Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τα ψάθινα καπέλα

227 228 229 Ε B

217 218 219 220 221 222 223 224 225

227

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τα ψάθινα καπέλα

 

Οι Αδελφες Μαρία, Ινφάντα και Κατερίνα ζουν στο εξοχικό σπίτι τους στην Κηφισιά με τη μητέρα τους, τον παππού και τη θεία τους Τερέζα. Οι γονείς τους είναι χωρισμένοι. Τα κορίτσια περνούν τα εφηβικά τους χρόνια. Τη ζωή τους, τρία καλοκαίρια στo εξοχικό σπίτι, αφηγείται η Κατερίνα. Στο μυθιστόρημα δίνονται με νεανική χάρη και νοσταλγία οι προσδοκίες και οι συγκινήσεις της εφηβικής ηλικίας.

Τα ψάθινα καπέλα (τηλεοπτική μεταφορά του αποσπάσματος, 27:35) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Μ. Λυμπεράκη, «Τα ψάθινα καπέλα» (παράλληλο κείμενο) [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Μ. Λυμπεράκη, «Οι Κυριακές στη θάλασσα» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου]

 


 

Τα ψαθινα καπελα
(απόσπασμα)

Από χτες ο καιρός είναι στη βροχή, μα δε λέει να βρέξει. Συννεφιάζει, βγαίνει ο ήλιος, ξανασυννεφιάζει, αυτό γίνεται. Λίγες ψιχάλες παν να πέσουν, όμως μένουν στον αέρα, αναδίνοντας το άρωμα της ένωσής τους με τη γη που ακόμα δεν έγινε. Τα δέντρα, αναποφάσιστα, λυγίζουν πότε από δω πότε από κει, οι ρίζες κι οι κορμοί ζητάν νερό, τα φύλλα θέλουν ήλιο. Σκοτεινιάζει, ο ουρανός χαμηλώνει, όλα χαμηλώνουν. Τα ζώα φοβούνται. Οι κότες κουρνιάσανε, τα κουνέλια κάθουνται μαζεμένα και γλείφουνται, οι κατσίκες ρίχνουν γύρω βλέμματα ανήσυχα. Κι ο Μαυρούκος φοβότανε. Κατέβαζε την κομμένη του ουρά, τα μάτια του παρακαλούσαν, φαινόταν το ένα του δόντι σα να το 'χε ξεχάσει έξω από το στόμα, και δεν το κουνούσε από κοντά μου. Εκεί, τώρα, δεν έχει να φοβάται. Η πλάκα που τον σκεπάζει είναι στέρεα, κανένας άνεμος δεν μπορεί να τη σηκώσει.

Βροντάει. Μια αστραπή. Κλείνουμε τα μάτια γιατί τη μεγάλη λάμψη δεν την αντέχουμε. Κρυώνουμε λίγο, μόλις, κι αυτό το κρύο είναι πιο δυνατό απ' τα χιόνια του χειμώνα. Βουβοί κοιτάζουμε έξω απ' το τζάμι, δεν τολμάμε να κάνουμε μια κίνηση, πιάστηκε η ανάσα μας, πνιγόμαστε, μια στιγμή και θα χαθούμε.

Τότε πιάνει η βροχή. Ένα δάκρυ που δε θα φτάσει ποτέ ως τα μάτια μας μας ανακουφίζει, γελάμε.

— Ευχάριστο, λέει ο παππούς, πολύ ευχάριστο.

Αυτό για τον παππού θα πει ωφέλιμο για τα δέντρα.

— Ναι, πολύ, λέει κι η θεία Τερέζα, τάχα για τα δέντρα, ενώ χαίρεται μόνο που θα μπορέσει να λουστεί με βρόχινο νερό.

228Η μητέρα δε μιλάει, τον πατέρα τον γνώρισε μέρα βροχερή.

Θα 'θελα να τρέξω έξω, να χαρώ. Μα θα βρεχόμουν. Κάθουμαι μαζεμένη στον καναπέ, σα γάτα, δίχως σκέψη ακούω τη βροχή. Κάτι μαζεύεται μέσα μου που δεν ξέρω, που με γεμίζει χαρά κι αγωνία. Ξαλαφρώνω μόνο όταν τραγουδάω, όταν γράφω λίγες λέξεις σ' άσπρο χαρτί, ή ζωγραφίζω σχήματα φανταστικά, πολλούς κύκλους τον ένα μέσα στον άλλο ή τριφύλλια με τέσσερα φύλλα.

— Πάρε ένα βιβλίο, ένα κέντημα, λέει η μητέρα. Δε μ' αρέσει να σε βλέπω με σταυρωμένα τα χέρια.

— Δεν μπορώ.

— Τι θα πει δεν μπορείς;

— Θα πει πως δεν μπορώ.

Το βλέμμα της ανάβει, ύστερα γίνεται παγερό. Δε φτάνει ποτέ μέχρι το θυμό η μητέρα, σταματάει λίγο πριν, και τούτο είναι φοβερό, είναι σα να σε πνίγει. Θα 'πρεπε να με δείρεις, μητέρα, για την αυθάδειά μου, η παλάμη σου να πέσει απάνω μου βαριά. Σηκώνουμαι να της ζητήσω συγχώρεση, μα ντρέπουμαι και σταματάω· την κοιτάζω λοξά, φαίνεται λυπημένη. Πλησιάζω τότε το τζάμι και χτυπάω τα δάχτυλά μου στο γυαλί· παίζω ένα σκοπό της μόδας, το αριστερό μου πόδι κρατάει το ρυθμό. Το βλέμμα της χαϊδεύει την πλάτη μου, μ' έχει κιόλας συγχωρέσει. Τότε δε βαστάω. Βγαίνω τρέχοντας απ' το δωμάτιο, να πάω να κλάψω. Η βροχή πέφτει απάνω μου άφθονη, τα μαλλιά μου κολλάνε στα κροτάφια. Η μητέρα θα με είδε απ' το τζάμι, όμως δε με φώναξε. Η ώρα περνάει, με κυριεύει σιγά σιγά η ευδαιμονία που έρχεται μετά τα δάκρυα.

— Κατερίνα, τρελάθηκες;

Είναι η Μαρία. Βγαίνει απ' το σπίτι με την κουκούλα της κι έρχεται και με τραβάει απ' το χέρι. Είναι πολύ τρυφερή, όταν δεν την απορροφάει ολότελα ο εαυτός της.

— Θα πλευριτώσεις, λέει. Είσαι μούσκεμα. Έλα μέσα να σε τρίψω.

Άβουλη, αφήνουμαι. Πετάει τα ρούχα μου ένα ένα, με τυλίγει στ' άσπρο μπουρνούζι.

— Άσε με, της λέω. Εσένα τι σε νοιάζει;

Κι όπως με κοιτάει μ' απορία:

— Τι σε νοιάζει αν αρρωστήσω; Τι σας νοιάζει;

Ίσως, αν αρρώσταινα, η μητέρα να μ' αγαπούσε πιο πολύ. Θα μου ανασήκωνε το κεφάλι για να μου δώσει να πιω νερό, θα με παρακαλούσε να φάω, το βράδυ στο σκοτάδι θα μου χάιδευε το μέτωπο, κι η κάμαρα 229θα μύριζε γιατρικά και λουλούδια. Κι εγώ, μια νύχτα που θα 'χα πολύ πυρετό. θα της έλεγα...

— Το ξέρεις πως ώρες ώρες γίνεσαι κακιά; μου ψιθυρίζει η Μαρία.

Τα χέρια της βαραίνουν στο κορμί μου, με τρίβει πιο δυνατά από πριν.

— Μαρία, ποιον θα παντρευτείς; τη ρωτάω τότε.

— Εσένα τι σε νοιάζει; λέει και γελάει.

— Μα πώς, με νοιάζει. Τα βράδια, πριν κοιμηθώ, σας συλλογίζουμαι, κι εσένα και την Ινφάντα, και τη μητέρα και τον πατέρα, και λίγο τη θεία Τερέζα και τον παππού. Πώς θα 'ναι η ζωή μας αργότερα, ρωτιέμαι, τι θα κάνουμε; Γιατί πρέπει κάτι να κάνουμε, ε, δεν πρέπει, Μαρία;

Η βροχή έχει πάψει, δεν κατάλαβα ποια στιγμή. Τα δέντρα μόνο στάζουν κι οι σταλαγματιές τους γίνουνται κόκκινες, κίτρινες, πράσινες μες στον αέρα χρώματα του ουράνιου τόξου.

— Τι θες να πεις, Κατερίνα;

— Να μην αφήνουμε τον ήλιο να μας καίει το πετσί και τη βροχή να μας μουσκεύει, έτσι...

— Να τα βάλουμε με το Θεό λοιπόν, ε;

Σωπαίνω. Δεν ήθελα να πω αυτό, το Θεό τον σέβουμαι.

— Να τα βάλουμε με το Θεό λοιπόν; ξαναλέει η Μαρία και περιμένει την απάντησή μου σα να εξαρτιέται απ' αυτήν η ζωή της.

— Ώρες ώρες σκέφτουμαι τον Προμηθέα και...

Τότε ξεσπάει. Γελάει όπως ποτέ ως τα τώρα δεν έχει γελάσει.

— Τρέλα που την έχεις! φωνάζει. Μήπως θα 'θελες να γίνεις και συ Προμηθέας; Μα σαν τι νομίζεις πως είμαστε, μυρμήγκια είμαστε, τ' ακούς; μυρμήγκια.

Σοβαρεύεται για λίγο, σμίγει τα φρύδια. Μια αόρατη ασπίδα είναι μπροστά στο κορμί της. Το νιώθω πως αμύνεται. Από τι αλήθεια;

— Πάντως εμένα, λέει, δε με τρελαίνουν αυτές οι ιστορίες. Θέλω να ζήσω σαν τα φυτά και σαν τα ζώα. Τα άλλα είν' όλα ψεύτικα.

— Ποια άλλα; ρωτάω. Δε σε καταλαβαίνω. Όσο για τον Προμηθέα τον ανάφερα γιατί θυμήθηκα μια έκθεση που μας είχαν βάλει στο σχολειό «πώς βλέπετε τον Προμηθέα».

Ορθώνουμαι κι εγώ, κλείνουμαι στο καβούκι μου. Δε σμίγω τα φρύδια, όμως ο λαιμός μου ψηλώνει, ψηλώνει... Η Μαρία με κοιτάει στα μάτια, το ξέρει πως λέω ψέματα.

— Εσύ ζητάς απ' τη ζωή πράγματα εξαιρετικά, ψιθυρίζει. Εγώ όχι. Γιατί ξέρω πως η καθημερινή ζωή είναι που κρύβει τη μεγαλύτερη δύναμη.

Αθόρυβα κλείνει την πόρτα πίσω της. Το μπουρνούζι έχει γλιστρήσει απ' τους ώμους μου και, αφηρημένα, κοιτάω το κορμί μου.

 

Μ. Κρανάκη, «Ένα τόπι χρωματιστό» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α΄ Γυμνασίου]

Κ. Πολίτης, «Eroica» (Κεφ. II, απόσπασμα) Κ. Πολίτης,

«Eroica» (Κεφ. IV, απόσπασμα)

 

 

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Στην πρώτη παράγραφο με μικρές χαρακτηριστικές εικόνες αποδίδονται η αβεβαιότητα του καιρού πριν από τη βροχή και οι αντιδράσεις των φυτών και των ζώων. Να επισημάνετε τις εικόνες.
  2. Ποια ψυχική διάθεση δημιουργεί στους ανθρώπους ο καιρός α) πριν από τη βροχή και β) όταν άρχισε να βρέχει; (Να διαβάσετε προσεχτικά το κείμενο από «Βροντάει ... μέρα βροχερή» υπογραμμίζοντας τα χωρία που θα στηρίξουν την απάντησή σας).
  3. Η εφηβεία είναι μια δύσκολη ηλικία: τα συναισθήματα μεταβάλλονται από τη μια στιγμή στην άλλη και την παροδική σκληρότητα τη διαδέχεται μια μεγάλη ευαισθησία. Μπορείτε να το διαπιστώσετε αυτό από τις αντιδράσεις της Κατερίνας;
  4. Ποιο πρόσωπο από το οικογενειακό περιβάλλον ενδιαφέρει περισσότερο την Κατερίνα και γιατί; (Προτού απαντήσετε να επισημάνετε τα σχετικά χωρία).

 


Μαργαρίτα Λυμπεράκη

Μαργαρίτα Λυμπεράκη (1919-2001)

Γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα και σπούδασε Νομικά. Στη Λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1945 με το μυθιστόρημα Τα Δέντρα. Την επόμενη χρονιά δημοσίευσε Τα ψάθινα καπέλα, που θεωρήθηκε πολύ αξιόλογο έργο. Μετά το μυθιστόρημα Ο Άλλος Αλέξανδρος (1950), η πεζογράφος στράφηκε προς το θέατρο. Θεατρικά έργα της: Η γυναίκα του Κανδαύλη, Οι Δαναΐδες, Ο Άγιος Πρίγκιψ, και η θεατρική μετάπλαση του μυθιστορήματος Ο Άλλος Αλέξανδρος.

Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]

 



 

Μαργαρίτα Λυμπεράκη

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1919 και ήταν εγγονή του εκδότη Γ. Φέξη. Τελείωσε το Αρσάκειο και σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών από όπου πήρε το πτυχίο της το 1943. Νέα ακόμα έμαθε γαλλικά και καλλιέργησε την κλίση της στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Παντρεύτηκε τον Γ. Καραπάνο και απέκτησε μια κόρη, τη γνωστή συγγραφέα Μαργαρίτα Καραπάνου.

Στα νεοελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1945, ως Μαργαρίτα Καραπάνου, με το μυθιστόρημα Τα δέντρα. Ακολούθησε, το 1946, το μυθιστόρημα Τα ψάθινα καπέλα με το οποίο καθιερώθηκε ως συγγραφέας. Έγραψε δυο ακόμα μυθιστορήματα, το ψυχογραφικό Ο άλλος Αλέξανδρος (1950) και το Μυστήριο (1976), το οποίο αναφέρεται στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Η Λυμπεράκη ασχολήθηκε συστηματικά με το θέατρο γράφοντας έργα όπως Με τη γυναίκα του Κανδαύλη (1955), Οι Δαναΐδες (1963),Ο άγιος πρίγκιψ (1964), Το μυστικό κρεβάτι (1967), Ο σπαραγμός (1970), Εσπερινή τελετή (1972), Ερωτικά (1974), Ζωή (1985). Έγραψε επίσης τα σενάρια των ταινιών Μαγική πόλη και Φαίδρα, ενώ μετέφρασε από τ' αγγλικά έργα του Στήβενσον και του Λόρενς.

Όπως σημειώνει ο R.Beaton, στα Ψάθινα καπέλα η συγγραφέας καθιέρωσε μια νέα αφηγηματική τεχνική, στηριγμένη στο υπαινικτικό και ανάλαφρο ύφος, στο ανεπιτήδευτο όσο και συγκρατημένο χιούμορ, στοιχεία που υιοθέτησαν στη συνέχεια και άλλοι συγγραφείς και χαρακτήρισαν τα έργα της δεκαετίας από το 60 και μετά.

 

2. Η κριτική για το έργο της

«Στα Ψάθινα καπέλα υπάρχει το καλοκαίρι, που γεμίζει το βιβλίο και συντελεί στην ψυχική ωρίμανση των τριών κοριτσιών. Υπάρχει η φύση, το αττικό τοπίο, η εξοχική έπαυλη της Κηφισιάς που ζουν κι αυτά έντονα, παράλληλα προς τις ηρωίδες. Υπάρχει η άμεμπτη γλώσσα και το θαυμάσιο και υποδειγματικό ύφος. Υπάρχει τέλος η στοχαστική και διεισδυτική ματιά της πεζογράφου. Αλλά ό,τι έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τη νεοελληνική πεζογραφία είναι πως η Μαργαρίτα Λυμπεράκη έπλασε από τα ασήμαντα, τα καθημερινά και τα κοινά, ένα σύνολο ζωής που αγκαλιάζει πλατιούς χώρους της ύπαρξής μας και πως με Τα Ψάθινα καπέλα μας έδειξε κατά τον θαυμαστότερο τρόπο τι σημαίνει «μυθιστόρημα»: μια ζωή δηλαδή που γίνεται ολοένα».

 

(Απόστολος Σαχίνης, Νέοι πεζογράφοι,

Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1984 (3η έκδ.), σελ. 78)

 

«Η επιμονή στην καθημερινή αλλά γοητευτική λεπτομέρεια, οι πολλαπλές δυνατότητες διεξόδου στο μέλλον, ο αυθορμητισμός της αφήγησης (υιοθέτηση κυρίως του α' προσώπου) καθώς και η διαφοροποίηση εμπειρίας και γραφής της εμπειρίας αποτελούν τις κυριότερες παρεκκλίσεις της Λυμπεράκη από τη νόρμα των ελληνικοεφηβικών μυθιστορημάτων με αγόρια και σπανιότερα με κορίτσια-ήρωες. [...] Τα ψάθινα καπέλα είναι ένα γυναικείο (όχι φεμινιστικό) εφηβικό μυθιστόρημα, στο οποίο οι ηρωίδες μεγαλώνουν, εξελίσσονται φυσιολογικά και συνυπάρχουν αρμονικά με τον κόσμο. Είναι μια αισιόδοξη θέαση της εφηβείας...».

 

(Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Η μεταπολεμική πεζογραφία», τ. Ε',

Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ. 136-137)

 

3. Διδακτικοί στόχοι

• Να προσλάβουν οι μαθητές αισθητικά το κείμενο ταυτίζοντας τις εμπειρίες τους με τις εμπειρίες των μυθιστορηματικών προσώπων

• Να γνωρίσουν τον τρόπο με το οποίο η λογοτεχνία (εδώ: η λογοτεχνική πένα της Λυμπεράκη) αναπαριστά την απλή καθημερινή ζωή των εφήβων.

 

Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση

Τα ψάθινα καπέλα είναι το δημοφιλέστερο έργο της Λυμπεράκη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα κοριτσίστικης εφηβείας, η υπόθεση του οποίου αναφέρεται στην ζωή τριών αδελφών, της Μαρίας, της Ινφάντα και της Κατερίνας. Τα τρία κορίτσια ωριμάζουν και αποκτούν συνείδηση της ζωής μέσα από τ' απλά, καθημερινά περιστατικά της ζωής, από τους νεανικούς έρωτες που βιώνουν και τις σχέσεις που αναπτύσσουν μέσα στο οικογενειακό και κοινωνικό τους περίγυρο.

Ο τόπος της αφηγηματικής δράσης είναι η Κηφισιά και ο ιστορικός χρόνος είναι τα καλοκαίρια πριν τον Β' παγκόσμιο Πόλεμο. Στα Ψάθινα καπέλα όπως και σ' άλλα εφηβικά μυθιστορήματα του μεσοπολέμου (Ταξίδι με τον Έσπερο του Αγγ.Τερζάκη, Ερόικα του Κ. Πολίτη, Λεωνής του Γ. Θεοτοκά κ.λ.π.), η εφηβεία και η νεότητα προβάλλονται ως ιδανική, ποιητική φάση της ζωής στην οποία οι συγγραφείς επιστρέφουν σε μια προσπάθεια να ξεπεράσουν τις δυσκολίες της σύγχρονης ζωής. Ωστόσο το μυθιστόρημα της Λυμπεράκη διαφοροποιείται από τα άλλα στο γεγονός ότι η ωρίμανση των κοριτσιών έρχεται μέσα από όμορφες, ειδυλλιακές καταστάσεις ενώ στα άλλα μέσα από οδυνηρές εμπειρίες του έρωτα και του θανάτου. Το μυθιστόρημα γνώρισε μεγάλη αποδοχή από το αναγνωστικό κοινό και αποτέλεσε άρτιο ελληνικό δείγμα της λεγόμενης «γυναικείας γραφής».

Το συγκεκριμένο απόσπασμα δεν παρουσιάζει ερμηνευτική δυσκολία. Πρόκειται για μια εικόνα από την καθημερινή ζωή της αφηγήτριας - ηρωίδας. Ο αφηγημένος χρόνος είναι το λίγο διάστημα που κρατά μια απρόσμενη καλοκαιρινή μπόρα και o τόπος της αφηγηματικής δράσης είναι το σπίτι των τριών κοριτσιών. Η αλλαγή του καιρού με την αιφνίδια καταρρακτώδη βροχή προκαλεί μικρές αλυσιδωτές αντιδράσεις στα μέλη της κηφισιώτικης οικογένειας και αφήνει να φανούν οι λεπτές αποχρώσεις των χαρακτήρων και των συναισθημάτων. Οι μαθητές είναι καλό να παρατηρήσουν πώς αντιδρά το κάθε μέλος στη θέα της βροχής και να συνδέσει τις αντιδράσεις με το χαρακτήρα τους.

Στο απόσπασμα δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην σχέση της αφηγήτριας με τη μητέρα της που είναι σχέση συγκρουσιακή αλλά και σχέση βαθιά κρυμμένης αγάπης. Οι έφηβοι μαθητές μπορούν να ταυτίσουν δικές τους ανάλογες εμπειρίες και να εμβαθύνουν στα συναισθήματα των λογοτεχνικών προσώπων. Ο διάλογος των δυο αδερφών αποκαλύπτει τις διαφορετικές αγωνίες και αναζητήσεις που 'χει κάθε μια από τη ζωή. Η Μαρία εκπροσωπεί τη λογική, τη σύνεση και την αυτάρκεια, η Κατερίνα το συναίσθημα, την ευαισθησία, τον ηρωισμό. Και οι δυο προβάλλουν τις διαφορετικές εκφάνσεις της κοριτσίστικης εφηβείας και ωρίμανσης, την ώρα που ξετυλίγεται μπροστά τους το μυστήριο της ζωής. Οι φράσεις της Μαρίας «θέλω να ζήσω σαν τα φυτά και σαν τα ζώα» και «η καθημερινή ζωή είναι που κρύβει τη μεγαλύτερη δύναμη» μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαλόγου μέσα στην τάξη. Ο ανήσυχος και έτοιμος για οράματα και αγώνες χαρακτήρας της αφηγήτριας δίνεται με λεπτές λεκτικές πινελιές όπως «Να μην αφήνουμε τον ήλιο να μας καίει το πετσί και τη βροχή να μας μουσκεύει έτσι» και «ο λαιμός μου ψηλώνει, ψηλώνει»...

Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και ο αφηγητής ανήκει στο τύπο του ομοδιηγητικού - αυτοδιηγητικού, ο οποίος παρατηρεί και καταγράφει γεγονότα και σκέψεις μέσα από μια σταθερή εσωτερική οπτική γωνία. Το εξομολογητικό ύφος, απόλυτα ταιριασμένο με την εφηβεία, αποκαλύπτει την ανασφάλεια της ηρωίδας σε ό,τι αφορά τα οικογενειακά της πρόσωπα, τη ζωή και τους στόχους της. Η εναλλαγή των αφηγηματικών και διαλογικών μερών, με τους μονολόγους και τα σχόλια της ηρωίδας, προσφέρουν εκφραστική ποικιλία στην αφήγηση, ενώ οι ακουστικές και οπτικές εικόνες ενισχύουν τη θεατρικότητα του αποσπάσματος.

 

Παράλληλο κείμενο

Μιμίκα Κρανάκη, Contre - Temps (βλ. Κ.Ν.Λ. Α' Γυμνασίου, νέο ανθολόγιο)

* Να συγκρίνετε τις κοριτσίστικες μορφές στα δύο αποσπάσματα. Ποιες ομοιότητες ή διαφορές παρατηρείτε;

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες

• Να επισημάνετε στο κείμενο χωρία που δείχνουν τη σχέση της αφηγήτριας με τη μητέρα της και τα αισθήματά της προς αυτήν.

• Να συγκρίνετε τις δυο αδερφές: τι διαφορές έχουν στις αντιδράσεις και τις απόψεις τους;

• Ποια ερωτήματα βασανίζουν την αφηγήτρια; Ποια απ' αυτά είναι και δικά σας;

• Στο απόσπασμα συγκρούονται οι απόψεις των δύο ηρωίδων γύρω από το ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή. Ποιες είναι αυτές και με ποια άποψη συμφωνείτε εσείς;

Τα ψάθινα καπέλα αποτελεί χαρακτηριστικό και επιτυχημένο δείγμα μυθιστορήματος εφηβείας. Μπορείτε να υποστηρίξετε αυτή την άποψη με αναφορές σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου;

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

BEATON R., Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996, σελ.288-302.

ΚΑΣΤΡΙΝΑΚΗ Α., Οι περιπέτειες της νεότητας Η αντίθεση των γενεών στην ελληνική πεζογραφία 1890-1945, Καστανιώτης, Αθήνα 1995.

ΣΑΧΙΝΗ Α., Νέοι πεζογράφοι, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1984.

ΦΑΡΙΝΟΥ-ΜΑΛΑΜΑΤΑΡΗ Γ.,« Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Παρουσίαση ανθολόγηση » στο Η μεταπολεμική πεζογραφία Τόμος Ε', Σοκόλης, Αθήνα, 1992.

 

pano

 


 

Μαργαρίτα Λυμπεράκη (1919-2001)
Βικιπαίδεια Μ. Λυμπεράκη, Βικιπαίδεια
Βιβλιοnet Μ. Λυμπεράκη, Βιβλιοnet
ΠΟ.Θ.Ε.Γ Μ. Λυμπεράκη, ΠΟ.Θ.Ε.Γ
Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Μ. Λυμπεράκη, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του κειμένου στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano