Σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα οι γύρω περιοχές, όπως το Κωρύκειο άντρο, μεγάλη σπηλιά στον Παρνασσό, κατοικήθηκαν από τη νεολιθική εποχή, το 4.000 π.Χ.. Παλαιότερη ακόμη εγκατάσταση μαρτυρείται στην Κίρρα, σημερινή Ιτέα. Οι Δελφοί κατοικήθηκαν στη μυκηναϊκή περίοδο, γύρω στο 1400 π.Χ.. στον χώρο μεταξύ του ναού του Απόλλωνα, της λέσχης των Κνιδίων, ανατολικά της Κασταλίας πηγής και στο ιερό της Αθηνάς Προναίας, όπου βρέθηκαν πήλινα ειδώλια όρθιων γυναικείων μορφών, τα οποία φανερώνουν κάποια λατρεία σε θεότητα που ταυτίζεται με τη θεά Γη.
Από τον 11ο αι. π.Χ. (γεωμετρικά χρόνια) εμφανίζονται αντρικά χάλκινα αναθήματα, μαρτυρώντας την αντικατάσταση της λατρείας της θεάς Γης από τον Απόλλωνα. Στον 8ο και 7ο αι. ο χώρος που καταλαμβάνει το ιερό αυξάνεται. Οι δύο διαδοχικοί περίβολοι εκτοπίζουν τον οικισμό στα ανατολικά και δυτικά του τεμένους. Στα αναθήματα προστίθενται χάλκινοι τρίποδες, οι οποίοι είναι στολισμένοι με κεφάλια μυθικών ζώων, των γρυπών.
Γύρω στο 590 π.Χ. γίνεται ο Α' Ιερός Πόλεμος. Η γειτονική Κρίσα (σημερινό Χρισό) (ή Κίρρα ;) προσπαθεί να επέμβει στις υποθέσεις του ναού. Αντιμετωπίζεται με επιτυχία από την Αμφικτυονία. Η Κρίσα καταστρέφεται, οι κάτοικοί της εξοντώνονται, και η περιοχή της, το Κρισαίον πεδίον (σημ. ελαιώνας του Χρισού και της Άμφισσας) αφιερώνεται στο ναό. Από τον «Κατά Κτησιφώντος» λόγο του Αισχίνη μαθαίνουμε ότι οι Αμφικτύονες ζήτησαν χρησμό από το μαντείο. Και το μαντείο απάντησε ότι πρέπει να καταλάβουν την περιοχή να διώξουν τους κατοίκους και να την αφιερώσουν στο μαντείο: «Καὶ αὐτοῖς ἀναιρεῖ ἡ Πυθία, πολεμεῖν Κιρραίοις καὶ Κραγαλίδαις πάντ' ἤματα καὶ πάσας νύκτας, καὶ, τὴν χώραν αὐτῶν ἐκπορθήσαντας, καὶ αὐτοὺς ἀνδραποδισαμένους, ἀναθεῖναι τῷ Ἀπόλλωνι τῷ Πυθίῳ καὶ τῇ Ἀρτέμιδι, καὶ τῇ Λητοῖ, καὶ Ἀθηνᾷ Προναίᾳ, ἐπὶ πάσῃ ἀεργίᾳ, καὶ ταύτην τὴν χώραν μήτ' αὐτοὺς ἐργάζεσθαι, μήτ' ἄλλον ἐᾶν. Λαβόντες δὲ τὸν χρησμὸν οἱ Ἀμφικτύονες ἐψηφίσαντο, Σόλωνος εἰπόντος Ἀθηναίου τὴν γνώμην, ἀνδρὸς καὶ νομοθετῆσαι δυνατοῦ, καὶ περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότος, ἐπιστρατεύειν ἐπὶ τοὺς ἐναγεῖς κατὰ τὴν μαντείαν τοῦ θεοῦ· (109) Καὶ συναθροίσαντες δύναμιν πολλὴν τῶν Ἀμφικτυόνων, ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν κατέσκαψαν, καὶ τὴν χώραν καθιέρωσαν κατὰ τὴν μαντείαν, καὶ, ἐπὶ τούτοις, ὅρκον ὤμοσαν ἰσχυρόν, μήτε αὐτοὶ τὴν ἱερὰν γῆν ἐργάσεσθαι, μήτε ἄλλῳ ἐπιτρέψειν, ἀλλὰ βοηθήσειν τῷ θεῷ καὶ τῇ γῇ τῇ ἱερᾷ, καὶ χειρὶ, καὶ ποδὶ, καὶ φωνῇ καὶ πάσῃ δυνάμει.»
Η κατάληψη των Δελφών από τους Φωκείς αποτελεί την αιτία του Β' Ιερού Πολέμου. Το 449 η Σπάρτη διώχνει τους Φωκείς, αλλά το 448 οι Αθηναίοι με τον Περικλή αποδίδουν και πάλι τον ναό στους Φωκείς. Το 421 π.Χ. οι Δελφοί γίνονται και πάλι αυτόνομοι.
Το 356 π.Χ. οι Φωκείς καταπάτησαν περιοχή που ανήκε στο ιερό. Η Αμφικτιονία τους τιμώρησε αυστηρά. Το 356/5 οι Φωκείς κατέλαβαν τους Δελφούς και τους οχύρωσαν. Έτσι ξεσπάει ο Γ' Ιερός Πόλεμος με την Αμφικτιονία να πολεμάει εναντίον των Φωκέων. Τα γεγονότα δίνουν την ευκαιρία στον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Β' να αυξήσει την επιρροή του. Με το τέλος του πολέμου οι Μακεδόνες παίρνουν τη θέση των Φωκέων.
Το 339 π.Χ. ξεσπάει ο Δ' Ιερός Πόλεμος μετά από την καταπάτηση του Κρισαίου πεδίου από τους Λοκρούς. Ο πόλεμος θα τελειώσει με τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ. με νίκη του Φίλιππου Β΄.
Το 279 εισβάλλουν Γαλάτες, με αρχηγό τον Βρένο. Η ισχυρή αντίσταση που πρόβαλαν οι Δελφοί και η πτώση των βράχων που σκότωσαν πολλούς Γαλάτες έβαλαν τέλος και σ' αυτόν τον πόλεμο.
Το 168/167 οι Δελφοί περνούν στους Ρωμαίους. Το 86 π.Χ. ο Σύλλας, για να εξοικονομήσει χρήματα για την πολιορκία της Αθήνας, ζήτησε από τους Δελφούς να του δώσουν τα πολύτιμα αναθήματά του. Το 83 π.Χ. οι Θράκες Μαίδοι επιτίθενται στον ναό, τον πυρπολούν και τον λεηλατούν. Τότε, λένε, έσβησε το ιερό πυρ που έκαιγε για αιώνες.
Το 67 π.χ. στις λεηλασίες προστίθεται κι αυτή του Νέρωνα, ο οποίος πήρε μέρος στα Πύθια, φεύγοντας όμως πήρε μαζί του 500 χάλκινα αγάλματα.
Θα ακολουθήσει μια περίοδος παρακμής που θα ανακοπεί με τους αυτοκράτορες Τραϊανό (98-117 μ.Χ.) και Ανδριανό (117-138 μ.Χ.). Στα χρόνια του Ανδριανού ο Αθηναίος Ηρώδης Αττικός θα κατασκευάσει τα λίθινα εδώλια του σταδίου.
Ο Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ., για να κοσμήσει την Κωνσταντινούπολη, θα αφαιρέσει πολύτιμα αναθήματα, μεταξύ των οποίων και ο χάλκινος τρίποδας των Πλαταιών με τις χαραγμένες ονομασίες των ελληνικών πόλεων που πήραν μέρος στη μάχη.
Ο Ιουλιανός (360-363 μ.Χ.) είναι αυτός που σύμφωνα με την παράδοση πήρε τον περιβόητο χρησμό που δήλωνε το τέλος της μακραίωνης πορείας του μαντείου: «εἴπατε τῷ βασιλεῆι, χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά. Οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβαν, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγὰν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ» (Πέστε του βασιλιά, γκρεμίστηκαν οι πλουμιστές αυλές, εχάθη, δεν έχει ο Φοίβος πια καλύβι ουδέ προφητικά 'χει δάφνη μήτε πηγή που να λαλεί· και το μιλητικό νερό βουβάθη. Μτφρ. Ν. Καζαντζάκης).
Το οριστικό τέλος του ναού θα έρθει με τον Θεοδόσιο το 392 μ.Χ. ο οποίος απαγόρευσε την τέλεση της αρχαίας λατρείας και των αγώνων.
Τον 5ο αι. μ.Χ. οι Δελφοί θα γίνουν έδρα επισκόπου. Η τείχιση του χωριού της βυζαντινής εποχής του έδωσε και την ονομασία «Καστρί» που έφερε ως τα τέλη του 19ου αι. Το 1892 αρχίζουν οι ανασκαφές, απομακρύνεται το χωριό Καστρί, για να εμφανιστεί και πάλι ο ιερός χώρος των Δελφών.
Το χωριό Καστρί πριν από την απομάκρυνσή του. Πηγή: Περιοδικό Αρχαιολογία τ. 44/1992
Η παλαιότερη πόλη στην περιοχή, σύμφωνα με τον Παυσανία (Χ, 6,1) συνοικίστηκε από τον Παρνασσό, τον γιο της νύμφης Κλεοδώρας. Πατέρας του Παρνασσού ήταν ο θεός Ποσειδώνας και ο άνθρωπος Κλεόπομπος. Από τον Παρνασσό πήρε το όνομά του το βουνό και η Παρνάσσια φάραγγα. «πόλιν δὲ ἀρχαιοτάτην οἰκισθῆναί φασιν ἐνταῦθα ὑπὸ Παρνασσοῦ, Κλεοδώρας δὲ εἶναι νύμφης παῖδα αὐτόν: καί οἱ πατέρας, καθάπερ γε καὶ ἄλλοις τῶν καλουμένων ἡρώων, Ποσειδῶνά τε θεὸν καὶ Κλεόπομπον ἄνδρα ἐπονομάζουσιν. ἀπὸ τούτου δὲ τοῦ Παρνασσοῦ τῷ τε ὄρει τὸ ὄνομα τεθῆναι λέγουσι καὶ [ἀπὸ τούτου] Παρνασσίαν ὀνομασθῆναι νάπην». Η πόλη αυτή κατακλύστηκε από τις βροχές στον καιρό του Δευκαλίωνα και όσοι από τους κατοίκους γλίτωσαν από τις πλημμύρες ανέβηκαν στην κορυφή του Παρνασσού, με βοήθεια τα ουρλιαχτά των λύκων. Εκεί έχτισαν μια νέα πόλη που την ονόμασαν γι' αυτόν τον λόγο Λυκώρεια. (λύκος + ὠρύομαι = ουρλιάζω).
Ο Παυσανίας αναφέρει και δεύτερη παράδοση, σύμφωνα με την οποία η περιοχή ονομάζεται Λυκώρεια από το Λύκωρο, τον γιο της νύμφης Κωρυκίας και του Απόλλωνα. Από τη νύμφη πήρε το όνομά του το Κωρύκειο άντρο. «Ἀπόλλωνι ἐκ νύμφης Κωρυκίας γενέσθαι Λύκωρον, καὶ ἀπὸ μὲν Λυκώρου πόλιν Λυκώρειαν, τὸ ἄντρον δὲ ὀνομασθῆναι τὸ Κωρύκιον ἀπὸ τῆς νύμφης».
Τρίτη παράδοση, σύμφωνα με τον Παυσανία και πάλι, θέλει την περιοχή να παίρνει το όνομά της από τον Δελφό. «λέγεται δὲ καὶ τάδε, Κελαινὼ θυγατέρα Ὑάμῳ τῷ Λυκώρου γενέσθαι, Δελφὸν δέ, ἀφ' οὗ τῇ πόλει τὸ ὄνομα τὸ ἐφ' ἡμῶν ἐστι»
Η τέταρτη άποψη που καταγράφει ο Παυσανίας σχετίζεται με έναν αυτόχθονα, τον Καστάλιο. Η κόρη του, η Θυία, ήταν η πρώτη ιέρεια του Διονύσου κι έκανε οργιαστικές τελετές στον θεό. Από τη Θυία πήρε το όνομα η περιοχή και Θυιάδες ονομάστηκαν οι δελφικές μαινάδες του θεού. Η Θυία ενώθηκε με τον Απόλλωνα και γέννησε τον Δελφό. Απ' αυτόν προκύπτει και η ονομασία Δελφοί. «οἱ δὲ Καστάλιόν τε ἄνδρα αὐτόχθονα καὶ θυγατέρα ἐθέλουσιν αὐτῷ γενέσθαι Θυίαν, καὶ ἱερᾶσθαί τε τὴν Θυίαν Διονύσῳ πρῶτον καὶ ὄργια ἀγαγεῖν τῷ θεῷ: ἀπὸ ταύτης δὲ καὶ ὕστερον ὅσαι τῷ Διονύσῳ μαίνονται Θυιάδας καλεῖσθαι σφᾶς ὑπὸ ἀνθρώπων: Ἀπόλλωνος δ' οὖν παῖδα καὶ Θυίας νομίζουσιν εἶναι Δελφόν»
Στην Ιλιάδα (Β 519) αναφέρεται ως Πυθώ.
Ιλιάδα Β | Μετάφραση: Καζαντζάκη-Κακριδή |
Αὐτὰρ Φωκήων Σχεδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρχον | Ο Σχεδίος και ο Επίστροφος, γιοι του Ιφίτου, που ήταν |
υἷες Ἰφίτου μεγαθύμου Ναυβολίδαο, | γιος του μεγαλόψυχου του Ναυβόλου, ήταν αρχηγοί στους Φωκείς, |
οἳ Κυπάρισσον ἔχον Πυθῶνά τε πετρήεσσαν | που είχαν την Κυπάρισσο και την απόγκρεμη Πύθωνα |
Κρῖσάν τε ζαθέην καὶ Δαυλίδα καὶ Πανοπῆα | και την πανίερη Κρίσα και τη Δαυλίδα και τον Πανοπέα... |
Και ο Παυσανίας αναφέρει ως πηγή τον Όμηρο: «χρόνῳ δὲ ὕστερον καὶ Πυθὼ τὴν πόλιν, οὐ Δελφοὺς μόνον ἐκάλεσαν οἱ περιοικοῦντες, καθὰ καὶ Ὁμήρῳ πεποιημένα ἐν καταλόγῳ Φωκέων ἐστίν». Στη συνέχεια αναφέρει και τον Πύθη, έναν γιο του Δελφού, από τον οποίο προκύπτει και η ονομασία: "«οἱ μὲν δὴ γενεαλογεῖν τὰ πάντα ἐθέλοντες παῖδα εἶναι Δελφοῦ Πύθην καὶ ἀπὸ τούτου βασιλεύσαντος γενέσθαι τῇ πόλει τὸ ὄνομα ἥγηνται».
Η ονομασία Πυθώ μπορεί να προέρχεται:
α. από τον δράκο Πύθωνα,
β. από το ρ. πύθω = σαπίζω, επειδή εκεί σάπισε το σώμα του Πύθωνα μετά τον φόνο του από τον Απόλλωνα (για τις περιπτώσεις α, β δες παρακάτω),
γ. από το ρ. πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω, δ. από τον Πύθη.
Τον 7ο αιώνα επικράτησε η ονομασία Δελφοί είτε από τον Δελφό είτε από το δελφύς, (ρ. δελφ- = μήτρα, κοιλιά, κοίλον, πρβλ. αδελφός).
Η επιλογή της τοποθεσίας, σύμφωνα με τον μύθο, έγινε ως εξής: Ο Δίας, θέλοντας να βρει το κέντρο του κόσμου, άφησε να πετάξουν δύο αετοί, τον πρώτο με κατεύθυνση προς την ανατολή και τον δεύτερο προς τη Δύση. Οι δυο αετοί συναντήθηκαν πάνω από τους Δελφούς που θεωρήθηκε ως το κέντρο του κόσμου, ο ομφαλός της γης.
Γεωγραφικά οι Δελφοί βρίσκονται στην καρδιά της κεντρικής Ελλάδας. Η κοιλάδα του μικρού ποταμού Πλειστού αποτελεί το φυσικό πέρασμα από την ανατολική στη δυτική Ελλάδα. Παράλληλα, «η άρθρωσή της μέσα από τους αυχένες του Ζεμενού Αράχοβας και κείνου της Γραβιάς στη μεγάλη αρτηρία του Κηφισού, που ενώνει τη βόρεια με τη νότια Ελλάδα, τη μετατρέπει ουσιαστικά σ' ένα σταυροδρόμι, που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων, τόσο στα αρχαία όσο και στα νεότερα χρόνια. Πρόσφατες τοπογραφικές μελέτες έδειξαν ότι ο δρόμος που ξεκινούσε από το λιμάνι της κοιλάδας του Πλειστού, την Κίρρα, και περνούσε μέσω Άμφισσας από τη Γραβιά και την περιοχή της Οίτης, ένωνε από τα μυκηναϊκά χρόνια (1500-1100 π.Χ.) τον Κρισαίο με τον Μαλιακό κόλπο και τη Θεσσαλία.» (Δέσποινα Σκορδά, περ. Αρχαιολογία, τ. 44, Στην «ιεράν γαν» των Δελφών.)
Σ΄ ένα πρώιμο θρησκευτικό στάδιο στην περιοχή θα πρέπει να υπήρχε λιθολατρία, η οποία επιβίωσε στα κατοπινά χρόνια, αφήνοντας τον «ομφαλό», που θεωρήθηκε σύμβολο του μαντείου, την πέτρα της Σίβυλλας, την πέτρα του Κρόνου. Ο ομφαλός ήταν τοποθετημένος στο άδυτο του ναού, πάνω από τον τάφο του Πύθωνα. Η επιφάνειά του καλυπτόταν από το «άγρηνον», δηλαδή το δίχτυ από μάλλινες ταινίες.
Στη συνέχεια διακρίνουμε μια «φιδολατρία» με τον δράκο να είναι ο φύλακας των νερών και των κτιρίων. Το όνομα του δράκου είναι «Πύθων» ή «Δελφύνη» και είναι ο θεός των παλιών κατοίκων της περιοχής. Η σπηλιά του Πύθωνα είναι το Κωρύκειο άντρο (κώρυκος = δερμάτινος σάκος). Έχουν βρεθεί ίχνη εγκατάστασης από τα νεολιθικά χρόνια. Εδώ θα πρέπει να λειτούργησε και το πρώτο μαντείο. Ο Πύθωνας θα συγκρουστεί με τους θεούς των νέων κατοίκων, θα παραχωρήσει τη θέση του στον ναό, όμως δε θα χαθεί, αφού το όνομά του θα γίνει προσωνύμιο του νέου θεού (Πύθιος Απόλλωνας). Η σύγκρουση του Πύθωνα με τον Απόλλωνα ή των παλιών με τους νέους κατοίκους θα πρέπει να έγινε στη Λυκώρεια. Εξάλλου, οι Φωκείς, κάτοικοι της Λυκώρειας, κατέλαβαν την Πυθώ. Η σπηλιά θεωρείται ως το πέρασμα στον άλλο κόσμο και οι νύμφες που έμπαιναν καταλαμβάνονταν από διονυσιακή μανία και προφήτευαν. Όταν τον 6ο αι. το Κωρύκειο χάσει τη μαντική του σημασία, γίνεται τόπος λατρείας του Πάνα και των νυμφών, όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Σύμφωνα με τη μυθολογία ο πρώτος θεός που φέρεται ως ιδιοκτήτης του μαντείου ήταν η Γαία. Κατά τον Παυσανία (Φωκικά Χ, 5, 5-7) η Γαία είχε αναθέσει στη Δαφνίδα, μια νύμφη του βουνού, να δίνει τους χρησμούς «φασὶ γὰρ δὴ τὰ ἀρχαιότατα Γῆς εἶναι τὸ χρηστήριον, καὶ Δαφνίδα ἐπ' αὐτῷ τετάχθαι πρόμαντιν ὑπὸ τῆς Γῆς».
Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης και μια άλλη παράδοση που τη βρίσκει στο έπος του Μουσαίου «Ευμολπία» σύμφωνα με την οποία το μαντείο το είχαν από κοινού η Γαία με τον Ποσειδώνα. «Ποσειδῶνος ἐν κοινῷ καὶ Γῆς εἶναι τὸ μαντεῖον». Η Γαία χρησμοδοτούσε η ίδια, ενώ ο Ποσειδώνας είχε ως χρησμοδότη τον Πύρκωνα «καὶ τὴν μὲν χρᾶν αὐτήν, Ποσειδῶνι δὲ ὑπηρέτην ἐς τὰ μαντεύματα εἶναι Πύρκωνα». Τη Γαία ως πρώτη κτήτορα του μαντείου και τον Ποσειδώνα αναφέρει και ο Αισχύλος στις Ευμενίδες. (δες παρακάτω)
Από την άλλη το μαντείο ήταν της Θέμιδας και ο Πύθωνας φέρεται ως ένα τέρας που το φύλαγε και ταυτόχρονα προκαλούσε διάφορες καταστροφές στην περιοχή· θόλωνε τα νερά στις πηγές και τα ρυάκια, άρπαζε τα κοπάδια και τους χωρικούς, κατέστρεφε τις σοδειές στην εύφορη πεδιάδα της Κρίσας και τρόμαζε τις Νύμφες. Αφού σκότωσε τον Πύθωνα ο Απόλλωνας, πήρε το μαντείο από τη Θέμιδα και αφιέρωσε στο ιερό ένα τρίποδα. Ο τρίποδας στο εξής θα αποτελεί ένα από τα σύμβολα του θεού και πάνω σ' αυτόν θα κάθεται η Πυθία, για να δίνει τους χρησμούς της.
Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή η Θέμιδα είχε παραχωρήσει το μαντείο στην αδελφή της την Τιτανίδα Φοίβη (λαμπερή), κι εκείνη το έκανε δώρο στον Απόλλωνα για τα γενέθλιά του. Έτσι απέκτησε το προσωνύμιο Φοίβος.
Ευμενίδες, του Αισχύλου | |||
Πρῶτον μὲν εὐχῇ τῇδε πρεσβεύω θεῶν τὴν πρωτόμαντιν Γαῖαν· ἐκ δὲ τῆς Θέμιν, ἣ δὴ τὸ μητρὸς δευτέρα τόδ´ ἕζετο μαντεῖον, ὡς λόγος τις· ἐν δὲ τῷ τρίτῳ |
Πρώτην απ' τους θεούς στην προσευχή μου την πρωτομάντισσα δοξάζω Γαία· τη Θέμιδα κατόπι που σε τούτο της μάνας της, ως λένε, το μαντείο κάθισε δεύτερη· στη σειρά τρίτη, |
||
5 | λάχει, θελούσης, οὐδὲ πρὸς βίαν τινός, Τιτανὶς ἄλλη παῖς Χθονὸς καθέζετο, Φοίβη· δίδωσι δ´ ἣ γενέθλιον δόσιν Φοίβῳ· τὸ Φοίβης δ´ ὄνομ´ ἔχει παρώνυμον. λιπὼν δὲ λίμνην Δηλίαν τε χοιράδα, |
5 | θέλοντας, δίχως να την αναγκάσουν, άλλη κόρη της Γης, η τιτανίδα Φοίβη, το πήρε και γενέθλιο δώρο στο Φοίβο το χαρίζει· τ' όνομά της έχει από τότε αυτός για παρανόμι. Κι αφήνοντας τη λίμνη και τους βράχους |
10 | κέλσας ἐπ´ ἀκτὰς ναυπόρους τὰς Παλλάδος, ἐς τήνδε γαῖαν ἦλθε Παρνησοῦ θ´ ἕδρας. πέμπουσι δ´ αὐτὸν καὶ σεβίζουσιν μέγα κελευθοποιοὶ παῖδες Ἡφαίστου, χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην. |
10 | της Δήλου, στ' ακρογιάλια της Παλλάδας τα καλοτάξιδα άραξε, κι εκείθε φτάνει στου Παρνασσού τη χώρα τούτη. Με σέβας τον συνόδεψαν τα τέκνα του Ηφαίστου και του 'στρωσαν το δρόμο, την άγρια γη μερώνοντας. Ως ήρθε, |
15 | μολόντα δ´ αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῖ λεώς, Δελφός τε χώρας τῆσδε πρυμνήτης ἄναξ. τέχνης δέ νιν Ζεὺς ἔνθεον κτίσας φρένα ἵζει τέταρτον τοῖσδε μάντιν ἐν θρόνοις· Διὸς προφήτης δ´ ἐστὶ Λοξίας πατρός. |
15 | τον ερχομό του με τιμές μεγάλες γιόρτασεν ο λαός κι ο βασιλέας Δελφός, του τόπου τούτου ο κυβερνήτης. Κι εμπνέοντας στα φρένα του τη θεία τέχνην ο Δίας, τέταρτο τον βάζει μάντη, στους καιρούς τούτους, και προφήτης είναι ο Λοξίας στου γονιού του. Αρχίζω |
20 | τούτους ἐν εὐχαῖς φροιμιάζομαι θεούς. Παλλὰς Προναία δ´ ἐν λόγοις πρεσβεύεται. σέβω δὲ νύμφας, ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις, δαιμόνων ἀναστροφή· Βρόμιος δ´ ἔχει τὸν χῶρον, οὐδ´ ἀμνημονῶ, |
20 | με τους θεούς αυτούς τις προσευχές μου. Μα και την Αθηνά Προναία δοξάζω. Τιμώ και τις νύμφες στην Κωρύκεια γύρω βαθιά σπηλιά των βράχων που συχνάζουν οι θεοί και τα πουλιά αγαπούν· ο τόπος, δεν το ξεχνώ, του Βρόμιου είναι |
25 | ἐξ οὗτε Βάκχαις ἐστρατήγησεν θεός, λαγὼ δίκην Πενθεῖ καταρράψας μόρον· Πλειστοῦ τε πηγὰς καὶ Ποσειδῶνος κράτος καλοῦσα καὶ τέλειον ὕψιστον Δία, ἔπειτα μάντις εἰς θρόνους καθιζάνω. |
25 | απ' τον καιρό που οδήγησε τις Βάκχες και θάνατο φριχτό, λαγός σα να 'ταν, έδωκε στον Πενθέα· και καλώντας τις πηγές του Πλειστού, τον Ποσειδώνα το δυνατό, και πιότερο το Δία, τον ύψιστο και τέλειο, πηγαίνω στους θρόνους μάντισσα έπειτα να κάτσω. (μτφρ.Τάσος Ρούσσος, εκδ. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ) |
Το μαντείο όμως συνδέεται και με τη λατρεία του θεού Διόνυσου, πριν ακόμη έρθει ο Απόλλωνας ή μετά τον Απόλλωνα. (Υπάρχει διχογνωμία σχετικά με αυτό το ζήτημα μεταξύ των μελετητών. Επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διόνυσος βρισκόταν στους Δελφούς πριν να έρθει ο Απόλλωνας, αφού σύμφωνα με νεότερες μελέτες και με πινακίδες της γραμμικής Β' που βρέθηκαν στην Πύλο και αναφέρουν το όνομα του Διόνυσου, ο Διόνυσος θεωρείται παλαιότερος του Απόλλωνα.) Για τον Διόνυσο διαβάζουμε και πάλι στις Ευμενίδες του Αισχύλου.
Ως θεός της βλάστησης ο Διόνυσος γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο. Η λατρεία του στηρίζεται στις αλλαγές των εποχών οι οποίες συνδέονται και με τη ζωή του ανθρώπου: άνοιξη - γέννηση, καλοκαίρι - γονιμοποίηση, φθινόπωρο - φθορά, χειμώνας - θάνατος. Η μαντική ικανότητα του Διόνυσου εκφραζόταν από εκστασιαζόμενες γυναίκες, που με το στόμα τους μιλούσε ο θεός (μανία). Με την εμφάνιση του Απόλλωνα στο μαντείο, συμβιβάζονται οι δύο θεοί, περιορίζεται η μαζική μανία των διονυσιακών οργίων σε μια ομάδα, τον «θίασο», που αποτελούνταν από τις Θυιάδες και απαγόρευε τη συμμετοχή σε άλλους. Το τραγούδι του Διόνυσου, ο διθύραμβος, αντηχεί στου Δελφούς τους χειμωνιάτικους μήνες, όταν ο Απόλλωνας βρίσκεται στους Υπερβόρειους.
Ο Παυσανίας αναφέρει ότι από ένα ύμνο που είχε συνθέσει μια ντόπια, η Βοιώ, ιδρυτές του ναού ήταν οι Υπερβόρειοι. Είχαν έρθει μαζί με άλλους ο Παγασός, ο Αγυιεύς και ο Ωλήνας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος μάντης:
«Βοιὼ δὲ ἐπιχωρία γυνὴ ποιήσασα ὕμνον Δελφοῖς ἔφη κατασκευάσασθαι τὸ μαντεῖον τῷ θεῷ τοὺς ἀφικομένους ἐξ Ὑπερβορέων τούς τε ἄλλους καὶ Ὠλῆνα: τοῦτον δὲ καὶ μαντεύσασθαι πρῶτον καὶ ᾄσαι πρῶτον τὸ ἑξάμετρον. [8] πεποίηκε δὲ ἡ Βοιὼ τοιάδε:
ἔνθα τοι εὔμνηστον χρηστήριον ἐκτελέσαντο
παῖδες Ὑπερβορέων Παγασὸς καὶ δῖος Ἀγυιεύς.
ἐπαριθμοῦσα δὲ καὶ ἄλλους τῶν Ὑπερβορέων, ἐπὶ τελευτῇ τοῦ ὕμνου τὸν Ὠλῆνα ὠνόμασεν:
Ὠλήν θ', ὃς γένετο πρῶτος Φοίβοιο προφάτας,
πρῶτος δ' ἀρχαίων ἐπέων τεκτάνατ' ἀοιδάν».
Εδώ ίσως θα πρέπει να αναφέρουμε κι έναν διεκδικητή του μαντείου, που δεν είναι άλλος από τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής ήρθε να ζητήσει χρησμό από το μαντείο, επειδή όμως δεν του έδιναν με την αιτιολογία ότι δεν είχε εξαγνιστεί από τον φόνο του Ίφιτου, άρπαξε τον δελφικό τρίποδα κι ήταν έτοιμος να πάει να χτίσει δικό του μαντείο. Ο Απόλλωνας βγήκε να τον αντιμετωπίσει, πιάστηκαν στα χέρια και τότε μπήκε στη μέση ο Δίας. Τους χώρισε μ' ένα κεραυνό, έπεισε τον Ηρακλή να επιστρέψει τον τρίποδα και τον Απόλλωνα να δώσει χρησμό.
(Κάνε κλικ στις φωτογραφίες που ακολουθούν, για να δεις αναπαραστάσεις της αρπαγής διαμάχης του Απόλλωνα με τον Ηρακλή για το δελφικό τρίποδα.)
Γενικότερα στη γύρω περιοχή λατρευόταν παλαιότερα ως θεά της μαντικής και η Αθηνά (δες πιο πάνω και τις Ευμενίδες του Αισχύλου). Η χρησμοδότηση γινόταν ρίχνοντας πετραδάκια, τις θρίες. Η ιδιότητα αυτή της Αθηνάς παραμελήθηκε με την εμφάνιση του Απόλλωνα. Εξάλλου, η Αθηνά διατήρησε κατά κάποιο τρόπο τη θέση της στην περιοχή με το ιερό της «Προναίας». Η ονομασία του ιερού ή δείχνει τη θέση του, αφού βρίσκεται πριν από τον μεγάλο ναό (για τον επισκέπτη που θα ερχόταν από τη μεριά της Αράχοβας) ή δηλώνει τη σχέση της θεάς με την Πρόνοια (φροντίδα). Ο Παυσανίας ονομάζει το νναό ως Προνοίας: «ὁ τέταρτος δὲ Ἀθηνᾶς καλεῖται Προνοίας».
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το μαντείο αποδίδεται στη Γαία, στον Ποσειδώνα, στον Πύθωνα, που είναι γιος της, στη Θέμιδα και στην αδελφή της τη Φοίβη, που κι αυτές είναι κόρες της Γης, στον Διόνυσο, στους Υπερβόρειους, στην Αθηνά και τέλος στον Απόλλωνα. Όλοι οι θεοί πριν από τον Απόλλωνα αποτελούν θεούς της μητριαρχίας. Ο Απόλλωνας (και η Αθηνά) εκφράζει τη μετάβαση από τη μητριαρχία στην πατριαρχία και φυσικά στα νέα ελληνικά φύλλα, τους Δωριείς. Στις Ευμενίδες, εξάλλου, του Αισχύλου ο Ορέστης με χρησμό του Απόλλωνα σκοτώνει τη μάνα του και με την ψήφο της Αθηνάς απαλλάσσεται των κατηγοριών του.
Ο Απόλλωνας σκοτώνειτον Πύθωνα - Ο εξαγνισμός
Οι παραλλαγές του μύθου σχετικά με το πώς ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα είναι πολλές.
Ο Πύθωνας είναι γιος της Γης, όπως άλλωστε τα περισσότερα τέρατα. Ως γιος της Γης έδινε χρησμούς ή ήταν φύλακας του ναού. Ο Απόλλωνας, για να εγκαταστήσει το μαντείο του στους Δελφούς, έπρεπε να σκοτώσει τον Πύθωνα.
Σύμφωνα με τον Ομηρικό ύμνο στον Πύθιο Απόλλωνα, ο Απόλλωνας παιδεύτηκε πολύ μέχρι να καταλήξει στους Δελφούς για να κτίσει το μαντείο του. Ξεκίνησε, λοιπόν, από τον Όλυμπο κι αφού πέρασε από το Λέκτο και τα μέρη που κατοικούσαν οι Αινιάνες και οι Περραιβοί, φτάνει στην Ιωλκό. Από εκεί περνάει στην Εύβοια, στο ακρωτήριο Κηναίο, σταματάει στον κάμπο του Λήλαντα κι από τον Εύριπο περνάει και πάλι στη Στερεά. Αφήνοντας πίσω του το βουνό Μεσσάπιο, περνάει από τη Μυκαλησσό, την Τευμησσό και φτάνει στη Θήβα. Ούτε η Θήβα τον ικανοποιεί και κατευθύνεται στην Ογχηστό, διαβαίνει τον Κηφισό ποταμό, περνάει την Ωκαλέη, την Αλίαρτο και φτάνει στα νερά της Τελφούσας πηγής, κάτω από το ομώνυμο βουνό. Η νύμφη Τελφούσα τον πείθει να κατευθυνθεί προς την Κρίσα. Έτσι, αφήνοντας πίσω του τον Πανοπέα, την πολιτεία των άθεων Φλεγύων στην Κωπαΐδα, φτάνει στην Κρίσα. Στις πλαγιές του Παρνασσού θα βάλει τα θεμέλια του μαντείου.
Ο Απόλλωνας συνειδητοποιεί ότι η νύμφη Τελφούσα τον είχε εξαπατήσει, αφού τον έστειλε σ' ένα βραχότοπο που δεν κατοικούνταν, γι' αυτό επιστρέφει στην πηγή, την παραχώνει με πέτρες και κτίζει δίπλα δικό του βωμό. Από τότε ονομάζεται Τελφούσιος.
Στους Δελφούς τώρα, ο Απόλλωνας σκοτώνει με ένα βέλος του μια δράκαινα (ανώνυμη) που έτρωγε ανθρώπους και ζώα. Καθώς ξεψυχάει ο Απόλλωνας της φωνάζει: Αυτού τώρα, πάνω στο χώμα και κάτω από την πύρα του ήλιου σάπιζε (πύθευ), για να μην κάνεις κακό στους ανθρώπους που θα ανεβαίνουν να μου προσφέρουν θυσίες και να μου γυρεύουν χρησμό. (απόδοση Ι.Θ. Κακριδής)
Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα
ἐνταυθοῖ νῦν πύθευ ἐπὶ χθονὶ βωτιανείρῃ:
οὐδὲ σύ γε ζώουσα κακὸν δήλημα βροτοῖσιν
ἔσσεαι, οἳ γαίης πολυφόρβου καρπὸν ἔδοντες ἐνθάδ' ἀγινήσουσι τεληέσσας ἑκατόμβας:
οὐδέ τί τοι θάνατόν γε δυσηλεγέ' οὔτε Τυφωεὺς
ἀρκέσει οὔτε Χίμαιρα δυσώνυμος, ἀλλά σέ γ' αὐτοῦ πύσει Γαῖα μέλαινα καὶ ἠλέκτωρ Ὑπερίων
Φυσικά υπάρχει και η άποψη του Παυσανία (2, 7, 7) πως τον δράκο Πύθωνα ο Απόλλωνας τον σκοτώνει μαζί με την αδερφή του την Άρτεμη. «Ἀπόλλων καὶ Ἄρτεμις ἀποκτείναντες Πύθωνα».
Ο Καλλίμαχος πάλι, στον Ύμνο στον Απόλλωνα, μιλάει για περισσότερα βέλη «τὸν μὲν σὺ κατήναρες ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ βάλλων ὠκὺν ὀϊστόν»
Ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια ἐν Ταύροις λέει πως σκότωσε τον Πύθωνα από την αγκαλιά της μητέρας του (στ. 1250): «ἔτι νιν ἔτι βρέφος, ἔτι φίλας ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισι θρώισκων ἔκανες».
Σύμφωνα με τον Υγίνο, ένας χρησμός έλεγε πως ο Πύθωνας θα σκοτωνόταν από τον γιο της Λητώς. Γι' αυτόν τον λόγο ο Πύθωνας προσπάθησε να σκοτώσει τη Λητώ. Παράλληλα, η Ήρα που είχε μάθει ότι η Λητώ θα γεννούσε παιδιά από τον Δία, έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει τη γέννα. Ο Δίας, για να προστατέψει τη Λητώ, την έστειλε με τον Ποσειδώνα στο νησί Ορτυγία ή Αστερία, που τότε περιφερόταν, χωρίς να έχει σταθερή θέση ή ακόμα ήταν καλυμμένο από τα κύματα. Εκεί γέννησε η Λητώ, κάτω από ένα θόλο που σχημάτιζαν τα κύματα. Την τρίτη μέρα από τη γέννησή του ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα. Έκλεισε τη στάχτη του σε σαρκοφάγο, και σύμφωνα με την παράδοση τάφηκε κάτω από τον ομφαλό του ναού των Δελφών.
Είτε έτσι είτε αλλιώς ο Απόλλωνας σκότωσε ένα δράκο ή μια δράκαινα (αρσενικό ή θηλυκό φίδι) που φύλαγε τους Δελφούς. Το όνομα που παίρνει ο Απόλλωνας (Πύθιος) είτε οφείλεται στο όνομα του δράκου (Πύθων) είτε γιατί διέταξε το δράκο να σαπίσει (πύθευ). Ο Στράβων πάλι το ετυμολογεί από το ρ. πυνθάνομαι (Γεωγραφικά 9.3.5 κεκλῆσθαι δὲ καὶ τὴν προφήτιν (Πυθία) οὔτω καὶ τὴν πόλιν (Πυθώ) ἀπὸ τοῦ πυθέσθαι.
Άλλο όνομα του δράκου είναι και Δελφύνης, σύμφωνα με τον Λεάνδριο, ή Δέλφυνα, σύμφωνα με τον Καλλίμαχο, όπως διαβάζουμε στα Σχόλια για τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου: «ὅτι <Δελφύνης> ἐκαλεῖτο ὁ φυλάσσων τὸ ἐν Δελφοῖς χρηστήριον, Λεάνδριος (Maeandrii fg 10 M. II 337) καὶ Καλλίμαχος (fg 364 Schn.) εἶπον· δράκαιναν δὲ αὐτήν φησιν εἶναι, θηλυκῶς καλουμένην Δέλφυναν, αὐτὸς ὁ Καλλίμαχος.»
Αφού σκότωσε τον δράκο ο Απόλλωνας, έπρεπε να εξαγνιστεί. Ο ομηρικός ύμνος δεν αναφέρει τίποτα. Σύμφωνα με τον Παυσανία (2.7.7.) πήγε στην Αιγιάλεια, το παλιό όνομα της Σικυώνας μαζί με την αδερφή του «παρεγένοντο ἐς τὴν Αἰγιάλειαν καθαρσίων ἕνεκα» ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, στην Κρήτη, όπου τους εξάγνισε ο Καρμάνορας: «οἱ μὲν ἐς Κρήτην παρὰ Καρμάνορα ἀπετράποντο». Ο Πλούταρχος (Αίτια Ελληνικά, 12.393 C) εξηγώντας μια γιορτή των Δελφών, τα Σεπτήρια, μας λέει ότι πήγε στα Τέμπη «Τὸ μὲν οὖν Σεπτήριον ἔοικε μίμημα τῆς πρὸς τὸν Πύθωνα τοῦ θεοῦ μάχης εἶναι καὶ τῆς μετὰ τὴν μάχην ἐπὶ τὰ Τέμπη φυγῆς καὶ ἐκδιώξεως». Στα Τέμπη ο Απόλλωνας δούλεψε ως σκλάβος του βασιλιά των Φερρών Άδμητου για επτά χρόνια· γυρνώντας στους Δελφούς έφερε μαζί του και κλαδιά δάφνης με τα οποία έκτισε τον πρώτο ναό.
Υπάρχει όμως και η εξής δελφική παράδοση, στην οποία όμως δεν έχουμε εξαγνισμό: όταν γεννήθηκε ο Απόλλωνας, ο Δίας τον στεφάνωσε με χρυσή ταινία, του έδωσε τη λύρα κι αφού τον ανέβασε σ' ένα άρμα που το έσερναν κύκνοι, τον έστειλε να εγκατασταθεί στο μαντείο των Δελφών. Χωρίς να ξέρουμε για ποιο λόγο, ο Απόλλωνας δεν πήγε στο μαντείο αλλά στη χώρα των Υπερβορείων. Εκεί κάθισε για ένα χρόνο και κάποια στιγμή επιτέλους γύρισε στους Δελφούς, με το ίδιο άρμα που το έσερναν κύκνοι. Οι Δελφοί χαιρέτισαν τον ερχομό του Απόλλωνα· τραγουδούσαν τα αηδόνια, τα χελιδόνια, μέχρι και τα τζιτζίκια. Ο ποταμός Κηφισός, για να τον τιμήσει, φούσκωσε τα κύματά του και χάρισε στην πηγή Κασταλία τα μαντικά της νερά.
Οι ιερείς - ιέρειες του μαντείου
Το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Απόλλωνας, αφού έγινε κύριος του μαντείου, ήταν οι ιερείς. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο στην περιοχή δεν υπήρχε ψυχή. Καθώς χάζευε από τις κορφές του Παρνασσού, είδε ένα καράβι που έπλεε στο κρητικό πέλαγος. Τρέχει στο καράβι, μεταμορφώνεται σε δελφίνι και βρίσκεται ξαπλωμένος στο κατάστρωμα. Οι ναυτικοί τρομάζουν κι αφήνουν το καράβι να αρμενίζει μόνο του. Ο θεός τους οδηγεί μέχρι το λιμάνι της Κρίσας. Εκεί μεταμορφώνεται σε άστρο που φεγγοβολάει στο φως της ημέρας και κατευθύνεται στο μαντείο. Οι γυναίκες και οι κόρες των Κρισαίων υψώνουν ιερή κραυγή. Ο Απόλλωνας μεταμορφώνεται και πάλι, σε νέο αυτή τη φορά, και πλησιάζει το καράβι με τους Κρήτες ναυτικούς. Τους παρουσιάζεται, τους δηλώνει πως θα γίνουν οι ιερείς του, τους βάζει να χτίσουν ένα βωμό στην ακρογιαλιά και να προσφέρουν την πρώτη θυσία, κι επειδή τον είδαν σαν δελφίνι στο πλοίο, ορίζει να τον επικαλούνται ως δελφίνιο. Στη συνέχεια τους οδηγεί στο μαντείο. Μπροστά προχωρούσε ο Απόλλωνας παίζοντας την κιθάρα του κι ακολουθούσαν οι Κρήτες, κτυπώντας τα πόδια τους και τραγουδώντας τον παιάνα. Όταν έφτασαν στο μαντείο, ο θεός αντιμετωπίζει τις γκρίνιες των Κρητών, που άφησαν την πολυάνθρωπη Κρήτη κι ήρθαν στην ερημιά, με την υπόσχεση πως ο τόπος θα γεμίσει από ανθρώπους που θα έρχονται να του προσφέρουν θυσίες.
Από τον Παυσανία (Γεωγραφικά 2.7.7-8) μαθαίνουμε ότι η πρώτη μάντισσα του ναού ήταν η Φημονόη «μεγίστη δὲ καὶ παρὰ πλείστων ἐς Φημονόην δόξα ἐστίν, ὡς πρόμαντις γένοιτο ἡ Φημονόη τοῦ θεοῦ πρώτη καὶ πρώτη τὸ ἑξάμετρον ᾖσεν».
Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Παυσανίας μας λέει πως η Βοιώ, μια ντόπια που έγραψε ένα ύμνο στον Απόλλωνα, θεωρεί ως πρώτο μάντη τον Ωλήνα, που τον έφερε ο Απόλλωνας από τους Υπερβόρειους: «Βοιὼ δὲ ἐπιχωρία γυνὴ ποιήσασα ὕμνον Δελφοῖς ἔφη κατασκευάσασθαι τὸ μαντεῖον τῷ θεῷ τοὺς ἀφικομένους ἐξ Ὑπερβορέων τούς τε ἄλλους καὶ Ὠλῆνα: τοῦτον δὲ καὶ μαντεύσασθαι πρῶτον καὶ ᾄσαι πρῶτον τὸ ἑξάμετρον».
Σίβυλλα είναι το όνομα μιας ιέρειας που έκανε γνωστούς τους χρησμούς του Απόλλωνα. Η πρώτη Σίβυλλα (με το όνομα Σίβυλλα) ήταν κόρη του Τρωαδίτη Δάρδανου και της Νησώς. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν κόρη του Δία και της Λαμίας (κόρης του Ποσειδώνα)· ονομάστηκε Σίβυλλα από τους Λίβυες στους οποίους και προφήτευε. Απ' αυτήν και μετά η ονομασία Σίβυλλα δόθηκε σε όλες τις προφήτισσες.
Δεύτερη Σίβυλλα ήταν η Ηροφίλη. Αυτή αναφέρεται και στους Δελφούς. Κουβαλούσε μαζί της μια πέτρα, πάνω στην οποία ανέβαινε και προφήτευε. Την πέτρα την έδειχναν στους Δελφούς, όταν πέρασε ο Παυσανίας (Φωκικά, 12.1: «πέτρα δέ ἐστιν ἀνίσχουσα ὑπὲρ τῆς γῆς: ἐπὶ ταύτῃ Δελφοὶ στᾶσάν φασιν ᾆσαι τοὺς χρησμοὺς ὄνομα Ἡροφίλην». [Σίβυλλες (γυναίκες προφήτισσες) υπάρχουν διάφορες, όπως η Σίβυλλα των Ερυθρών στη Λυδία, η Σίβυλλα της Κύμης στην Καμπανία, η Εβραία Σίβυλλα Σάββη, η Σίβυλλα Φυτώ στη Σάμο.]
Η μάντισσα που διαδέχεται τη Σίβυλλα - Ηροφίλη, ονομάστηκε, πρώτα από τον Ηρόδοτο «Πυθία». Ως Πυθία οριζόταν στην αρχή μια νέα και παρθένα κοπέλα. Επειδή όμως έτυχε κάποτε ένας προσκυνητής να ερωτευτεί μια μάντισσα και να την αρπάξει βίαια (δες το κείμενο που ακολουθεί), από τότε ως Πυθία διάλεγαν μια γυναίκα άνω των 50 χρονών, την οποία όμως έντυναν ως παρθένο.
Πώς όμως καθιερώνεται στη περιοχή η μαντική; Διαβάζουμε στον Διόδωρο τον Σικελιώτη, Ιστορική Βιβλιοθήκη XVI, 26, 1-6
[16,26] [...] λέγεται γὰρ τὸ παλαιὸν αἶγας εὑρεῖν τὸ μαντεῖον: οὗ χάριν αἰξὶ μάλιστα χρηστηριάζονται μέχρι τοῦ νῦν οἱ Δελφοί. | Λέγεται ότι στο παρελθόν οι κατσίκες βρήκαν το μαντείο. Εξαιτίας μάλιστα των κατσικιών δίνονται μέχρι σήμερα οι χρησμοί στους Δελφούς. |
(2) τὸν δὲ τρόπον τῆς εὑρέσεως γενέσθαι φασὶ τοιοῦτον. ὄντος χάσματος ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ, καθ' ὅν ἐστι νῦν τοῦ ἱεροῦ τὸ καλούμενον ἄδυτον, καὶ περὶ τοῦτο νενομένων αἰγῶν διὰ τὸ μήπω κατοικεῖσθαι τοὺς Δελφοὺς αἰεὶ τὴν προσιοῦσαν τῷ χάσματι καὶ προσβλέψασαν αὐτῷ σκιρτᾶν θαυμαστῶς καὶ προί̈εσθαι φωνὴν διάφορον ἢ πρότερον εἰώθει φθέγγεσθαι. | Λένε πως ο τρόπος που βρέθηκε είναι ο εξής: σ' εκείνη την περιοχή υπήρχε ένα χάσμα, όπου βρίσκεται σήμερα το άδυτο του ναού, και γύρω απ' αυτό έβοσκαν κατσίκες, γιατί δεν κατοικούνταν ακόμη οι Δελφοί, κι όταν πλησίαζε μια κατσίκα στο χάσμα και προσέβλεπε προς αυτό πηδούσε περίεργα κι έβγαζε μια διαφορετική φωνή απ' ότι προηγουμένως. |
(3) τὸν δ' ἐπιστατοῦντα ταῖς αἰξὶ θαυμάσαι τὸ παράδοξον καὶ προσελθόντα τῷ χάσματι καὶ κατιδόντα οἷόνπερ ἦν ταὐτὸ παθεῖν ταῖς αἰξίν: ἐκείνας τε γὰρ ὅμοια ποιεῖν τοῖς ἐνθουσιάζουσι καὶ τοῦτον προλέγειν τὰ μέλλοντα γίνεσθαι. μετὰ δὲ ταῦτα τῆς φήμης παρὰ τοῖς ἐγχωρίοις διαδοθείσης περὶ τοῦ πάθους τῶν προσιόντων τῷ χάσματι πλείους ἀπαντᾶν ἐπὶ τὸν τόπον: διὰ δὲ τὸ παράδοξον πάντων ἀποπειρωμένων τοὺς αἰεὶ πλησιάζοντας ἐνθουσιάζειν. δι' ἃς αἰτίας θαυμαστωθῆναί τε τὸ μαντεῖον καὶ νομισθῆναι τῆς Γῆς εἶναι τὸ χρηστήριον. | Ο γιδοβοσκός πρόσεξε το παράδοξο κι αφού πλησίασε στο χάσμα για να δει τι συμβαίνει, έπαθε το ίδιο με τα κατσίκια. Όπως κι εκείνα, έκανε παρόμοια μ' αυτούς που μπαίνει ο θεός μέσα τους και άρχισε να προλέγει τα μελλούμενα. Μετά απ' αυτό, αφού διαδόθηκε η φήμη στους ντόπιους για το τι παθαίνουν όσοι πλησίαζαν στο χάσμα, πήγαιναν στη περιοχή όλο και περισσότεροι. Γιατί ήταν παράδοξο που έμπαινε ο θεός μέσα σε όσους πλησίαζαν. Γι' αυτές τις αιτίες το μαντείο ήταν άξιο θαυμασμού και θεώρησαν ότι είναι χρηστήριο της Γης. |
(4) καὶ χρόνον μέν τινα τοὺς βουλομένους μαντεύεσθαι προσιόντας τῷ χάσματι ποιεῖσθαι τὰς μαντείας ἀλλήλοις: μετὰ δὲ ταῦτα πολλῶν καθαλλομένων εἰς τὸ χάσμα διὰ τὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ πάντων ἀφανιζομένων δόξαι τοῖς κατοικοῦσι περὶ τὸν τόπον, ἵνα μηδεὶς κινδυνεύῃ, προφῆτίν τε μίαν πᾶσι καταστῆσαι γυναῖκα καὶ διὰ ταύτης γίνεσθαι τὴν χρησμολογίαν. ταύτῃ δὲ κατασκευασθῆναι μηχανὴν, ἐφ' ἣν ἀναβαίνουσαν ἀσφαλῶς ἐνθουσιάζειν καὶ μαντεύεσθαι τοῖς βουλομένοις. | Και για κάποιο διάστημα όσοι ήθελαν να πάρουν χρησμό πήγαιναν στο χάσμα και έδιναν μεταξύ τους τις μαντείες. Μετά απ' αυτά, επειδή πολλοί χάνονταν στο χάσμα και εξαφανίζονταν, φάνηκε καλό σ' αυτούς που κατοικούσαν στη γύρω περιοχή, για να μη κινδυνεύει κανένας, να καταστήσουν προφήτισσα για όλους μια γυναίκα και μέσω αυτής να δίνονται οι χρησμοί. Γι' αυτήν μάλιστα κατασκεύασαν και ένα μηχάνημα, πάνω στο οποίο ανέβαινε, ώστε να μπαίνει ο θεός μέσα της με ασφάλεια και να δίνει έτσι χρησμούς σ' όσους ήθελαν. |
(5) εἶναι δὲ τὴν μηχανὴν τρεῖς ἔχουσαν βάσεις, ἀφ' ὧν αὐτὴν τρίποδα κληθῆναι: σχεδὸν δὲ πάντας τούτου τοῦ κατασκευάσματος ἀπομιμήματα γίνεσθαι τοὺς ἔτι καὶ νῦν κατασκευαζομένους χαλκοῦς τρίποδας. ὃν μὲν οὖν τρόπον εὑρέθη τὸ μαντεῖον καὶ δι' ἃς αἰτίας ὁ τρίπους κατεσκευάσθη ἱκανῶς εἰρῆσθαι νομίζω. | Κι αυτό το μηχάνημα είχε τρεις βάσεις, γι' αυτό γι' ονομάστηκε τρίποδας. Εξαιτίας αυτού του κατασκευάσματος όλοι άρχισαν να κάνουν απομιμήσεις· μέχρι και σήμερα κατασκευάζουν χάλκινους τρίποδες. Με ποιο λοιπόν τρόπο βρέθηκε το μαντείο και για ποια αιτία κατασκευάστηκε ο τρίποδας, νομίζω ότι λέχθηκαν αρκετά. |
(6) θεσπιῳδεῖν δὲ τὸ ἀρχαῖον λέγεται παρθένους διά τε τὸ τῆς φύσεως ἀδιάφθορον καὶ τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ὁμογενές: ταύτας γὰρ εὐθετεῖν πρὸς τὸ τηρεῖν τὰ ἀπόρρητα τῶν χρησμῳδουμένων. ἐν δὲ τοῖς νεωτέροις χρόνοις φασὶν Ἐχεκράτη τὸν Θετταλὸν παραγενόμενον εἰς τὸ χρηστήριον καὶ θεασάμενον τὴν χρησμολογοῦσαν παρθένον ἐρασθῆναι διὰ τὸ κάλλος αὐτῆς καὶ συναρπάσαντα βιάσασθαι: τοὺς δὲ Δελφοὺς διὰ τὸ γεγενημένον πάθος εἰς τὸ λοιπὸν νομοθετῆσαι μηκέτι παρθένον χρηστηριάζειν, ἀλλὰ γυναῖκα πρεσβυτέραν πεντήκοντα ἐτῶν χρησμολογεῖν: κοσμεῖσθαι δ' αὐτὴν παρθενικῇ σκευῇ, καθάπερ ὑπομνήματι τῆς παλαιᾶς προφήτιδος. τὰ μὲν οὖν περὶ τῆς εὑρέσεως τοῦ μαντείου μυθολογούμενα τοιαῦτ' ἐστίν:Το κείμενο εδώ | Ως μάντισσες θεσπίστηκαν από παλιά οι παρθένες, επειδή από τη φύση τους είναι αμόλυντες και ταίριαζαν και στην Άρτεμη. Σ' αυτές ανάθεσαν να τηρούν τα απόρρητα όσων έπαιρναν χρησμό. Στα νεότερα χρόνια, λένε, ο Εχεκράτης ο Θεσσαλός, αφού πήγε στο χρηστήριο και είδε την παρθένο που έδινε χρησμό, την ερωτεύτηκε για την ομορφιά της και την πήρε μαζί με τη βία. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος οι Δελφοί όρισαν να μη χρησμοδοτεί πλέον παρθένα αλλά μεγάλη γυναίκα ηλικίας πενήντα χρονών. Την έντυσαν με ρούχα παρθένου, για να θυμίζει την παλιά προφήτισσα. Αυτά είναι οι μύθοι που σχετίζονται με την εύρεση του μαντείου. |
Περίπου τα ίδια, αλλά πολύ πιο σύντομα, μας τα λέει και ο Παυσανίας: «ἤκουσα δὲ καὶ ὡς ἄνδρες ποιμαίνοντες ἐπιτύχοιεν τῷ μαντείῳ, καὶ ἔνθεοί τε ἐγένοντο ὑπὸ τοῦ ἀτμοῦ καὶ ἐμαντεύσαντο ἐξ Ἀπόλλωνος».
Υπάρχει, λοιπόν, ένα είδος μαντικής που στηρίζεται στην έκσταση της μάντισσας. Η έκσταση προέρχεται είτε από τις αναθυμιάσεις από το χάσμα είτε από το μάσημα των φύλλων δάφνης είτε από το νερό της Κασταλίας.
Στην περιοχή όμως στα παλιότερα χρόνια ήταν γνωστά όλα τα είδη μαντικής· ο ήρωας Παρνασσός ήταν οιωνοσκόπος (Παυσανίας, Χ, 6,1), προφήτευε δηλαδή παρατηρώντας το πέταγμα των πουλιών. Ο Δελφός και ο Αμφικτύονας ερμήνευαν τα όνειρα ή τα εντόσθια. Ντόπιοι ιερείς, οι Πυρκόοι, χρησιμοποιούσαν τη φωτιά και τη θυσία. Οι νύμφες Θρίες μάντευαν ρίχνοντας πετραδάκια, που ήταν αρχικά της Αθηνάς. Επικράτησε όμως όλων η Πυθία και η έκσταση.
Ο χρόνος και ο τρόπος των χρησμών
Στον ναό δίνονταν χρησμοί εννιά φορές τον χρόνο. Αρχικά δινόταν μία, την ημέρα των γενεθλίων του Απόλλωνα στις 7 Βυσίου. Αργότερα όμως καθιερώθηκε να δίνεται κάθε μήνα, εκτός από τους μήνες του χειμώνα, τότε που ο Απόλλωνας βρισκόταν στη χώρα των Υπερβορείων. (Ο Βύσιος είναι ο αντίστοιχος Ανθεστηριών των Αθηναίων και ο δικός μας Φεβρουάριος.)
Η διαδικασία ήταν η εξής:
Πρώτα πρώτα όλοι οι παράγοντες της ιεροτελεστίας θα έπρεπε να καθαρθούν στα νερά της Κασταλίας πηγής. Στη συνέχεια, αυτός που ήθελε χρησμό, ο «θεοπρόπος», κατέθετε στο βωμό τον «πέλανο», την πίτα. Αν βέβαια ζητούσε χρησμό μια πόλη οι πίτες ήταν περισσότερες, ίσως έξι με δέκα. Ακολούθως οι ιερείς έβρεχαν μια κατσίκα, σε ανάμνηση της εύρεσης του ιερού από τις κατσίκες ή έδιναν να φάει ρεβίθια ένας χοίρος ή κριθάρι ένας ταύρος. Αν η κατσίκα ριγούσε ή αν ο χοίρος κι ο ταύρος έτρωγαν τα ρεβίθια και το κριθάρι αντίστοιχα τότε ο θεοπρόπος μπορούσε να πάρει χρησμό, αφού το ζώο θεωρούνταν και στο σώμα και στην ψυχή υγιές «δεῖ γὰρ τὸ θύσιμον τῷ τε σώματι καὶ τῇ ψυχῇ καθαρὸν εἶναι καὶ ἀσινὲς καὶ ἀδιάφθορον» (Πλούταρχος, Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 49). Το ζώο θυσιαζόταν στο βωμό των Χίων, ενώ ο θεοπρόπος έπρεπε να θυσιάσει πρόβατα ή γίδια στην ιερή εστία μαζί με τον πρόξενο της πόλης του. Ένα μέρος από τις θυσίες το έπαιρναν οι κάτοικοι των Δελφών. Αφού τέλειωναν με τις θυσίες, η Πυθία έπαιρνε την άδεια από τους ιερείς να μπει στον ναό. Εκεί καπνιζόταν με φύλλα δάφνης και κριθάλευρο στην ιερή εστία, μασούσε φύλλα δάφνης ή έπινε νερό για έμπνευση κι ανέβαινε στον τρίποδα. Ο τρίποδας βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο, σε ειδικό χώρο στο βάθος του αδύτου, στο «άντρο». Όσην ώρα η Πυθία έκανε τα παραπάνω ο θεοπρόπος έπρεπε να κάνει αγνές σκέψεις και νε λέει ευοίωνες λέξεις. Καθώς η Πυθία βρισκόταν στο άντρο, οι ιερείς της έκαναν ερωτήσεις κι εκείνη έβγαζε ακατάληπτες κραυγές τις οποίες «αποκρυπτογραφούσε» ο ειδικός για το ζήτημα ιερέας, ο «προφήτης» , τις κατέγραφαν σε εξάμετρο και τις παρέδιναν στον θεοπρόπο. Οι χρησμοί που τελικά έδινε το μαντείο ήταν διφορούμενοι και επιδέχονταν διάφορες ερμηνείες. Γι' αυτό το λόγο άλλωστε ο Απόλλωνας ονομάστηκε Λοξίας.
Οι εξάμετροι χρησμοί καταργήθηκαν περίπου στα ελληνιστικά χρόνια.
Εκτός όμως από την εκστατική χρησμοδότηση, υπήρχε και μια παλαιότερη, απλούστερη και φυσικά φτηνότερη. Πρόκειται για κληρομαντία. Η ερώτηση που κατέθετε ο θεοπρόπος έπρεπε να είναι με δύο επιλογές: θα γίνει αυτό ή εκείνο, να κάνω τούτο ή το άλλο. Η τελετή γινόταν δημόσια στον ναό, με την Πυθία να τραβάει από ένα λέβητα έναν από τους δύο κλήρους (κουκιά).
Ιέρεια κανονικά ήταν μία. Στην ακμή του μαντείου, επειδή η μία δεν προλάβαινε προστέθηκε και δεύτερη και αργότερα και τρίτη. Κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας ήταν και πάλι μία.
Όταν οι χρησμοί δεν ικανοποιούσαν, τότε μπορούσαν να ζητήσουν και πάλι χρησμό. Έτσι έκαναν οι Αθηναίοι στον καιρό των περσικών πολέμων. Διαβάζουμε στον Ηρόδοτο (7, 140-141)
[7,140] πέμψαντες γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι ἐς Δελφοὺς θεοπρόπους χρηστηριάζεσθαι ἦσαν ἕτοιμοι· καί σφι ποιήσασι περὶ τὸ ἱρὸν τὰ νομιζόμενα, ὡς ἐς τὸ μέγαρον ἐσελθόντες ἵζοντο, χρᾷ ἡ Πυθίη, τῇ οὔνομα ἦν Ἀριστονίκη, τάδε. | [7,140] Οι Αθηναίοι έστειλαν απεσταλμένους στους Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό. Μόλις έγιναν τα συνηθισμένα τελετουργικά και οι Αθηναίοι μπήκαν στο ναό και κάθισαν στις θέσεις τους, η Πυθία Αριστονίκη έδωσε την ακόλουθη προφητεία: |
(2) ὦ μέλεοι, τί κάθησθε; λιπὼν φεῦγ᾽ ἔσχατα γαίης δώματα καὶ πόλιος τροχοειδέος ἄκρα κάρηνα. οὔτε γὰρ ἡ κεφαλὴ μένει ἔμπεδον οὔτε τὸ σῶμα, οὔτε πόδες νέατοι οὔτ᾽ ὦν χέρες, οὔτε τι μέσσης λείπεται, ἀλλ᾽ ἄζηλα πέλει· κατὰ γάρ μιν ἐρείπει πῦρ τε καὶ ὀξὺς Ἄρης, Συριηγενὲς ἅρμα διώκων. | (2) Γιατί κάθεστε καταδικασμένοι; Τρέξτε στην άκρη του κόσμου, αφήνοντας τα σπίτια και τους λόφους που περικλείουν την πόλη σας σαν τροχός. Το κεφάλι δε θα μείνει στη θέση του ούτε το κορμί ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια ούτε τα ενδιάμεσα μέλη· αλλά όλα καταστρέφονται, γιατί θα σας ισοπεδώσει η φωτιά και ο ορμητικός Άρης καλπάζοντας μ' ένα Συριακό άρμα. |
(3) πολλὰ δὲ κἆλλ᾽ ἀπολεῖ πυργώματα κοὐ τὸ σὸν οἶον, πολλοὺς δ᾽ ἀθανάτων νηοὺς μαλερῷ πυρὶ δώσει, οἵ που νῦν ἱδρῶτι ῥεούμενοι ἑστήκασι, δείματι παλλόμενοι, κατὰ δ᾽ ἀκροτάτοις ὀρόφοισι αἷμα μέλαν κέχυται, προϊδὸν κακότητος ἀνάγκας. ἀλλ᾽ ἴτον ἐξ ἀδύτοιο, κακοῖς δ᾽ ἐπικίδνατε θυμόν. | (3) Πολλούς πύργους θα καταστρέψει, όχι μόνο τους δικούς σας, και θα παραδώσει στην ανελέητη φωτιά πολλούς ναούς των θεών, οι οποίοι τώρα λούζονται στον ιδρώτα, τρέμουν από φόβο, ενώ πάνω στις σκεπές κυλάει μαύρο αίμα προμηνύοντας αναπόφευκτες συμφορές. Σηκωθείτε, φύγετε από το ιερό και παραδώστε τις καρδιές σας στη θλίψη. |
[7,141] ταῦτα ἀκούσαντες οἱ τῶν Ἀθηναίων θεοπρόποι συμφορῇ τῇ μεγίστῃ ἐχρέωντο. προβάλλουσι δὲ σφέας αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ κακοῦ τοῦ κεχρησμένου, Τίμων ὁ Ἀνδροβούλου, τῶν Δελφῶν ἀνὴρ δόκιμος ὅμοια τῷ μάλιστα, συνεβούλευέ σφι ἱκετηρίην λαβοῦσι δεύτερα αὖτις ἐλθόντας χρᾶσθαι τῷ χρηστηρίῳ ὡς ἱκέτας. | [7, 141] Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι ταράχτηκαν απ' αυτήν την απάντηση κι ήταν έτοιμοι να βυθιστούν στην απελπισία για τη φρικτή μοίρα που τους περίμενε, όταν ο Τίμωνας, γιος του Ανδρόβουλου κι ένας από τους πιο διακεκριμένους άνδρες των Δελφών, τους πρότεινε να πάρουν κλαδιά ελιάς και να πλησιάσουν ξανά το μαντείο ως ικέτες. |
(2) πειθομένοισι δὲ ταῦτα τοῖσι Ἀθηναίοισι καὶ λέγουσι “ὦναξ, χρῆσον ἡμῖν ἄμεινόν τι περὶ τῆς πατρίδος, αἰδεσθεὶς τὰς ἱκετηρίας τάσδε τάς τοι ἥκομεν φέροντες, ἢ οὔ τοι ἄπιμεν ἐκ τοῦ ἀδύτου, ἀλλ᾽ αὐτοῦ τῇδε μενέομεν ἔστ᾽ ἂν καὶ τελευτήσωμεν”, ταῦτα δὲ λέγουσι ἡ πρόμαντις χρᾷ δεύτερα τάδε. | (2) Οι Αθηναίοι ακολούθησαν τη συμβουλή του λέγοντας: "Άρχοντα Απόλλωνα, για χάρη έστω των κλαδιών ελιάς που σου φέραμε, δώσε μια καλύτερη προφητεία για την πατρίδα μας. Διαφορετικά, δε θα φύγουμε από τον ιερό χώρο, ώσπου να πεθάνουμε". Τότε η προφήτισσα τους έδωσε ένα δεύτερο χρησμό που έλεγε τα εξής: |
(3) οὐ δύναται Παλλὰς Δί᾽ Ὀλύμπιον ἐξιλάσασθαι λισσομένη πολλοῖσι λόγοις καὶ μήτιδι πυκνῇ. σοὶ δὲ τόδ᾽ αὖτις ἔπος ἐρέω ἀδάμαντι πελάσσας. τῶν ἄλλων γὰρ ἁλισκομένων ὅσα Κέκροπος οὖρος ἐντὸς ἔχει κευθμών τε Κιθαιρῶνος ζαθέοιο, τεῖχος Τριτογενεῖ ξύλινον διδοῖ εὐρύοπα Ζεύς μοῦνον ἀπόρθητον τελέθειν, τὸ σὲ τέκνα τ᾽ ὀνήσει. | (3) "Η Παλλάδα δεν μπορεί να εξιλεώσει τον Ολύμπιο Δία, μολονότι τον ικετεύει με πολλά παρακάλια κι όλη της την πειθώ· ωστόσο θα σας πω ένα λόγο ακόμα, οριστικό κι αμετακίνητο: Μολονότι όλα τα άλλα θα πέσουν όσα βρίσκονται μέσα στα όρια του Κέκροπα και το κάστρο του ιερού όρους του Κιθαιρώνα, ο Δίας, που τα βλέπει όλα, θα χαρίσει στην Αθηνά ξύλινο τείχος, ώστε αυτό να μείνει απόρθητο και να σώσει εσάς και τα παιδιά σας. |
(4) μηδὲ σύ γ᾽ ἱπποσύνην τε μένειν καὶ πεζὸν ἰόντα πολλὸν ἀπ᾽ ἠπείρου στρατὸν ἥσυχος, ἀλλ᾽ ὑποχωρεῖν νῶτον ἐπιστρέψας· ἔτι τοι ποτε κἀντίος ἔσσῃ. ὦ θείη Σαλαμίς, ἀπολεῖς δὲ σὺ τέκνα γυναικῶν ἤ που σκιδναμένης Δημήτερος ἢ συνιούσης. | (4) Μα μην περιμένετε ήσυχοι το αναρίθμητο ιππικό και πεζικό να έρθουν από την Ασία, αλλά υποχωρήσετε γυρίζοντας την πλάτη σας στον εχθρό. Γιατί θα 'ρθει μια μέρα που θα τον αντιμετωπίσετε πρόσωπο με πρόσωπο. Θεϊκή Σαλαμίνα, θα φέρεις το θάνατο στους γιους πολλών μανάδων, όταν σπαρθεί ή θεριστεί ο καρπός της Δήμητρας. |
Οι χρησμοί της Πυθίας δεν ήταν αλάθητοι ούτε υπεράνω πάσης υποψίας. Στον Ηρόδοτο (6, 66) μαθαίνουμε ότι η προφήτισσα Περίαλλα έχασε το αξίωμά της, όταν της ζητήθηκε χρησμός από τη Σπάρτη για το αν ο βασιλιάς Δημάρατος ήταν γνήσιος γιος του Αρίστωνα, άρα και νόμιμος βασιλιάς. Ας δούμε τι λέει ακριβώς ο Ηρόδοτος:
[6,66] τέλος δὲ ἐόντων περὶ αὐτῶν νεικέων, ἔδοξε Σπαρτιήτῃσι ἐπειρέσθαι τὸ χρηστήριον τὸ ἐν Δελφοῖσι εἰ Ἀρίστωνος εἴη παῖς ὁ Δημάρητος. (2) ἀνοίστου δὲ γενομένου ἐκ προνοίης τῆς Κλεομένεος ἐς τὴν Πυθίην, ἐνθαῦτα προσποιέεται Κλεομένης Κόβωνα τὸν Ἀριστοφάντου, ἄνδρα ἐν Δελφοῖσι δυναστεύοντα μέγιστον, ὁ δὲ Κόβων Περίαλλαν τὴν πρόμαντιν ἀναπείθει τὰ Κλεομένης ἐβούλετο λέγεσθαι λέγειν. (3) οὕτω δὴ ἡ Πυθίη ἐπειρωτώντων τῶν θεοπρόπων ἔκρινε μὴ Ἀρίστωνος εἶναι Δημάρητον παῖδα. ὑστέρῳ μέντοι χρόνῳ ἀνάπυστα ἐγένετο ταῦτα, καὶ Κόβων τε ἔφυγε ἐκ Δελφῶν καὶ Περίαλλα ἡ πρόμαντις ἐπαύσθη τῆς τιμῆς. | Η υπόθεση αυτή προκάλεσε βίαιες φιλονικίες, ώσπου τελικά οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να ρωτήσουν το μαντείο των Δελφών αν ο Δημάρατος είναι γιος του Αρίστωνα. Ο Κλεομένης, αυτός που έδωσε στο λαό αυτήν την ιδέα, είχε φροντίσει προηγουμένως να εξασφαλίσει την υποστήριξη του Κόβωνα του γιου του Αριστόφαντου, ενός ισχυρού άνδρα των Δελφών. Αυτός ανέλαβε να πείσει τη μάντισσα Περίαλλα να δώσει την απάντηση που ήθελε ο Κλεομένης. Έτσι, όταν πήγαν οι Σπαρτιάτες απεσταλμένοι, του είπε η Πυθία ότι ο Δημάρατος δεν ήταν πραγματικός γιος του Αρίστωνα. Αργότερα αποκαλύφθηκαν τα πραγματικά γεγονότα αυτής της συμφωνίας. Ο Κόβωνας εξορίστηκε και η Περίαλλα, η μάντισσα, έχασε το αξίωμά της. |
Επίσης, στη διάρκεια των Περσικών πολέμων το μαντείο «μήδισε» φροντίζοντας να τα έχει καλά με τους Πέρσες, γι' αυτό άλλωστε και έδινε χρησμούς σύμφωνα με τους οποίους προέτρεπε τις πόλεις να παραδοθούν ή γενικότερα να μην αντισταθούν στους Πέρσες, όπως είδαμε και πιο πάνω με το χρησμό στους Αθηναίους· ακόμη και στον Πελοποννησιακό πόλεμο μάλλον είχε μια φιλοσπαρτιατική διάθεση.
Οι γιορτές που τελούνταν στους Δελφούς σχετίζονταν με γεγονότα από τη ζωή του Απόλλωνα και του Διόνυσου ή με ιστορικά γεγονότα.
Γιορτές αφιερωμένες στον Απόλλωνα
Πύθια, για να τιμηθεί ο θεός. Στην αρχή γιορτάζονταν κάθε οκτώ χρόνια (εννετηρίς) και πιθανόν από το 582 π.Χ. κάθε τέσσερα χρόνια (πεντετηρίς).
Δελφίνια, σ' ανάμνηση της μεταμόρφωσης του θεού σε δελφίνι, οδηγώντας τους Κρήτες ναυτικούς στην περιοχή και της ίδρυσης του ιερού. Γιορτάζονταν τον Απρίλιο.
Θαργήλεια, σχετική με την ιδιότητα του θεού να θεραπεύει από τους λοιμούς. Γιορτάζονταν την άνοιξη.
Σεπτήρια ή Στεπτήρια, σ' ανάμνηση της αναχώρησης του θεού για καθαρμό μετά τον φόνο του δράκοντα.
Θεοφάνεια, σ' ανάμνηση της επιστροφής του θεού μετά τον καθαρμό του.
Γιορτές αφιερωμένες στον Διόνυσο
Λικνίτης, γιορτή που γινόταν κάθε οκτώ χρόνια σ' ανάμνηση της αναγέννησης του θεού. Συμβόλιζε την αναγέννηση της φύσης.
Χάριλα, επίσης γιορταζόταν κάθε οκτώ χρόνια. Σχετιζόταν με την αναγέννηση της φύσης. Κατά τη διάρκεια της γιορτής μαστίγωναν μια κούκλα, την κρεμούσαν και τέλος την έθαβαν με μια θηλιά στον λαιμό.
Ηρωίς, επίσης γιορταζόταν κάθε οκτώ χρόνια. Σ' ανάμνηση της επαναφοράς της Σεμέλης, μητέρας του θεού, από τον Άδη.
Δαδοφόρια, κάθε δύο χρόνια, στον Παρνασσό. Ήταν μαιναδική γιορτή.
Γιορτές αφιερωμένες σε ιστορικά γεγονότα
Ελαφηβόλια, σ' ανάμνηση της νίκης κατά των Θεσσαλών πριν από τους περσικούς αγώνες.
Σωτήρια, σ' ανάμνηση της σωτηρίας των Δελφών από την επιδρομή των Γαλατών.
Ευμένεια, λαμπαδηδρομία από το Γυμνάσιο μέχρι τον βωμό του Απόλλωνα
Παυσανίας, Φωκικά 5.5-8, 12.1 Κορινθιακά 7.7
Πλούταρχος, Αίτια Ελληνικά, Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων
Ευριπίδης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, 1250 κ.ε.
Αισχύλος, Ευμενίδες
Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, XVI
Καλλίμαχος, Ύμνος στον Απόλλωνα, Αποσπάσματα
Ηρόδοτος, Ιστορία 6, 66
Αισχίνης, Κατά Κτησιφώντος
Δελφοί, Βαγγέλη Πεντάζου, Μαρίας Σάρλα, εκδ. Γιαννίκος-Καλδής, Αθήνα, 1984
Ελληνική Μυθολογία, επιμέλεια Ι. Θ. Κακριδής, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1986, τ. 2, 3
Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά-Φωκικά, Σχόλια Ν. Παπαχατζή, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2002
Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας, Pierre Grimal, University studio press, Θεσσαλονίκη, 1991
Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα-ΤΟ ΒΗΜΑ, τ. 20
Περιοδικό Αρχαιολογία, τ. 44/1992