Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Ανδρέας Φραγκιάς, Λοιμός

Ε B

249 250 251 252 253 254 255

249

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρέας Φραγκιάς, Λοιμός

 

Η Βια δεν Ειναι Βεβαια σημερινό μονάχα φαινόμενο· συνόδευε, ανέκαθεν, τις πολεμικές και πολιτικές συγκρούσεις. Στην εποχή μας όμως, και κυρίως με την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη, εμφανίζεται η οργανωμένη βία, που αποβλέπει στη φυσική ή την ηθική εξόντωση των πολιτικών και ιδεολογικών αντιπάλων με μεθοδικό τρόπο. Χαρακτηριστικά και, θα έλεγε κανείς, προφητικά για το φαινόμενο αυτό είναι μερικά έργα του Τσέχου συγγραφέα Φραντς Κάφκα (1883-1024) και κυρίως η νουβέλα του: Στην αποικία των τιμωρημένων. Ένα είδος «αποικίας τιμωρημένων» είναι και το ξερονήσι στον Λοιμό του Αντρέα Φραγκιά (γενν. 1923), όπου βασανίζεται ένα «πλήθος» πολιτικών εξορίστων. Ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος αναφέρονται συγκεκριμένα. Με αυτή την αοριστία το βιβλίο αποχτά χαρακτήρα καθολικό και παύει να είναι χρονογραφική μαρτυρία. Ο Λοιμός εκδόθηκε το 1972.

Ανδρ. Φραγκιάς, «Λοιμός» (απόσπασμα) [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

 


 

Λοιμοσ
(απόσπασμα)

Εκείνο το καλοκαίρι, ο αέρας κόπασε για λίγο κι έπεσαν στον τόπο σύννεφο οι μύγες. Τσιμπούσαν τα μάτια, σούβλιζαν το πετσί, βούιζαν στη βαριά ζέστη κι άλλοτε σηκωνόταν ένας μαύρος γυαλιστερός κουρνιαχτός προς τη μεριά των αφοδευτηρίων. Παχιές, καλοθρεμμένες, καλοκαιριάτικες μύγες. Χρύσιζαν στον ήλιο, πάνω στους τοίχους και στα κατάλευκα ασβεστωμένα πεζούλια. Αλλά κι αυτές τις συνηθίζεις, λες και είναι ένα στοιχείο του τόπου, όπως ο άνεμος, τα βράχια, η ζέστη. Κανείς δεν τους έδωσε τότε σημασία. Όταν σ' ενοχλούσαν τις έδιωχνες με μια κίνηση από τα μούτρα σου και τελείωνες.

Ένα μεσημέρι, όμως, τα μεγάφωνα σάλπισαν προσοχή, οι άσπρες μπλούζες 1 σφύριζαν κι αλώνιζαν τον τόπο κι ερευνούσαν τους τάφους 2 να μη μείνει κανείς μέσα. Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ' ανακοινωθεί. Καθετί, όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά κι έτσι, πάλι, κανείς δεν έδωσε σημασία. 250Καινούρια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν' αναγγελθεί η απόφαση:

«Μπροστά στο φοβερό κίνδυνο που διετρέχουμε —για την υγεία, την καλή διαβίωση και τον πολιτισμό— πρέπει ν' αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ν' απαλλάξουμε τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο, έκαστος υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο, για ν' απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν βαρύτατες κυρώσεις».

Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά, για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Όποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. «Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών». Κι όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει «πρέπει».

Ένας ειδικός ομιλητής εξήγησε σ' επίσημη συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωικών και των ηθικών μολύνσεων, για την λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συμβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους.

Μετά τις πρώτες φράσεις, κανείς πια δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση, καθώς μιλούσε για την «ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που βαραίνουν τις συνειδήσεις», και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας προσφοράς, «ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί άξιοι...»

Μίλησε, πραγματικά, με μεγάλη έξαρση και ανάταση, λίγο ακόμα και θ' αποκτούσε κι αυτός φτερά να πετάξει.

 

Το άλλο πρωί, πριν ξεκινήσει ο πληθυσμός για τις εργασίες τους, το μεγάφωνο είπε με γλυκιά φωνή ένα παραμύθι, σαν αυτά που λένε στα παιδιά πριν κοιμηθούν. Εδώ συνηθίζονται τα πρωινά παραμύθια, για να κρατάνε όλες τις ώρες. Αφηγήθηκε με λίγα λόγια την ιστορία κείνου του καλού βασιλιά που όταν έφτασε ναυαγός σ' ένα έρημο νησί, βρήκε να το κατοικούν μόνο μερικά δαιμονισμένα τέρατα. Ύστερα, όμως, από πολλούς και σκληρούς αγώνες, ο καλός βασιλιάς νίκησε και υπόταξε τα κακά πνεύματα. Τα εξόντωσε, τα ημέρεψε.

251Και το παραμύθι τέλειωσε μ' αυτά τα λόγια:

«Καταλαβαίνετε, βέβαια, τι σημαίνει τούτος ο παλιός μύθος. Αυτοί που ενσαρκώνουν το πνεύμα του κάκου, είσαστε σεις! Το πνεύμα του καλού θα ασκήσει την αγαθότητα και την αμείλικτη δύναμή του για να υποτάξει τον δαίμονα... θα μπορούσε, βέβαια, να τον σκοτώσει, θα ήταν το πιο εύκολο. Υπάρχουν πολλά και αποτελεσματικά μέσα θανάτου, τα ξέρουμε όλα. Για τις μύγες, τα δραστικά φάρμακα, και για τις άλλες περιπτώσεις τα όπλα. Εμείς δε χρειαζόμαστε κι άλλους νεκρούς. Τι να τους κάνουμε; Δεν θα είχε καμιά αξία η αποστολή μας... Εμείς θέλουμε να εξ...ξοντώσουμε και να συντρ...ρίψουμε ουσιαστικά όχι τους ευτελείς φορείς, αλλά τον ίδιο το δαίμονα...» [...]

Οι κάτοικοι ξεκίνησαν για τις δουλειές τους κι η ζωή ξαναμπήκε αμέσως στο ρυθμό της. Ομάδες για πέτρα, ομάδες για σκάψιμο, οι χτίστες στα κάστρα και στα γεφύρια, οι χαμάληδες στο λιμάνι, οι σκαφτιάδες στους δρόμους και στους τάφους, οι καλλιτέχνες στ' αγάλματα, οι κουβαλητές στην πέτρα, στο νερό, στον ασβέστη. Από σήμερα πρέπει να μαζεύεις και μύγες, το θύμισε πάλι ο ομιλητής: ο καθένας είκοσι! Τελειώνει το ξεφόρτωμα, τρέχεις ν' ανεβάσεις στην κορυφή το βαρέλι με το νερό, αμέσως για τσιμέντο, να μεταφέρουμε μια ειδική πέτρα σα μάρμαρο για τις προσόψεις. Στη γέφυρα! Πλάκες για να στρωθεί ο δρόμος, λάκκοι να φυτευτούν καινούρια δέντρα, αψίδες και μνημεία για να δοξάζονται τα μεγάλα κατορθώματα. Μύγες, χιλιάδες μύγες βουίζουν παντού. Θα τις πιάσεις μόλις ακουμπήσεις τούτο το αγκωνάρι που σου κόβει την αναπνοή. Ήρθε η ώρα για νερό! Τρέχα. Πήραν μόνο όσοι πρόλαβαν. Να μεταφερθούν τάχιστα η άμμος και τα σίδερα. Θα μεταφερθούν. Φαγητό. Άρχισε η ομιλία! Διδαχές ηθικού, διδακτικού, φρονημαστικού περιεχομένου. Μετάνοιες, ομολογίες αμαρτημάτων, συντριπτικές εξομολογήσεις. «Πόσες μύγες μάζεψες; Μήπως ξέχασες το χρέος σου;» λέει κάθε τόσο το μεγάφωνο. Όχι, κανένας δεν το ξέχασε, αλλά πώς ν' ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα όταν σπάει πέτρα; Όσοι κάνουν μια παράμερη ή στεκούμενη δουλειά, κάτι θα πιάσουν. Στα μαγειρεία, στα συνεργεία, οι φρουροί και οι αποθηκάριοι είναι τυχεροί. Εκεί βράζει σύννεφο η μύγα. Κι οι άλλοι που χτίζουν, που φτυαρίζουν, θα τις πιάσουν πιο εύκολα. Όταν όμως τρέχεις με την πέτρα στον ώμο περνώντας μπροστά από τους επόπτες, πώς είναι δυνατό; Θα καθυστερήσεις και θ' αναγκάσεις κάποιον να σε μπάσει βίαια στο ρυθμό, σα να σκοτώνει κι αυτός τη μύγα του.

252Ο περιδεής* ψάχνει πάλι να βρει τον νυχτερινό συγκάτοικό του. Τις τελευταίες μέρες κατεβαίνουν στον τάφο του καινούρια πρόσωπα, άγνωστοι, και μένουν μόνο μια νύχτα. Νέες φάτσες, που τις ξεχνάς. Ο τρίτος όμως σηκώνεται πολύ νωρίς και όταν ξυπνήσουν οι άλλοι αυτός λείπει. Θα κάνει, φαίνεται, κάποια δουλειά πολύ πρωινή ή μισονυχτερινή. Κι έτσι, αφού το τρίτο πρόσωπο λείπει πάντα, σημαίνει ότι εδώ και πολλές μέρες είναι το ίδιο. Τον έχει δει μόνο μια φορά για λίγο, μόλις πρόφτασε να διακρίνει το μισό πρόσωπό του καθώς έβγαινε από το άνοιγμα. Είδε καλύτερα μια τρύπα στις σόλες των παπουτσιών του, ναι στο δεξί του παπούτσι. Και μια κάλτσα μάλλινη σκισμένη στη φτέρνα. Ήταν πράσινη. Τρύπιες σόλες θα έχουν πολλοί, πώς να τον ανακαλύψεις από τη μισή όψη του που πρόλαβες να δεις για μια στιγμή τα χαράματα; Πρέπει να πιάσεις τη μύγα σου, να βρίσκεσαι πάντα μακριά από την οργή των νόμων, να μη σε ξέρει κανείς για κακό ούτε για καλό.

Μερικοί πρόλαβαν, έκλεισαν για γούστο βιαστικά τις χούφτες τους και βούτηξαν δυο τρεις. Τις φύλαξαν προσεχτικά σ' ένα κουτάκι των σπίρτων. Άλλοι έφτιαξαν χωνάκι. Όλοι είχαν ένα χαμόγελο κάπως κοροϊδευτικό για την αυστηρότητα που δόθηκε σε μια τόσο αστεία διαταγή. Έχει πάρα πολλές. Μιλιούνια βουίζουν γύρω σου, παντού υπάρχουν μύγες. Δεν έχεις παρά ν' απλώσεις το χέρι σου. «Σε τσάκωσα! Θα σε παραδώσω το βράδυ.» Κι ένας άλλος: «Αχ, μου ξέφυγε...» — «Νόμιζες πως θα μου γλίτωνες, ε:...» Κι έτσι, παίζοντας, οι πιο προνοητικοί μάζεψαν κάμποσες, αλλά χωρίς να δώσουν και μεγάλη σημασία στ' αποκτήματά τους.

Άλλοι, πιο πειθαρχικοί, και μερικοί που κατάλαβαν περισσότερο το νόημα του παραμυθιού, κουνούσαν αδιάκοπα τα χέρια τους, για να πιάσουν τις μύγες και να ξενοιάσουν. Δε θα πρόφτασαν όμως, ακούστηκε γρήγορα πρόσκληση για συγκέντρωση.

 

Την ορισμένη ώρα, όταν άρχισε το απόβραδο, ο κόσμος μαζεύτηκε, όπως πάντα, σκονισμένος και κατάκοπος για φαγητό. Τα αρμόδια όργανα επέμεναν να είναι τέλειες οι σειρές, να το βουλώσουν όλοι, να ξαναγίνουν τα μετρήματα. Άρχισαν να πληθαίνουν και οι άσπρες μπλούζες, στάθηκαν ανάμεσα στις ομάδες, τριγύριζαν στα πλάγια. Μαζεύτηκαν και διάφοροι βοηθοί, ελεγκτές κι ένα σωρό άλλοι σκουντούφληδες και βλοσυροί. Κανένας δεν έδινε το σύνθημα για τη διανομή. Πάλι μετρήματα και μετακινήσεις, καινούρια αναταραχή.

253Ήρθε και κάποιος με σπουδαίες αρμοδιότητες. Μια βουβή παγωνιά απλώθηκε. Τοποθέτησαν κι ένα μεγάφωνο.

«Ν' αρχίσει η διανομή», πρόσταξε μ' ένα νεύμα ο ελεγκτής.

Ξεκίνησε ο πρώτος. Έπρεπε να περάσει μπροστά από αυτόν.

«Τις μύγες σου», ζήτησε ο βοηθός.

«Ποιες μύγες;»

«Αυτές που έπρεπε να πιάσεις».

«Δεν έχω».

«Το ξέχασες, δεν μπόρεσες ή δεν θέλησες; Λέγε».

«Δεν πρόλαβα...»

«Περίμενε στην άκρη», πρόσταξε ο βοηθός.

Ήρθε άλλος.

«Τις μύγες σου. Γιατί μόνο τρεις; Τόσα εκατομμύρια, δε βρήκες άλλες; Κι εσύ εκεί. Όχι μαζί με τον άλλο, χωριστά».

Ένας έδειξε έντεκα, ήταν ο καλύτερος.

«Γιατί μόνο έντεκα;»

«Στο νταμάρι φεύγουν όλες με τα φουρνέλα...»

Τον έστειλε σε άλλη σειρά.

Ένας από τα καλόπαιδα, τους ζητωκραυγαστές, από τους φανερούς κράχτες, είχε μαζέψει δεκαοχτώ.

«Εύγε! Εξετέλεσες το καθήκον σου!»

Περάσανε σιγά-σιγά όλοι. Μόνο ένα ζαρωμένο ανθρωπάκι είχε τις περισσότερες. Μετρούσε, μετρούσε κι έφτασε στις τριανταδύο μύγες. Τις παρέδωσε όλες ο ανόητος, πήρε το φαγητό του και απομακρύνθηκε περήφανος. Σε μια στιγμή μάλιστα γέλασε και φάνηκαν μια σειρά ολόλευκα και γερά δόντια. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν σωστό να γελάει —ίσως να έβαλε και τα κλάματα— κι απομακρύνθηκε γρήγορα.

Καθώς φάνηκε, η προσπάθεια είχε γενικά αποτύχει. Στο άδειο κιβώτιο που έριχναν τις ψόφιες μύγες, δεν σκεπάστηκε καλά-καλά ούτε ο πάτος. Αυτοί που δεν είχαν πιάσει ούτε μια ήταν πολλοί. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται πάνω απ' όλους. Ο πληθυσμός είχε δείξει μια εγκληματική αδιαφορία στους νόμους. Ακόμα κι η θάλασσα έγινε πιο μελανιά κι ακίνητη.

Ο ελεγκτής ανακοίνωσε την απόφασή του: Αυτούς που δεν είχαν ούτε μια, τους έστειλε μακρύτερα, κοντά στα βράχια. Σε άλλες σειρές κατέταξε τους υπόλοιπους, ανάλογα με τις μύγες που έφεραν.

254Μόνος, χωρίς ταίρι και σειρά έμεινε το ανθρωπάκι με τις τριανταδύο. Έτρωγε έρημος, μα δεν κατέβαιναν οι μπουκιές.

«Γράψτε τα ονόματά τους κατά κατηγορία», είπε ένας βοηθός στα όργανα.

Θ' ανοίξουν τώρα καινούριους λογαριασμούς που θα σ' ακολουθούν πάντα, για να μετριέται με μύγες η κακή σου συμπεριφορά.

Την ώρα που γράφανε, κάποιος πλησίασε σιγά και πονηρά έναν επόπτη από πίσω. Είδε μια μύγα στον ώμο του. Άπλωσε την παλάμη του και όρμησε. Καθώς όμως περνούσε γρήγορα το χέρι του από το αυτί του, άγγιξε ξυστά το μάγουλό του. Ο επόπτης τρόμαξε.

«Τι κάνεις εσύ;»

«Μια μύγα στον ώμο σας. Να την».

Άνοιξε την παλάμη του κι έδειξε το ξεκοιλιασμένο ζώο.

«Τώρα έχω έντεκα, μπορώ να πάω σ' εκείνη, την καλύτερη σειρά;»

«Είναι πια πολύ αργά, άρχισε η καταγραφή. Εξάλλου, η μύγα αυτή βρισκόταν στον ώμο μου. Ανήκει σε μένα. Ήταν ασέβεια ν' απλώσεις πάνω μου».

«Τώρα όμως έχω έντεκα...»

«Ανώφελο. Ο ελεγκτής δε χρειάζεται μύγες... Αν ήθελε, θα έριχνε φάρμακο και δε θα έμενε καμιά. Ήθελε να μετρήσει την προθυμία σας...»

«Σας χτύπησε κιόλας», πρόσθεσε ένας άλλος.

«Ναι, εδώ στο μάγουλο...»

«Φοβερό. Βγήκε απ' τη γραμμή του, έκανε μια ασεβή χειρονομία που κατέληξε σε επίθεση. Θέλησε, τώρα που τελείωσε η κρίση, να μεταπηδήσει πονηρά σε καλύτερη κατηγορία απ' αυτήν που τον κατέταξε ο ελεγκτής και με μια μύγα που δεν του ανήκει...»

«Και τώρα τι να κάνω;» ρώτησε ο χαμένος. «Μήπως πρέπει να πεθάνω;»

«Όχι ακόμα. Θ' αποφασίσω αργότερα για την τύχη σου. Να σταθείς χώρια», είπε ο επόπτης κι απομακρύνθηκε ικανοποιημένος, γιατί αυτός, και μόνο αυτός, θα καθόριζε την τύχη κάποιου άλλου.

Όταν τελείωσε η καταγραφή, ήρθε η ώρα για την τελική κρίση. Κομμένες αναπνοές, ακινησία, οι φρουροί στις θέσεις τους, τα κύματα στους βράχους. Μια φωνή απόκοσμη, που ερχόταν από πολύ μακριά, είπε:

«Θα λάβουν φαγητό μόνο όσοι εξεπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. Όσοι δεν έπιασαν καμιά μύγα, είναι δόλιοι και θα έχουν τη μεταχείριση που αρμόζει στους απείθαρχους, τους πείσμονες και τους υπονομευτάς. Χαθείτε, να μη σας βλέπω».

255Ένας με άσπρη μπλούζα φρόντισε να χαθούν το γρηγορότερο, τους τράβηξαν για τη χαράδρα.

Η ίδια φωνή συνέχισε:

«Οι άλλοι δείξατε αδιαφορία, κακοήθεια, τεμπελιά. Περιφρονήσατε τις διαταγές. Η ασυνειδησία σας θα μείνει στίγμα, ώστε να ξέρετε τι σας περιμένει σε κάθε υποτροπή ανυπακοής. Από αύριο το έλλειμμα θα υπολογίζεται διπλάσιο, την επόμενη τριπλάσιο. Για σήμερα, λίαν επιεικώς, θα υποστείτε μόνο στέρηση νερού και τροφής».

Έτσι όλοι κατάλαβαν ότι οι μύγες είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Και τα μεγάφωνα σκούζανε συνέχεια για μολύνσεις που επεκτείνονται, για ανεπίτρεπτα συμπτώματα απειθαρχίας και για αμείλικτες τιμωρίες που, όσο βαριές κι αν είναι, δεν μπορούν να εξαλείψουν το φοβερό αμάρτημα.

Κι αμέσως μουσική και τραγούδια.

 

Τόποι εξορίας και πολιτικοί εξόριστοι στην Ελλάδα, Φωτόδεντρο

 

 

1. Εννοεί τους φρουρούς και βασανιστές που φορούσαν άσπρες μπλούζες.

2. τάφοι: λάκκοι μέσα στους οποίους μένουν ανά τρεις ή τέσσερις οι κρατούμενοι.

περιδεής: φοβισμένος. Εδώ ένας από τους κρατούμενους.

pano

 

 


Δημήτρης Καλοκύρης (γεν. 1948), Σύνθεση (κολλάζ)

Δημήτρης Καλοκύρης (γεν. 1948), Σύνθεση (κολλάζ)

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Πώς δικαιολογούν οι βασανιστές τη νέα διαταγή τους (να εξοντώσουν τις μύγες);
  2. Να μελετήσετε τα «κηρύγματα» των βασανιστών: α) ως προς τη γλώσσα που χρησιμοποιούν β) ως προς τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούν για τους κρατούμενους. Πού αποβλέπουν;
  3. Στην αρχή οι κρατούμενοι ακούνε τη διαταγή για τις μύγες «με ένα χαμόγελο κάπως κοροϊδευτικό». Γιατί; Πώς αυτή η διαταγή μεταβάλλεται σε βασανιστήριο;
  4. Να συσχετίσετε τη διαταγή για τις μύγες με τα άλλα «έργα» που εκτελούν οι κρατούμενοι. Τι το κοινό παρουσιάζουν;
  5. Γιατί ο συγγραφέας εμφανίζει τους βασανιστές με άσπρες μπλούζες; Τι θέλει να υπαινιχθεί;

 


Φραγκιάς Ανδρέας

Ανδρέας Φραγκιάς (1923-2002)

Γεννήθηκε στην Αθήνα κι εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Η πεζογραφία του έχει περάσει από δυο φάσεις. Στην πρώτη φάση ανήκουν τα πολυσέλιδα μυθιστορήματά του Άνθρωποι και σπίτια (1955) και Καγκελόπορτα (1962). Τα διακρίνει κυρίως η επιμονή στη μικρολεπτομέρεια, που δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να εξαντλήσει τα θέματα και να δώσει τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης που κάνουν άνθρωποι, οι οποίοι στην Κατοχή είχαν ξεπεράσει τον εαυτό τους κι έφτασαν ως τα έσχατα όρια της αυτοθυσίας. Στο τρίτο μυθιστόρημά του Λοιμός (1972), αντίθετα, με αδρές γραμμές και με αφαιρετική λακωνικότητα, ο συγγραφέας δίνει την κόλαση της επιστημονικά οργανωμένης απανθρωπιάς της εποχής μας. Ακολούθησε το μυθιστόρημα Το πλήθος. Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας, 2000 και Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1997.

Ανδρέας Φραγκιάς [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]  

 



 

Αντρέας Φραγκιάς

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Αντρέας Φραγκιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921 και πέθανε το 2002. Μετά την αποφοίτησή του από το Βαρβάκειο Λύκειο σπούδασε οικονομικές και εμπορικές επιστήμες στην ΑΣΟΕΕ, διέκοψε όμως τις σπουδές του πριν από το πτυχίο. Στη διάρκεια της Κατοχής έλαβε μέρος στην Αντίσταση. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου εκτοπίστηκε στην Ικαρία (Μάρτιος-Οκτώβριος 1947) και στο διάστημα 1950-52 στάλθηκε στη Μακρόνησο, όπου υπηρέτησε ως κρατούμενος τη στρατιωτική θητεία του. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα (1945) και αργότερα, μετά την επάνοδό του στην Αθήνα, εργάστηκε για πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος, σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Προς το τέλος της δημοσιογραφικής του καριέρας συνεργάστηκε με την εφημερίδα Καθημερινή και με το περιοδικό Αντί (υπογράφοντας με ψευδώνυμο). Υπήρξε μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1955 με το μυθιστόρημα Άνθρωποι και σπίτια. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα: Η Καγκελόπορτα (1962), Λοιμός (1972), Το πλήθος (2 τόμοι, 1985 - 86). Για το τελευταίο αυτό έργο τού απονεμήθηκε, το 1987, το Α' Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.

Παρά το γεγονός ότι ο Φραγκιάς είναι ολιγογράφος, ωστόσο θεωρείται από τους σημαντικότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. «Έδωσε μια νέα διάσταση στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα στην προσπάθειά του να ανιχνεύσει τις ψυχολογικές εμπλοκές που δημιουργούν στον άνθρωπο οι κοινωνικές καταστάσεις», όπως επισημαίνει ο Γ. Παγανός.

Τα μυθιστορήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά, ουγγρικά, ρουμανικά, ρωσικά).

 

2. Η κριτική για το έργο του

 

«Στη μεταπολεμική ελληνική πεζογραφία μπορούμε σε γενικές γραμμές να ισχυριστούμε ότι ισχύει ένας διαχωρισμός των πεζογράφων ανάλογα με το δημόσιο ή τον ιδιωτικό προσανατολισμό τους. [...] Οι πολιτικοί πεζογράφοι ή οι πεζογράφοι του εμφυλίου μπορεί να μην προβάλλουν μια ολική ιστορία αλλά απεγνωσμένα αναζητούν κάποιο νόημα μέσα στη δίνη των γεγονότων δίνοντας την προσωπική τους εκδοχή. Επιχειρούν να δημιουργήσουν μια λογική τάξη μέσα από το παράλογο του εμφύλιου πολέμου. [...] Είναι πεζογράφοι που διψούν για αλήθεια, για να αποτυπώσουν τον δικό τους λόγο πάνω στα γεγονότα και γι' αυτό κινούνται με τις σταθερές μιας μετα-α-φήγησης: ρεαλισμός, νόημα, πλοκή. [... ] Αναζητούν την αμεσότητα του ρεαλισμού, την αλήθεια της ιστορίας και την αφηγηματική ολοκλήρωση της πλοκής για να καταλήξουν στη διάψευσή τους και την επίγνωση της αλυσιτέλειας του εγχειρήματός τους. Οι πεζογράφοι και τα κείμενα που έχω κατά νου είναι: Ο Λοιμός (1972) του Φραγκιά, Το κιβώτιο (1974) του Αλεξάνδρου και Το διπλό βιβλίο (1976) του Χατζή. Τρεις πεζογράφοι της αριστεράς που δίνουν την εντύπωση πως ξεκινούν να μας δώσουν τη μετα-αφήγηση του στρατόπεδου συγκέντρωσης, του εμφύλιου πολέμου και του μεταπολεμικού ρωμέικου αντίστοιχα και που τελικά καταρρίπτουν την ίδια την ιδέα της μείζονος αφήγησης και των συνδρόμων της. Και τα τρία κείμενα υποδηλώνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την κρίση της αφήγησης, που, κατά τον Lyotard, ισοδυναμεί με δυσπιστία προς τις μετα-αφηγήσεις, θεματοποιώντας παράλληλα την αδιαφορία ή την αδυναμία για σύνθεση μείζονων αφηγήσεων μέσα από την πρόσφατη ελληνική ιστορία. Και οι τρεις αφηγήσεις είναι σαν να παραδέχονται την εξάντληση της ιστορίας ως πηγής νοήματος, αλήθειας, δικαίωσης ή ηθικής συμπαράστασης και τούτο, νομίζω, συνιστά αφεαυτού την ελληνική μεταμοντέρνα συνθήκη στο χώρο της πεζογραφίας».

 

(Δ. Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης,

Οδυσσέας, Αθήνα, 1993, σελ. 253-254)

 

«Τα μυθιστορήματά του φανερώνουν μια έντονη προτίμηση στη συγγραφή ευρύτερων συνθέσεων, που ανταποκρίνονται στην πρόθεσή του να κινεί πάντοτε ένα πλήθος προσώπων. Οι ήρωές του δεν είναι αυθύπαρκτες και αυτόνομες οντότητες, που ζουν και πορεύονται ερήμην της εποχής τους. Η ατομική τους περιπέτεια εντάσσεται στους μηχανισμούς της απρόσωπης ιστορίας κι ενός αλλοτριωτικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος. [... ] Τα μυθιστορηματικά πρόσωπα του Αντρέα Φραγκιά αποτελούν, κατά κανόνα, μέρος μιας ολόκληρης τοιχογραφίας όπου κυριαρχεί το σύνολο. Όσο κι αν ξεχωρίζει το ένα από το άλλο ως προς τα ατομικά του χαρακτηριστικά και την ιδιαίτερη θέση του μέσα στο μυθιστόρημα, δεν γίνεται σχεδόν ποτέ ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος ήρωας, δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ στο αποκλειστικό επίκεντρο της ιστορίας. Εκείνο που ενδιαφέρει τον συγγραφέα είναι να εντάξει τα πρόσωπά του μέσα στο γενικό περίγραμμα της μυθιστορηματικής του τοιχογραφίας, που έχει σχέση με την εποχή, προβάλλοντας άλλοτε τους παραγωγικούς μηχανισμούς της κοινωνίας (Άνθρωποι και σπίτια, Η Καγκελόπορτα) κι άλλοτε τους καταπιεστικούς (Λοιμός) ή αλλοτριωτικούς μηχανισμούς του συστήματος (Το πλήθος)».

 

(Τάκης Καρβέλης, «Αντρέας Φραγκιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία τ. Η',

Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ. 10)

 

«Χαρακτηριστικό της γραφής του Αντρέα Φραγκιά είναι η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, στοιχείο που αποτελεί κοινό γνώρισμα του συνόλου των μυθιστορημάτων του. Ο Τάκης Καρβέλης παρατηρεί ότι το έργο του συγγραφέα πέρασε από τρεις φάσεις. Στην πρώτη κατατάσσει τα δύο πρώτα μυθιστορήματα, στα οποία η απεικόνιση της πραγματικότητας ανταποκρίνεται στις βασικές αρχές του ρεαλισμού, στη δεύτερη κατατάσσει τον Λοιμό στον οποίο δεν κατονομάζονται ο τόπος και τα πρόσωπα και ο αφηγηματικός χρόνος παραμένει αδιαίρετος, και στην τρίτη φάση τοποθετεί το τελευταίο μυθιστόρημα, στο οποίο η απεικόνιση ταλαντεύεται ανάμεσα στο πραγματικό και το αλληγορικό. Κάτι ανάλογο παρατηρείται, σύμφωνα με τον ίδιο πάντα μελετητή, και στο θεματικό πυρήνα των έργων, όπου η Κατοχή αποτελεί ορόσημο της μεταπολεμικής αλλά και της προσωπικής ιστορίας των μυθιστορηματικών προσώπων, χωρίς ωστόσο ο ρόλος της να είναι πάντα ο ίδιος».

 

(Τ. Καρβέλης, ό.π., σελ. 10-11)

 

«Κατά τον συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλο το έργο του Φραγκιά χωρίζεται σε δύο μέρη: Τα δύο πρώτα μυθιστορήματα ήταν ρεαλιστικά, στον Λοιμό ο συγγραφέας καταφεύγει σ' ένα αλληγορικό παράλογο προκειμένου να δώσει την απανθρωπιά που χαρακτηρίζει το κολαστήριο της Μακρονήσου, «το οποίο με το να μην κατονομάζεται παίρνει τις διαστάσεις ορισμού των στρατοπέδων συγκέντρωσης». Η στροφή προς την αλληγορία και τον παραλογισμό ολοκληρώνεται στο τελευταίο μυθιστόρημα, Το πλήθος, «το μεγαλόπνοο αυτό πανόραμα της ζωής στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, ένα πανόραμα βυθισμένο στον παραλογισμό, [...] όπου το "παράλογο γίνεται η λογική συνέπεια ενός ψυχρού ορθολογισμού χωρίς ηθική στάση" (Χουρμουζιάδης, Αντί, τ. 387, 22.5.1987)».

 

(Β. Ραπτόπουλος, Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας,

Πατάκης, Αθήνα, 2005, σελ. 261-263)

 

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ θεωρεί ότι ο Αντρέας Φραγκιάς «ανήκει στους σημαντικότερους πεζογράφους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το κυρίαρχο θέμα του είναι η απογοητευτική αδυσώπητη πραγματικότητα που διαδέχτηκε τους μεγάλους αγώνες της δεκαετίας του 1940 και, προπαντός στα δύο πρώτα βιβλία του, η προσπάθεια των χτεσινών επαναστατών να επιβιώσουν σ' αυτή τη νέα κατάσταση. Η τεχνοτροπία του είναι κατά βάση ρεαλιστική, με ιδιαίτερο γνώρισμα την επιμονή στις υλικές λεπτομέρειες του χώρου, μέσα στον οποίο κινούνται οι χαρακτήρες του. Στην πρώτη φάση του έργου του, αυτή η έμφαση προδίνει μια αγάπη, χωρίς διάθεση εξωραϊσμού, για τον ταπεινό μικρόκοσμο της αθηναϊκής φτωχογειτονιάς στη δεκαετία του '50 (χώρο και εποχή όπου διαδραματίζονται τα δύο πρώτα μυθιστορήματά του) και φαίνεται έτσι να παραπέμπει στον νεορεαλισμό. Ιδιαίτερα έντονη είναι η κυριαρχία του περίγυρου στο πρώτο βιβλίο του Άνθρωποι και σπίτια, γύρω από την καθημερινή ζωή ενός άνεργου εργάτη, που όταν επιτέλους θα βρει δουλειά, θ' αντιμετωπίσει το δίλημμα να γίνει απεργοσπάστης ή να τη χάσει. Οι περιγραφές εδώ έχουν μια ιμπρεσιονιστική χροιά και αποτυπώνουν την αίσθηση των ανθρώπων της εποχής για το περιβάλλον τους, ένα τοπίο που σήμερα είναι αγνώριστο πια».

 

(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς,

Πατάκης, Αθήνα, 1995, σελ. 258-259)

 

«Στην Κατοχή θα πρέπει ν' αναζητήσουμε και τον αρχικό πυρήνα του πολυσέλιδου πεζογραφήματος του κ. Αντρέα Φραγκιά Άνθρωποι και σπίτια. Όχι μονάχα γιατί ένα πλήθος σελίδες του αναφέρονται έστω και σαν ανάμνηση σ' αυτήν, όσο γιατί ο κόσμος που περιγράφει τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και οι άνθρωποι που κινούνται στο πεζογράφημα θα παρέμεναν αξεδιάλυτοι γρίφοι, χωρίς τη γνώση των όσων διαδραματίσθηκαν κατά τη διάρκειά της. Στην πραγματικότητα άλλωστε ο συγγραφέας δε βλέπει να υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δυο περιόδους. Τα ερείπια παραμένουν ερείπια και καμιά δύναμη δεν είναι σε θέση να τ' ανοικοδομήσει. Οι άνθρωποι ζούνε το ίδιο δράμα, με λιγότερο εντυπωσιακές, ίσως, εξωτερικές εκδηλώσεις, οξύτερο όμως γιατί τώρα ο καθένας το υφίσταται μόνος του. Κι ακόμη γιατί έχει απολείψει η ελπίδα της αλλαγής, που τροφοδοτούσε την αντίδραση. Η ατμόσφαιρα παραμένει το ίδιο βαριά, περισσότερο ίσως αποπνικτική».

 

(Βάσος Βαρίκας, εφ. το Βήμα, 8.4.1956,

και στην ανθολόγηση από τον Τ. Καρβέλη στο Η μεταπολεμική πεζογραφία,

Σοκόλης τ. Η', σελ. 31)

 

«Η αφήγηση [στο Άνθρωποι και σπίτια] εκτυλίσσεται σε παράλληλα επίπεδα, που εναλλάσσονται σαν κινηματογραφικά ταμπλό. Τόσο συχνά πολλές φορές, που μολονότι είναι γενικά ευχάριστο το σπάσιμο της μονότονης συνέχειας, ωστόσο μπερδεύεται κάπως ο αναγνώστης [...]. Πολυπρόσωπο ύστερα καθώς είναι, αφήνει τους ήρωές του να κυκλοφορούν πιότερο σαν ανθρώπινες σκιές, παρά σαν ολοκληρωμένοι ανθρώπινοι χαρακτήρες. Πρέπει όμως ευθύς αμέσως να σημειωθεί ότι σ' όσες πλευρές τις φωτίζει, αποκαλύπτει πολύ ψυχολογημένα βαθύτερες πτυχές της καρδιάς τους με απλές αλλά ευρηματικές σκηνές [...]. Σιγανόφωνο, χωρίς κηρυγματικές φωνασκίες, σε τόνο ήρεμο, που υποβάλλει και δημιουργεί μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Υπάρχει πολύς ανθρώπινος πόνος σ' αυτό το μυθιστόρημα. Μια βουβή αλλά φρικτή στο βάθος τραγωδία ανθρώπων. Χαμένων της δουλειάς κορμιών. Αλλά όχι χαμένων ψυχών. Γιατί οι ψυχές τους διατηρούν αλώβητη όλη εκείνη την ευγένεια των αισθημάτων, που φθάνει κάποτε ως την ορθή αλλά σπάνια και γι' αυτό δύσκολα πειστική υπερβολή της εργατικής αυτοθυσίας, και που πάντα προκαλεί μια βαθύτερη συγκίνηση».

 

(Μπάμπης Κλάρας, εφ. Βραδυνή, 1.2.1956, και στην ανθολόγηση από Τ. Καρβέλη, ό.π.. σελ. 30)

 

«Στο βιβλίο αυτό [Άνθρωποι και σπίτια] ο συγγραφέας έδειξε ορισμένα υφολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία συντηρήθηκαν σε όλο το υπόλοιπο έργο του, μολονότι το έργο αυτό πέρασε από δύο αποφασιστικές καμπές ως προς την τεχνική της αφήγησης: πρόκειται κυρίως για την υποβλητική δύναμη που πηγάζει από πολλές περιγραφές του και έπειτα, για την προτίμησή του στις λεπτολόγες αναλύσεις του εσωτερικού ή του εξωτερικού χώρου. Έτσι το πρώτο μυθιστόρημα του Φραγκιά [...] παρουσιάζει αρκετά καθαρά τη γραμμή καταγωγής του έργου του, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδό του, που εντοπίζεται τόσο στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, όσο κυρίως και στον Δημοσθένη Βουτυρά. Μ' αυτή την έννοια οι λυρικές περιγραφές στο Άνθρωποι και σπίτια, και έπειτα στην Καγκελόπορτα, έχουν σκοπό να υποβάλουν τον αναγνώστη στη δοκιμασία μιας καίριας αντιπαράθεσης [...]. Αντιπαρατίθενται, αφενός, ένας κόσμος περιθωριοποιημένος, τραυματικός και διαψευσμένος, ο κόσμος της αθηναϊκής γειτονιάς, [...] και, αφετέρου, η δύναμη της ιστορίας που έχει ήδη διαμορφώσει συνειδήσεις, χαρακτήρες και καταστάσεις ζωής».

 

(Αλεξ. Ζήρας, «Φραγκιάς Αντρέας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 9β, Εκδοτική Αθηνών)

 

«Σπουδή οργανωμένης απανθρωπίας θα ήταν μάλλον ο προσιδιάζων υπότιτλος στο βαρυσήμαντο αυτό βιβλίο [Λοιμός] του Αντρέα Φραγκιά, που ύστερα από δύο πολυσέλιδα ρεαλιστικά μυθιστορήματα της ελληνικής καθημερινότητας [...] πραγματοποιεί εδώ μια εντυπωσιακή αλλαγή πορείας. Ο συγγραφέας [... ] «ξεναγεί» τον αναγνώστη σ' ένα ανώνυμο «κρανίου τόπο», που πέρα από τις όποιες σχέσεις του με συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα, αναγνωρίζεται ως τυπικός «κρανίου τόπος» από τον κάθε άνθρωπο του καιρού μας, όπου γης. Εγκαταλείπει ακόμα και συγκεκριμένους συγγραφικούς τρόπους —την πληθωρική συσσώρευση μικρολεπτομερειών, το αργόσυρτο ξετύλιγμα μιας πλοκής, τον αναλυτικό φωτισμό ψυχολογικών μεταπτώσεων, τη διαγραφή προσώπων— για να συγκεντρωθεί με θαυμαστή λακωνικότητα και δύναμη αφαίρεσης στον στόχο του: τη σπουδή μιας θεμελιακής κατάστασης των καιρών μας, της οργανωμένης απανθρωπιάς του στρατοπέδου συγκεντρώσεως, που τόσο συχνά απαντάται κάτω από τις κατάφωτες προθήκες της αλόγιστης κατανάλωσης. Το αποτέλεσμα είναι —χωρίς περιφράσεις— αριστουργηματικό. [... ] Στο συγκλονιστικό αυτό βιβλίο δεν αναπτύσσεται υπόθεση. Ό,τι συμβαίνει, έχει συμβεί και προηγουμένως, και θα ξανασυμβεί. Ουσιαστικά υπάρχει μόνο μια στατική κατάσταση: η κόλαση, που οι διάφορες πτυχές της αποκαλύπτονται από σελίδα σε σελίδα. Και οι ψηφίδες, τα απέριττα ειπωμένα και για τούτο τρομαχτικότερα περιστατικά που συνθέτους αυτές τις πτυχές, υποτυπωδώς συνέχονται μεταξύ τους για να διαγράψουν μια σειρά από στοιχειώδεις «εξελίξεις». Δεν υπάρχει άλλωστε χρόνος. Είναι άγνωστο αν το μαρτύριο των κολασμένων διαρκεί μερικούς μήνες, μερικά χρόνια ή ολόκληρη μια ζωή. Ο χρόνος εδώ είναι μια άτμητη ατέλειωτη μέρα καταναγκαστικού μόχθου και απύθμενου εξευτελισμού, μια άτμητη ατέλειωτη νύχτα συστηματικού τρόμου ή αναμονής του τρόμου που είναι εξίσου καταλυτική όσο και ο ίδιος ο τρόμος. Και όλα τούτα σ' έναν τόπο άγονο, φαλακρό, άνυδρο, καψαλισμένο από την άρμη και τους τρελούς ανέμους, φίλιο μόνο για τ' αναρίθμητα τρωκτικά που καταβροχθίζουν απτόητα σάρκες ανθρώπινες».

 

(Αλέξ. Κοτζιάς, εφ. Το Βήμα, 31.3.1972,

και στο Αλ. Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι,

Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 176-177)

 

«Το βιβλίο [Λοιμός] όντως μας παρουσιάζει μια κόλαση άχρονα, ανεξέλικτα και μάλλον ουδέτερα. Δεν υπάρχει μνήμη ούτε διαφορά. [... ] Τα πάντα μας παρουσιάζονται απροσδιόριστα, ασαφή και ανώνυμα. Το κείμενο δεν διαγράφει κάτι απτό, συγκεκριμένο ή αντιμετωπίσιμο αλλά υποβάλλει τη διάθεση ότι κάτι ύπουλο και διάχυτο σέρνεται παντού σαν μια λοιμώδης μεταδοτική αρρώστια (όπως δηλώνει άλλωστε και ο τίτλος) από την οποία δεν ξέρει κανείς από πού και πώς να προφυλαχτεί. Μόνο το άγριο τοπίο και ο καιρός τείνουν να περιγράφονται ρεαλιστικά, όπως και το σκότωμα των μυγών και των ποντικών (σελ. 98, 124, 126). Περιγραφές όμως που μένουν ημιτελείς ως προς την πρόθεση και την εκτέλεσή τους. Το περίεργο είναι ότι ο Λοιμός από τις πρώτες του σελίδες καλλιεργεί την αναμονή και την ψευδαίσθηση μιας ρεαλιστικής αφήγησης την οποία το όλο κείμενο συστηματικά υποσκάπτει διαψεύδοντας την προσδοκία του αναγνώστη ότι πρόκειται να διαβάσει μια ρεαλιστική καταγραφή της ζωής σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, την επώνυμη καταγγελία προσώπων και καταστάσεων, το χρονικό ξεδίπλωμα και την κορύφωση του δράματος των εγκαθείρκτων. Αντίθετα όλα είναι στατικά και σιωπηλά. Το μυθιστόρημα του Φραγκιά βασίζεται στο ρεαλισμό και ταυτόχρονα εξωθείται στην ανατροπή του. Ο ρεαλισμός ξεπερνάει τα όριά του περνώντας στη σφαίρα του παραλογισμού. [... ] Ο Λοιμός είναι μια αποκεντρωμένη αφήγηση, αφού το αντικείμενο αναπαράστασης είναι αρκετά ασαφές και ο αφηγητής ουδέτερος. Λείπουν εδώ οι οργανωτικές αρχές κάθε μετα-αφήγησης: κέντρο, καταγωγή, νόημα και η ίδια η αφήγηση οδηγείται στην αυτοαναίρεσή της με την απουσία της χρονικής ροής, του ξετυλίγματος της πλοκής και του ενδιαφέροντος του αναγνώστη. [... ] Από τη μια μας δίνεται ένας πανίσχυρος και αδυσώπητος εξουσιαστικός μηχανισμός με την αυστηρή του ιεραρχία και τα μελετημένα του σχέδια για την εξόντωση των εγκαθείρκτων και, από την άλλη, ο ίδιος μηχανισμός οδηγείται σ' αδιέξοδο από κάποια απρόβλεπτα συμβάντα. [... ] Και η αφήγηση κατά κάποιο τρόπο προσπαθεί ν' αποδώσει την υφή αυτού του μηχανισμού με τον παραλογισμό του και τις αντιφάσεις του και ως εκ τούτου οδηγείται στην αναίρεσή της».

 

(Δ. Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης,

Οδυσσέας, Αθήνα, 1993, σελ. 254-257)

 

Όπως επισημαίνει ο Τ. Καρβέλης, ο Λοιμός «δεν ανήκει βέβαια στην κατηγορία των συνηθισμένων μυθιστορημάτων. Δεν διαγράφει χαρακτήρες, δεν καταφεύγει στη σταδιακή ανέλιξη του μύθου, ούτε στοχεύει στη συνεχή διέγερση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη κατά το συνηθισμένο τρόπο των μυθιστοριογράφων. Είναι περισσότερο μυθιστόρημα καταστάσεων συνειδησιακών, υπαρξιακών και επισημαίνει τον κίνδυνο: ολόγυρά μας έχουν στηθεί μηχανισμοί, που φτάνουν ως τον παραλογισμό και θεωρούν την ανθρώπινη ύπαρξη όχι ως σκοπό αλλά ως μέσο για την πραγματοποίηση των στόχων τους. Η επιτυχία τους συνεπάγεται και τη συντριβή (είναι η λέξη που χρησιμοποιείται στο μυθιστόρημα) της ανθρώπινης συνείδησης και αξιοπρέπειας όχι μόνον των βασανιζόμενων αλλά και των βασανιστών, που η αλλοτρίωσή τους είναι βαθύτερη, γιατί συνεπάγεται και την εξαφάνιση της προσωπικότητάς τους και τη απόλυτη υποταγή τους στο σύστημα που υπηρετούν».

 

(Τ. Καρβέλης, «Αντρέας Φραγκιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία ό.π., τ. Η', σελ. 18-19)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

α. Άνθρωποι και σπίτια

• Να σκιαγραφηθούν οι δύο ήρωες και να καταγραφούν οι πληροφορίες που δίνονται για τα πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντός τους.

• Ν' ανιχνευθεί η ψυχική κατάσταση των δύο ηρώων, του Αργύρη και της Γεωργίας, να περιγραφούν οι μεταπτώσεις της ψυχικής διάθεσής τους και να εντοπιστούν οι αιτίες που τις προκαλούν.

• Να επισημανθεί ο ρόλος του σκοταδιού (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στο απόσπασμα με συγκεκριμένες κειμενικές αναφορές.

• Να επισημανθεί ο χώρος, τόσο ο στενός όσο και ο ευρύτερος, όπου κινούνται τα πρόσωπα και τοποθετείται η δράση, και να περιγραφεί. Να γίνει αναφορά σε χαρακτηριστικά δομικά στοιχεία αυτού του χώρου και να αιτιολογηθεί ο τίτλος του μυθιστορήματος.

• Να εντοπιστεί ο ιστορικός χρόνος του μυθιστορήματος και ν' ανιχνευθούν οι τρόποι και οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ώστε αυτός ν' απλώνεται αρκετά πίσω στο παρελθόν.

• Να επισημανθούν τα ρεαλιστικά στοιχεία της γραφής του συγγραφέα με τα οποία αποδίδει την πραγματικότητα της αθηναϊκής γειτονιάς μετά τον πόλεμο, την Κατοχή και την Απελευθέρωση. Να τονιστεί η κατάσταση της φτώχειας και της εξαθλίωσης μέσα στην οποία ζουν οι άνθρωποι, αποτέλεσμα της μεγάλης ανεργίας που μαστίζει τον τόπο.

• Να εντοπιστούν οι αφηγηματικές τεχνικές και η εναλλαγή των γραμματικών προσώπων κατά την αφήγηση (του τρίτου με το δεύτερο και το πρώτο) και να εξεταστεί τι πετυχαίνει μ' αυτό ο συγγραφέας.

• Να σχολιαστεί η φράση με την οποία κλείνει το απόσπασμα «Στο δρόμο πέρασε ο γαλατάς με τη συρτή φωνή του. Δεν είναι ακόμα αργά. Δίχως φως χάσαμε το μέτρημα του χρόνου», που εκτός από την κυριολεκτική περικλείει και μεταφορική και συμβολική σημασία. (Οι δύο αφηγηματικοί ήρωες έχασαν την αίσθηση του χρόνου μέσα στο σκοτάδι του δωματίου αλλά και της ζωής τους, στο σκοτάδι της ανέχειας και της ανεργίας, αλλά δεν είναι αργά, υπάρχει χρόνος για ένα νέο ξεκίνημα, για καινούρια ζωή, για μια νέα ζωή, που αισθητοποιείται με το «ία' χαμε κι εμείς ένα παιδί, Αργύρη»).

 

β. Λοιμός

• Ν' αναδειχθεί το κλίμα του παραλογισμού, που συμπυκνώνεται στο κυνήγι της μύγας, το ανώνυμο του τόπου-κόλασης και τα τυπικά στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα του χώρου καθιστώντας τον αναγνωρίσιμο ως «κρανίου τόπο».

• Να σχολιαστεί το γεγονός ότι, παρόλο που δεν προσδιορίζονται ο τόπος και ο χρόνος, ωστόσο τα εξωτερικά γνωρίσματα του τοπίου παραπέμπουν σε τόπο εξορίας, σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης σε ελληνικό ξερονήσι, όπως είναι η Μακρόνησος, ενώ τα εσωτερικά γνωρίσματα (εγκλεισμός σε κάποιο κολαστήριο, ομιλίες, βασανιστήρια, άσκοπα έργα κατασκευής κ.ά.) ανακαλούν εμπειρίες και καταστάσεις της μεταπολεμικής ελληνικής ιστορίας.

• Να επισημανθεί η στατικότητα της κατάστασης (δεν αναπτύσσεται κάποια πλοκή ούτε υπάρχει χρονική ροή) και οι διάφορες εφιαλτικές πτυχές της.

• Να τονιστεί η ανωνυμία των βασανιστών αλλά και των εγκαθείρκτων -των δύο ομάδων που «διαλέγονται» στο κολαστήριο- και η αναφορά τους από τον αφηγητή με βάση το κύριο καθήκον τους ή κάποιο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα αντίστοιχα (π.χ. «άσπρες μπλούζες», «βοηθός», κ.ά. για τα όργανα της εξουσίας, και «ο περιδεής», «το ζαρωμένο ανθρωπάκι» κ.ά. για τους εγκλείστους).

• Να συζητηθεί ο τίτλος, που παραπέμπει σε μια μεταδοτική αρρώστια, και να συνδεθεί με τη διάθεση που υποβάλλει το κείμενο, ότι κάτι ύπουλο και διάχυτο σέρνεται παντού, που απειλεί τον άνθρωπο, την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια, τις ανθρώπινες αξίες, από το οποίο κανείς δεν ξέρει πώς να προφυλαχτεί ή πώς να ξεφύγει.

• Να συγκριθεί ο σχεδόν παραληρηματικός λόγος των εκπροσώπων του κατασταλτικού μηχανισμού με το λόγο των απριλιανών δικτατόρων (άμεση σύνδεση με την εποχή συγγραφής του μυθιστορήματος) και γενικότερα με το λόγο των ποικιλώνυμων εκπροσώπων των ολοκληρωτικών φασιστικών καθεστώτων, που αναλαμβάνουν την ηθική κάθαρση εν ονόματι του κοινωνικού συνόλου.

• Να συζητηθεί η οπτική γωνία της αφήγησης (που είναι η οπτική γωνία των κρατουμένων) και η δραματικότητα και παραστατικότητα που πετυχαίνεται με την εναλλαγή του τρίτου προσώπου με το δεύτερο.

• Να προσεχθεί με ποιο τρόπο η ευθύγραμμη εξέλιξη της αφήγησης, σύμφωνα με τη χρονική σειρά των συμβάντων, αυτοαναιρείται και κατακερματίζεται σε μια σειρά μικροαφηγήσεων. Επίσης, το πώς διανθίζεται με διάλογο και εσωτερικό μονόλογο.

 

Παράλληλα κείμενα

Μπορούν να δοθούν ως παράλληλα κείμενα είτε:

α) Ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μ. Λουντέμη, Οδός Αβύσσου, αριθμός 0, και να σχολιαστεί το πώς διαγράφονται στα δύο αποσπάσματα ο ρόλος και η εικόνα των βασανιστών.

«Η φρίκη της Μακρόνησος δε χωράει σε βιβλία. Διαβάζεται μόνο μες στα μάτια των τρελών της. Μόνο τ' αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν στην αρχή, ν' αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ' τις φωνές. [... ] Στην αρχή, γιατί αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουαν πια τίποτα. Κι έτσι απόμειναν μόνο οι σκύλοι -με το προφητικό τους ένστικτο - να σκορπούν απ' τους καρβουνοσωρούς τις οιμωγές τους, σα μαύρους χρησμούς που έβγαιναν απ' τα σπλάχνα του προαιώνιου ζώου.

Απ' το Λαύριο οι δήμιοι φαίνουνταν μικροί. [... ] Κι ήταν για να σαστίζεις πώς τόσο μικροί δήμιοι κάνανε τόσο μεγάλα εγκλήματα. Μα το έγκλημα ποτέ δεν μετριέται με τον πήχυ. Γιατί ποτέ το έγκλημα δεν έχει το ανάστημα του κακούργου. Πάντα είναι μεγαλύτερό του. Γιατί ένας πραγματικός κακούργος ποτέ δεν κάνει μόνο ένα έγκλημα. Πόσο μάλλον στη Μακρόνησο, όπου είχε καταργηθεί η τιμωρία. Γιατί κι αυτό έγινε στη Μακρόνησο. Χωρίσανε το έγκλημα απ' τον κολασμό και αντιστρέψανε τους όρους. Ρίξανε τον κολασμό στα θύματα και τον έπαινο στους κακούργους. Έτσι τους βοήθησαν να κάνουν το έγκλημα ψυχαγωγία και πρωινή γυμναστική. Όταν όμως ένας άνθρωπος συνηθίσει να διασκεδάζει με το αίμα που τρέχει, με τίποτα πια στο εξής δεν μπορεί να διασκεδάσει».

 

β) Το ποίημα ΒΕΤΟ, ΑΕΤΟ, ΓΕΤΟ, ΣΦΑ από «Τα προσχέδια για τη Μακρόνησο» του Τίτου Πατρίκιου (Ποιήματα, I - 1943-1953, Κέδρος, 1998, σελ. 194) και να παραλληλιστούν οι εικόνες του τόπου και των ανθρώπων, εγκλείστων και βασανιστών, στα δύο κείμενα: ΙΙ

 

ΒΕΤΟ, ΑΕΤΟ, ΓΕΤΟ, ΣΦΑ, το Γάμμα Κέντρο

απ' την κορφή ως τα νύχια πέτρα

τ' αντίσκηνα σα σβόλοι λάσπη

ένα κομμάτι λάσπη οι άνθρωποι

τρεμόσβηνε η ψυχή γινόταν χώμα

φασματικές λάμπες κόβανε τα πρόσωπα

φωτίζοντας μάτια τρελών

στόματα που ξεχύναν έντομα

κι ο άνεμος με τις χοντρές αρβύλες του βασανιστή

μαστίγωνε το άγριο βουνό με τη ζωστήρα του.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΖΗΡΑΣ Αλ, «Φραγκιάς Αντρέας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 9β, Εκδοτική Αθηνών.

ΚΑΡΒΕΛΗΣ Τ., «Αντρέας Φραγκιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία - Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του.'67, Σοκόλης, Αθήνα, 1992, τ. Η', σελ. 8-85.

ΚΟΤΖΙΑΣ Αλέξ., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος, Αθήνα, 1982.

ΠΑΓΑΝΟΣ Γ., Η νεοελληνική πεζογραφία, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 2002.

ΠΟΛΙΤΗΣ Λ., Ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1980.

ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ Β., Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πατάκης, Αθήνα, 2005.

ΤΖΙΟΒΑΣ Δ., Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Οδυσσέας, Αθήνα, 1993.

 

pano

 


 

Ανδρέας Φραγκιάς (1923-2002)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΠΟ.Θ.Ε.Γ.

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση της συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano