Πρώτη Περίοδος (10ος αι. – 1453) Η ΛΟΓΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ58
Πτωχοπροδρομικά - [μάθε το τσαγκάρην το παιδίν σου]
Τα πιο αξιόλογα από τα δημώδη κείμενα του 12ου αι. είναι τα Προδρομικά ή Πτωχοδρομικά ποιήματα. Πρόκειται για τέσσερα στιχουργήματα, όπου διεκτραγωδούνται τα βάσανα του μοναχού, του πολύτεκνου οικογενειάρχη, του φτωχού συζύγου που παντρεύτηκε αρχοντομαθημένη γυναίκα και του φτωχού λογίου. Χαρακτηριστική είναι η επιμονή στην απαρίθμηση των αγαθών της ζωής.
Ως συγγραφέας τους παρουσιάζεται ο Πτωχοπρόδρομος, που σε κάθε στιχούργημα απευθύνεται, με διαφορετική ιδιότητα, στον αυτοκράτορα ή άλλα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών, για να ζητήσει βοήθεια. Παλαιότερα ταυτιζόταν με τον Θεόδωρο Πρόδρομο, γνωστό λόγιο, προστατευόμενο των Κομνηνών. Σήμερα πιστεύουμε ότι τα στιχουργήματα αυτά είναι σάτιρες που γράφτηκαν από ανώνυμο ή ανώνυμους στιχουργούς.
Βυζαντινή λογοτεχνία. Σάτιρα [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]
Δημώδης Βυζαντινή Λογοτεχνία. Γλώσσα-Μέτρο [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]
Μικρογραφική παράσταση με μαθητές και δάσκαλο. Από χειρόγραφο του «Χρονικού» του Ιωάννη Σκυλίτζη (μέσα 12ου - μέσα 13ου αι.) [πηγή: Biblioteca Nacional, Μαδρίτη]
Η διατροφή των Βυζαντινών [πηγή: Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο]
Α. Μόλλας, «Η πείνα του Καραγκιόζη» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου]
5 | Αν έχω γείτονα τινά και έχει παιδίν αγόριν, να τον ειπώ ότι «μάθε το γραμματικά να ζήση»; αν ου τον είπω «μάθε το τσαγκάρην το παιδίν σου», παρακρουνιαροκέφαλον πάντες να με ονομάσουν! Και άκουσον την βιοτήν τσαγκάρου, και να μάθης |
10 | την βρώσιν και ανάπαυσιν την έχει καθ' εκάστην. Γείτοναν έχω πετσωτήν, ψευδοτσαγκάρην τάχα, πλην ένι καλοψωνιστής, ένι και χαροκόπος. 'Οταν γαρ ίδη την αυγήν περιχαρασσομένην,59 ευθύς: Ας βράση το θερμόν, λέγει προς το παιδίν του, |
15 | και: Να, παιδίν μου, στάμενον εις τα χορδοκοιλίτσια, αγόρασε και βλάχικον σταμεναρέαν τυρίτσιν, και δος με να προγεύσωμαι, και τότε να πετσώνω. Αφού δε κλώση το τυρίν και τα χορδοκοιλίτσια, καν τέσσερα τον δίδωσι γεμάτα εις το μουχρούτιν, |
20 | και πίνει τα και ερεύγεται. Κερνούν τον άλλον ένα, και παρευθύς υπόδημαν επαίρνει και πετσώνει. Όταν δε πάλιν, δέσποτα, γεύματος ώρα φθάση, ρίπτει το καλαπόδιν του, ρίπτει και το σανίδιν και το σουγλίν και το σφετλίν και τα σφηκώματά του, |
25 | και λέγει την γυναίκαν του: «Κυρά, καθές τραπέζιν· και πρώτον μίσσον το εκζεστόν, δεύτερον το κρασάτον, και τρίτον το μονόκυθρον, πλην βλέπε να μη βράζη!» Αφού δε παραθέσουσι και νίψεται και κάτση, ανάθεμά με, βασιλεύ, όταν στραφώ και ιδώ τον |
το πώς ανακομπώνεται κατά της μαγειρίας, αν ου κινούν τα σάλια μου και τρέχουν ως ποτάμιν. |
τινά: κάποιον.
μάθε το γραμματικά: μάθε το γράμματα, μόρφωσέ το.
αν ου τον είπω: αν δεν του πω.
παρακρουνιαροκέφαλος: ανόητος, τρελός.
βιοτή: τρόπος ζωής.
βρώσις: φαγητό.
ανάπαυσις: καλοπέραση.
την: την οποία, που.
πετσωτής: μπαλωματής, τσαγκάρης.
ένι: είναι.
το θερμόν: το ζεστό νερό.
στάμενον: νόμισμα μικρής αξίας.
χορδοκοιλίτσια: έντερα και κοιλιές (πατσάς).
σταμεναρέαν τυρίτσιν: τυρί ενός στάμενου.
πετσώνω: μπαλώνω παπούτσια και, μεταφορικά, γεμίζω την κοιλιά μου.
κλώθω: ειρωνικά: καταβροχθίζω.
καν: τουλάχιστον.
μουχρούτιν: μεγάλο ποτήρι.
ερεύγομαι: ρεύομαι.
σουγλί: σουβλί του μπαλωματή.
σφετλίν: κομμάτι γυαλί για το ξύσιμο του δέρματος.
σφηκώματα: κερωμένοι σπάγκοι.
καθές: βάλε, ετοίμασε.
μίσσον: πιάτο (φαγητό).
εκζεστόν: βραστό.
μονόκυθρον: φαγητό από διάφορα υλικά μαγειρεμένα σε μια χύτρα.
ανακομπώνεται: ανασκουμπώνεται, ετοιμάζεται για τον αγώνα (ειρωνικά).
Νικόλαος Βώκος (1859-1902), Ψάρια και στρείδια, Εθνική Πινακοθήκη
1. Εισαγωγικά στοιχεία
Στην εποχή των Κομνηνών, στα μέσα του 12ου αιώνα, τοποθετείται η εμφάνιση έξι (κατά τον Κ.Θ. Δημαρά) ή τεσσάρων (κατά την αρίθμηση των νεότερων εκδοτών Hesseling-Pernot) ποιημάτων με σατιρικό περιεχόμενο, τα οποία είναι γνωστά με τον τίτλο Προδρομικά ή Πτωχοπροδρομικά ποιήματα. Τα στοιχεία που έχουμε για τον δημιουργό των στιχουργημάτων αυτών είναι συγκεχυμένα και αλληλοσυγκρουόμενα. Τα στιχουργήματα αυτά από τους μελετητές των χειρογράφων αποδόθηκαν στον βυζαντινό λόγιο Θεόδωρο Πρόδρομο ή Πτωχοπρόδρομο.
Ωστόσο, τα φαινόμενα δείχνουν ότι τα ποιήματα αυτά, γραμμένα σε πολύ έντονα δημώδη γλώσσα, δεν πρέπει να έχουν σχέση με τον γνωστό λόγιο και ποιητή Πρόδρομο, ο οποίος είχε γράψει «αιτητικά» ποιήματα προς τον αυτοκράτορα Ιωάννη ή Μανουήλ Κομνηνό, ζητώντας τη βοήθειά του. Είναι πιθανόν, λοιπόν, ο άγνωστος δημιουργός των πτωχοπροδρομικών σατιρικών στιχουργημάτων να χρησιμοποίησε το όνομα του γνωστού λόγιου για να δώσει κύρος στο έργο του. Ο νέος εκδότης των Πτωχοπροδρομικών Hans Eideneier, αποδίδει τα ποιήματα σε κάποιον άγνωστο «ημι-λόγιο» συγγραφέα ο οποίος, κατά την άποψή του, δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις του είδους.
Ο Κ. Θ. Δημαράς σημειώνει σχετικά ότι πιο πιθανό είναι να υπήρχε μια πρώτη μορφή των ποιημάτων, προφορική ή γραπτή, με ήρωα ένα λαϊκό τύπο της φτώχειας και της αναξιοπρέπειας, και στη συνέχεια μεταγενέστεροι διασκευαστές αλλοίωσαν αυτήν την αρχική μορφή, προσθέτοντας ή αφαιρώντας κοινωνικά στοιχεία. Τέλος, όπως επισημαίνει ο Λ. Πολίτης, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πίσω από τον ψευτο-Πτωχοπρόδρομο να κρύβονται περισσότεροι του ενός ποιητές.
Στο πρώτο από τα τέσσερα ποιήματα ο «Πτωχοπρόδρομος», απευθυνόμενος στον αυτοκράτορα Ιωάννη Β' Κομνηνό, εξιστορεί τα βάσανα που περνά από τη σκληρή και φαντασμένη γυναίκα του, η οποία διαρκώς τον κατηγορεί για την ταπεινή του καταγωγή και για τη στερημένη ζωή στην οποία την έχει οδηγήσει λόγω της φτώχειας του. Το ποίημα κλείνει με την παράκληση του ποιητή να τύχει οικονομικής βοήθειας.
Παρόμοιο περιεχόμενο έχει και το δεύτερο ποίημα, όπου ο ποιητής απαριθμεί τα βάσανα του πολυφαμελίτη, όπως είναι ο ίδιος, καθώς έχει να θρέψει δεκατρία στόματα.
Το τρίτο ποίημα αποτελεί μια σκληρή σάτιρα της προκλητικά πλούσιας ζωής των ηγουμένων, σε σύγκριση με τη στερημένη ζωή των κατώτερων κληρικών και των απλών βιοπαλαιστών, ένα θέμα που επανέρχεται συχνά στα σατιρικά ποιήματα του Μεσαίωνα.
Στο τέταρτο ποίημα, από το οποίο είναι αντλημένο το απόσπασμα που ανθολογείται στο σχολικό εγχειρίδιο, ο ποιητής εκφράζει το παράπονό του προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνό. Είναι το αιώνιο παράπονο του εγγράμματου ανθρώπου, του «γραμματικού», ο οποίος δεν μπορεί να ζήσει από τη δουλειά του λόγιου ή του δασκάλου και υποφέρει από τη φτώχεια, βλέποντας παράλληλα να ζουν ανετότερη ζωή όσοι κάνουν χειρωνακτικά επαγγέλματα.
2. Η κριτική για το έργο
«Δεν μπορούμε να αρνηθούμε στα κείμενα αυτά μια κάποια αισθητική ποιότητα που οφείλεται στη φαντασία και την περιγραφική ικανότητα του αφηγητή. Η γλώσσα του δεν έχει την καλλιέργεια της γλώσσας του δημοτικού τραγουδιού. Είναι φανερή δηλαδή η αττική της προέλευση. Πίσω από τις κλάψες του Φτωχοπρόδρομου δεν υπάρχει μια ενιαία πολιτιστική παράδοση που να τις αίρει ως το νόημα της τέχνης. Αν όμως λείπει το βασικό τούτο στοιχείο που το έχουμε απαντήσει στο δημοτικό τραγούδι, άλλα στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού αφθονούν εδώ. [...] η ισχυρή φαντασία που επιτρέπει στον πεινασμένο να περιγράφει σπάταλα τα πολυτελή γεύματα στα οποία δεν μετέχει, τις χαρές μιας πλούσιας ζωής που δεν είναι δική του [...]. Μα εκεί όπου πραγματικά ξαναδένει το συγκρότημα τούτο των ποιημάτων με την παράδοση του λαϊκού ποιήματος είναι στο ειρωνικό, το αυτο-σατιρικό ή το σκωπτικό στοιχείο που περικλείνουν [...]. Την ιδιότητα αυτή την ειρωνική τη βρίσκουμε και την τονίζουμε στο δημοτικό τραγούδι [...]. Ο Φτωχοπρόδρομος είναι ο ζωηρός άνθρωπος της πολιτείας, ο έξυπνος, ο εύστροφος, γυμνασμένος από την ανέχεια σε κάθε είδους ετοιμότητα που θα μπορέσει να του προσπορίσει κάποιο κέρδος.»
(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 1975, σελ. 41-42)
«Η λογοτεχνική αξία των ποιημάτων αυτών, έστω και σατιρικών, είναι αναμφισβήτητη. Τα πτωχοπροδρομικά παρουσιάζουν βέβαια και μεγάλο γλωσσικό, λαογραφικό και ιστορικό ενδιαφέρον. Ό,τι όμως ιδιαίτερα βαραίνει στην περίπτωση αυτή είναι πως για πρώτη ίσως φορά εγκαταλείπονται τα ψυχρά ακαδημαϊκά θέματα, τα λόγια μέτρα και η αρχαΐζουσα γλώσσα και για πρώτη φορά πάλι οι λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής στην Κωνσταντινούπολη δίνονται με τόση αμεσότητα και ειλικρίνεια, ώστε κανείς διαβάζοντας τα πτωχοπροδρομικά ποιήματα σήμερα να αισθάνεται ότι κινείται μέσα σ' ένα κόσμο που του είναι οικείος και γνωστός, κι ας χωρίζουν την εποχή μας από την εποχή των Κομνηνών οχτώ ολόκληροι αιώνες.»
(Κ. Μητσάκης, Εισαγωγή στη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία. Πρωτοελληνικοί
χρόνοι,
Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1989, σελ. 115)
«Τα ποιήματα έχουν μελετηθεί πολύ ως τώρα, περισσότερο από τη γλωσσική και λαογραφική πλευρά (αποτελούσαν άλλωστε ως την ανακάλυψη του ακριτικού έπους, το παλαιότερο μνημείο της νέας ελληνικής), και λιγότερο από καθαρά φιλολογική. Αλλά και η πλευρά τους αυτή δεν είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα. Σαν τα "Carmina Burana" ή τα ποιήματα του Francois Villon (με τα οποία τα παρέβαλαν) δίνουν μια εικόνα της κοινωνίας της εποχής των, με πολλή ενάργεια και χιούμορ, αλλά και με διάθεση σατιρική. Το θέμα βοηθά εξάλλου τον ποιητή στη χρησιμοποίηση λέξεων της καθημερινής ζωής καθώς και δραστικών εκφράσεων, και όλα αυτά δίνουν στο σύνολο έναν έντονο, ζωηρό χρωματισμό. Κάποτε (χωρίς βέβαια να ξέρουμε αν αυτό ήταν μέσα στις προθέσεις των) αγγίζουν και τα όρια της κοινωνικής σάτιρας.»
(Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 71993, σελ. 31-32)
«Η σπουδαιότητα των τεσσάρων σατιρικών ποιημάτων έγκειται στο γεγονός ότι μας προσφέρουν άφθονες ειδήσεις για την ιδιωτική ζωή των Βυζαντινών (ιστορικές και λαογραφικές). Εξάλλου η γλωσσική αξία των κειμένων αυτών οδήγησε πολλούς φιλολόγους στη μελέτη και την έκδοσή τους.»
(Π. Δ. Μαστροδημήτρης, Η Ποίηση του Νέου Ελληνισμού,
Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 72004, σελ. 106)
3. Το κείμενο
Διδακτικές επισημάνσεις
Το ανθολογημένο κείμενο είναι απόσπασμα του τέταρτου πτωχοπροδρομικού ποιήματος (το ποίημα αποτελείται από 291 στίχους), στο οποίο ο ποιητής εκφράζει το παράπονό του στον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνό και ζητά τη συνδρομή του, γιατί, ενώ οι συνάνθρωποί του που ασκούν άλλα επαγγέλματα μπορούν να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες της ζωής, ο ίδιος που έμαθε γράμματα αδυνατεί να βιοποριστεί από τη λογιοσύνη του. Στο ποίημα αυτό, το οποίο είναι το πιο γνωστό από όλα λόγω του διαρκώς επίκαιρου περιεχομένου του, ο ποιητής περιγράφει πώς πείσθηκε από τον πατέρα του να μάθει γράμματα και τώρα το έχει μετανιώσει, καθώς δεν μπορεί να ζήσει από τη μόρφωσή του:
«Και έμαθον τα γραμματικά μετά πολλού τον κόπον.
Αφού δε τάχα γέγονα γραμματικός τεχνίτης,
επιθυμώ και το ψωμί και του ψωμιού την μάναν.
Υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:
Ανάθεμα τα γράμματα, Χριστέ και οπού τα θέλει!»
(στίχοι 80-85)
Στο απόσπασμα συγκρίνεται η φτώχεια και η εξαθλίωση του ποιητή με την άνετη και γεμάτη από αγαθά ζωή του τσαγκάρη. Μέσα από τη λεπτομερή περιγραφή των διατροφικών συνηθειών του τσαγκάρη προβάλλεται ανάγλυφα η πείνα και η στέρηση του αφηγητή.
Κατά την επεξεργασία του κειμένου οι μαθητές/τριες μπορούν:
• Να καταγράψουν τις διατροφικές συνήθειες του τσαγκάρη και να τις συγκρίνουν με εκείνες ενός σημερινού τεχνίτη.
• Να προσέξουν τα διάφορα φαγητά που αναφέρονται στο ποίημα και να συναγάγουν συμπεράσματα για την κυκλοφορία των ειδών διατροφής ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες της εποχής.
• Να σχολιάσουν τις διαφοροποιήσεις της στάσης μας απέναντι σε αυτό που κάποτε θεωρούνταν διατροφικό προνόμιο (π.χ. συνταγές με «χορδο-κοιλίτσια») και αυτό που σήμερα θεωρούμε υγιεινή διατροφή (τροφές χωρίς λιπαρά κ.λπ.).
• Να αναζητήσουν τα στοιχεία που δημιουργούν το ειρωνικό ύφος της ποιητικής αφήγησης («κλώσει το τυρίν», «κατά της μαγειρίας», κ.λπ.).
• Να εντοπίσουν τους αφηγηματικούς τρόπους, οι οποίοι δημιουργούν ζωντάνια και ποικιλία (αφήγηση, ευθύς λόγος, ελεύθερος πλάγιος λόγος κ.λπ.).
• Να αναζητήσουν τα σημεία στα οποία φαίνεται η θυμοσοφία (η λαϊκή σοφία) του αφηγητή.
• Να φανταστούν τη ζωή που έκανε ένας γραμματικός της εποχής, ώστε ο αφηγητής να συμβουλεύει τον γείτονά του να κάμει τσαγκάρη το παιδί του.
Παράλληλο κείμενο
Η πείνα τον Καραγκιόζη (απόσπασμα) Πράξη Α', Σκηνή
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ —Προχθές, Χατζατζάρη μου, είχα πάει στη στάνη κι είχα μια πείνα, και λογάριασε με τέτοια πείνα να πάω τόσο δρόμο, Χατζατζάρη, και στον δρόμο που πήγαινα βρίσκω ένα σύκο σε μια συκιά και καθώς το 'φαγα και πήγε στην κοιλιά μου ακούω ένα εσωτερικό καυγά, ένα κακό...
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ —Και πού έγινε αυτός ο καυγάς, Καραγκιόζη μου;
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ —Στην κοιλιακήν μου χώρα. Ήλθον τα άντερά μου εις έριδας συναμεταξύ των ποιο θα αρπάξει το σύκο.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ —(Γελών) Να σε πάρει η ευχή, Καραγκιόζη μου, φαντάζομαι με αυτή την πείνα σαν πήγες απάνω τι θα 'φαγες.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ —Στάσου, Χατζατζάρη, και θ' ακούσεις τι έπαθα. Μόλις πήγα, με είδε η θεια-Γιωργούλα και με λυπήθηκε, που είχα αλληθωρίσει από την πείνα, και μου γιόμισε μια τσανάκα στιφάδο που μοσχοβόλαγε, Χατζατζάρη μου.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ —Μη μου το λες, Καραγκιόζη μου, γιατί μ' έπιασε λιγούρα. Φαντάζομαι πώς θα ρίχτηκες στην τσανάκα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ —Μόλις λοιπόν κάθισα κι έκοψα κάτι κομμάτες ψωμί μέσα, γιατί μου χε φέρει ένα καρβέλι σπιτίσιο μπροστά μου, και μόλις ετοιμαζόμουνα να πάρω την πρώτη μπουκιά, κι είχα βουτήξει με το πιρούνι ένα κομμάτι κρέας πενήντα δράμια και ένα κομμάτι ψωμί, ακούω ένα «γκαπ» στο σβέρκο μου, αφού η μούρη μου πήγε μέσα στη τσανάκα.
(Α. Μόλλας, Το χάνι του Μπαρμπαγιώργου, Κ.Ν.Λ. Α' Γυμνασίου, σελ. 22-23)
• Ποια κοινά στοιχεία αλλά και ποιες διαφορές εντοπίζετε στη μορφή και στο περιεχόμενο ανάμεσα στο απόσπασμα του Καραγκιόζη και στο πτωχοπροδομικό ποίημα;
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
Δημαράς Θ. Κ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 61975.
Μαστροδημήτρης Δ. Π., Η Ποίηση του Νέου Ελληνισμού. Ανθολογία, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 72004.
Μητσάκης Κ., Εισαγωγή στη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία. Πρωτοελληνικοί χρόνοι, Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1989.
Πολίτης Λ., Ιστορία της νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1993.
Νικόλαος Βώκος
στην Εθνική Πινακοθήκη
στο paleta art
Βικιπαίδεια
Ο πολιτισμός στον ψηφιακό χώρο
Νικίας
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;
Το ποιητικό υποκείμενο είναι...
Σε ποιον απευθύνεται;
Απευθύνεται...
Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό
Τα ρήματα βρίσκονται...
Ποιος είναι ο χώρος;
Ο χώρος του ποιήματος είναι...
Ποιος είναι ο χρόνος;
Ο χρόνος του ποιήματος είναι...
Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;
Οι εικόνες του ποιήματος είναι...
Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)
Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...
Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)
Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...
Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;
Ο ποιητής....
Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)
Το ποίημα είναι γραμμένο σε...
Το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία κι αν ναι τι είδους; (π.χ. ζευγαρωτή, πλεκτή, σταυρωτή κλπ.)
Η ομοιοκαταληξία είναι....
Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;
Τα συναισθήματα...