Ειρήνη Μάρρα
Τα κόκκινα λουστρίνια
«Τα κόκκινα λουστρίνια» είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα της συλλογής Η τριλογία του δίφραγκου της Ειρήνης Μάρρα. Το περιεχόμενό τους αναφέρεται σε απλά, καθημερινά περιστατικά από τη ζωή των νεαρών βιοπαλαιστών. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, που απαντώνται και στο συγκεκριμένο διήγημα, είναι η λιτότητα της έκφρασης και τα ανθρωπιστικά μηνύματα.
Το είχε βάλει από καιρό στο μάτι. Ήταν ένα κομμάτι κόκκινο γυαλιστερό λουστρίνιλουστρίνι: γυαλιστερό δέρμα, καθάριο και αστραφτερό. Ήξερε, βέβαια, πως κόστιζε πολλά, μα κι αυτός είχε κάνει το κουμάντοκουμάντο: η ρύθμιση, η τακτοποίηση, ο έλεγχος επάνω σε κάτι ή σε κάποιον. του από νωρίς. Σύναζεσύναζε: μάζευε, συγκέντρωνε λεφτά κρυφά κι απόκρυφα, χωρίς να φανεί, γιατί φοβόταν πως θα τον τον παίρναν στο μεζέτον παίρναν στο μεζέ: τον περιέπαιζαν, τον κορόιδευαν αν μάθαιναν τι είχε κατά νου να κάνει.
Περίμενε τη μέρα που το αφεντικό θα τον έστελνε στον ταμπάκηταμπάκης: τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα, βυρσοδέψης για πανωπέτσια. Του είχε εμπιστοσύνη, βλέπεις, κι όλο αυτόν έστελνε να ψωνίσει, γιατί χώρια που γνώριζε καλά δέρματα και προβιές, ήτανε και παζαριτζήςπαζαριτζής: αυτός που κάνει παζάρια και πάντα πετύχαινε σκόντοσκόντο: έκπτωση, που ’καναν το αφεντικό να τον κερνάει καφέ.
Ως λίγο καιρό πριν, τον κερνούσε γκαζόζα, γιατί τ’ αφεντικό δεν το ’χε προσέξει πως ήταν μεγαλωμένος κάπως πια… Τον είδε όμως που κρυφοκάπνιζε μια μέρα κι από τότε το μπαξίσιμπαξίσι: φιλοδώρημα του παζαριού έγινε ο γλυκύς βραστός.
Έτσι, τη μέρα της αγοράς, τράβηξε κρυφά τον πάτο του παπουτσιού του κι έβγαλε τα λεφτά. Τα ’σπρωξε βιαστικά στην τσέπη του και, με ύφος αδιάφορο κι ένοχο μαζί, τράβηξε για την αγορά. Το πήρε το λουστρίνι και σε καλή τιμή. Ήταν κομμάτι σπάνιο, ένα κομμάτι απ’ τη λαχτάρα της καρδιάς του.
Γύρισε όλους τους δρόμους εκείνο τ’ απόγιομα και διάλεξε σχέδιο. Είχε στον νου το τι ζητούσε, βλέπεις, κι απ’ την αρχή ξέκοψε τα σχέδια και διάλεξε το πιο αρχοντικό, γιατί αυτό θα ταίριαζε στην περίπτωση.
Ζήτησε απ’ τ’ αφεντικό να δουλέψει μονάχος μερικές μέρες, αφού θα ’κλειναν πια, γιατί, είπε, είχε μαζωχτεί δουλειά πολλή. Τα
καλαπόδιακαλαπόδι: ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρος του ποδιού, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή, την επιδιόρθωση ή τη διατήρηση της φόρμας των παπουτσιών
θέλαν άδειασμα, για να τεντώσουν πάλι τις καινούριες παραγγελιές. Κι όπως πάντα ήτανε φιλότιμος στη δουλειά, τ’ αφεντικό δεν έβαλε υποψία.
Νικόλαος Γύζης, Το γιάντες
Δείτε τον πίνακα σε μεγάλη ανάλυση στην Εθνική Πινακοθήκη
Εδούλευε, λοιπόν, τα καλαπόδια του αφεντικού, να μην αποφανείαποφανεί: μην αποκαλυφθεί στα μάτια του, κι απέαπέ: μετά, ύστερα , δούλευε τα λουστρινένια γοβάκια. Καρφάκι και μαντινάδα, φόντιφόντι: το πάνω μέρος του παπουτσιού και τραγούδι, ψίδιψίδι: το μπροστινό πάνω τμήμα της μύτης του και αναστεναγμός. Το λουστρίνι έπαιρνε να γίνεται γοβάκι.
Τ’ όνειρό του έπαιρνε να γίνεται αλήθεια. Σαν τέλειωσε, είπε στ’ αφεντικό πως είχε κουραστεί πια και δε θα δούλευε νυχτέρινυχτέρι: νυχτερινή εργασία άλλο. Έκρυψε τα γοβάκια και παραμόνευε την ώρα.
Η κόρη του δασκάλου δεν έβγαινε σεργιάνι ταχτικά. Είχε μάνα αυστηρή και πατέρα σπουδαίο. Σαν έβγαινε όμως, όλοι την κοίταζαν· γιατί είχε σγουρά μαλλιά και μάτια μεγάλα. Είχε στητό κορμί και περπατησιά περήφανη. Του ’χε λαβώσει την καρδιά. Η μάνα του πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι του δασκάλου και παραδούλευε, έκανε τη λάτραλάτρα: οι εργασίες καθαριότητας του σπιτιού. Τον είχε πάρει κάνα δυο φορές μαζί της, σαν τύχαινε να κουβαλήσει τίποτα πράματα. Τότες την έβλεπε από κοντά και την καμάρωνε. Θάρρητα δεν είχανε, μα όσο να πεις, είχανε αλλάξει κουβέντες κάμποσες φορές. Σε μια τέτοια φορά πρόσπεσεπρόσπεσε: προθυμοποιήθηκε να σηκώσει κάτι που έπεσε κι όσο να μπει και να βγει το κορίτσι, αυτός πρόκαμε και μέτρησε με την παλάμη του το παπούτσι της. Είχε κιόλας, βλέπεις, το σχέδιό του καρφωμένο στο φακιδερόφακιδερός: γεμάτος φακίδες, φακιδιάρης κεφάλι του. Θα της έφτιαχνε ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρινένια γοβάκια, που όμοιά τους δε φορεθήκανε ποτέ. Ύστερα θα περίμενε μια γιορτή και, με το μέσον της μάνας του που παραδούλευε στο σπίτι, θα πήγαινε να της τα δώσει ο ίδιος. Θα τα ’δινε, κι αυτή, δεν μπορεί, θα πηδούσε απ’ τη χαρά της. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατί τέτοια παπούτσια δε γινόταν να ’χει ξαναβάλει. Η κόρη του δασκάλου θα χαιρότανε για το δώρο του, θα τον συμπάθαγε, κι άμα τον συμπάθαγε, ποιος ξέρει…
Την κρίσιμη μέρα τύλιξε τα παπούτσια, τα πήρε σπίτι και τα ’κρυψε. Ήθελε πρώτα να μιλήσει της μάνας, να τα πούνε οι δυο τους και να τα συμφωνήσουνε. Για να γίνει τούτο, έπρεπε πρώτα να κοιμηθούνε τ’ άλλα παιδιά. Καθίσανε στο τραπέζι. Τα φαγητά ξανόσταινανξανόσταιναν: έχαναν τη νοστιμάδα τους, γίνονταν άνοστα στο στόμα του. Yπομόνεψε να σηκώσουν το τραπέζι.
Είχε στον νου του ολοένα την κόρη του δασκάλου. Δεν έβλεπε μπροστά του. Όλα τού φαίνονταν σκιές. Σκιά τα κρεβάτια με τ’ αδέρφια που μαλώνανε για τα μαξιλάρια. Σκιά ο πατέρας που ρουφούσε το βιδάνιβιδάνι: ό,τι απομένει μέσα στο ποτήρι από το ποτό, απόπιομα στο ποτήρι του. Σκιά η αδερφή του που σήκωνε το τραπέζι.
Την κοίταξε πιο προσεχτικά. Πόσο ξέθωρηξέθωρος: αυτός που έχασε το χρώμα του, ξεθωριασμένος, κατώτερος ήταν μπροστά στην άλλη! Τα μαλλιά της δεν έπεφταν σγουρά στους ώμους. Είχε μια πλεξούδα ίσια που τη σφιχτόδενε στον σβέρκο της μ’ ένα λαστιχάκι των πακέτων. Δεν περπατούσε καμαρωτά. Η μάνα την είχε μάθει να κοιτάζει το χώμα, έτσι που καλά καλά δεν έβλεπες τι χρώμα είχανε τα μάτια της. Αλήθεια, τι χρώμα να ’χανε τα μάτια της αδερφής του;
Της μίλησε κι αυτή σήκωσε το κεφάλι κι αποκρίθηκε. Τα μάτια της ήταν καφετιά, ίδια με τα μάτια των κοριτσιών όλου του κόσμου, και το φουστάνι της με την ποδιά του μαγειρέματος μπροστά ήτανε ξέθωρο κι αυτό, μα τώρα πρόσεξε πως ήταν ξέθωρο απ’ την πολυκαιρία.
Η αδερφή… Στα πόδια φορούσε κουτσοφτέρνιακουτσοφτέρνια: εξώφτερνα παπούτσια, για να γλιτώνει τα παπούτσια, να τα ’χει σκολιανάνα τα ’χει σκολιανά: να τα έχει για καλά της. Η άλλη θα ’χε οπωσδήποτε πασουμάκια μεταξένια και παπούτσια πολλά.
Μα ναι, είχε πολλά κι ένα ζευγάρι παραπάνω που θα της πήγαινε αυτός θα τη γιόμιζαν χαρά μονάχα για λίγο, ως να μπουν στο ράφι με τ’ άλλα παπούτσια. Θα του ’λεγε σίγουρα ευχαριστώ, μα το ευχαριστώ της θα ’τανε για τα παπούτσια μονάχα κι όχι γι’ αυτό τον ίδιο. Σε μια στιγμή κατάλαβε πολλά και σβήστηκε μονοκοντυλιά η κόρη του δασκάλου.
Έδωσε τα λουστρινένια γοβάκια στην αδελφή. Της άξιζαν. Το ’νιωθε πως της άξιζαν. Χιλιάδες ήλιοι φώτισαν τα καφετιά ματάκια και μύρια αστέρια μπερδεύτηκαν στην πλεξούδα της. Πουλιά τρελά τιριτίριζαν στ’ αυτιά της και η καρδιά της μεθυσμένη χόρευε. Τα κόκκινα γοβάκια φωτίσανε το ξέθωρο φουστάνι κι η αδελφή ένιωσε ν’ ανεβαίνει, η ίδια μέσα της, ένα σκαλί πιο πάνω. Το σπίτι άστραψε και γέμισε με το γέλιο της.
Το άλλο πρωί πήγε στη δουλειά λίγο πιο ώριμοςώριμος: μεστωμένος. Παρήγγειλε γλυκύ βραστό καφέ κι έπιασε τη
φαλτσέταφαλτσέτα: μικρό κοπίδι (κοφτερό μαχαίρι) για την κοπή των δερμάτων
με το τραγούδι.
Ειρήνη Μάρρα, Η τριλογία του δίφραγκου, Ελληνικά Γράμματα
Παράλληλα Κείμενα
Δ. Χατζής, «Το βάφτισμα»
Του νεκρού αδελφού [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Λυκείου]
Άντον Τσέχωφ, «Ο Βάνκας» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου]
Λεξιλόγιο
λουστρίνι: γυαλιστερό δέρμα, κουμάντο: η ρύθμιση, η τακτοποίηση, ο έλεγχος επάνω σε κάτι ή σε κάποιον, σύναζε: μάζευε, συγκέντρωνε τον παίρναν στο μεζέ: τον περιέπαιζαν, τον κορόιδευαν ταμπάκης: τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα, βυρσοδέψης παζαριτζής: αυτός που κάνει παζάρια σκόντο: έκπτωση μπαξίσι: φιλοδώρημα καλαπόδι: ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή, την επιδιόρθωση ή τη διατήρηση της φόρμας των παπουτσιών μην αποφανεί: μην αποκαλυφθεί απέ: μετά, ύστερα φόντι: το πάνω μέρος του παπουτσιού ψίδι: το μπροστινό πάνω τμήμα της μύτης του νυχτέρι: νυχτερινή εργασία λάτρα: οι εργασίες καθαριότητας του σπιτιού πρόσπεσε: προθυμοποιήθηκε φακιδερός: γεμάτο φακίδες, φακιδιάρης ξανόσταιναν: έχαναν τη νοστιμάδα τους, γίνονταν άνοστα βιδάνι: ό,τι απομένει μέσα στο ποτήρι από το ποτό, απόπιομα ξέθωρος: αυτός που έχασε το χρώμα του, ξεθωριασμένος, κατώτερος κουτσοφτέρνια: εξώφτερνα παπούτσια να τα 'χει σκολιανά: να τα έχει για καλά της μεστωμένος: ώριμος φαλτσέτα: μικρό κοπίδι (κοφτερό μαχαίρι) για την κοπή των δερμάτων
Διάβασε για τη ζωή και το έργο της
εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό Κατέβασε σύντομο βιογραφικό. Δες και παρακάτω στο Υλικό
Θεματικά κέντρα
Το παιδί-βιοπαλαιστής. Οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες της βιοπάλης.
Η αισθηματική-ερωτική αφύπνιση ενός εφήβου.
Από την εφηβεία στην ωρίμανση. Η προσφορά στην αδερφή ως έκφραση αγάπης και καθήκοντος.
Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση
Εισαγωγικά, μπορεί να αναφερθεί το λογοτεχνικό είδος του κειμένου, δηλαδή το διήγημα, και να επισημανθούν τα βασικά χαρακτηριστικά του: ένα σύντομο αφήγημα όπου πρωταγωνιστεί ένα κυρίως πρόσωπο σε κάποια σημαντική στιγμή της ζωής του. Η ανέλιξη της πλοκής περιλαμβάνει πληροφορίες που φωτίζουν την προσωπικότητα του ήρωα και κορυφώνεται σε ένα γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για τη ζωή του.
Στη συνέχεια να αναζητηθούν οι επιμέρους πληροφορίες που φωτίζουν την προσωπικότητα και τα συναισθήματα του ήρωα (υπευθυνότητα και εργατικότητα, οικονομίες που έκανε για την αγορά του δέρματος, δειλία να εκφράσει τα αισθήματά του κ.λπ.), να εντοπίσουν το κορυφαίο γεγονός (προσφορά των παπουτσιών) και να εξηγήσουν γιατί αυτό είναι σημαντικό για
τον νεαρό τσαγκάρη. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο ήρωας προτάσσει τον ρόλο του ως αδερφού και προστάτη, αναγνωρίζοντας πόσο ανάγκη τον έχει η οικογένειά του. Αυτή η μετάβαση από το προσωπικό συναίσθημα στο οικογενειακό καθήκον συνιστά την ωρίμανσή του.
Ως προς τη μορφή, το κείμενο διακρίνεται για τη λιτή έκφραση και την απουσία του περιττού. Στο συγκεκριμένο διήγημα μπορεί να επισημανθούν αυτά τα στοιχεία, ότι δηλαδή σπανίζουν τα σχήματα λόγου ή τα καλολογικά στοιχεία και ότι κυριαρχεί η γρήγορη εξέλιξη της πλοκής· να επισημανθεί επίσης ότι ελλείπει ο διάλογος, τα πρόσωπα δε δρουν σκηνικά, αλλά η δράση και τα συναισθήματά τους προβάλλονται μέσω της αφήγησης ενός τριτοπρόσωπου, παντογνώστη αφηγητή. Αυτή, εξάλλου, η αφηγηματική επιλογή τού προσδίδει χαμηλόφωνο τόνο, απόλυτα ταιριαστό με την ψυχοσύνθεση του ήρωα.
Ειρήνη Μάρρα
Ειρήνη Μάρρα
Βικιπαίδεια
Βιβλιοnet
ΕΚΕΒΙ
Νικόλαος Γύζης:
Εθνική Πινακοθήκη ,
Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας ,
Εικαστικόν
Τελόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ.
στο art magazine
στο paleta art
στο art net
στο ΝΙΚΙΑΣ
στο Google Art & Culture
Δες εργαλεία και υποδήματα στο Περιοδικό Αρχαιολογία με θέμα το Μουσείο Υποδημάτων
Για τα λογοτεχνικά ρεύματα - κινήματα δείτε εδώ
Γενικά στοιχεία αφηματολογίας θα βρείτε εδώ
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...