Ελληνικός Πολιτισμός, Μάχες

Θερμοπύλες 480 π.Χ.


 

Διαβάστε τα γεγονότα της μάχης των Θερμοπυλών, έτσι όπως τα κατέγραψε ο Ηρόδοτος, και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης

 


Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Ηρόδοτο

Ηροδότου Ιστορία, Βιβλίο Ζ - Πολύμνια

 

 

Τα γεγονότα πριν από τη μάχη

201 βασιλεὺς μὲν δὴ Ξέρξης ἐστρατοπεδεύετο τῆς Μηλίδος ἐν τῇ Τρηχινίῃ, οἱ δὲ δὴ Ἕλληνες ἐν τῇ διόδῳ. καλέεται δὲ ὁ χῶρος οὗτος ὑπὸ μὲν τῶν πλεόνων Ἑλλήνων Θερμοπύλαι, ὑπὸ δὲ τῶν ἐπιχωρίων καὶ περιοίκων Πύλαι. ἐστρατοπεδεύοντο μέν νυν ἑκάτεροι ἐν τούτοισι τοῖσι χωρίοισι, ἐπεκράτεε δὲ ὃ μὲν τῶν πρὸς βορέην ἄνεμον ἐχόντων πάντων μέχρι Τρηχῖνος, οἳ δὲ τῶν πρὸς νότον καὶ μεσαμβρίην φερόντων τὸ ἐπὶ ταύτης τῆς ἠπείρου.

201Αυτή, λοιπόν, ήταν η θέση του Ξέρξη και του στρατού του στην Τραχινία της Μηλίδας, ενώ οι Έλληνες είχαν καταλάβει τα στενά που είναι γνωστά στους ντόπιους ως Πύλες, αυτά που οι υπόλοιποι Έλληνες ονομάζουν Θερμοπύλες. Εκεί βρίσκονταν τα δύο αντίπαλα στρατεύματα, από τα οποία το ένα είχε τον έλεγχο όλης της περιοχής βόρεια από την Τραχίνα και το άλλο όλων των εκτάσεων προς τον νότο.

202 ἦσαν δὲ οἵδε Ἑλλήνων οἱ ὑπομένοντες τὸν Πέρσην ἐν τούτῳ τῷ χώρῳ, Σπαρτιητέων τε τριηκόσιοι ὁπλῖται καὶ Τεγεητέων καὶ Μαντινέων χίλιοι, ἡμίσεες ἑκατέρων, ἐξ Ὀρχομενοῦ τε τῆς Ἀρκαδίης εἴκοσι καὶ ἑκατόν, καὶ ἐκ τῆς λοιπῆς Ἀρκαδίης χίλιοι· τοσοῦτοι μὲν Ἀρκάδων, ἀπὸ δὲ Κορίνθου τετρακόσιοι καὶ ἀπὸ Φλειοῦντος διηκόσιοι καὶ Μυκηναίων ὀγδώκοντα. οὗτοι μὲν ἀπὸ Πελοποννήσου παρῆσαν, ἀπὸ δὲ Βοιωτῶν Θεσπιέων τε ἑπτακόσιοι καὶ Θηβαίων τετρακόσιοι.

202. Η ελληνική δύναμη που περίμενε την άφιξη του Ξέρξη απαρτιζόταν από τα εξής τμήματα: τριακόσιους πεζούς με βαρύ οπλισμό από τη Σπάρτη, πεντακόσιους από την Τεγέα κι άλλους τόσους από τη Μαντίνεια, εκατόν είκοσι από τον Ορχομενό της Αρκαδίας και χίλιους από την υπόλοιπη Αρκαδία· από την Κόρινθο υπήρχαν τετρακόσιοι άνδρες, από τον Φλειούντα άλλοι διακόσιοι και από τις Μυκήνες οδόντα. Εκτός απ’ αυτά τα στρατεύματα από την Πελοπόννησο, υπήρχαν ακόμα τμήματα από τη Βοιωτία, με επτακόσιους άνδρες από τις Θεσπιές κι άλλους τετρακόσιους από τη Θήβα.

7,203 πρὸς τούτοισι ἐπίκλητοι ἐγένοντο Λοκροί τε οἱ Ὀπούντιοι πανστρατιῇ καὶ Φωκέων χίλιοι. αὐτοὶ γὰρ σφέας οἱ Ἕλληνες ἐπεκαλέσαντο, λέγοντες δι᾽ ἀγγέλων ὡς αὐτοὶ μὲν ἥκοιεν πρόδρομοι τῶν ἄλλων, οἱ δὲ λοιποὶ τῶν συμμάχων προσδόκιμοι πᾶσαν εἶεν ἡμέρην, ἡ θάλασσά τέ σφι εἴη ἐν φυλακῇ ὑπ᾽ Ἀθηναίων τε φρουρεομένη καὶ Αἰγινητέων καὶ τῶν ἐς τὸν ναυτικὸν στρατὸν ταχθέντων, καί σφι εἴη δεινὸν οὐδέν· (2) οὐ γὰρ θεὸν εἶναι τὸν ἐπιόντα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἀλλ᾽ ἄνθρωπον, εἶναι δὲ θνητὸν οὐδένα οὐδὲ ἔσεσθαι τῷ κακὸν ἐξ ἀρχῆς γινομένῳ οὐ συνεμίχθη, τοῖσι δὲ μεγίστοισι αὐτῶν μέγιστα. ὀφείλειν ὦν καὶ τὸν ἐπελαύνοντα, ὡς ἐόντα θνητόν, ἀπὸ τῆς δόξης πεσεῖν ἄν. οἳ δὲ ταῦτα πυνθανόμενοι ἐβοήθεον ἐς τὴν Τρηχῖνα.

203. Οι Οπούντιοι Λοκροί και Οι Φωκείς υπάκουσαν επίσης στο πολεμικό κάλεσμα· οι πρώτοι έστειλαν όλους τους μάχιμους άνδρες που είχαν και οι τελευταίοι χίλιους. Οι Έλληνες είχαν πείσει τις δυο αυτές πόλεις να συμμετάσχουν στην επιχείρηση στέλνοντας μήνυμα ότι αυτοί ήταν απλώς η εμπροσθοφυλακή κι ότι το κύριο σώμα του συμμαχικού στρατού αναμενόταν από μέρα σε μέρα. Η θάλασσα, από την άλλη μεριά, φυλασσόταν καλά από τον στόλο των Αθηναίων, των Αιγινητών και άλλων ναυτικών δυνάμεων. Έτσι, δεν υπήρχε λόγος να φοβούνται, γιατί δεν ήταν θεός αυτός που απειλούσε την Ελλάδα αλλά θνητός και δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει άνθρωπος που να έχει γεννηθεί απαλλαγμένος από την πιθανότητα να αντιμετωπίσει κακοτυχίες στη ζωή του· και μάλιστα, όσο σπουδαιότερος ο άνδρας, τόσο μεγαλύτερη η κακοτυχία. Ο τωρινός εχθρός τους δεν αποτελούσε εξαίρεση· ήταν κι αυτός θνητός και, αργά ή γρήγορα, οι προσδοκίες του θα διαψεύδονταν. Η έκκληση έφερε αποτέλεσμα και Οπούντιοι Λοκροί και οι Φωκείς έστειλαν τα στρατεύματά τους στην Τραχίνα.

204. τούτοισι ἦσαν μέν νυν καὶ ἄλλοι στρατηγοὶ κατὰ πόλιας ἑκάστων, ὁ δὲ θωμαζόμενος μάλιστα καὶ παντὸς τοῦ στρατεύματος ἡγεόμενος Λακεδαιμόνιος ἦν Λεωνίδης

204. Τα τμήματα των διάφορων εθνών διοικούνταν το καθένα από δικούς του αξιωματικούς, αλλά γενικός διοικητής του στρατού ήταν ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας που απέλαυε και του θαυμασμού όλων. [...]

205. ὃς τότε ἤιε ἐς Θερμοπύλας ἐπιλεξάμενος ἄνδρας τε τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους καὶ τοῖσι ἐτύγχανον παῖδες ἐόντες· παραλαβὼν δὲ ἀπίκετο καὶ Θηβαίων τοὺς ἐς τὸν ἀριθμὸν λογισάμενος εἶπον, τῶν ἐστρατήγεε Λεοντιάδης ὁ Εὐρυμάχου. (3) τοῦδε δὲ εἵνεκα τούτους σπουδὴν ἐποιήσατο Λεωνίδης μούνους Ἑλλήνωι παραλαβεῖν, ὅτι σφέων μεγάλως κατηγόρητο μηδίζειν· παρεκάλεε ὦν ἐς τὸν πόλεμον, θέλων εἰδέναι εἴτε συμπέμψουσι εἴτε καὶ ἀπερέουσι ἐκ τοῦ ἐμφανέος τὴν Ἑλλήνων συμμαχίην. οἳ δὲ ἀλλοφρονέοντες ἔπεμπον.

205. Οι τριακόσιοι άνδρες που οδήγησε στις Θερμοπύλες διαλέχτηκαν από τον ίδιο κι είχαν όλοι γιους. Πήρε επίσης μαζί του τους Θηβαίους που ανέφερα, κάτω από τις διαταγές του Λεοντιάδη, γιου του Ευρύμαχου. Ο λόγος που αποφάσισε να πάρει στρατό από τη Θήβα και μόνο απ αυτήν, ήταν ότι οι Θηβαίοι είχαν δημιουργήσει υποψίες για φιλικά αισθήματα προς την Περσία· έτσι, τους κάλεσε να πάνε στις Θερμοπύλες για να δει αν θα ανταποκρίνονταν ή θα αρνούνταν ανοιχτά να γίνουν μέλη της συμμαχίας. Εκείνοι έστειλαν πράγματι στρατό, αλλά δεν έπαψαν να τρέφουν κρυφή συμπάθεια για τον εχθρό.

206 τούτους μὲν τοὺς ἀμφὶ Λεωνίδην πρώτους ἀπέπεμψαν Σπαρτιῆται, ἵνα τούτους ὁρῶντες οἱ ἄλλοι σύμμαχοι στρατεύωνται μηδὲ καὶ οὗτοι μηδίσωσι, ἢν αὐτοὺς πυνθάνωνται ὑπερβαλλομένους· μετὰ δέ, Κάρνεια γάρ σφι ἦν ἐμποδών, ἔμελλον ὁρτάσαντες καὶ φυλακὰς λιπόντες ἐν τῇ Σπάρτῃ κατὰ τάχος βοηθέειν πανδημεί. (2) ὣς δὲ καὶ οἱ λοιποὶ τῶν συμμάχων ἐνένωντο καὶ αὐτοὶ ἕτερα τοιαῦτα ποιήσειν· ἦν γὰρ κατὰ τὠυτὸ Ὀλυμπιὰς τούτοισι τοῖσι πρήγμασι συμπεσοῦσα· οὔκων δοκέοντες κατὰ τάχος οὕτω διακριθήσεσθαι τὸν ἐν Θερμοπύλῃσι πόλεμον ἔπεμπον τοὺς προδρόμους.

206. Ο Λεωνίδας κι οι τριακόσιοι άνδρες του ξεκίνησαν από τη Σπάρτη πριν το κύριο σώμα του στρατού, για να ενθαρρύνουν με την εμφάνισή τους τους άλλους συμμάχους να πολεμήσουν και να τους εμποδίσουν να αυτομολήσουν στον εχθρό, πράγμα που ήταν ικανοί να κάνουν, αν έβλεπαν ότι οι Σπαρτιάτες δίσταζαν· είχαν σκοπό, όταν θα τελείωναν τα Κάρνεια (αυτή η γιορτή εμπόδιζε τους Σπαρτιάτες να πάνε στο πεδίο της μάχης), να αφήσουν μια φρουρά ασφαλείας στην πόλη και να ξεκινήσουν με όλο τον διαθέσιμο στρατό τους. Τα άλλα συμμαχικά κράτη αποφάσισαν να ενεργήσουν με τον ίδιο τρόπο, αφού την ίδια ακριβώς εποχή έτυχε να γίνονται οι Ολυμπιακοί αγώνες. Κανείς τους δεν περίμενε ότι η μάχη των Θερμοπυλών θα κρινόταν τόσο γρήγορα. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έστειλαν μόνο μια εμπροσθοφυλακή.

207 οὗτοι μὲν δὴ οὕτω διενένωντο ποιήσειν· οἱ δὲ ἐν Θερμοπύλῃσι Ἕλληνες, ἐπειδὴ πέλας ἐγένετο τῆς ἐσβολῆς ὁ Πέρσης, καταρρωδέοντες ἐβουλεύοντο περὶ ἀπαλλαγῆς. τοῖσι μέν νυν ἄλλοισι Πελοποννησίοισι ἐδόκεε ἐλθοῦσι ἐς Πελοπόννησον τὸν Ἰσθμὸν ἔχειν ἐν φυλακῇ· Λεωνίδης δέ, Φωκέων καὶ Λοκρῶν περισπερχεόντων τῇ γνώμῃ ταύτῃ, αὐτοῦ τε μένειν ἐψηφίζετο πέμπειν τε ἀγγέλους ἐς τὰς πόλιας κελεύοντάς σφι ἐπιβοηθέειν, ὡς ἐόντων αὐτῶν ὀλίγων στρατὸν τὸν Μήδων ἀλέξασθαι.

207. Έτσι είχαν σκεφτεί να πράξουν. Ο Περσικός στρατός είχε πλησιάσει τώρα στο πέρασμα κι οι Έλληνες, αμφιβάλλοντας ξαφνικά για το αν είχαν τη δύναμη αντισταθούν, έκαναν συμβούλιο για να συζητήσουν την προοπτική υποχώρησης. Οι Πελοποννήσιοι υποστήριξαν την άποψη ότι ο στρατός έπρεπε να αποσυρθεί στην Πελοπόννησο και να οργανώσει την αντίστασή του στον Ισθμό. Όταν όμως οι Φωκείς και οι Λοκροί εξέφρασαν την αγανάκτησή τους γι’ αυτή την αλλαγή του σχεδίου, ο Λεωνίδας πήρε το μέρος τους κι είπε ότι θα έμεναν εκεί όπου βρίσκονταν, στέλνοντας έκκληση για βοήθεια σε όλα τα συμμαχικά κράτη, αφού ο αριθμός τους ήταν πολύ μικρός για να αποκρούσει τον Περσικό στρατό.

208 ταῦτα βουλευομένων σφέων, ἔπεμπε Ξέρξης κατάσκοπον ἱππέα ἰδέσθαι ὁκόσοι εἰσὶ καὶ ὅ τι ποιέοιεν. ἀκηκόεε δὲ ἔτι ἐὼν ἐν Θεσσαλίῃ ὡς ἁλισμένη εἴη ταύτῃ στρατιὴ ὀλίγη, καὶ τοὺς ἡγεμόνας ὡς εἴησαν Λακεδαιμόνιοί τε καὶ Λεωνίδης ἐὼν γένος Ἡρακλείδης. (2) ὡς δὲ προσήλασε ὁ ἱππεὺς πρὸς τὸ στρατόπεδον, ἐθηεῖτό τε καὶ κατώρα πᾶν μὲν οὒ τὸ στρατόπεδον· τοὺς γὰρ ἔσω τεταγμένους τοῦ τείχεος, τὸ ἀνορθώσαντες εἶχον ἐν φυλακῇ, οὐκ οἷά τε ἦν κατιδέσθαι· ὁ δὲ τοὺς ἔξω ἐμάνθανε, τοῖσι πρὸ τοῦ τείχεος τὰ ὅπλα ἔκειτο· ἔτυχον δὲ τοῦτον τὸν χρόνον Λακεδαιμόνιοι ἔξω τεταγμένοι. (3) τοὺς μὲν δὴ ὥρα γυμναζομένους τῶν ἀνδρῶν, τοὺς δὲ τὰς κόμας κτενιζομένους. ταῦτα δὴ θεώμενος ἐθώμαζε καὶ τὸ πλῆθος ἐμάνθανε. μαθὼν δὲ πάντα ἀτρεκέως ἀπήλαυνε ὀπίσω κατ᾽ ἡσυχίην· οὔτε γάρ τις ἐδίωκε ἀλογίης τε ἐνεκύρησε πολλῆς· ἀπελθών τε ἔλεγε πρὸς Ξέρξην τά περ ὀπώπεε πάντα.

208. Όσο γινόταν αυτό το συμβούλιο, ο Ξέρξης έστειλε έναν ιππέα να υπολογίσει τη δύναμη του Ελληνικού στρατού και να παρατηρήσει τι έκαναν οι άνδρες. Προτού ακόμα φύγει από τη Θεσσαλία, είχε μάθει ότι είχε συγκεντρωθεί εκεί ένα μικρό σώμα στρατού, οδηγημένο από τους Λακεδαιμονίους με αρχηγό τον Λεωνίδα, απόγονο του Ηρακλή. Ο Πέρσης ιππέας πλησίασε το στρατόπεδο κι έκανε μια προσεκτική επιθεώρηση σε ό,τι μπορούσε να δει —που δεν ήταν, φυσικά, όλος ο στρατός, αφού οι άνδρες στη μέσα πλευρά του τείχους, που το φρουρούσαν μετά την ανοικοδόμηση του, δεν φαίνονταν από κείνο το σημείο. Αυτός, πάντως, περιεργάστηκε αυτούς που είχαν καταλύσει έξω από το τείχος. Εκείνη τη στιγμή, έτυχε να βρίσκονται εκεί οι Σπαρτιάτες και μερικοί απ’ αυτούς γυμνάζονταν, ενώ άλλοι χτένιζαν τα μαλλιά τους Ο Πέρσης κατάσκοπος τους κοίταζε κατάπληκτος· παρ’ όλα αυτά, τους μέτρησε, παρατήρησε ό,τι άλλο έπρεπε να ξέρει και γύρισε με ηρεμία στο στρατόπεδό του. Κανείς δεν έκανε καμία προσπάθεια να τον πιάσει ούτε του έδωσαν καμία σημασία. Εκεί, είπε στον Ξέρξη ό,τι είχε δει.

Ο Δημάρατος

209 ἀκούων δὲ Ξέρξης οὐκ εἶχε συμβαλέσθαι τὸ ἐόν, ὅτι παρασκευάζοιντο ὡς ἀπολεόμενοί τε καὶ ἀπολέοντες κατὰ δύναμιν· ἀλλ᾽ αὐτῷ γελοῖα γὰρ ἐφαίνοντο ποιέειν, μετεπέμψατο Δημάρητον τὸν Ἀρίστωνος ἐόντα ἐν τῷ στρατοπέδῳ· (2) ἀπικόμενον δέ μιν εἰρώτα Ξέρξης ἕκαστα τούτων, ἐθέλων μαθεῖν τὸ ποιεύμενον πρὸς τῶν Λακεδαιμονίων. ὁ δὲ εἶπε “Ἤκουσας μὲν καὶ πρότερόν μευ, εὖτε ὁρμῶμεν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, περὶ τῶν ἀνδρῶν τούτων, ἀκούσας δὲ γέλωτά με ἔθευ λέγοντα τῇ περ ὥρων ἐκβησόμενα πρήγματα ταῦτα· ἐμοὶ γὰρ τὴν ἀληθείην ἀσκέειν ἀντία σεῦ βασιλεῦ ἀγὼν μέγιστος ἐστί. (3) ἄκουσον δὲ καὶ νῦν· οἱ ἄνδρες οὗτοι ἀπίκαται μαχησόμενοι ἡμῖν περὶ τῆς ἐσόδου, καὶ ταῦτα παρασκευάζονται. νόμος γάρ σφι ἔχων οὕτω ἐστί· ἐπεὰν μέλλωσι κινδυνεύειν τῇ ψυχῇ, τότε τὰς κεφαλὰς κοσμέονται. (4) ἐπίστασο δέ, εἰ τούτους γε καὶ τὸ ὑπομένον ἐν Σπάρτῃ καταστρέψεαι, ἔστι οὐδὲν ἄλλο ἔθνος ἀνθρώπων τὸ σὲ βασιλεῦ ὑπομενέει χεῖρας ἀνταειρόμενον· νῦν γὰρ πρὸς βασιληίην τε καὶ καλλίστην πόλιν τῶν ἐν Ἕλλησι προσφέρεαι καὶ ἄνδρας ἀρίστους”. (5) κάρτα τε δὴ Ξέρξῃ ἄπιστα ἐφαίνετο τὰ λεγόμενα εἶναι, καὶ δεύτερα ἐπειρώτα ὅντινα τρόπον τοσοῦτοι ἐόντες τῇ ἑωυτοῦ στρατιῇ μαχήσονται. ὁ δὲ εἶπε “ὦ βασιλεῦ, ἐμοὶ χρᾶσθαι ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ, ἢν μὴ ταῦτά τοι ταύτῃ ἐκβῇ τῇ ἐγὼ λέγω”.

209. Όταν ο Ξέρξης άκουσε αυτά, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ότι δηλαδή οι Σπαρτιάτες προετοιμάζονταν να σκοτωθούν και να σκοτώσουν όσους μπορούσαν· αυτό του φαινόταν γελοίο. Έτσι, κάλεσε τον Δημάρατο, γιο του Αρίστωνα, που τον ακολουθούσε στην εκστρατεία, και του επανέλαβε την αναφορά του κατάσκοπου, με την ελπίδα ότι θα ανακάλυπτε τι σήμαινε η συμπεριφορά αυτή των Σπαρτιατών. Ο Δημάρατος απάντησε: «Κάποτε άλλοτε, όταν ξεκινούσαμε αυτή την εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα, σου είχα μιλήσει γι’ αυτούς τους άνδρες. Σου είπα τότε πώς προέβλεπα ότι θα κατέληγε αυτή η επιχείρηση κι εσύ με περιγέλασες. Δεν πασχίζω για τίποτα, βασιλιά, περισσότερο από το να σου αποκαλύψω την αλήθεια· γι’ αυτό, άκουσέ με και τώρα. Αυτοί οι άνδρες βρίσκονται εδώ για να υπερασπιστούν το πέρασμα κι ετοιμάζονται για τη μάχη. Είναι συνήθεια των Σπαρτιατών να περιποιούνται σχολαστικά τα μαλλιά τους, όταν πρόκειται να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους. Σε διαβεβαιώ, όμως, ότι αν νικήσεις αυτούς τους άνδρες και τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες που βρίσκονται ακόμα στην πατρίδα τους, δεν υπάρχει άλλο έθνος στον κόσμο που θα τολμούσε να σου αντισταθεί ή να κάνει την παραμικρή κίνηση εναντίον σου. Βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το καλύτερο βασίλειο της Ελλάδας, αυτό που έχει τους γενναιότερους άνδρες». Ο Ξέρξης, ανίκανος να πιστέψει τα λόγια του Δημάρατου, αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατό να αντισταθεί ένας τόσο μικρός στρατός στη δική του δύναμη. Τότε του είπε: «Βασιλιά, θεώρησέ με ψεύτη, αν δεν γίνει αυτό που προέβλεψα».

Οι δύο πρώτες μέρες της μάχης

210 ταῦτα λέγων οὐκ ἔπειθε τὸν Ξέρξην τέσσερας μὲν δὴ παρεξῆκε ἡμέρας, ἐλπίζων αἰεί σφεας ἀποδρήσεσθαι· πέμπτῃ δέ, ὡς οὐκ ἀπαλλάσσοντο ἀλλά οἱ ἐφαίνοντο ἀναιδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ διαχρεώμενοι μένειν, πέμπει ἐπ᾽ αὐτοὺς Μήδους τε καὶ Κισσίους θυμωθείς, ἐντειλάμενος σφέας ζωγρήσαντας ἄγειν ἐς ὄψιν τὴν ἑωυτοῦ. (2) ὡς δ᾽ ἐσέπεσον φερόμενοι ἐς τοὺς Ἕλληνας οἱ Μῆδοι, ἔπιπτον πολλοί, ἄλλοι δ᾽ ἐπεσήισαν, καὶ οὐκ ἀπηλαύνοντο, καίπερ μεγάλως προσπταίοντες. δῆλον δ᾽ ἐποίευν παντί τεῳ καὶ οὐκ ἥκιστα αὐτῷ βασιλέι, ὅτι πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι εἶεν, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες. ἐγίνετο δὲ ἡ συμβολὴ δι᾽ ἡμέρης.

210. Παρ’ όλα αυτά, ο Ξέρξης και πάλι δεν πείστηκε. Περίμενε, μάλιστα, τέσσερις μέρες, σίγουρος ότι οι Έλληνες θα το έβαζαν στα πόδια· την πέμπτη, όταν αυτοί δεν είχαν κάνει ακόμα καμία κίνηση να αποχωρήσουν και η παρατεινόμενη παρουσία τους του φαινόταν καθαρή αναίδεια και παράτολμη τρέλα, κυριεύτηκε από οργή κι έστειλε τους Μήδους και τους Κισσίους με διαταγή να τους συλλάβουν ζωντανούς και να τους οδηγήσουν μπροστά του. Οι Μήδοι υπάκουσαν και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκαν πολλοί· τους αντικαθιστούσαν όμως διαρκώς άλλοι και, παρά τις φοβερές απώλειες, αρνούνταν να παραδεχτούν την ήττα τους. Αυτό απέδειξε σε όλους και, κυρίως, στον ίδιο τον βασιλιά, ότι μπορεί να είχε πολλούς άνδρες στον στρατό του αλλά διέθετε ελάχιστους πολεμιστές. Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα.

211 ἐπείτε δὲ οἱ Μῆδοι τρηχέως περιείποντο, ἐνθαῦτα οὗτοι μὲν ὑπεξήισαν, οἱ δὲ Πέρσαι ἐκδεξάμενοι ἐπήισαν, τοὺς ἀθανάτους ἐκάλεε βασιλεύς, τῶν ἦρχε Ὑδάρνης, ὡς δὴ οὗτοί γε εὐπετέως κατεργασόμενοι. (2) ὡς δὲ καὶ οὗτοι συνέμισγον τοῖσι Ἕλλησι, οὐδὲν πλέον ἐφέροντο τῆς στρατιῆς τῆς Μηδικῆς ἀλλὰ τὰ αὐτά, ἅτε ἐν στεινοπόρῳ τε χώρῳ μαχόμενοι καὶ δόρασι βραχυτέροισι χρεώμενοι ἤ περ οἱ Ἕλληνες, καὶ οὐκ ἔχοντες πλήθεϊ χρήσασθαι. (3) Λακεδαιμόνιοι δὲ ἐμάχοντο ἀξίως λόγου, ἄλλα τε ἀποδεικνύμενοι ἐν οὐκ ἐπισταμένοισι μάχεσθαι ἐξεπιστάμενοι, καὶ ὅκως ἐντρέψειαν τὰ νῶτα, ἁλέες φεύγεσκον δῆθεν, οἱ δὲ βάρβαροι ὁρῶντες φεύγοντας βοῇ τε καὶ πατάγῳ ἐπήισαν, οἳ δ᾽ ἂν καταλαμβανόμενοι ὑπέστρεφον ἀντίοι εἶναι τοῖσι βαρβάροισι, μεταστρεφόμενοι δὲ κατέβαλλον πλήθεϊ ἀναριθμήτους τῶν Περσέων· ἔπιπτον δὲ καὶ αὐτῶν τῶν Σπαρτιητέων ἐνθαῦτα ὀλίγοι. ἐπεὶ δὲ οὐδὲν ἐδυνέατο παραλαβεῖν οἱ Πέρσαι τῆς ἐσόδου πειρώμενοι καὶ κατὰ τέλεα καὶ παντοίως προσβάλλοντες, ἀπήλαυνον ὀπίσω.

211. Οι Μήδοι, μετά την πανωλεθρία που υπέστησαν, υποχώρησαν και τη θέση τους κατέλαβε ο Υδάρνης με τους επιλεγμένους Πέρσες στρατιώτες, που ο βασιλιάς αποκαλούσε Αθάνατους, που εξαπέλυσαν επίθεση απόλυτα σίγουροι ότι θα έδιναν σ’ αυτή την ιστορία ένα γρήγορο κι εύκολο τέλος. Όμως, όταν άρχισε η σύγκρουση, δεν είχαν καλύτερη τύχη από τους Μήδους· όλα ήταν ακριβώς όπως και πριν, αφού η μάχη γινόταν σε περιορισμένο χώρο κι οι Πέρσες πολεμούσαν με πιο κοντά δόρατα από τους Έλληνες και δεν είχαν το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής τους. Από την πλευρά των Σπαρτιατών, ήταν μια αξιομνημόνευτη μάχη· είχαν καταλάβει ότι πολεμούσαν ενάντια σε έναν άπειρο εχθρό κι ένα από τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν ήταν να κάνουν όλοι μαζί μεταβολή και να προσποιούνται ότι υποχωρούσαν έντρομοι, όποτε οι εχθροί τους καταδίωκαν με ποδοβολητό και ιαχές. Αυτοί, όμως, τη στιγμή που τους προλάβαιναν οι Πέρσες, γύριζαν και τους αντιμετώπιζαν, προκαλώντας τους τεράστιες απώλειες στη νέα μάχη που ξεσπούσε. Φυσικά, είχαν κι αυτοί απώλειες αλλά όχι πολλές. Οι Πέρσες βλέποντας ότι οι επιθέσεις τους για την κατάληψη του περάσματος, είτε κατά τμήματα είτε με όποιον άλλο τρόπο μπορούσαν να σκεφτούν, ήταν μάταιες, σταμάτησαν τις εχθροπραξίες κι υποχώρησαν.

212 ἐν ταύτῃσι τῇσι προσόδοισι τῆς μάχης λέγεται βασιλέα θηεύμενον τρὶς ἀναδραμεῖν ἐκ τοῦ θρόνου δείσαντα περὶ τῇ στρατιῇ. τότε μὲν οὕτω ἠγωνίσαντο, τῇ δ᾽ ὑστεραίῃ οἱ βάρβαροι οὐδὲν ἄμεινον ἀέθλεον. ἅτε γὰρ ὀλίγων ἐόντων, ἐλπίσαντες σφέας κατατετρωματίσθαι τε καὶ οὐκ οἵους τε ἔσεσθαι ἔτι χεῖρας ἀνταείρασθαι συνέβαλλον. (2) οἱ δὲ Ἕλληνες κατὰ τάξις τε καὶ κατὰ ἔθνεα κεκοσμημένοι ἦσαν, καὶ ἐν μέρεϊ ἕκαστοι ἐμάχοντο, πλὴν Φωκέων· οὗτοι δὲ ἐς τὸ ὄρος ἐτάχθησαν φυλάξοντες τὴν ἀτραπόν. ὡς δὲ οὐδὲν εὕρισκον ἀλλοιότερον οἱ Πέρσαι ἢ τῇ προτεραίῃ ἐνώρων, ἀπήλαυνον.

212. Ο Ξέρξης παρακολουθούσε τη μάχη από εκεί που καθόταν. Λέγεται, μάλιστα, ότι στη διάρκεια των επιθέσεων, πετάχτηκε τρεις φορές όρθιος από φόβο για την τύχη του στρατού του. Την επόμενη μέρα, η μάχη άρχισε ξανά αλλά χωρίς μεγαλύτερη επιτυχία για τους Πέρσες, που επανέλαβαν τις εχθροπραξίες με την ελπίδα ότι οι Έλληνες, που ήταν τόσο λίγοι, θα είχαν αρκετούς τραυματίες για να μην μπορούν πλέον να προβάλλουν αντίσταση. Μα οι Έλληνες ήταν ανυποχώρητοι· τα στρατεύματά τους χωρίστηκαν σε τμήματα κατά έθνη, τα οποία έμπαιναν με τη σειρά στην πρώτη γραμμή, εκτός από τους Φωκείς, που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη του ορεινού μονοπατιού. Έτσι, όταν οι Πέρσες ανακάλυψαν ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει από την προηγούμενη μέρα, υποχώρησαν γι’ άλλη μια φορά.

Η προδοσία του Εφιάλτη

213 ἀπορέοντος δὲ βασιλέος ὅ τι χρήσηται τῷ παρεόντι πρήγματι, Ἐπιάλτης ὁ Εὐρυδήμου ἀνὴρ Μηλιεὺς ἦλθέ οἱ ἐς λόγους· ὃς μέγα τι παρὰ βασιλέος δοκέων οἴσεσθαι ἔφρασέ τε τὴν ἀτραπὸν τὴν διὰ τοῦ ὄρεος φέρουσαν ἐς Θερμοπύλας, καὶ διέφθειρε τοὺς ταύτῃ ὑπομείναντας Ἑλλήνων. (2) ὕστερον δὲ δείσας Λακεδαιμονίους ἔφυγε ἐς Θεσσαλίην, καί οἱ φυγόντι ὑπὸ τῶν Πυλαγόρων τῶν Ἀμφικτυόνων ἐς τὴν Πυλαίην συλλεγομένων ἀργύριον ἐπεκηρύχθη. χρόνῳ δὲ ὕστερον, κατῆλθε γὰρ ἐς Ἀντικύρην, ἀπέθανε ὑπὸ Ἀθηνάδεω ἀνδρὸς Τρηχινίου. (3) ὁ δὲ Ἀθηνάδης οὗτος ἀπέκτεινε μὲν Ἐπιάλτεα δι᾽ ἄλλην αἰτίην, τὴν ἐγὼ ἐν τοῖσι ὄπισθε λόγοισι σημανέω, ἐτιμήθη μέντοι ὑπὸ Λακεδαιμονίων οὐδὲν ἧσσον.

213. Ο Ξέρξης δεν είχε ιδέα πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Εκείνη τη στιγμή, όμως, ένας άνδρας από τη Μηλίδα, ο Εφιάλτης, γιος του Ευρύδημου, ελπίζοντας μια γενναιόδωρη ανταμοιβή, ήρθε να πει στον βασιλιά τα σχετικά με το μονοπάτι που οδηγούσε πάνω από τα βουνά στις Θερμοπύλες, προκαλώντας έτσι τον όλεθρο των Ελλήνων που κρατούσαν το πέρασμα. Αργότερα ο Εφιάλτης, από φόβο για τους Σπαρτιάτες, απέδρασε στη Θεσσαλία και στο διάστημα της απουσίας του, ορίστηκε αμοιβή για το κεφάλι του από τους Πυλαγόρες τους Αμφικτύονες που ήταν συγκεντρωμένοι στην Πυλαία. Λίγο καιρό αργότερα, επέστρεψε στην Αντίκυρα, όπου φονεύτηκε από τον Αθηνάδη τον Τραχίνιο. Αυτός δεν τον σκότωσε για την προδοσία του αλλά για έναν άλλο λόγο, που θα εξηγήσω πιο κάτω. Οι Σπαρτιάτες, πάντως, τον αντάμειψαν ανάλογα. Έτσι πέθανε αργότερα ο Εφιάλτης.

214 Ἐπιάλτης μὲν οὕτω ὕστερον τούτων ἀπέθανε, ἔστι δὲ ἕτερος λεγόμενος λόγος, ὡς Ὀνήτης τε ὁ Φαναγόρεω ἀνὴρ Καρύστιος καὶ Κορυδαλλὸς Ἀντικυρεὺς εἰσὶ οἱ εἴπαντες πρὸς βασιλέα τούτους τοὺς λόγους καὶ περιηγησάμενοι τὸ ὄρος τοῖσι Πέρσῃσι, οὐδαμῶς ἔμοιγε πιστός. (2) τοῦτο μὲν γὰρ τῷδε χρὴ σταθμώσασθαι, ὅτι οἱ τῶν Ἑλλήνων Πυλαγόροι ἐπεκήρυξαν οὐκ ἐπὶ Ὀνήτῃ τε καὶ Κορυδαλλῷ ἀργύριον ἀλλ᾽ ἐπὶ Ἐπιάλτῃ τῷ Τρηχινίῳ, πάντως κου τὸ ἀτρεκέστατον πυθόμενοι· τοῦτο δὲ φεύγοντα Ἐπιάλτην ταύτην τὴν αἰτίην οἴδαμεν. (3) εἰδείη μὲν γὰρ ἂν καὶ ἐὼν μὴ Μηλιεὺς ταύτην τὴν ἀτραπὸν Ὀνήτης, εἰ τῇ χώρῃ πολλὰ ὡμιληκὼς εἴη· ἀλλ᾽ Ἐπιάλτης γὰρ ἐστὶ ὁ περιηγησάμενος τὸ ὄρος κατὰ τὴν ἀτραπόν, τοῦτον αἴτιον γράφω.

214. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ήταν ο Ονήτης, γιος του Φαναγόρα από την Κάρυστο κι ο Κορυδαλλός από την Αντίκυρα αυτοί που αποκάλυψαν στους Πέρσες το ορεινό μονοπάτι. Αυτό, πάντως, δεν είναι διόλου πειστικό, αφενός γιατί οι Αμφικτύονες, ασφαλώς μετά από επισταμένες έρευνες, όρισαν αμοιβή όχι για τον φόνο των δυο αυτών αλλά του Εφιάλτη του Τραχίνιου και δεύτερον, γιατί ήταν αναμφίβολα η κατηγορία της προδοσίας αυτή που ώθησε τον Εφιάλτη να το σκάσει. Σίγουρα ο Ονήτης, μολονότι δεν ήταν από τη Μηλίδα, θα μπορούσε να ξέρει το μονοπάτι, αν είχε μείνει καιρό στην περιοχή. Όμως, ήταν ο Εφιάλτης και κανείς άλλος αυτός που έδειξε τον δρόμο στους Πέρσες· αυτόν θεωρώ ένοχο.

215 Ξέρξης δέ, ἐπεὶ ἤρεσε τὰ ὑπέσχετο ὁ Ἐπιάλτης κατεργάσασθαι, αὐτίκα περιχαρὴς γενόμενος ἔπεμπε Ὑδάρνεα καὶ τῶν ἐστρατήγεε Ὑδάρνης· ὁρμέατο δὲ περὶ λύχνων ἁφὰς ἐκ τοῦ στρατοπέδου. τὴν δὲ ἀτραπὸν ταύτην ἐξεῦρον μὲν οἱ ἐπιχώριοι Μηλιέες, ἐξευρόντες δὲ Θεσσαλοῖσι κατηγήσαντο ἐπὶ Φωκέας, τότε ὅτε οἱ Φωκέες φράξαντες τείχεϊ τὴν ἐσβολὴν ἦσαν ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου· ἔκ τε τόσου δὴ κατεδέδεκτο ἐοῦσα οὐδὲν χρηστὴ Μηλιεῦσι.

215. Ο Ξέρξης ενθουσιάστηκε με την αποκάλυψη του Εφιάλτη. Ανέθεσε αμέσως την αποστολή στον Υδάρνη με τα στρατεύματα που αυτός διοικούσε. Αυτοί έφυγαν λίγο πριν την ώρα που ανάβουν τα λυχνάρια. Το μονοπάτι αυτό ανακαλύφθηκε από τους ντόπιους Μηλιείς· αργότερα το χρησιμοποίησαν για να βοηθήσουν τους Θεσσαλούς, περνώντας τους από κει στη Φωκίδα, την εποχή που ο λαός της είχε χτίσει το τείχος στο πέρασμα για προστασία. Από τόσα παλιά, λοιπόν, ήταν γνωστή στους Μηλιείς η προδοτική χρησιμότητά του.

216 ἔχει δὲ ὧδε ἡ ἀτραπὸς αὕτη· ἄρχεται μὲν ἀπὸ τοῦ Ἀσωποῦ ποταμοῦ τοῦ διὰ τῆς διασφάγος ῥέοντος, οὔνομα δὲ τῷ ὄρεϊ τούτῳ καὶ τῇ ἀτραπῷ τὠυτὸ κεῖται, Ἀνόπαια· τείνει δὲ ἡ Ἀνόπαια αὕτη κατὰ ῥάχιν τοῦ ὄρεος, λήγει δὲ κατά τε Ἀλπηνὸν πόλιν, πρώτην ἐοῦσαν τῶν Λοκρίδων πρὸς τῶν Μηλιέων, καὶ κατὰ Μελαμπύγου τε καλεόμενον λίθον καὶ κατὰ Κερκώπων ἕδρας, τῇ καὶ τὸ στεινότατον ἐστί.

216. Το μονοπάτι αυτό είναι ως εξής· αρχίζει στον Ασωπό, το ποτάμι που διασχίζει το στενό φαράγγι, και προχωρώντας κατά μήκος της κορυφής του βουνού —το οποίο, όπως και το ίδιο το μονοπάτι, λέγεται Ανόπαια— καταλήγει στην Αλπηνό, την πρώτη πόλη της Λοκρίδας που συναντά κανείς ερχόμενος από τη Μηλίδα, κοντά στον βράχο, που είναι γνωστός ως Μελάμπυγας, και την κατοικία των Κερκώπων. Εκεί ακριβώς είναι και το στενότερο σημείο του περάσματος.

217 κατὰ ταύτην δὴ τὴν ἀτραπὸν καὶ οὕτω ἔχουσαν οἱ Πέρσαι, τὸν Ἀσωπὸν διαβάντες, ἐπορεύοντο πᾶσαν τὴν νύκτα, ἐν δεξιῇ μὲν ἔχοντες ὄρεα τὰ Οἰταίων, ἐν ἀριστερῇ δὲ τὰ Τρηχινίων. ἠώς τε δὴ διέφαινε καὶ οἳ ἐγένοντο ἐπ᾽ ἀκρωτηρίῳ τοῦ ὄρεος. (2) κατὰ δὲ τοῦτο τοῦ ὄρεος ἐφύλασσον, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, Φωκέων χίλιοι ὁπλῖται, ῥυόμενοί τε τὴν σφετέρην χώρην καὶ φρουρέοντες τὴν ἀτραπόν. ἡ μὲν γὰρ κάτω ἐσβολὴ ἐφυλάσσετο ὑπὸ τῶν εἴρηται· τὴν δὲ διὰ τοῦ ὄρεος ἀτραπὸν ἐθελονταὶ Φωκέες ὑποδεξάμενοι Λεωνίδῃ ἐφύλασσον.

217. Αυτό, λοιπόν, ήταν το ορεινό μονοπάτι που ακολούθησαν οι Πέρσες, αφού διέσχισαν τον Ασωπό. Βάδιζαν όλη τη νύχτα, με τα βουνά των Οιταίων στο δεξί τους χέρι αυτά της Τραχίνας στο αριστερό. Νωρίς τα ξημερώματα βρίσκονταν στην κορυφή της ράχης, κοντά στο σημείο που, όπως ανέφερα και πριν, οι Φωκείς φρουρούσαν το μονοπάτι με χίλιους άνδρες. Οι Φωκείς είχαν προσφερθεί εθελοντικά στον Λεωνίδα ν’ αναλάβουν αυτή τη θέση, ενώ το κάτω πέρασμα φυλασσόταν απ’ αυτούς που ανέφερα ήδη.

218 ἔμαθον δὲ σφέας οἱ Φωκέες ὧδε ἀναβεβηκότας· ἀναβαίνοντες γὰρ ἐλάνθανον οἱ Πέρσαι τὸ ὄρος πᾶν ἐὸν δρυῶν ἐπίπλεον. ἦν μὲν δὴ νηνεμίη, ψόφου δὲ γινομένου πολλοῦ, ὡς οἰκὸς ἦν φύλλων ὑποκεχυμένων ὑπὸ τοῖσι ποσί, ἀνά τε ἔδραμον οἱ Φωκέες καὶ ἐνέδυνον τὰ ὅπλα, καὶ αὐτίκα οἱ βάρβαροι παρῆσαν. (2) ὡς δὲ εἶδον ἄνδρας ἐνδυομένους ὅπλα, ἐν θώματι ἐγένοντο· ἐλπόμενοι γὰρ οὐδένα σφι φανήσεσθαι ἀντίξοον ἐνεκύρησαν στρατῷ. ἐνθαῦτα Ὑδάρνης καταρρωδήσας μὴ οἱ Φωκέες ἔωσι Λακεδαιμόνιοι, εἴρετο Ἐπιάλτην ὁποδαπὸς εἴη ὁ στρατός, πυθόμενος δὲ ἀτρεκέως διέτασσε τοὺς Πέρσας ὡς ἐς μάχην. (3) οἱ δὲ Φωκέες ὡς ἐβάλλοντο τοῖσι τοξεύμασι πολλοῖσί τε καὶ πυκνοῖσι, οἴχοντο φεύγοντες ἐπὶ τοῦ ὄρεος τὸν κόρυμβον, ἐπιστάμενοι ὡς ἐπὶ σφέας ὁρμήθησαν ἀρχήν, καὶ παρεσκευάδατο ὡς ἀπολεόμενοι. οὗτοι μὲν δὴ ταῦτα ἐφρόνεον, οἱ δὲ ἀμφὶ Ἐπιάλτην καὶ Ὑδάρνεα Πέρσαι Φωκέων μὲν οὐδένα λόγον ἐποιεῦντο, οἳ δὲ κατέβαινον τὸ ὄρος κατὰ τάχος.

218. Η ανάβαση των Περσών έγινε με τον εξής τρόπο· καλύπτονταν από τα δάση από βελανιδιές που πνίγουν όλα αυτά τα βουνά και μόνο όταν έφτασαν αρκετά ψηλά αντιλήφθηκαν οι Φωκείς την παρουσία τους, αφού δεν φυσούσε καθόλου και ακούγονταν τα βήματα των στρατιωτών και τριξίματα των ξερών φύλλων. Οι Φωκείς πετάχτηκαν όρθιοι κι άρπαξαν τα όπλα τους τη στιγμή που έφτασε ο εχθρός. Οι Πέρσες ξαφνιάστηκαν όταν αντίκρισαν στρατιώτες να ετοιμάζονται να υπερασπιστούν το πέρασμα· ενώ δεν περίμεναν καμιά αντίσταση, ο δρόμος τους ήταν κλειστός από οπλισμένους άνδρες. Ο Υδάρνης ρώτησε τον Εφιάλτη ποιοι ήταν, γιατί ανησυχούσε μήπως ήταν Σπαρτιάτες· όταν, όμως, έμαθε την εθνικότητά τους, ετοιμάστηκε να τους επιτεθεί. Τα Περσικά βέλη έπεφταν πυκνά και οι Φωκείς, νομίζοντας ότι αυτοί ήταν ο στόχος της επίθεσης, βιάστηκαν να υποχωρήσουν στο ψηλότερο σημείο του βουνού, όπου ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τον θάνατο. Οι Πέρσες, όμως, πάντα μαζί με τον Εφιάλτη, δεν ασχολήθηκαν άλλο μαζί τους, αλλά πήραν το κατηφορικό μονοπάτι με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα.

219 τοῖσι δὲ ἐν Θερμοπύλῃσι Ἑλλήνων πρῶτον μὲν ὁ μάντις Μεγιστίης ἐσιδὼν ἐς τὰ ἱρὰ ἔφρασε τὸν μέλλοντα ἔσεσθαι ἅμα ἠοῖ σφι θάνατον, ἐπὶ δὲ καὶ αὐτόμολοι ἦσαν οἱ ἐξαγγείλαντες τῶν Περσέων τὴν περίοδον. οὗτοι μὲν ἔτι νυκτὸς ἐσήμηναν, τρίτοι δὲ οἱ ἡμεροσκόποι καταδραμόντες ἀπὸ τῶν ἄκρων ἤδη διαφαινούσης ἡμέρης. (2) ἐνθαῦτα ἐβουλεύοντο οἱ Ἕλληνες, καί σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι· οἳ μὲν γὰρ οὐκ ἔων τὴν τάξιν ἐκλιπεῖν, οἳ δὲ ἀντέτεινον. μετὰ δὲ τοῦτο διακριθέντες οἳ μὲν ἀπαλλάσσοντο καὶ διασκεδασθέντες κατὰ πόλις ἕκαστοι ἐτράποντο, οἳ δὲ αὐτῶν ἅμα Λεωνίδῃ μένειν αὐτοῦ παρεσκευάδατο.

219. Οι Έλληνες στις Θερμοπύλες είχαν την πρώτη προειδοποίηση για τον όλεθρο που θα ερχόταν με τη γη από τον μάντη Μεγιστία, που διάβασε την καταδίκη τους στα ζώα που θυσίασαν· ακόμα, λιποτάκτες που είχαν έρθει τη νύχτα από το εχθρικό στρατόπεδο, ανέφεραν σχέδιο των Περσών για πλευρική επίθεση και, τέλος, την ώρα που ξημέρωνε, οι σκοποί κατέβηκαν τρέχοντας από τα βουνά. Στο πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε αμέσως, οι απόψεις διχάστηκαν, αφού άλλοι υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να εγκαταλείψουν τη θέση τους κι άλλοι το αντίθετο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο στρατός διαιρέθηκε· μερικοί σκορπίστηκαν και πολλά τμήματα έφυγαν για τις πόλεις τους, ενώ άλλοι ετοιμάζονταν να σταθούν στο πλευρό του Λεωνίδα.

220 λέγεται δὲ καὶ ὡς αὐτός σφεας ἀπέπεμψε Λεωνίδης, μὴ ἀπόλωνται κηδόμενος· αὐτῷ δὲ καὶ Σπαρτιητέων τοῖσι παρεοῦσι οὐκ ἔχειν εὐπρεπέως ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν ἐς τὴν ἦλθον φυλάξοντες ἀρχήν. (2) ταύτῃ καὶ μᾶλλον τὴν γνώμην πλεῖστος εἰμί, Λεωνίδην, ἐπείτε ᾔσθετο τοὺς συμμάχους ἐόντας ἀπροθύμους καὶ οὐκ ἐθέλοντας συνδιακινδυνεύειν, κελεῦσαι σφέας ἀπαλλάσσεσθαι, αὐτῷ δὲ ἀπιέναι οὐ καλῶς ἔχειν· μένοντι δὲ αὐτοῦ κλέος μέγα ἐλείπετο, καὶ ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο. (3) ἐκέχρηστο γὰρ ὑπὸ τῆς Πυθίης τοῖσι Σπαρτιήτῃσι χρεωμένοισι περὶ τοῦ πολέμου τούτου αὐτίκα κατ᾽ ἀρχὰς ἐγειρομένου, ἢ Λακεδαίμονα ἀνάστατον γενέσθαι ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἢ τὴν βασιλέα σφέων ἀπολέσθαι. ταῦτα δέ σφι ἐν ἔπεσι ἑξαμέτροισι χρᾷ λέγοντα ὧδε. (4)

ὑμῖν δ᾽, ὦ Σπάρτης οἰκήτορες εὐρυχόροιο, ἢ μέγα ἄστυ ἐρικυδὲς ὑπ᾽ ἀνδράσι Περσεΐδῃσι πέρθεται, ἢ τὸ μὲν οὐχί, ἀφ᾽ Ἡρακλέους δὲ γενέθλης πενθήσει βασιλῆ φθίμενον Λακεδαίμονος οὖρος. οὐ γὰρ τὸν ταύρων σχήσει μένος οὐδὲ λεόντων ἀντιβίην· Ζηνὸς γὰρ ἔχει μένος· οὐδέ ἑ φημί σχήσεσθαι, πρὶν τῶνδ᾽ ἕτερον διὰ πάντα δάσηται.

ταῦτά τε δὴ ἐπιλεγόμενον Λεωνίδην, καὶ βουλόμενον κλέος καταθέσθαι μούνων Σπαρτιητέων, ἀποπέμψαι τοὺς συμμάχους μᾶλλον ἢ γνώμῃ διενειχθέντας οὕτω ἀκόσμως οἴχεσθαι τοὺς οἰχομένους.

220. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Λεωνίδας τους έδιωξε, για να τους σώσει τη ζωή, αλλά το θεώρησε ανάρμοστο για τους Σπαρτιάτες που είχε κάτω από τις διαταγές του να εγκαταλείψουν το σημείο που είχαν αναλάβει να υπερασπιστούν. Προσωπικά, τείνω να πιστέψω ότι τους έδιωξε, όταν κατάλαβε ότι δεν είχαν το θάρρος να πολεμήσουν και δεν ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν· ταυτόχρονα, το αίσθημα τιμής του απαγόρευε να φύγει. Πράγματι, μένοντας στη θέση του, δόξασε το όνομά του και η Σπάρτη, δεν έχασε την ευημερία της, όπως θα συνέβαινε στην αντίθετη περίπτωση. Γιατί στο ξεκίνημα αυτού του πολέμου, οι Σπαρτιάτες είχαν πάρει χρησμό από τους Δελφούς που έλεγε ότι ή θα χανόταν η πόλη τους από έναν ξένο ή θα σκοτωνόταν ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς. Η προφητεία ήταν σε εξάμετρο στίχο κι έλεγε τα εξής:

Ακούστε τη μοίρα σας, κάτοικοι της πλατιάς έκτασης της Σπάρτης,

είτε η ένδοξη, τιμημένη πόλη σας θα λεηλατηθεί από τους γιους του Περσέα

ή, αν δεν γίνει αυτό, ολόκληρη η γη του Λακεδαίμονα

θα θρηνήσει τον θάνατο ενός βασιλιά του οίκου του Ηρακλή.

Η δύναμη των λιονταριών ή των ταύρων δε θα τον συγκρατήσει,

αν έρθει εναντίον του, γιατί έχει τη δύναμη του Δία.

Και λέγω ότι δε θα σταματήσει, ώσπου να καταστρέψει το ένα απ’ τα δυο.

 

Πιστεύω ότι αυτός ο χρησμός, σε συνδυασμό, φυσικά, με την επιθυμία του να προσφέρει στη Σπάρτη ένα θησαυρό δόξας που δε θα μοιραζόταν με καμιά άλλη πόλη, ώθησε τον Λεωνίδα να διώξει τα υπόλοιπα στρατεύματα· δεν πιστεύω ότι λιποτάκτησαν ή ότι έφυγαν χωρίς διαταγές, επειδή διαφωνούσαν.

221 μαρτύριον δέ μοι καὶ τόδε οὐκ ἐλάχιστον τούτου πέρι γέγονε, ὅτι καὶ τὸν μάντιν ὃς εἵπετο τῇ στρατιῇ ταύτῃ, Μεγιστίην τὸν Ἀκαρνῆνα, λεγόμενον εἶναι τὰ ἀνέκαθεν ἀπὸ Μελάμποδος, τοῦτον εἴπαντα ἐκ τῶν ἱρῶν τὰ μέλλοντά σφι ἐκβαίνειν, φανερός ἐστι Λεωνίδης ἀποπέμπων, ἵνα μὴ συναπόληταί σφι. ὁ δὲ ἀποπεμπόμενος αὐτὸς μὲν οὐκ ἀπέλιπε, τὸν δὲ παῖδα συστρατευόμενον, ἐόντα οἱ μουνογενέα, ἀπέπεμψε.

221. Επιπλέον, η άποψή μου ενισχύεται και από την περίπτωση του μάντη Μεγιστία, που ήταν μαζί με τον Ελληνικό στρατό — άνδρας από την Ακαρνανία, που λέγεται ότι ανήκε στην οικογένεια του Μελάμποδα — ο οποίος πρόβλεψε την επερχόμενη καταστροφή, αφού επιθεώρησε τα ζώα που είχαν θυσιαστεί. Ο Λεωνίδας τον διέταξε να φύγει από τις Θερμοπύλες, για να μην αναγκαστεί να μοιραστεί την τύχη του στρατού. Εκείνος, ωστόσο, αρνήθηκε κι έδιωξε μόνο τον μοναχογιό του, που υπηρετούσε στις συμμαχικές δυνάμεις.

Η τρίτη μέρα της μάχης

222 οἱ μέν νυν σύμμαχοι οἱ ἀποπεμπόμενοι οἴχοντό τε ἀπιόντες καὶ ἐπείθοντο Λεωνίδῃ, Θεσπιέες δὲ καὶ Θηβαῖοι κατέμειναν μοῦνοι παρὰ Λακεδαιμονίοισι. τούτων δὲ Θηβαῖοι μὲν ἀέκοντες ἔμενον καὶ οὐ βουλόμενοι· κατεῖχε γὰρ σφέας Λεωνίδης ἐν ὁμήρων λόγῳ ποιεύμενος· Θεσπιέες δὲ ἑκόντες μάλιστα, οἳ οὐκ ἔφασαν ἀπολιπόντες Λεωνίδην καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ ἀπαλλάξεσθαι, ἀλλὰ καταμείναντες συναπέθανον. ἐστρατήγεε δὲ αὐτῶν Δημόφιλος Διαδρόμεω.

222. Έτσι, με διαταγές του Λεωνίδα, τα συμμαχικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τη θέση τους κι έφυγαν όλοι, εκτός από τους Θεσπιείς και τους Θηβαίους, που έμειναν πίσω με τους Σπαρτιάτες. Οι Θηβαίοι κρατήθηκαν από τον Λεωνίδα ως όμηροι, οπωσδήποτε ενάντια στη θέλησή τους· οι Θεσπιείς όμως αρνήθηκαν να υπακούσουν τη διαταγή και να εγκαταλείψουν τον Λεωνίδα και τους άνδρες του· έμειναν και πέθαναν μαζί τους. Ήταν κάτω από τις διαταγές του Δημόφιλου, γιου του Διαδρόμου.

223 Ξέρξης δὲ ἐπεὶ ἡλίου ἀνατείλαντος σπονδὰς ἐποιήσατο, ἐπισχὼν χρόνον ἐς ἀγορῆς κου μάλιστα πληθώρην πρόσοδον ἐποιέετο· καὶ γὰρ ἐπέσταλτο ἐξ Ἐπιάλτεω οὕτω· ἀπὸ γὰρ τοῦ ὄρεος ἡ κατάβασις συντομωτέρη τε ἐστὶ καὶ βραχύτερος ὁ χῶρος πολλὸν ἤ περ ἡ περίοδός τε καὶ ἀνάβασις. (2) οἵ τε δὴ βάρβαροι οἱ ἀμφὶ Ξέρξην προσήισαν, καὶ οἱ ἀμφὶ Λεωνίδην Ἕλληνες, ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεύμενοι, ἤδη πολλῶ μᾶλλον ἢ κατ᾽ ἀρχὰς ἐπεξήισαν ἐς τὸ εὐρύτερον τοῦ αὐχένος. τὸ μὲν γὰρ ἔρυμα τοῦ τείχεος ἐφυλάσσετο, οἳ δὲ ἀνὰ τὰς προτέρας ἡμέρας ὑπεξιόντες ἐς τὰ στεινόπορα ἐμάχοντο. (3) τότε δὲ συμμίσγοντες ἔξω τῶν στεινῶν ἔπιπτον πλήθεϊ πολλοὶ τῶν βαρβάρων· ὄπισθε γὰρ οἱ ἡγεμόνες τῶν τελέων ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον πάντα ἄνδρα, αἰεὶ ἐς τὸ πρόσω ἐποτρύνοντες. πολλοὶ μὲν δὴ ἐσέπιπτον αὐτῶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ διεφθείροντο, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλεῦνες κατεπατέοντο ζωοὶ ὑπ᾽ ἀλλήλων· ἦν δὲ λόγος οὐδεὶς τοῦ ἀπολλυμένου. (4) ἅτε γὰρ ἐπιστάμενοι τὸν μέλλοντα σφίσι ἔσεσθαι θάνατον ἐκ τῶν περιιόντων τὸ ὄρος, ἀπεδείκνυντο ῥώμης ὅσον εἶχον μέγιστον ἐς τοὺς βαρβάρους, παραχρεώμενοί τε καὶ ἀτέοντες.

223. Το πρωί ο Ξέρξης έκανε μια σπονδή στον ανατέλλοντα ήλιο και περίμενε μέχρι την ώρα που συνήθως γεμίζει η αγορά, προτού αρχίσει την προέλασή του. Ακολουθούσε απλώς τις οδηγίες του Εφιάλτη, αφού η κάθοδος από την κορυφή είναι πολύ πιο σύντομη και ευθεία από τη μακριά και γεμάτη στροφές άνοδο. Όταν ο περσικός στρατός άρχισε την επίθεση, οι Έλληνες κάτω από τις διαταγές του Λεωνίδα, ξέροντας ότι βάδιζαν σε σίγουρο θάνατο, βγήκαν στο πλατύτερο σημείο του περάσματος, πολύ πιο μπροστά από κει που πολεμούσαν νωρίτερα· πράγματι, στις μάχες των προηγούμενων ημερών υπερασπίζονταν το τείχος κι έκαναν ξαφνικές εξόδους στα στενότερα σημεία του περάσματος. Τώρα, πάντως, εγκατέλειψαν αυτή την τακτική. Πολλοί Πέρσες σκοτώθηκαν εκεί· πίσω τους, οι διοικητές του σώματος χτυπούσαν χωρίς διάκριση τα μαστίγιά τους, σπρώχνοντας τους άνδρες μπροστά. Πολλοί έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν κι ακόμα περισσότεροι ποδοπατήθηκαν ζωντανοί από τους δικούς τους. Κανείς δεν έδινε σημασία στους νεκρούς. Οι Έλληνες, που ήξεραν ότι ο εχθρός ερχόταν από το ορεινό μονοπάτι, άρα δεν είχαν ελπίδα σωτηρίας, επιστράτευσαν όλο τους το θάρρος και πολέμησαν με μανία και απόγνωση.

224 δόρατα μέν νυν τοῖσι πλέοσι αὐτῶν τηνικαῦτα ἤδη ἐτύγχανε κατεηγότα, οἳ δὲ τοῖσι ξίφεσι διεργάζοντο τοὺς Πέρσας. καὶ Λεωνίδης τε ἐν τούτῳ τῷ πόνῳ πίπτει ἀνὴρ γενόμενος ἄριστος καὶ ἕτεροι μετ᾽ αὐτοῦ ὀνομαστοὶ Σπαρτιητέων, τῶν ἐγὼ ὡς ἀνδρῶν ἀξίων γενομένων ἐπυθόμην τὰ οὐνόματα, ἐπυθόμην δὲ καὶ ἁπάντων τῶν τριηκοσίων. (2) καὶ δὴ Περσέων πίπτουσι ἐνθαῦτα ἄλλοι τε πολλοὶ καὶ ὀνομαστοί, ἐν δὲ δὴ καὶ Δαρείου δύο παῖδες Ἀβροκόμης τε καὶ Ὑπεράνθης, ἐκ τῆς Ἀρτάνεω θυγατρὸς Φραταγούνης γεγονότες Δαρείῳ. ὁ δὲ Ἀρτάνης Δαρείου μὲν τοῦ βασιλέος ἦν ἀδελφεός, Ὑστάσπεος δὲ τοῦ Ἀρσάμεος παῖς· ὃς καὶ ἐκδιδοὺς τὴν θυγατέρα Δαρείῳ τὸν οἶκον πάντα τὸν ἑωυτοῦ ἐπέδωκε, ὡς μούνης οἱ ἐούσης ταύτης τέκνου.

224. Στο μεταξύ, τα δόρατά τους είχαν σπάσει και σκότωναν τους Πέρσες με τα ξίφη τους. Στη διάρκεια αυτής της μάχης έπεσε ο Λεωνίδας, πολεμώντας ηρωικά, και μαζί του πολλοί διακεκριμένοι Σπαρτιάτες· έμαθα τα ονόματά τους, ονόματα ανδρών που αξίζουν πραγματικά να μείνουν αλησμόνητοι· για την ακρίβεια, έχω τα ονόματα και των τριακοσίων. Ανάμεσα στους Πέρσες νεκρούς υπήρχαν επίσης πολλοί σπουδαίοι άνδρες ανάμεσά τους ήταν και ο Αβροκόμης και ο Υπεράνθης, γιοι του Δαρείου από την κόρη του Αρτάνη τη Φραταγούνη. Ο Αρτάνης, γιος του Υστάσπη κι εγγονός του Αρσάμη, ήταν αδελφός του Δαρείου· μια και η Φραταγούνη ήταν το μόνο παιδί του, δίνοντάς τη στον Δαρείο ήταν σαν να του δίνει ολόκληρη την περιουσία του.

225 Ξέρξεώ τε δὴ δύο ἀδελφεοὶ ἐνθαῦτα πίπτουσι μαχόμενοι, καὶ ὑπὲρ τοῦ νεκροῦ τοῦ Λεωνίδεω Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠθισμὸς ἐγίνετο πολλός, ἐς ὃ τοῦτόν τε ἀρετῇ οἱ Ἕλληνες ὑπεξείρυσαν καὶ ἐτρέψαντο τοὺς ἐναντίους τετράκις. τοῦτο δὲ συνεστήκεε μέχρι οὗ οἱ σὺν Ἐπιάλτῃ παρεγένοντο. (2) ὡς δὲ τούτους ἥκειν ἐπύθοντο οἱ Ἕλληνες, ἐνθεῦτεν ἤδη ἑτεροιοῦτο τὸ νεῖκος· ἔς τε γὰρ τὸ στεινὸν τῆς ὁδοῦ ἀνεχώρεον ὀπίσω, καὶ παραμειψάμενοι τὸ τεῖχος ἐλθόντες ἵζοντο ἐπὶ τὸν κολωνὸν πάντες ἁλέες οἱ ἄλλοι πλὴν Θηβαίων. ὁ δὲ κολωνὸς ἐστὶ ἐν τῇ ἐσόδῳ, ὅκου νῦν ὁ λίθινος λέων ἕστηκε ἐπὶ Λεωνίδῃ. (3) ἐν τούτῳ σφέας τῷ χώρῳ ἀλεξομένους μαχαίρῃσι, τοῖσι αὐτῶν ἐτύγχανον ἔτι περιεοῦσαι, καὶ χερσὶ καὶ στόμασι κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες, οἳ μὲν ἐξ ἐναντίης ἐπισπόμενοι καὶ τὸ ἔρυμα τοῦ τείχεος συγχώσαντες, οἳ δὲ περιελθόντες πάντοθεν περισταδόν.

225. Έτσι, τα δύο αδέλφια του Ξέρξη έπεσαν εκεί πολεμώντας. Ακολούθησε άγρια μάχη πάνω από το πτώμα του Λεωνίδα· οι Έλληνες απώθησαν τέσσερις φορές τον εχθρό και, τελικά, το έσωσαν χάρη στην ανδρεία τους. Έτσι συνέχισαν να αγωνίζονται, ώσπου ο στρατός που είχε ακολουθήσει τον Εφιάλτη έφτασε στο πεδίο της μάχης· όταν οι Έλληνες τους είδαν, άλλαξαν πάλι τακτική. Επέστρεψαν στο στενότερο σημείο του περάσματος, πίσω από το τείχος και παρατάχτηκαν σ ένα ενιαίο σώμα — όλοι εκτός από τους Θηβαίους — στον λόφο που υπάρχει στην είσοδο του περάσματος, εκεί όπου σήμερα στέκεται το πέτρινο λιοντάρι στη μνήμη του Λεωνίδα και εκεί αντιστάθηκαν μέχρι τον τελευταίο, με τα ξίφη τους όσοι τύχαινε να τα έχουν ακόμη και με τα χέρια και τα δόντια τους όσοι δεν είχαν ξίφη, ώσπου οι Πέρσες, προχωρώντας από μπροστά αφού σώριασαν το οχύρωμα σε ερείπια και κλείνοντάς τους από πίσω, με κυκλωτική κίνηση τους κατέκλυσαν τελικά χτυπώντας τους.

226 Λακεδαιμονίων δὲ καὶ Θεσπιέων τοιούτων γενομένων ὅμως λέγεται ἀνὴρ ἄριστος γενέσθαι Σπαρτιήτης Διηνέκης· τὸν τόδε φασὶ εἰπεῖν τὸ ἔπος πρὶν ἢ συμμῖξαι σφέας τοῖσι Μήδοισι, πυθόμενον πρός τευ τῶν Τρηχινίων ὡς ἐπεὰν οἱ βάρβαροι ἀπίωσι τὰ τοξεύματα, τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀιστῶν ἀποκρύπτουσι· τοσοῦτο πλῆθος αὐτῶν εἶναι. (2) τὸν δὲ οὐκ ἐκπλαγέντα τούτοισι εἰπεῖν ἐν ἀλογίῃ ποιεύμενον τὸ Μήδων πλῆθος, ὡς πάντα σφι ἀγαθὰ ὁ Τρηχίνιος ξεῖνος ἀγγέλλοι, εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ.

226. Απ’ όλους τους Σπαρτιάτες και τους Θεσπιείς που πολέμησαν τόσο ηρωικά το πιο εκπληκτικό δείγμα θάρρους δόθηκε από τον Σπαρτιάτη Διηνέκη. Λέγεται ότι πριν από τη μάχη ένας ντόπιος από την Τραχίνα του είπε πως, όταν οι Πέρσες ρίχνουν βέλη, είναι τόσο πολλά ώστε κρύβουν τον ήλιο. Ο Διηνέκης τότε εντελώς ατάραχος μπροστά στο μέγεθος του περσικού στρατού, είπε ότι ήταν ευχάριστη η είδηση που τους έφερνε ο ξένος από την Τραχίνα, γιατί αν οι Πέρσες έκρυβαν τον ήλιο, θα πολεμούσαν με σκιά. Λέγεται ότι διατύπωσε κι άλλες παρόμοιες φράσεις, χάρη στις οποίες θα μείνει αλησμόνητος.

227 ταῦτα μὲν καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεα φασὶ Διηνέκεα τὸν Λακεδαιμόνιον λιπέσθαι μνημόσυνα· μετὰ δὲ τοῦτον ἀριστεῦσαι λέγονται Λακεδαιμόνιοι δύο ἀδελφεοί, Ἀλφεός τε καὶ Μάρων Ὀρσιφάντου παῖδες. Θεσπιέων δὲ εὐδοκίμεε μάλιστα τῷ οὔνομα ἦν Διθύραμβος Ἁρματίδεω.

227. Μετά τον Διηνέκη, τη μεγαλύτερη διάκριση κέρδισαν δύο Σπαρτιάτες αδελφοί, ο Αλφεός κι ο Μάρωνας, γιοι του Ορσιφάντη. Από τους Θεσπιείς, αυτός που κατέκτησε τη μεγαλύτερη δόξα ήταν κάποιος Διθύραμβος, γιος του Αρματίδη.

Τα επιγράμματα

[7,228] θαφθεῖσι δέ σφι αὐτοῦ ταύτῃ τῇ περ ἔπεσον, καὶ τοῖσι πρότερον τελευτήσασι ἢ ὑπὸ Λεωνίδεω ἀποπεμφθέντας οἴχεσθαι, ἐπιγέγραπται γράμματα λέγοντα τάδε.

μυριάσιν ποτὲ τῇδε τριηκοσίαις ἐμάχοντο ἐκ Πελοποννάσου χιλιάδες τέτορες. (2)

ταῦτα μὲν δὴ τοῖσι πᾶσι ἐπιγέγραπται, τοῖσι δὲ Σπαρτιήτῃσι ἰδίῃ.

ὦ ξεῖν᾽, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. (3)

Λακεδαιμονίοισι μὲν δὴ τοῦτο, τῷ δὲ μάντι τόδε.

μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία, ὅν ποτε Μῆδοι Σπερχειὸν ποταμὸν κτεῖναν ἀμειψάμενοι, μάντιος, ὃς τότε κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδώς οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνα προλιπεῖν. (4)

ἐπιγράμμασι μέν νυν καὶ στήλῃσι, ἔξω ἢ τὸ τοῦ μάντιος ἐπίγραμμα, Ἀμφικτύονες εἰσὶ σφέας οἱ ἐπικοσμήσαντες· τὸ δὲ τοῦ μάντιος Μεγιστίεω Σιμωνίδης ὁ Λεωπρέπεος ἐστὶ κατὰ ξεινίην ὁ ἐπιγράψας.

228. Οι νεκροί τάφηκαν εκεί όπου έπεσαν και, μαζί τους, όσοι είχαν σκοτωθεί προτού διατάξει ο Λεωνίδας τα υπόλοιπα στρατεύματα να φύγουν από το πέρασμα. Πάνω στον τάφο τους υπάρχει μια επιγραφή που τιμάει ολόκληρη τη δύναμη:

Τέσσερις χιλιάδες άνδρες από τη γη του Πέλοπα

αντιμετώπισαν κάποτε εδώ τρία εκατομμύρια εχθρούς.

Αυτό το επίγραμμα ήταν για όλους. Οι Σπαρτιάτες έχουν μια ειδική επιτάφια επιγραφή, που λέει:

Ξένε, πήγαινε πες στους Σπαρτιάτες ότι εδώ

είμαστε θαμμένοι υπακούοντας στους νόμους τους.

Για τον μάντη Μεγιστία υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή:

Εδώ είναι θαμμένος ο ένδοξος Μεγιστίας, που, όταν οι Μήδοι

πέρασαν τον ποταμό Σπερχειό, τον σκότωσαν.

Ένας μάντης, που, αν και γνώριζε πως ο θάνατος ερχόταν,

δε θέλησε να εγκαταλείψει τον βασιλιά της Σπάρτης.

Οι κολόνες με τις επιτάφιες επιγραφές στήθηκαν προς τιμή των νεκρών από τους Αμφικτύονες, ενώ το επίγραμμα για τον μάντη Μεγιστία ήταν έργο του Σιμωνίδη, γιου του Λεωπρέπη, που το έγραψε για να τιμήσει τον φίλο του.


Το κείμενο είναι αντιγραμμένο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte

Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.

 

 

 


Τα γεγονότα σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη

Διόδωρου Σικελιώτη, Βιβλιοθήκης Ιστορικής Βίβλος Ενδεκάτη

 

 

Προετοιμασίες των Περσών

[11. 1] [...] Ἐπ´ ἄρχοντος γὰρ Ἀθήνησι Καλλιάδου Ῥωμαῖοι κατέστησαν ὑπάτους Σπόριον Κάσσιον καὶ Πρόκλον Οὐεργίνιον Τρίκοστον, ἤχθη δὲ καὶ παρ´ Ἠλείοις Ὀλυμπιὰς πέμπτη πρὸς ταῖς ἑβδομήκοντα, καθ´ ἣν ἐνίκα στάδιον Ἀστύλος Συρακόσιος. ἐπὶ δὲ τούτων Ξέρξης ὁ βασιλεὺς ἐστράτευσεν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν. Μαρδόνιος ὁ Πέρσης ἀνεψιὸς μὲν καὶ κηδεστὴς ἦν Ξέρξου, διὰ δὲ σύνεσιν καὶ ἀνδρείαν μάλιστα θαυμαζόμενος παρὰ τοῖς Πέρσαις. οὗτος μετέωρος ὢν τῷ φρονήματι καὶ τὴν ἡλικίαν ἀκμάζων, ἐπεθύμει μεγάλων δυνάμεων ἀφηγήσασθαι· διόπερ ἔπεισε τὸν Ξέρξην καταδουλώσασθαι τοὺς Ἕλληνας, ἀεὶ πολεμικῶς ἔχοντας πρὸς τοὺς Πέρσας. ὁ δὲ Ξέρξης πεισθεὶς αὐτῷ καὶ βουλόμενος πάντας τοὺς Ἕλληνας ἀναστάτους ποιῆσαι, διεπρεσβεύσατο πρὸς Καρχηδονίους περὶ κοινοπραγίας καὶ συνέθετο πρὸς αὐτούς, ὥστε αὐτὸν μὲν ἐπὶ τοὺς τὴν Ἑλλάδα κατοικοῦντας Ἕλληνας στρατεύειν, Καρχηδονίους δὲ τοῖς αὐτοῖς χρόνοις μεγάλας παρασκευάσασθαι δυνάμεις καὶ καταπολεμῆσαι τῶν Ἑλλήνων τοὺς περὶ Σικελίαν καὶ Ἰταλίαν οἰκοῦντας. ἀκολούθως οὖν ταῖς συνθήκαις Καρχηδόνιοι μὲν χρημάτων πλῆθος ἀθροίσαντες μισθοφόρους συνῆγον ἔκ τε τῆς Ἰταλίας καὶ Λιγυστικῆς, ἔτι δὲ Γαλατίας καὶ Ἰβηρίας, πρὸς δὲ τούτοις ἐκ τῆς Λιβύης ἁπάσης καὶ τῆς Καρχηδόνος κατέγραφον πολιτικὰς δυνάμεις· τέλος δὲ τριετῆ χρόνον περὶ τὰς παρασκευὰς ἀσχοληθέντες ἤθροισαν πεζῶν μὲν ὑπὲρ τὰς τριάκοντα μυριάδας, ναῦς δὲ διακοσίας.

[11. 1] [...] Όταν άρχοντας της Αθήνας ήταν ο Καλλιάδης, οι Ρωμαίοι κατέστησαν υπάτους τον Σπόριο Κάσσιο και τον Πρόκλο Ουεργίνιο Τρίκοστο, ενώ οι Ηλείοι τελούσαν την εβδομηκοστή πέμπτη Ολυμπιάδα, κατά την οποία ο Συρακόσιος Αστύλος νίκησε στον αγώνα δρόμου ενός σταδίου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο βασιλιάς Ξέρξης εκστράτευσε εναντίον της Ελλάδας για την παρακάτω αιτία. Ο Μαρδόνιος ο Πέρσης ήταν εξάδελφος του Ξέρξη και συγγενής του εξ αγχιστείας, και θαυμαζόταν εξαιρετικά από τους Πέρσες για τη σύνεση και την ανδρεία του. Αυτός ο άντρας, όντας περήφανος και με υψηλό φρόνημα αλλά και βρισκόμενος στην ακμή της ηλικίας του, επιθυμούσε να γίνει αρχηγός μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων, γι’ αυτό έπεισε τον Ξέρξη να υποδουλώσει του Έλληνες που ήταν πάντα εχθροί με τους Πέρσες. Ο Ξέρξης, πεισμένος από αυτόν και θέλοντας να διώξει όλους τους Έλληνες από την πατρίδα του, έστειλε πρέσβεις και συνήψε συμφωνία μαζί τους, έτσι ώστε ο ίδιος να εκστρατεύσει εναντίον των Ελλήνων που κατοικούσαν στην Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα οι Καρχηδόνιοι να συγκεντρώσουν μεγάλες δυνάμεις και να υποτάξουν τους Έλληνες που κατοικούσαν στην περιοχή της Σικελίας και στην Ιταλία. Σύμφωνα λοιπόν με τις συνθήκες που συνήψαν, οι Καρχηδόνιοι, αφού μάζεψαν μεγάλη ποσότητα χρημάτων, συγκέντρωσαν μισθοφόρους τόσο από την Ιταλία όσο και από τη Λυγιστική καθώς επίσης και από τη Γαλατία και την Ιβηρία, και, επιπλέον, στρατολόγησαν δυνάμεις πολιτών από όλη τη Λιβύη και την Καρχηδόνα. Τελικά, αφού ασχολήθηκαν επί τρία χρόνια με τις προετοιμασίες, συγκέντρωσαν περισσότερους από τριακόσιες χιλιάδες πεζούς και διακόσια πλοία.

[11,2] ὁ δὲ Ξέρξης ἁμιλλώμενος πρὸς τὴν τῶν Καρχηδονίων σπουδήν, ὑπερεβάλετο πάσαις ταῖς παρασκευαῖς τοσοῦτον ὅσον καὶ τῷ πλήθει τῶν ἐθνῶν ὑπερεῖχε Καρχηδονίων. ἤρξατο δὲ ναυπηγεῖσθαι κατὰ πᾶσαν τὴν παραθαλάττιον τὴν ὑπ´ αὐτὸν ταττομένην, Αἴγυπτόν τε καὶ Φοινίκην καὶ Κύπρον, πρὸς δὲ τούτοις Κιλικίαν καὶ Παμφυλίαν καὶ Πισιδικήν, ἔτι δὲ Λυκίαν καὶ Καρίαν καὶ Μυσίαν καὶ Τρῳάδα καὶ τὰς ἐφ´ Ἑλλησπόντῳ πόλεις καὶ τὴν Βιθυνίαν καὶ τὸν Πόντον. ὁμοίως δὲ τοῖς Καρχηδονίοις τριετῆ χρόνον παρασκευασάμενος κατεσκεύασε ναῦς μακρὰς πλείους τῶν χιλίων καὶ διακοσίων. συνεβάλετο δὲ αὐτῷ καὶ ὁ πατὴρ Δαρεῖος, πρὸ τῆς τελευτῆς παρασκευὰς πεποιημένος μεγάλων δυνάμεων· καὶ γὰρ ἐκεῖνος ἡττημένος ὑπὸ Ἀθηναίων ἐν Μαραθῶνι Δάτιδος ἡγουμένου, χαλεπῶς διέκειτο πρὸς τοὺς νενικηκότας Ἀθηναίους. ἀλλὰ Δαρεῖος μὲν μέλλων ἤδη διαβαίνειν ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας ἐμεσολαβήθη τελευτήσας, ὁ δὲ Ξέρξης διά τε τὴν τοῦ πατρὸς ἐπιβολὴν καὶ τὴν τοῦ Μαρδονίου συμβουλίαν, καθότι προείρηται, διέγνω πολεμεῖν τοῖς Ἕλλησιν.

[11,2] Ο Ξέρξης αμιλλώμενος τους Καρχηδονίους στον ζήλο, τους ξεπέρασε σε όλες τις προετοιμασίες στον βαθμό που υπερείχε των Καρχηδονίων σε πλήθος εθνών υπό τις διαταγές του. Άρχισε να ναυπηγεί πλοία σε όλη την παραθαλάσσια περιοχή που βρισκόταν υπό την εξουσία του, στη Φοινίκη και στην Αίγυπτο, αλλά και στην Κιλικία, την Παμφυλία, και την Πισιδική, καθώς επίσης στη Λυκία, την Καρία, τη Μυσία, την Τρωάδα και στις πόλεις που βρίσκονταν στον Ελλήσποντο, στη Βιθυνία και στον Πόντο. Σε διάστημα προετοιμασίας τριών ετών, όπως  και οι Καρχηδόνιοι, κατασκεύασε περισσότερα από χίλια διακόσια πολεμικά πλοία. Τον βοήθησε και ο πατέρας του ο Δαρείος που, πριν τον θάνατό του, είχε εξοπλίσει μεγάλες δυνάμεις. Γιατί κι εκείνος, ηττημένος από τους Αθηναίους στον Μαραθώνα, με αρχηγό του στρατού του τον Δάτη, εξακολουθούσε να είναι οργισμένος με τους νικητές Αθηναίους. Ο Δαρείος όμως, ενώ ήταν ήδη έτοιμος να διαβεί εναντίον των Ελλήνων, εμποδίστηκε να το κάνει γιατί πέθανε, οπότε ο Ξέρξης, τόσο λόγω της απαίτησης του πατέρα του όσο και από τη συμβουλή του Μαρδόνιου, αποφάσισε να πολεμήσει τους Έλληνες.

Αναχώρηση των Περσών

ὡς δ´ αὐτῷ πάντα τὰ πρὸς τὴν στρατείαν ἡτοίμαστο, τοῖς μὲν ναυάρχοις παρήγγειλεν ἀθροίζειν τὰς ναῦς εἰς Κύμην καὶ Φώκαιαν, αὐτὸς δ´ ἐξ ἁπασῶν τῶν σατραπειῶν συναγαγὼν τὰς πεζὰς καὶ ἱππικὰς δυνάμεις, προῆγεν ἐκ τῶν Σούσων. ὡς δ´ ἧκεν εἰς Σάρδεις, κήρυκας ἐξέπεμψεν εἰς τὴν Ἑλλάδα, προστάξας εἰς πάσας τὰς πόλεις ἰέναι καὶ τοὺς Ἕλληνας αἰτεῖν ὕδωρ καὶ γῆν. τὴν δὲ στρατιὰν διελόμενος ἐξαπέστειλε τοὺς ἱκανοὺς ζεῦξαι μὲν τὸν Ἑλλήσποντον, διασκάψαι δὲ τὸν Ἄθω κατὰ τὸν αὐχένα τῆς Χερρονήσου, ἅμα μὲν ταῖς δυνάμεσιν ἀσφαλῆ καὶ σύντομον τὴν διέξοδον ποιούμενος, ἅμα δὲ τῷ μεγέθει τῶν ἔργων ἐλπίζων προκαταπλήξεσθαι τοὺς Ἕλληνας. οἱ μὲν οὖν πεμφθέντες ἐπὶ τὴν κατασκευὴν τῶν ἔργων ταχέως ἤνυον διὰ τὴν πολυχειρίαν τῶν ἐργαζομένων. οἱ δ´ Ἕλληνες πυθόμενοι τὸ μέγεθος τῆς τῶν Περσῶν δυνάμεως, ἐξέπεμψαν εἰς Θετταλίαν μυρίους ὁπλίτας τοὺς καταληψομένους τὰς περὶ τὰ Τέμπη παρόδους· ἡγεῖτο δὲ τῶν μὲν Λακεδαιμονίων Εὐαίνετος, τῶν δὲ Ἀθηναίων Θεμιστοκλῆς. οὗτοι δὲ πρὸς τὰς πόλεις πρεσβευτὰς ἀποστείλαντες ἠξίουν ἀποστέλλειν στρατιώτας τοὺς κοινῇ φυλάξοντας τὰς παρόδους· ἔσπευδον γὰρ ἁπάσας τὰς Ἑλληνίδας πόλεις διαλαβεῖν ταῖς προφυλακαῖς καὶ κοινοποιήσασθαι τὸν πρὸς τοὺς Πέρσας πόλεμον. ἐπεὶ δὲ τῶν Θετταλῶν καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων τῶν πλησιοχώρων ταῖς παρόδοις ἔδωκαν οἱ πλείους ὕδωρ τε καὶ γῆν τοῖς ἀφιγμένοις ἀγγέλοις ἀπὸ Ξέρξου, ἀπογνόντες τὴν περὶ τὰ Τέμπη φυλακὴν ἐπανῆλθον εἰς τὴν οἰκείαν.

[...] Ξέρξης δὲ ὡς ἐπύθετο τὸν Ἑλλήσποντον ἐζεῦχθαι καὶ τὸν Ἄθω διεσκάφθαι, προῆγεν ἐκ τῶν Σάρδεων ἐφ´ Ἑλλησπόντου τὴν πορείαν ποιούμενος· ὡς δὲ ἧκεν εἰς Ἄβυδον, διὰ τοῦ ζεύγματος τὴν δύναμιν διήγαγεν εἰς τὴν Εὐρώπην. πορευόμενος δὲ διὰ τῆς Θρᾴκης πολλοὺς προσελαμβάνετο στρατιώτας καὶ τῶν Θρᾳκῶν καὶ τῶν ὁμόρων τούτοις Ἑλλήνων. ὡς δ´ ἧκεν εἰς τὸν ὀνομαζόμενον Δορίσκον, ἐνταῦθα μετεπέμψατο τὸ ναυτικόν, ὥστε ἀμφοτέρας τὰς δυνάμεις εἰς ἕνα τόπον ἀθροισθῆναι. ἐποιήσατο δὲ καὶ τὸν ἐξετασμὸν τῆς στρατιᾶς ἁπάσης· ἠριθμήθησαν δὲ τῆς πεζῆς δυνάμεως μυριάδες πλείους τῶν ὀγδοήκοντα, νῆες δὲ αἱ σύμπασαι μακραὶ πλείους τῶν χιλίων καὶ διακοσίων, καὶ τούτων Ἑλληνίδες τριακόσιαι καὶ εἴκοσι, τὰ μὲν πληρώματα τῶν ἀνδρῶν παρεχομένων τῶν Ἑλλήνων, τὰ δὲ σκάφη τοῦ βασιλέως χορηγοῦντος· αἱ δὲ λοιπαὶ πᾶσαι βαρβαρικαὶ κατηριθμοῦντο·

Όταν λοιπόν όλα είχαν ετοιμαστεί για την εκστρατεία του, ο Ξέρξης παρήγγειλε στους ναυάρχους να συγκεντρώσουν τα πλοία στην Κύμη και στη Φώκαια, ενώ ο ίδιος, αφού συγκέντρωσε τις δυνάμεις του πεζικού και του ιππικού από όλες τις σατραπείες, ξεκίνησε από τα Σούσα. Μόλις έφτασε στις Σάρδεις, έστειλε κήρυκες στην Ελλάδα προστάζοντάς τους να πάνε σε όλες τις πόλεις και να ζητήσουν από τους Έλληνες «γη και ύδωρ» Έπειτα, διαίρεσε τη στρατιά του κι έστειλε ικανό αριθμό αντρών να γεφυρώσουν τον Ελλήσποντο και να σκάψουν μια διώρυγα στον Άθω κατά μήκος του αυχένα της Χερρονήσου, κάνοντας έτσι όχι μόνο τη διάβαση ασφαλή και σύντομη για τις δυνάμεις του αλλά και ελπίζοντας να τρομοκρατήσει τους Έλληνες  προκαταβολικά με το μέγεθος των έργων. Αυτοί λοιπόν που στάλθηκαν για την κατασκευή των έργων τα ολοκλήρωναν με ταχύτητα λόγω των πολλών χεριών των εργαζομένων. Οι Έλληνες, μαθαίνοντας το μέγεθος της δύναμης των Περσών, έστειλαν στη Θεσσαλία δέκα χιλιάδες οπλίτες για να καταλάβουν τα περάσματα γύρω από τα Τέμπη. Επικεφαλής των Λακεδαιμονίων ήταν ο Ευαίνετος και ο Αθηναίος ο Θεμιστοκλής. Αυτοί, αφού έστειλαν πρεσβευτές στις πόλεις, ζητούσαν να τους στείλουν στρατιώτες για να φυλάξουν από κοινού τα περάσματα, διότι ήθελαν να κάνουν όλες τις ελληνικές πόλεις να συμμετάσχουν στην εμπροσθοφυλακή και να κάνουν κοινή υπόθεση τον πόλεμο με τους Πέρσες. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Θεσσαλούς και τους λοιπούς Έλληνες που κατοικούσαν κοντά στα περάσματα είχαν δώσει «γη και ύδωρ» στους αγγελιαφόρους που είχαν φτάσει από τον Ξέρξη, οι δύο στρατηγοί, απελπίστηκαν σχετικά με τη φύλαξη των Τεμπών και ξαναγύρισαν στα μέρη τους.

[ ... ] Όταν ο Ξέρξης έμαθε ότι ο Ελλήσποντος είχε γεφυρωθεί και η διώρυγα στον Άθω είχε σκαφτεί, κίνησε από τις Σάρδεις με πορεία προς τον Ελλήσποντο. Φτάνοντας στην Άβυδο, πέρασε τον στρατό του μέσα από τη Θράκη αλλά και από τους Έλληνες που συνόρευαν με αυτούς. Μόλις έφτασε στον ονομαζόμενο Δορίσκο, κάλεσε εκεί το ναυτικό έτσι ώστε να έχει και τις δύο δυνάμεις [ναυτικές και χερσαίες] συγκεντρωμένες σε έναν τόπο. Εκεί, έκανε και την επιθεώρηση ολόκληρης της στρατιάς. Ο αριθμός της δύναμης του πεζικού ξεπερνούσε τις οκτακόσιες χιλιάδες άντρες, ενώ το σύνολο των πολεμικών πλοίων ξεπερνούσε τα χίλια διακόσια, από τα οποία τα τριακόσια είκοσι ήταν ελληνικά· τα πληρώματα παρείχαν οι Έλληνες ενώ τα σκάφη τα είχε χορηγήσει ο βασιλιάς. Όλα τα υπόλοιπα λογαριάζονταν ως βαρβαρικά [ ... ]

Οι πρώτες αντιδράσεις των Ελλήνων

[11,4] Τοῖς δὲ συνέδροις τῶν Ἑλλήνων, ἐπειδὴ πλησίον εἶναι προσαπηγγέλθησαν αἱ τῶν Περσῶν δυνάμεις, ἔδοξε ταχέως ἀποστέλλειν τὴν μὲν ναυτικὴν δύναμιν ἐπ´ Ἀρτεμίσιον τῆς Εὐβοίας, εὔθετον ὁρῶσι τὸν τόπον τοῦτον πρὸς τὴν ἀπάντησιν τῶν πολεμίων, εἰς δὲ τὰς Θερμοπύλας τοὺς ἱκανοὺς ὁπλίτας, προκαταληψομένους τὰς ἐν τοῖς στενοῖς παρόδους καὶ κωλύσοντας προάγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους· ἔσπευδον γὰρ τοὺς τὰ τῶν Ἑλλήνων προελομένους ἐντὸς περιλαβεῖν καὶ σώζειν εἰς τὸ δυνατὸν τοὺς συμμάχους. ἡγεῖτο δὲ τοῦ μὲν στόλου παντὸς Εὐρυβιάδης ὁ Λακεδαιμόνιος, τῶν δὲ εἰς Θερμοπύλας ἐκπεμφθέντων Λεωνίδης ὁ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλεύς, μέγα φρονῶν ἐπ´ ἀνδρείᾳ καὶ στρατηγίᾳ. οὗτος δὲ λαβὼν τὴν ἐξουσίαν ἐπήγγειλε χιλίοις μόνον ἐπὶ τὴν στρατείαν ἀκολουθεῖν αὐτῷ. τῶν δὲ ἐφόρων λεγόντων ὡς ὀλίγους παντελῶς ἄγει πρὸς μεγάλην δύναμιν, καὶ προσταττόντων πλείονας παραλαμβάνειν, εἶπε πρὸς αὐτοὺς ἐν ἀπορρήτοις ὅτι πρὸς μὲν τὸ κωλῦσαι τοὺς βαρβάρους διελθεῖν τὰς παρόδους ὀλίγοι, πρὸς μέντοι γε τὴν πρᾶξιν ἐφ´ ἣν πορεύονται νῦν πολλοί. αἰνιγματώδους δὲ καὶ ἀσαφοῦς τῆς ἀποκρίσεως γενομένης, ἐπηρώτησαν αὐτὸν εἰ πρὸς εὐτελῆ τινα πρᾶξιν αὐτοὺς ἄγειν διανοεῖται. ἀπεκρίθη δὲ ὅτι τῷ λόγῳ μὲν ἐπὶ τὴν φυλακὴν ἄγει τῶν παρόδων, τῷ δ´ ἔργῳ περὶ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας ἀποθανουμένους· ὥστε ἐὰν μὲν οἱ χίλιοι πορευθῶσιν, ἐπιφανεστέραν ἔσεσθαι τὴν Σπάρτην τούτων τελευτησάντων, ἐὰν δὲ πανδημεὶ στρατεύσωσι Λακεδαιμόνιοι, παντελῶς ἀπολεῖσθαι τὴν Λακεδαίμονα· οὐδένα γὰρ αὐτῶν τολμήσειν φεύγειν, ἵνα τύχῃ σωτηρίας. τῶν μὲν οὖν Λακεδαιμονίων ἦσαν χίλιοι, καὶ σὺν αὐτοῖς Σπαρτιᾶται τριακόσιοι, τῶν δ´ ἄλλων Ἑλλήνων τῶν ἅμ´ αὐτοῖς συνεκπεμφθέντων ἐπὶ τὰς Θερμοπύλας τρισχίλιοι. ὁ μὲν οὖν Λεωνίδης μετὰ τετρακισχιλίων προῆγεν ἐπὶ τὰς Θερμοπύλας, Λοκροὶ δὲ οἱ πλησίον τῶν παρόδων κατοικοῦντες ἐδεδώκεσαν μὲν γῆν καὶ ὕδωρ τοῖς Πέρσαις, κατεπηγγελμένοι δ´ ἦσαν προκαταλήψεσθαι τὰς παρόδους· ὡς δ´ ἐπύθοντο τὸν Λεωνίδην ἥκειν εἰς Θερμοπύλας, μετενόησαν καὶ μετέθεντο πρὸς τοὺς Ἕλληνας. ἧκον δὲ εἰς τὰς Θερμοπύλας καὶ Λοκροὶ χίλιοι καὶ Μηλιέων τοσοῦτοι καὶ Φωκέων οὐ πολὺ λειπόμενοι τῶν χιλίων, ὁμοίως δὲ καὶ Θηβαίων ἀπὸ τῆς ἑτέρας μερίδος ὡς τετρακόσιοι· διεφέροντο γὰρ οἱ τὰς Θήβας κατοικοῦντες πρὸς ἀλλήλους περὶ τῆς πρὸς τοὺς Πέρσας συμμαχίας. οἱ μὲν οὖν μετὰ Λεωνίδου συνταχθέντες Ἕλληνες τοσοῦτοι τὸν ἀριθμὸν ὄντες διέτριβον περὶ τὰς Θερμοπύλας, ἀναμένοντες τὴν τῶν Περσῶν παρουσίαν.

[11,4] Όταν αναγγέλθηκε στους συνέδρους των Ελλήνων ότι οι δυνάμεις των Περσών βρίσκονταν κοντά, θεώρησαν καλό να αποστείλουν γρήγορα τη ναυτική δύναμη στο Αρτεμίσιο της Εύβοιας, θεωρώντας τον τόπο κατάλληλο για την αντιμετώπιση των εχθρών, και ικανό αριθμό οπλιτών στις Θερμοπύλες για να καταλάβουν εκ των προτέρων τα περάσματα στα στενά και να εμποδίσουν τους βαρβάρους να προχωρήσουν εναντίον της Ελλάδας, διότι προσπάθειά τους ήταν να περιλάβουν όσους είχαν επιλέξει την πλευρά των Ελλήνων και να κάνουν ό,τι ήταν δυνατόν για να διαφυλάξουν τους συμμάχους. Αρχηγός ολόκληρου του στόλου ήταν ο Ευρυβιάδης ο Λακεδαιμόνιος, ενώ εκείνων που εστάλησαν στις Θερμοπύλες ο Λεωνίδας ο βασιλιάς των Σπαρτιατών, άντρας που εκτιμούσε τα μέγιστα την ανδρεία και τη στρατηγική ικανότητα. Όταν ανέλαβε την εξουσία, έδωσε εντολή να τον ακολουθήσουν μόνο χίλιοι στην εκστρατεία. Όταν οι έφοροι του είπαν ότι οδηγούσε πάρα πολύ λίγους εναντίον μεγάλης δύναμης και τον πρόσταξαν να πάρει περισσότερους, τους είπε ανεπίσημα ότι για να εμποδίσουν τους βαρβάρους να περάσουν από τα περάσματα ήταν λίγοι, αλλά για την πράξη προς την οποία πορεύονταν ήταν ήδη πολλοί. Καθώς η απάντηση που δόθηκε ήταν αινιγματική και ασαφής, τον ξαναρώτησαν αν θεωρούσε πως τους οδηγούσε προς κάποια ευτελή πράξη. Εκείνος αποκρίθηκε ότι, στα λόγια, τους οδηγούσε να φυλάξουν τα περάσματα, αλλά, στην πράξη, για να πεθάνουν για την κοινή ελευθερία· έτσι, αν πήγαιναν οι χίλιοι, η Σπάρτη θα γινόταν πιο επιφανής όταν θα πέθαιναν, αλλά αν οι Λακεδαιμόνιοι εκστράτευαν πανδημεί, η Λακεδαίμονα θα χανόταν παντελώς, γιατί κανείς απ’ αυτούς δε θα τολμούσε να τραπεί σε φυγή, ώστε να σωθεί. Υπήρχαν λοιπόν χίλιοι Λακεδαιμόνιοι και μαζί με αυτούς τριακόσιοι Σπαρτιάτες, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες που στάλθηκαν μαζί τους στις Θερμοπύλες ήταν τρεις χιλιάδες. Ο Λεωνίδας λοιπόν μαζί με τέσσερις χιλιάδες άντρες βάδιζε προς τις Θερμοπύλες, ενώ οι Λοκροί που κατοικούσαν κοντά στα περάσματα είχαν δώσει γη και ύδωρ στους Πέρσες και είχαν υποσχεθεί ότι θα καταλάμβαναν εκ των προτέρων τα περάσματα. Μόλις έμαθαν ότι ο Λεωνίδας έφτανε στις Θερμοπύλες, μετάνιωσαν και πήγαν με την πλευρά των Ελλήνων. Πήγαν λοιπόν στις Θερμοπύλες χίλιοι Λοκροί, άλλοι τόσοι Μηλιείς και περίπου χίλιοι Φωκείς, καθώς και περίπου τετρακόσιοι Θηβαίοι από την άλλη παράταξη, γιατί οι κάτοικοι των Θηβών είχαν διχαστεί ως προς τη συμμαχία με τους Πέρσες. Οι Έλληνες λοιπόν που είχαν συνταχθεί με τον Λεωνίδα, όντας τόσοι σε αριθμό, κάθονταν στις Θερμοπύλες περιμένοντας την άφιξη των Περσών.

[11,5] Ξέρξης δὲ μετὰ τὸν ἐξετασμὸν τῶν δυνάμεων προῆγε μετὰ παντὸς τοῦ στρατεύματος, καὶ μέχρι μὲν Ἀκάνθου πόλεως τῇ πεζῇ στρατιᾷ πορευομένῳ συμπαρέπλει πᾶς ὁ στόλος, ἐκεῖθεν δὲ κατὰ τὸν διορυχθέντα τόπον διεκομίσθησαν εἰς τὴν ἑτέραν θάλατταν συντόμως καὶ ἀσφαλῶς. ὡς δ´ ἧκεν ἐπὶ τὸν Μηλιακὸν κόλπον, ἐπύθετο τοὺς πολεμίους προκατειληφέναι τὰς παρόδους. διόπερ ἐνταῦθα προσαναλαβὼν τὴν δύναμιν μετεπέμψατο τοὺς ἀπὸ τῆς Εὐρώπης συμμάχους, οὐ πολὺ λείποντας τῶν εἴκοσι μυριάδων, ὥστ´ ἔχειν αὐτὸν τοὺς σύμπαντας οὐκ ἐλάττους τῶν ἑκατὸν μυριάδων χωρὶς τῆς ναυτικῆς δυνάμεως. ὁ δὲ σύμπας ὄχλος τῶν τε ἐν ταῖς μακραῖς ναυσὶν ὄντων καὶ τῶν τὴν ἀγορὰν καὶ τὴν ἄλλην παρασκευὴν κομιζόντων οὐκ ἐλάττων ἦν τῶν προειρημένων, ὥστε μηδὲν θαυμαστὸν εἶναι τὸ λεγόμενον ὑπὲρ τοῦ πλήθους τῶν ὑπὸ Ξέρξου συναχθέντων· φασὶ γὰρ τοὺς ἀενάους ποταμοὺς διὰ τὴν τοῦ πλήθους συνέχειαν ἐπιλιπεῖν, τὰ δὲ πελάγη τοῖς τῶν νεῶν ἱστίοις κατακαλυφθῆναι. μέγισται μὲν οὖν δυνάμεις τῶν εἰς ἱστορικὴν μνήμην παραδεδομένων αἱ μετὰ Ξέρξου γενόμεναι παραδέδονται.

[11,5] Ο Ξέρξης, μετά την επιθεώρηση των δυνάμεων, προχώρησε με όλο του το στράτευμα, ενώ όλος ο στόλος έπλεε παράλληλα με την πορεία του πεζικού μέχρι την πόλη Άκανθο. Από εκεί τα πλοία πέρασαν, μέσα από το μέρος όπου είχε ανοιχτεί η διώρυγα, στην άλλη θάλασσα γρήγορα και με ασφάλεια. Όταν όμως ο Ξέρξης έφτασε στον Μαλιακό κόλπο, πληροφορήθηκε ότι οι αντίπαλοι είχαν προκαταλάβει τα περάσματα. Γι’ αυτό, αφού συγκέντρωσε πάλι εκεί το σύνολο της δύναμής του, κάλεσε τους συμμάχους του από την Ευρώπη, που ήταν κάτι λιγότερο από διακόσιες χιλιάδες άντρες. Έτσι λοιπόν, είχε συνολικά όχι λιγότερους από ένα εκατομμύριο στρατιώτες, χώρια τη ναυτική δύναμη. Το πλήθος των ανδρών που βρίσκονταν στα πολεμικά πλοία και που μετέφεραν τις προμήθειες και τον υπόλοιπο εξοπλισμό δεν ήταν μικρότερο από αυτό που προαναφέραμε, ώστε δεν υπάρχει τίποτα το εκπληκτικό σε ό,τι λέγεται για το πλήθος που είχε συγκεντρώσει ο Ξέρξης, γιατί λένε πως τα ποτάμια που είχαν πάντα νερό στέρεψαν εξαιτίας του ατελείωτου πλήθους, ενώ τα πελάγη καλύφθηκαν ολότελα από τα πανιά των πλοίων. Οι μεγαλύτερες λοιπόν δυνάμεις των οποίων η περιγραφή έχει παραδοθεί στην ιστορική μνήμη είναι αυτές που συνόδευαν τον Ξέρξη.

Οι Πέρσες στις Θερμοπύλες

τῶν δὲ Περσῶν κατεστρατοπεδευκότων παρὰ τὸν Σπερχειὸν ποταμόν, ὁ μὲν Ξέρξης ἀπέστειλεν ἀγγέλους εἰς τὰς Θερμοπύλας, τοὺς ἅμα μὲν κατασκεψομένους τίνα διάνοιαν ἔχουσι περὶ τοῦ πρὸς αὐτὸν πολέμου· προσέταξε δ´ αὐτοῖς παραγγέλλειν, ὅτι βασιλεὺς Ξέρξης κελεύει τὰ μὲν ὅπλα πάντας ἀποθέσθαι, αὐτοὺς δὲ ἀκινδύνους εἰς τὰς πατρίδας ἀπιέναι καὶ συμμάχους εἶναι Περσῶν· καὶ ταῦτα πράξασιν αὐτοῖς ἐπηγγείλατο δώσειν χώραν τοῖς Ἕλλησι πλείω καὶ βελτίω τῆς νῦν ὑπ´ αὐτῶν κατεχομένης. οἱ δὲ περὶ τὸν Λεωνίδην ἀκούσαντες τῶν ἀγγέλων ἀπεκρίναντο, ὅτι καὶ συμμαχοῦντες τῷ βασιλεῖ χρησιμώτεροι μετὰ τῶν ὅπλων ἔσονται καὶ πολεμεῖν ἀναγκαζόμενοι μετὰ τούτων γενναιότερον ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἀγωνιοῦνται· περὶ δὲ τῆς χώρας ἣν ὑπισχνεῖται δώσειν, ὅτι πάτριόν ἐστι τοῖς Ἕλλησι μὴ διὰ κακίαν, ἀλλὰ δι´ ἀρετὴν κτᾶσθαι χώραν.

Αφού οι Πέρσες στρατοπέδευσαν κοντά στον Σπερχειό ποταμό, ο Ξέρξης έστειλε αγγελιαφόρους στις Θερμοπύλες για να ανακαλύψουν, μεταξύ άλλων, τι σκόπευαν να κάνουν οι Έλληνες σχετικά με τον πόλεμο μαζί του. Πρόσταξε επίσης τους αγγελιοφόρους να τους παραγγείλουν ότι ο βασιλιάς Ξέρξης προστάζει να αφήσουν όλοι τα όπλα τους, να επιστρέψουν χωρίς κανένα κίνδυνο στις πατρίδες τους και να συμμαχήσουν με τους Πέρσες· όταν θα τα έκαναν αυτά, τους υποσχέθηκε ότι θα έδινε στους Έλληνες μεγαλύτερη και καλύτερη χώρα από αυτή που κατείχαν τώρα. Ο Λεωνίδας, αφού άκουσε τους αγγελιαφόρους, αποκρίθηκε ότι, ακόμα κι αν συμμαχούσαν με τον βασιλιά, θα του ήταν πιο χρήσιμοι με τα όπλα τους, αλλά και αν αναγκάζονταν να πολεμήσουν εναντίον του, θα αγωνίζονταν με αυτά με μεγαλύτερη γενναιότητα υπέρ της ελευθερίας· όσο για τη χώρα που υποσχόταν να τους δώσει, αποκρίθηκε πως είναι πατρογονική συνήθεια στους Έλληνες να μην αποκτούν γη με τη δειλία αλλά με την ανδρεία.

Ο Δημάρατος

[11,6] Ὁ δὲ βασιλεὺς ἀκούσας παρὰ τῶν ἀγγέλων τὰς τῶν Ἑλλήνων ἀποκρίσεις προσεκαλέσατο Δημάρατον Σπαρτιάτην, ἐκ τῆς πατρίδος πεφευγότα πρὸς αὐτόν, καταγελάσας δὲ τῶν ἀποκρίσεων ἐπηρώτησε τὸν Λάκωνα, Πότερον οἱ Ἕλληνες ὀξύτερον τῶν ἐμῶν ἵππων φεύξονται ἢ πρὸς τηλικαύτας δυνάμεις παρατάξασθαι τολμήσουσι; τὸν δὲ Δημάρατον εἰπεῖν φασιν ὡς Οὐδ´ αὐτὸς σὺ τὴν ἀνδρείαν τῶν Ἑλλήνων ἀγνοεῖς· τοὺς γὰρ ἀφισταμένους τῶν βαρβάρων Ἑλληνικαῖς δυνάμεσι καταπολεμεῖς· ὥστε μὴ νόμιζε τοὺς ὑπὲρ τῆς σῆς ἀρχῆς ἄμεινον τῶν Περσῶν ἀγωνιζομένους ὑπὲρ τῆς ἰδίας ἐλευθερίας ἧττον κινδυνεύσειν πρὸς τοὺς Πέρσας. ὁ δὲ Ξέρξης καταγελάσας αὐτοῦ προσέταξεν ἀκολουθεῖν, ὅπως ἴδῃ φεύγοντας τοὺς Λακεδαιμονίους. τὴν δὲ δύναμιν ἀναλαβὼν ἧκεν ἐπὶ τοὺς ἐν Θερμοπύλαις Ἕλληνας, προτάξας ἁπάντων τῶν ἐθνῶν Μήδους, εἴτε δι´ ἀνδρείαν προκρίνας αὐτοὺς εἴτε καὶ βουλόμενος ἅπαντας ἀπολέσαι· ἐνῆν γὰρ ἔτι φρόνημα τοῖς Μήδοις, τῆς τῶν προγόνων ἡγεμονίας οὐ πάλαι καταπεπονημένης. συνέβη δὲ ἐν τοῖς Μήδοις εἶναι καὶ τῶν ἐν Μαραθῶνι τετελευτηκότων ἀδελφοὺς καὶ υἱούς, νομίζων τούτους ἐκθυμότατα τιμωρήσεσθαι τοὺς Ἕλληνας. οἱ μὲν οὖν Μῆδοι τοῦτον τὸν τρόπον συνταχθέντες προσέπεσον τοῖς φυλάττουσι τὰς Θερμοπύλας· ὁ δὲ Λεωνίδης εὖ παρεσκευασμένος συνήγαγε τοὺς Ἕλληνας ἐπὶ τὸ στενώτατον τῆς παρόδου.

[11,6] Ο βασιλιάς, όταν έμαθε από τους αγγελιαφόρους την απάντηση των Ελλήνων, κάλεσε τον Σπαρτιάτη Δημάρατο, που είχε εξοριστεί από την πατρίδα του και είχε καταφύγει σ’ αυτόν, και, περιγελώντας τις απαντήσεις, ρώτησε τον Λάκωνα: «Θα το βάλουν στα πόδια οι Έλληνες γρηγορότερα από τα άλογά μου ή θα τολμήσουν να αντιπαραταχθούν σε τόσο μεγάλες δυνάμεις;» Λένε πως ο Δημάρατος είπε: «Ούτε εσύ ο ίδιος αγνοείς την ανδρεία των Ελλήνων, γιατί τους βαρβάρους που εξεγείρονται τους πολεμάς με ελληνικές δυνάμεις. Μη φαντάζεσαι λοιπόν ότι εκείνους που μάχονται καλύτερα από τους Πέρσες για να διατηρήσουν τη δική σου εξουσία, για τη δική τους ελευθερία θα διακινδυνεύσουν τη ζωή τους λιγότερο ενάντια στους Πέρσες. Ο Ξέρξης όμως τον περιγέλασε και τον πρόσταξε να ακολουθήσει για να δει τους Λακεδαιμονίους να τρέπονται σε φυγή. Πήρε λοιπόν τον στρατό του και βάδισε εναντίον των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, τοποθετώντας τους Μήδους μπροστά από όλα τα έθνη· επιλέγοντάς τους είτε λόγω της ανδρείας του ή επειδή ήθελε να τους εξολοθρεύσει. Διότι οι Μήδοι εξακολουθούσαν να έχουν υψηλό φρόνημα, μια που η ηγεμονία των προγόνων τους δεν είχε πολύ καιρό που είχε καταβληθεί. Συνέβη μάλιστα να είναι στους Μήδους αδελφοί και γιοι εκείνων που είχαν πεθάνει στον Μαραθώνα ... πιστεύοντας ότι θα επιζητούσαν με όλη τους την καρδιά να πάρουν εκδίκηση από τους Έλληνες. Οι Μήδοι λοιπόν, αφού συντάχθηκαν για μάχη με τούτο τον τρόπο, επιτέθηκαν στους υπερασπιστές των Θερμοπυλών, ο Λεωνίδας όμως, καλά προετοιμασμένος, συγκέντρωσε τους Έλληνες στο πιο στενό σημείο του περάσματος.

Η πρώτη ημέρα της μάχης

[11,7] γενομένης δὲ μάχης καρτερᾶς, καὶ τῶν μὲν βαρβάρων θεατὴν ἐχόντων τῆς ἀρετῆς τὸν βασιλέα, τῶν δὲ Ἑλλήνων μιμνησκομένων τῆς ἐλευθερίας καὶ παρακαλουμένων ὑπὸ τοῦ Λεωνίδου πρὸς τὸν ἀγῶνα, θαυμαστὸν συνέβαινε γίνεσθαι τὸν κίνδυνον. συστάδην γὰρ οὔσης τῆς μάχης καὶ τῶν πληγῶν ἐκ χειρὸς γινομένων, ἔτι δὲ τῆς συστάσεως πεπυκνωμένης, ἐπὶ πολὺν χρόνον ἰσόρροπος ἦν ἡ μάχη. τῶν δ´ Ἑλλήνων ὑπερεχόντων ταῖς ἀρεταῖς καὶ τῷ μεγέθει τῶν ἀσπίδων, μόγις ἐνέδωκαν οἱ Μῆδοι· πολλοὶ μὲν γὰρ αὐτῶν ἔπεσον, οὐκ ὀλίγοι δὲ κατετραυματίσθησαν. τοῖς δὲ Μήδοις ἐπιτεταγμένοι Κίσσιοι καὶ Σάκαι κατ´ ἀρετὴν ἐπίλεκτοι διεδέξαντο τὴν μάχην, καὶ νεοχμοὶ πρὸς διαπεπονημένους συμβαλόντες ὀλίγον μὲν χρόνον ὑπέμενον τὸν κίνδυνον, κτεινόμενοι δ´ ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Λεωνίδην καὶ βιασθέντες ὑπεχώρησαν· ἀσπίσι γὰρ καὶ πέλταις μικραῖς οἱ βάρβαροι χρώμενοι κατὰ μὲν τὰς εὐρυχωρίας ἐπλεονέκτουν, εὐκίνητοι γινόμενοι, κατὰ δὲ τὰς στενοχωρίας τοὺς μὲν πολεμίους οὐκ εὐχερῶς ἐτίτρωσκον, συμπεφραγμένους καὶ μεγάλαις ἀσπίσι σκεπαζομένους ὅλον τὸ σῶμα, αὐτοὶ δὲ διὰ τὰς κουφότητας τῶν σκεπαστηρίων ὅπλων ἐλαττούμενοι πυκνοῖς τραύμασι περιέπιπτον. τέλος δὲ ὁ Ξέρξης ὁρῶν πάντα μὲν τὸν περὶ τὰς παρόδους τόπον νεκρῶν ἐστρωμένον, τοὺς δὲ βαρβάρους οὐχ ὑπομένοντας τὰς τῶν Ἑλλήνων ἀρετάς, προσέπεμψε τοὺς τῶν Περσῶν ἐπιλέκτους, ὀνομαζομένους ἀθανάτους καὶ δοκοῦντας ταῖς ἀνδραγαθίαις πρωτεύειν τῶν συστρατευομένων. ὡς δὲ καὶ οὗτοι βραχὺν ἀντιστάντες χρόνον ἔφυγον, τότε μὲν τῆς νυκτὸς ἐπιλαβούσης διελύθησαν, παρὰ μὲν τοῖς βαρβάροις πολλῶν ἀνῃρημένων, παρὰ δὲ τοῖς Ἕλλησιν ὀλίγων πεπτωκότων.

[11,7]. Η μάχη που ακολούθησε ήταν πεισματική, και, επειδή οι βάρβαροι είχαν θεατή της ανδρείας τους τον βασιλιά, ενώ οι Έλληνες, από την πλευρά τους, είχαν στον νου τους την ελευθερία και παρακινούνταν στον αγώνα από τον Λεωνίδα, το τολμηρό εγχείρημα κατέληξε να είναι εκπληκτικό. Διότι, επειδή η μάχη δινόταν εκ του συστάδην και τα χτυπήματα δίνονταν σώμα με σώμα και επίσης οι γραμμές των αντιπάλων ήταν πολύ πυκνές, η μάχη επί πολύ χρόνο ήταν ισόρροπη. Καθώς οι Έλληνες υπερείχαν σε ανδρεία και σε μέγεθος ασπίδων, οι Μήδοι άρχισαν να ενδίδουν, γιατί πολλοί από αυτούς έπεσαν και ουκ ολίγοι γέμισαν τραύματα. Τους Μήδους διαδέχτηκαν στη μάχη οι Κίσσιοι και οι Σάκες, που είχαν επιλεγεί για την ανδρεία τους και είχαν τοποθετηθεί ακριβώς μετά από τους Μήδους. Όπως συγκρούστηκαν, φρέσκοι αυτοί με ήδη καταπονημένους, για λίγη ώρα άντεξαν τη μάχη, αλλά καθώς σκοτώνονταν και πιέζονταν ισχυρά από τους άντρες του Λεωνίδα, υποχώρησαν. Γιατί οι βάρβαροι, χρησιμοποιώντας μικρές στρογγυλές και ελαφριές ασπίδες, πλεονεκτούσαν όταν πολεμούσαν σε ευρύχωρο τόπο γιατί είχαν την ευκινησία, αλλά σε στενά μέρη δεν μπορούσαν να τραυματίσουν εύκολα τους αντιπάλους, που είχαν πυκνή διάταξη και ήταν ολόκληροι καλυμμένοι από μεγάλες ασπίδες, και οι ίδιοι, μειονεκτώντας λόγω της ελαφρότητας των όπλων που τους προστάτευαν, δέχονταν απανωτά τραύματα. Τέλος, ο Ξέρξης, βλέποντας όλο τον τόπο στα περάσματα στρωμένο με νεκρούς και τους βαρβάρους να μην αντέχουν στην ανδρεία των Ελλήνων, έστειλε μπροστά τους επίλεκτους Πέρσες που ονομάζονταν αθάνατοι κα θεωρούνταν οι πρώτοι σε ανδραγαθήματα από τους συμπολεμιστές τους. Όταν όμως τράπηκαν και αυτοί σε φυγή, αφού αντιστάθηκαν για σύντομο χρονικό διάστημα, τότε, καθώς έπεφτε η νύχτα, έθεσαν τέρμα στις εχθροπραξίες, έχοντας από τους βαρβάρους σκοτωθεί πολλοί ενώ από τους Έλληνες είχαν πέσει μόνο λίγοι.

Η δεύτερη ημέρα της μάχης

[11,8] τῇ δ´ ὑστεραίᾳ Ξέρξης μέν, παρὰ προσδοκίαν αὐτῷ τῆς μάχης λαβούσης τὸ τέλος, ἐξ ἁπάντων τῶν ἐθνῶν ἐπέλεξε τοὺς δοκοῦντας ἀνδρείᾳ καὶ θράσει διαφέρειν, καὶ πολλὰ δεηθεὶς αὐτῶν προεῖπεν, ὅτι βιασαμένοις μὲν αὐτοῖς τὴν εἴσοδον δωρεὰς ἀξιολόγους δώσει, φεύγουσι δὲ θάνατος ἔσται τὸ πρόστιμον. τούτων δὲ μετὰ μεγάλης συστροφῆς καὶ βίας ἐπιρραξάντων τοῖς Ἕλλησιν, οἱ περὶ Λεωνίδην τότε συμφράξαντες καὶ τείχει παραπλησίαν ποιησάμενοι τὴν σύστασιν ἐκθύμως ἠγωνίζοντο. ἐπὶ τοσοῦτο δὲ προέβησαν ταῖς προθυμίαις, ὥστε τοὺς εἰωθότας ἐκ διαδοχῆς μεταλαμβάνειν τῆς μάχης οὐ συνεχώρησαν, ἀλλὰ τῇ συνεχείᾳ τῆς κακοπαθείας περιγενόμενοι πολλοὺς ἀνῄρουν τῶν ἐπιλέκτων βαρβάρων. ἐνημερεύοντες δὲ τοῖς κινδύνοις ἡμιλλῶντο πρὸς ἀλλήλους· οἱ μὲν γὰρ πρεσβύτεροι πρὸς τὰς τῶν νέων ἀκμὰς παρεβάλλοντο, οἱ δὲ νεώτεροι πρὸς τὰς τῶν πρεσβυτέρων ἐμπειρίας τε καὶ δόξας ἡμιλλῶντο. τέλος δὲ φευγόντων καὶ τῶν ἐπιλέκτων, οἱ τὴν ἐπιτεταγμένην στάσιν ἔχοντες τῶν βαρβάρων συμφράξαντες οὐκ εἴων φεύγειν τοὺς ἐπιλέκτους· διόπερ ἠναγκάζοντο πάλιν ἀναστρέφειν καὶ μάχεσθαι.

[11,8] Την επομένη, ο Ξέρξης, τώρα που η μάχη είχε τελειώσει αντίθετα από τις προσδοκίες του, διάλεξε από όλα τα έθνη τους άντρες οι οποίοι θεωρούνταν ότι υπερείχαν σε ανδρεία και τόλμη και μετά από πολλές παρακλήσεις τους ανήγγειλε προκαταβολικά ότι αν μεν κατάφερναν να παραβιάσουν την είσοδο θα τους έδινε αξιόλογα δώρα, αλλά αν τρέπονταν σε φυγή η ποινή θα ήταν ο θάνατος. Ετούτοι όρμησαν στους Έλληνες σε πολύ πυκνή διάταξη και με μεγάλη βιαιότητα, αλλά τότε οι άντρες του Λεωνίδα πύκνωσαν κι αυτοί τις γραμμές τους και κάνοντας την παράταξή τους σαν τοίχος αγωνίζονταν μανιασμένα. Ο ζήλος τους έφτασε σε τέτοιο βαθμό ώστε οι γραμμές που συνηθίζεται να μετέχουν εκ περιτροπής στη μάχη δεν υποχωρούσαν, αλλά υπομένοντας αδιαλείπτως τα δεινά σκότωναν πολλούς από τους επίλεκτους βαρβάρους. Πολεμώντας όλη την ημέρα, αμιλλόταν ο ένας τον άλλο· οι μεγαλύτεροι σε ηλικία παραβάλλονταν με την ακμή των νέων, ενώ οι νεότεροι συναγωνίζονταν την εμπειρία και τη δόξα των μεγαλυτέρων. Όταν τελικά τράπηκαν σε φυγή και οι επίλεκτοι, οι βάρβαροι που ήταν παραταγμένοι πίσω από αυτούς, πύκνωσαν πάλι τις γραμμές τους και δεν άφηναν τους επίλεκτους να τραπούν σε φυγή, κι έτσι αναγκάζονταν να στραφούν πάλι κατά μπρος και να πολεμήσουν.

Ο Εφιάλτης

ἀπορουμένου δὲ τοῦ βασιλέως καὶ νομίζοντος μηδένα τολμήσειν ἔτι μάχεσθαι, ἧκε πρὸς αὐτὸν Τραχίνιός τις τῶν ἐγχωρίων, ἔμπειρος ὢν τῆς ὀρεινῆς χώρας. οὗτος τῷ Ξέρξῃ προσελθὼν ἐπηγγείλατο διά τινος ἀτραποῦ στενῆς καὶ παρακρήμνου τοὺς Πέρσας ὁδηγήσειν, ὥστε γενέσθαι τοὺς συνελθόντας αὐτῷ κατόπιν τῶν περὶ τὸν Λεωνίδην, καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ περιληφθέντας αὐτοὺς εἰς τὸ μέσον ῥᾳδίως ἀναιρεθήσεσθαι. ὁ δὲ βασιλεὺς περιχαρὴς ἐγένετο, καὶ τιμήσας δωρεαῖς τὸν Τραχίνιον συνεξέπεμψεν αὐτῷ στρατιώτας δισμυρίους νυκτός. τῶν δὲ παρὰ τοῖς Πέρσαις τις ὄνομα Τυρραστιάδας, τὸ γένος ὢν Κυμαῖος, φιλόκαλος δὲ καὶ τὸν τρόπον ὢν ἀγαθός, διαδρὰς ἐκ τῆς τῶν Περσῶν παρεμβολῆς νυκτὸς ἧκε πρὸς τοὺς περὶ τὸν Λεωνίδην, καὶ τὰ περὶ τὸν Τραχίνιον ἀγνοοῦσιν ἐδήλωσεν.

Κι ενώ ο βασιλιάς δεν ήξερε τι να κάνει και πίστευε πως κανένας δε θα τολμούσε πια να μπει στη μάχη, πήγε σ’ αυτόν κάποιος ντόπιος Τραχίνιος, που γνώριζε καλά την ορεινή περιοχή. Αυτός, αφού παρουσιάστηκε στον Ξέρξη, του υποσχέθηκε να οδηγήσει τους Πέρσες μέσα από κάποιο στενό και απόκρημνο μονοπάτι, έτσι ώστε εκείνοι που θα πήγαιναν μαζί του θα βρίσκονταν πίσω από τους άντρες του Λεωνίδα, οι οποίοι θα βρίσκονταν έτσι περικυκλωμένοι και θα ήταν εύκολο να σκοτωθούν. Ο βασιλιάς καταχάρηκε και, αφού τίμησε με δώρα τον Τραχίνιο, έστειλε μαζί του τη νύχτα είκοσι χιλιάδες στρατιώτες. Κάποιος όμως από τους Πέρσες ονόματι Τυρραστιάδας, που καταγόταν από την Κύμη, έντιμος άνθρωπος και καλού χαρακτήρα, δραπέτευσε από το στρατόπεδο των Περσών τη νύχτα και πήγε στους άντρες του Λεωνίδα φανερώνοντάς τους τα σχετικά με τον Τραχίνιο που αγνοούσαν.

[11,9] Ἀκούσαντες δ´ οἱ Ἕλληνες συνήδρευσαν περὶ μέσας νύκτας καὶ ἐβουλεύοντο περὶ τῶν ἐπιφερομένων κινδύνων. ἔνιοι μὲν οὖν ἔφασαν δεῖν παραχρῆμα καταλιπόντας τὰς παρόδους διασώζεσθαι πρὸς τοὺς συμμάχους· ἀδύνατον γὰρ εἶναι τοῖς μείνασι τυχεῖν σωτηρίας· Λεωνίδης δὲ ὁ βασιλεὺς τῶν Λακεδαιμονίων φιλοτιμούμενος αὑτῷ τε δόξαν περιθεῖναι μεγάλην καὶ τοῖς Σπαρτιάταις, προσέταξε τοὺς μὲν ἄλλους Ἕλληνας ἅπαντας ἀπιέναι καὶ σώζειν ἑαυτούς, ἵνα κατὰ τὰς ἄλλας μάχας συναγωνίζωνται τοῖς Ἕλλησιν, αὐτοὺς δὲ τοὺς Λακεδαιμονίους ἔφησε δεῖν μένειν καὶ τὴν φυλακὴν τῶν παρόδων μὴ λιπεῖν· πρέπειν γὰρ τοὺς ἡγουμένους τῆς Ἑλλάδος ὑπὲρ τῶν πρωτείων ἀγωνιζομένους ἀποθνήσκειν ἑτοίμως. εὐθὺς οὖν οἱ μὲν ἄλλοι πάντες ἀπηλλάγησαν, ὁ δὲ Λεωνίδης μετὰ τῶν πολιτῶν ἡρωικὰς πράξεις καὶ παραδόξους ἐπετελέσατο. ὀλίγων δ´ ὄντων Λακεδαιμονίων, Θεσπιεῖς γὰρ μόνους παρακατέσχε, καὶ τοὺς σύμπαντας ἔχων οὐ πλείους τῶν πεντακοσίων, ἕτοιμος ἦν ὑποδέξασθαι τὸν ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος θάνατον. μετὰ δὲ ταῦτα οἱ μὲν μετὰ τοῦ Τραχινίου Πέρσαι περιελθόντες τὰς δυσχωρίας ἄφνω τοὺς περὶ τὸν Λεωνίδην ἀπέλαβον εἰς τὸ μέσον, οἱ δ´ Ἕλληνες τὴν μὲν σωτηρίαν ἀπογνόντες, τὴν δ´ εὐδοξίαν ἑλόμενοι, μιᾷ φωνῇ τὸν ἡγούμενον ἠξίουν ἄγειν ἐπὶ τοὺς πολεμίους, πρὶν ἢ γνῶναι τοὺς Πέρσας τὴν τῶν ἰδίων περίοδον. Λεωνίδης δὲ τὴν ἑτοιμότητα τῶν στρατιωτῶν ἀποδεξάμενος, τούτοις παρήγγειλε ταχέως ἀριστοποιεῖσθαι, ὡς ἐν ᾅδου δειπνησομένους· αὐτὸς δ´ ἀκολούθως τῇ παραγγελίᾳ τροφὴν προσηνέγκατο, νομίζων οὕτω δυνήσεσθαι πολὺν χρόνον ἰσχύειν καὶ φέρειν τὴν ἐν τοῖς κινδύνοις ὑπομονήν. ἐπεὶ δὲ συντόμως ἀναλαβόντες αὑτοὺς ἕτοιμοι πάντες ὑπῆρξαν, παρήγγειλε τοῖς στρατιώταις εἰσπεσόντας εἰς τὴν παρεμβολὴν φονεύειν τοὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἐπ´ αὐτὴν ὁρμῆσαι τὴν τοῦ βασιλέως σκηνήν.

[11,9] Μαθαίνοντάς τα οι Έλληνες συνεδρίασαν μέσα στη μέση της νύχτας και συσκέπτονταν σχετικά τους επικείμενους κινδύνους. Μερικοί λοιπόν είπαν ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν αμέσως τα περάσματα και να αναζητήσουν ασφάλεια κοντά στους συμμάχους, γιατί ήταν αδύνατο να σωθούν όσοι θα έμεναν. Ο Λεωνίδας όμως, ο βασιλιάς των Λακεδαιμονίων, φιλοδοξώντας να περιβάλει τόσο τον εαυτό του όσο και τους Σπαρτιάτες με μεγάλη δόξα, πρόσταξε όλους τους άλλους Έλληνες να φύγουν και να σωθούν, έτσι ώστε στις άλλες μάχες να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες, οι ίδιοι όμως οι Λακεδαιμόνιοι, είπε, έπρεπε να μείνουν και να μην εγκαταλείψουν τη φύλαξη των περασμάτων, διότι εκείνοι που ηγούνται της Ελλάδας οφείλουν να πεθαίνουν πρόθυμα αγωνιζόμενοι για τα πρωτεία. Αμέσως λοιπόν όλοι οι άλλοι έφυγαν, ενώ ο Λεωνίδας μαζί με τους συμπολίτες του εκτέλεσε ηρωικές και εκπληκτικές πράξεις. Μολονότι οι Λακεδαιμόνιοι ήταν λίγοι, γιατί είχε κρατήσει μόνο τους Θεσπιείς και συνολικά δεν είχε περισσότερους από πεντακόσιους άντρες, ήταν έτοιμος να υποδεχτεί τον θάνατο για χάρη της Ελλάδας. Μετά από αυτά, οι Πέρσες που συνόδευαν τον Τραχίνιοι, αφού έκαναν τον γύρο της δύσβατης περιοχής, βρέθηκαν ξαφνικά πίσω από τους άντρες του Λεωνίδα, και οι Έλληνες, έχοντας παραιτηθεί από κάθε ελπίδα σωτηρίας και επιλέγοντας την καλή φήμη, ζητούσαν με μια φωνή από τον αρχηγό τους να τους οδηγήσει εναντίον των εχθρών, πριν μάθουν οι Πέρσες ότι οι δικοί τους είχαν κάνει τον  κύκλο. Ο Λεωνίδας, αποδεχόμενος την ετοιμότητα των στρατιωτών του, τους παρήγγειλε να ετοιμάσουν γρήγορα το πρωινό τους, αφού το δείπνο τους θα το έπαιρναν στον Άδη. Όσο για τον ίδιο, έφαγε επίσης, σύμφωνα με τη διαταγή που είχε δώσει, πιστεύοντας πως έτσι θα μπορούσε να διατηρήσει τις δυνάμεις του για πολύ χρόνο και να έχει αντοχή στους κινδύνους της μάχης. Μόλις ανέλαβαν μετά από λίγο τις δυνάμεις τους και ήταν όλοι έτοιμοι, ο Λεωνίδας πρόσταξε τους στρατιώτες να επιτεθούν στο στρατόπεδο των αντιπάλων, να σκοτώσουν όσους συναντήσουν και να ορμήσουν στην ίδια τη σκηνή του βασιλιά.

Η τρίτη ημέρα της μάχης

[11,10] οὗτοι μὲν οὖν ἀκολούθως ταῖς παραγγελίαις συμφράξαντες νυκτὸς εἰσέπεσον εἰς τὴν τῶν Περσῶν στρατοπεδείαν, προκαθηγουμένου τοῦ Λεωνίδου· οἱ δὲ βάρβαροι διάτε τὸ παράδοξον καὶ τὴν ἄγνοιαν μετὰ πολλοῦ θορύβου συνέτρεχον ἐκ τῶν σκηνῶν ἀτάκτως, καὶ νομίσαντες τοὺς μετὰ τοῦ Τραχινίου πορευομένους ἀπολωλέναι καὶ τὴν δύναμιν ἅπασαν τῶν Ἑλλήνων παρεῖναι, κατεπλάγησαν. διὸ καὶ πολλοὶ μὲν ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Λεωνίδην ἀνῃροῦντο, πλείους δὲ ὑπὸ τῶν ἰδίων ὡς ὑπὸ πολεμίων διὰ τὴν ἄγνοιαν ἀπώλοντο. ἥ τε γὰρ νὺξ ἀφῃρεῖτο τὴν ἀληθινὴν ἐπίγνωσιν, ἥ τε ταραχὴ καθ´ ὅλην οὖσα τὴν στρατοπεδείαν εὐλόγως πολὺν ἐποίει φόνον· ἔκτεινον γὰρ ἀλλήλους, οὐ διδούσης τῆς περιστάσεως τὸν ἐξετασμὸν ἀκριβῆ διὰ τὸ μήτε ἡγεμόνος παραγγελίαν μήτε συνθήματος ἐρώτησιν μήτε ὅλως διανοίας κατάστασιν ὑπάρχειν. εἰ μὲν οὖν ὁ βασιλεὺς ἔμεινεν ἐπὶ τῆς βασιλικῆς σκηνῆς, ῥᾳδίως ἂν καὶ αὐτὸς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἀνῄρητο καὶ ὁ πόλεμος ἅπας ταχείας ἂν ἐτετεύχει καταλύσεως· νῦν δ´ ὁ μὲν Ξέρξης ἦν ἐκπεπηδηκὼς πρὸς τὴν ταραχήν, οἱ δ´ Ἕλληνες εἰσπεσόντες εἰς τὴν σκηνὴν τοὺς ἐγκαταληφθέντας ἐν αὐτῇ σχεδὸν ἅπαντας ἐφόνευσαν. τῆς δὲ νυκτὸς καθεστώσης ἐπλανῶντο καθ´ ὅλην τὴν παρεμβολὴν ζητοῦντες τὸν Ξέρξην εὐλόγως· ἡμέρας δὲ γενομένης καὶ τῆς ὅλης περιστάσεως δηλωθείσης, οἱ μὲν Πέρσαι θεωροῦντες ὀλίγους ὄντας τοὺς Ἕλληνας, κατεφρόνησαν αὐτῶν, καὶ κατὰ στόμα μὲν οὐ συνεπλέκοντο, φοβούμενοι τὰς ἀρετὰς αὐτῶν, ἐκ δὲ τῶν πλαγίων καὶ ἐξόπισθεν περιιστάμενοι καὶ πανταχόθεν τοξεύοντες καὶ ἀκοντίζοντες ἅπαντας ἀπέκτειναν. οἱ μὲν οὖν μετὰ Λεωνίδου τὰς ἐν Θερμοπύλαις παρόδους τηροῦντες τοιοῦτον ἔσχον τοῦ βίου τὸ τέλος.

[11,10] Εκείνοι λοιπόν, σύμφωνα με τις εντολές του, έπεσαν, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, σαν ένα σώμα στο στρατόπεδο των Περσών, με τον Λεωνίδα επικεφαλής να τους οδηγεί. Οι βάρβαροι, τόσο λόγω του αναπάντεχου της επίθεσης όσο και από άγνοια, έβγαιναν από τις σκηνές όλοι μαζί τρέχοντας άτακτα μέσα σε μεγάλη ταραχή, και νομίζοντας ότι οι στρατιώτες που είχαν φύγει με τον Τραχίνιο είχαν χαθεί και ότι είχε έρθει καταπάνω τους όλη η δύναμη των Ελλήνων, κατατρόμαξαν. Γι’ αυτό και σκοτώθηκαν πολλοί από τους άντρες του Λεωνίδα, αλλά ακόμη περισσότεροι χάθηκαν από τους ίδιους τους συντρόφους τους που, μέσα στην άγνοιά τους, τους περνούσαν για εχθρούς. Γιατί, από τη μια, η νύχτα στερούσε την αληθινή επίγνωση των πραγμάτων και, από την άλλη, η ταραχή που είχε απλωθεί σε όλο το στρατόπεδο ήταν λογικό να δημιουργεί μεγάλο μακελειό, αφού αλληλοσκοτώνονταν, καθώς οι περιστάσεις δεν επέτρεπαν λεπτομερή εξέταση, επειδή δεν υπήρχαν εντολές από κάποιον αρχηγό ούτε κάποιο σύνθημα για να το ζητήσουν ούτε, γενικά, κάποια λογική στην όλη κατάσταση. Αν λοιπόν ο βασιλιάς είχε μείνει στη βασιλική σκηνή, εύκολα θα είχε σκοτωθεί κι αυτός από τους Έλληνες και όλος ο πόλεμος θα είχε φτάσει σε γρήγορο τέλος. Όπως όμως είχε το πράγμα, ο Ξέρξης είχε πεταχτεί έξω στην αναταραχή, και οι Έλληνες, ορμώντας μέσα στη σκηνή, σκότωσαν σχεδόν όλους όσους βρήκαν μέσα. Όσο ήταν ακόμα νύχτα, περιπλανιόνταν μέσα σε όλο το στρατόπεδο αναζητώντας, όπως ήταν λογικό, τον Ξέρξη. Όταν όμως ξημέρωσε και φανερώθηκε η όλη κατάσταση, οι Πέρσες, βλέποντας πως οι Έλληνες ήταν λίγοι, τους αψήφησαν. Δεν συγκρούστηκαν βέβαια μαζί τους πρόσωπο με πρόσωπο, φοβούμενοι την ανδρεία τους, αλλά τους κύκλωσαν από τα πλάγια και από πίσω και, ρίχνοντας τους από παντού βέλη και ακόντια, τους σκότωσαν όλους. Έτσι λοιπόν τελείωσαν τη ζωή τους οι άντρες που φύλαγαν τα περάσματα στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα.

Έπαινος -  Επιγράμματα

[11,11] Ὧν τὰς ἀρετὰς τίς οὐκ ἂν θαυμάσειεν; οἵτινες μιᾷ γνώμῃ χρησάμενοι τὴν μὲν ἀφωρισμένην τάξιν ὑπὸ τῆς Ἑλλάδος οὐκ ἔλιπον, τὸν ἑαυτῶν δὲ βίον προθύμως ἐπέδωκαν εἰς τὴν κοινὴν τῶν Ἑλλήνων σωτηρίαν, καὶ μᾶλλον εἵλοντο τελευτᾶν καλῶς ἢ ζῆν αἰσχρῶς. καὶ τὴν τῶν Περσῶν δὲ κατάπληξιν οὐκ ἄν τις ἀπιστήσαι γενέσθαι. τίς γὰρ ἂν τῶν βαρβάρων ὑπέλαβε τὸ γεγενημένον; τίς δ´ ἂν προσεδόκησεν ὅτι πεντακόσιοι τὸν ἀριθμὸν ὄντες ἐτόλμησαν ἐπιθέσθαι ταῖς ἑκατὸν μυριάσι; διὸ καὶ τίς οὐκ ἂν τῶν μεταγενεστέρων ζηλώσαι τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν, οἵτινες τῷ μεγέθει τῆς περιστάσεως κατεσχημένοι τοῖς μὲν σώμασι κατεπονήθησαν, ταῖς δὲ ψυχαῖς οὐχ ἡττήθησαν; τοιγαροῦν οὗτοι μόνοι τῶν μνημονευομένων κρατηθέντες ἐνδοξότεροι γεγόνασι τῶν ἄλλων τῶν τὰς καλλίστας νίκας ἀπενηνεγμένων. χρὴ γὰρ οὐκ ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κρίνειν τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας, ἀλλ´ ἐκ τῆς προαιρέσεως· τοῦ μὲν γὰρ ἡ τύχη κυρία, τοῦ δ´ ἡ προαίρεσις δοκιμάζεται. τίς γὰρ ἂν ἐκείνων ἀμείνους ἄνδρας κρίνειεν, οἵτινες οὐδὲ τῷ χιλιοστῷ μέρει τῶν πολεμίων ἴσοι τὸν ἀριθμὸν ὄντες ἐτόλμησαν τοῖς ἀπιστουμένοις πλήθεσι παρατάξαι τὴν ἑαυτῶν ἀρετήν; οὐ κρατήσειν τῶν τοσούτων μυριάδων ἐλπίζοντες, ἀλλ´ ἀνδραγαθίᾳ τοὺς πρὸ αὐτῶν ἅπαντας ὑπερβαλεῖν νομίζοντες, καὶ τὴν μὲν μάχην αὑτοῖς εἶναι κρίνοντες πρὸς τοὺς βαρβάρους, τὸν ἀγῶνα δὲ καὶ τὴν ὑπὲρ τῶν ἀριστείων κρίσιν πρὸς ἅπαντας τοὺς ἐπ´ ἀρετῇ θαυμαζομένους ὑπάρχειν. μόνοι γὰρ τῶν ἐξ αἰῶνος μνημονευομένων εἵλοντο μᾶλλον τηρεῖν τοὺς τῆς πόλεως νόμους ἢ τὰς ἰδίας ψυχάς, οὐ δυσφοροῦντες ἐπὶ τῷ μεγίστους ἑαυτοῖς ἐφεστάναι κινδύνους, ἀλλὰ κρίνοντες εὐκταιότατον εἶναι τοῖς ἀρετὴν ἀσκοῦσι τοιούτων ἀγώνων τυγχάνειν. δικαίως δ´ ἄν τις τούτους καὶ τῆς κοινῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας αἰτίους ἡγήσαιτο ἢ τοὺς ὕστερον ἐν ταῖς πρὸς Ξέρξην μάχαις νικήσαντας· τούτων γὰρ τῶν πράξεων μνημονεύοντες οἱ μὲν βάρβαροι κατεπλάγησαν, οἱ δὲ Ἕλληνες παρωξύνθησαν πρὸς τὴν ὁμοίαν ἀνδραγαθίαν. καθόλου δὲ μόνοι τῶν πρὸ ἑαυτῶν διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἀρετῆς εἰς ἀθανασίαν μετήλλαξαν. διόπερ οὐχ οἱ τῶν ἱστοριῶν συγγραφεῖς μόνον, ἀλλὰ πολλοὶ καὶ τῶν ποιητῶν καθύμνησαν αὐτῶν τὰς ἀνδραγαθίας· ὧν γέγονε καὶ Σιμωνίδης, ὁ μελοποιός, ἄξιον τῆς ἀρετῆς αὐτῶν ποιήσας ἐγκώμιον, ἐν ᾧ λέγει

[11,11] Ποιος δε θα θαύμαζε τις αρετές αυτών των αντρών; Των αντρών αυτών που, ομόψυχα, δεν εγκατέλειψαν τη θέση που τους είχε ορίσει η Ελλάδα, αλλά πρόσφεραν πρόθυμα τη δική τους ζωή για την κοινή σωτηρία των Ελλήνων και προτίμησαν να πεθάνουν τιμημένα παρά να ζήσουν ατιμασμένα. Αλλά ούτε τον τρόμο των Περσών θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει ότι υπήρξε. Γιατί ποιος από τους βαρβάρους μπορούσε να συλλάβει αυτό που έγινε; Ποιος μπορούσε να περιμένει ότι πεντακόσιοι μόλις άνθρωποι θα τολμούσαν να επιτεθούν σε ένα εκατομμύριο άντρες; Γι' αυτό, ποιος από τους μεταγενέστερους δε θα ζήλευε την αρετή εκείνων των ανδρών που, νικημένοι από το μέγεθος της περίστασης, υποτάχτηκαν μεν σωματικά αλλά οι ψυχές τους δεν ηττήθηκαν; Κατά συνέπεια, μόνο αυτοί από όσους μνημονεύονται έχουν γίνει, ενώ ηττήθηκαν, ενδοξότεροι από άλλους που κέρδισαν τις ωραιότερες νίκες. Γιατί τους γενναίους άντρες δεν πρέπει να τους κρίνουμε από το αποτέλεσμα αλλά από την πρόθεση, εφόσον στη μια περίπτωση κυριαρχεί η τύχη, ενώ στην άλλη εκείνο που δοκιμάζεται είναι η πρόθεση. Γιατί ποιος θα έκρινε καλύτερους άλλους άνδρες από εκείνους που, αν και δεν ήταν ίσοι ούτε με το ένα χιλιοστό μέρος των αντιπάλων, τόλμησαν να παρατάξουν τη δική τους ανδρεία ενάντια σε απίστευτα πλήθη; Δεν ήλπιζαν να επικρατήσουν τόσων πολλών μυριάδων, αλλά θεώρησαν ότι έπρεπε να ξεπεράσουν σε ανδραγαθία όλους τους προγενέστερους αυτών, και έκριναν ότι η μάχη που είχαν να δώσουν ήταν προς τους βαρβάρους, αλλά ο αγώνας και το βραβείο της γενναιότητας ήταν προς όλους όσους θα θαυμάζονταν για την ανδρεία τους. Γιατί μόνο αυτοί από όλους όσους μνημονεύονται από την αυγή του χρόνου, επέλεξαν να διαφυλάξουν τους νόμους της χώρας του μάλλον παρά τις ίδιες τους τις ζωές, χωρίς να δυσφορούν για το γεγονός ότι απειλούνταν από τους μέγιστους των κινδύνων, αλλά κρίνοντας ότι το πιο επιθυμητό για εκείνους που ασκούν την αρετή είναι να δίνουν τέτοιους αγώνες. Δίκαια θα θεωρούσε κανείς ότι τούτοι ήταν περισσότερο υπεύθυνοι για την κοινή ελευθερία των Ελλήνων, απ' ότι εκείνοι που νίκησαν αργότερα στις μάχες εναντίον του Ξέρξη, γιατί ενθυμούμενοι τούτες τις πράξεις οι βάρβαροι κατατρόμαζαν, ενώ οι Έλληνες παρακινούνταν προς όμοια ανδραγαθία. Γενικά, μόνο αυτοί οι άντρες, από όσους υπήρξαν πριν από αυτούς, πέρασαν στην αθανασία λόγω της εξαιρετικής τους ανδρείας. Γι' αυτό, όχι μόνο οι ιστορικοί συγγραφείς αλλά και πολλοί από τους ποιητές ύμνησαν τις ανδραγαθίες τους. Ένας από αυτούς ήταν και ο Σιμωνίδης, ο λυρικός ποιητής, που συνέθεσε ένα εγκώμιο, αντάξιο της αρετής τους, στο οποίο λέει:

τῶν ἐν Θερμοπύλαις θανόντων

εὐκλεὴς μὲν ἁ τύχα, καλὸς δ´ ὁ πότμος,

βωμὸς δ´ ὁ τάφος, πρὸ γόων δὲ μνᾶστις,

ὁ δ´ οἶτος ἔπαινος.

ἐντάφιον δὲ τοιοῦτον οὔτ´ εὐρὼς

οὔθ´ ὁ πανδαμάτωρ ἀμαυρώσει χρόνος

ἀνδρῶν ἀγαθῶν.

ὁ δὲ σηκὸς οἰκέταν εὐδοξίαν Ἑλλάδος εἵλετο.

μαρτυρεῖ δὲ Λεωνίδας ὁ Σπάρτας βασιλεύς,

ἀρετᾶς μέγαν λελοιπὼς κόσμον ἀέναόν τε κλέος.

Για κείνους που πέθαναν στις Θερμοπύλες,

ένδοξη η τύχη, ωραίος ο θάνατος,

βωμός ο τάφος, μνήμη παντοτινή αντί για θρήνος,

κι η μοίρα τους αντικείμενο εγκωμίων.

Σάβανο σαν κι αυτό μήτε η σαπίλα

μήτε ο χρόνος ο πανδαμάτορας θα αμαυρώσει

των γενναίων ανδρών.

Και το μνήμα την καλή φήμη της Ελλάδας διάλεξε για ένοικό του.

Μάρτυρας είναι ο Λεωνίδας, ο βασιλιάς της Σπάρτης,

που μέγα στολίδι άφησε πίσω του την αρετή και δόξα αιώνια.


Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l'hypertexte

Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά "ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.