Στην ενότητα αυτή θα μελετήσουμε τη θεωρία του Αριστοτέλη σύμφωνα με την οποία η αρετή είναι μεσότητα ανάμεσα σε δύο άκρα, την έλλειψη και την υπερβολή. Θα μελετήσουμε επίσης τον ορισμό της αρετής ως «έξεως προαιρετικής» και ως τελειότητας του χαρακτήρα και θα εξετάσουμε τον κεντρικό ρόλο που αυτή καταλαμβάνει στην αριστοτελική ηθική.
KEIMENO
Αρετή, μεσότητα και ακρότητες1
Το λάθος γίνεται με πολλούς τρόπους (γιατί το κακό και το άπειρο πάνε μαζί, όπως δίδασκαν οι Πυθαγόρειοι, ενώ το καλό πάει μαζί με το πεπερασμένο), το σωστό όμως γίνεται με έναν μόνο τρόπο (γι' αυτό και το πρώτο είναι εύκολο, ενώ το άλλο είναι δύσκολο: είναι εύκολο, πράγματι να αποτύχεις στον στόχο σου και είναι δύσκολο να τον πετύχεις)· να γιατί η υπερβολή και η έλλειψη είναι χαρακτηριστικά της κακίας και η μεσότητα της αρετής: «καλοί με έναν μόνο τρόπο, κακοί με χίλιους τόσους τρόπους»2. Η αρετή λοιπόν είναι μια έξη3, που α) επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο, β) βρίσκεται στο μέσον, στο μέσον όμως το «σε σχέση προς εμάς»4· το μέσον αυτό καθορίζεται από τη λογική –πιο συγκεκριμένα, από τη λογική, πιστεύω, που καθορίζει ο φρόνιμος άνθρωπος5· είναι μεσότητα μεταξύ δύο κακιών, που η μία βρίσκεται από την πλευρά της υπερβολής και η άλλη από την πλευρά της έλλειψης6· και ακόμη με το νόημα ότι ορισμένες κακίες αποτελούν έλλειψη και άλλες πάλι υπερβολή σε σχέση με αυτό που πρέπει, είτε στα πάθη είτε στις πράξεις, ενώ η αρετή και βρίσκει και επιλέγει το μέσον7. Από την άποψη λοιπόν της ουσίας της, και όσο μας ενδιαφέρει ο ορισμός της φύσης της, η αρετή είναι μεσότητα, από την άποψη όμως του σωστού και του άριστου είναι, ασφαλώς, κάτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλί8.
(Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια, Β, 1106b 27-1107a 8)
ΠΡΑΓΜΑTOΛOΓΙΚΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥTΙΚΑ ΣΧOΛΙΑ
Tο βασικό χαρακτηριστικό του ευδαίμονος βίου είναι η συμμόρφωση της ψυχικής μας ενεργητικότητας με την αρετή. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τις αρετές σε διανοητικές και ηθικές. Οι ηθικές αρετές αφορούν τα πάθη, τα συναισθήματα και τις πράξεις των ανθρώπων και το πεδίο τους ορίζεται μερικές φορές αναφορικά με έναν τύπο συναισθήματος και άλλοτε με έναν τύπο πράξης. Όλες μαζί οι ηθικές αρετές συνιστούν το ήθος, δηλ. τον ηθικό πυρήνα του ανθρώπου. Στην προηγούμενη ενότητα είδαμε ότι ο τελικός σκοπός της ζωής είναι η ευδαιμονία. Εδώ, ο Αριστοτέλης εξετάζει τι είναι η αρετή, δίνει τον ορισμό της και τη συνδέει με την έννοια της μεσότητας που είναι αξιέπαινη, ενώ η υπερβολή και η έλλειψη είναι κατακριτέες.
Το λάθος γίνεται… κακοί με χίλιους τόσους τρόπους: ο Αριστοτέλης αναφέρεται εδώ στους Πυθαγόρειους και στη διδασκαλία τους σχετικά με τις δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο, οι οποίες είναι αντίθετες μεταξύ τους.
Η αρετή λοιπόν είναι μια έξη που επιλέγεται ελεύθερα από το άτομο: ο Αριστοτέλης ορίζει την αρετή ως έξη προαιρετική, δηλ. μια μόνιμη κατάσταση και διάθεση της ψυχής που στηρίζεται στην προαίρεση (την ορθολογική επιλογή), σε μια συνήθεια που επιλέγεται ελεύθερα από τον άνθρωπο. Οι αρετές είναι έξεις, δεν είναι όμως όλες οι έξεις αρετές, αλλά μόνο όσες κρίνονται άξιες επαίνου.
…βρίσκεται στο μέσον όμως το «σε σχέση προς εμάς»: η αρετή προέρχεται από την προαίρεση (την ελεύθερη βούληση, την ελεύθερη επιλογή), η οποία κρατείται σε μία μεσότητα σχετική με μας. Η μεσότητα αυτή καθορίζεται από τον λόγο, σύμφωνα δηλ. με τον καθορισμό που θα της απέδιδε κάθε φρόνιμος άνθρωπος. Η προαίρεση ορίζεται από τον Αριστοτέλη ως επιθυμία πραγμάτων που εμπίπτουν στη δική μας δύναμη, αφού από τη στιγμή που, ύστερα από διανοητική εργασία και διαβούλευση, κρίναμε τι πρέπει να επιλέξουμε και να προτιμήσουμε, έχουμε επιθυμίες πια σύμφωνες με τη διανοητική εργασία και τη διαβούλευσή μας.
Ο φρόνιμος άνθρωπος: ο φρόνιμος άνθρωπος είναι αυτός που πράττει σύμφωνα με τον ορθό λόγο, τη λογική του. Ο ενάρετος άνθρωπος είναι πάντοτε φρόνιμος, καθοδηγείται από την αρετή της φρόνησης και επιλέγει αυτό που είναι σωστό να πράξει.
Υπερβολή και έλλειψη: η αρετή είναι μεσότητα (και όχι μετριότητα) μεταξύ δύο λανθασμένων τρόπων, της υπερβολής και της έλλειψης. Η υπερβολή και η έλλειψη είναι κακίες που νοούνται στο ηθικό πεδίο ως ηθικές μειονεξίες.
Είναι μεσότητα… το μέσον: η αρετή αποτελεί μεσότητα μεταξύ δύο κακιών, η μία κακία αποτελεί υπερβολή και η άλλη αποτελεί έλλειψη. Η μεσότητα δεν είναι απόλυτη, αλλά είναι μεσότητα «σε σχέση με εμάς», δηλ. σε σχέση με τον άνθρωπο που αποτελεί το υποκείμενο της ηθικής πράξης. Η μεσότητα ποικίλλει ανάλογα με τις περιστάσεις και τα πρόσωπα, όπως φαίνεται στο παράλληλο κείμενο (1), και γι' αυτό εναποτίθεται στον φρόνιμο άνθρωπο να την καθορίσει ανάλογα κάθε φορά.
Από την άποψη… στο ψηλότερο σκαλί (μεσότης ἐστὶν ἡ ἀρετή, κατὰ δὲ τὸ ἄριστον καὶ τὸ εὖ ἀκρότης): η μεσότητα, από αξιολογική δηλ. άποψη, γίνεται και αυτή ακρότητα, δηλ. κάτι το απόλυτο.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
1 Η μεσότητα δεν είναι η ίδια για όλους
Το μέσον όμως το σε σχέση προς εμάς δε θα το ορίσουμε έτσι· γιατί αν για ένα άτομο είναι πολύ το να φάει δέκα «μερίδες» και λίγο να φάει δύο, δεν θα πει πως ο προπονητής θα ορίσει έξι «μερίδες», γιατί και αυτή η ποσότητα μπορεί να είναι πολλή γι' αυτόν που θα τη φάει ή λίγη: λίγη για έναν Μίλωνα, πολλή για τον αρχάριο στη γύμναση. Το διο ισχύει και στο τρέξιμο ή την πάλη. Συμπέρασμα: Ο ειδήμονας αποφεύγει την υπερβολή ή την έλλειψη και ψάχνει να βρει το μέσον· αυτό είναι η τελική του προτίμηση – φυσικά όχι το μέσον το σε σχέση προς το πράγμα, αλλά το σε σχέση προς εμάς.
(Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια, Β, 1106a 36-1106b 7)
2 Η μεσότητα δε βρίσκει εφαρμογή σε κάθε πράξη και σε κάθε πάθος
Εν πάση περιπτώσει η θεωρία αυτή της μεσότητας δε βρίσκει εφαρμογή σε κάθε πράξη και σε κάθε πάθος· υπάρχουν, πράγματι, πάθη που ήδη η λέξη που τα δηλώνει φέρνει στο μυαλό μας κάτι αρνητικό και τιποτένιο, π.χ. επιχαιρεκακία, αδιαντροπιά, φθόνος, και στην περίπτωση των πράξεων: μοιχεία, κλεψιά, φόνος· γιατί όλα αυτά –και όσα άλλα τέτοια– τα λέμε με τη βεβαιότητα ότι είναι αρνητικά και τιποτένια τα ίδια και όχι η υπερβολή ή η έλλειψή τους. ∆εν υπάρχει, λοιπόν, περίπτωση να κάνει ποτέ κανείς το σωστό σε σχέση με αυτά· αυτό είναι πάντοτε λάθος.
(Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια, Β, 1107a 8-15)
3 Τρεις βασικοί τρόποι συμπεριφοράς
Φάνηκε λοιπόν καθαρά πως τρεις βασικοί τρόποι συμπεριφοράς υπάρχουν: δύο λανθασμένοι (κακίες), ο ένας της κατηγορίας της υπερβολής και ο άλλος της κατηγορίας της έλλειψης, και μία αρετή, η μεσότητα. Και οι τρεις τους βρίσκονται κατά έναν τρόπο σε αντίθεση μεταξύ τους: τα δύο άκρα προς το μέσον και μεταξύ τους, και το μέσον προς τα δύο άκρα. Όπως το ίσο είναι μεγαλύτερο σε σχέση προς το μικρότερο και μικρότερο σε σχέση προς το μεγαλύτερο, έτσι οι μεσότητες αποτελούν υπερβολή σε σχέση προς την έλλειψη και έλλειψη σε σχέση προς την υπερβολή τόσο στα πάθη όσο και στις πράξεις.
(Ἀριστοτέλης, Ἠθικά Νικομάχεια, Β, 1108b 11-19)
EPΩTHΣEIΣ – EPΓAΣIEΣ
Πώς ορίζει ο Αριστοτέλης την αρετή; Δώστε το αντώνυμο της λέξης αυτής.
Τι εννοεί ο Αριστοτέλης όταν λέει ότι η αρετή είναι μεσότητα; Πώς προσδιορίζει την υπερβολή και την έλλειψη;
Ποιοι είναι οι τρεις τρόποι συμπεριφοράς στους οποίους αναφέρεται ο Αριστοτέλης στο παράλληλο κείμενο (3); Πώς αυτοί αποτυπώνονται στο σχεδιάγραμμα της αρετής που βρίσκεται στο περιθώριο του βιβλίου σας;
Στον Δημόκριτο (απόσπ. 102) διαβάζουμε: «Σε κάθε πράγμα είναι καλό το ίσο· η υπερβολή και η έλλειψη δε μου αρέσει». Ποιες ομοιότητες έχει αυτή η άποψη με την αριστοτελική θεωρία για τη μεσότητα; Ποια εφαρμογή μπορεί να έχει η αριστοτελική θεωρία της μεσότητας στην καθημερινή ζωή;
ΘEMAΤΑ ΓIA ΣYZHTHΣH Ή ΓPAΠTH EPΓAΣIA
Γιατί στο παράλληλο κείμενο (1) ο Αριστοτέλης λέει ότι η μεσότητα δεν είναι ίδια για όλους; Ποια είναι τα παραδείγματα που αναφέρει για να στηρίξει την άποψή του; Μπορείτε εσείς να σκεφτείτε και άλλα παρόμοια;
ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Στο παράλληλο κείμενο (1) ο Αριστοτέλης αναφέρεται στον αθλητή Μίλωνα, γνωστό παλαιστή της αρχαιότητας και Ολυμπιονίκη. Ανατρέξτε στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων και βρείτε πληροφορίες για τη ζωή του. Πώς εξηγούσαν την υπερβολική δύναμη των αθλητών της εποχής εκείνης; Τι συμβαίνει στην εποχή μας, όταν οι αθλητές φαίνονται να υπερβαίνουν τις φυσικές δυνάμεις τους; Με ποιον τρόπο ξεπερνούν το μέτρο;
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΕΤΩΝ (ὑπογραφή) | ||
Υπερβολή | Έλλειψη | Μεσότητα |
ὀργιλότης θρασύτης ἀναισχυντία ἀκολασία φθόνος κέρδος ἀσωτία ἀλαζονεία κολακεία ἀρέσκεια τρυφερότης χαυνότης δαπανηρία πανουργία |
ἀναλγησία δειλία κατάπληξις ἀναισθησία ἀνώνυμον ζημία ἀνελευθερία εἰρωνεία ἀπέχθεια αὐθάδεια κακοπάθεια μικροψυχία μικροπρέπεια εὐήθεια |
πραότης ἀνδρεία αἰδώς σωφροσύνη νέμεσις δίκαιον ἐλευθεριότης ἀλήθεια φιλία σεμνότης καρτερία μεγαλοψυχία μεγαλοπρέπεια φρόνησις |
|
1. Ο καθηγητής μπορεί να κινήσει το ενδιαφέρον των μαθητών κάνοντας ερωτήσεις, όπως λ.χ. να του απαριθμήσουν αρετές που γνωρίζουν, ώστε να ανακαλέσουν τις γνώσεις τους για το θέμα αυτό από τους Προσωκρατικούς, τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Επισημαίνουμε ότι για τον Αριστοτέλη τελικός σκοπός της ηθικής δεν είναι να γνωρίσουμε την αρετή, αλλά να είμαστε ηθικοί, γιατί η αρετή είναι πράξη που έχει ως βάση τη φρόνηση. Η φρόνηση είναι η αρετή που οδηγεί στη δράση. Για τον Αριστοτέλη η αρετή δεν είναι πάθος ούτε δύναμη, αλλά μόνιμη δεξιότητα της ψυχής, που έχει κατακτηθεί με άσκηση και μας κάνει να διαλέγουμε το μέσο ανάμεσα στα άκρα, που είναι η υπερβολή και η έλλειψη. Ορίζοντας την αρετή ως «έξη προαιρετική» και ως «τελειότητα του χαρακτήρα» θέλει να τονίσει κυρίως την αξία που έχει η παιδεία για την αγωγή του ατόμου, αφού αυτό εθίζεται σε συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς. Ο Αριστοτέλης θεωρεί επίσης σημάδι αποδεικτικό των έξεων την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια και υποστηρίζει (Ηθικά Νικομάχεια, Β', 3, 1-2) ότι η πραγμάτωση της ηθικής αρετής συνεπάγεται ευχαρίστηση για τον άνθρωπο.
2. Να γίνει σύνδεση της πρώτης παραγράφου του χωρίου των Ηθικών Νικομαχείων, που ανθολογείται και αναφέρεται στους Πυθαγόρειους, με την ενότητα των Προσωκρατικών και να τονισθεί η επιρροή που ασκήθηκε από αυτούς στον Αριστοτέλη. Ο καθηγητής μπορεί να ανακαλέσει τις γνώσεις των μαθητών για τους Προσωκρατικούς, και ειδικότερα για τους Πυθαγόρειους, και να επισημάνει την επίδραση που αυτοί άσκησαν στο έργο του Αριστοτέλη.
3. Να επισημανθεί ότι ο αριστοτελικός ορισμός της αρετής θέτει ως μέτρο της αρετής τον λογικό και φρόνιμο άνθρωπο και όχι την ιδέα της αρετής, όπως ο Πλάτων. Ο Αριστοτέλης προτιμά ένα χειροπιαστό παράδειγμα πραγματωμένης αρετής, τον μυαλωμένο άνθρωπο, ο οποίος μπορεί να κατανοήσει ότι η αρετή είναι μεσότητα μεταξύ δύο λανθασμένων τρόπων πράξης (κακιών), της υπερβολής και της έλλειψης. Η υπερβολή και η έλλειψη είναι κακίες που νοούνται στο ηθικό πεδίο ως ηθικές μειονεξίες. Ο Αριστοτέλης τονίζει ταυτόχρονα ότι η αρετή κατὰ τὸ ἄριστον καὶ τὸ εὖ είναι ακρότητα. Χρειάζεται επίσης να επισημανθεί ότι η αρετή, όπως τονίζει ο Αριστοτέλης στο παράλληλο κείμενο (2), δεν είναι πάντοτε μεσότητα, αφού μερικές πράξεις ή μερικά πάθη είναι καθαυτό ακραία, και γι' αυτές τις πράξεις και γι' αυτά τα πάθη δεν επιδέχεται εφαρμογή το κριτήριο της μεσότητας.
4. Τέλος, σημειώνεται ότι η αριστοτελική θεωρία της αρετής ως μεσότητας είναι ιδιαίτερα σύνθετη και ενδεχομένως να είναι δύσκολη η κατανόησή της από τους μαθητές, γι' αυτό ο εκπαιδευτικός μπορεί να επιλέξει όσα κρίνει προσπελάσιμα από τους μαθητές της τάξης του και να τα επεξεργαστεί με τον πιο κατάλληλο κατά τη γνώμη του τρόπο.
Όταν ο Αριστοτέλης διαπραγματεύεται ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, συνηθίζει στα έργα του πρώτα να αναφέρει εν συντομία τις απόψεις των προγενέστερων (Προσωκρατικοί, Σωκράτης, Πλάτων) για το θέμα αυτό και είτε να ασκεί κριτική είτε να συμφωνεί και στη συνέχεια να παρουσιάζει τις δικές του απόψεις. Το χωρίο αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αφόρμηση για να γίνει σύντομη υπενθύμιση των θεωριών των Προσωκρατικών που εξετάστηκαν στο αντίστοιχο κεφάλαιο, να επισημανθεί η επιρροή που δέχθηκε ο Αριστοτέλης από τους προγενέστερους φιλοσόφους και να τονισθεί η συνέχεια της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στη διδασκαλία των Πυθαγορείων, την οποία απ' ό,τι φαίνεται παραδέχεται και επηρεάζεται από αυτήν. Αυτοί υποστήριζαν ότι οι «αρχές των όντων» ήταν τα εναντία, δηλ. ότι απέναντι σε κάθε αρχή που έχει τη δύναμη να επιβληθεί υπάρχει μια άλλη που υποτάσσεται (πέρας-άπειρον, αγαθό-κακό κτλ.) και ότι η τάξη, η αρμονία στον κόσμο, είναι το αποτέλεσμα της μοναρχίας, της επικράτησης και επιβολής του ενός από τα εναντία. Εδώ ο Αριστοτέλης επικαλείται την πυθαγόρεια αντίληψη ότι το κακό βρίσκεται στην πλευρά του απείρου και το αγαθό στην πλευρά του πεπερασμένου, προβαίνοντας έτσι σε διασύνδεση κακίας και πολλαπλότητας, αρετής και μοναδικότητας - περιορισμένου
Ο Αριστοτέλης αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης στα Ηθικά Νικομάχεια στην αρετή. Ο Αριστοτέλης διακρίνει ανάμεσα σε δύο είδη αρετών, ηθικών και διανοητικών, οι οποίες από κοινού συντελούν στην κυρίαν ἀρετήν του ανθρώπου και αποτελούν την προϋπόθεση της ευδαιμονίας του. Το Β' βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων, απ' όπου προέρχονται τα αποσπάσματα της ενότητας, είναι αφιερωμένο στην ανάλυση της ηθικής αρετής, στο πώς αυτή δημιουργείται και με ποιο μέσο και τρόπο αυτή εκφράζεται. Δίνεται ο ορισμός της ηθικής αρετής ως μεσότητας και τα χαρακτηριστικά της υπερβολής και της έλλειψης. Τα βιβλία Β' έως Ε' των Ηθικών Νικομαχείων εξετάζουν τις ηθικές αρετές, ενώ το Ζ' βιβλίο τις διανοητικές αρετές. Οι ηθικές αρετές έχουν άμεση σχέση με τα πάθη, τα συναισθήματα και τις πράξεις του ανθρώπου, ενώ οι διανοητικές αρετές αποτελούν τις νοητικές καταστάσεις δυνάμει των οποίων προσεγγίζουμε την αλήθεια και είναι πέντε τον αριθμό (επιστήμη, τέχνη, φρόνηση, νους, σοφία): «Κατά τη διάκριση αυτή υποδιαιρείται και η αρετή σε είδη. Άλλες, πράγματι, αρετές τις λέμε διανοητικές και άλλες ηθικές: η σοφία, η αντιληπτικότητα, η φρόνηση είναι διανοητικές αρετές, ενώ η ελευθεριότητα και η σωφροσύνη είναι ηθικές αρετές» (Ηθικ. Νικ., Α', 13, 1103a 3-6). Κάθε ηθική αρετή ως ηθική ποιότητα του πράττοντος είναι έξις προαιρετική, αποτελεί δηλαδή μόνιμη κατάσταση και διάθεση της ψυχής που στηρίζεται στην προαίρεση. Αρετές είναι οι έξεις που είναι άξιες επαίνου. Όλες μαζί οι ηθικές αρετές συνιστούν το έθος, δηλαδή τον ηθικό πυρήνα του ανθρώπου, που βασίζεται στην προαίρεση, δηλαδή την ελεύθερη βούληση. Στην ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη ο εθισμός έχει αξιοσημείωτη θέση για τη διάπλαση του ηθικού χαρακτήρα. Ο ορισμός περιέχει συνήθως μια έννοια γένους και την ειδοποιό διαφορά, δηλαδή το γνώρισμα μιας έννοιας που τη διαφοροποιεί από τις άλλες. Εδώ η αρετή ορίζεται ως έξις προαιρετική, έχουμε δηλαδή τη γενική έννοια «έξη» και το γνώρισμά της «προαιρετική».
«Η αντίληψη του Αριστοτέλους, ότι η αρετή είναι μεσάτης προκάλεσε πολλάκις τα ειρωνικά σχόλια πολλών πολεμίων της ηθικής του θεωρίας, οι οποίοι του επιρρίπτουν τη μομφή, ότι πειράται να λύσει τα ηθικά προβλήματα, δια της ευκόλου μεθόδου της συμβιβαστικής λύσεως. Αν υπερεντεινομένη η ανδρεία άγεται εις υπερβολή και καθίσταται θράσος, ήτοι κακία, δεν συνάγεται το παράλογο συμπέρασμα ότι η ένταση του βαθμού της αρετής καθίσταται αφορμή να περιπέσει αύτη εις κακία; Εν τοιαύτη περιπτώσει φρονούν πολλοί εκ των επικριτών ότι καταλύεται ο αξιολογικός χαρακτήρας της αρετής. Κατά των εν λόγω επικρίσεων αντεπεξήλθε κατά τους τελευταίους χρόνους ο Γερμανός φιλόσοφος Nikolai Hartmann εις το μέγα συστηματικό περί Ηθικής σύγγραμμά του. Αντικρούων τις επικρίσεις ανέφερε ένα αξιοσημείωτο χωρίον εκ του Β' βιβλίου των Ηθικών Νικομαχείων, όπερ λύει τελειωτικώς το πρόβλημα (1107a 6) : Διὸ κατὰ μὲν τὴν οὐσίαν καὶ τὸν λόγον τὸν τί ἦν εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστὶν ἡ ἀρετή, κατὰ δὲ τὸ ἄριστον καὶ τὸ εὖ ἀκρότης. Κατά το οντολογικό της περιεχόμενο, ήτοι κατά την αξιολογική της ύλη, είναι η αρετή μεσάτης, αλλά και κατά τον αξιολογικό της χαρακτήρα είναι κάτι το απόλυτο, το οποίο δεν επιδέχεται ουδεμία επιπλέον υπερβολή. Κατά συνέπεια, το νόημα του αριστοτελικού ορισμού της αρετής ως μεσότητας είναι, ότι η αρετή από οντολογικής μεν απόψεως είναι μεσότητα ευρισκόμενη μεταξύ απροσδιοριστίας της υπερβολής και ελλείψεως, από αξιολογικής όμως πλευράς θεωρούμενη είναι ύψιστη τελειότητα μη επιδεχόμενη περαιτέρω υπερβολή, αλλά ενέχουσα το χαρακτηριστικό του απόλυτου. Θεωρούμενες στη βαθύτερή τους ουσία οι ως ηθικές χαρακτηριζόμενες αρετές είναι αξιολογικές συνθέσεις που προκύπτουν όχι από την κατά βαθμό εξύψωση ενός μόνου αξιολογικού στοιχείου, αλλά από την οργανική σύνδεση δύο καθ' ύλη αντιθέτων αξιολογικών στοιχείων. Η ανδρεία π.χ. δεν είναι, ούτε αλόγιστο θράσος, ούτε υπολογισμένη προφύλαξη, διότι τόσο η αλόγιστη τόλμη, όσο και η δειλία καθ' αυτές λαμβανόμενες στερούνται απόλυτης αξίας. Είναι η σύνθεση η απαρτιζόμενη εξ αμφοτέρων» (Κ. Δ. Γεωργούλη, Αριστοτέλης, ο Σταγιρίτης, Θεσ/νίκη 1962, σελ. 345-346). Βλ. και το σχήμα, Βιβλίο του μαθητή.
Κατά τον Αριστοτέλη, η αρετή δεν είναι μόνο μεσότητα, αλλά και ακρότητα: «Στη σωφροσύνη και την ανδρεία δεν υπάρχει υπερβολή και έλλειψη, γιατί η μεσότητα είναι, κατά κάποιον τρόπο, ακρότητα» (Ηθ. Νικ., Β', 1170a 22-23). «Πώς μπορεί άραγε η αρετή - μεσότητα να είναι ταυτόχρονα και ακρότητα; Η ερμηνεία είναι η εξής: σε ό,τι αφορά τα πάθη και τις πράξεις η αρετή είναι μεσότητα μεταξύ της υπερβολής και της έλλειψης, και μάλιστα μεσότητα σε σχέση προς εμάς. Δεν πρόκειται για τη μαθηματικά υπολογισμένη ίση απόσταση από τα δύο άκρα του ηθικού φάσματος, αλλά για την ποιοτικά τέλεια επιλογή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, με υπολογισμό της αιτίας, του τρόπου, του χρόνου κτλ., σύμφωνα με τον ηθικό κανόνα που τον εκφράζει ο φρόνιμος, ο σπουδαίος. Ενώ όμως η αρετή αποτελεί μεσότητα της υπερβολής και της έλλειψης, η ίδια ως μεσότητα είναι αξιολογική κορύφωση. Επομένως, δεν είναι μια «χρυσή μετριότητα», που προκύπτει ως συμβιβασμός αντιτιθέμενων ροπών, είναι η δυναμική σύνθεση και υπέρβαση τους, δηλαδή ηθική τελειότητα, και γι' αυτό δεν επιδέχεται ούτε υπερβολή ούτε έλλειψη. Αν επιδεχόταν τότε ορισμένες ενάρετες πράξεις, θα τοποθετούνταν στο χώρο της υπερβολής και άλλες στο χώρο της έλλειψης. Αυτό όμως θα αναιρούσε αυτομάτως την ίδια την ουσία της αρετής, με αποτέλεσμα οι πράξεις αυτές να αποτελούν περιπτώσεις ηθικής απραξίας, δηλαδή να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από ενάρετες. Με το χαρακτηριστικό της αρετής ως ακρότητας, σχετικά με τη σπουδαιότητα και την τελειότητά της, ο Αριστοτέλης δηλώνει κατηγορηματικά ότι τη θεωρεί ενιαία και αδιαβάθμιστη ηθική ποιότητα στον υπέρτατο αξιολογικά βαθμό».
«Η φιλοσοφική σημασία των όρων αναδεικνύεται, καθώς διαγράφεται το νοηματικό τους εύρος στα ηθικά συγγράμματα του Αριστοτέλη καθώς και στα Πολιτικά. Ο λόγος είναι βεβαίως για τη θεωρία της μεσότητος. Κατ' αυτήν, μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως, νοουμένων και των δύο ως αντιθέτων (ἐναντίων) και άκρων (ἀκρῶν), υπάρχει ένα μέσον. Η έρευνα έχει πειστικότατα δείξει ότι η θεωρία αυτή, κυρίαρχη στην ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, δεν αποτελεί επεξεργασία της λαϊκής ηθικής του μέσου και του μέτρου ούτε εφαρμογή αρχών της ιατρικής στον χώρο της ηθικής, αλλά (και στη δομή της και την ορολογία της) έχει τις ρίζες της στην πλατωνική οντολογία, και συγκεκριμένα στην περί αρχών θεωρία του Πλάτωνα» [Ι.Γ., Καλογεράκος, «Υπερβολή και υπεροχή στην ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη», Φιλοσοφία, 27-28 (1997-1998), σελ. 167].
«η έννοια του μέσου συνάπτεται κατά τον Αριστοτέλη με την έννοια του ἴσου. Σε κάθε τι που είναι συνεχές και (απεριόριστα) διαιρετό, γράφει ο Αριστοτέλης, μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι υπάρχει ένα πλέον, ένα ἔλαττον και ένα ἴσον, και αυτά ή σε σχέση προς το ίδιο το πράγμα (κατ' αὐτὸ τὸ πρᾶγμα), δηλαδή αντικειμενικά ή σε σχέση προς εμάς (πρὸς ἡμᾶς), δηλαδή υποκειμενικά. Τὸ ἴσον ορίζεται ὡς μέσον τι ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως. Διευκρινίζει όμως ο Αριστοτέλης ότι (α) μέσον ενός πράγματος είναι εκείνο που απέχει εξίσου από τα δύο άκρα του πράγματος και είναι ένα και το αυτό για όλους τους ανθρώπους, ενώ (β) μέσον αναφορικά προς εμάς είναι εκείνο που δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο, και αυτό βέβαια δεν είναι ένα και το αυτό για όλους. Για τη διασάφηση της (α) περίπτωσης ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί ως παράδειγμα μια αριθμητική αναλογία, υποδηλώνοντας τον απόλυτο χαρακτήρα ισχύος της περίπτωσης αυτής, ενώ για τη διασάφηση της (β) περίπτωσης χρησιμοποιεί το παράδειγμα της διατροφής ενός ανθρώπου, εξατομικεύοντας το πεδίο εφαρμογής της και υποδεικνύοντας την κατά περίπτωση ισχύ της. Ο Αριστοτέλης συμπεραίνει ότι κάθε ειδήμων αποφεύγει την ὑπερβολήν και την ἔλλειψιν και αναζητεί το μέσον και αυτό επιλέγει, όχι όμως το καθαρά ποσοτικά μέσον (οὐ τὸ τοῦ πράγματος), αλλά το μέσον σε σχέση προς εμάς (τὸ πρὸς ἡμᾶς). Η λεπτή αυτή διάκριση μεταξύ του μέσου κατ' αὐτὸ τὸ πρᾶγμα και του μέσου πρὸς ἡμᾶς θα εξυπηρετήσει στην αποσαφήνιση του πεδίου ισχύος της ἀρετῆς ως στοχαστικῆς τοῦ μέσου στον ανθρώπινο χώρο» [Ι.Γ., Καλογεράκος, «Υπερβολή και υπεροχή στην ηθική φιλοσοφία του Αριστοτέλη», Φιλοσοφία, 27-28 (1997-1998), σελ. 168-169].
Ο Αριστοτέλης παρουσιάζει τις ηθικές αρετές και την υπερβολή και την έλλειψη που αντιστοιχεί σε κάθε μία από αυτές στα Ηθικά Νικομάχεια, χωρίς να μας δείχνει διάγραμμα. Παρουσιάζει όμως στα Ηθικά Ευδήμια (1220b 38-1221a 12) ένα διάγραμμα (ὑπογραφή) των αρετών που αντιστοιχεί περίπου με όσα λέει στα Ηθικά Νικομάχεια.