλις βάλουν κάτι στο μυαλό τους αμέσως το εφαρμόζουν χωρίς να λογαριάζουν κανένα κίνδυνο, κι έχουν την προσοχή τους στραμμένη σ’ ένα μόνο, ν’ αρχίσουν δηλαδή αυτό που σκέφτηκαν. Κι αν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους είναι αντίθετο απ’ ό,τι υπολόγιζαν, πιστεύουν ότι αρκεί η φήμη πως τόλμησαν πράγματα που ως τότε φάνταζαν αδύνατα να γίνουν. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν περάσαμε ολόκληρη εκείνη τη νύχτα επαγρυπνώντας, χωρίς να βρίσκουμε κανένα ψεγάδι στον τρόπο που πολεμήσαμε μέχρι τότε. Γιατί φθάσαμε να έχουμε τόσο θάρρος, ώστε κι ο ίδιος ο αρχηγός των βαρβάρων να τα χάσει και να προσπαθεί ύστερα να μάθει με κάθε τρόπο την αιτία, πώς αντισταθήκαμε σε κάθε επίθεση με τέτοια ανδρεία και πώς προέκυψαν τα αντίθετα απ’ αυτά που είχε ακούσει για μας κι έσβησαν οι ελπίδες του.

αρχή

Δεύτερη ημέρα της πολιορκίας.

 

29. Όταν όμως το ξημέρωμα κήρυξε τη δεύτερη ημέρα του πολέμου και οι βάρβαροι σχεδίαζαν τώρα εναντίον μας πράγματα φοβερότερα απ’ αυτά που είχαν ήδη διαπράξει, οι στρατηγοί κατέβαλλαν πάλι κάθε φροντίδα για να δυναμώσουν το θάρρος καθενός από μας και να δείξουν και τον δικό τους ζήλο. Μόλις λοιπόν οι ακτίνες του ήλιου φώτισαν τον αέρα, οι βάρβαροι βγαίνοντας από τα πλοία τους όρμησαν και πάλι στο τείχος, σκορπισμένοι σε διάφορα σημεία και χωρισμένοι σε φάλαγγες, οι περισσότεροι μαζεύτηκαν μπροστά στις πύλες και έβαζαν σε ενέργεια όλη την πολεμική παρασκευή τους. Άλλοι απ’ αυτούς χρησιμοποιούσαν τα τόξα κι άλλοι εκσφενδόνιζαν πέτρες που μπουμπούνιζαν σχίζοντας τον αέρα· άλλοι καθισμένοι στα πετροβόλα έριχναν από ψηλά πολύ πυκνό χαλάζι από πέτρες. Ο θάνατος λοιπόν που μας απειλούσε είχε πολλές μορφές και καθώς μας χτυπούσε απ’ όλες τις μεριές, ήταν μία φοβερή εμπειρία για όσους τους πετύχαινε. Γιατί μόνο εναντίον της πύλης που αναφέραμε, έστησαν επτά πετροβόλα σκεπασμένα από παντού που τα έφτιαξαν όταν περνούσαν από τη Θάσο, για μία παρόμοια περίπτωση. Αφού έφεραν στο τείχος απέναντι από τα πετροβόλα μερικές ξύλινες σκάλες, προσπαθούσαν να ανεβούν μ’ αυτές, όντας ασφαλείς με τις πέτρες που εκσφενδόνιζαν τα πετροβόλα·  γιατί ρίχνοντας αδιάκοπα δεν άφηναν να προβάλει κανένας ψηλά από το τείχος χωρίς να πάθει κάτι. Και καθώς είχαν σηκώσει τη σκάλα στις επάλξεις του προτειχίσματος, θα είχαν  πραγματοποιήσει τα σχέδιά τους, αν κάποια θεϊκή δύναμη δεν έδινε θάρρος σε μερικούς τολμηρούς άντρες να πηδήξουν κάτω στο μέρος εκείνο· αυτοί χτυπώντας με τα δόρατα τους βαρβάρους τούς γκρέμισαν μαζί με τη σκάλα προς τα πίσω. Και έτσι όταν είδαν ότι και τούτο το επινόημά τους δεν έβγαλε πουθενά και το έβαλαν στα πόδια, έτσι που να εγκαταλείψουν και τη σκάλα, πήραμε τόσο πολύ θάρρος, ώστε και να γελάμε σε βάρος τους και να χρησιμοποιούμε τα βέλη και τις πέτρες από τα πετροβόλα με μεγαλύτερη προθυμία από την προηγούμενη ημέρα και να μην τους αφήνουμε ούτε και για λίγο να πλησιάσουν στο τείχος, παρόλο που θέριευε η μανία τους και έτριζαν σαν αγριογούρουνα τα δόντια τους και θα ήθελαν, αν ήταν δυνατό, να μας κατασπαράξουν ζωντανούς. Πόσο φοβερό ήταν να τους ακούμε να μανιάζουν εναντίον μας! Πώς έδειχναν την υπερβολική τους οργή και ούρλιαζαν από το βάθος της ψυχής τους και πώς φανέρωναν την παραφορά τους με τους αφρούς που έβγαζαν από το στόμα τους! Όλη εκείνη την ημέρα δε θέλησαν ούτε τροφή να πάρουν, αλλά πολεμούσαν ασταμάτητα μέσα στην ανυπόφορη ζέστη και χωρίς να νιώθουν ότι έχουν σώματα που και η κούραση τα καταβάλλει και καίγονται από τον ήλιο πάνω από τα κεφάλια τους. Τούτο μόνο είχαν για φροντίδα τους, ή να εκπορθήσουν την πόλη και να χορτάσουν την οργή τους για μας ή, αν αυτό δεν γινόταν, να απαρνηθούν και τη ζωή τους και να σκοτωθούν με τα όπλα τους. Γιατί όταν η βαρβαρική οργή φουντώσει μία φορά, η αλόγιστη ορμή που την παρακινεί δε θα σταματήσει νωρίτερα, παρά την ώρα που θα δει να χύνεται ή το δικό της αίμα ή το αίμα του εχθρού της.

 

30. Αλλά επειδή η προσέγγιση στο τείχος δεν ήταν ακίνδυνη, μας πολεμούσαν μόνο με βέλη και πετροβόλα. Μπήκαν στη γραμμή και απομακρύνθηκαν τόσο όσο χρειαζόταν, ώστε οι βολές τους να χτυπούν την πόλη, χωρίς να χάνουν τη δύναμή τους, καλύφθηκαν με τις ασπίδες τους και επιδόθηκαν ολοκληρωτικά στον αγώνα· στέκονταν λοιπόν σαν ανδριάντες με σώματα που ήταν καμωμένα από χαλκό ή από κάποιο άλλο πιο στέρεο υλικό, υπομένοντας μία φοβερή και ανεκδιήγητη ταλαιπωρία και πασχίζοντας ο ένας να φανεί καλύτερος από τον άλλο στον πόλεμο. Καθώς ο ήλιος έδειχνε μεσημέρι, τη στιγμή που πυρώνει με τις ακτίνες του τον αέρα πιο πολύ από τις άλλες ώρες, η μεγάλη κάψα σαν να άναψε περισσότερο τη λύσσα που ένιωθαν και ερεθίζοντας την παράλογη εκείνη ορμή τους με τις αποκοτιές τους, έβαλαν σε ενέργεια έναν διαφορετικό τρόπο πολιορκίας (και δες πώς ήταν τρομερός). Υπήρχαν τέσσερις πύλες στο ανατολικό μέρος της πόλης· σκέφτηκαν λοιπόν να βάλουν φωτιά στις δύο απ’ αυτές, και στη Ρώμη και σ’ αυτήν που λεγόταν Κασσανδρεωτική έχοντας στο μυαλό τους ότι αν μπορέσουν, καθώς θα καίγονταν οι εξωτερικές πύλες, να περάσουν μέσα από το προτείχισμα και να χωθούν κάτω από το ψηλό τείχος,  δε θα έχουν κανένα φόβο για να καταστρέψουν και τις εσωτερικές πύλες και να ορμήσουν στην πόλη όλοι μεμιάς, αφού τοποθετήσουν στην απέναντι πλευρά εύστοχους και ικανούς τοξότες, έτσι που τα πυκνά βέλη να μην αφήσουν κανέναν να ξεπροβάλει από μέσα χωρίς κίνδυνο.

 

31. Έτσι λοιπόν έβαλαν σε ενέργεια το σχέδιο τους. Αφού βρήκαν κάποιες άμαξες, τοποθέτησαν πάνω τους ανάποδα τα πλοιάρια που τα χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες μας για να πιάνουν ψάρια, και επιπλέον μερικά άλλα ξύλα και σωρό από φρύγανα· αυτά τα ράντισαν με πίσσα και θειάφι, χώθηκαν κάτω από τις άμαξες και γύριζαν τους άξονες τους και τις προχωρούσαν με τα χέρια, έως ότου έφθασαν ως τις ίδιες τις πύλες. Ύστερα βάζοντας φωτιά στο υλικό αυτό και βαδίζοντας προς τα πίσω σκεπασμένοι με τις ασπίδες υποχώρησαν προς τους τοξότες και κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους χωρίς να το καταλάβουμε. Γιατί η φωτιά αγκάλιασε το υλικό και φουντώνοντας περισσότερο από τα προσανάμματα πύρωσε την εξωτερική επιφάνεια των πυλών που ήταν ολόκληρη επενδυμένη με σίδερο, και μετοχετεύοντας την πύρινη γλώσσα προς το εσωτερικό κατάφερε να κάψει ολοκληρωτικά τις πύλες, ώστε ύστερα από λίγο να σωριαστούν κάτω και να μας κάνουν να παραλύσουμε όλοι μας τελείως. Μόνο που έγινε γνωστό σ’ ολόκληρη την πόλη το κάψιμο των πυλών, ήταν σαν να πέρασε από τις καρδιές όλων μας κάποιο ξίφος. Έτσι, γεμίσαμε αγωνία και τρόμο, άλλαξε η όψη μας και χάσαμε μεμιάς κάθε ελπίδα. Τώρα όσοι πριν από λίγο πηδούσαν στα τείχη και αντιστέκονταν στους εχθρούς και παρακινούσαν ο ένας τον άλλον να αγωνιστούν πολεμώντας, φαίνονταν στ’ αλήθεια πιο αδύναμοι κι από τους λαγούς. Το γεγονός τούτο, ότι δηλαδή εκείνο το σχέδιο πέτυχε, έκανε τις ψυχές όλων να μαντεύουν το τέλος. Μόλις όμως κάηκαν οι εξωτερικές πύλες, εμείς ασφαλίσαμε γρήγορα τις εσωτερικές μ’ ένα νεόκτιστο τειχίο,  προνοήσαμε να μεταφέρουμε νερό στις επάλξεις σε κάποια σκεύη και παραφυλάγαμε πότε τυχόν θα ορμήσουν και σ’ αυτές οι εχθροί, για να μπορέσουμε να τα βάλουμε με τη φωτιά, όταν και πάλι επιχειρήσουν τα κακούργα σχέδιά τους, και να προστατεύσουμε τις πύλες από την επιβουλή τους. Πράγμα που εκείνοι το κατάλαβαν και δεν έβαλαν πια σ’ ενέργεια παρόμοια κακόβουλα σχέδια· επρόκειτο όμως με κάποια άλλα φοβερότερα και σκληρότερα να επιτύχουν την καταστροφή μας, από την οποία δε θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε με κανέναν τρόπο από ’δω και πέρα, επειδή ήταν πια μπροστά μας και ξεπερνούσε κάθε σχέδιό μας. Όταν ωστόσο με τον τρόπο αυτόν έσβησε η φωτιά, την υπόλοιπη μέρα μας χτυπούσαν με τα πετροβόλα και τα τόξα ως την ώρα που το σκοτάδι της νύχτας διαδέχθηκε το φως και αναγκάστηκαν, παρόλο που δεν το ήθελαν, να διακόψουν τις προσπάθειες.

αρχή

Νυχτερινές προετοιμασίες.

 

32 Ύστερα, μόλις σταμάτησαν να πολεμούν, μπήκαν στα πλοία, ησύχασαν για λίγο και άρχισαν το έργο που είχαν με πανουργία σκεφθεί από νωρίτερα. Κι αυτό ήταν να κάνουν μια προσπάθεια τέτοια, ώστε αν με αυτή κατόρθωναν να καταλάβουν την πόλη, θα ήταν όλα καλά, επειδή τίποτε άλλο από εκείνα που βοηθάνε την πολιορκία δεν είχε τις δυνατότητες του συγκεκριμένου σχεδίου, και μάλιστα όταν η μάχη γίνεται από τη θάλασσα και δεν μεσολαβεί κάποια ξηρά που να διακόπτει το κακόβουλο σχέδιο. Αν όμως και τούτο, όπως και οι προηγούμενες ενέργειές τους δεν τους βοηθούσε σε τίποτα, θα εκτελούσαν εκείνους που τους παρακίνησαν για την επιχείρηση αυτή και τους παραπλάνησαν να κάνουν ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, κι έτσι θα ξαναγύριζαν στα σπίτια τους. Πήραν λοιπόν αυτήν την απόφαση στην αρχή ακόμη της νύχτας και έβαλαν σε εφαρμογή το περίπλοκο και πολύμορφο εκείνο σχέδιό τους. Άναψαν παντού φώτα και τοποθέτησαν τα πλοία τους ανά δύο, το ένα δίπλα στο άλλο, και έδεσαν τις πλευρές του ενός με του άλλου με κάποια γερά παλαμάρια και σιδερένιες αλυσίδες για να μην απομακρύνονται εύκολα· έπειτα σήκωσαν με τα ξάρτια που κρέμονται στον αέρα από την πλώρη τα ξύλα που βρίσκονται στη μέση, αυτά που οι ναυτικοί τα λένε κατάρτια. Ύστερα κρέμασαν πάνω τους, κάπου στη μέση τους, ψηλά με τα σκοινιά που είναι κουλουριασμένα στην πλώρη, τα πηδάλια και των δύο πλοίων, έτσι που το πλατύ μέρος των πηδαλίων να ξεπερνάει στη διάμετρο τα πλοία, και πραγματοποίησαν με τον τρόπο αυτόν ένα παράξενο και αλλόκοτο τέχνασμα. Γιατί όταν, καθώς είπα, κρεμάστηκαν στον αέρα τα πηδάλια, έβαλαν πάνω σ’ αυτά, στηρίζοντας τα, μερικά μακριά ξύλα στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο· και αφού με το διαβολεμένο αυτό σχέδιο δημιούργησαν στον ενδιάμεσο χώρο ένα δάπεδο και έφραξαν καλά τα άκρα από παντού με σανίδες και στερέωσαν τις άκρες των τιμονιών που βρίσκονταν προς το μέρος της πρύμνης με άλλα πιο δυνατά δεσίματα, κατασκεύασαν λοιπόν με το επινόημα μερικούς πύργους πιο χρήσιμους από εκείνους που υπήρχαν στη στεριά πάνω στο τείχος. Πάνω σ’ αυτούς ανέβασαν ένοπλους βάρβαρους, όσους ξεχώριζαν για τη δύναμη των σωμάτων τους και τον τολμηρό τους χαρακτήρα, για να επιχειρήσουν εναντίον μας την ύστατη, την τελευταία κακόβουλη ενέργειά τους. Τους έδιναν λοιπόν την εντολή άλλοι απ’ αυτούς να ρίχνουν με τα τόξα εναντίον όσων στέκονταν μέσα από το τείχος, κι άλλοι να πετούν πέτρες μεγάλες όσο μπορούσαν να κρατήσουν στα χέρια τους· σ’ άλλους, εξοπλισμένους με ένα είδος φωτιάς, κι αυτής τεχνητής, που την είχαν βάλει από πριν σε μερικά πήλινα σκεύη, έδιναν την εντολή να τη ρίχνουν σ’ εκείνους που έστεκαν απέναντί τους. Και όλα τούτα ήταν γι’ αυτούς χρήσιμα και αποτελεσματικά, επειδή οι ενέργειές τους δε γίνονταν στο ύψος του εδάφους, αλλά καθώς, χάρη στο διαβολικό τους τέχνασμα, στέκονταν ψηλότερα από το κτίσμα του τείχους, κάθε κακόβουλη ενέργειά τους απέβαινε χρήσιμη γιατί την πραγματοποιούσαν από ψηλά.

αρχή

Τρίτη ημέρα της πολιορκίας. Η άλωση.

 

33. Καθώς οι ασεβείς πραγματοποίησαν όλα τα σχέδιά τους εκείνη τη νύχτα, στο μεταξύ όμως καμιά από τις ενέργειές τους δεν πέρασε απαρατήρητη επειδή, όπως είπαμε, είχαν πολλά φώτα και η παραλία όπου κουβέντιασαν και πήραν τις αποφάσεις τους ήταν κοντά, μείναμε κατάπληκτοι και καταφοβισμένοι και δεν ξέραμε με ποιον τρόπο να παραμείνουμε ασφαλείς στη συνέχεια. Όλος ο κόσμος —μπορούσες να το δεις— ήταν ταραγμένος και τα είχε χαμένα, καθώς κινδύνευε η ζωή τους και δεν γνώριζαν τι να πράξουν. Κανένας δεν φρόντιζε πώς να αντιμετωπίσει τον επικείμενο κίνδυνο, αλλά γυρόφερνε στο μυαλό του πώς και με πόσο πόνο θα πεθάνει. Δεν ήταν πια εύκολο ούτε ασφαλές να φύγει κάποιος, επειδή οι βάρβαροι βρίσκονταν γύρω - γύρω στο τείχος και στέκονταν μπροστά στις πύλες. Ο προφανής κίνδυνος πάλι δεν τους άφηνε περιθώρια να περιμένουν. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας τριγύριζαν στο τείχος σαν χαμένοι, μη ξέροντας από το μέγεθος της συμφοράς τι να κάνουν. Μερικοί όμως που δεν είχε σβήσει τελείως μέσα τους το φιτίλι της ανδρείας αποφάσισαν, καθώς περίμεναν τους βαρβάρους, να ετοιμάσουν από πριν στο τείχος κάποια πράγματα για την απόκρουση του εχθρού. Αυτά ήταν πίσσα, δαδιά και ασβέστης και μερικά άλλα με τα οποία φουντώνουν γρήγορα οι φλόγες, που τα έβαλαν σε πήλινα σκεύη για να τα χρησιμοποιήσουν εξακοντίζοντάς τα ανάμεσα στους εχθρούς, όταν τυχόν θα εφορμούσαν τα πλοία, ώστε να μην πετύχουν τίποτε και μ’ αυτήν τους την επιχείρηση. Καθώς όμως και αυτά ήταν έργα και σκέψεις ανθρώπων που τα είχαν χαμένα και το φως της ημέρας σκόρπιζε πια το νυχτερινό σκοτάδι, να λοιπόν και τα πλοία όπως ήταν αρματωμένα, χωρίστηκαν και πλησίασαν σε πολλά σημεία του τείχους δείχνοντας σ’ όλους ένα πρωτοφανές και παράδοξο θέαμα. Γιατί κάθε τους ζευγάρι έφερε πάνω του την τεχνητή εκείνη κατασκευή από τους ξυλόχτιστους πύργους που ξεπερνούσε κατά πολύ το ύψος του τείχους, και πάνω τους βαρβάρους που χοροπηδούσαν σαν αγριεμένοι ταύροι και μας φοβέριζαν όλους με καταστροφή. Τότε, λοιπόν, κάποιοι από τον λαό της πόλης καταφρονώντας τον θάνατο που ήταν αναπόφευκτος και κρεμόταν, για να το πω έτσι, πάνω από τα κεφάλια τους, ρίχτηκαν στον αγώνα και μεταβάλλοντας την κορύφωση του κινδύνου σε επίδειξη ανδρείας, στάθηκαν πολεμώντας γενναία στη μάχη και καθένας έκανε ό,τι μπορούσε. Γιατί δεν επέτρεπαν να πλησιάζουν τελείως τα πλοία, αλλά αφενός με τα πυκνά βέλη και αφετέρου με τα αναμμένα αντικείμενα τα εμπόδιζαν να έρθουν κοντά στο τείχος και να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους. Όσοι όμως κυριεύτηκαν από δειλία και δεν άντεχαν ούτε να βλέπουν το κακό που τους περίμενε χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν, αφού αποτραβήχτηκαν σιγά σιγά από το τείχος, έφευγαν προς τις άκρες της πόλης και έδιναν έτσι κι άλλο θάρρος στους εχθρούς. Κι αυτοί μόλις είδαν ότι σε κάποιο σημείο το κτίσμα του τείχους ήταν περισσότερο διαλυμένο, εκεί που είχαμε στήσει από πριν τους ξύλινους πύργους, και κατάλαβαν ότι και το νερό της θάλασσας σ’ εκείνο το μέρος πήγαινε σε βάθος, έφεραν εκεί ένα ζευγάρι πλοία, απ’ αυτά που είχαν ενώσει, και το έσπρωχναν σιγά σιγά με τα κουπιά ως τη στιγμή που έφθασαν κοντά στις ίδιες τις επάλξεις πλησιάζοντάς τες με την πλώρη των πλοίων. Ύστερα, καθώς όσοι ήταν πάνω στους ξύλινους πύργους επιχειρούσαν να τους χτυπήσουν με πέτρες, οι βάρβαροι, που στέκονταν πάνω στις κατασκευές που είπαμε, έβγαλαν μιαν άγρια και δυνατή κραυγή κι έριξαν και πέτρες που δεν ήταν δυνατό από τον όγκο τους να τις κρατούν στα χέρια τους αλλά πάρα πολύ μεγάλες και που κανένας δεν μπορούσε ν’ αντέξει την ορμή τους, κι έριξαν φωτιά από τον αέρα με τους σιφώνες και εξακόντισαν μέσα στο τείχος και κάποια άλλα σκεύη κι αυτά γεμάτα φωτιά· προκάλεσαν έτσι τέτοια έκπληξη και φόβο σ’ εκείνους που ήταν στους πύργους, ώστε να πηδήξουν γρήγορα κάτω και να τρέξουν να φύγουν και να εγκαταλείψουν έρημο ολόκληρο το διάδρομο που περιέτρεχε το τείχος. Όταν είδαν ότι το σχέδιό τους πραγματοποιήθηκε (γιατί όλοι τους, σαν φύλλα από τον άνεμο, έπεφταν στο έδαφος, κι όχι από τις σκάλες αλλά όπως τους ανάγκαζε ο φόβος), άφησαν στις επάλξεις κάποιον τολμηρό βάρβαρο και φυσικά πιο ορμητικό από τους υπόλοιπους, αιθίοπα στο χρώμα. Αυτός λοιπόν στριφογυρίζοντας το μαχαίρι που κράταγε στα χέρια του και πηδώντας πάνω στο τείχος στεκόταν και παρακολουθούσε τη φυγή του πλήθους, αν ήταν οριστική κι όχι για να τους ξεγελάσει. Γιατί υποπτεύονταν βέβαια μήπως οι κάτοικοι της πόλης έχουν στήσει κάποια ενέδρα στους δρόμους με την οποία, όπως αυτοί θα ήταν χωρισμένοι σε πολλές ομάδες, θα τους εξόντωναν με δόλιο τρόπο· και στο μεταξύ δίσταζαν να μπουν έτσι ξαφνικά στην πόλη και να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Καθώς όμως με τα στριφογυρίσματα του βαρβαρικού μαχαιριού άστραφτε ο αέρας και φανέρωνε πέρα για πέρα την είσοδο των εχθρών (ήταν η τρίτη ώρα της ημέρας), τότε όλοι βλέποντας ότι έγινε το κακό έτρεχαν άλλος εδώ κι άλλος εκεί, όπως τους οδηγούσε ο θάνατος. Κι εκείνος στεκόταν μπροστά τους και δεν τους άφηνε πια κανέναν τρόπο για να τον αποφύγουν. Ύστερα, μόλις οι βάρβαροι είδαν ότι ερήμωσε ολόκληρο το τείχος κι ότι εξαιτίας της ασυγκράτητης φυγής του κόσμου ήταν ασφαλείς, βγαίνοντας γρήγορα από τα καράβια και πηδώντας μέσα από τις επάλξεις κι ανοίγοντας τις πύλες έκαναν γνωστό και στα άλλα πλοία το τέλος των επιχειρήσεων· κι εκείνα έσπευσαν να αγκυροβολήσουν κοντά στις πύλες, κι έστειλαν στην πόλη τους βαρβάρους που είχαν γυμνά τα σώματά τους, κάλυπταν μόνο με ένα μικρό πανί την περιοχή γύρω από τα γεννητικά τους όργανα, κρατώντας στα χέρια τους τα μαχαίρια. Αυτοί μπήκαν μέσα και σκότωσαν αμέσως όσους βρήκαν να τριγυρνούν ακόμα στο τείχος, είτε επειδή φοβήθηκαν και δεν μπορούσαν να κινηθούν, καθώς από τον φόβο παρέλυσε το σώμα τους, είτε πάλι επειδή είχαν τραυματιστεί πέφτοντας, όπως αναφέραμε, και δεν μπορούσαν πια να φύγουν· ύστερα σκορπίστηκαν στους μεγάλους δρόμους. Ο λαός της πόλης χωρισμένος σε πολλές ομάδες ξεφώνιζε και σπρωχνόταν μη έχοντας πού να σωθεί, πού να ξεφύγει από τη συμφορά. Μπορούσες τότε να δεις τους ανθρώπους να περιφέρονται σαν ακυβέρνητα πλοία εδώ κι εκεί, ελεεινό θέαμα, άνδρες, γυναίκες, νήπια· να πέφτει ο ένας πάνω στον άλλον, να κρέμεται ο ένας από τον άλλον, να δίνει ο ένας στον άλλον τον πιο θλιβερό και τελευταίο ασπασμό. Αν ανάμεσα τους βρισκόταν και κάποιος πατέρας ηλικιωμένος, πέφτοντας στον λαιμό του παιδιού του θρηνούσε γοερά μη αντέχοντας τον χωρισμό, αλλά σφίγγοντας το κορμί του γιου του καθώς, προτού να τρυπηθεί από το ξίφος, τον πλήγωνε ο πατρικός του πόνος, θρηνούσε τη μοίρα του…

 

αρχή

 


Η άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς, 1185

Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Διήγησις της τελευταίας, ας ελπίσωμε, άλωσης της Θεσσαλονίκης

 

Οι πληροφορίες και η μετάφραση αντλήθηκαν από το εξαιρετικό βιβλίο: Ιωάννης Καμινιάτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Αναγνώστης ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΑΛΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, μετάφραση Χάρη Μέσση, εισαγωγή -  σχόλια Paolo Odorico, εκδ. Άγρα, Αθήνα, 2009

 

 

Εισαγωγικά:

Αυτοκράτορας του Βυζαντίου τον καιρό της άλωσης της Θεσσαλονίκης ήταν ο Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός (αετ ΙΜΕ Βικιπαίδεια), ανεψιός του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού (αετ ΙΜΕ Βικιπαίδεια). Υπήρξε αντίπαλος του εξαδέλφου του, του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143-1180) (αετ ΙΜΕ Βικιπαίδεια) και αναγκάστηκε πολλές φορές να καταφύγει στην επαρχία ή εκτός των συνόρων για να αποφύγει την τιμωρία. Μετά τον θάνατο του Μανουήλ κατέλαβε την εξουσία ως επίτροπος του ανήλικου γιου του και από το 1183 ως αυτοκράτορας, μετά τη δολοφονία της συζύγου του Μανουήλ και αυτοκράτειρας Μαρίας της Αντιοχείας. Θεωρείται ως υπεύθυνος για την κρίση της αυτοκρατορίας. Εκθρονίστηκε από τον Ισαάκιο Άγγελο (αετ ΙΜΕ Βικιπαίδεια), ο οποίος τον παρέδωσε στον όχλο, και θανατώθηκε μετά από τρεις ημέρες βασανιστηρίων.

Κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης, στρατηγός όπως παρουσιάζεται στην αφήγηση, ήταν ο Δαβίδ Κομνηνός γιος κάποιου Αλέξιου Κομνηνού και μιας γεωργιανής πριγκίπισσας, ίσως εγγονός της Άννας Κομνηνής και του Νικηφόρου Βρυέννιου.

Βασιλιάς των Νορμανδών ήταν ο Γουλιέλμος Β΄ ο Καλός (1166-1189), βασιλιάς της Σικελίας (Βικιπαίδεια), Γελίελμος στην αφήγηση, γιος του Γουλιέλμου Α΄ του Κακού, εγγονός του Ρογήρου Β΄.

 

Η αφήγηση

 

Ο Γελίελμος, όπως νομίζω, έτρεφε μίσος εναντίον του Μανουήλ, ο οποίος εκστράτευσε κάποτε εναντίον της χώρας του προκαλώντας καταστροφές και σπέρνοντας το πένθος. Επιπλέον, ήθελε να ανταγωνιστεί τον πατέρα του που επιχείρησε παλιά μια επίθεση δια θαλάσσης εναντίον της Κωνσταντινούπολης χωρίς επιτυχία. Μελετούσε τέλος την επίθεση του Μανουήλ εναντίον της Σικελίας, που πραγματοποιήθηκε από ξηρά και θάλασσα (από δύο μεριές έκανε την επίθεσή του ο Μανουήλ και το σχέδιο ήταν πράγματι εξαιρετικό, αν και η τύχη του πολέμου δεν τον ευνόησε καθόλου). Με αυτές τις σκέψεις ο Γελίελμος υποδέχτηκε την πρεσβεία των εχθρών του Ανδρόνικου, η οποία υπερηφανευόταν ότι είχε επικεφαλής της τον Αλέξιο Κομνηνό. Αυτός είχε περιπλανηθεί αρκετά και είχε ταξιδεύσει σε μακρινές χώρες και ανάμεσα σε άλλες στην Ταυρική και τη Σκυθία, όπου υπέφερε πολύ εξαιτίας του Ανδρόνικου. Ο Σικελός βασιλιάς άρχισε να διακηρύσσει ότι θα γέμιζε την ξηρά και τη θάλασσα με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ότι θα σκέπαζε και την ίδια την Κωνσταντινούπολη με τα νέφη του στρατού του, με τα οποία θα έριχνε σαν βολή τον όλεθρο στους οπαδούς του Ανδρόνικου. Ο Αλέξιος Κομνηνός, με τη σειρά του, καυχιόταν πολύ και φούσκωνε τα νέφη αυτά. Έλεγε λοιπόν και το πίστευε ότι όλοι εμείς οι Ρωμαίοι είμαστε με το μέρος του, ότι τον αγαπούμε ειλικρινά και ότι κανείς μας δεν θα τον εγκατέλειπε. Μόλις, αντίθετα, τον βλέπαμε ή λαμβάναμε μήνυμά του θα υποτασσόμασταν σ' αυτό. Πίσω από τα λόγια αυτά έκρυβε την ελπίδα ότι, εφόσον έτσι ήταν τα πράγματα και όλοι τον αγαπούσαν και τον είχαν στην καρδιά τους, θα γινόταν αυτοκράτορας εκρθονίζοντας τον Ανδρόνικο. Και εδώ όμως έπεσε έξω, καθώς ο βασιλιά της Σικελίας είχε διαφορετική επιθυμία: όπως λένε σκεφτόταν να εγκαταλείψει τη Σικελία και το βασίλειό της σε άλλον και ο ίδιος να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη.

 

[...]

 

Καθώς ο Αλέξιος Κομνηνός ισχυριζόταν ότι θα μπορούσε εύκολα να παραδώσει την Κωνσταντινούπολη στον βασιλιά της Σικελίας σαν να την κρατούσε αυτός ο ανόητος στα χέρια του, συγκροτείται από τον βασιλιά στρατός από πολλές χώρες και αναγνωρίζεται ο ίδιος ως αρχηγός. Εξαντλήθηκε άδικα για τον σκοπό αυτό το δημόσιο ταμείο, που δεν διέθετε βέβαια και μεγάλες προσόδους. Έριξε στη θάλασσα πάνω από διακόσια μεγάλα πλοία, και άλλα διάφορα, καθώς και πλοία μεταφοράς αλόγων. Στην ξηρά έστειλε επίλεκτο ιππικό που δεν αποτελούνταν μόνο απ΄ όσους ο ίδιος στρατολόγησε, αλλά και από συμμάχους από πολλές χώρες. Λέγεται, λόγου χάρη, ότι στους εκατό καβαλάρηδες που προσέρχονταν να στρατολογηθούν και σε περίπου άλλους τόσους που έφταναν από διάφορα μέρη, επέλεγε κάποιους και έδιωχνε τους υπόλοιπους. Και οι ιππότες εκείνοι δήλωναν με αλαζονεία ότι χάρη στη φυσική τους δύναμη μπορούσε ο καθένας τους να αντιμετωπίσει μόνος σε μάχη τριακόσιους άνδρες. Δεν διέφεραν και εκείνοι από τον Κομνηνό, που πίστευε πως μόνος του θα καταλάμβανε γρήγορα όλη την αυτοκρατορία απλώς και μόνο αν άφηνε το άλογό του να καλπάσει εναντίον της και ότι θα την άδραχνε με την παλάμη του όπως τη φωλιά ενός πουλιού. Ο Κομνηνός ισχυριζόταν ότι θα το έκανε, για χάρη του Σικελού, τον οποίο αναγνώριζε ως νόμιμο κύριό του, στην πραγματικότητα όμως το επιθυμούσε για τον ίδιο του τον εαυτό. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, φανταζόταν, δεν γνωρίζω πώς, ότι μόλις έκανε την εμφάνισή του, αμέσως τα βλέμματα όλων των Βυζαντινών θα στρέφονταν σε αυτόν και μόνο σε αυτόν, όπως στον ήλιο.

Η λατινική γη εξέμεσε εναντίον μας μια μεγάλη στρατιά, ικανή να μας προκαλέσει φόβο. Έφτασαν στη χώρα των Ιλλυριών, που αποτελεί το σύνορο του ρωμαϊκού κράτους από την πλευρά της Αδριατικής. Αφού περικύκλωσαν τη μεγαλύτερη πόλη, το Δυρράχιο, την κατέλαβαν εύκολα με μόνη, ας πούμε, την πολεμική κραυγή που έβγαλαν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ανδρόνικου, η πόλη είχε ολοφάνερα προδοθεί από κάποιους (με αυτόν τον τρόπο φρόντιζε εκείνος τις υποθέσεις του, αποδίδοντας όχι στον ίδιο, αλλά στους άλλους τις δυστυχίες που υφίστατο εξαιτίας του η ρωμαϊκή επικράτεια), στην πραγματικότητα όμως ήταν αυτός ο ίδιος ο προδότης. Πριν από λίγο καιρό είχε στείλει εκεί κάποιο Ρωμανό, που ο καλός Ίστρος τον εξέμεσε σαν κατακάθι στην Κωνσταντινούπολη, προορίζοντάς τον για γαμπρό του Ανδρόνικου. Εκείνος κατέστρεψε τους εύπορους κατοίκους του Δυρραχίου εξαιτίας της ακόρεστης αγάπης του για το χρήμα. Η πόλη, αφού υπέστη τέτοια δεινά, δεν αντιστάθηκε με γενναιότητα και καταλήφθηκε γνωρίζοντας εμπρησμούς και όσες συμφορές αγαπά να προξενεί ο πόλεμος. Ο πόλεμος όμως δεν επρόκειτο να σταματήσει εκεί, αλλά συνέχισε εμπνέοντας τρόμο στους γύρω. Ο τρόπος με τον οποίο καταλήφθηκε μια τόσο σημαντική πόλη θορύβησε πολύ εμάς και όλους όσοι έμαθαν την ευκολία με την οποία συνέβη το κακό. Μας λύπησε ακόμη και η αιχμαλωσία του γενναίου στρατηγού Ιωάννη Βρανά, ο οποίος, αν και είχε περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις, κλείστηκε στο φρούριο να το υπερασπιστεί. Όταν έπεσε η πόλη, προτίμησε να αιχμαλωτιστεί από τους Σικελούς, επειδή φοβήθηκε μήπως αποκληθεί προδότης από τον Ανδρόνικο και θανατωθεί, αν έπεφτε στα χέρια του.

Η τόσο γρήγορη άλωση του Δυρραχίου φόβισε τους γειτονικούς πληθυσμούς μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Πολύ περισσότερο που, για να χρησιμοποιήσουμε μια μεταφορά που να εκφράζει την ταχύτητα της συμφοράς, οι εχθροί με το ένα πόδι πατούσαν τη χώρα των Ιλλυριών ενώ με το άλλο έκαναν άλμα εναντίον της δικής μας πολύ οχυρής πόλης. Από κει ως εμάς στη Μακεδονία δεν παρουσιαζόταν κανένα εμπόδιο στον δρόμο που να μπορεί να τους σταματήσει. Το γεγονός αυτό μας προετοίμασε να αναμένουμε τον θάνατο και αυτό μας συντάραξε. Ο εχθρικός στρατός, μη βρίσκοντας κανένα εμπόδιο στον δρόμο του, μικρό, μεσαίο ή μεγάλο, προχωρούσε σαν ποτάμι φουσκωμένο μέσα από πλατιά πεδιάδα και έφτασε ως εμάς ατάραχος. Παράλληλα, ο στόλος τους ακολουθούσε τον δικό του δρόμο και έπλεε για να συναντήσει την κατάλληλη στιγμή τους υπόλοιπους και να κορυφώσει τη μεγάλη μας δυστυχία. Έφτασε λίγες ημέρες μετά την άφιξη του στρατού ξηράς και αυτό, νομίζω, για να καταδείξει τη δική μας αδυναμία και τη δική τους ισχύ. Να καταδείξει την ισχύ τους, καθώς, αν ο στόλος ερχόταν την ίδια στιγμή, δε θα μπορούσαμε να αντέξουμε ούτε μία μέρα. Να καταδείξει την αδυναμία μας, καθώς, ενώ μόνο ο στρατός ξηράς μας πολιορκούσε, εμείς δείξαμε τέτοιο κουράγιο στις διαταγές εκείνου του ανόητου στρατηγού [του Δαβίδ] ώστε δεν επιχειρήσαμε εναντίον τους καμιά στρατιωτική ενέργεια. Εκείνος διατηρούσε τις στρατιωτικές δυνάμεις του για να τις παραδώσει ανέπαφες και πλήρεις για στρατολόγηση στον ρήγα της Σικελίας.

 

Ο στρατός ξηράς περικύκλωσε την πόλη μας την έκτη Αυγούστου, την ώρα του γεύματος [την ημέρα που εορτάζεται η Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Ο στόλος αγκυροβόλησε τη δέκατη Πέμπτη] μέρα που εορτάζεται η κοίμηση της πανάγνου Θεομήτορος. Από τη στιγμή εκείνη δεν είχαμε κανένα μέσο διαφυγής. Οι πιο διορατικοί άνθρωποι προέβλεπαν όσα θα υπέφεραν και αρκετοί άλλοι διέβλεπαν το μέλλον μέσα από πολλά σημάδια.

[…] Η πόλη είχε περικυκλωθεί σαν σε αγκαλιά από το ιππικό και τον στόλο των εχθρών. Σε αυτήν ακριβώς την περίσταση αποδείχτηκε πλήρως η ανικανότητα του στρατηγού, που σίγουρα δεν ήταν μυστική και προηγουμένως, όπως θα δείξει πολύ γρήγορα η διήγηση. […] Δεν μεριμνούσε με την απαραίτητη προσήλωση για την κατάσταση της πόλης, αλλά με πολύ έντεχνο τρόπο είχε πείσει τον Ανδρόνικο ότι όλα έβαιναν καλώς για μας και ότι η πόλη ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη για άμυνα και δεν της έλειπε τίποτα από όσα είναι αναγκαία, ούτε η ασφάλεια των πύργων ούτε τα πετροβόλα μηχανήματα ούτε η ανακατασκευή των τειχών ούτε η ενίσχυση του προτειχίσματος ούτε πλήθος και ποιότητα όπλων ούτε οτιδήποτε άλλο. Έγραφε τα ψέματα αυτά για το δικό του και μόνο συμφέρον και χωρίς κανείς να μπορεί να τα ελέγξει, γιατί δεν υπήρχε κανείς που να γνώριζε όσα έγραφε, να μπορούσε να μιλήσει ή να τολμούσε να μιλήσει. Με αυτόν τον τρόπο έπεισε τον αυτοκράτορα και αυτό δεν ήταν για το καλό μας. Προσπαθούσε να τον καθησυχάσει ότι δεν θα παθαίναμε κανένα κακό. Σκοπός του ήταν να μείνει ο ίδιος κύριος της κατάστασης και να μην την αναλάβει κανείς άλλος που να μπορούσε να μας σώσει. Θα έχανε έτσι την εξουσία του και θα έπεφτε στα χέρια του Ανδρόνικου. […]

[…] Στην πραγματικότητα ο αυτοκράτορας από πρόνοια έστειλε στράτευμα για την υπεράσπισή μας, αλλά επειδή πείστηκε από τις απάτες του Δαβίδ, διέταξε να μην εισχωρήσει στην πόλη και ούτε να συνάψει με τους εχθρούς μάχες εκ του σύνεγγυς. Η ουσία ήταν ότι εμείς, αγνοώντας τη βοήθεια που μας είχε σταλεί, περιμέναμε και κρεμόμασταν από την ελπίδα αυτής της βοήθειας, ενώ οι δυνάμεις εκείνες περνούσαν τον καιρό τους μακριά από κάθε αιματοχυσία και εκπλήρωναν με τον τρόπο αυτό την υποχρέωσή τους να μας βοηθήσουν.

[…] Από την άλλη, οι εχθροί που ήρθαν από ξηρά και θάλασσα, ετοιμάζονταν μεθοδικά για μάχη. Όσοι πολιορκούσαν την πόλη από τα δυτικά υιοθέτησαν νεωτερισμούς στην κατασκευή πολιορκητικών μηχανών που, εξαιτίας του μεγέθους τους, αποδείχτηκαν δυσμεταχείριστες και δεν έδωσαν κανένα λαμπρό αποτέλεσμα. Όσοι πολιορκούσαν την πόλη από τα ανατολικά, και ήταν κυρίως οι άνδρες του στόλου, ακολούθησαν τη συνηθισμένη τακτική. Κατασκεύασαν πετροβόλα μηχανήματα, μικρά σε μέγεθος τα περισσότερα, για να χτυπούν με αυτά τους δικούς μας που πολεμούσαν πάνω στα τείχη. Δύο από αυτά ήταν μεγαλύτερα από τα υπόλοιπα. Το ένα θα μπορούσε με τολμηρό τρόπο να αποκληθεί «θυγατέρα του σεισμού». Είχαν ακόμη ανθρώπους που γέμιζαν διάφορα υλικά στην ευάλωτη τάφρο και ήταν πολύ ικανοί στο να καταστρέφουν το προτείχισμα, να επιτίθενται στο τείχος και να του ανοίγουν τρύπες για να προκαλέσουν την πτώση του. Επιδόθηκαν στο έργο αυτό με όλες τους τις δυνάμεις και το επιτέλεσαν χωρίς καθόλου να ενοχληθούν. Της εργασίας αυτής προηγήθηκαν πολλές βολές με πετροβόλα μηχανήματα. Αργά το απόγευμα τράβηξαν τα καράβια τους στην ξηρά και το πρωί της επόμενης μέρας άρχισαν τη μεγάλη επίθεση.

Σε όλη τη δυτική πλευρά ως την περιοχή γύρω από την ακρόπολη (η σειρά των πύργων από τη θάλασσα ως τις πύλες που υπήρχαν εκεί είχε το σχήμα δρεπανιού), δεν μας προκαλούσαν ιδιαίτερες δυσκολίες και απώλειες. Στην ανατολική πλευρά όμως ο πόλεμος γινόταν όλο και πιο άγριος. Από την πλευρά της θάλασσας δεν γινόταν καμιά μάχη, επειδή τα τείχη ήταν πιο πάνω από το ύψος των νερών της θάλασσας εξαιτίας του ότι ήταν καλοκαίρι και το νερό δεν έφτανε βαθύ ως το τείχος. Έτσι η μάχη ανάμεσα σε όσους βρίσκονταν στα τείχη και όσους έρχονταν από τη θάλασσα θεωρούνταν εξαιρετικά άνιση. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι οι εχθροί, που ήταν έμπειροι πολεμιστές, θεώρησαν καλό να καταφέρουν πλήγματα στο πιο ευαίσθητο σημείο της πόλης. Αντιλήφθηκαν λοιπόν ότι από την ανατολική πλευρά θα μπορούσαν πιο εύκολα να μας βλάψουν, αφού είχαν τη δυνατότητα να μας προσεγγίσουν ευκολότερα επειδή στο σημείο εκείνο η θάλασσα ήταν βαθιά και πρόσφερε καλύτερες δυνατότητες ελλιμενισμού και επειδή το τείχος εκείνης της πλευράς δεν ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και δεν ήταν συμπαγές. Από την αρχή είχε χτιστεί πρόχειρα. Επιπλέον ο καλός μας στρατηγός δεν πήρε άμεσα μέτρα συντήρησής του.

Ο Δαβίδ έμοιαζε με γιατρό που παρακολουθεί έναν άρρωστο, αλλά δε φροντίζει να του αποκαταστήσει την υγεία και έτσι δεν παίρνει μέτρα για να τον θεραπεύσει. Όσοι γνωρίζουν καλά την κατάσταση δεν μπορούν να αγνοήσουν ότι ο Δαβίδ συμπεριφέρθηκε απέναντί μας με τρόπο που λίγο διέφερε από εκείνον ενός αληθινού προδότη. Αν κάποιος όμως τον έκρινε με μεγαλύτερη αυστηρότητα, σαν να τον μετρούσε με ζυγαριά, θα τον εξίσωνε απόλυτα με προδότη. Αν εξαιρέσει κανείς κάποιες προφορικές του διαταγές και κάποια πολύ γνωστά μηνύματά του, για τα οποία πολλοί επίσης τον κατηγορούν, συμπεριφέρθηκε σε όλα τα υπόλοιπα ως προδότης. Το κοινό σημείο ανάμεσα σ’ εκείνον και σε έναν δηλωμένο προδότη ήταν η περιφρονητική αδιαφορία για το κοινό καλό, το ενδιαφέρον μόνο για το προσωπικό συμφέρον και η επιθυμία να εξαφανιστούν όλοι και να μείνει μόνο εκείνος με τα συμφέροντά του. […]

Ευθυνόταν ακόμη για το ότι η πόλη δεν είχε μεγάλο αριθμό στρατιωτών. Γεμίζοντας τα χέρια του με αγαθά που δεν θα έπρεπε να τα αγγίξει, επέτρεψε σε όσους ήθελαν να λιποτακτήσουν και να εγκαταλείψουν την πατρίδα προς όποια κατεύθυνση επιθυμούσαν. Οι πολύ πλούσιοι, φροντίζοντας έτσι για τη σωτηρία τους, έκαναν κάτι ακόμη χειρότερο: στρατολογούσαν από τον λαό μισθοφόρους, ανθρώπους χειροδύναμους και ικανούς να χειρίζονται τα ραβδιά, να πετούν πέτρες μακριά, να δουλεύουν τα μηχανήματα, να τεντώνουν τα νευρά του τόξου και να ρίχνουν. Τους έπαιρναν μαζί τους έξω από την πατρίδα. Έτσι στερούσαν την πόλη από υπερασπιστές. Οι πλούσιοι όμως, πείθοντάς τους με δώρα, κατόρθωσαν να ακολουθούνται από μεγάλη στρατιά υποτακτικών, λες και ήταν στρατηγοί. Μόλις κάποιος, και μάλιστα εγώ, που δεν τον φοβόμουν πολύ, του έλεγα πως αυτά τα πράγματα δεν ήταν σωστά για την πόλη, αυτός εξοργιζόταν. Αγανακτούσε και δυσανασχετούσε αν κάποιος τον κατηγορούσε πως άφηνε την πόλη χωρίς υπερασπιστές.

Η κορυφαία όμως από τις συμφορές που έπεσε πάνω μας ήταν η έλλειψη του πιο αναγκαίου αγαθού απ’ όλα του νερού. Καθώς η στέρνα της ακρόπολης ήταν αχρησιμοποίητη εδώ και καιρό, έπρεπε να επιδιορθωθεί στα σημεία που είχε βλάψει ο χρόνος. Αυτό μπορεί να έγινε την τελευταία στιγμή, εντούτοις όμως έγινε. Κάποιος από τους σημαντικούς στρατιωτικούς, ο Λέων ο Μαζιδάς, που επαίνεσε και αποδέχτηκε το έργο, παρακάλεσε τον Δαβίδ να αφήσουν να περάσουν κάποιες μέρες μετά την επισκευή για να στεγανοποιηθεί η δεξαμενή και να μπορεί με ασφάλεια να διατηρήσει το νερό που θα έφτανε. Εξάλλου δεν υπήρχε ανάγκη να βιαστούν, καθώς οι εχθροί δεν είχαν ακόμη επιτεθεί και βρίσκονταν αρκετά μακριά. Ο λόγος αυτός άρεσε στον Δαβίδ, απ’ όσο φάνηκε. Αλλά ο άνεμος πήρε τα λόγια του Μαζιδά, έριξε τη φρόνηση του Δαβίδ στη λήθη και έσπειρε ένα βλαστάρι που μεγαλώνοντας θα προκαλούσε μεγάλη δυστυχία. Δεν είχε ακόμη καλά καλά νυχτώσει και το νερό από τον Χορτιάτη αφέθηκε να τρέχει ελεύθερο προς τη δεξαμενή. Ο κελαρυσμός του δήλωνε τη διαδρομή του. Ο Μαζιδάς έτυχε να περνά από κει και άκουσε αυτό που συνέβαινε. Έτρεξε γρήγορα στον Δαβίδ για να του θυμίσει όσα του είχε υποσχεθεί. Ο Δαβίδ προσποιήθηκε τον αγανακτισμένο και πρόβαλε ως δικαιολογία ότι το ξέχασε. Μόλις όμως άκουσε πως έπρεπε να σταματήσουν το νερό για να μπορέσει να γίνει μια νέα επισκευή, δε συμφώνησε και διέταξε να αφήσουν το νερό να τρέχει. Το νερό λοιπόν εισέρρεε στη δεξαμενή, αλλά αυτή δεν μπορούσε να το κρατήσει, επειδή η πρόσφατη επισκευή έπαθε ζημιές. Το νερό διέλυε και παράσερνε το υγρό ακόμη ασβεστοκονίαμα. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και η δεξαμενή έμεινε εντελώς άδεια και μαζί της άδειασαν όλες οι ελπίδες που διατηρούσαμε για την Ακρόπολη και κανείς πια δεν προσέβλεπε σε αυτήν. […]

[…]

Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κάποιος να διαπιστώσει την κακία του φαύλου εκείνου άνδρα και τη βαθιά του πονηριά. Ενώ τον παρακαλούσαν να ανοίξει τις πύλες της πόλης για να βγουν να πολεμήσουν, εκείνος αρνιόταν. Όταν δέχτηκε μεγαλύτερες πιέσεις και εξακολουθούσε να επιμένει στην άρνησή του, τον κατηγόρησαν ότι φρόντιζε για την ασφάλεια των εχθρών. Εκείνος αρχικά ισχυριζόταν ότι εφάρμοζε αυτοκρατορικό πρόσταγμα που του επέβαλλε τη φύλαξη της ακρόπολης. Του απάντησαν ότι «προστατεύω την ακρόπολη» δε σημαίνει να κλείνεται πίσω από το τείχος, αλλά να κάνει όλα όσα θα μπορούσαν να βλάψουν τους εχθρούς και έτσι να τη διαφυλάξει ακέραιη. Και ακόμη ότι δεν μπορεί να αποκληθεί φύλακας σπιτιού, αμπελώνα ή πλοίου εκείνος που κάθεται φρόνιμα μέσα τυλιγμένος στις κουβέρτες και αφήνει ήσυχο αυτόν που από έξω το επιβουλεύεται, ωσότου η συμφορά κάνει την εμφάνισή της στο εσωτερικό του σπιτιού. Εκείνος άφηνε τότε τις δικαιολογίες και σκόρπιζε τις συκοφαντίες του, λέγοντας ότι φοβάται μήπως κάποιοι από τους στρατιώτες που θα έβγαιναν για επίθεση λιποτακτήσουν και έτσι η πόλη χάσει ακόμη περισσότερους υπερασπιστές. Και οι καλοί στρατηγοί και στρατιώτες αγανακτούσαν που άκουγαν τέτοιες κουβέντες, δέχονταν όμως το γεγονός ότι το όμορφο σώμα της πόλης έφερε κακή κεφαλή και δεν τολμούσαν να αμφισβητήσουν την καθεστηκυία τάξη. Πειθάρχησαν, όχι όμως για καλό. […]

[…]

Εκείνος ήταν λοιπόν η κεφαλή της πόλης. Το υπόλοιπο σώμα της πόλης ήταν τελείως διαφορετικό, και διαφορετικό σημαίνει καλύτερο. Κανείς δε θα μπορούσε να πει ότι όσοι είχαν στρατολογηθεί από διάφορα μέρη διέψευδαν τη στρατιωτική τους αξία. Ανάμεσά τους διέπρεπαν οι Αλανοί και κάποιοι Ίβηρες. Δεν ήταν πολλοί όσοι ήταν από καταγωγής Θεσσαλονικείς και διατηρούσαν για την πατρίδα μια γνήσια αγάπη. Οι περισσότεροι επέτρεψαν να τους πάρει ο άνεμος και μάλιστα εκείνοι που ξεχώριζαν σε ισχύ, όπως αναφέραμε ήδη, και μπορούσαν να ελέγξουν τον στρατηγό και να τον καθοδηγήσουν στις σωστές αποφάσεις. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι όσοι επέλεξαν να παραμείνουν στην πόλη δεν ήταν άνθρωποι πολιτισμένοι, της δικής μας κοινωνικής τάξης και οικογενειάρχες, αλλά κλέφτες, απολίτιστοι και αγριάνθρωποι. Στην πραγματικότητα όμως ήταν άνδρες με υπερβάλλοντα ζήλο για την πατρίδα, ικανοί για κατορθώματα, με κουράγιο και γεμάτοι ορμή, με σώματα ρωμαλέα, διψασμένοι για πόλεμο και πεινασμένοι για βαρβαρικές σάρκες, με ένα λόγο, αρειμάνιοι. Αυτοί αδιαφόρησαν για όλα τα άλλα τόσο ώστε να επιδοθούν αποκλειστικά στον πόλεμο και να προτιμήσουν τον κίνδυνο επί των επάλξεων από τις οικογενειακές υποχρεώσεις.

Και δεν ήταν μόνο οι άνδρες που καταλήφθηκαν από τη μανία του πολέμου, αλλά και οι γυναίκες. Κάποιες μετέφεραν πέτρες για τα διάφορα μηχανήματα και τις σφενδόνες, κάποιες κουβαλούσαν νερό. Ήταν νέες και μεγαλύτερες, ακόμη και κάποιες που τα γηρατειά τις δυσκόλευαν να ενεργούν και που έσκυβαν ήδη προς τη γη όπου όλοι θα τελειώσουμε τις μέρες μας. Όλες αυτές έδιναν την εντύπωση ότι δεν προσέφεραν τίποτα το εξαιρετικό. Η αλήθεια όμως είναι ότι προσέφεραν πολλά εργαζόμενες πέρα από τις δυνάμεις τους και καταπονώντας το σώμα τους καθόλη τη διάρκεια της ημέρας. Κάποιες άλλες έφεραν οπλισμό, σκεπάζονταν με ράκη και ψάθες εν είδει θώρακα και κάλυπταν το κεφάλι τους με τυλιγμένες ταινίες ώστε να μοιάζουν με στρατιώτες. Μετέφεραν πέτρες κατάλληλες να ρίχνονται με τα χέρια, πήγαιναν στο τείχος και τις έριχναν εναντίον των εχθρών, όπως καλύτερα μπορούσαν. Αυτές οι γυναίκες επιβεβαιώνουν και δε διαψεύδουν την ιστορία των Αμαζόνων. […]

Τι άλλο ακόμη; Μήπως μόνο οι λαϊκοί της πόλης μας καταπονούνταν έτσι απ’ όσα συνέβησαν, ενώ οι άνθρωποι του κλήρου μιμούνταν τον στρατηγό περιοριζόμενοι στο να βλέπουν και να ακούν; Σε καμία περίπτωση! Ακόμη κι αυτοί δεν έμεναν με τα χέρια σταυρωμένα, αλλά ξεχνώντας ότι δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση να χύνουν ανθρώπινο αίμα, μεταμφιέζονταν κρύβοντας καλά το μακρύ ιερατικό ένδυμα και φορώντας από πάνω κοσμικά ρούχα. Έτσι λοιπόν πολλές φορές προκάλεσαν σοβαρές ενοχλήσεις στους εχθρούς, οι οποίοι το έμαθαν με κάποιο τρόπο και συμπεριφέρθηκαν και σε αυτούς με σκληρότητα μετά την άλωση.

Οι υπερασπιστές της πόλης ακολουθούσαν μια πολεμική τακτική που δεν τους επέτρεπε διαλείμματα κατά τη διάρκεια της ημέρα και ξεκούραση κατά τη διάρκεια της νύχτας. Πολεμούσαν όλη την ημέρα, ενώ τη νύχτα βρίσκονταν σε εγρήγορση φυλάγοντας σκοπιές. Το γεγονός αυτό έβλαψε σοβαρά την πόλη: μένοντας στην ίδια θέση καθόλη τη διάρκεια της πολιορκίας, χωρίς δυνατότητα να εναλλάσσονται, κουράστηκαν στο τέλος και χαλάρωσαν τα νεύρα και η ψυχή τους. Στη διάρκεια της τελευταίας νύχτας, την οποία διαδέχτηκε η ανατολή του ήλιου που μας έφερε την καταστροφή, το ανατολικό τείχος έμεινε χωρίς φρουρούς, όχι μόνο εξαιτίας της έλλειψης ενεργητικότητας από την κούραση, αλλά και γιατί σε όλους κυριάρχησε η ιδέα ότι την επόμενη μέρα η πόλη θα αλωθεί. Αυτό έγινε κοινή πεποίθηση, καθώς όλοι, έστω και αργά, αντιλήφθηκαν το υφάδι που προετοίμασε η άτεγκτη Κλωθώ με τη βοήθεια του στρατηγού τους.

[…]

Οι εχθροί επετίθεντο με αποφασιστικότητα σ΄ όλη την ανατολική πλευρά της πόλης, από την παραλία μέχρι την πύλη των Ασωμάτων. Τη δεκάτη πέμπτη, όπως ανέφερα, του Αυγούστου αγκυροβόλησαν τα πλοία τους και την επαύριο από το πρωί έβαλαν σε εφαρμογή τα σχέδιά τους και άρχισαν με μεγάλη επιδεξιότητα τις πολεμικές επιχειρήσεις. Και μπορούσε κανείς να δει, μιλώντας με τον τρόπο του Ηροδότου, να ίπτανται σύννεφα αντικειμένων, πέτρες και βέλη που σκοτείνιαζαν τον ουρανό. Οι υπερασπιστές των τειχών έριχναν και εκείνοι. Πώς, άλλωστε, θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Αν και είναι κοινή η μοίρα του πολέμου, εντούτοις λίγοι σκοτώνονταν από εμάς και πολλοί περισσότεροι από τους αντιπάλους. Ο Θεός, αλήθεια, έκανε επιδέξιους όχι μόνο τους στρατιώτες μας, αλλά και τα υπόλοιπα παιδιά της πόλης. Είχαν επιτυχία στις βολές εναντίον των εχθρών, ακόμη κι όταν έριχναν από μεγάλη απόσταση. Έτσι οι τοξότες του εχθρού αναγκάζονταν να υποχωρούν και να μας χτυπούν από μεγάλη απόσταση και χωρίς επιτυχία. Τα βέλη που έφευγαν από τη Χρυσή Πύλη, που βρίσκεται στα δυτικά της πόλης, έφταναν πετώντας ως τον παλιό και όμορφο ναό που είναι αφιερωμένος στον μεγάλο μυροβλύτη Νικόλαο και έπεφταν πάνω στις σκηνές των βαρβάρων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να τις μετακινήσουν. Ίδια ήταν η κατάσταση και στην άλλη πλευρά της πόλης, εκεί όπου είναι ο ναύσταθμος, απ΄ όπου οι ναύτες απομάκρυναν στα ανοιχτά τα πλοία που δέχονταν επίθεση.

Γιατί να πρέπει να διηγηθούμε σε έκταση και αναλυτικά το γεγονός ότι οι δικοί μας πηδούσαν κρυφά από τα τείχη, για να μην το μάθει ο στρατηγός εκείνος της ειρήνης, οι περισσότεροι χωρίς όπλα, και πραγματοποιούσαν ανδραγαθήματα και ανάμεσά τους τα «παιδιά του Μυροβλήτη» και κάποιοι Σέρβοι που ήταν αφιερωμένοι στη λατρεία του; Ή το γεγονός ότι περιφρονούσαν τους εχθρούς σε σημείο να αρπάζουν ζώα από τις ίδιες τις σκηνές των βαρβάρων και να τα παίρνουν μαζί τους, να αντεπιτίθενται στους επιτιθέμενους εχθρούς διώκοντας, βάλλοντας και σκοτώνοντας; Ή ακόμη το γεγονός ότι οι στρατιώτες μας είχαν μεγάλη ζέση και θάρρος, σε σημείο να εξοργίζουν τον στρατηγό με τις οχλήσεις τους να τους επιτρέψει να πραγματοποιούν εφορμήσεις; Ή το γεγονός τέλος ότι ο Δαβίδ, από τη στιγμή που έθεσε στην ψυχή του ως στόχο το ναυάγιο της πόλης, δεν ήθελε να εγκαταλείψει την ιδέα αυτή; Το αποτέλεσμα ήταν να γίνουν πιο πειστικοί οι στρατιώτες και ακόμη περισσότερο τη στιγμή που ο Χούμνος έδινε μάχη και εκείνοι επιθυμούσαν να τους επιτραπεί να θυσιάσουν και τη ζωή τους για την πατρίδα. Εκείνος όμως τους εμπόδισε, προφασιζόμενος ότι ενδιαφερόταν γι’ αυτούς. Με όλες αυτές τις διηγήσεις θα μπορούσε να βρεθεί κάποιος, όπως επίσης και με το πώς αδιαφόρησε ο Δαβίδ για το τείχος που υπονομευόταν με αποτέλεσμα οι πιο θερμόαιμοι να καταριούνται.

Τα τρωκτικά του τείχους, αν ταιριάζει η έκφραση αυτή, πλησίασαν το τείχος και άρχισαν να το σκάβουν, προστατευμένοι από τους συντρόφους τους που έβαλλαν προς την κατεύθυνσή του. Επιδίδονταν στο έργο με προθυμία και επέσπευσαν το σκάψιμο για να μπορέσουν να καλυφθούν στην κοιλότητα και να τη διευρύνουν έτσι ώστε να συνεχίσουν με πλήρη ασφάλεια και να κατορθώσουν να το διατρυπήσουν από τη μια μεριά ως την άλλη. Και σιγά σιγά κατάφεραν τον σκοπό τους. Το κεφάλι τους και ένα τμήμα των ώμων τους ήταν καλυμμένα, το υπόλοιπο σώμα όμως έμενε λίγο ακάλυπτο. Οι περισσότεροι δεν το πρόσεξαν μέχρι που ο Θεσσαλονικέας Βασίλειος Τζύσκος έσκυψε από ψηλά και μπόρεσε να δει τι συνέβαινε. Αυτός έτρεξε γρήγορα, αν και έπασχε από την καρδιά του, στον αρχιυπηρέτη του στρατηγού, του αφηγήθηκε με δραματικότητα το γεγονός και τον παρακάλεσε να εμποδίσει το κακό. Εκείνος, ως υπάκουος μαθητής που είχε επιτυχώς εμποτιστεί με τα διδάγματα του καλού στρατηγού, απάντησε ότι έπρεπε να περιμένουν ως την επόμενη μέρα, μέχρι να εισέλθουν οι εχθροί για τα καλά στην τρύπα. Έπειτα θα ήταν πιο εύκολο να τους πνίξουν εκεί μέσα με καπνό από αναμμένα φρύγανα. Θα συνέβαινε το ίδιο, έλεγε, με αυτό που κάνει ο κυνηγός που, ενώ μπορεί να πιάσει εύκολα ένα θήραμα στην πεδιάδα, το αφήνει και περιμένει να καταφεύγει εκείνο στη φωλιά του για να το συλλάβει με μεγαλύτερη σιγουριά ή, όπως κάνουν οι μελισσουργοί, όταν πιάνουν τις μέλισσες μέσα στην κυψέλη.

Τέτοιος ήταν λοιπόν ο αρχιυπηρέτης μηχανικός. Ο αρχιτέκτονάς του όμως, ο Δαβίδ, έπαιξε διαφορετικά το ρόλο του μηχανικού. Όταν άκουσε ότι τρυπούν το τείχος από έξω, είπε: «Ας το τρυπήσετε εσείς από μέσα». Και μετά από αυτό άρχισε τα χασμουρητά και καθόταν σαν αποχαυνωμένος, δίνοντας μόνο την εντύπωση ότι είναι ζωντανός, πατικώνοντας σύκα, σύμφωνα με τα λόγια του κωμικού ποιητή. Μιλώντας με τρόπο τόσο ανεύθυνο έδινε την εντύπωση πως αν μάθαινε ότι το τείχος βάλλεται από έξω με πέτρες, θα έλεγε: «Ρίξτε κι εσείς πέτρες εναντίον του, αλλά από την εσωτερική πλευρά». Με τέτοιες σοφιστείες, με τις οποίες εμείς παίρναμε μια πρόγευση της συμφοράς, προσπαθούσε να γλιτώσει από τον εχθρικό αυτοκράτορα. Ήταν ένας τύπος που την ώρα που έπρεπε να γρηγορεί έμενε άπραγος ή, για να μιλήσουμε με την παλιά ελευθεροστομία, «άραζε τεμπέλικα». Όταν όμως ήταν να σκεφτεί για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, γινόταν ενεργητικός με καθαρή κρίση. Όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του ενεργούσε με καθαρότητα και δε σταματούσε ώσπου να πετύχει τον σκοπό του με κάθε μέσο.

Έτσι με προδοτικό τρόπο δόθηκε στους εχθρούς η ευκαιρία να αφαιρέσουν από κάτω τις πέτρες του τείχους για τη δική μας συμφορά. Από την άλλη, οι πέτρες που ρίχνονταν από το μεγάλο πετροβόλο μηχάνημα προκαλούσαν καταστροφές στις επάλξεις και στερούσαν από το τείχος τους υπερασπιστές του. Πολλές από τις πέτρες εκείνες περνούσαν πάνω από το τείχος και έπεφταν μέσα στην πόλη προκαλώντας σημαντικές ζημιές. Οι δικοί μας αποφάσισαν να υψώσουν σε αντικατάσταση του παλιού ένα άλλο τείχος, και μάλιστα άρχισαν τις εργασίες τους, αλλά εμποδίστηκαν. Οι κατασκευαστές φοβόντουσαν τις πέτρες που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους, και δεν ήταν όνειρο αυτό, όπως στην περίπτωση του Τάνταλου. Είχαν μπροστά στα μάτια τους το αποτέλεσμα μιας πραγματικής καταστροφής. Συνέβη τότε και ένα αστείο επεισόδιο, που θα αναφερθεί, επειδή θεωρούμε ότι είναι σωστό ως ένα βαθμό να αναμειγνύουμε το γλυκό με το πικρό στην πορεία της διήγησης και να αποφύγουμε να στενοχωρηθεί υπερβολικά εκείνος που θα μάθει τα παθήματά μας. Το χτίσιμο του νέου τείχους αποτελούσε ένα μυστικό της πόλης. Κάποιος όμως από μας με μεγάλη ελαφρότητα βροντοφώναξε στους εχθρούς ότι είναι ανόητοι να κουράζονται χωρίς λόγο, αφού κατασκευαζόταν άλλο τείχος από μέσα. Τα λόγια αυτά μας έβλαψαν ακόμη περισσότερο. Ενώ μέχρι τότε οι εχθροί έριχναν αραιά πέτρες για να καταστρέψουν το τείχος, από τη στιγμή εκείνη πύκνωσαν τις βολές τους όχι μόνο βλάπτοντάς μας την ημέρα, αλλά συνεχίζοντας να μας χτυπούν με το μεγάλο μηχάνημα και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ενώ κρίναμε ως πολύ δυσχερές το γεγονός και σκεφτόμασταν αν θα μπορούσε με κάποιο μέσο να εμποδίσουμε τα χτυπήματα, πήραμε μια σοφιστική απάντηση από τον καλό στρατηγό. Τον ακούσαμε να λέει ότι η πόλη δεν βλάπτεται από τις ριπές τέτοιων λιθαριών. Τι λοιπόν; Μήπως ωφελείται, σοφέ στρατηγέ, με το να υποτιμούμε αυτά τα μηχανήματα; Ή μήπως μπορούμε να πούμε ότι η πόλη αντέχει τα χτυπήματα; Καθόλου, μάλιστα. Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, αφού τα πιο δυνατά μας τείχη έχουν καταστραφεί. Αυτά αναφέραμε εμείς, αλλά ο λόγος μας έμεινε χωρίς ανταπόκριση.

Προκαλούσαν ζημιές στην πόλη και οι μικρές πετροβόλες μηχανές με τις εύστοχες βολές τους καθώς και οι «πύργοι» που ήταν δεμένοι ψηλά στα κατάρτια των πλοίων και έκρυβαν μέσα τους άνδρες έμπειρους στο να καταφέρνουν καίρια χτυπήματα, να βάλλουν συνεχώς εύστοχα, να καταστρέφουν, να υποχρεώνουν τους υπερασπιστές να εγκαταλείπουν άτακτα τις θέσεις του και να κατεβαίνουν για να προστατευτούν. Οι ρίψεις όμως από αυτά τα μηχανήματα έμοιαζαν με ρίψεις νηπίων συγκρινόμενες με εκείνες του μεγάλου μηχανήματος που αποκαλούνταν «μητέρα». Δανείζομαι την έκφραση από τον σοφό στρατηγό, ο οποίος, έκπληκτος από τον θόρυβο που προκαλούσαν οι πέτρες που έπεφταν, έλεγε με απάθεια και ηρεμία νομίζοντας, πιστεύω, ότι έβλεπε μπροστά του τη γυναίκα που τον ανέθρεψε και που υπέφερε και έκλαιγε γι’ αυτόν: «Άκουσε τη γριά!». Ή διαφορετικά, με λακωνικότητα και προσαρμόζοντάς τη στην κατάσταση, ψέλλιζε τη φράση: «Η γριά πάλι κουράζεται». Αυτή η έκφραση απέπνεε κάτι το προφητικό, όπως τα λόγια της Πυθίας που έλεγε ότι η αρχαία Θεσσαλονίκη πορεύεται στον δρόμο των σκιών των πεθαμένων. Αυτό είχε ήδη συμβεί στο παρελθόν, σύμφωνα με όσα μας παραδίδει η ιστορία, και συμβαίνει και τώρα. Οι πέτρες που ρίχνονταν είχαν το βάρος ενός ανθρώπου και ήταν σαν εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν από τους Λαιστρυγόνες εναντίον των συντρόφων του Οδυσσέα.

Το κακό συνεχιζόταν καθώς στη βάση του τείχους είχε ανοίξει ήδη ένα αξιοσημείωτο ρήγμα, ενώ η ρίψη τόσο μεγάλων πλίνθων προξενούσε τρέμουλο στην κορυφή του. Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει το τείχος, που μέχρι τότε ήταν σταθερό, να τρέμει σαν να πέφτει στα γόνατα. Είχε υποστεί ζημιές στη βάση και στην κορυφή. Εκείνοι που άνοιξαν την τρύπα, αφού πέτυχαν τον σκοπό τους, επέστρεψαν στις σκηνές των συμπατριωτών τους και έβαλαν φωτιά στα υποστηρίγματα του ορύγματος, με στόχο να αρχίσει το τείχος να καταρρέει. Καθώς αυτό έγειρε πλάγια, συνέβη η άκρη του χωριστεί από πάνω προς τα κάτω στο σημείο όπου προεξείχε σε γωνία και να ανοίξει για τη δική μας καταστροφή. Από τη στιγμή που καταστράφηκε το σημείο στήριξης, το τείχος δεν μπόρεσε να αποφεύγει την πτώση: με δεδομένο ότι η διαγώνια πλευρά του έπεσε από το βάρος, η γειτονική πλευρά δεν μπορούσε να στηριχθεί πουθενά και έτσι ακολούθησε η πτώση. Και άνοιξε το τεράστιο χάσμα του Άδη για μας και μας έριξε στο χάος του θανάτου.

Ο χώρος όπου συνέβησαν αυτά ήταν ο πύργος του Χαμαιδράκοντος, που αποκαλείται έτσι από το όνομα εκείνου που έτυχε να το υπερασπίζεται επικεφαλής έμπειρων στρατιωτών. Ο Χαμαιδράκων ήταν τότε στρατιωτικός, κατόπιν όμως έγινε σύντροφός μου στη δυστυχία. […]

Το τείχος λοιπόν έπαθε ζημιά και, όταν ξημέρωσε η ημέρα, οι εχθροί και εμείς είδαμε το άνοιγμα εκείνο του Χάρου. Οι εχθροί από τη στιγμή εκείνη άνοιγαν τα στόματά τους σαν θηρία εναντίον μας, ενώ εμείς σφαλίσαμε τα χείλη, αφού χάσαμε κάθε ελπίδα. Ο θρασύς στρατηγός μέχρι τότε κόμπαζε σε όσους γνώριζαν καλά την κατάσταση ότι το τείχος θα αντέξει και ότι, κι αν ακόμα καταρρεύσει, εκείνος, διαλέγοντας τους καλύτερους στρατιώτες, θα έστηνε τείχος από σίδερο, δηλαδή με όπλα, και ότι μπορούσε να υπερασπιστεί με αυτόν τον τρόπο την πόλη μέχρι σαράντα μέρες. Μόλις όμως το τείχος κατέρρευσε, εκείνος, που στα λόγια ήταν θρασύς και έτοιμος να διαλύσει τους εχθρούς, έθεσε τέλος στις καυχησιές του και μεταβάλλοντας άρδην στάση δεν τήρησε τις υποσχέσεις του. Όταν έκανε την εμφάνισή του πάνω στα χαλάσματα του τείχους το πολεμικό δόρυ ενός από τους ανδρείους σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις και ικανούς ναύτες που ανήκαν στο πλήρωμα του Σιφάντου (ο Σιφάντος ήταν πειρατής που προσχώρησε με τη θέλησή του στους Σικελούς μετά από κοινή συμφωνία. Αυτός, όταν πιάστηκα αιχμάλωτος, με «φιλοξένησε», ας πούμε έτσι, στο καράβι του, όπως θα αναφέρουμε στη συνέχεια), όταν είδε λοιπόν αυτό το δόρυ ο δειλός Δαβίδ, ξέχασε αμέσως τις υποσχέσεις για ανδραγαθήματα και συρρικνώνοντας τις σαράντα μέρες σε λιγότερο από ένα λεπτό της ώρας έστρεψε τα νώτα του στον εχθρό. Οι στρατιώτες τού φώναζαν σε γλώσσα λαϊκή: «Κομνηνέ, σταμάτα και κατέβα από το άλογο». Εκείνος, σαν να βρισκόταν στις τελευταίες του στιγμές, τους σφύριξε: «Στα άλογα, όπως με βλέπετε, να κάνω». Θα ήθελε πιθανότατα να έβρισκε έναν Πήγασο, με τον οποίο θα πέταγε σε κάποιο βουνό ή στου πολύβογκου πελάου μακριά το κύμα. Αρκέστηκε εντούτοις στο αγαπημένο του μουλάρι που του έλαχε ο κλήρος να τον μεταφέρει και πάλι. Και η φυγή του ακόμη ήταν παραδειγματική: η μορφή του ήταν λεπτεπίλεπτη, η κάπα του καλοϋφασμένη, τα χέρια του καθαρά από τη μη χρήση όπλων, ταιριαστός για το γυμναστήριο, καθαρός από αίματα. Όλα έδιναν την εντύπωση ότι ήταν το κριάρι που ακολουθείται από ολόκληρο το κοπάδι. Στο πλήθος εκείνο υπήρχαν και γενναίοι άνδρες που αντιστάθηκαν στον εχθρό την ώρα που ο στρατηγός τρεπόταν εύκολα σε φυγή. Από εκείνους κάποιοι βρήκαν θάνατο ηρωικό και ευτυχισμένο, άλλοι υποχώρησαν, αφού πολέμησαν γενναία. Εκεί που πρωτοεμφανίστηκε το πολεμικό δόρυ του εχθρού και οι πρώτοι βάρβαροι αναρριχήθηκαν στο τείχος ήταν συμπολίτες μας και όχι στρατιώτες αυτοί που τους αντιμετώπισαν. Αυτοί οι πολίτες αντιστάθηκαν με όλη τους τη δύναμη, ως τη στιγμή που περικυκλώθηκαν. Αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο αυτό δεν καταλήφθηκαν από τον πανικό που κυρίευσε τον Δαβίδ, είχαν αντίθετα την πρόθεση να προκαλέσουν βλάβες στον εχθρό και μέσα στην πόλη, όπως θα το έκαναν και έξω από αυτήν, αν είχαν την άδεια. Η περικύκλωσή τους δεν έγινε από τους εχθρούς που σκαρφάλωσαν στο τείχος, αλλά από εκείνους που πέρασαν από τις ανατολικές πύλες. Ο στρατηγός τις είχε αφήσει ανοιχτές από τα χαράματα ως δώρο στους εχθρούς για να τις διαβούν άκοπα. Ο ίδιος σχεδιάζοντας τη φυγή, διέταξε τον υπαρχηγό του να καταφύγει μαζί του στην ακρόπολη αφήνοντας τις πύλες «να έχουν πυρετό», σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια. Έτσι με πληροφόρησαν αυτοί που ήταν μάρτυρες.

Το εχθρικό δόρυ λοιπόν έκανε την εμφάνισή του πάνω στα τείχη που είχαν εγκαταλειφθεί ήδη από τους δικούς μας (εννοώ το ανατολικό τείχος, γιατί το δυτικό δεν είχε τέτοιους υπερασπιστές. Κάποιοι εκεί αντιστέκονταν με απαράμιλλη γενναιότητα. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Λέων Κουταλάς, άνδρας γεμάτος σύνεση, δύναμη και ανδρεία. Αυτός συνέχισε να πολεμά μέχρι την αγορά, που είχε γεμίσει από ανεπιθύμητους επισκέπτες. Κατόπιν, αφού δεν είχε βοήθεια από κανέναν, εγκατέλειψε τη μάχη και, αφού απαλλάχτηκε με επιτυχία από τα όπλα του, κέρδισε τη σωτηρία χωρίς να χάσει τη δόξα. Εγώ τον έκλαψα τότε πολύ νομίζοντας πως χάθηκε, αλλά τώρα που τον γνωρίζω τον κατατάσσω στους πρώτους που αξίζει να επαινέσω). Το δόρυ λοιπόν εμφανίστηκε ψηλά στα τείχη όπως προανέφερα. Με κινήσεις μπροστά και στα πλάγια, σαν νεύμα κεφαλιού και χεριού, καλούσε τους εχθρούς που βρίσκονταν έξω. Σε λίγη ώρα η πόλη γέμισε από δαύτους. Ήταν η εικοστή τετάρτη Αυγούστου που εισχώρησαν πρώτα οι ναύτες του εχθρού και κατόπιν οι ιππείς.

Αυτή η μέρα δεν ήταν όμοια με καμιά άλλη, έμοιαζε περισσότερο με νύχτα, γεμάτη πόνο και λύπη για όσα αντίκριζε. Βαθιά ομίχλη έπεσε σαν κονιορτός που σηκώνεται από τυφώνα ή από αμέτρητες οπλές ζώων. Θα έλεγε κανείς πως ο ήλιος ντρεπόταν να εμφανιστεί, αφού η λάμψη των όπλων ήταν πιο δυνατή από τη δική του. Παραφράζοντας την αρχαία Μούσα, το σκάφος της πόλης εποντοπόρησε μέρες δεκαεπτά· στη δέκατη όγδοη φάνηκαν βουνά βαθύσκιωτα. Αυτά τα βουνά μας έκρυψαν τον ήλιο της ζωής μας και έφεραν τη μαύρη σκιά που μας κάλυψε, σύμφωνα με τα λόγια του Ψαλμού. Οι αλαλαγμοί της χθεσινής και των προηγούμενων ημερών, οι κραυγές του πολέμου και ο θόρυβος που προκαλούσε σταμάτησαν, αλλά αντιστρέφοντας τον ψαλμό δεν υπήρχε αλαλαγμός χαράς στα πλήθη μας.

[…]

Οι βάρβαροι γέμισαν όλη την πόλη αρχίζοντας να εισρέουν από τις ανατολικές πύλες. Θέριζαν τους δικούς μας και δένοντάς τους σε δεμάτια τους στοίβαζαν σε θημωνιές τέτοιες που αρέσουν για τροφή στον Άδη. Όσοι προσπαθούσαν να γλιτώσουν τρέχοντας στους δρόμους έχαναν τη ζωή τους και τα πτώματά του σκυλεύονταν και έμεναν γυμνά. Με τον τρόπο αυτό οι δρόμοι μετατράπηκαν σε ελεεινά νεκροταφεία και ο ήλιος έβλεπε όσα δε θα έπρεπε να δει. Όσοι είχαν παραμείνει στα σπίτια τους, δεν μπορούσαν πια να βγουν. Θα ήταν αδύνατο να βρει κανείς σπίτι που ο κάτοικός του να είχε γλιτώσει τον θάνατο, εκτός κι αν στο σπίτι εκείνο κατοικούσαν περισσότεροι από ένας άνθρωποι. Από αυτούς κάποιοι θανατώνονταν στο εσωτερικό του και γινόταν ο οίκος τους ο τάφος τους, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του ψαλμού. Οι υπόλοιποι έτρεχαν να ξεφύγουν και εμπιστεύονταν τον εαυτό τους στην αβέβαιη τύχη του πολέμου. Αρχικά οι σκοτωμένοι κείτονταν ξεχωριστά, όταν όμως οι εχθροί ξεκουράστηκαν από την έντονη προσπάθεια, άρχισαν να ντροπιάζουν το ανέψυχο χώμα, όπως λέγεται, και στοίβαζαν στα ίδια σημεία και κουφάρια ζώων. […]

 

Μετά την άλωση της πόλης οι Νορμανδοί παρέμειναν στη Θεσσαλονίκη ως τον Νοέμβριο του 1185, λίγο μετά την αντικατάσταση του Ανδρόνικου από τον Ισαάκιο Κομνηνό, που έγινε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.

 

 

 

 


Η άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430 μ.Χ.

Ιωάννη Αναγνώστη, Διήγηση της τελευταίας άλωσης της Θεσσαλονίκης που συντάχθηκε ύστερα από επίμονη αίτηση κάποιου αξιόλογου προσώπου, σε επιτομή

 

Οι πληροφορίες και η μετάφραση αντλήθηκαν από το εξαιρετικό βιβλίο: Ιωάννης Καμινιάτης, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Ιωάννης Αναγνώστης ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΑΛΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, μετάφραση Χάρη Μέσση, εισαγωγή -  σχόλια Paolo Odorico, εκδ. Άγρα, Αθήνα, 2009

 

 

1. Πολλὰ μὲν ἡμῖν πολλάκις καὶ ἄλλα τὸ τῆς ψυχῆς σου φιλόπονον ἀριδήλως ἐγνώρισεν, ἀνδρῶν ἄριστε καὶ φιλομαθέστατε, οὐχ ἧττον δὲ καὶ ἡ πρὸς τὴν διήγησιν τῶν ἤδη τῇ περιφανεῖ τὸ πρότερον πόλει Θεσσαλονίκῃ συμβεβηκότων σπουδή σου καὶ τὸ λόγοις ἡμᾶς συνετῶς ἄγαν ἔχουσι διεγεῖραι, ταύτην ὡς ἂν ἐπίδηλόν σοι κατὰ δύναμιν θέσθαι τὴν ἡμετέραν σπουδάσωμεν καὶ ὥσπερ ὑπ' ὄψιν ἀγάγωμεν.

1. Πολλές φορές και σε πολλές περιπτώσεις εκδηλώθηκε ολοφάνερα η φιλοπονία της ψυχής σου, άριστε άνθρωπε και φίλε της γνώσης, εκδηλώθηκε όμως ακόμη περισσότερο με το ενδιαφέρον σου να μάθεις όσα έγιναν στην άλλοτε σπουδαία πόλη της Θεσσαλονίκης και κυρίως στα λόγια που τόσο έντεχνα με παρακίνησαν να εκθέσω τη δική μου εξιστόρηση και να σου την παρουσιάσω.   [...]

2.  Εἰ μὲν οὖν τις ἐτύγχανες ὢν τῶν οὐκ εἰδότων τὴν πόλιν, τὰ καθ' ἕκαστόν τε ἠγνόεις αὐτῆς, ὥσπερ οἱ πρῶτον ἐξ ἀλλοδαπῆς εἰς ἑτέραν μετοικήσαντες πόλιν, ἕως ἂν τὸ τοῦ χρόνου μῆκος ταύτην αὐτοῖς κατὰ μέρος γνωρίσειεν, ἐδεόμην λόγων ἂν ἐνταῦθα μακρῶν, ἵνα μηδὲν τῶν τῆς πόλεως τὴν σὴν διαφύγῃ γνῶσιν. Ἐπεὶ δὲ πρὸς θρέμμα ταύτης τὸν λόγον ποιοῦμαι καὶ ἀκριβέστερον ἢ πολλοὺς ἄλλους τὰ κατ' αὐτὴν ἐγνωκότα, μάτην οἱ μακροὶ περὶ τούτων λόγοι καὶ ἡ περὶ τῆς θέσεως μεγέθους τε καὶ κάλλους καὶ τειχῶν ἀσφαλείας καὶ προσέτι τοῦ εὖ κεκρᾶσθαι καὶ τῶν ἄλλων ἀκρίβεια καὶ μάλισθ' ὅτι πρὸ μακρῶν ἐτῶν τὰ περὶ τῆς πόλεως ἕτεροι φιλοπόνως ἄγαν δυνάμει λόγου καὶ ῥητορικῆς εὐγλωττίας δεινότητι ἠκριβωμένως ἐξέθεντο καὶ μετὰ τὴν πρώτην πασῶν εἰπεῖν λαμπροτέραν πολλαῖς ἀποδείξεσιν ἀποφῆναι ταύτην ἐσπούδασαν. Ἐκείνοις δ' ἐμαυτὸν ἔγωγε μόνον διηγούμενος δώσω, ὧνπερ ἡ πόλις ἐν τῷ τῆς νῦν ἁλώσεως χρόνῳ πεπείρατο, καθάπερ ἔφης καὶ σὺ πρὸς ἡμᾶς, μικρὸν πρὸ ταύτης ἀπάρας ἐνθένδε καὶ διὰ τοῦτο τὸ κακὸν οὐκ εἰδὼς ἀκριβῶς ὅπως κεχώρηκε. Τὰ τῶν Λατίνων γὰρ οἶδ' ὅτι καὶ αὐτὸς οἶσθα σαφέστατα τῇ πόλει παρὼν καὶ καθ' ἑκάστην ὁρῶν τὰ γινόμενα]. Ἔπασχεν οὗν τῶν Λατίνων κρατούντων ἡ πόλις, ὡς οἶδας, καὶ ὁσημέραι θλίψεις ἡμῖν ἐπήγοντο πανταχόθεν καὶ λόγων πολλῶν παρ' ἑκάστοις, πῶς ἂν ἀνεθείημεν, γιγνομένων τρόπος ἦν οὐδ' ὁστισοῦν ὁ τούτων ἡμᾶς τῶν δεινῶν ἀπαλλάξων. Οὔτε γὰρ οἱ Τοῦρκοι τοῖς Λατίνοις ἐβούλοντο σπείσασθαι, πολλάκις πρεσβευσαμένοις περὶ τούτου καὶ δεηθεῖσιν, οὐθ' ἡμῖν ἐξῆν πρᾶξαι τὸ κατὰ γνώμην, ὀλίγοις ἄγαν καθεστηκόσι καὶ ἀνισότητι γνώμης ἀποβεβληκόσι τὸ ὁμονοεῖν, ὡς ἄρα καί σοι γνώριμον τοῦτο σὺν ἡμῖν γε ὄντι καὶ τῶν δεινῶν ἐκείνων τοῖς ἄλλοις παραπλησίως εἰληφότι τὴν πεῖραν.

2. Αν τύχαινε να είσαι κάποιος από αυτούς που δεν ξέρουν την πόλη και αγνοούσες τα κατατόπια της, όπως αυτοί που εγκαθίστανται από κάποια άλλη πόλη σε άλλη πόλη, και αρχίζουν να τη γνωρίζουν με το πέρασμα του χρόνου, θα έπρεπε να διηγηθώ με όλες τις λεπτομέρειες, για να μη σου ξεφύγει τίποτα από την πόλη. Αφού όμως απευθύνομαι σ' ένα θρέμμα της πόλης που ξέρει τα της πόλης καλύτερα από πολλούς, θα ήταν μάταιοι οι μακροί λόγοι και για τη θέση της και το μέγεθός της και τα κάλλη της και την ασφάλεια των τειχών της, ακόμη και για το καλό κλίμα της και τα άλλα χαρακτηριστικά της. Μάλιστα, για την πόλη έχουν γράψει προ πολλού άλλοι συγγραφείς οι οποίοι με μεγάλο ζήλο και ικανότητα λόγου προσπάθησαν να αποδείξουν ότι μετά την πρωτεύουσα είναι η λαμπρότερη πόλη. Σ' εκείνους θα προσθέσω και τον εαυτό μου διηγούμενος όσα έπαθε η πόλη από την πρόσφατη άλωσή της, όπως με παρακάλεσες να κάνω λίγο πριν να φύγεις από εδώ, και γι' αυτό άλλωστε δε γνωρίζεις τις λεπτομέρειες της συμφοράς. Τα όσα έπαθε η πόλη από τους Λατίνους νομίζω ότι τα ξέρεις, γιατί έβλεπες κι ο ίδιος όσα συνέβαιναν κάθε μέρα. Υπέφερε λοιπόν η πόλη από την κατοχή των Λατίνων, όπως ξέρεις, και κάθε μέρα έπεφταν πάνω μας συμφορές από όλες τις μεριές και αναρωτιόμασταν πώς θα ανακουφιστούμε, αλλά δεν υπήρχε κανένας τρόπος να απαλλαγούμε από τις συμφορές. Γιατί ούτε οι Τούρκοι ήθελαν να συμμαχήσουν με τους Λατίνους, παρόλο που οι Λατίνοι έστειλαν πολλές φορές πρέσβεις και το ζητούσαν, ούτε εμείς μπορούσαμε να κάνουμε κάτι σύμφωνα με τη θέλησή μας, και γιατί ήμασταν λίγοι και γιατί διαφωνούσαμε, αφού ο καθένας είχε τη δικιά του άποψη. Αυτά όμως τα γνωρίζεις, αφού ήσουν μαζί μας, και είχες την εμπειρία αυτών των συμφορών, όπως όλοι μας.

3. Οὕτω οὖν ἡμῖν ἔχουσιν, ὅσαι τε ὧραι μυρία τὰ χαλεπὰ φέρουσι καὶ τὴν σωτηρίαν ἀπαγορεύουσιν, κακὸν ἐξαίφνης ἐπῆλθεν ἕτερον καὶ στερροτέραν εἰπεῖν ἀδάμαντος πλῆξαν ψυχήν. Τὸ δ' ἦν ἡ τοῦ καλοῦ ποιμένος καὶ κατὰ τὸν πρῶτον ποιμένα τὴν ψυχὴν ἐφ' ἑκάστης ἀφειδῶς ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου τιθέντος κατὰ θεῖον βούλημα τελευτή, ἐν καλῷ μὲν ἐκείνῳ γεγενημένη, βλάβος δ' ἡμῖν ἐπενεγκοῦσα πολύ, τῶν ἐκείνου λιτῶν πρὸς θεὸν στερηθεῖσιν, αἷς ἐσωζόμεθα. [...]

3. Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα, και κάθε ώρα της ημέρας μας έφερνε μύρια κακά απομακρύνοντας τη σωτηρία, όταν ξαφνικά έπεσε επάνω μας νέα συμφορά που θα μπορούσε να πλήξει ακόμη και μια ψυχή πιο σκληρή, θα 'λεγες, κι από διαμάντι. Κι αυτή η συμφορά ήταν ο θάνατος, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, του καλού μας ποιμένα, που θυσίαζε κάθε μέρα την ψυχή του για το καλό του ποιμνίου του, όπως ο πρώτος ποιμένας. Ο θάνατος ήταν καλό για κείνον, μεγάλη απώλεια όμως για μας που στερηθήκαμε τις σωτήριες ικεσίες του προς τον Θεό. [...]

4. [Τούτου οὗν τοῦ δεινοῦ, τῆς τελευτῆς ἐκείνου φημί, προστεθειμένου τοῖς ἄλλοις καὶ πάντων τῶν ἐν τῇ πόλει, ἀνδρῶν, γυναικῶν, παίδων, Λατίνων τε καὶ αὐτῶν Ἰουδαίων,
ἐλεεινῶς πρὸς ἀλλήλους διομιλούντων καὶ τὰ μὲν ἄλλα, ὅσα τούτους ἐπίεζε δηλονότι τῇ λήθῃ παραπεμπόντων, τὴν τοῦ ποιμένος δὲ στέρησιν ἐπὶ νοῦν λαμβανόντων καὶ συνεχῶς προφερόντων, τῆς τοῦ Θεοῦ τε παιδείας, ὡς προὔφην, καὶ τῆς γεγενημένης ἁλώσεως καὶ λεγόντων σημεῖον τοῦτο καὶ πιστευόντων, – οὕτως οὖν διατεθέντων καὶ] ὀλίγου δή τινος ἐν τῷ μεταξὺ παρεληλυθότος τοῦ χρόνου, χεῖρον ἢ πρότερον ἔσχε τὰ πράγματα καὶ σύγχυσις πανταχοῦ, ἄλλων ἄλλα βουλευομένων καὶ μηδὲν ἐν ταὐτῷ συνελθεῖν δυναμένων. Καὶ παραπλήσιόν τι τοῖς ἐπὶ νηὸς χειμαζομένοις ἐπάσχομεν, ὅταν ὁ κυβερνήτης ἀπῇ· πάντα γὰρ ἐκεῖ ταράχου μεστὰ καὶ ἡ ναῦς, οὐκ ἔχουσα τὸν ἰθύνοντα ταῖς τῶν ἀνέμων βίαις τοῦ πρόσω χωρεῖν ἀκινδύνως, οὐ συγχωρεῖται.

4. Αυτή η συμφορά, εννοώ τον θάνατο εκείνου (του Συμεών), προστέθηκε στις άλλες, κι όλοι στην πόλη, άνδρες, γυναίκες παιδιά, Λατίνοι και οι Ιουδαίοι ακόμη, ενώ μέχρι τότε συμπεριφέρονταν μεταξύ τους με άθλιο τρόπο, αφού παρέπεμψαν στη λήθη όσα τους βάραιναν, είχαν συνέχεια στο μυαλό τους τον θάνατο του ποιμένα, λέγοντας συνεχώς ότι αυτό αποτελούσε σημάδι, όπως είπα, της τιμωρίας του Θεού και της άλωσης που ακολούθησε. Έτσι είχε η κατάσταση και, αφού πέρασε κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα, τα πράγματα έγιναν χειρότερα και παντού επικρατούσε σύγχυση, γιατί ο καθένας πίστευε τα δικά του και κανένας δεν ήθελε να συμφωνήσει με κανέναν. Πάθαμε κάτι παραπλήσιο μ' αυτό που συμβαίνει σ' ένα καράβι που βρίσκεται σε τρικυμία κι ο καπετάνιος του έχει φύγει· γιατί εκεί επικρατεί η αναρχία, και το καράβι, επειδή δεν έχει κάποιον να το κατευθύνει με ασφάλεια μέσα από τους βίαιους ανέμους, είναι καταδικασμένο να βουλιάξει.

Τῶν μὲν οὖν δὴ πλειόνων δυσχεραινόντων ὅτι μὴ σφίσιν ἐξῆν προδοῦναι τὴν πόλιν τοῖς Τούρκοις, [δεδιότων ἴσως ὃ γέγονεν ὕστερον,] ἄγγελος ἧκε τὸν Μουράτην ἐφ' ἡμᾶς κεκινῆσθαι μηνύων, πλεῖστον ὅσον στρατὸν συναγείραντα καὶ διὰ πάντων καλῶς παρεσκευασμένον. Τοῖς μὲν οὖν δεκτέα πως ἔδοξεν ἡ ἀγγελία καὶ πιθανή, τοῖς δὲ μή, καὶ μάλιστα Λατίνοις, εἴτε μεγαλοψυχεῖν προσποιουμένοις εἴτε πεῖραν οὐκ ἐσχηκόσι τῶν Τούρκων, ᾧ καὶ μᾶλλον ἔγωγε πείθομαι. Πόθεν γὰρ εἴδησις τούτοις ἐν θαλάττῃ καὶ γεννωμένοις καὶ εἰς γῆρας διαιτωμένοις, πρὸς συμπλοκάς τε καὶ μάχας, αἷς τὸ τῶν Τούρκων κέχρηται γένος, ἔχουσιν οὐκ ἐπιτηδείως καὶ μηδὲ δυναμένοις ἢ διὰ τριηρῶν ἀπελθεῖν εἰς ὑπερορίαν, ἡνίκ' ἂν καὶ ἔνθα βούλοιντο; Μικρὸν τὸ μεταξὺ καὶ πάλιν ἕτερος ἄγγελος ταὐτὰ τῷ προτέρῳ καὶ αὐτὸς διαγγέλλων καὶ τοὺς λόγους ὅρκοις πιστούμενος ἀσφαλέσιν, ἐφ' οἷς ἐπείσθημεν μὲν ἡμεῖς, μηδὲν ἄλλο παρ' αὐτὸ προσδοκῶντες (τοῦτο γὰρ ὁ πολυετὴς ἡμᾶς ἐδίδασκε συγκλεισμὸς καὶ τὰ πράγματα), ἐπείσθησαν δὲ καὶ Λατῖνοι καὶ πρὸς παρασκευὴν δεῖν ἔδοξε τούτοις διεγηγέρθαι.

Ενώ οι περισσότεροι ήταν σε αδιέξοδο, αφού δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να παραδώσουν την πόλη στους Τούρκους, [αλλά ίσως φοβόντουσαν όσα έγιναν αργότερα], έφτασε αγγελιαφόρος που μας ανακοίνωσε ότι ο Μουράτ κινείται εναντίον μας έχοντας συγκεντρώσει μεγάλο και πολύ καλά οργανωμένο στρατό. Σ' άλλους η αγγελία φάνηκε πιθανή, σ' άλλους όχι, και μάλιστα στους Λατίνους, είτε γιατί προσποιούνταν τους μεγαλόψυχους είτε γιατί δεν είχαν ιδέα για τους Τούρκους, κάτι που εγώ πιστεύω πως συνέβαινε. Από πού να ήξεραν, αυτοί που γεννιούνται και μέχρι τα γεράματά τους περνούν τη ζωή τους στη θάλασσα, από τις συμπλοκές και τις μάχες στις οποίες διαπρέπει το γένος των Τούρκων, όταν μάλιστα δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα άλλο από το να γυρνάνε στη μακρινή πατρίδα τους με τα πλοία τους, όταν κι όποτε το θελήσουν; Μετά από λίγο καιρό κι άλλος αγγελιαφόρος μας ανακοινώνει τα ίδια με τον  προηγούμενο, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του με όρκους, στα οποία εμείς πειστήκαμε, μη περιμένοντας τίποτε άλλο, (αυτό μας το δίδαξε ο πολύχρονος εγκλεισμός μας μέσα στα τείχη και οι καταστάσεις), πείστηκαν όμως και οι Λατίνοι και σκέφτηκαν πως έπρεπε να προετοιμαστούν.

5. Καὶ δὴ πρῶτον μέν, οὗπερ ἤρξαντο πρότερον ἔργου, πρὸς τελείωσιν σπουδαιότερον διετέθησαν. Τὸ δ' ἦν ἡ περὶ τὰς ἐπάλξεις αὐτῶν ἐπιμέλεια· [...] Ἔπειτα δὲ δεῖν ἀριθμῆσαι τοὺς ἄνδρας ᾠήθησαν καὶ αταμαθεῖν, εἰ πρὸς τὰς τοῦ ὅλου τείχους ἐπάλξεις καὶ τὸν περίβολον τὸν πρὸς ἤπειρον ἐξαρκοῦσι. Καὶ δὴ στῆναι πάντας ἐπὶ τῶν τειχῶν μεθ' ὧν εἶχεν ἕκαστος ἐπιτρέπουσιν ὅπλων, ὡς ἂν καὶ μάρτυρας τοὺς ἰδίους ἔχωσιν ὀφθαλμούς. Οὗ δὴ γεγονότος ἦν ἰδεῖν ἐπὶ δύο καὶ τρεῖς ἐπάλξεις ἕνα ἄνδρα ἱστάμενον καὶ τούτων τοὺς πλείους μήθ' ὅπλα κεκτημένους (προανάλωσε γὰρ ἡ πενία) μήτε πρὸς μάχην ἐπιτηδείους καὶ πόλεμον· τοῖς γὰρ συνεχέσι κακοῖς καὶ τῇ περὶ τὸ ζῆν ἀπορίᾳ περιῄρηνται καὶ τὸ δύνασθαι. Οἱ Λατῖνοι δ' ὅμως, ἄλλως οὐκ ἔχοντες διαπράξασθαι (ἄνδρας γὰρ ἑτέρους μαχίμους οὐκ εἶχον παρὰ τοὺς ὄντας τῇ πόλει), δεῖν ἐξ ἀνάγκης ᾤοντο πάντας γοῦν ἑτοίμως ἔχειν πρὸς πόλεμον. [Μεταστῆσαι δὲ καὶ τὴν ἀγορὰν πρὸς φυλακὴν ἀκριβεστέραν τῆς πόλεως δέον κεκρίκασιν, εἰ καὶ πέρας ἴσως τοῦτο λαβεῖν οὐκ ἔσχεν, ἐπιθεμένων αἴφνης τῶν πολεμίων καὶ θᾶττον ἢ πάντες προσεδοκῶμεν· [...]

5. Αρχικά θεώρησαν ως σπουδαιότερο να τελειώσουν τα έργα που είχαν αρχίσει παλιότερα. Αυτό αφορούσε να επιδιορθώσουν τις επάλξεις. [...] Έπειτα αποφάσισαν να καταμετρήσουν τους άντρες για να μάθουν αν φτάνουν για να καλύψουν τις ανάγκες των επάλξεων σε όλο το τείχος, καθώς και στον περίβολο που εκτεινόταν στην πλευρά της ξηράς. Γι΄ αυτό τους διέταξαν όλους να στηθούν πάνω στα τείχη, με ό,τι όπλα είχε ο καθένας, για να έχουν μάρτυρες τα ίδια τους τα μάτια. Όταν παρατάχτηκαν, διαπίστωσαν ότι για δύο και τρεις επάλξεις αναλογούσε ένας άντρας κι από αυτούς οι περισσότεροι δεν είχαν όπλα (τα είχαν πουλήσει εξαιτίας της φτώχειας) και δεν ήταν ικανοί για μάχες και πολέμους. Είχαν χάσει τη δύναμή τους από τις συνεχείς συμφορές και από τη φτώχεια. Οι Λατίνοι όμως, μια και δεν είχαν τι άλλο να κάνουν (γιατί δεν είχαν άλλους άνδρες μάχιμους εκτός από αυτούς που βρίσκονταν στην πόλη) θεώρησαν ότι έπρεπε να προετοιμαστούν όλοι για τον πόλεμο. Ακόμη, έκριναν ως σωστό να μεταφέρουν την αγορά σε άλλο μέρος για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη προστασία στην πόλη. Αυτό βέβαια δεν έγινε, γιατί οι εχθροί μας επιτέθηκαν πιο γρήγορα απ' ό,τι περιμέναμε. [...]

6.  Ἡμέραι παρῆλθον αὖθις ὀλίγαι καὶ τρίτος ἄγγελος ἤδη πρὸς τὴν πόλιν ἀφῖκτο, τὴν εἰς τὰ Λαγκαδᾶ τοῦ Μουράτου δηλῶν ἄφιξιν καὶ ὡς οὐχ ἱκανὸν τὸ πεδίον, εἰς πολὺ μῆκος ἐκτεταμένον ἐκεῖνο, πρὸς τοσαύτην πληθὺν στρατευμάτων· διήγγειλε δὲ καὶ τὴν παρασκευὴν ὑπὲρ λόγον οὖσαν καὶ μὴ ῥᾳδίαν ῥηθῆναι. Πάλιν οὖν ἡμεῖς ἐν σπουδῇ καὶ πάλιν ἐν ἐπιμελείᾳ μεγάλῃ. [...]  Ἀρξαμένης δὲ τῆς ἕω καὶ τοῦ ἡλίου καθαρῶς οὔπω τῇ γῇ τὰς ἀκτῖνας ἐπαφιέντος, τῆς στρατιᾶς τι μέρος ὁρᾶται τῇ πόλει προβάλλον, μήτε σημαίαν, ὡς ἔθος, ἠρμένην ἔχοντες, μήτε βαδίζοντες ἰλαδόν. Ὁ δὲ τρόπος· ἔδοξε τῷ Μουράτῃ φιλίοις τισὶ τοὺς ἐνοικοῦντας ἡμᾶς τῇ πόλει ῥήμασιν ὑπελθεῖν πρότερον, ὥστε μή τι τῶν ἐν ὑστέροις συμβεβηκότων γενέσθαι καὶ κακ<ῶς> τὴν πόλιν ἁλῶναι· ὑπέτρεφον γὰρ ἐλπίδες τοῖς αὐτοῦ λόγοις ταύτην εὐθὺς ὑποκλῖναι καὶ μὴ ἂν ἑλέσθαι κρατηθῆναι διὰ πολέμου. [...]

6. Πέρασαν λίγες μέρες κι έφτασε στην πόλη τρίτος αγγελιαφόρος αναγγέλλοντας ότι ο Μουράτ έφτασε στον Λαγκαδά κι ότι η πεδιάδα παρόλο που ήταν πολύ εκτεταμένη δεν ήταν αρκετή να περιλάβει ένα τόσο μεγάλο στρατό. Ανακοίνωσε ακόμα ότι οι προετοιμασίες ήταν πέρα από κάθε περιγραφή και δεν μπορούσαν να ειπωθούν. Από τη μεριά μας νέες φροντίδες πάλι και μεγάλη προετοιμασία. [...] Όταν άρχισε να ξημερώνει κι ο ήλιος ακόμη δεν είχε αρχίσει να στέλνει τις ακτίνες του στη γη, φάνηκε να πλησιάζει την πόλη ένα μέρος της στρατιάς, χωρίς να έχει υψωμένη τη σημαία, όπως συνηθιζόταν, και χωρίς να βαδίζει σε παράταξη μάχης. Ο λόγος ήταν ο εξής: Σκέφτηκε ο Μουράτ να έρθει με προτάσεις φιλίας σ' εμάς που κατοικούσαμε την πόλη, ώστε να συμβεί τίποτα απ' αυτά που έγιναν και καταλάβει με τη βία την πόλη. Έλπιζε ότι η πόλη θα δεχόταν τις προτάσεις του και δε θα χρειαζόταν να καταληφθεί με πόλεμο. [...]

αρχή

Η πολιορκία

7. Ὁ δὲ Μουράτης [...] τὸν στρατὸν προσέταξε μεταστῆναι καὶ περὶ τὴν πόλιν στρατοπε<δεύσα>σθαι. [...] Ἡμεῖς δὲ ταῦθ' ἑορακότες καὶ τῆς ἡμῶν σωτηρίας ὑπεραγωνίσασθαι προθυμούμενοι (καὶ γὰρ οὐδὲ ἦν ἄλλως εἰκὸς) μεθ' ὧν εἴχομεν ὅπλων ἐπὶ τὸ τεῖχος ἐθέομεν ἕκαστος, ἄλλος ἄλλον παρελθεῖν τῷ τάχει φιλονεικοῦντες καὶ οἷον ἀνδριζόμενοι <κατὰ> τῶν ἐκτός, ἀγνοοῦντες ὅπῃ τὰ τῆς σπουδῆς ἐκείνης χωρήσει. Ὡς δ' ἀνέβημεν, διημερεύειν ἐκεῖσε καὶ διανυκτερεύειν συνθέμενοι καὶ διέκριναν ἡμᾶς οἱ κρατοῦντες τῆς πόλεως, Λατίνους καὶ Ρωμαίους καὶ τοὺς τὴν λῃστείαν μετερχομένους ἀναμεὶξ στήσαντες (οὐ γὰρ πιστεύειν ἡμῖν καθαρῶς εἶχον) καὶ θάνατον τοῖς φρονήσουσι προδοσίαν ἠπείλησαν, τοὺς Τζεταρίους, ὡς ἡ κοινὴ φωνὴ τούτους ἐκάλει, [Λῃστῶν δ' ἦσαν οὗτοι σύνταγμα ἐκ διαφόρων τόπων συναθροισθέντες,] φύλακας εἰς τοῦτ' ἐπιστήσαντες.

7. Ο Μουράτ διέταξε τον στρατό να μετακινηθεί και να στρατοπεδεύσει γύρω από την πόλη. Όταν τα είδαμε αυτά και πρόθυμοι να αγωνιστούμε για τη σωτηρία μας (όπως άλλωστε ήταν λογικό) μ' ό,τι όπλο είχε ο καθένας μας τρέξαμε προς το τείχος, φιλονικώντας ποιος θα φτάσει πρώτος, παριστάνοντας τους θαρραλέους εναντίον των εχθρών που ήταν έξω και αγνοώντας πού θα μας οδηγούσε εκείνος ο ζήλος. Μόλις ανεβήκαμε στο τείχος, αποφασισμένοι να διημερεύσουμε και να διανυκτερεύσουμε, μας ξεχώρισαν οι άρχοντες της πόλης σε Λατίνους και Ρωμαίους και τοποθέτησαν ανάμεσά μας, (επειδή δε μας είχαν εμπιστοσύνη) επαγγελματίες κλέφτες, τους Τζεταρίους, όπως λέγονται στην καθομιλουμένη, και απείλησαν με θάνατο όσους σχεδίαζαν να προδώσουν. Οι Τζετάριοι ήταν μια συμμορία ληστών, μαζεμένοι από διάφορα μέρη, που τους έβαλαν να μας φυλάνε.

[...] 9.  Πρῶτον καὶ δεύτερον ὁ Μουράτης πεπραχώς, ὅπερ εἰρήκειμεν, καὶ γράμματα τοῖς βέλεσι πεπομφὼς ἐντὸς πλεῖστα, τοῖς αὐτοῖς ὅρκοις καὶ ταῦτα συνδούμενα καὶ τὰ αὐτὰ διαγγέλλοντα. Ὡς ἤνυε πλέον οὐδὲν (οὐ γὰρ ἐξῆν βουλομένοις τοῖς ἐν τῇ πόλει τῷ τῶν Λατίνων δέει καὶ μάλιστα τῶν συμπαρισταμένων αὐτοῖς ἐπὶ φυλακῇ λῃστῶν, τῇ σφῶν ἀδεῶς χρήσασθαι γνώμῃ), τρέπεται τότ' ἐξ ἀνάγκης ἐπὶ τὸ πολεμεῖν, οὐδὲ τότε τοσοῦτον ἀπὸ τῆς ἀπειθείας τῶν ἔνδον καὶ τῆς ἐνστάσεως ὅσον ἐκ τούτου. Ὁλκὰς ἐφάνη τις ἐξαπίνης Λατινικὴ σῖτον ἔχουσα φόρτον καὶ κομίζουσα τοῦτον ἐν τῇ πόλει χρῃζούσῃ. Οἱ δ' ὑπετόπασαν ταύτην ἰδόντες συμμάχους ἔχειν καὶ ὅπλα διὰ τὸν πόλεμον καὶ δεδιότες τὴν ἧτταν, συμμαχίας ἐπὶ τὴν πόλιν ἐλθούσης, ὅλῃ δεῖν ᾤοντο χρήσασθαι τῇ τούτων δυνάμει καὶ περὶ τὰ πολεμικὰ τέχνῃ πρὶν τὴν ὁλκάδα καθορμισθῆναι.

[...] 9. Αφού ο Μουράτ έστειλε κήρυκες και μια και δυο φορές, συνέχισε ρίχνοντας πολλά βέλη με γράμματα με τους ίδιους όρκους, τις ίδιες υποσχέσεις και τις ίδιες δεσμεύσεις. Καθώς δεν είχε κανένα αποτέλεσμα (άλλωστε δεν ήταν δυνατό να εκφραστούν ελεύθερα όσοι πολίτες το ήθελαν, επειδή φοβούνταν τους Λατίνους και κυρίως τους ληστές που τους επιτηρούσαν), άρχισε αναγκαστικά τον πόλεμο, όχι εξαιτίας της απείθειας και της αντίστασης αυτών που ήσαν μέσα στην πόλη όσο από το εξής: Εμφανίστηκε ξαφνικά ένα λατινικό καράβι φορτωμένο με σιτάρι που το 'φερνε στην πόλη που το είχε ανάγκη. Οι Τούρκοι βλέποντάς το υποπτεύθηκαν ότι μετέφερε συμμάχους και όπλα για τον πόλεμο κι επειδή φοβόντουσαν μια πιθανή ήττα, αν έφτανε συμμαχία  στην πόλη, θεώρησαν ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν όλη τους τη δύναμη και την πολεμική τους τακτική πριν να καταπλεύσει το καράβι.

Μικρὸν μὲν οὖν πρότερον, ὅτε καὶ τοὺς κήρυκας ἔπεμπεν, ὑπεισερχόμενοι τὸ προτείχισμα μέρος τῶν πολεμούντων ἀωρὶ τῶν νυκτῶν καὶ τοῦθ' ὑπορύττοντες ἐν ἀδείᾳ (οὔτε γὰρ ἐπ' αὐτῷ φύλακες ἦσαν, οὐκ ἀρκούντων τῶν ἔνδον, οὔτ' ἐξωθεῖν αὐτοὺς εἶχεν οὐδεὶς οὐδ' ὁπωσοῦν, τούτου προβεβλημένου) πολλὰ τούτου κατέσπασαν εἰς ἔδαφος μέρη, ὥστ' ἔχειν εἰσιέναι παμπληθεῖς ἐν τῷ μεταξὺ τῶν τειχῶν τόπῳ, κλίμακάς τε εἰσκομίσαι μετ' εὐχερείας καὶ ταύταις τὸ μέγα τεῖχος ἐπαναβῆναι. Βάσιμον οὖν τὸ ἔξω πεποιήκεσαν διατείχισμα τοῦτον τὸν τρόπον καὶ τῆς τοξικῆς πολλάκις τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ δὴ καὶ τῆς νυκτὸς οὐκ ἠμέλουν, τοῦ μικροῦ τείχους, ὅτε πρὸς κατάπτωσιν ᾔεσαν· πῶς γὰρ ἂν ἔσχον μετὰ πλείονος ὑπορύττειν ἀδείας αὐτό, τοὺς ἐπὶ τοῦ μείζονος τείχους, εἰ μὴ τοῖς βέλεσιν ἀπεῖργον μὴ κατ' αὐτῶν καὶ τούτους ὁμοίως χωρεῖν καὶ τὰ παραπλήσια δρᾶν; Πλὴν καὶ οὕτως οὐδ' ἡμεῖς ἠμελοῦμεν τοῦ κατὰ δύναμιν ἔργου. [Πλέον δὲ τῶν ἄλλων ἐχρώμεθα τῇ καλουμένῃ σκευῇ, ἧς ἦχον μὲν ἠκούομεν μόνον, ἔργον δὲ οὐδέποτ' εἴδομέν τι λαμπρὸν καὶ ταῦτα πολλῆς ἐν ἡμῖν οὔσης τῆς ἐσκευασμένης βοτάνης, ἀφειδῶς τε κατὰ πάντα καιρὸν ἀναλισκομένης.]

Λίγο νωρίτερα, όταν έστελνε τους κήρυκες, κάποιοι Τούρκοι στρατιώτες, πέρασαν μια νύχτα κρυφά το προτείχισμα και άρχισαν να το υποσκάπτουν χωρίς καμιά ενόχληση (γιατί εκεί δεν υπήρχαν φύλακες, αφού δεν επαρκούσαν, ούτε υπήρχε κανείς να τους απωθήσει, μια και ήταν απομακρυσμένο) και το γκρέμισαν σε πολλά σημεία, ώστε να μπορούν να μπουν πολλοί ανάμεσα στο προτείχισμα και στα τείχη και να μεταφέρουν εύκολα σκάλες για να ανεβούν στο τείχος. Μ' αυτόν τον τρόπο κατόρθωσαν να έχουν πρόσβαση ανάμεσα στο προτείχισμα και στα τείχη και σ' όλη τη διάρκεια της μέρας αλλά και της νύχτας δε σταμάτησαν να ρίχνουν βέλη, για να μπορέσουν να καταστρέψουν αυτό το μικρό τείχος· γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσαν να το γκρεμίσουν με κάθε άνεση, αν δεν εμπόδιζαν με τα βέλη όσους βρίσκονταν στο κυρίως τείχος να απαντήσουν με τον ίδιο τρόπο; Πλην όμως κι εμείς δεν αμελούσαμε και κάναμε το καλύτερο δυνατό. Χρησιμοποιούσαμε πιο πολύ από όλα τη σκευή, απ' την οποία ακούγαμε μόνο τον ήχο, χωρίς να 'χουμε διαπιστώσει κανένα σπουδαίο αποτέλεσμα κι αφού είχαμε πολύ μπαρούτι, το ξοδεύαμε αλόγιστα.

[...] 11.  Τῆς τετάρτης τοιγαροῦν ἐπιστάσης ἡμέρας <καὶ> τοῦ ἡλίου καθαρῶς τοῖς ἀνθρώποις μήπω τὸ φῶς παρασχόντος, ὁρῶμεν κατὰ τὴν ἀγγελίαν καὶ τὸ πλῆθος ἅπαν προσχωροῦντας τῷ τείχει, τοὺς μὲν κλίμακας ἐπιφερομένους, τοὺς δὲ σανίδας, ἑτέρους πεπλεγμένας ἀσπίδας ἐκ πτόρθων, πάντας ἁπλῶς κομίζοντας ἑλεπόλεις καὶ πεφραγμένους, ὡς ἔθος καὶ τῇ τῆς ἡμετέρας ἀπωλείας ἐπιθυμίᾳ οἷον βεβακχευμένους καὶ ἀλλήλους ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ σφαγῇ παροτρύνοντας. Αὐτίκα δὲ καὶ ἡμεῖς, ὡς ἐφικτόν, διανέστημεν καὶ ὅλοι τοῦ πολεμεῖν γεγενήμεθα [καὶ τεθνάναι. Καὶ τοῦτο μὲν ἄνδρες· γυναῖκες δὲ καὶ αὐτῶν τῶν ἐπιφανῶν ἡμῖν ἀνδρικῶς συνεφήπτοντο τοῦ πολέμου, λίθους ὅλῃ ψυχῇ πρὸς ἄμυναν τῶν ἐπιόντων κομίζουσαι. Πολλαὶ δὲ καὶ ὅτι γυναῖκες ἦσαν ἐπιλαθόμεναι, τὰ τῶν ἀνδρῶν ἐπεδείκνυντο, συμπαριστάμεναί τε τούτοις καὶ στερρῶς κατ' αὐτοὺς ἀγωνίζεσθαι προθυμούμεναι.

[...] 11. Ξημερώνοντας λοιπόν η τέταρτη μέρα κι ενώ ο ήλιος δεν είχε στείλει καθαρά το φως στους ανθρώπους, βλέπουμε, όπως μας είχε αναγγελθεί, όλο το πλήθος του εχθρού να κατευθύνεται προς τα τείχη, άλλοι κουβαλώντας σκάλες, άλλοι σανίδια, άλλοι ασπίδες πλεγμένες από κλαδιά, όλοι τέλος πάντων να  μεταφέρουν κάτι για την άλωση της πόλης και να είναι εξοπλισμένοι κατάλληλα, όπως συνηθίζεται, επιθυμώντας τη δικιά μας απώλεια, κάτι που τους έκανε να συμπεριφέρονται σα λυσσασμένοι και να παρακινεί ο ένας τον άλλο να μας σφάξουν.  Αμέσως κι εμείς, όπως μπορούσαμε, σηκωθήκαμε κι ετοιμαστήκαμε να πολεμήσουμε και να πεθάνουμε. Αυτό έκαναν οι άντρες· κι οι γυναίκες όμως, ακόμη κι αυτές που κατάγονταν από επιφανείς οικογένειες, ήρθαν στο πλευρό μας σαν άνδρες, μεταφέροντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους πέτρες, για την απόκρουση των εχθρών. Πολλές απ' αυτές, ξεχνώντας ότι είναι γυναίκες, συμπεριφέρονταν σαν άντρες και αγωνίζονταν δίπλα τους, με την ίδια με κείνους αποφασιστικότητα.

Κεκίνητο οὖν ἡ στρατιὰ καὶ τοσοῦτο τοῖς τείχεσι προσεπέλασαν, ὡς δύνασθαι κἀκείνους λίθους πέμπειν κάτωθεν ἐφ' ἡμᾶς ταῖν χεροῖν. Εἶτ' ἐπίνοιαν οἱ τοιούτων ἐξεῦρον στρατηγοὶ ἐκείνοις μὲν ἀνακωχὴν ἔχουσαν ἱκανήν, ἡμῖν δὲ πόνον διηνεκῆ καὶ πόλεμον ἀδιάπαυστον. Πρῶτον μὲν γὰρ δεῖν ᾠήθησαν πρὸς τὸν τῆς πόλεως ἅπαντα κύκλον διαγωνίζεσθαι, εἰ καὶ πολὺς ἦν αὐτοῖς ὁ πόνος τοσαύτην διέρχεσθαι πόλιν καὶ τοὺς σφῶν πρὸς τὸ πολεμεῖν γενναίως διανιστᾶν, εἴ ποτ' ὀκλάσειαν· ἔπειτα δὲ διέκριναν εἰς μοίρας ἅπαν τὸ πλῆθος, ὥστ' ἔχειν ἀλλήλους διαναπαύειν τοῦ κόπου τῇ δι' ἀλλήλων διαδοχῇ. Καὶ τότε δὴ προσέταξαν τὸ κατ' ἀνατολὰς ἅπαν μέρος καὶ τὸ πρὸς δύσιν περιλαβεῖν ἀπὸ τῆς ἀκροπόλεως ἄνωθεν ἄχρις αὐτῆς τῆς θαλάττης. Εὐαλωτότερον δὲ τὸ κατ' ἀνατολὰς ἐθεάσαντο μέρος, οἷα δὴ σαθρότερον ἐν πολλοῖς τυγχάνον τοῖς μέρεσιν· ὅθεν τὸ πλέον καὶ μαχιμώτερον αὐτόθι διατετάχασι πολεμεῖν. Ὁ Μουράτης δὲ τοῖς ἀμφ' αὐτὸν ἅμα πεζοῖς, διακριθεῖσι καὶ αὐτοῖς παραπλησίως τοῖς ἄλλοις, ἀπὸ τοῦ καλουμένου Τριγωνίου μέχρις οὗ ἡ μονὴ τυγχάνει τοῦ Χορταΐτου, τοῦ πολεμεῖν οὔκουν οὐκ ἔληγεν οὐδ' αὐτός· ἔγνω γὰρ εὐχερέστερον ἐκεῖθεν ληφθῆναι τὴν πόλιν, τήν τε σαθρότητα τοῦ τείχους ἰδών, καὶ ὡς ἑνὶ τείχει τὴν ἀσφάλειαν ἡ πόλις ἐξ ἐκείνου τοῦ μέρους αὐχεῖ.]

Η στρατιά λοιπόν είχε προχωρήσει και είχε πλησιάσει τόσο κοντά στα τείχη όσο να μπορούν να μας πετούν από κάτω πέτρες με τα ίδια τους τα χέρια. Οι στρατηγοί τους τότε εφάρμοσαν μια τακτική που εκείνους τους ξεκούραζε αρκετά, εμάς όμως μας προκαλούσε συνεχή εξάντληση και μας εξανάγκαζε σε ακατάπαυτο πόλεμο. Πρώτα σκέφτηκαν να επιτεθούν σ' όλο το μήκος των τειχών, παρόλο που ήταν και γι' αυτούς δύσκολο να περικυκλώσουν μια τόσο μεγάλη πόλη, και παρακινούσαν τους στρατιώτες τους να πολεμούν γενναία, αν τους έβλεπαν να 'ναι κουρασμένοι κάποια στιγμή. Έπειτα χώρισαν το πλήθος σε ομάδες, ώστε να μπορεί να ξεκουράζεται η μια ομάδα καθώς διαδεχόταν την άλλη. Και τότε διέταξαν να κυκλώσουν το τείχος από την ανατολική και τη δυτική πλευρά, αρχίζοντας από την ακρόπολη και φτάνοντας ως τη θάλασσα. Διαπίστωσαν ότι η ανατολική πλευρά ήταν πιο ευάλωτη, γιατί το τείχος ήταν σαθρό σε πολλά σημεία. Σ' αυτό λοιπόν το σημείο διέταξαν να γίνει η μεγαλύτερη και πιο συντονισμένη επίθεση. Ο Μουράτ μαζί με την ακολουθία του από πεζούς, που ήταν διακεκριμένοι στρατιώτες όπως και οι υπόλοιποι, δε σταμάτησε να πολεμάει από την περιοχή που ονομάζεται Τριγώνιο ως το σημείο που βρίσκεται το μοναστήρι του Χορτιάτη. Γιατί ήξερε ότι ήταν ευκολότερο να κυριεύσει την πόλη από κείνο το σημείο, αφού είχε δει και ότι τα τείχη ήταν σαθρά και ότι η πόλη είχε εμπιστευτεί την ασφάλειά της σ' ένα μόνο τείχισμα. (τα τείχη και η σύγχρονη πόλη)

12.  Ἔλαβεν οὖν ἀρχὴν ὁ πόλεμος ἀρξαμένης ἡμέρας, ὡς διειλήφειμεν. Κἀκεῖνοι διακριθέντες καὶ ἀλλήλους διαδεχόμενοι, πλῆθος ὄντες, τοὺς κεκμηκότας ἀκμῆτες ἕτεροι διεδέχοντο καὶ παρεῖχον ἀλλήλοις ἐκεχειρίαν. Καὶ οἱ μὲν ἐχρῶντο τῇ τοξικῇ τοσοῦτον εὐστόχως, ὡς μηδ' ὁντινοῦν ἡμῶν προκῦψαι γοῦν τοῦ τείχους θαρρεῖν· οἱ δὲ τῇ τῶν ἀνθρώπων ἐρημίᾳ τόλμῃ ψυχῆς ὑπ' αὐτοῖς χωροῦντες τοῖς τείχεσι παντοίαις αὐτὰ μηχαναῖς κατασπᾶν διεμηχανῶντο, πᾶσαν ἑλέπολιν τεκτήναντες εὐφυῶς καὶ ἅπαν πρὸς τοῦτο μηχάνημα· ἕτεροι δὲ ταῖς κλίμαξιν ἀνιέναι προὐθυμοῦντο γενναίως. Καὶ πάντ' ἦσαν αὐτοῖς ἐνεργά· τῇ πρώτῃ γὰρ ἅμα προσβολῇ τοῦ πολέμου τοὺς ἐπ' ἐκεῖνο τὸ μέρος τοῦ Τριγωνίου σχεδὸν ἅπαντας ἡμιθνῆτας κατέστησαν διὰ τῶν βελῶν, δίκην νιφάδων πεμπομένων εἰς τὸν ἀέρα· καὶ κενὸν εὐθὺς ἐκεῖνο τὸ μέρος, οὐκ ὄντων ἑτέρων εἰς φυλακὴν ἐπιστῆναι καὶ τὴν τῶν πολεμίων ἔφοδον ἀποκρούσασθαι. [Ἡμεῖς δ' ὀλίγοι καὶ μηδὲ πάντες ἐπὶ τῶν τειχῶν, δι' ἣν αἰτίαν ὀλίγον πρότερον ἐδηλώσαμεν, διηγειρόμεθα μὲν καὶ ὑπὲρ τὴν δύναμιν, οὐδὲν δὲ τὰ ἡμέτερα πρὸς ἐκείνους. Οὐ βέλεσι δὲ μόνον ἐχρῶντο τὸ πλῆθος, ἀλλὰ καὶ τῇ καλουμένῃ σκευῇ· μικρὰ δέ τις ἦν αὕτη πρὸς συντριβὴν τῶν ἐπὶ τὰς ἐπάλξεις ξυλίνων διαφραγμάτων καὶ τὸ μὴ δύνασθαι στῆναί τινας ἐφ' ὅπερ ἐπέμπετο μέρος.]

12. Ο πόλεμος ξεκίνησε με την αρχή της ημέρας, όπως είπαμε. Και εκείνοι, αφού χωρίστηκαν σε ομάδες και διαδέχονταν η μια ομάδα την άλλη, καθώς ήταν πάρα πολλοί, τους κουρασμένους τους διαδέχονταν άλλοι ακμαίοι, και τους επέτρεπαν να ξεκουράζονται. Κάποιοι απ' αυτούς χρησιμοποιούσαν τόσο εύστοχα τα τόξα, ώστε δεν τολμούσαμε να σκύψουμε έξω από τα τείχη. Άλλοι, παίρνοντας θάρρος επειδή δεν υπήρχαν υπερασπιστές στις επάλξεις, προσπαθούσαν να καταστρέψουν το τείχος με διάφορα τεχνάσματα, χρησιμοποιώντας κάθε είδους πολιορκητικές μηχανές. Άλλοι πάλι προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν με σκάλες. Έβαζαν σε εφαρμογή κάθε μέσο. Με το ξεκίνημα του πολέμου σ' εκείνο το τμήμα του Τριγωνίου, σχεδόν όλοι οι υπερασπιστές πέθαναν εξαιτίας των βελών που έπεφταν σαν νιφάδες από τον αέρα. Έτσι, το τμήμα εκείνο έμεινε άδειο, αφού δεν υπήρχαν άλλοι να το φυλάξουν και να αποκρούσουν τις επιθέσεις των εχθρών. Εμείς, και λίγοι ήμασταν και δε βρισκόμασταν όλοι στα τείχη, για τον λόγο που αναφέραμε προηγουμένως, και παρόλο που κάναμε υπεράνθρωπες προσπάθειες, δεν μπορούσαμε να καταφέρουμε τίποτα απέναντί τους. Κι εκείνοι δε χρησιμοποιούσαν μόνο τα βέλη, αλλά και την ονομαζόμενη σκευή. Αυτή ήταν ένα μικρό μηχάνημα βολής που χρησιμοποιόταν για τη συντριβή των ξύλινων διαφραγμάτων που είχαν στηθεί ανάμεσα στις επάλξεις. Κανένας δεν μπορούσε να σταθεί εκεί όπου αυτό στόχευε.

Ἔθεε δὲ καὶ ὁ τῆς Δύσεως στρατηγὸς ἔφιππος τὸ κατ' ἀνατολὰς διερχόμενος τῆς πόλεως μέρος, ὅπλοις κατάφρακτος, λόγοις πάντας διερεθίζων καὶ πρὸς εὐψυχίαν ἀλείφων καὶ ἀμοιβῶν προσεπαγγελλόμενος. Καὶ μὴ τοῦτο μόνον, ἀλλ' ἵν' ἔτι καὶ προθυμοτέρους ἐργάσηται καὶ οἷον κατὰ τῆς ἡμῶν σωτηρίας ἐκμήνῃ, σηρικά τινα προσέταξεν ἱμάτια κατὰ μέσον ἀχθῆναι καὶ μισθὸν αὐτὰ προὔθηκε τοῖς ὑπορύττουσί τε τὸ τεῖχος καὶ λίθον ἐκ τούτου τοῖς δυνησομένοις ἐκείνῳ κομίσαι, μέγα βοῶν, ὁσάκις ἄν τις τοῦτο ποιήσει, καὶ τὴν ἀντίδοσιν ἔχειν. Ἀλλὰ καὶ τῷ πρώτως ἀνελθεῖν τὸ τεῖχος δυνησομένῳ πολλαί τινες προὔκειντο δωρεαὶ καὶ ὑποσχέσεις μυρίαι. Τῷ τοι καὶ εἶδες ἂν ἐν ἐκείνοις πρᾶγμα παντὸς ἄξιον θαύματος· ἐπιλαθόμενοι γὰρ ὅτι σῶμα περίκεινται πρὸς καιρίαν πληγὴν ἀντισχεῖν δυνάμενον οὐδαμῶς καὶ θάνατον ἔχον αὐτῷ συνεπόμενον, ὥσπερ τινες ἄγριοι θῆρες ἐπὶ τὸ τεῖχος ἐχώρουν, τοσοῦτον ἐγγίσαντες, ὡς καὶ λίθοις τῶν ξυλίνων διαφραγμάτων καταβαλεῖν οὐκ ὀλίγα. Οἱ μὲν οὖν οὕτως· οἱ δὲ τὸ τεῖχος ὑποδύντες, ᾗ σαθρότερον εὕρισκον, κατώρυττον ἐν σπουδῇ καὶ κατέρριπτον. Καὶ ἡμεῖς τῇ τῶν βελῶν συνεχείᾳ κατ' αὐτῶν οὔτε λίθους οὔτ' ἄλλο τι δυνατῶς εἴχομεν ἀφιέναι· τοσαύτη γὰρ ἦν ἡ συνέχεια τούτων, ὡς οὐδὲ τὴν χεῖρά τις εἶχε τῶν ἐπάλξεων ἐκβαλεῖν πρὸς ἄφεσιν λίθου. Τοσοῦτο δὲ μόνον ἐδυνάμεθα πάντες, πέμπειν λίθους ἐξ ἀφανοῦς κατὰ τῶν ὑπερχομένων τὸ τεῖχος, ὡς ἂν τῆς διὰ τῶν κλιμάκων ἀνόδου τούτους κωλύωμεν. Καὶ οὐκ ἄν τις τὸ παρ' ἡμῶν ἔκρινεν ἔργον πολέμου· τίνα γὰρ ἂν καὶ ἐπήγαγε βλάβην λίθος ἄνευ σκοποῦ ἀφιέμενος ἐκ χειρὸς ναρκώσης, τοῦ πέμποντος οὐχ ὁρᾶν δυναμένου πρὸς τίνα καὶ πῇ τοῦτον ἀφίησι; Ταύτῃ τοι οὖν τῶν πολεμίων διὰ πάντων ἰσχυρῶν δεικνυμένων, τοῦ πολέμου τε μηδαμῶς ἀμελούντων καὶ πάντων ἡμῶν ἐν ταράχῳ πολλῷ καὶ φόβῳ καθεστηκότων καὶ τῶν μὲν παύσασθαι τοῦ πολεμεῖν τὸν Μουράτην ὑπονοούντων, τῶν δὲ τὴν ἡμετέραν ἀπώλειαν προσδοκώντων καὶ διατεινομένων μὴ ἂν ἄλλως γενέσθαι ἢ τὴν πόλιν ἁλῶναι, – οὕτως οὖν τῶν πραγμάτων διακειμένων καὶ πολλῆς ἐν ἡμῖν συγχύσεως οὔσης, τῶν μὲν πρὸς τὸ πολεμεῖν ἴσως ἀσχολουμένων, τῶν δὲ καταναρκωθέντων καθάπαξ, ἑτέρων δὲ τοῖς ἀπὸ τῶν βελῶν τραύμασιν ἐναποθανόντων, ἐνίων δὲ καὶ φευγόντων ἀπὸ τῶν τειχῶν, μηκέτι μένειν ἐκεῖσε δυναμένων ὑπὸ τοῦ δέους, οὕτω τῆς τετάρτης ἡ τρίτη παρελήλυθεν ὥρα, καὶ ἡ πόλις φεῦ παρὰ τῶν πολεμίων τοῦτον ἑάλω τὸν τρόπον.]

Έφιππος και βαριά οπλισμένος ο στρατηγός της Δύσης έτρεχε σε όλο το μήκος της ανατολικής πλευράς, ξεσηκώνοντας και ενθαρρύνοντας τους στρατιώτες του με λόγια και υποσχέσεις για αμοιβές. Κι όχι μόνο τούτο, αλλά, για να τους κάνει ακόμη πιο πρόθυμους και ν' αυξήσει τη μανία τους ενάντια στη σωτηρία μας, διέταξε να φέρουν μεταξωτά ρούχα και τα υποσχέθηκε ως ανταμοιβή σ' όσους θα υπέσκαπταν το τείχος και θα μπορούσαν να του φέρουν μια πέτρα απ' αυτό, φωνάζοντας πως κάθε φορά που κάποιος θα το πραγματοποιούσε, θα έπαιρνε το δώρο του. Υποσχέθηκε ακόμη σ' αυτόν που θα ανέβαινε πρώτος στο τείχος πολλά δώρα και μύρια άλλα πράγματα. Τότε θα μπορούσε να δεις να γίνεται κάτι αξιοθαύμαστο στους στρατιώτες εκείνους· ξεχνώντας ότι είχαν σώμα που θα μπορούσε να τραυματιστεί άσχημα και να καταλήξει στον θάνατο, προχωρούσαν προς το τείχος σαν άγρια θηρία, και τόσο κοντά πλησίασαν, ώστε κατέστρεψαν με τις πέτρες πολλά ξύλινα διαφράγματα. Αυτοί λοιπόν έτσι έκαναν. Κι οι άλλοι που είχαν φτάσει στη βάση του τείχους το υπέσκαπταν γρήγορα όπου ήταν σαθρό και το γκρέμιζαν. Κι εμείς, εξαιτίας των βελών που έπεφταν συνέχεια, δεν μπορούσαμε να ρίξουμε εναντίον τους ούτε πέτρες ούτε τίποτε άλλο. Τόσο πυκνά ήταν τα βέλη που δε μπορούσαμε ούτε το χέρι μας να βγάλουμε έξω από τις επάλξεις για να πετάξουμε πέτρες. Αυτό που μπορούσαμε να κάνουμε όλοι ήταν να πετάμε πέτρες σ' αυτούς που ήταν κάτω από το τείχος, χωρίς να βλέπουμε, για να τους εμποδίσουμε να ανεβούν με τις σκάλες. Κανείς δε θα θεωρούσε αυτό που κάναμε ως πόλεμο· τι ζημιά θα μπορούσε να προκαλέσει μια πέτρα ριγμένη άσκοπα, από χέρι μουδιασμένο, χωρίς να βλέπει αυτός που τη ρίχνει σε ποιον τη ρίχνει και πού κατευθύνεται; Μ' αυτόν τον τρόπο οι εχθροί αποδεικνύονταν καλύτεροι, καθώς αγωνίζονταν συνέχεια, ενώ εμείς ήμασταν ταραγμένοι και φοβισμένοι. Κάποιοι από μας περίμεναν ότι ο Μουράτ θα σταματούσε τη μάχη, ενώ κάποιοι άλλοι περίμεναν την καταστροφή και διατείνονταν ότι δε γινόταν παρά να καταληφθεί η πόλη. Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα και μεις τα είχαμε εντελώς χαμένα. Κάποιοι από μας συνέχιζαν να πολεμούν, άλλοι ήταν τελείως αμήχανοι κι άλλοι πέθαιναν από τα τραύματα που τους είχαν προκαλέσει τα βέλη, ενώ κάποιοι άλλοι εγκατέλειπαν τα τείχη, καθώς δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί από τον φόβο τους. Έτσι πέρασε κι η τρίτη ώρα της τέταρτης μέρας και η πόλη, αλίμονο, κυριεύτηκε από τους εχθρούς με τούτο τον τρόπο.

αρχή

Η άλωση

13. [Ὡς εἰς πολλὰ τὰς κλίμακας ἦσαν κομίσαντες μέρη καὶ πῇ μὲν ἐγγίσαι τῷ τείχει ταύτας οὐκ ἔσχον, ἀπωθούντων τῶν ἄνω, μέχρις οὗ κατενάρκωσε τούτους ὁ φόβος, πῇ δὲ θέντες καί τινας ἀναβεβηκότες βαθμίδας οὐκ ἴσχυσαν τὸ ἐγχείρημα συμπερᾶναι, τινῶν εὐψυχίαν ὑπὲρ τοὺς ἄλλους κτωμένων ἐν ἐκείνοις τοῖς μέρεσιν εὑρεθέντων καὶ λίθοις χερμάσι καταβεβληκότων ἅμα ταῖς κλίμαξι τούτους, καὶ πολλοὺς τὸ ζῆν ἐζημιωκότων,– ὡς οὖν οὕτω ταῦτα γένοιτο καὶ πλήρεις ἦσαν ἐκεῖνοι θυμοῦ (μὴ οὐκ ὀλίγην ἡγοῦντο γὰρ ὀφλήσειν αἰσχύνην ἡττημένοι φανέντες), περιεργότερον στοχασάμενοι, καὶ τῶν κλιμάκων μίαν κατὰ τὸ Τριγώνιον θέντες, οὗ γωνία τις ἦν ἐκ πύργου καὶ οὐκ εἶχεν, ὅθεν ἄν τις τῆς ἀνόδου κωλῦσαι τὸν ἀναβαίνοντα καὶ πολλή τις τῶν ἀνθρώπων ἐτύγχανεν ἐρημία, τόλμην ψυχῆς τῶν ἄλλων τις πεζῶν ἐνδειξάμενος, τὸ ξίφος ἐνδακὼν τοῖς ὀδοῦσι καὶ τὸ θανεῖν ἀνθῃρημένος τοῦ ζῆν, ἵνα μόνον ἀνδρείας δόξαν κομίσηται, μεθ' ὅσης ἄν τις εἴποι τῆς εὐτολμίας τὸ τεῖχος ἀναβεβήκει, μηδ' οὑτινοσοῦν αἰσθομένου τῶν ἔνδον καὶ κατ' ἄλλο μέρος τῶν ἐναντίων τηρούντων τὴν ἄνοδον. Λατῖνον οὖν εὐθὺς ἐν ταῖς πυργοβάρεσιν εὑρηκὼς τετρωμένον ἔναγχος καὶ τὰ λοίσθια πνέοντα, τούτου τὴν κεφαλὴν ἐκτεμὼν τῶν πολεμούντων εἰς μέσον κατέρριψε, δείξας ὅπως τε τοῦ μέρους ἐκείνου κεκράτηκε καὶ ὡς τὰ τείχη πάντες ἀπολιπόντες ᾤχοντο ἀμεταστρεπτί. Ἐννάτην ἦγε καὶ εἰκοστὴν ὁ Μάρτιος τότε, ἔτος δὲ τριακοστὸν ὄγδοον πρὸς τῷ ἑξακισχιλιοστῷ ἐνακοσιοστῷ ἐνειστήκει. Παραθαρρύνας τοίνυν ἐκεῖνος πάντας πεζοὺς τὸ τάχος τε ἀνιέναι ἐβόα καὶ τὴν ἐρημίαν ἐδήλου. Οἱ δ' ὡς εἶχον πάσας παραχρῆμα κλίμακας θέντες, συχνοὶ δι' αὐτῶν ἀναβαίνειν ἠπείγοντο σὺν βοῇ καὶ τῷ τῶν ἀπὸ δέρρης τυμπάνων ἤχῳ· φέρει γὰρ καὶ τοῦτο πολλήν τινα ἐν τοῖς πολέμοις τὴν ἔκπληξιν. Πολλοὶ δὲ παραβόλως καὶ ἀναρριχᾶσθαι παρωρμῶντο προθύμως διὰ πολλὴν τοῦ κέρδους ἐπιθυμίαν καὶ διὰ τῶν πυργοβάρεων ἐπεισπίπτειν ἐσπούδαζον. Ὅσοι μὲν οὖν ἐδύναντο, τόνδε τὸν τρόπον ἀνέβαινον. Οἷς δ' οὐκ ἦν ἐφικτὸν διὰ τῶν κλιμάκων, διὰ τῶν ὀρυγμάτων, ὧν εἰργάσαντο, πολλῶν ὄντων, ἐπὶ τὴν πόλιν δρομαῖοι συνέρρεον, ἄλλος ἄλλον τῷ τάχει νικῶντες καὶ ταῖν χεροῖν τὰ ξίφη φέροντες, καὶ οἷον ἐρίζοντες, τὶς ἂν φθάσειε πρότερος ἐπὶ τὸ τῆς πόλεως οἰκούμενον μέρος καὶ μάλιστα τὸ πρὸς θάλατταν πρὸς αὐτὸ γὰρ τοὺς πλείους καὶ μάλιστα τοὺς Λατίνους ὑπέλαβον διὰ τὰς τριήρεις προσπεφευγέναι.

13. Οι εχθροί είχαν μεταφέρει σκάλες σε πολλά σημεία του τείχους, αλλού όμως δεν έβρισκαν σε ποιο σημείο να τις στηρίξουν, γιατί τους απωθούσαμε από πάνω, μέχρι που παραλύσαμε από τον φόβο, αλλού τις τοποθέτησαν κι ανέβηκαν κάποια σκαλιά, δεν κατάφεραν όμως ν' αποτελειώσουν το εγχείρημά τους, επειδή βρέθηκαν κάποιοι δικοί μας που έδειξαν μεγαλύτερο θάρρος και με κατάλληλες για το χέρι πέτρες τους γκρέμισαν μαζί με τις σκάλες. Έτσι έχασαν τη ζωή τους πολλοί απ' αυτούς. Καθώς γίνονταν αυτά οι εχθροί είχαν εξαγριωθεί εντελώς (γιατί πίστευαν πως σε περίπτωση ήττας θα ντροπιάζονταν). Αφού το σκέφτηκαν καλύτερα, έστησαν μία από τις σκάλες κοντά στο Τριγώνιο, στο σημείο όπου ο πύργος σχημάτιζε γωνία με τον πύργο και δεν υπήρχε κανείς να τους εμποδίσει ν' ανεβούν, μια και το σημείο εκείνο ήταν έρημο από υπερασπιστές. Κάποιος Τούρκος από τους πεζούς, δείχνοντας μεγαλύτερο θάρρος από τους υπόλοιπους, δαγκάνοντας το ξίφος και προτιμώντας τον θάνατο από τη ζωή, αρκούμενος στο να κερδίσει τη φήμη του ανδρείου, ανέβηκε με μεγάλο θάρρος το τείχος, χωρίς να τον καταλάβει κανείς από τους υπερασπιστές. Εκεί συνάντησε στις πολεμίστρες ένα Λατίνο που πέθαινε, του έκοψε το κεφάλι και το έριξε προς τη μεριά των εχθρών, δείχνοντας πως επικράτησε σε κείνο το σημείο και πως τα τείχη ήταν εγκαταλειμμένα από τους υπερασπιστές τους. Ήταν η εικοστή ενάτη Μαρτίου του έτους έξι χιλιάδες εννιακόσια τριάντα οκτώ (6938). Εκείνος λοιπόν ενθάρρυνε όλους τους πεζούς και τους φώναζε ν' ανεβούν το τείχος, βεβαιώνοντας πως ήταν έρημο. Οι άλλοι αμέσως τοποθέτησαν τις σκάλες και βιάζονταν ν' ανεβούν όλοι μαζί, με κραυγές και με τον ήχο δερμάτινων τυμπάνων, που ο ήχος τους προκαλεί τρόμο στους αντιπάλους. Πολλοί μάλιστα προσπαθούσαν ν' ανεβούν με παράτολμους τρόπους, από τη μεγάλη τους επιθυμία να λεηλατήσουν, και προσπαθούσαν να πηδήξουν από τις επάλξεις στην εσωτερική πλευρά των τειχών. Όσοι μπορούσαν, ανέβαιναν στο τείχος μ' αυτόν τον τρόπο. Εκείνοι όμως που δεν μπορούσαν ν' ανεβούν από τις σκάλες, έτρεχαν να μπουν από τα πολλά ορύγματα που είχαν ανοίξει. Ανταγωνίζονταν  ο ένας τον άλλο σε ταχύτητα, κρατώντας τα ξίφη στα χέρια τους και ήταν σαν να μάλωναν ποιος θα φτάσει πρώτος στο κατοικημένο μέρος της πόλης και μάλιστα σ' αυτό που βρίσκεται προς τη μεριά της θάλασσας, γιατί πίστευαν ότι εκεί θα κατέφευγαν οι περισσότεροι, και κυρίως οι Λατίνοι, για να ξεφύγουν με τα πλοία.

Πάντες οὖν ἡμεῖς, ὡς εἶχεν ἕκαστος τάχους, οἱ μὲν κατ' οἴκους ἐθέομεν, οἱ δὲ ναοῖς ἱεροῖς κατεφεύγομεν, ἕτεροι ὑπονόμους καὶ μνήματα καὶ εἴ τι πρὸς σωτηρίαν ἦν ἐπιτήδειον ὑποδῦναι σὺν τρόμῳ ἠγωνιζόμεθα, ἄλλοι τὸ τοῦ αἰγιαλοῦ κατελάμβανον μέρος, οἰόμενοι δῆθεν τῶν τριηρῶν ἐπιβῆναι ἢ πλοίων ἑτέρων, μεθ' ὅσης ἄν τις εἴποι τῆς φρίκης· ᾤοντο γὰρ πολλοὶ μήπω τοὺς πολεμίους εἰσιέναι ἐκεῖθεν. Τὸ δ' ἦν τοὐναντίον καὶ τῆς γε ἐλπίδος διήμαρτον οἱ τοῦτο διανοούμενοι. τοῦτο καὶ κατὰ τὸν πύργον τὸν καλούμενον Σαμαρείαν εἶδον πάντες συμβάν. Πάντων γὰρ προσδοκώντων ὡς, ὅταν ἡ πόλις ἁλῷ, μὴ ἂν τοῦτον εὐθὺς προδεδόσθαι ἢ τὴν ταχίστην διὰ πολέμου ληφθῆναι, πρὸς τὴν τῆς θαλάττης αὐτὴν κείμενον ἠϊόνα καὶ διατειχίσμασι καὶ ὅπλοις καὶ πᾶσι τοῖς ἀναγκαίοις καλῶς κατωχυρωμένον,– ταύτην οὖν τὴν ματαίαν ἐλπίδα πάλαι ἡμῶν κεκτημένων, οὐκ ὀλίγοι δή τινες καὶ πρὸς τοῦτον κατέδραμον ἐπὶ φυλακῇ τῶν ἰδίων σωμάτων· πλὴν κἀνταῦθα τῆς ἐλπίδος διήμαρτον. Μόγις γὰρ τῶν Λατίνων, ὅσοι προὔχοντες ἦσαν, καὶ Τζεταρίων ὀλίγοι μετὰ τῶν προϋπαρχόντων εἰς φυλακὴν εἰς τοῦτον συνέφυγον μόνον καὶ τοὺς ἄλλους εὐθὺς κεκωλύκεσαν τῆς εἰσόδου. Οἳ καὶ διὰ τοῦ κατὰ θάλατταν προβεβλημένου διατειχίσματος (Τζερέμπουλον τοῦτο καλεῖν πάντες εἰώθαμεν) εἰς τὰς τριήρεις εἰσίασι, πρὸ μικροῦ πρὸς αὐτὸν μετὰ προεισιόντων ἄλλων ἐκ τοῦ λιμένος καθορμισθείσας].

Εμείς όλοι, με όση ταχύτητα μπορούσε ο καθένας, τρέχαμε άλλοι για το σπίτι τους, άλλοι καταφεύγαμε στους ιερούς ναούς, άλλοι στους υπονόμους και στα μνήματα κι αγωνιζόμασταν τρομαγμένοι όπου νομίζαμε ότι θα γλιτώναμε. Άλλοι κατευθύνονταν κατατρομαγμένοι προς το γιαλό, νομίζοντας πως θα επιβιβαστούν στις τριήρεις ή σ' άλλα πλοία· πίστευαν πως δε θα πήγαιναν προς τα κει και οι εχθροί. Όσοι όμως είχαν αυτή την ελπίδα γελάστηκαν, γιατί έγινε ακριβώς το αντίθετο. Όλοι είδαν όσα συνέβησαν στον Πύργο της Σαμάρειας. Όλοι προσδοκούσαν ότι, όταν κυριευθεί η πόλη, ο πύργος αυτός δε θα καταλαμβανόταν γρήγορα, γιατί βρισκόταν προς τη μεριά της θάλασσας και ήταν καλά περιτειχισμένος και εφοδιασμένος με όπλα και όλα τα αναγκαία. Αυτή τη μάταιη ελπίδα είχαμε, και πολλοί έτρεξαν προς αυτόν για να προφυλάξουν το σαρκίο τους· κι εδώ όμως απογοητεύτηκαν. Γιατί, μόλις έφτασαν εκεί οι άρχοντες των Λατίνων και κάποιοι από τους Τζετάριους μαζί με όσους φύλαγαν τον πύργο, εμπόδισαν την είσοδο σε άλλους. Αυτοί, περνώντας από το διατείχισμα που βρίσκεται προς τη μεριά της θάλασσας (που συνηθίζαμε να το λέμε Τζερέμπουλο), επιβιβάστηκαν στις τριήρεις, οι οποίες μόλις είχαν αγκυροβολήσει, και σε άλλα καράβια, που ήδη βρίσκονταν εκεί.

14, 15, 16. Ακολουθεί περιγραφή της λεηλασίας της πόλης, του εξανδραποδισμού των κατοίκων της και της σύλησης των ναών.

αρχή

Η απόφαση του Μουράτ

17.  Τούτων οὕτω προβεβηκότων καὶ ἀκοσμίας πάσης γεγενημένης (διὰ πάντων γὰρ τῶν ἐν τῇ πόλει κεχώρηκεν ἡ καταφθορὰ) οἶκτον ἐπὶ τούτοις ὁ Μουράτης λαμβάνει τῆς πόλεως. Καὶ πρῶτα μὲν τοὺς εἰσιόντας ἅμα τῷ κατὰ δύσιν στρατηγῷ Τούρκους τὰς τῶν αἰχμαλώτων οἰκίας ἑαυτοῖς διανείμαντας καὶ ταύτας ἔχειν διὰ βίου παντὸς ἠλπικότας ἐξελαύνει, καὶ μὴ προθυμουμένους, τῆς πόλεως, ἐπειπὼν ὡς «ἀρκεῖ μὲν ὑμῖν τὰ χρήματα καὶ οὓς παρ' ἐλπίδα δούλους ἐκτήσασθε· τὴν δέ γε πόλιν ἔχειν ἔγωγε βούλομαι, πολλῶν διὰ ταύτην διηνυκὼς ὁδὸν ἡμερῶν καὶ πόνον ὑπενεγκών, ὅσον ἐγνώκατε». Ἔπειτα δὲ πρὸς τὸν Γαλλικὸν ποταμὸν μεταβάς, ἐγγὺς τῆς πόλεως ῥέοντα κατὰ τὸν καιρὸν μάλιστα τοῦ χειμῶνος, βουλὴν ἐσκέψατο πᾶσί τε ἀδόκητον ὅλως καὶ συστατικὴν τῆς ἑαλωκυίας. Ἰδὼν γὰρ πόλιν τοσαύτην καὶ οὕτω κειμένην τῇ θαλάττῃ τε προσομιλοῦσαν καὶ πάντα δεξιὰν οὖσαν, ᾤκτειρέ τε αὐτὴν καὶ πάλιν οἰκίσαι βεβούλητο. Καὶ δὴ πρῶτον μὲν ἀνθρώπους ἀριθμητοὺς τῶν ἐπισημοτέρων καθ' αἷμά τε καὶ συγγένειαν τῆς δουλείας ἀπηλλάχθαι προσέταξε, παρεσχηκὼς αὐτὸς τὰ λύτρα καὶ τῇ πόλει τούτους ἐγκατοικῆσαι, ἔπειτα δὲ τὰ καταπεπτωκότα ταύτης ἐν τῷ πολέμῳ μέρη ταχέως τε ἀνορθοῦσθαι καὶ ὡς πρότερον ἦσαν ἐγκαταστῆναι. Καὶ τὸ μὲν πρόσταγμα οὕτως εἶχεν, αὐτὸς δὲ μεταστήσας καὶ αὖθις τὴν στρατιὰν παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ Βαρδαρίου ἐστρατοπεδεύσατο, ἔνθα δὴ καὶ μερισμὸς παντελὴς τῶν ἑαλωκότων ἐγένετο. Ὅσοι μὲν γὰρ τῶν αἰχμαλώτων, ἢ δι' ὧν εἰπόντες ἔφθημεν λύτρων ἢ ἐξ ἑαυτῶν ἢ χριστιανῶν ἐξ ἑτέρων, ἐκ διαφόρων χωρῶν καὶ πόλεων συνειλεγμένων, τρόπον ἐξεῦρον ἐλευθερίας τινά, τετυχήκεσαν ταύτης ἔτι τῷ ποταμῷ Γαλλικῷ τοῦ Μουράτου ἐνδιατρίβοντος. Ὅσοις δὲ τρόπος ὑπ' ἀπορίας τηνικαῦτα οὐχ εὕρηται, τούτους ἕκαστος ἐν ταῖς ἑαυτῶν πατρίσι καὶ τόποις ἐξέπεμψαν, τὰς ἐκ τῆς δουλείας ἀνάγκας ὑφισταμένους, μέχρις ἂν ὑπονοστήσαντες τὰ σφῶν τιμήματα διαθῶνται· οὐ γὰρ ἐδύναντο καὶ τούτους ἕλκειν μακρὰν ἀπερχόμενοι καὶ πρὸς πόλεμον ἕτερον. Εἶδες ἂν οὖν τοὺς δυστυχεῖς τοὺς μὲν ἐπὶ τὰ τῆς ἑῴας, τοὺς δ' ἐπὶ τὰ τῆς ἑσπέρας μέρη διασπαρέντας· οἱ μὲν γὰρ τοὺς τεκόντας, οἱ δὲ τὰ τέκνα καὶ ἕτεροι τὰς γυναῖκας ἐλάμβανον καί, οὓς ἡ φύσις ἥνωσεν, ἡ συμφορὰ διεμέρισεν.

17. Έτσι λοιπόν εξελίχτηκαν τα γεγονότα και παντού είχε επικρατήσει αταξία (αφού όλα όσα είχε η πόλη καταστράφηκαν) και τότε ο Μουράτ ένιωσε οίκτο για την πόλη. Και πρώτα απ' όλα έδιωξε, χωρίς τη θέλησή τους, όσους Τούρκους είχαν μπει μαζί με τον στρατηγό της Δύσης και είχαν μοιράσει μεταξύ τους τα σπίτια των αιχμαλώτων, ελπίζοντας ότι θα τα κρατήσουν για πάντα. Σ' αυτούς είπε τα εξής: «Σας αρκούν τα χρήματα και οι αιχμάλωτοι που κερδίσατε ανέλπιστα· την πόλη όμως, για την οποία γνωρίζετε πόσο δρόμο και πόση ταλαιπωρία πέρασα, τη θέλω για μένα.» Κατόπιν, πήγε στον Γαλλικό ποταμό, που ρέει κοντά στη πόλη κυρίως τον χειμώνα, και πήρε μια εντελώς απροσδόκητη και ελπιδοφόρα απόφαση για την αλωμένη πόλη. Βλέποντας ότι ήταν μεγάλη, καλοκτισμένη, παραθαλάσσια και διέθετε όλα τα πλεονεκτήματα, τη λυπήθηκε και θέλησε να την επανοικίσει. Αρχικά διέταξε να απελευθερωθούν, δίνοντας ο ίδιος τα λύτρα,  ένα μεγάλο πλήθος από ανθρώπους επιφανείς για την καταγωγή και τη γενιά τους και να εγκατασταθούν στην πόλη. Έπειτα διέταξε να επισκευαστούν όλα όσα καταστράφηκαν στη διάρκεια του πολέμου και να ξαναγίνουν όπως ήταν πρώτα. Αυτό ήταν το διάταγμα και ο ίδιος μετακίνησε το στράτευμα στις όχθες του ποταμού Βαρδάρη, όπου κι έγινε το οριστικό μοίρασμα των αιχμαλώτων. Όσοι από τους αιχμαλώτους βρήκαν τα μέσα για την απελευθέρωσή τους, είτε με τα λύτρα, που μόλις ανέφερα, είτε με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από χριστιανούς σε διάφορες πόλεις και χωριά, απελευθερώθηκαν όσο ακόμη ο Μουράτ στρατοπέδευε στον Γαλλικό. Όσοι όμως ήταν φτωχοί και δε βρήκαν τα μέσα για την απελευθέρωσή τους, τους έστειλαν στις δικές τους πατρίδες και τόπους, για να υποστούν τις υποχρεώσεις της δουλείας, μέχρις ότου να συγκεντρωθεί το αντίτιμο για την εξαγορά τους. Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να τους σέρνουν μαζί τους, γιατί ξεκινούσαν έναν άλλο πόλεμο. Έβλεπες, λοιπόν, τους δυστυχείς, να σκορπίζονται, άλλοι στην Ανατολή κι άλλοι στη Δύση. Κάποιοι Τούρκοι έπαιρναν τους γονείς, άλλοι τα παιδιά, άλλοι τις γυναίκες κι αυτούς που ένωσε η φύση τους χώρισε η συμφορά.

18. Ταύτῃ τῶν καθ' ἡμᾶς, ὡς μὴ ὤφελε, συμβεβηκότων καὶ τοιόνδε παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ Βαρδαρίου πέρας εἰληφότων, ὁ Μουράτης ἐκεῖθεν διχῇ τὴν στρατιὰν διελὼν τὸ μὲν αὐτῆς ἐπὶ τὰ τῶν Ἰωαννίνων ἐξέπεμψε μέρη, αὐτὸς δὲ μετὰ θἀτέρου μέρους ἐπ' ἄλλους ἀπῄει καταστρέψων κἀκείνους καὶ ὑπ' αὐτῷ ποιησόμενος. Πρότερον δὲ διὰ πάσης τῆς ὑπ' αὐτὸν κήρυκας ἐπεπόμφει, τοὺς πρὸ μακρῶν ἐτῶν καὶ τοῦ συγκλεισμοῦ τὴν Θεσσαλονίκην ἀπολιπόντας καὶ μετοικήσαντας ἀλλαχοῦ πρὸς αὐτήν, ἵν' ἐπανελθεῖν πολλῷ τῷ τάχει καταναγκάσωσι καὶ τὰ οἰκεῖα πάλιν, ὡς τὸ πρότερον, ἀπολάβωσι. Σκοπὸς γὰρ αὐτὸν πάνυ τι καλὸς καὶ πολλῶν ἄξιος τῶν ἐπαίνων εἰσῄει, τὴν πόλιν καὶ αὖθις τοῖς οἰκήτορσιν ἀποδεδωκέναι καὶ πλήρη, καθάπερ καὶ τὸ πρίν, ἀποκαταστῆσαι. Καὶ ἦν ἂν τοῦτο μετ' οὐ πολύ, εἰ μὴ τὰ ἡμέτερα πρὸς θεὸν κώλυμα γέγονε πταίσματα. Πόθῳ γὰρ τοῦ συστῆναι τὴν πόλιν φιλανθρώπου γνώμης τυχὼν ἐβούλετο πᾶσί τε ἐλευθερίαν χαρίσασθαι καὶ δοῦναι τούτοις, ὡς προὔφην, αὐτὴν καὶ τὰς αὐτῶν οἰκίας, ὡς πρίν, μετὰ πάσης ἀδείας κεκτῆσθαι καὶ εἴ τι προσῆν ἀκίνητον ἕτερον. Τῷ τοι καὶ πρὸς τοὺς ἀμφ' αὐτῶν φασί τινες ἐπομνύμενον λογάδας εἰπεῖν ὡς «ἄδικον ἂν εἴη μετὰ τῶν προσόντων τοῖς κρατηθεῖσι καὶ τούτους ἑλεῖν δεσμίους καὶ τῆς ἐνεγκαμένης ἀπαγαγεῖν· ἐλευθερώσωμεν οὖν αὐτούς, εἰ δοκεῖ, ἢ λαβόντες λύτρων ἄνευ αὐτούς, ἢ ταῦτα παρεσχηκότες ἡμεῖς». Τῶν δ' ἀκηκοότων τοὺς μὲν ἄλλους ἐπαινέσαι τε τὸν λόγον καὶ παρακαλέσαι πρὸς τοῦτο, ἕνα δὲ τῶν ἄλλων στρατηγῶν, ἐξοχώτατον, μὴ μόνον οὐκ ἀποδέξασθαι τὸ ῥηθὲν διὰ τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλὰ καὶ οἷς ἐδύνατο λόγοις κωλῦσαι τὸ βούλημα καὶ πιθανὸν ὀφθῆναι διὰ τὸ ὑπερέχον. Ἦν δὲ καὶ τοῦτο πάντως τῆς ἐμῆς ἁμαρτίας καρπός, ὡς ἐμαυτὸν πείθω, καθάπερ καὶ τἆλλα, ὅσα συμβέβηκεν. [...] [Πάντων οὖν, ὡς εἶπον, τὰ τῆς πόλεως ἑαυτοῖς διανειμαμένων, ὁ Μουράτης τὴν πόλιν ἀνθρώπων ἐρήμην ἰδιοποιήσατο μόνην, πάσας οἰκίας ἔχειν τοὺς ἀρχῆθεν αὐτῶν κυρίους προστάξας, ἐλευθερίας τετυχηκότας καὶ πᾶσαν ἄλλην ἀκίνητον κτῆσιν, ταυτὶ μόνον προσθεὶς αὐτὸς τηνικαῦτα τοῖς κακοῖς γενομένοις, ὅτι τούσδε τοὺς ἱεροὺς οἴκους παρακατέσχε, τόν τ' ἐπὶ μέσης τῆς πόλεως μέγαν νεὼν τῆς Ἀχειροποιήτου παρθένου καὶ θεοτόκου καὶ τὴν εἰς ὄνομα πάλαι τιμωμένην τοῦ τιμίου Προδρόμου μονὴν ἱεράν, τὸν μὲν ὡς σύμβολον νίκης καὶ τῆς γεγενημένης ἁλώσεως, τὴν δ' ὡς καὶ πρὸ χρόνων παρὰ τῶν Τούρκων ληφθεῖσαν καὶ εἰς συναγωγὰς αὐτῶν τούτους μετήμειψε καὶ ὅτι περιφανὲς κατὰ τὴν Ἀδριανούπολιν βαλανεῖον ἐκ βάθρων αὐτῶν ἀνεγείρας μαρμάρους χιλίας ἐξελεῖν ἔπεμψε καὶ κομίσαι πρὸς τὴν ἐδάφους οἰκοδομίαν αὐτόθι, ναῶν ἱερῶν καὶ μονῶν ταύτας παρὰ τῶν πεμφθέντων ἀφειδῶς ἐκβληθείσας.

18. Αυτά λοιπόν συνέβησαν στην πόλη μας, ενώ δε θα έπρεπε να συμβούν, κι έτσι τέλειωσαν στις όχθες του Βαρδάρη, απ' όπου ο Μουράτ χώρισε τον στρατό του στα δύο, και το ένα τμήμα το έστειλε στην περιοχή των Ιωαννίνων, ενώ ο ίδιος με το άλλο τμήμα έφυγε για να καταστρέψει άλλες περιοχές και να τις κάνει δικές του. Πρωτύτερα όμως έστειλε κήρυκες σ' όλες τις περιοχές που εξουσίαζε, για να εξαναγκάσει τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, που την είχαν εγκαταλείψει εδώ και πολλά χρόνια, πριν από τον αποκλεισμό, και είχαν κατοικήσει αλλού, να επιστρέψουν το ταχύτερο και να πάρουν πίσω τα αγαθά που είχαν προηγουμένως. Ο σκοπός του να αποδώσει την πόλη στους κατοίκους της και να τη γεμίσει με πληθυσμό, όπως ήταν παλιότερα, ήταν άξιος πολλών επαίνων. Κι αυτό θα πραγματοποιόταν γρήγορα, αν δεν το εμπόδιζαν τα δικά μας αμαρτήματα προς τον Θεό. Επιθυμώντας ο Μουράτ να ανασυστήσει την πόλη και καταλαμβανόμενος από φιλάνθρωπα αισθήματα, ήθελε να χαρίσει σ' όλους την ελευθερία τους και να τους αποδώσει, όπως προείπα, την πόλη και τα σπίτια τους, όπως ήταν πριν, και να έχουν την άδεια να κατέχουν και οποιοδήποτε άλλο ακίνητο διέθεταν. Σύμφωνα με όσα λένε, ορκίστηκε στους αξιωματικούς τους λέγοντας: «Θα ήταν άδικο, αφού τους πήραμε τα αγαθά τους, να τους κρατάμε δέσμιους και να τους μεταφέρουμε μακριά από την πατρίδα τους. Ας τους ελευθερώσουμε, αν συμφωνείτε, παίρνοντας τους χωρίς λύτρα ή πληρώνοντάς τα εμείς.» Απ' όσους τον άκουσαν άλλοι επαίνεσαν τον λόγο του και τον παρότρυναν να το εφαρμόσει, ένας όμως από τους στρατηγούς του, σπουδαίος, όχι μόνο δε δέχτηκε αυτό που είπε για την απελευθέρωση, αλλά και με όποια λόγια μπορούσε εμπόδισε την απόφαση, πείθοντάς τους στη δική του ξεχωριστή άποψη. [...] Όπως είπα, οι Τούρκοι μοίρασαν τα πάντα μεταξύ τους και ο Μουράτ κράτησε μόνο την έρημη πόλη, διατάζοντας να διατηρήσουν τα σπίτια τους και κάθε άλλη ακίνητη περιουσία όσοι απέκτησαν την ελευθερία τους, προσθέτοντας όμως κι αυτός μια συμφορά σ΄ όσες είχεν γίνει, αφού κράτησε τους ιερούς ναούς της Αχειροποιήτου Παρθένου και Θεοτόκου, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, και τη μονή του Τιμίου Προδρόμου, τη μια σαν σύμβολο νίκης και της άλωσης της πόλης και την άλλη επειδή το ίδιο είχαν κάνει και στην άλωση πριν από χρόνια, μετατρέποντάς τες σε τζαμιά. Επειδή έκτιζε εκ βάθρων στην Αδριανούπολη λαμπρό λουτρό, για να φτιάξουν το δάπεδο, διέταξε να αφαιρέσουν χίλιες μαρμάρινες πλάκες και να τις μεταφέρουν εκεί, ξηλώνοντάς τες από τους ιερούς ναούς, και τα μοναστήρια, που τις αφαίρεσαν αφειδώς οι άνθρωποί του.

19. Ἀλλ' ἀπῆλθον μὲν οἱ κήρυκες κατὰ πολλὰ τῆς ὑπ' αὐτῷ μέρη, ὡς διειλήφειμεν, καὶ τοὺς εὑρισκομένους ἀπὸ Θεσσαλονίκης ἐν αὐτῇ κατηνάγκασαν ἐπανέρχεσθαι, αὐτοὺς πρὸ χρόνων μόνον ταύτης ἀπάραντας ἐκ τῆς τῶν δεινῶν συνεχείας, ἀλλὰ δὴ καὶ τῶν αἰχμαλώτων γεγενημένων τοὺς ὁθενδήποτε τῆς ἐλευθερίας ἠξιωμένους. Ἠλευθέρωνται καὶ γὰρ ἱκανοί, πολλῶν θεοφιλῶν ὑπὲρ ἀναρρύσεως ἡμῶν προθύμως κεκινημένων καὶ μάλιστα τοῦ τῶν Σέρβων ἄρχοντος, ᾧ τῶν ἄλλων αὐτοῦ πλεονεκτημάτων ἐξαίρετον ἡ πρὸς τοὺς δεομένους ἐστὶν εὐποιία ἑκάστοτε· χρυσίον καὶ γὰρ οὗτός τισιν, οἷς ἐθάρρει, χειρίσας ἐπ' ἐλευθερίᾳ τῶν αἰχμαλώτων τοῦτο δοθῆναι παρεκελεύσατο. Καὶ οὐκ ἀπὸ τῆς ἐκείνου γνώμης ἐγένετο· ἐπρίαντο γὰρ τοῦ χρυσίου οἱ πρὸς αὐτὸ τεταγμένοι πολλούς, οἳ δὴ καὶ ἐπανιόντες ἐπὶ τὴν πόλιν, ὡς εἰκάζειν ἔχομεν, μέχρι τοῦ νῦν εἰσὶ μετὰ τῶν ἀπ' ἄλλων τόπων ἐληλυθότων ὡσεὶ χίλιοι. Εἰ δὲ καὶ συναριθμεῖν τις ἐθέλοι καὶ τοὺς τὴν πόλιν οἰκήσαντας Τούρκους, εἶεν ἂν ὡσεὶ δισχίλιοι. Διενοούμεθα δὲ τὴν πόλιν καὶ αὖθις τὴν πρὶν αὐτῆς εὐκοσμίαν ἀναλαβεῖν καὶ τὰ τῆς εὐσεβείας ἀνθῆσαι καὶ πλατυνθῆναι ὡς πρότερον. Καὶ γέγονεν ἂν ἴσως, εἰ μὴ καὶ πάλιν τὸ πλῆθος τῶν ἡμετέρων σφαλμάτων ἐμποδὼν ἐγεγόνει καὶ ἡ κακία μὴ χώραν εὗρεν.

19. Έφυγαν λοιπόν οι κήρυκες, όπως είπα, στα διάφορα μέρη της επικράτειάς του και όσους εύρισκαν ότι ήταν από τη Θεσσαλονίκη τους ανάγκασαν να επιστρέψουν στην πόλη, όχι μόνο αυτούς που είχαν φύγει πριν από καιρό εξαιτίας των συνεχόμενων δεινών, αλλά και αυτούς που είχαν αιχμαλωτιστεί και κρίθηκαν άξιοι απελευθέρωσης. Ελευθερώθηκαν πολλοί, γιατί δραστηριοποιήθηκαν για την εξαγορά μας πολλοί θεοφιλείς άνθρωποι και μάλιστα ο ίδιος ο άρχοντας των Σέρβων, που ανάμεσα στα άλλα του πλεονεκτήματα, ξεχωρίζουν οι καλές πράξεις του γι΄ αυτούς που κάθε φορά τις έχουν ανάγκη. Αυτός λοιπόν έδωσε χρήματα σε δικούς του ανθρώπους με την εντολή να τα χρησιμοποιήσουν για την εξαγορά αιχμαλώτων. Και έγινε αυτό που ζήτησε. Οι εντολοδόχοι του εξαγόρασαν με τα χρήματα πολλούς. Αυτοί που επέστρεψαν στην πόλη, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, είναι περίπου χίλιοι, μαζί με κείνους που ήρθαν από άλλες περιοχές. Αν συνυπολογίσουμε και τους χίλιους Τούρκους που κατοίκησαν την πόλη, ο πληθυσμός της θα ήταν περίπου δύο χιλιάδες. Πιστεύαμε ότι η πόλη θα αποκτούσε την παλιά της ευκοσμία και πως τα έργα της ευσέβειας θα ξανάνθιζαν και θα διαδίδονταν όπως παλιά. Κι ίσως να γίνονταν, αν δεν στεκόταν εμπόδιο και πάλι το πλήθος των αμαρτιών μας κι αν η κακία δεν έβρισκε πρόσφορο έδαφος.

Ἐξ οὗ γὰρ ἡ πόλις δεδούλωτο καὶ ὁ Μουράτης πάντα καὶ κτίσματα καὶ κτήματα καὶ νεὼς ἱεροὺς καὶ μονὰς καὶ τὰς τῶν προσόδων αὐτῶν ἀφορμὰς ἐπανιοῦσιν ἡμῖν τοῖς ὁπωσδήποτε τῆς δουλείας ἀπαλλαγεῖσι φιλοτίμως καὶ γράμμασι καὶ λόγοις δεδώρητο, πανταχοῦ τε τοῖς ἀφικνουμένοις ἐλευθερίαν ἐκήρυξε καὶ αὐτῶν οἰκίας καὶ ὅσα ἀκίνητα πάντες ἀνέλαβον καὶ τάξις πᾶσα καὶ ἅπαν ἔθνος τῆς πόλεως πρὸς δευτέραν αὔξησιν καὶ ἀνακαινισμὸν προβαίνειν ἀπήρξαντο, ποιμήν τε τῇ πόλει κεχειροτόνητο καὶ ἐκκλησία συνέστη καὶ τὴν προτέραν ταύτης τάξιν ἀπείληφε, μοναχοί τε τῶν μονῶν ἐπελάβοντο καὶ διὰ σπουδῆς ἐποιοῦντο τὴν τούτων ἐπίδοσιν καὶ πάντες ἐλπίσι χρησταῖς ἐτρεφόμεθα καί, συντόμως εἰπεῖν, τῶν ἐκ τῆς ἁλώσεως ἡμῖν ἐπιόντων κακῶν τὴν μνήμην ἀπεβαλόμεθα καὶ χαίροντες ἦμεν, ἐφ' οἷς ἀδοκήτως ἐτύχομεν καὶ τὴν προτέραν ἀπολαβεῖν τὴν πόλιν εὐετηρίαν ἠλπίζομεν, τότ' ἐξ ἡμῶν, ἡ παροιμία φησίν, «ὁ ἱμὰς ἐξετέτμητο» καὶ εἰς τοὐναντίον τὰ τῶν ἐλπίδων περιετράπησαν.

 

αρχή