α' Χλωρά, μοσχοβολούντανησία του Αιγαίου πελάγους, ευτυχισμένα χώματα όπου η χαρά κι η ειρήνη πάντα εκατοίκουν. |
β' Τι τα θαυμάσια εγίνηκανκοράσια σας οπ' είχαν ψυχήν σαν φλόγα, χείλη σαν δροσισμένα ρόδα, λαιμόν σαν γάλα; |
γ' Στα πλούσια περιβόλια σαςβασιλικός και κρίνοι ματαίως ανθίζουν· έρημα, ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται να τα ποτίζη. |
δ' Τα δάση, τα λαγκάδια σας,όπου οι φωναί αντιβόουν των κυνηγών, σιωπώσι· σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι μόνον βαυίζουν. |
ε' Ελεύθερα, αχαλίνωταμέσα εις τ' αμπέλια τρέχουν τ' άλογα, και εις την ράχην τους το πνεύμα των ανέμων κάθεται μόνον. |
στ' Εις τον αιγιαλόναπό τα ουράνια σύγνεφα αφόβως καταβαίνουν κραυγάζοντες οι γλάροι και τα γεράκια.. |
ζ' Βαθιά εις τον άμμον βλέπωχαραγμένα πατήματα ζώντων παιδιών και ανθρώπων· όμως πού είναι οι άνθρωποι, πού τα παιδία; |
' Φρικτόν θλιβερόν θέαματριγύρω μου εξανοίγω· ποίων είναι τα σώματα που πλέουσ' εις το κύμα; ποίων τα κεφάλια; |
θ' Αυγεριναί του ηλίουακτίνες τι προβαίνετε; τάχα αγαπάει να βλέπη έργα ληστών το μάτι των ουρανίων; |
Δημιουργέ του κόσμου, πατέρα των αθλίων θνητών, αν συ του γένους μας όλου ζητής τον θάνατον, αν συ το θέλης· |
ια' Τα γόνατα μου εμπρός σου,να, πέφτουν· το υπερήφανον κεφάλι μου, που αντίκρυ των βασιλέων υψώνετο, την γην εγγίζει. |
ιβ' Ιδού ευλαβείς οι Έλληνεςσκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε, κι επάνω μας ας πέσωσιν οι φλόγες της οργής σου, αν συ το θέλης. |
ιγ' Πλην πολυέλεος είσαι,και βοηθόν σε κράζω... Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν πετώμενον τον στόλον αγρίων βαρβάρων. |
ιδ' Κοίταξε πώς ο ήλιοςχρυσώνει τα πανιά των· κοίταξε πώς το πέλαγος από σπαθιών ακτίνας τρέμον αστράπτει. |
ιε' Από τας πρύμνας χύνεταιγεμίζων τον αέρα κρότος μυρίων κυμβάλων, και μέσα από τον θόρυβον ψάλματα εκβαίνουν· |
ις' «- Στάζουσι τα μαχαίρια μαςαπό το αίμα ακάθαρτον των χριστιανών· πριν πήξη, ελάτε, ελάτε εις νέον αίμα ας τα πλύνωμεν· |
ιζ' Ελάτε να ζεστάσωμεντα χέρια μας στα σπλάχνα όσων θυσίας προσφέρουσιν εις τον σταυρόν και σέβονται αγίων εικόνας. |
ιη' Ελάτε, ελάτε, ο κόποςαν μας καταδαμάσῃ, επί σορούς σφαγμένων καθίζοντας, ανάπαυσιν θέλομεν εύρει. |
ιθ' Τα ρόδα της Ελλάδοςεις τ' αίμα της βαμμένα θέλει φανούν τερπνότατον δώρον των γυναικών μας, κι έργον ηρώων». |
Σκληρά, δειλά αναθρέμματα της ποταπής Ασίας, έργον ηρώων, ναι, βέβαια, ποίος το αμφιβάλλει, υπάρχει το τρόπαιόν σας. |
κα' Έργον ηρώων, αν σφάξητεαδύνατα παιδία· έργον ηρώων, αν πνίξητε τας τρυφεράς γυναίκας και τα γερόντια. |
κβ' Ιδού κι άλλα νησίατην λύσσαν σας προσμένουσι· πόλεις ιδού και αλίκτυπος ξηρά κατοικημένη απ' έθνη αθώα. |
κγ' Δια σας ηρώων κοπάδια,δεν φθάνει η Χίος, η Κύπρος· των Κυδωνίων δεν φθάνουσιν, της Κάσου και της Κρήτης οι κατοικίαι. |
κδ' Άμετε, μην αφήσετεζώντα κανένα· απ' αίμα τα αιγαία νερά βαμμένα κύματ' ας έχουν γέμοντα από σφαγάδια. |
κε' Ω Έλληνες, ω θείαιψυχαί, που εις τους μεγάλους κινδύνους φανερώνετε ακάμαντον ενέργειαν και υψηλήν φύσιν! |
κς' Πώς από σας καμίαδεν τρέχει τώρα; πώς κει μέσα εις τα πλεόμενα δεν ρίχνεσθε, καράβια των πολεμίων; |
κζ' Πώς, πώς της ταλαιπώρουπατρίδος δεν πασχίζετε να σώσῃτε τον στέφανον από τα χέρια ανόσια ληστών τοσούτων; |
κη' Είναι πολλά τα πλήθη τωνκαι φοβερά εις την όψιν, αλλ' ένας Έλλην δύναται, ένας άνδρας γενναίος να τα σκορπίση. |
κθ' Όποιος την δάφνην θέλειαθάνατον της δόξης, όποιος δάκρυα δια τ' έθνος του έχει, δια δε την μάχην νουν και καρδίαν· |
Ας έκβη αυτός. - Να, βλέπω, ταχείαι, ως τ' απλωμένα πτερά των γερανών, έρχονται δύο κατάμαυροι τρομεραί πρώραι. |
λα' Παύει ως τόσον ο κρότοςτων μουσικών οργάνων· τ' αγαρηνά τραγούδια παύουν και τα υπερήφανα βλάσφημα μέτρα. |
λβ' Μόνον ακούω το φύσηματου ανέμου οπού περνώντας εις τα κατάρτια ανάμεσα και εις τα σχοινιά σχισμένος βιαίως σφυρίζει. |
λγ' Μόνον ακούω την θάλασσανπου ωσάν μέγα ποτάμι ανάμεσα εις τους βράχους κτυπώντας μυρμυρίζει γύρω εις τα σκάφη. |
λδ' Να οι κραυγαί και ο φόβος,να η ταραχή και η σύγχυσις από παντού σηκώνονται, και απλώνουν πολυάριθμα πανία να φύγουν. |
λε' Στενόν, στενόν το πέλαγοςο τρόμος κάμνει· πέφτει ένα καράβι επάνω εις τ' άλλο και συντρίβονται· πνίγονται οι ναύται. |
λς' Ω! πώς από τα μάτια μουταχέως εχάθη ο στόλος· πλέον δεν ξανοίγω τώρα παρά καπνούς και φλόγας ουρανομήκεις. |
λζ' Έξω από την θαλάσσιονπυρκαϊάν νικήτριαι ιδού πάλιν εκβαίνουν σωσμέναι οι δύο κατάμαυροι θαυμάσιαι πρώραι. |
λη' Πετάουν, απομακρύνονται·στο διάστημα του αέρος χωσμέναι γίνονται άφαντοι· διαβαίνουσαι επαιάνιζον, κι ήκουεν ο κόσμος. |
λθ' Κανάρη! — και τα σπήλαιατης γης εβόουν: Κανάρη.— Και των αιώνων τα όργανα ίσως θέλει αντηχήσουν πάντα: Κανάρη! |
1. Η ωδή ανήκει στη συλλογή Λυρικά.
χλωρά: πράσινα.
το πνεύμα των ανέμων: ο άνεμος.
εξανοίγω: αντικρίζω.
κύμβαλα: τύμπανα.
αλίκτυπος: θαλασσόπληκτος.
βλάσφημα μέτρα: αλαζονικοί ρυθμοί.
Νικηφόρος Λύτρας (1832-1927), «Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη» [πηγή: Πινακοθήκη Αβέρωφ]
Κωνσταντίνος Βολονάκης, «Η πυρπόληση του τουρκικού δίκροτου στην Ερεσσό από τον Δημήτριο Παπανικολή» (1882) [πηγή: Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος]
Sir Charles-Lock Eastlake (1793-1865), Έλληνες φυγάδες μετά την καταστροφή της Χίου, 1822
(1833)
Μουσείο Μπενάκη
Χειρόγραφο του ποιητή
Joseph Cartwright (1789-1829), Η πόλη και το λιμάνι της Ζακύνθου,
(π. 1820) Μουσείο Μπενάκη
1. Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792. Ο Κερκυραίος πατέρας του Τζανέτος (Ιωάννης), ανθυπολογαγός του μισθοφορικού στρατού της Βενετίας, εγκατέλειψε το νησί και μετακόμισε στο Λιβόρνο της Ιταλίας για να ασχοληθεί με το εμπόριο, παίρνοντας μαζί του τους δύο γιους του, τον Ανδρέα και τον Νικόλαο (γεν. 1800), αλλά όχι και τη σύζυγό του Αδριανή Ρουκάνη, κόρη παλιάς ζακυνθινής οικογένειας, με την οποία διαζεύχθηκε και επίσημα το 1805. Τα παιδιά, που δεν φαίνεται να ξαναείδαν τη μητέρα τους (η οποία ξαναπαντρεύτηκε, αλλά όταν πέθανε το 1815 τους κληροδότησε τη μικρή περιουσία που της είχε μείνει), μεγάλωσαν μόνο με τον πατέρα, που ταξίδευε συχνά. Το 1812 που πέθανε και ο Τζανέτος ο Ανδρέας γνωρίστηκε στη Φλωρεντία με τον Ζακύνθιο Ιταλό ποιητή Ούγο Φόσκολο. Όταν ο Φόσκολο χρειάστηκε κάποιον παιδαγωγό για ένα νεαρό εξάδερφό του από τη Ζάκυνθο του οποίου ανέλαβε την κηδεμονία, προσέλαβε τον Κάλβο. Η θέση του παιδαγωγού ήταν, παράλληλα, για τον εικοσάχρονο Κάλβο και θέση γραμματέα του διάσημου ποιητή. Ο Φόσκολο αυτοεξορίστηκε στη Ζυρίχη, επειδή την Ιταλία είχαν καταλάβει, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, οι Αυστριακοί, και ο Κάλβος ταξίδεψε εκεί για να τον συναντήσει. Μαζί, το ίδιο έτος (1816), πήγαν στο Λονδίνο, όπου μετά από λίγο καιρό η μεγάλη τους φιλία διαλύθηκε. Στο Λονδίνο ο Κάλβος έγινε γνωστός ως λόγιος, παντρεύτηκε και απόκτησε μια κόρη. Μετά τον θάνατο της συζύγου και της κόρης του εγκατέλειψε την Αγγλία και εγκαταστάθηκε για λίγο στη Φλωρεντία (1821) και κατόπιν στη Γενεύη. Το 1826 ταξίδεψε στην Ελλάδα με σκοπό να λάβει μέρος στον Αγώνα (τουλάχιστον αυτό δήλωσε [σε γαλλική γλώσσα] στην εισαγωγή της συλλογής του Λυρικά, σε «επιστολή» προς τον στρατηγό Λαφαγιέτ: «Αφήνω με λύπη τη Γαλλία. Το χρέος μου με καλεί στην πατρίδα μου, να προτάξω μια καρδιά ακόμη στο σπαθί των Μουσουλμάνων»). Έμεινε όμως πολύ λίγο στο Ναύπλιο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα. Εργάστηκε στην αρχή για ένα διάστημα ως καθηγητής στην Ιόνιο Ακαδημία (1827) και μετά από χρόνια ως διευθυντής του Ιονίου Γυμνασίου (1841). Στην Κέρκυρα έζησε ως το 1852, οπότε μετακόμισε στην Αγγλία, παντρεύτηκε, και με τη δασκάλα σύζυγό του εγκαταστάθηκε (1855) και έζησε μέχρι τον θάνατό του (1869) στην πόλη Λάουθ, στο Λινκολνσάιρ, όπου η Σαρλότ Ουάνταμς-Κάλβου διηύθυνε ένα παρθεναγωγείο. Το 1960 έγινε μετακομιδή των οστών του από το Λάουθ στη Ζάκυνθο.
Ο Κάλβος φαίνεται να ασχολήθηκε με τη γραφή και την ποίηση από πολύ νέος. Τα πρωτόλειά του («Apologia del suicidio», «Canzone a Napoleone») γράφτηκαν στα ιταλικά το 1811 και το ποίημά του «Ode agli Ionii» το 1814. Τα είκοσι ποιήματά του («Ωδαί») στα ελληνικά γράφτηκαν υπό την άμεση επήρεια της ελληνικής επανάστασης και εκδόθηκαν με τίτλο Λύρα (1824) και Λυρικά (1826) στη Γενεύη και το Παρίσι αντίστοιχα. Το ιταλόφωνο έργο του, μεγαλύτερο σε έκταση, έχει δημοσιευτεί στα βιβλία: Andrea Calbo, Opere Italiane, a cura del prof. Giorgio Zoras, Roma 1938 και Mario Vitti, A. Kalvos e i suoi scritti in italiano, Napoli 1960.
2. Η κριτική για το έργο του
«Ο Κάλβος εισάγει και εν αυτώ τους καινούς μεν, προφανώς δε ιταλίζοντας θεούς της μετρικής του. Τον ενδεκασύλλαβον στίχον, συνιστάμενον και τούτον εκ τόνων και συνιζήσεων, διαιρεί, ως εκ της εν αυτώ διαφόρου εκάστοτε εναλλαγής των τόνων, εις εικοσιοκτώ είδη, ποικίλλοντα κατά τας θέσεις της τομής, της αναπαύσεως της περιόδου, κατά τον αριθμόν των μετά τον τελικόν τόνον συλλαβών, κατά την ποσότητα των μακρών ή βραχέων, την θέσιν, τον αριθμόν και την ποσότητα των συνιζήσεων και τον ρυθμόν των λέξεων. Εκ των επισυνημμένων τούτων συνάγομεν ότι αντί της σταθεράς και μονοτρόπου αρμονίας της εκ των ομοειδών και των ομοιοκαταλήκτων στίχων των εν χρήσει παρ' ημίν, ο Κάλβος καθιεροί την εναλλάτουσαν και πολύτροπον αρμονίαν των περιόδων καυχώμενος ότι ούτω προσεγγίζει τους αρχαίους. [... ]
Αλλά και τον δεκαπεντασύλλαβον στίχον, τον οποίον απεκάλει "ηρωικόν", διέπλαττεν εφαρμόζων και επ' αυτού τας αρχάς του. "Από την συναρμογήν των διαφόρων επτασυλλάβων, οξυτόνων, παροξυτόνων ή προπαροξυτόνων — λέγει εν τέλει των σημειώσεών του— γίνονται 676 είδη ηρωικών στίχων, τα οποία μεταχειρισθέντα με κρίσιν συμπλάττουσι την γνωστήν εις τους παλαιούς μόνον πολύτροπον αρμονίαν. Αποφεύγοντες ούτω το μονότονον των κρητικών επών, μιμούμεθα τα κινήματα της ψυχής και χαρακτηρίζομεν τα όσα ή ο νους ή αι του ανθρώπου αισθήσεις απαντώσιν εις την φυσικήν και εις την φανταστήν οικουμένην".
Και ταύτα μεν ο ποιητής. Εγώ δε ομολογώ εν ειλικρινεία —αν και εκφέρω την ομολογίαν μου ως απόρροιαν προσωπικών όλως διαθέσεων, άνευ απολύτου πεποιθήσεως εις το αλάθητον αυτών— ότι οι ρυθμοί του Κάλβου εξεγείρουσι βαθέως την σκέψιν και μοι παρέχουσι αισθητικήν απόλαυσιν εκ των σπανιωτέρων.»
(Κ. Παλαμάς, «Κάλβος ο Ζακύνθιος»,
Εστία, τεύχος 728, 10-12-1889)
«Η ποίησις του Κάλβου, δημοτικωτάτη καθ' ύλην, εγένετο κατ' εξοχήν αριστοκρατική διά της αρχαιοπρεπείας του είδους αυτής. Το καινοφανές του ρυθμού επέτεινε την αντιδημοτικότητα αυτής και το αλλοπρόσαλλον της γλώσσης συνετέλεσεν εις την προγραφήν της.»
(Κ. Παλαμάς, «Κάλβος ο Ζακύνθιος», Εστία, τεύχος 729, 17-12-1889
[δημοσιεύεται στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, επιμ. Ν. Βαγενάς, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο, 1999, σελ. 19-20 και 33])
«Τα ποιητικά μέσα της εναργείας του είν' εφαρμογή της αρχαίας ελληνικής ποιητικής. Η μεταφορά, η ποιητική εικών, η παρομοίωσις, σιμά με την προσωποποιία, την υπαλλαγή [1], την αντονομασία [2]. Πόλος αντίθετος προς την παρήχηση —πότε σοβαρή και επιβλητική, πότε μουσική κι αιθέρια— ιδού η ρητορική κατασκευή του ποιητικού του σχεδίου, ιδού, συνεχώς, η αποστροφή [3] και το επιφώνημα, η υποφορά κι η ανθυποφορά [4]. Τα "Ηφαίστεια" θα ημπορούσαν ν' αναλυθούν ακριβώς με μαθηματικόν —δηλαδή με ρητορικόν— διαβήτη: Πρόλογος-υποφορά. Επιφώνημα. Επίκληση στο φως. Επίκληση στον Θεό. Έπειτα, η στατική περιγραφή μεταβάλλεται (σύμφωνα με το τυπικό το ομηρικό παράδειγμα του Σ της Ιλιάδος) σε περιγραφή δραματικήν, ενεργητική. Έπειτα, αλλαγή καταστάσεως: περιπέτεια. Ραγδαία ηθική αποκατάσταση. Επίλογος-προσφώνηση.»
(Τ. Άγρας, Λογοτεχνία, τεύχος 2, Δεκέμβριος 1937
[δημοσιεύεται στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, όπ, 1999, σελ. 39])
«Μ' αυτές τις παραστάσεις, μ' αυτές τις εικόνες θα έπρεπε, πριν προχωρήσουμε, ν' ασχοληθούμε κάπως περισσότερο.
Βασικά και από γενικότερη άποψη, θα μπορούσαμε να τις χωρίσουμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες: τις ζωγραφικές, δηλαδή εκείνες που συγκροτούν ένα θέαμα ικανό ν' απεικονιστεί πάνω-κάτω και από ένα ζωγράφο. Και τις λυρικές που, αυτές, στηρίζονται σ' ένα βιασμό της πραγματικότητας και που η απροσδόκητη και αστραποβόλα παρουσία τους δεν είναι ικανή να συλληφθεί παρά μονάχα από την ποιητική νοημοσύνη. Οι πρώτες βρίσκονται βέβαια πιο κοντά στον περιγραφικό τρόπο της παράδοσης. Είναι όμως εδώ αξιοπρόσεκτο με πόση ανανεωτική δροσιά και ένταση μας παρουσιάζονται:
[...] Το χέρι οπού τα πέπλα των ουρανών κατέστρωσεν, από σύγνεφα ολόχρυσα...
Σήμερον κείσαι, ως εύφορος πολύκλωνος ελαία από το βίαιον φύσημα σκληρών ανέμων κείται εκριζωμένη.
Επειδή το κύριο γνώρισμα των εικόνων αυτών είναι η μεγαλοπρέπεια, υπάρχει παντού σχεδόν, αδιάκοπα, μια τάση ανυψωτική προς τον ουρανό, ένας μετεωρισμός των οραμάτων, πότε ανάμεσα στα δύο γλαυκά τ' ουρανού και της θάλασσας, πότε ανάμεσα στα σύννεφα και στ' αγριεμένα κύματα τ' ουρανού και της θάλασσας. Τα ίδια γνωρίσματα χαρακτηρίζουν και τις εικόνες της δεύτερης κατηγορίας, εικόνες πολύ πιο ενδιαφέρουσες, γιατί μέσα τους πια το πραγματικό στοιχείο, το reel, διευρύνεται ως τ' ακρότατα σημεία της ανταρσίας του πνεύματος. Εδώ οι φυσικές διαστάσεις των πραγμάτων καταλύουνε τη δουλεία τους και η υλική και πνευματική τους συνάμα υπόσταση, αξεχώριστα, ζει στο επίπεδο της ανώτερης πραγματικότητας, της μόνης ικανής να εκφράσει τον άνθρωπο ακεραιωμένο, παρμένο στο σύνολο των συναισθηματικών του εκδηλώσεων και των σχέσεών του με τη γύρω φύση. Όλη η ουσία του αληθινού λυρισμού, όλη του η διαφορά με την πεζογραφία, έγκειται σ' αυτό το γεγονός. Από το ένα μέρος μια αλήθεια διατυπωμένη στο ύφος του Αστικού Κώδικα: "ο χρόνος παρέρχεται ανεπιστρεπτί" και από την άλλη, η ίδια περίπου αλήθεια, πιο αισθητή, χάρη στη δύναμη της μεταφοράς:
Ούτως από τον ήλιον ωσάν πυρός σταλάγματα, πέφτουσιν εις την θάλασσαν των αιώνων. και χάνονται διά πάντα η ώραι.
(Οδ. Ελύτης, «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου»,
Ανοιχτά Χαρτιά, Αστερίας, Αθήνα, 1974, σελ. 75-76)
«Η προσεχτική μελέτη όλου του καλβικού έργου δείχνει ότι ο αυτοδίδακτος Κάλβος ήταν λιγότερο βαθύς γνώστης και της αρχαίας ελληνικής απ' ό,τι πιστεύεται γενικώς. Ως προς τη χρήση των αρχαϊσμών ο Κάλβος βέβαια φαίνεται ν' ακολουθεί τις θέσεις που υποστήριζαν ο Φώσκολος και άλλοι ποιητές της εποχής για τη λύση του προβλήματος της ιταλικής ποιητικής γλώσσας. Όμως η πυκνότητα των αρχαϊσμών του Κάλβου είναι πολλαπλάσια εκείνης των άλλων "αρχαϊστών" ποιητών, έτσι ώστε ν' ανακύπτει εύλογο το ερώτημα, γιατί ο Κάλβος αυξάνει την αρχαϊστική δόση στην ποιητική του γλώσσα σε βαθμό μεγαλύτερο απ' ό,τι θα μπορούσε να σηκώσει —για τα δεδομένα της εποχής του— μια ποιητική γλώσσα που δεν ήθελε να κόψει τους δεσμούς της με τον προφορικό λόγο. Η άποψή μου είναι ότι ο Κάλβος δεν ήξερε ότι χρησιμοποιούσε τόσους πολλούς αρχαϊσμούς, ή ότι ορισμένες λέξεις του θα συνέχιζαν να λειτουργούν ως αρχαϊσμοί. Επειδή δεν γνώριζε όλη την έκταση του νεοελληνικού προφορικού λεξιλογίου, θα πρέπει να πίστευε ότι ορισμένες από τις λέξεις που χρησιμοποιούσε δεν ήταν αρχαίες ή ότι, αν ήταν, θα μπορούσαν εύκολα να ενσωματωθούν στον κορμό της ζωντανής νεοελληνικής. Με άλλα λόγια, ο Κάλβος δεν κατείχε την ελληνική ποιητική γλώσσα στον βαθμό που την κατέχει ένας ποιητής με ανεμπόδιστη γλωσσική ανάπτυξη — ευτυχώς. Γιατί αν την έλεγχε, η γλώσσα του θα ήταν ομαλότερη από αυτήν που έγραφε (όπως ομαλή είναι όπως είπαμε, η γλώσσα των ιταλικών του έργων), και συνεπώς η γοητεία που παράγεται στην εποχή μας από τις γλωσσικές και συντακτικές του ατασθαλίες θα ήταν μειωμένη ή δεν θα υπήρχε. Φυσικά, έπρεπε να ξεπεράσουμε τις προκαταλήψεις της γλωσσικής διαμάχης και να βιώσουμε την εμπειρία της μοντερνιστικής ποιητικής ελευθερίας για να αισθανθούμε τη γοητεία της γλωσσικής ελευθεριότητας του Κάλβου, την οποία (γοητεία) με τόση ευστοχία περιγράφει ο Ελύτης.»
(Ν. Βαγενάς, «Η παραμόρφωση του Κάλβου», Το Δέντρο, τεύχος 71-72, 1992
[δημοσιεύεται στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, ό.π., σελ. 309])
«Αν θελήσουμε λοιπόν να κατατάξουμε συστηματικά τις επιδράσεις που εδέχθηκε ο Κάλβος καθώς φανερώνονται μέσα στις είκοσι ελληνικές ωδές του, θα σημειώσουμε τα ακόλουθα, αρχίζοντας από την επιφάνεια και προ-χωρώντας προς το βάθος, αρχίζοντας από τα φαινόμενα προς τα νοούμενα.
Ο στίχος είναι ιδιότυπος με βάση την ιταλική στιχουργική, χωρίς ρίμα, σύμφωνα με τα διδάγματα της νέας ιταλικής σχολής, που εφήρμοσε στα πιο επίσημα ποιήματά του ο Φόσκολος. Ίσως η αρχική του σύλληψη να προέρχεται από τον δεκαπεντασύλλαβο — εξαρχαϊσμένο, σύμφωνα με τις γλωσσικές αντιλήψεις του Φώσκολου, για συνδυασμό του "λαϊκού" με το "αρχαϊκό". (Θυμίζω πως εχθρός της ρίμας είναι ο Κοραής. Δεν έχουμε όμως στοιχεία για την συσχέτιση.)
Η γλώσσα είναι αρχαϊκή με εκζήτηση λέξεων ηχηρών και επιβλητικών μάλλον παρά υποβλητικών. Σε τούτο παίρνει θέση μέσα στο γλωσσικό ζήτημα καθοδηγημένος όμως και εμπνευσμένος όχι από τα ελληνικά προβλήματα ούτε από τις ελληνικές λύσεις αλλά από το γλωσσικό ζήτημα της Ιταλίας στον καιρό του και από τη λύση που συνιστούσαν και εφήρμοζαν ο Φώσκολος και οι ομόγνωμοί του καθαρολόγοι.
Συνέπεια τούτου είναι και ο πομπικός, επίσημος, μεγαλόστομος και ρητορικός τόνος της ποίησής του, που έχει όμως και στενό σύνδεσμο με τον διδακτισμό της. Ο διδακτισμός αυτός, τυπική επιβίωση του ΙΗ' αιώνα, αποτελεί την κανονική διδασκαλία όλων των νεοελληνικών διδακτικών εγχειριδίων της περιόδου που μας ενδιαφέρει. Συνάμα αποτελεί την βάση της αισθητικής των Ιταλών ποιητών της ομάδας του Φόσκολου.
Οι εικόνες, αλληγορίες, παραβολές, είναι συνήθως δανεισμένες από τους αρχαίους, Όμηρο, ιδίως, και Πίνδαρο, σύμφωνα με τα αισθητικά διδάγματα και τις συμβουλές του Φώσκολου. Άλλες, πιο σύντομες συνήθως, εικόνες, προέρχονται από τον Ossian.
Βλέπουμε δηλαδή ότι το σύνολο περίπου της μορφής έφθασε στον Κάλβο από τον ΙΗ' αιώνα διά μέσου είτε των Ελλήνων διδασκάλων του, είτε της σύγχρονής του ιταλικής λογοτεχνίας όπως την εγνώρισε στο περιβάλλον του Φόσκολου.
Αντίθετα τα πιο θεμελιώδη συστατικά, πνευματικά είτε ψυχικά, πρέπει να τα αναζητήσουμε ιδίως αλλού και σε ένα μεγάλο τους μέρος έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα.
Έτσι η θρησκευτική συνείδηση συνδέεται με τη μορφή της μητέρας του, στην ποίησή του όπως ίσως και στην ζωή του.
Η αγάπη της Ελευθερίας και της Αρετής συνδέονται με τις πρώτες παραστάσεις της ζωής του, όπως φάνηκαν μπροστά του με τις αρχές της γαλλικής Επανάστασης και την —άμεση ίσως— διδασκαλία του Μαρτελάου. Με τις έννοιες αυτές, από κάποια πλευρά, και με τον Μαρτελάο συνδέεται και ο κλασικισμός του, ανεξάρτητα από τον γλωσσικό του αρχαϊσμό και σχετικά με την αγάπη του γένους και την ελπίδα για την ανάσταση της παλιάς δόξας.
Τέλος η θλιβερή και απαισιόδοξη διάθεση, που βρίσκει παρηγοριά στην πίστη, και τα σύμβολά τους και οι εικόνες που συνδέονται μ' αυτές, προέρχονται από τον βόρειο προρωμαντισμό και πρωτορωμαντισμό όπως τον εγνώρισε ο Κάλβος στον Young. Παράλληλη (μελαγχολία κ.λπ.) είναι και η επίδραση του Ossian.»
(Κ. Θ. Δημαράς, «Πηγές έμπνευσης του Κάλβου», Νέα Εστία, Αφιέρωμα στον Κάλβο, Χριστούγεννα 1946
[αναδημοσίευση στο Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, ό.π., σελ. 162-163])
3. Τα κείμενα
α. Ο Φιλόπατρις
Διδακτικές επισημάνσεις
• Να συνδεθεί η ποίηση του Κάλβου με την ποίηση στην Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα και να παρατηρηθεί η συνύπαρξη νεοκλασικισμού και πρωτορομαντισμού. Για τον σκοπό αυτό να αξιοποιηθούν οι πληροφορίες από την εισαγωγή του ανά χείρας τόμου και να εντοπιστούν, μέσα στο ποίημα, στοιχεία που τις τεκμηριώνουν (αναφορές στην αρχαιότητα, δύναμη της ανθρώπινης θέλησης κ.λπ.).
• Να παρατηρηθεί, για να τεκμηριωθεί καλύτερα η παραπάνω επισήμανση, η μορφή με την οποία απεικονίζεται η φύση και να αναζητηθεί η επίδραση των λογίων πηγών στην απόδοσή της.
• Να επισημανθούν τα χαρακτηριστικά της ιδιότυπης έκφρασης του Κάλβου: η γλωσσική κυρίως ιδιομορφία (αρχαϊκές εκφράσεις όπως τα ρήματα «βροντάουσιν» ή «χαιρέτωσαν», η τοποθέτηση του επιθέτου μετά το ουσιαστικό, κατηγορηματικές μετοχές, όπως «ήκουον σημαίνοντα» κ.λπ., παράλληλα με κοινές, νεοελληνικές λέξεις: χορεύουν, πάντα κ.λπ.), το ιδεολογικό περιεχόμενο και το υψηλό ύφος που δημιουργούν κυρίως τα σχήματα λόγου.
• Να προσεχτεί η «προφορικότητα» της έκφρασης: το ποιητικό υποκείμενο δεν φαίνεται να αφηγείται κάτι, αλλά να απαγγέλλει μπροστά σε θεατές τον ύμνο προς την πατρίδα (αρχική επίκληση, επανειλημμένοι χαιρετισμοί), στο πρότυπο των αρχαίων ποιητών.
• Να ανιχνευτεί ο λογικός τρόπος ανάπτυξης της ωδής: επίκληση-σύγκριση-περιγραφή-συμπέρασμα.
• Να εντοπιστούν τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας και της ζωής που θεωρεί σημαντικά ο ποιητής και να συνδυαστούν με τα βιογραφικά του στοιχεία.
β. Εις Αγαρηνούς
Διδακτικές επισημάνσεις
• Να διερευνηθεί η εικόνα του κόσμου που διαμορφώνεται στο ποίημα: ποιοι συντελούν στην ύπαρξη και τη λειτουργία του και πώς αξιολογούνται; •Να γίνει αναφορά στις επαναστατικές διαθέσεις του ποιητή και να εντοπιστούν οι απηχήσεις τους στο ποίημα. Να εξεταστούν κυρίως οι έννοιες «Αγαρηνοί» και «τύραννοι», για να φανεί η ιδεολογική θέση του ποιητή.
• Να εντοπιστούν στο ποίημα εικόνες από την κλασική αρχαιότητα και εικόνες από την άγρια φύση και τις τιτανικές συγκρούσεις, μοτίβα που καλλιέργησε ο ρομαντισμός, για να φανεί η μεταιχμιακή θέση του Κάλβου, ανάμεσα στην ποιητική παράδοση του κλασικισμού και το ρομαντικό του παρόν.
• Να προσεχτεί ο ρόλος που φαίνεται να αναλαμβάνει ο ποιητής, να γίνεται, κατά κάποιον τρόπο, καθοδηγητής του αναγνώστη. Είναι χαρακτηριστικός o ρόλος του ποιητή-ταγού-προφήτη που πρότεινε το κίνημα του ρομαντισμού.
• Να σχολιαστούν η γλώσσα και η στιχουργία, με τη βοήθεια των κριτικών παραθεμάτων, κυρίως αν δεν έχει αναλυθεί το προηγούμενο ποίημα.
Συμπληρωματικές ερωτήσεις-Δραστηριότητες
• Ποια είναι η σχέση του τίτλου των ποιημάτων με το περιεχόμενό τους;
• Να διαβαστεί ολόκληρο το κείμενο του Ελύτη για τη λυρική τόλμη του Κάλβου. Είναι πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο ένας ποιητής ανακαλύπτει προγόνους.
• Αν είναι δυνατόν, να ακουστεί μελοποιημένη η ποίηση του Κάλβου από τον Μίκη Θεοδωράκη («Τα τραγούδια του αγώνα»).
Παράλληλα κείμενα
Ούγκο Φόσκολο, «Ύμνος στη Ζάκυνθο»
(μτφρ. Μαρίνος Καλοσγούρος) (Απόσπασμα από το ποιητικό έργο Χάριτες, 1813)
Από μικρός στους μητρικούς μου λόφους ελάτρεψα την θείαν Αφροδίτη. Ζάκυνθος, χαίρε. Στις ακτές του Αδρία, στη στερνή κατοικία των Εφεστίων θεών και των προγόνων μου, θ' αφήσω τα τραγούδια μου και τα κόκαλά μου, και σ' εσέ μοναχά τους στοχασμούς μου, γιατί όποιος την πατρίδα του ξεχάσει μήτε στα θεία δεν ομιλεί με σέβας. Ζάκυνθος, ιερή χώρα. Στους λόφους ήσαν ναοί, και στα ισκιερά της δάση η λατρεία της Άρτεμης και οι ύμνοι στον ένοχο Λαομέδοντα, πριν μάθει ο Ποσειδώνας στο Ίλιο πώς να στήσει τους φημισμένους πύργους του πολέμου. Η Ζάκυνθος είν' όμορφη. Της δίνουν θησαυρούς μύριους τ' αγγλικά καράβια, κι από ψηλά της στέλνει ο αιώνιος ήλιος τις ζωογόνες αχτίδες του. Κι ο Δίας τα διάφανα σύγνεφα της χαρίζει. Κι έχει τους πυκνοφύτευτους ελαιώνες, τους αμπελόφυτους του Βάκχου κάμπους, και την υγεία τη ρόδινη σκορπίζει αύρα γλυκιά που μυρωμένη πνέει από κήπους ανθών κι αιώνιων κέδρων.
Ούγο Φόσκολο, «Στη Ζάκυνθο»
(μτφρ. Στέφανος Μαρτζώκης)
Πλια στη ζωή δεν θα πατεί το δύστυχο ποδάρι τις άγιες όχθες που άγγιζα στα χρόνια τα χρυσά, ω ποθητή μου Ζάκυνθο, που πάντοτε με χάρη στο κύμα καθρεφτίζεσαι, στα ελληνικά νερά. Η Αφροδίτη ολόλαμπρη από κει μέσα βγήκε κι έκαμε με το γέλιο της γόνιμα τα νησιά, αφού απερίγραφτα ο λαμπρός ο στίχος δεν αφήκε τα νέφη σου τα διάφανα, τα δέντρα τα πυκνά, τον ποιητή που έψαλλε τη διάφορη εξορία, της μοίρας τ' άγρια κύματα, που το μικρό νησί ο Οδυσσέας εφίλησε τρανός στη δυστυχία. Απ' το παιδί σου το άχαρο, ω μητρική μου γη, μονάχα το τραγούδι του θα 'χεις για συντροφία. Σ' εμένα η Μοίρα μού έγραψε αδάκρυτη ταφή.
(Στ. Ροζάνης, εισαγωγή-φιλολογική επιμέλεια, Ποιήματα μεταφρασμένα από Επτανησίους, Ωκεανίδα, Αθήνα, 1997 [23]
• Παρατηρήστε ποια χαρακτηριστικά της πατρίδας τους υμνούν ο Κάλβος, στα ποιήματα που εξετάζουμε, και ο Ούγο Φόσκολο, στα παραπάνω ποιήματα. Εντοπίστε, ακόμη, τις αναφορές του Φόσκολου στην αρχαιότητα και προσπαθήστε να τις αιτιολογήσετε.
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αθανασόπουλος Β., Η ιεροτελεστία της Επανάστασης. Χρονικές σχέσεις και χρονική υπέρβαση στις «Ωδές» του Κάλβου, Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1986.
Βαγενάς Ν., (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο, 1999.
Γαραντούδης Ευρ., Πολύτροπος Αρμονία, Μετρική και Ποιητική του Κάλβου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Στέγη Καλών Τεχνών και Γραμμάτων, Ηράκλειο, 1995.
Δάλλας Γ., Η ποιητική του Ανδρέα Κάλβου. Η πνευματική συγκρότηση και η τεχνική των Ωδών, Συνέχεια, Αθήνα, 1994.
Ζαφειρίου Λ., Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου (1792-1869), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2006.
Κάλβος Ανδρέας, Ωδαί, φιλ. επιμ. Γιάννης Δάλλας, Ωκεανίδα, Αθήνα, 1997. Αφιερώματα
Νέα Εστία, «Αφιέρωμα στον Κάλβο», Χριστούγεννα 1946.
Το Δέντρο, τεύχος 67-68 (Αφιέρωμα Κάλβου), Απρίλιος-Μάιος 1992.
1. Υπαλλαγή: σχήμα λόγου στο οποίο χρησιμοποιείται αντί για ένα έργο το όνομα του δημιουργού του.
2. Αντονομασία: σχήμα αντικατάστασης ενός ονόματος, κύριου ή προσηγορικού, από άλλη λέξη ή φράση, ισοδύναμη. π.χ. ηφαίστεια = πυρπολικά.
3. Αποστροφή: σχήμα λόγου στο οποίο ο ομιλητής διακόπτει τον λόγο του για να απευθυνθεί σε κάποιο πρόσωπο ή και κατάσταση.
4. Υποφορά και ανθυποφορά: σχήμα, πολύ συχνό και στα δημοτικά τραγούδια, με ερώτηση, αμέσως μετά μια ακατάλληλη απάντηση και κατόπιν τη σωστή.
Ανδρέας Κάλβος
Ψηφίδες, Ανδρέας Κάλβος. Για τη ζωή και το έργο του
Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Εκπαιδευτική Τηλεόραση
ΠΟ.Θ.Ε.Γ.
Ποιήματα του Ανδρέα Κάλβου στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Τέσσερα μελοποιημένα ποιήματα στο stixoi.info
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;
Το ποιητικό υποκείμενο είναι...
Σε ποιον απευθύνεται;
Απευθύνεται...
Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό
Τα ρήματα βρίσκονται...
Ποιος είναι ο χώρος;
Ο χώρος του ποιήματος είναι...
Ποιος είναι ο χρόνος;
Ο χρόνος του ποιήματος είναι...
Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;
Οι εικόνες του ποιήματος είναι...
Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)
Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...
Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)
Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...
Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;
Ο ποιητής....
Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)
Το ποίημα είναι γραμμένο σε...
Το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία κι αν ναι τι είδους; (π.χ. ζευγαρωτή, πλεκτή, σταυρωτή κλπ.)
Η ομοιοκαταληξία είναι....
Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;
Τα συναισθήματα...