Ανθολόγιο Φιλοσοφικών Κειμένων Γ' Γυμνασίου

 

ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

 



πίσω de

 

 



 

Στo βιβλίο αυτό παρακολουθήσαμε την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας και του φιλοσοφικού λόγου στο πλαίσιο της ιστορίας της αρχαίας φιλοσοφίας και, παράλληλα, γνωρίσαμε βασικά, θεωρητικά και πρακτικά, προβλήματα της αρχαίας φιλοσοφίας που ακόμη και σήμερα απασχολούν τους φιλοσόφους. Διαπιστώσαμε ότι οι φιλόσοφοι της ελληνικής αρχαιότητας αναζήτησαν τη γνώση, θεμελίωσαν την επιστήμη και τη φιλοσοφία, όρισαν ηθικές και πολιτικές έννοιες, διερεύνησαν θέματα ηθικά, κοινωνικά και πολιτικά αλλά και γλωσσικά, μεταφυσικά, οντολογικά.

 

 

 

Ελληνική γλώσσα, φιλοσοφία και μορφή του φιλοσοφικού έργου

 

Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας διακρίνεται σε πέντε περιόδους: Η πρώτη, η Αρχαιοελληνική, έχει την αρχή της στα βάθη των αιώνων και τελειώνει με τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.). Η δεύτερη, η περίοδος της Κοινής, φθάνει μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.). Η τρίτη περίοδος, η Βυζαντινή ή Μεσαιωνική, εκτείνεται μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), και η τέταρτη, η Μεταβυζαντινή ή πρώιμη Νεοελληνική, εκτείνεται μέχρι τις παραμονές της εθνικής παλιγγενεσίας (1821). Τέλος η πέμπτη, η Νεοελληνική, φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Ως προς τον λόγο και τη μορφή έκφρασης των απόψεών τους, οι φιλόσοφοι αρχικά χρησιμοποιούν τον έμμετρο λόγο (Παρμενίδης, Εμπεδοκλής, Ξενοφάνης) και αργότερα τον πεζό λόγο. Ο Ηράκλειτος λ.χ. χρησιμοποιεί έναν αποσπασματικό, πυκνό και αλληγορικό λόγο (ιωνική διάλεκτος), ενώ οι Σοφιστές τον επιδεικτικό πεζό λόγο, φορτωμένο με ποιητικά στολίδια. Τον διάλογο χρησιμοποιεί ο Πλάτων, ενώ ο Αριστοτέλης εγκαινιάζει τη φιλοσοφική πραγματεία που χαρακτηρίζεται από λιτότητα και ακρίβεια. Οι Στωικοί (Ζήνων, Κλεάνθης, Χρύσιππος κ.ά.) μελετούν συστηματικά τη γλώσσα και εξηγούν φαινόμενα γλωσσικά, όπως λ.χ. τη συνωνυμία (δύο ονόματα, ίδια σημασία). Αυτοί συνδέονται με τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς και κριτικούς φιλολόγους που μελετούν την αττική γλώσσα και διατυπώνουν κανόνες του γραπτού λόγου.

 

Η προβληματική της αρχαίας φιλοσοφίας

 

Από τις ενότητες του βιβλίου γνωρίσαμε πως η αρχαία ελληνική φιλοσοφία γεννήθηκε στις πόλεις της Μ. Ασίας κατά τον 6ο αι. π.Χ. και αναπτύχθηκε σε διάφορες πόλεις και περιοχές της λεκάνης της Μεσογείου μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ. Στις ελληνικές πόλεις, όπου αναπτύχθηκε η φιλοσοφία ως πηγή σοφίας και γνώσης, ως έρευνα ή τέχνη του βίου, είτε αυτές ήταν οι ελληνικές αποικίες της Ιωνίας και τα νησιά του Αιγαίου είτε η Θράκη και κατ' εξοχήν η Αθήνα, είτε οι ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας, αλλά και αργότερα, κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, σε πόλεις, όπως η Αλεξάνδρεια και η Ρώμη, η φιλοσοφία αποτέλεσε, μαζί με τον μύθο και τη θρησκεία, έναν τρόπο αντιμετώπισης προβλημάτων που σχετίζονταν με τον κόσμο, τον άνθρωπο και τον θεό.

 

Προβαίνοντας σε μια επισκόπηση των απόψεων των φιλοσόφων της αρχαιότητας και των ερωτημάτων που έθεσαν, διαπιστώνουμε ότι με τους Προσωκρατικούς συντελείται για πρώτη φορά στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού το πέρασμα από την πρακτική στη θεωρητική σκέψη, μια μετάβαση από τον μύθο στον λόγο, δηλαδή μετάβαση από τη θεολογική και μυθολογική στην ορθολογική και επιστημονική ερμηνεία του κόσμου και της θέσης του ανθρώπου μέσα σ' αυτόν. Βέβαια ο φιλοσοφικός στοχασμός της αρχαιότητας δεν είναι απαλλαγμένος από μυθικά στοιχεία. Έτσι, από τη μυθική εικόνα του Ωκεανού, του γεννήτορα όλων των πραγμάτων (Ιλιάδα Ξ 246), ο Θαλής υποθέτει πως το υγρό στοιχείο είναι η αρχή του κόσμου. Η μυθική πίστη στον Δία ως πατέρα και βασιλιά όλων μετασχηματίζεται στην ιδέα του Ηράκλειτου για τον πόλεμο ως πατέρα όλων των πραγμάτων, ενώ η μυθική εικόνα του θεού ως σοφού και βασιλιά μεταμορφώνεται αργότερα στον Πλάτωνα στην ιδέα του φιλοσόφου-βασιλιά. Ωστόσο είδαμε ότι η γνώση του σύμπαντος και της φύσης ενδιαφέρει τους Προσωκρατικούς παράλληλα με την ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου και την κοινωνική και πολιτική οργάνωση της πόλης.

 

Η φιλοσοφική ηθική διαμορφώνεται κατά τον 5ο αι. π.Χ., όταν το ενδιαφέρον των φιλοσόφων στρέφεται προς τον άνθρωπο και προς την ορθή και επιτυχημένη πράξη του πολίτη. Αυτή περιγράφεται από τους Προσωκρατικούς και τους Σοφιστές ως ευβουλία (ικανότητα να χειρίζεται κανείς σωστά τις υποθέσεις του), ως ευταξία (καλή διαγωγή) και ως ευαστώ (γαλήνη, ευτυχία), ενώ στον Σωκράτη και στους φιλόσοφους που ανήκουν στις ονομαζόμενες σωκρατικές σχολές κεντρική θέση έχει η ευδαιμονία, που πρωταρχικά σημαίνει την «ευμενή διάθεση των θεϊκών δυνάμεων» και συνδέεται με την επιδίωξη της αρετής. Η ευδαιμονία, έννοια που παραμένει μέχρι σήμερα κεντρική στη φιλοσοφική ηθική, απασχολεί ιδιαίτερα τον Αριστοτέλη και τους φιλοσόφους των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Το ενδιαφέρον για το δημοκρατικό πολίτευμα και για έννοιες όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η φιλία και η ομόνοια είναι επίσης έντονο κατά την αρχαιότητα.

 

Η προσωκρατική φιλοσοφία, που διαμορφώνεται το 600 π.Χ. στις ελληνικές αποικίες της Ιωνίας, όπου το αριστοκρατικό πολίτευμα, εξαιτίας σημαντικών οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών, οδηγείται σε κρίση με συνέπεια τη διαμόρφωση νέων μορφών εξουσίας (τυραννία, δημοκρατία), ασχολείται ιδιαίτερα με την πολιτική και την συνδέει με την ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου και την ανθρώπινη πράξη. Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι διαπιστώνουν την αξία των αρετών της φρόνησης, της αυτογνωσίας, της αυτάρκειας και της δικαιοσύνης για την ατομική και συλλογική ζωή, καθώς και την αξία του νόμου και της δημοκρατίας στο πλαίσιο της πόλης-κράτους. Η προβληματική αυτή συνεχίζεται και στην κλασική ή αττική φιλοσοφία (480 π.Χ.-323 π.Χ.), τη συστηματική φάση της ελληνικής φιλοσοφίας. Στην περίοδο αυτή έχουμε βαθιές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και έντονη πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, μετά τους Περσικούς πολέμους και πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431 π.Χ.), φθάνει στην κορύφωσή του στην Αθήνα του Περικλή, με την ανάπτυξη των πλαστικών τεχνών (Μύρων, Φειδίας, Πολύκλειτος), της αττικής τραγωδίας (Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης), της ρητορικής και της φιλοσοφίας. Στη δημοκρατική Αθήνα διαμορφώνεται η σοφιστική κίνηση. Οι Σοφιστές, ρήτορες και δάσκαλοι της πολιτικής τέχνης, ασχολούνται κυρίως με ηθικά και πολιτικά ζητήματα που ανακύπτουν όταν οι άνθρωποι ζουν σε δημοκρατικές κοινωνίες. Θέματα που συνδέονται με την ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ομόνοια αλλά και με την πολιτική, καθώς και με τη στάση του ανθρώπου απέναντι στις αξίες που του επιβάλλονται από άλλους, απασχολούν τους Σοφιστές. Η αντίθεση νόμος και φύσις, που απαντά στους Προσωκρατικούς και σε σχέση με τη γνώση της υλικής πραγματικότητας, συνδέεται πλέον με την ηθική και πολιτική φιλοσοφία. Οι Σοφιστές συζητούν το θέμα κατά πόσο οι ανθρώπινοι θεσμοί στηρίζονται στη φύση, οπότε έχουν αντικειμενική αξία, ή είναι συμβατικοί, δηλαδή προϊόν συμφωνίας των ανθρώπων, γι' αυτό και διαφέρουν από τη μια κοινωνία στην άλλη. Η διάκριση του θεσπισμένου από τους ανθρώπους νόμου (νόμος) και του φυσικού νόμου που είναι αμετάβλητος (φύσις) είναι θέμα συζήτησης για τους Σοφιστές και μπορεί να γίνει κατανοητό με ένα σύγχρονο παράδειγμα συσχετισμού του νόμου (κώδικα) οδικής κυκλοφορίας και του νόμου της βαρύτητας. Ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) είναι ένας θεσπισμένος νόμος (νόμος) και σε ορισμένες περιπτώσεις παραβιάζεται, ενώ η βαρύτητα είναι ένας αμετάβλητος φυσικός νόμος (φύσις) και δεν παραβιάζεται.

 

Οι Σοφιστές θεωρούν ότι οι αντιλήψεις μας για την υλική πραγματικότητα είναι σχετικές και υποκειμενικές και η γνώση υποκειμενική. Προβάλλουν ωστόσο ορισμένες σταθερές αρχές, πάνω στις οποίες διαπιστώνουν ότι στηρίζεται η κοινωνική ζωή, που είναι η δίκη και η αιδώς (Πρωταγόρας). Μιλούν επίσης για τη συμβατικότητα και τη σχετικότητα των νόμων και της παραδοσιακής θεολογίας (Ξενοφάνης, Πρόδικος, Κριτίας), για τις αξίες της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της φυσικής ισότητας (Πρωταγόρας, Αντιφών), μελετούν την αντίθεση φυσικής κατάστασης και νόμου και τη σχέση κράτους και κοινωνίας, προσδιορίζουν τέλος τον σκοπό της παιδείας και τον ρόλο των δασκάλων στην κοινωνία.

 

Η διδασκαλία του Σωκράτη στρέφει το ενδιαφέρον προς τον άνθρωπο και τη φιλοσοφική συζήτηση σε βασικά θέματα της ηθικής. Ορίζονται ορισμένες γενικές έννοιες (ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη, αρετή) με τον διάλογο και με μια ιδιαίτερη μέθοδο, τη μαιευτική ή εριστική και τη διαλεκτική. Ο Σωκράτης, όπως και ο Πλάτων, θεωρεί την αρετή μορφή γνώσης και την αυτογνωσία ως κύριο σκοπό της ανατροφής και εκπαίδευσης των ανθρώπων. Ο Πλάτων πραγματεύεται ηθικά και πολιτικά θέματα κυρίως στην Πολιτεία, τον σημαντικότερο διάλογό του, όπου σκιαγραφεί μια ιδανική πολιτεία της οποίας η δομή αντιστοιχεί στη δομή της ανθρώπινης ψυχής, αποτελείται δηλαδή από τους φιλοσόφους-άρχοντες (λογικό), τους φύλακες (θυμικό) και τους τεχνίτες (επιθυμητικό) που πρέπει να διαθέτουν αντιστοίχως σοφία, ανδρεία, αρετή. Η πολιτεία αυτή οφείλει να αναλάβει την εκπαίδευση όλων των μελών της για το έργο που πρόκειται να ασκήσουν και να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη φιλοσοφική εκπαίδευση της άρχουσας τάξης από την οποία δεν εξαιρούνται οι γυναίκες. Η δικαιοσύνη, όμως, αφορά όλες τις τάξεις και ρυθμίζει τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων. Με τον Πλάτωνα η διδασκαλία της φιλοσοφίας δε γίνεται πλέον στην αγορά και στα συμπόσια αλλά στην Ακαδημία, την πλατωνική φιλοσοφική σχολή που αυτός ίδρυσε. Στο πρόγραμμα σπουδών της Ακαδημίας ο Πλάτων περιλαμβάνει εκτός από τη φιλοσοφία, την αριθμητική, τη γεωμετρία, τη μουσική και την αστρονομία.

 

Ο Αριστοτέλης μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος συστηματικός φιλόσοφος και ιστορικός της φιλοσοφίας, γιατί σε όλα τα θέματα που πραγματεύεται παραθέτει, κρίνει και αναδομεί τις απόψεις προηγούμενων φιλοσόφων, όπως των Προσωκρατικών, των Σοφιστών, του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Η αριστοτελική ηθική είναι αρετολογική, στηρίζεται δηλαδή στη διερεύνηση και τον προσδιορισμό της αρετής και ορίζει ως τελικό στόχο του ανθρώπου την ευδαιμονία, η οποία είναι υπέρτατο αγαθό και αποτελεί δραστηριότητα της ψυχής. Ο Αριστοτέλης συνδέει την ηθική με την πολιτική, βλέπει τη φιλία ως κύριο συστατικό των ανθρωπίνων σχέσεων και της πολιτικής-κοινωνικής συμβίωσης και υποστηρίζει ότι το να ζει ο άνθρωπος μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες είναι μια φυσική πραγματικότητα.

 

Οι φιλόσοφοι που διαμορφώνουν την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή φιλοσοφία καθώς και τη φιλοσοφία της ύστερης αρχαιότητας –μιας περιόδου που ονομάζεται και μετα-αριστοτελική– στρέφονται ιδίως προς τον άνθρωπο και δίνουν νέους προσανατολισμούς στη φιλοσοφία. Θεωρούν σκοπό της φιλοσοφίας την απελευθέρωση του ατόμου από τα πάθη και τους εξωτερικούς και εσωτερικούς καταναγκασμούς, βλέπουν την ευδαιμονία και τη γνώση να απειλείται όχι μόνο από εξωτερικές καταστάσεις αλλά και από την ίδια τη γλώσσα, όταν εκφράζεται δογματικά, και προβάλλουν την αξία της αυτοσυνειδησίας. Ζουν σε εποχή μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών και προτείνουν στους ανθρώπους τη φιλοσοφική θεραπεία η οποία, όπως η ιατρική, απελευθερώνει τον άνθρωπο από τους φόβους του. Αναδεικνύουν τη φιλοσοφία ως «τέχνη του βίου», επισημαίνοντας την αξία της αυτογνωσίας και της εσωτερικής ελευθερίας. Στην ύστερη αρχαιότητα, με τον Πλωτίνο, υποδεικνύεται ως σκοπός της ζωής η απομάκρυνση από τον αισθητό κόσμο και η μετάβαση στον υπερβατό κόσμο, η ομοίωση του ανθρώπου προς τον θεό που επιτυγχάνεται μέσω των αρετών.