ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ
Οι Κυριακές στη θάλασσα
Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Λυμπεράκη Τα ψάθινα καπέλα (1946). Η υπόθεσή του διαδραματίζεται στην Κηφισιά τα τελευταία καλοκαίρια πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και αναφέρεται στη ζωή τριών νεαρών κοριτσιών-αδερφών (16, 18 και 20 χρόνων). Η Κατερίνα, η Μαρία και η Ινφάντα περνούν τις διακοπές τους στο κτήμα του παππού, βιώνοντας με ξεχωριστό τρόπο η καθεμιά τους την πορεία προς την ενηλικίωση. Αν και οι γονείς των κοριτσιών έχουν χωρίσει, οι σχέσεις ανάμεσα στους γονείς αλλά και την ευρύτερη οικογένεια διαπνέονται από ζεστά ανθρώπινα συναισθήματα. Στο απόσπασμα η αφηγήτρια (η μικρότερη αδερφή, Κατερίνα) αναπολεί κυρίως τις ξέγνοιαστες και όμορφες στιγμές στις κυριακάτικες εκδρομές με τον πατέρα της στη θάλασσα.
O πατέρας είναι υπάλληλος σε μια Τράπεζα. Φεύγει το πρωί και γυρίζει αργά το μεσημέρι. Οι μηχανές και τα βιβλία τον απασχολούν όλες τις ώρες της σκόλης* του. Φαίνεται ότι και στο παλιό μας σπίτι, τον καιρό που ζούσανε με τη μητέρα το ίδιο τον απασχολούσαν. Ήταν ίσως η κύρια αιτία που χωρίσανε. Αυτό, και το ότι της έκανε απιστίες. Όταν ήμουν μικρή δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος αγνός σαν τον πατέρα μπορούσε να κάνει απιστία. Τώρα το καταλαβαίνω.
Απ' το παλιό μας σπίτι θυμάμαι λίγα πράγματα. Ήταν κάπου κοντά στο Λυκαβηττό κι είχε ταράτσα που 'βλεπε στο Φάληρο. Ζούσε μαζί μας ο πατέρας κι είχαμε ένα λαγωνικό* που το λέγανε Ντικ. Θυμάμαι και δυο βάζα κινέζικα στις δυο γωνιές της σάλας. Τίποτ' άλλο. Η Μαρία όμως θυμάται πολλά. Μας τα λέει καμιά φορά κι εμείς δακρύζουμε κρυφά η μια από την άλλη.
Με τον πατέρα πηγαίναμε στη θάλασσα σχεδόν κάθε Κυριακή. Είχε ένα παμπάλαιο αυτοκίνητο που 'μοιαζε με οβίδα και που το λέγαμε «Καραϊσκάκη». Έτσι το 'χε βαφτίσει ένα μορτόπαιδο* καθώς περνούσαμε από έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας, και μεις χαρήκαμε, γιατί το αυτοκίνητο του πατέρα δεν ήταν κοινό αυτοκίνητο και του άξιζε να έχει ένα όνομα. Το χρώμα του ήταν καφέ ή γκρίζο ή ίσως και χακί, από μέσα ήταν στρωμένο με βυσσινί πετσί αληθινό, μια πολυτέλεια που ερχόταν σε αντίθεση με το σύνολο· ήταν ψηλό, εντελώς ανοιχτό και δίχως κουκούλα, με τη μηχανή
του κομμένη μπροστά κατακόρυφα σα φάτσα μούργικου* σκύλου· πίσω κατέληγε σε μύτη που θύμιζε ουρά τσαλαπετεινού· κι εκεί στη μύτη υπήρχε ένα ξύλινο ντουλαπάκι όπου πετούσαμε τα κοστούμια του μπάνιου,* τα ψαρικά, κι ό,τι άλλο, ανάκατα. Κοντολογίς ήταν ένα αυτοκίνητο με δικό του χαρακτήρα και εμφάνιση προκλητική.
Μαζί μας έρχονταν πολλές φορές τα ξαδέρφια μας, ο Αντρίκος και η Έλλη. Ο Αντρίκος ήταν μικρός, μα η Έλλη είχε την ηλικία της Ινφάντας. Ήταν ένα κορίτσι μελαχρινό, μικροκαμωμένο, με άσχημη μύτη, με τα πιο γλυκά μάτια που γίνουνται. Γλυκομίλητο και φλύαρο. Τα ιδανικά της ήταν ωραία και κοντινά, όμως, ανεξήγητα, δεν μπορούσε να τα φτάσει. Μια φορά, όταν ήταν μικρή, πήγε ταξίδι στο Παρίσι. Δεν το ποθούσε αυτό το ταξίδι, μα βρέθηκε εκεί, την είχαν πάρει μαζί τους οι γονείς της. Στο Παρίσι όμως, σε μια φωτεινή βιτρίνα, είδε μια κούκλα κατάξανθη με γαλάζιο φόρεμα. Αυτή την κούκλα τη θέλησε, δεν έκλεισε μάτι για χάρη της νύχτες ολάκερες, μα δεν μπόρεσε να την αποχτήσει. Και δεν ήταν κι ακριβή.
Την αγαπούσα πολύ την Έλλη. Μπορούσαμε να κουβεντιάζουμε μαζί για τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής χωρίς να τις ασχημαίνουμε, και τούτο είχε μιαν αξία. Για σπουδαία βέβαια δε λέγαμε, μα ήταν σα να τ' αφήναμε ξεπίτηδες άγγιχτα, παρθένα, σε κάποια γωνιά, έτσι που η καθεμιά μας να τα 'χει για κείνην και να μπορεί να τα σκέφτεται μέσα στη μοναξιά, δίχως τύψη πως τα πρόδωσε.
Όταν τις γιορτές ερχόταν στο σπίτι μας στην εξοχή, κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο, και το βράδυ βάζαμε τάμα* και ξυπνούσαμε τα μεσάνυχτα για να πούμε τάχα μια ευχή που κρατούσε μυστική η μια απ' την άλλη, και που εξάλλου δεν υπήρχε. Ή μαντεύαμε τα μελλούμενα κι όσα θα μας συμβαίναν από το αν το φεγγάρι ήταν πλαγιαστό ή όρθιο. Ολ' αυτά ήταν ωραία, πολύ ωραία.
Τις Κυριακές λοιπόν στη θάλασσα ερχόταν η Έλλη και καμιά φορά ο θείος Αγησίλαος· τότε γινόταν το μεγάλο γλέντι. Ο θείος Αγησίλαος ήταν σαν παιδί, καλός κι ανεύθυνος. Είχε μια ασυνέπεια γιομάτη γοητεία. Μπορούσες να τον περιμένεις στην Κηφισιά κι εκείνος να πάει να σε γυρεύει στο Φάληρο, ξέροντας πως βρίσκεσαι στην Κηφισιά. Κι έτσι ήταν σ' όλα του τα ζητήματα. Την αίσθηση του χρόνου δεν την είχε, ούτε της κακίας του κόσμου. Ήταν σα να ζούσε σ' ένα έρημο νησί κι έπαιζε όλη τη μέρα με τα βότσαλα. Κι ο πατέρας ήταν λίγο σαν παιδί που παίζει με τα βότσαλα, κι αγνοούσε κι αυτός την κακία του κόσμου. Μόνο που αν τον περίμενες στην Κηφισιά και το 'ξερε, στην Κηφισιά θα 'ρχόταν να σε βρει.
Μοιάζανε πολύ ο πατέρας κι ο θείος Αγησίλαος. Ήταν μάλλον κοντοί με μαύρα μαλλιά
Νίκος Λύτρας,
Το ψάθινο καπέλο
Δείτε την ταινία παρουσίασης του πίνακα από την
Εθνική Πινακοθήκη
και μάτια ζαρκαδιού που σπίθιζαν σαν αντικρίζανε τη θάλασσα. Γιατί πατρίδα τους ήταν το Μεσολόγγι. Στα μικρά τους χρόνια περνούσανε τις μέρες τους ψαρεύοντας στη λιμνοθάλασσα. Πριν ξεκινήσουν, για να δούνε τον καιρό, κρεμούσανε στο παράθυρο άσπρο σεντόνι. Στ' ανοιχτά λέγαν μόνο τις απαραίτητες κουβέντες· για την πετονιά, για το δόλωμα, για το πώς τσιμπάει το κάθε ψάρι. Μα βέβαια τ' απογέματα, όταν ο ήλιος γινόταν πορτοκαλής κι η λιμνοθάλασσα ξαπλωμένη πορτοκαλιά γυναίκα, δε λέγαν ούτε αυτά.
Εκείνες οι Κυριακές θα μείνουν μέσα μου ατόφιες, έτσι όπως τις έζησα. Καμιά τους λεπτομέρεια δε θα λησμονηθεί. Πλησιάζαμε τον κόσμο της θάλασσας. Εμείς που ζούσαμε με τα μερμήγκια, τις σαύρες και τα βατράχια, σαστίζαμε μπρος στα κύματα. Αφήναμε τα καβούρια να μπήγουν τις δαγκάνες τους μέσα στη σάρκα μας για ν' ανακατωθεί η αλμύρα με το αίμα μας. Και τα ψάρια ν' αγγίζουν τα κορμιά μας για να νιώσουμε πόσο κρύα είναι. Κι ευχόμασταν να βρεθεί στο πέρασμα μας μια ρουφήχτρα που θα μας έδινε τη γλύκα του θανάτου, χωρίς όμως να πεθάνουμε.
Η Μαρία κολυμπούσε πλαγιαστά, γυναικεία όπως λένε. Έμενε για λίγο μέσα στο νερό κι ύστερα ξάπλωνε ανάσκελα στον ήλιο. Ηρεμούσε, γλύκαινε το πρόσωπό της, δε μιλούσε δυνατά ούτε γελούσε ·το περπάτημά της γινόταν παιδιάτικο, το στήθος της μίκραινε, τα μάτια της παίρναν μια λαμπερή διαφάνεια. Τι αγνή που είσαι τις Κυριακές. Μαρία... Η γη με τις αναθυμιάσεις της και την κρυμμένη λάβα της σ' ερεθίζει, σε προκαλεί να της μοιάσεις, οι γέννες της σου θυμίζουν το χρέος σου, είσαι γυναίκα σού λεν. Αν μπορούσες να λευτερωθείς απ' όλα αυτά, να νιώσεις την υπέρτατη ουδετερότητα της θάλασσας.
Κι η Ινφάντα άλλαζε· λες και τα μάτια της γίνονταν πιο λοξά. Γελούσε με το καθετί, ανόητα, κι έκανε κινήσεις περιττές, πείραζε τον πατέρα και το θείο Αγησίλαο και δε στεκόταν λεπτό. Έλειπε βέβαια κι η θεία Τερέζα.
Με την Έλλη ξανοιγόμαστε πολύ. Όταν γυρίζαμε στην αμμουδιά, η σάρκα μας ήταν σφιχτή, η ανάσα μας εύκολη. Δεχόμασταν τον ήλιο, τρώγαμε ψωμί κι αχλάδια, κι ευχαριστούσαμε το Θεό. Ο θείος Αγησίλαος τότε άρχιζε τις μεσολογγίτικες ιστορίες του.
Μ. Λυμπεράκη, Τα ψάθινα καπέλα, Κέδρος
Λεξιλόγιο
* σκόλη: ημέρα ξεκούρασης
* λαγωνικό: κυνηγετικό σκυλί
* μορτόπαιδο: αλητόπαιδο
* μούργικος: μούργος, αδέσποτος
σκύλος * κοστούμια του μπάνιου:
μαγιό * τάμα: υπόσχεση
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1. Σε ποια σημεία του κειμένου διαφαίνεται η γυναικεία ψυχολογία της αφηγήτριας και των αδερφών της;
2. Ποια προβλήματα οδήγησαν στον χωρισμό τους γονείς της Κατερίνας;
3. Σε ορισμένα σημεία του κειμένου η αφηγήτρια κρίνει τους ανθρώπους και τον κόσμο με αντίληψη πιο ώριμη από εκείνη της εφηβικής ηλικίας της. Συχνά διαπιστώνει ότι στον χρόνο που γράφει τις εφηβικές αναμνήσεις της οι απόψεις και τα συναισθήματα της έχουν αλλάξει σε σχέση με την εποχή που βίωνε τα γεγονότα. Σκεφτείτε και εσείς ένα περιστατικό που συνέβη σε σας ή στους φίλους - συμμαθητές σας και σας δυσαρέστησε στο παρελθόν, ενώ σήμερα, που το αναλογίζεστε με ψυχραιμία και ωριμότερη κρίση, σας κάνει να νιώθετε διαφορετικά συναισθήματα. Συζητήστε το θέμα με φίλους ή πρόσωπα της οικογένειάς σας και εξηγήστε τους λόγους που σας έκαναν να αλλάξετε απόψεις και διάθεση.
Διάβασε για τη ζωή και το έργο της εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό.
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Η χαρά και η γλυκιά ανάμνηση της ξένοιαστης εφηβικής ζωής
Οικογενειακές σχέσεις και προβλήματα
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Οι τρεις αδερφές που περιγράφει στο μυθιστόρημα της η Λυμπεράκη βρίσκονται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση. Διανύουν μάλιστα το δύσκολο στάδιο της εφηβείας βιώνοντας το σοβαρό οικογενειακό πρόβλημα του χωρισμού των γονιών τους. Ωστόσο οι καλοκαιρινές διακοπές τους και, συγκεκριμένα στο απόσπασμα, οι εκδρομές με τον πατέρα και τον θείο τους τις Κυριακές στη θάλασσα αποτελούν ανέμελες, ξένοιαστες στιγμές, μακριά από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Ο ευρύτερος οικογενειακός χώρος, ο θείος και τα ξαδέρφια, συμμετέχει άμεσα στη ζωή των τριών αδερφών, έτσι όπως συνέβαινε γενικότερα στις οικογένειες των μεταπολεμικών χρόνων. Οι εκδρομές στη θάλασσα είναι στιγμές πλήρους άφεσης των κοριτσιών στην απόλαυση της φύσης και στιγμές ανάδυσης της κρυμμένης ακόμη θηλυκότητάς τους. Η θηλυκότητα αυτή βιώνεται βέβαια μακριά από τα αγόρια, λόγω των αυστηρών ηθών της εποχής, και τα πρώτα σκιρτήματά της τα τρία κορίτσια δεν μπορούν παρά να τα μοιράζονται μεταξύ τους. Το κύριο ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα της Λυμπεράκη έγκειται στο γεγονός ότι η σκοπιά της αφήγησης ταλαντεύεται ανάμεσα στην ξένοιαστη έφηβη που ζει και την ώριμη γυναίκα που θυμάται και νοσταλγεί.
Μανόλης Πρατικάκης, «Ως πέρα το δέντρο της οικογένειας», Αφημένα ήσυχα στη χλόη (1999). Ποιήματα, Μεταίχμιο 2003, σ. 219.
Το κοκκινόχωμα έφεγγε αποδιαφώτιστα άφωνο.
Μόλις φαίνεται είχαν με λινά κι αργόσυρτα
φορέματα της πάχνης Κρήτες άγγελοι αποσυρθεί.
(Για μια στιγμή, κάτω κάτω, μου φάνηκε είδα να
ισιώνοννε τη χλόη τα σαντάλια τους.)
Ο Πατέρας και ο Νίκος πέντε μπούκλες μικρός
ξανθούλης αδερφός και η Έλσα μπουσουλά σα
συννεφάκι μέσα στις μυρτιές.
Εμένα άγρια μελίσσια ολοένα κάτω από
την κρέμαση νερών με υδρόφιλα φιτίλια
να με σέρνει το μυστήριο.
Η θεία Θεανή, η πικρή άμπελος, γιαλό γιαλό
πετροβολά τα στείρα σύννεφα- τ' αδέσποτα ποιμαίνει
πένθη. Η Μάνα βιολετιά μεταγλώττιζε πετούμενα,
και τότε άνεμοι σγουροί κοντίνουο με καλάμια
ευώδιαζαν το χωραφάκι μας
Από κρυφά περάσματα μας κοίταζαν, όλο μας
κοίταζαν οι πεθαμένοι μας. Μου φάνηκε
άκουσα το γέλιο τους. Και στρέφοντας μια νύχτα ατλάζι
πίσω, πλάι σε στεκάμενα νερά, τ' αμίλητα στρατεύματα.
Με σαντάλια φαγωμένα που ισιώνανε
το χώμα μας παράστεκαν οι αποκομμένες εφεδρείες.
Γυάλιζαν ως πέρα τα νερά.
Για τα λογοτεχνικά ρεύματα - κινήματα δείτε εδώ
Γενικά στοιχεία αφηματολογίας θα βρείτε εδώ
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...