Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Ανδρέας Φραγκιάς, Άνθρωποι και σπίτια

Ε B

240 241 242 243 244 245 246 247

240

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρέας Φραγκιάς, Άνθρωποι και σπίτια

 

Ο Αργυρησ και η Γυναικα του Γεωργία είναι δύο από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος· η υπόθεσή του τοποθετείται στα δύσκολα χρόνια που πέρασε η Ελλάδα μετά τον τελευταίο πόλεμο. Ύστερα από τους αγώνες και τις στερήσεις της Κατοχής, όλοι περίμεναν ένα καλύτερο μέλλον. Οι προσδοκίες τους όμως δεν επαληθεύτηκαν, γιατί στην Ελλάδα ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος. Όλες αυτές τις δυσκολίες, που περνούσε η χώρα μας, κι έχουν ως συνέπεια την ανεργία, θέλει να δώσει και το μυθιστόρημα. Ο Αργύρης, όπως κι άλλοι πολλοί φίλοι του είναι άνεργος. Μάταια ψάχνει να βρει δουλειά. Αυτό έχει επιπτώσεις στην ψυχική του κατάσταση και στη σχέση του με τη γυναίκα του.

Διαβάζοντας το απόσπασμα να προσέξετε κυρίως α) πώς, με την αναδρομή στο παρελθόν της ζωής του Αργύρη και της Γεωργίας, περνάει συγχρόνως όλη η δυστυχία και η μιζέρια μιας συνηθισμένης εργατικής οικογένειας από την εποχή της μικρασιατικής καταστροφής ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και β) πώς ο συγγραφέας παρεμβάλλει πολλές φορές τις σκέψεις τους σε δεύτερο, συνήθως, ή, σπανιότερα, σε τρίτο πρόσωπο (λ.χ. «Τούτα τα κουτιά ήτανε σαν κάποια δύναμη κάτ' απ' το κρεβάτι σου. Τώρα είσαι πια ολότελα άνεργος» ή «Τι θα πει, όταν τα δει και ρωτήσει η Γεωργία;»).

 


 

ανθρωποι και σπιτια
(απόσπασμα)

— Χάνω κι αυτή τη δουλειά...

— Άκουσε Θανάση. Τα εργαλεία λογαριάζω να τα πουλήσω...

— Να πουλήσεις τα εργαλεία! Αυτά δίνουνε ψωμί...

— Σε μένα όχι. Τα 'χω άχρηστα τόσον καιρό.

— Γι' αυτό να μου τα δώσεις εμένα, για δυο τρεις βδομάδες...

Σταθήκανε κοντά στην πόρτα περιμένοντας. Ο Αργύρης ντρέπεται να τον δει κατάματα. Μήπως δεν είναι αλήθεια πως με τη Γεωργία σχεδιάζουνε να τα πουλήσουνε;

— Τι θα γίνει Αργύρη;

— Πάρ' τα. Πάρε ό,τι θες. Τα πουλάω αργότερα.

Κι έσυρε τα κασόνια απ' το κρεβάτι.

— Διάλεξε ό,τι σου κάνει.

241Ο Θανάσης τ' αράδιασε όλα χάμω. Ξεχώρισε τις μανέλες, τους βιδολόγους, τα σιδεροπρίονα, τις τανάλιες για τους σωλήνες, κοπίδια, το ψαλίδι της λαμαρίνας. Μάζεψε τα δυο κασόνια απ' τα τρία κι άδειασε όσα δεν του χρειάζονταν στο άδειο. Περισσέψανε αρκετά σκόρπια χάμω και θέλησε να τα μαζέψει.

— Άστα, του 'πε ο Αργύρης, σα να 'χανε τελειώσει όλα.

Όταν ο Θανάσης φορτώθηκε τα κασόνια, ο Αργύρης νόμισε πως δεν έχει πια αίμα στο κορμί του. Τούτα τα κουτιά ήτανε σαν κάποια δύναμη κάτ' απ' το κρεβάτι σου. Τώρα είσαι πια ολότελα άνεργος. Έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι κι ήθελε να λιώσει τα μούτρα του στα σανίδια του. Αφού βρήκε δουλειά ο Θανάσης, πάει να πει πως δεν είναι και τόσο δύσκολο. Γατζώθηκε απ' τα κάγκελα του κρεβατιού και τανύθηκε σα να 'θελε να ξεκλειδωθεί απ' τους αρμούς, να μοιραστεί σε κομμάτια. Τα κάγκελα λυγίσανε κι όταν τα 'δε τρόμαξε. Τι θα πει, όταν τα δει και ρωτήσει η Γεωργία; Σηκώθηκε να τα ισιώσει, μα δεν τα κατάφερε να γίνουν όπως πρώτα. Δεν είχε τώρα τόση δύναμη.

Μάζεψε τη γόπα που 'πεσε απ' το στόμα του Θανάση. Κάθισε απ' τη μεριά του παράθυρου να φουμάρει και να συλλογιστεί. Βήματα στο παράθυρο. Κοκάλιασε. Ο Γεωργιάδης*. Χτύπησε τις γρίλιες. Σφίγγει τα σαγόνια του που τρέμουνε. Δε σάλεψε. Αυτός είναι, χτύπησε το τζάμι της πόρτας. Κοίταξε να δει, ν' ακούσει και να καταλάβει.

— Αργύρη, είμαι ο τσαγκάρης.

Ο Αργύρης έσμιξε τους αγκώνες στα πλευρά και τα γόνατα μεταξύ τους. Το τσιγάρο καίει στο στόμα του. Η φωνή ήρθε πιο κοντά στο παράθυρο, μέσα στο μυαλό του. Κόλλησε το στόμα του στις γρίλιες.

— Νόμιζα πως ήσουνα τίμιος άνθρωπος, Αργύρη...

Έφυγε. Χάθηκε ξανά στο σκοτάδι της κάμαρης. Αν πουλούσε τουλάχιστον τα εργαλεία, θα τα ξόφλαγε και δε θα του έλεγε αυτό. Απόψε δεν είσαι τίμιος άνθρωπος, όπως νομίζει ο τσαγκάρης, και δεν έχεις εργαλεία. Δηλαδή δεν έχεις τίποτα.

Κι απόμεινε μόνο η Γεωργία. Τώρα όμως λείπει. Κι αυτό κάνει τον Αργύρη πιο μόνο. Άρχισε να ξυλιάζει, όχι μόνο απ' την ακινησία. Το πρωί έλεγε στη Γεωργία πως όλα τα πράματα είναι ξεβιδωμένα. Χάσανε το ρέγουλό* τους... Αυτή όμως σα να μην τον πρόσεξε κι ο Αργύρης δεν μπόρεσε να συνεχίσει 242το συλλογισμό του. Θα 'θελε να της πει ακόμα πως έχει μια φοβερή τύψη, γιατί δεν μπορεί να ξεχωρίσει πώς μπλέκεται η δική του αδυναμία με τη δυσκολία του καιρού. Ίσως όμως η Γεωργία να βαριέται, γι' αυτό λείπει τώρα.

Απ' τα βήματα κατάλαβε πως είναι αυτή. Μπήκε και ρώτησε αμέσως πού βρίσκεται ο Αργύρης.

— Εδώ, τυλίχτηκα γιατί κρύωνα. Γιατί δεν μπορείς να μιλήσεις;

— Έτρεχα να προλάβω το λεωφορείο στη στάση. Ήτανε μέσα τούτη η διπλανή που μας χρωστάει τα ραφτικά. Ήρθε ως το τέρμα με το ταξί, κατέβηκε με δυο βαλίτσες και μπήκε στο λεωφορείο. Έτρεξα ως τη γέφυρα να την προλάβω να της πάρω τα λεφτά... Εσύ την είδες;

— Όχι, δεν την είδα.

Στο σκοτάδι λες πιο εύκολα ψέματα*.

— Αν ήμουνα δω θα την σταμάταγα κι άμα δε με πλήρωνε θα της έσκιζα το φουστάνι, είπε η Γεωργία.

— Άκουσα κάτι χαιρετούρες στις πόρτες, την απέναντι που έλεγε «στο καλό». Αν ήταν αυτή που λες, τότε πρέπει να 'χει περάσει από νωρίς.

— Ναι, ήταν πιο πριν.

— Και γιατί είσαι λαχανιασμένη;

— Έτρεχα να 'ρθω γρήγορα. Όταν γύρισα απ' τη γέφυρα βρήκα τον Κοσμά και στάθηκα, γιατί ήθελε να μου μιλήσει.

— Και τι σου 'λεγε: Μήπως βρήκε τίποτα; μήπως έμαθε;

— Όχι, δε μου 'πε τίποτα. Ούτε για δουλειές, ούτε για σένα.

— Τι σου 'λεγε;

— Για τον έρωτά του.

— Για ποιαν;

— Για μια κοπέλα, απ' το εργοστάσιο.

— Μόνο αυτό;

— Ναι, τον παράτησα κι ήρθα τρέχοντας.

Ο Αργύρης δε ρώτησε άλλο...

Το χέρι σου Γεωργία είναι ιδρωμένο. Το βρήκε όπως έψαχνε την κουβέρτα. Μην το τραβάς. Κάτσε να ξεκουραστείς και να ησυχάσεις. Ρίξε κάτι απάνω σου να μην κρυώσεις.

— Βρήκα αγοραστή για τη μηχανή.

243— Όχι Γεωργία, στο ζητάω έτσι, σε παρακαλώ. Μη ράψεις ποτέ. Η μηχανή όμως πρέπει να βρίσκεται εκεί στη γωνιά σκεπασμένη με το σεντόνι. Πού είχες πάει απόψε;

— Στου Λεωνίδα.

Ο Αργύρης τυλίχτηκε μες στις κουβέρτες σα να 'θελε να πνιγεί. Κουλουριάστηκε και χτυπήθηκε. Ίσως να κοπάνησε και τα μούτρα του στα κάγκελα του κρεβατιού.

— Και τι του είπες;

— Αν ξέρει για καμιά δουλειά.

— Για μένα;

— Για σένα και για μένα.

— Γιατί να το κάνεις αυτό Γεωργία;

— Μα είναι φίλος σου ο Λεωνίδας...

— Γι' αυτό. Δεν είναι φίλος μου σαν τον Κοσμά. Δεν ήθελα ποτέ να μάθει πως είμαι χωρίς δουλειά και το χειρότερο να του ζητήσω... Τον ξέρω καλά το Λεωνίδα... Δε θέλω κανείς απ' αυτούς, που 'μαστε πρώτα μαζί, να ξέρει πως είμαι τόσον καιρό άνεργος... Δεν ήθελα ποτέ να τους ζητήσω να βρούνε σε μένα δουλειά... Και τι σου είπε;

— Ψάχνει κι αυτός, κάνει, λέει, σκόρπια μεροκάματα, όπου βρει...

Ο Αργύρης ησύχασε. Μείνανε πολύ έτσι. Το σκοτάδι έπηξε κι η Γεωργία δε σάλεψε διόλου. Κι απόψε θα πλαγιάσουμε νηστικοί. Βρήκε το χέρι της Γεωργίας σφιγμένο στην κουβέρτα. Έτσι μπορούνε να μείνουνε όλη τη νύχτα. Έσφιξε το χέρι της και σα να χαιρετηθήκανε στα σκοτεινά. Πέρασε πολλή ώρα. Η Γεωργία:

— Δεν το 'ξερα πως δεν ήθελες να πας. Γιατί δεν τα 'λεγες, αφού είχαμε πει από μέρες να πάμε στο Λεωνίδα;

Πιο ύστερα:

— Κι ο Κοσμάς είναι φίλος σου;

— Ναι, ο Κοσμάς είναι ο πιο καλός μου φίλος. Γιατί ρωτάς;

Πάλι ησυχία και σκοτάδι.

Ο Αργύρης θέλησε να τη ρωτήσει ποιο είναι κείνο το παιδί στη φωτογραφία που 'χει το χαμόγελο και την καδένα στο πέτο του σακακιού*. Πριν από χρόνια είχε κι ο Αργύρης ένα αλυσιδάκι στο πέτο του. Το ρολόι 244του πατέρα με τα χρυσά καπάκια το πούλησε η μητέρα, όταν ο Αργύρης γράφτηκε στην τελευταία τάξη του «Προμηθέα»*. Όταν πήρε το χαρτί, η μάνα του 'δωσε την καδένα κι αυτός την κρέμασε χωρίς ρολόι πια στην κουμπότρυπα. Τότε όμως καμάρωνε κι έβγαινε τσάρκα με τους φίλους του τις Κυριακές. Πιάνανε σε μια σειρά όλο το δρόμο απ' τον ένα τοίχο ως τον άλλο κι η γειτονιά ήξερε πως όλοι αυτοί είναι οι καινούριοι μαστόροι. Οι περίπατοι δε βαστήξανε πολύ, γιατί ο καθένας πήγε στη δουλειά του κι ο Αργύρης στη μεγάλη φάμπρικα της γειτονιάς. Ο Αργύρης θυμήθηκε πως από μικρό παιδί είχε όλο λαδωμένα χέρια με μουτζούρες που βγάζανε τα σίδερα, γιατί ο πατέρας έφερνε ρόδες, βέργες, παλιά γρανάζια και βίδες απ' το μηχανουργείο που δούλευε. Μια μέρα όμως ο πατέρας παράτησε τη φόρμα του στο καρφί και το βράδυ γύρισε στρατιώτης. Ο Αργύρης παραξενευότανε πώς θα κάνει ο πατέρας μ' αυτό το φανταρίστικο ρούχο, που 'ταν κουμπωμένο ως το λαιμό, μ' έναν αλύγιστο όρθιο γιακά σαν από λαμαρίνα, γιατί ποτέ δεν κούμπωνε το πουκάμισό του, ούτε έδενε τα πόδια του με μάλλινες λουρίδες, όπως όταν ήρθε με το πηλήκιο και το σπαθί. Σα να πήγαινε σε κάποια σπουδαία δουλειά που θα 'δειχνε κει όλη τη μαστοριά τoυ. Την άλλη μέρα τ' απόγεμα πήγανε με τη μάνα του σ' ένα μεγάλο δρόμο, από κει που θα περνούσε το σύνταγμα του πατέρα. Περάσανε πολλοί σε ατέλειωτες σειρές, μα ήτανε όλοι ίδιοι και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποιος ήταν ο δικός του. Όταν οι μουσικές κι οι σημαίες άρχισαν να μακραίνουν, η μάνα τον τράβηξε απ' το χέρι, μα ο Αργύρης έσκυβε να δει στο τέλος του δρόμου το σύνταγμα που 'φευγε. Ο πατέρας πήγε στη Μικρασία και δεν ξαναγύρισε. Αργότερα, η μάνα του τον έστειλε στο μαγαζί του θείου που 'χε μηχανές και μαστόρους να μάθει την τέχνη κι ο Αργύρης είδε από πολύ μικρός τα γυαλιστερά σίδερα, όχι σαν παιχνίδια, μα για δουλειά. Ο θείος τον είχε για θελήματα, να σκουπίζει τη μηχανή, να μαζεύει τα εργαλεία. Όταν δεν τον έβλεπε ο θείος, ο Αργύρης θαύμαζε πώς ένα μικρό κοπίδι σκίζει το σίδερο σα να 'ναι πατάτα. Ο τόρνος με τα μηχανήματα και τις λαβές ήταν ένα μυστήριο που θαρρούσε πως ποτέ δεν θα το 'νιωθε. Και το λιωμένο σίδερο στα καλούπια; Άλλο μυστήριο. Αργότερα πήγε σ' ένα νυχτερινό σχολείο κι η μάνα τού 'βαψε μια μπλε φόρμα που την έπλενε κάθε Σαββατόβραδο να στεγνώνει την Κυριακή. Για να 'ναι καθαρός και καλός τεχνίτης. Ο θείος δεν τον άφηνε να φτιάξει τίποτα, ούτε να τρίψει με το σμυριδόπανο* 245το γυαλιστερό μέρος της ρόδας που 'φαγε ο τόρνος. Μια μέρα χάθηκε ένα τρυπάνι κι ο θείος τον χαστούκισε, γιατί ο Αργύρης έπρεπε να μαζεύει τα εργαλεία. Πήγε με κλάματα και μουτζουρωμένα μούτρα στο σπίτι που ξενοδούλευε κείνη τη μέρα η μάνα του. Κλαψούρισε πως δεν ξαναπηγαίνει στου θείου κι ο κύριος του σπιτιού είπε πως ξέρει έναν καλό μάστορη και θα του μιλήσει για τον Αργύρη. Πήγε σε δυο μέρες κι ο καλός μηχανικός του 'δωσε αμέσως ένα σιδεροπρίονο να κόψει ίσια, πάνω στη γραμμή της κιμωλίας, τη βέργα που 'ταν σφιγμένη στη μέγκενη*. Ο Αργύρης ίδρωσε ως το μεσημέρι και κατάλαβε πως το σίδερο δεν είναι σαν την πατάτα. Το βράδυ διηγήθηκε, όλο χαρά, το κατόρθωμα στη μάνα του κι αυτή του είπε να προσέχει τα χέρια του, γιατί έχει δει πολλούς μαστόρους με κομμένα δάχτυλα. Ύστερα τελείωσε το νυχτερινό σχολείο και πήγε στη μεγάλη φάμπρικα. Αυτό είναι όλο.

Έσφιξε το χέρι της Γεωργίας στη χούφτα του. Τα δάχτυλά του είναι ακόμα γερά. Έκλεισε μέσα τους τα δικά της, μαλακά, και της είπε:

— Όλη η ζωή μου πέρασε μέσα στα σίδερα.

— Κι η δική μου στα κουρέλια, είπε αυτή.

Η Γεωργία θυμάται όλο νυχτέρια με τη βελόνα. Έραβε κι η μάνα της. Ο πατέρας ήτανε χτίστης, μα απ' το κρασί δεν έβαζε πια ίσια τις πέτρες, τα χέρια του τρέμανε κι ο σπάγκος με το βαρίδι ποτέ δεν ακουμπούσε σ' όλο το ύψος του τοίχου. Γι' αυτό δεν τον παίρνανε πια σε δουλειά. Κι έπρεπε να ράβουνε νύχτα μέρα. Με τον καιρό όμως κι απ' τα ξενύχτια, η μάνα έχανε, νύχτα με τη νύχτα, το φως της κι η Γεωργία έπρεπε να ράβει για όλους. Ποτέ δε θυμάται να είδε τ' άστρα, όσο ήτανε κοπέλα. Πάντα σκυφτή, μπρος σε μια λάμπα του πετρελαίου, που κάπνιζε, να περνάει τη βελόνα κοντά στο γυαλί και να τσούζουνε τα μάτια της από το φως. Όταν έφυγε η μεγαλύτερη αδερφή της που παντρεύτηκε, η βελόνα της Γεωργίας έπρεπε να θρέψει και τους άλλους. Να τους ντύσει, να στείλει τα μικρά στη δουλειά, στο σκολειό. Η μεγαλύτερη αδερφή της, η Στέλλα, είχε τέσσερα παιδιά κι ο άντρας της μια φιλενάδα. Μια μέρα η Γεωργία είπε στον πατέρα: «Δεν θα ξαναπιείς». Κι από τότε δεν του 'δωσε ούτε δραχμή. Πήγε τη μάνα στο γιατρό, κι αυτός είπε πως λιγόστεψε το φως της. Όταν τελείωνε να ράβει για τις πελάτισσες, έραβε τα ρούχα του σπιτιού. Ύστερα ερχόντουσαν τα ρούχα της Στέλλας, των παιδιών της και της φιλενάδας του άντρα της. Ο πατέρας έκλαιγε σα μωρό 246για ένα κατοσταράκι κι αυτή μετρούσε αδιάφορα με τη μεζούρα το πανί, για να μη δίνει σημασία στα παρακάλια του. Όταν τελείωνε το μέτρημα, έστελνε το μικρό αδερφό να πάρει μισή οκά, και να το φέρει κρυφά, για να μη δει ο πατέρας την μπουκάλα. Αν πήγαινε στην ταβέρνα, θα 'μενε κει μεθυσμένος και θα τρέχανε να τον φέρουνε σηκωτό, όπως γινότανε πρώτα. Όταν γύριζε ο μικρός με το μπουκάλι, η Γεωργία έβαζε κρασί ως τη μέση του ποτηριού κι ο πατέρας άρχιζε να πίνει σιγά σιγά κροτώντας τα χείλια του ευχαριστημένος. Αργότερα, ο αδελφός άρχισε ν' αργεί τις νύχτες κι έπρεπε να τον μαζεύει κι αυτόν απ' τα καφενεία. Μια μέρα η μεγάλη αδελφή, η Στέλλα, ξανάρθε με τα παιδιά της στο σπίτι. Την παράτησε ο άντρας της. Η Γεωργία έραβε. Η μάνα έψαχνε τους τοίχους κι ακουμπούσε στα πράματα, για να περάσει απ' τη μια κάμαρη στην άλλη. Κι όλο το σπίτι βούιζε απ' τις φωνές των παιδιών, την γκρίνια του πατέρα, τις νευρικές στριγκλιές της Στέλλας που μάνιαζε απ' το κακό της. Η Γεωργία μίλησε σε μια κυρία, που ο άντρας της είχε κάποια θέση σ' ένα εργοστάσιο, να πάρουνε την αδελφή της στη δουλειά. Την πήγε με το ζόρι, μ' αυτή το 'σκασε και γύρισε σπίτι με ξεφωνητά. Τότε η Γεωργία έδωσε δυο γερά χαστούκια στη Στέλλα, που της άστραψε ο κόσμος. Την έδειρε γερά, κάνα δυο φορές ακόμα, κι η Στέλλα μέρεψε. Ξαναπήγε στο εργοστάσιο, μα έπαψε να μιλάει πια στη Γεωργία. Μάζεψε τα παιδιά της κι έφυγε απ' το σπίτι. Όταν έφτασε ο καιρός να παντρευτεί η Γεωργία με τον Αργύρη, η μάνα είπε πως θέλει να βγάλει τα δόντια της γιατί την πονούσαν. Είχε μια σειρά χρυσά δόντια, κι η Γεωργία είπε στο γιατρό να της φτιάξει μια κοκάλινη μασέλα, με τα λεφτά που θα 'παιρναν απ' τα χρυσά δόντια. Η μάνα όμως δεν ήθελε. Τα πούλησε κρυφά κι αγόρασε τη ραφτομηχανή της Γεωργίας. Σκέφτηκε πως θα της χρειαζότανε, πως θα 'πρεπε να 'χει κάτι για την καινούρια ζωή. Την φέρανε δω με τ' αυτοκίνητο, απ' το μαγαζί, και κανείς στο σπίτι δεν έμαθε πού βρήκε η Γεωργία τα λεφτά για τη μηχανή του ραψίματος, όταν παντρεύτηκε. Ο Αργύρης δούλευε τότε μάστορης στη φάμπρικα κι η Γεωργία τραγουδούσε κάθε πρωί. Ήταν πολύ νέα, κορίτσι. Σε λίγες μέρες ύστερα, άρχισε ο πόλεμος*.

247Θυμάσαι;*

Της έκλεισε το χέρι στις χούφτες του, όπως έπιανε το γλόμπο και χαιρότανε τη ζεστασιά του. Να ζεσταθούνε και τα χέρια της Γεωργίας, τώρα που δεν έχουνε φως, ούτε φαΐ.

— Και τι λες για τα τωρινά, Αργύρη;

— Πρώτα πρώτα δε θα πουλήσουμε τη μηχανή, έστω κι αν είναι να πεθάνουμε απ' την πείνα.

— Κι ύστερα;

— Τώρα ο κόσμος δεν πεθαίνει σαν τον Αριστείδη, γιατί ο πόλεμος τελείωσε, τώρα μπορεί να πεθάνει γι' άλλο.

— Για ποιο, Αργύρη;

— Θα μπορούσα να πεθάνω από δουλειά.

— Μπορεί όμως να πεθάνουμε απ' την πείνα. Και δεν το ανέχουμαι, είπε η Γεωργία.

Χαιρετηθήκανε στα σκοτεινά. Το χέρι της Γεωργίας ζεστάθηκε. Έξω άναψε κάποιο φως. Οι γρίλιες γίνανε παράλληλες κίτρινες γραμμές. Η απέναντι κοπέλα που 'χε το γάτο στην αγκαλιά της, καληνυχτίζει κάποιον και γελάει. Η υφαντή κουβέρτα του κρεβατιού τους έχει μακριά κρόσια. Η Γεωργία έβαλε τα μούτρα της στο στήθος του Αργύρη. Αυτός θέλει να της πει πως σήμερα τα χάσανε όλα. Τα εργαλεία τα πήρε ο Θανάσης, κι ο τσαγκάρης της γωνίας του είπε πως δεν είναι πια τίμιος άνθρωπος. Κι εσύ λείπεις, σα να 'μαστε συγκάτοικοι. Μένει μόνο η τέχνη μου. Μπορεί να με φωνάξουνε σε καμιά δουλειά, αφού λένε πως είμαι καλός μάστορης. Είσαι κι εσύ, Γεωργία, που αν ήτανε κάπως αλλιώς, αξίζεις περισσότερο απ' όλα αυτά. Απόψε πεινάμε. Δεν υπάρχει ψίχουλο στο σπίτι μας κι ίσως γι' αυτό να 'ναι έτσι σκοτεινό. Πεινάμε πολύ. Λιμάξαμε για όλα. Η Γεωργία έφερε το μούτρο της κοντά στο δικό του και του 'σφιξε το κεφάλι. Η αναπνοή της είναι ζεστή και το κεφάλι ακολουθεί, όπως πάλλεται φουσκώνοντας, το στήθος του Αργύρη.

— Να 'χαμε κι εμείς ένα παιδί, Αργύρη...

Στο δρόμο πέρασε ο γαλατάς με τη συρτή φωνή του. Δεν είναι ακόμα αργά. Δίχως φως, χάσαμε το μέτρημα του χρόνου.

 

Κ. Μόντης, «Νύχτες» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου]  

 

 

Γεωργιάδης: πάντοτε τον περιμένει ο Αργύρης, γιατί του είχε υποσχεθεί πως θα του βρει δουλειά.

χάσανε το ρέγουλό τους: χάσανε τον (κανονικό) ρυθμό τους.

Στο σκοτάδι... ψέματα: ο Αργύρης την είχε δει, αλλά δε βγήκε να της ζητήσει τα λεφτά.

Ο Αργύρης... σακακιού: η φωτογραφία είναι εδώ αφορμή για να θυμηθεί ο Αργύρης τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Το παιδί της φωτογραφίας είναι ο Αριστείδης, που αναφέρεται στο τέλος του αποσπάσματος.

του «Προμηθέα»: ιδιωτική τεχνική σχολή.

σμυριδόπανο: ειδικό φύλλο πανιού που το χρησιμοποιούν για το γυάλισμα των μετάλλων.

μέγκενη: μεταλλοτεχνικό ή ξυλουργικό εργαλείο, που έχει δυο σιαγόνες, για να συγκρατεί το αντικείμενο που θέλει να επεξεργαστεί ο τεχνίτης.

ο πόλεμος: ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος ή ο ελληνοϊταλικός.

«θυμάσαι;»: Η Γεωργία θυμάται τη ζωή της νοερά. Το ερώτημά της προϋποθέτει ότι κι ο Αργύρης παρακολούθησε νοερά τις αναμνήσεις της.

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ποια είναι η ψυχική κατάσταση του Αργύρη α) όταν παραδίνει τα εργαλεία του και β) όταν εμφανίζεται ο τσαγκάρης;
  2. Να επισημάνετε το πραγματικό νόημα των σκέψεων του Αργύρη· «το πρωί έλεγε στη Γεωργία πως όλα τα πράματα είναι ξεβιδωμένα. Χάσανε το ρέγουλό τους... Θα 'θελε να της πει ακόμη πως έχει μια φοβερή τύψη, γιατί δεν μπορεί να ξεχωρίσει πώς μπλέκεται η δική του αδυναμία με τη δυσκολία των καιρών». Του λείπει η μόρφωση. Το μυαλό του, η πείρα του κι η δύσκολη κατάστασή του είναι αρκετά, για να κατασταλάξει σ' αυτές τις παρατηρήσεις;
  3. Όταν γυρίζει η Γεωργία, επακολουθεί διάλογος χωρίς ένα συγκεκριμένο θέμα. Τι δείχνει αυτό;
  4. Ο συγγραφέας επιχειρεί μια αναδρομή στο παρελθόν του Αργύρη και της Γεωργίας. α) Με ποια αφορμή γίνεται αυτή η αναδρομή στο παρελθόν τους; β) Ποια εικόνα μάς δίνει για μια συνηθισμένη οικογένεια της προπολεμικής περιόδου; γ) Ποια εικόνα, συγκεκριμένα, σχηματίζουμε για τον Αργύρη και τη Γεωργία;
  5. Αντί για τον ευθύ διάλογο, πολλές φορές ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το δεύτερο ή και το τρίτο ενικό πρόσωπο. Αφού εντοπίσετε τα σχετικά χωρία, να επισημάνετε τι πετυχαίνει μ' αυτό τον τρόπο.
  6. Ο διάλογος ανάμεσα στον Αργύρη και τη γυναίκα του, οι αναδρομές τους στο παρελθόν γίνονται στα σκοτεινά. Το απόσπασμα τελειώνει επιμένοντας σ' αυτή την εικόνα: «Στο δρόμο πέρασε ο γαλατάς με τη συρτή φωνή του. Δεν είναι ακόμα αργά. Δίχως φως, χάσαμε το μέτρημα του χρόνου». Μπορείτε να επισημάνετε ποιος είναι ο απώτερος σκοπός του συγγραφέα;
  7. Στο βιογραφικό σημείωμα διατυπώνεται η άποψη ότι τα μυθιστορήματα του Φραγκιά τα διακρίνει «η ρεαλιστική επιμονή στη μικρολεπτομέρεια». Νομίζετε ότι αυτό γίνεται με επιδεξιότητα; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας παραπέμποντας σε σχετικά χωρία.

 


Βαλσαμάκης Πάνος-Δυό κορίτσια

Βαλσαμάκης Πάνος-Δυό κορίτσια

Φραγκιάς Ανδρέας

Ανδρέας Φραγκιάς (1923-2002)

Γεννήθηκε στην Αθήνα κι εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Η πεζογραφία του έχει περάσει από δυο φάσεις. Στην πρώτη φάση ανήκουν τα πολυσέλιδα μυθιστορήματά του Άνθρωποι και σπίτια (1955) και Καγκελόπορτα (1962). Τα διακρίνει κυρίως η επιμονή στη μικρολεπτομέρεια, που δίνει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να εξαντλήσει τα θέματα και να δώσει τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης που κάνουν άνθρωποι, οι οποίοι στην Κατοχή είχαν ξεπεράσει τον εαυτό τους κι έφτασαν ως τα έσχατα όρια της αυτοθυσίας. Στο τρίτο μυθιστόρημά του Λοιμός (1972), αντίθετα, με αδρές γραμμές και με αφαιρετική λακωνικότητα, ο συγγραφέας δίνει την κόλαση της επιστημονικά οργανωμένης απανθρωπιάς της εποχής μας. Ακολούθησε το μυθιστόρημα Το πλήθος. Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας, 2000 και Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1997.

Ανδρέας Φραγκιάς [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]  

 



 

Αντρέας Φραγκιάς

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Αντρέας Φραγκιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1921 και πέθανε το 2002. Μετά την αποφοίτησή του από το Βαρβάκειο Λύκειο σπούδασε οικονομικές και εμπορικές επιστήμες στην ΑΣΟΕΕ, διέκοψε όμως τις σπουδές του πριν από το πτυχίο. Στη διάρκεια της Κατοχής έλαβε μέρος στην Αντίσταση. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου εκτοπίστηκε στην Ικαρία (Μάρτιος-Οκτώβριος 1947) και στο διάστημα 1950-52 στάλθηκε στη Μακρόνησο, όπου υπηρέτησε ως κρατούμενος τη στρατιωτική θητεία του. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα (1945) και αργότερα, μετά την επάνοδό του στην Αθήνα, εργάστηκε για πολλά χρόνια ως δημοσιογράφος, σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Προς το τέλος της δημοσιογραφικής του καριέρας συνεργάστηκε με την εφημερίδα Καθημερινή και με το περιοδικό Αντί (υπογράφοντας με ψευδώνυμο). Υπήρξε μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.

Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1955 με το μυθιστόρημα Άνθρωποι και σπίτια. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα: Η Καγκελόπορτα (1962), Λοιμός (1972), Το πλήθος (2 τόμοι, 1985 - 86). Για το τελευταίο αυτό έργο τού απονεμήθηκε, το 1987, το Α' Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.

Παρά το γεγονός ότι ο Φραγκιάς είναι ολιγογράφος, ωστόσο θεωρείται από τους σημαντικότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. «Έδωσε μια νέα διάσταση στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα στην προσπάθειά του να ανιχνεύσει τις ψυχολογικές εμπλοκές που δημιουργούν στον άνθρωπο οι κοινωνικές καταστάσεις», όπως επισημαίνει ο Γ. Παγανός.

Τα μυθιστορήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά, ουγγρικά, ρουμανικά, ρωσικά).

 

2. Η κριτική για το έργο του

 

«Στη μεταπολεμική ελληνική πεζογραφία μπορούμε σε γενικές γραμμές να ισχυριστούμε ότι ισχύει ένας διαχωρισμός των πεζογράφων ανάλογα με το δημόσιο ή τον ιδιωτικό προσανατολισμό τους. [...] Οι πολιτικοί πεζογράφοι ή οι πεζογράφοι του εμφυλίου μπορεί να μην προβάλλουν μια ολική ιστορία αλλά απεγνωσμένα αναζητούν κάποιο νόημα μέσα στη δίνη των γεγονότων δίνοντας την προσωπική τους εκδοχή. Επιχειρούν να δημιουργήσουν μια λογική τάξη μέσα από το παράλογο του εμφύλιου πολέμου. [...] Είναι πεζογράφοι που διψούν για αλήθεια, για να αποτυπώσουν τον δικό τους λόγο πάνω στα γεγονότα και γι' αυτό κινούνται με τις σταθερές μιας μετα-α-φήγησης: ρεαλισμός, νόημα, πλοκή. [... ] Αναζητούν την αμεσότητα του ρεαλισμού, την αλήθεια της ιστορίας και την αφηγηματική ολοκλήρωση της πλοκής για να καταλήξουν στη διάψευσή τους και την επίγνωση της αλυσιτέλειας του εγχειρήματός τους. Οι πεζογράφοι και τα κείμενα που έχω κατά νου είναι: Ο Λοιμός (1972) του Φραγκιά, Το κιβώτιο (1974) του Αλεξάνδρου και Το διπλό βιβλίο (1976) του Χατζή. Τρεις πεζογράφοι της αριστεράς που δίνουν την εντύπωση πως ξεκινούν να μας δώσουν τη μετα-αφήγηση του στρατόπεδου συγκέντρωσης, του εμφύλιου πολέμου και του μεταπολεμικού ρωμέικου αντίστοιχα και που τελικά καταρρίπτουν την ίδια την ιδέα της μείζονος αφήγησης και των συνδρόμων της. Και τα τρία κείμενα υποδηλώνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την κρίση της αφήγησης, που, κατά τον Lyotard, ισοδυναμεί με δυσπιστία προς τις μετα-αφηγήσεις, θεματοποιώντας παράλληλα την αδιαφορία ή την αδυναμία για σύνθεση μείζονων αφηγήσεων μέσα από την πρόσφατη ελληνική ιστορία. Και οι τρεις αφηγήσεις είναι σαν να παραδέχονται την εξάντληση της ιστορίας ως πηγής νοήματος, αλήθειας, δικαίωσης ή ηθικής συμπαράστασης και τούτο, νομίζω, συνιστά αφεαυτού την ελληνική μεταμοντέρνα συνθήκη στο χώρο της πεζογραφίας».

 

(Δ. Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης,

Οδυσσέας, Αθήνα, 1993, σελ. 253-254)

 

«Τα μυθιστορήματά του φανερώνουν μια έντονη προτίμηση στη συγγραφή ευρύτερων συνθέσεων, που ανταποκρίνονται στην πρόθεσή του να κινεί πάντοτε ένα πλήθος προσώπων. Οι ήρωές του δεν είναι αυθύπαρκτες και αυτόνομες οντότητες, που ζουν και πορεύονται ερήμην της εποχής τους. Η ατομική τους περιπέτεια εντάσσεται στους μηχανισμούς της απρόσωπης ιστορίας κι ενός αλλοτριωτικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος. [... ] Τα μυθιστορηματικά πρόσωπα του Αντρέα Φραγκιά αποτελούν, κατά κανόνα, μέρος μιας ολόκληρης τοιχογραφίας όπου κυριαρχεί το σύνολο. Όσο κι αν ξεχωρίζει το ένα από το άλλο ως προς τα ατομικά του χαρακτηριστικά και την ιδιαίτερη θέση του μέσα στο μυθιστόρημα, δεν γίνεται σχεδόν ποτέ ο μοναδικός και αδιαμφισβήτητος ήρωας, δεν βρίσκεται σχεδόν ποτέ στο αποκλειστικό επίκεντρο της ιστορίας. Εκείνο που ενδιαφέρει τον συγγραφέα είναι να εντάξει τα πρόσωπά του μέσα στο γενικό περίγραμμα της μυθιστορηματικής του τοιχογραφίας, που έχει σχέση με την εποχή, προβάλλοντας άλλοτε τους παραγωγικούς μηχανισμούς της κοινωνίας (Άνθρωποι και σπίτια, Η Καγκελόπορτα) κι άλλοτε τους καταπιεστικούς (Λοιμός) ή αλλοτριωτικούς μηχανισμούς του συστήματος (Το πλήθος)».

 

(Τάκης Καρβέλης, «Αντρέας Φραγκιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία τ. Η',

Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ. 10)

 

«Χαρακτηριστικό της γραφής του Αντρέα Φραγκιά είναι η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, στοιχείο που αποτελεί κοινό γνώρισμα του συνόλου των μυθιστορημάτων του. Ο Τάκης Καρβέλης παρατηρεί ότι το έργο του συγγραφέα πέρασε από τρεις φάσεις. Στην πρώτη κατατάσσει τα δύο πρώτα μυθιστορήματα, στα οποία η απεικόνιση της πραγματικότητας ανταποκρίνεται στις βασικές αρχές του ρεαλισμού, στη δεύτερη κατατάσσει τον Λοιμό στον οποίο δεν κατονομάζονται ο τόπος και τα πρόσωπα και ο αφηγηματικός χρόνος παραμένει αδιαίρετος, και στην τρίτη φάση τοποθετεί το τελευταίο μυθιστόρημα, στο οποίο η απεικόνιση ταλαντεύεται ανάμεσα στο πραγματικό και το αλληγορικό. Κάτι ανάλογο παρατηρείται, σύμφωνα με τον ίδιο πάντα μελετητή, και στο θεματικό πυρήνα των έργων, όπου η Κατοχή αποτελεί ορόσημο της μεταπολεμικής αλλά και της προσωπικής ιστορίας των μυθιστορηματικών προσώπων, χωρίς ωστόσο ο ρόλος της να είναι πάντα ο ίδιος».

 

(Τ. Καρβέλης, ό.π., σελ. 10-11)

 

«Κατά τον συγγραφέα Βαγγέλη Ραπτόπουλο το έργο του Φραγκιά χωρίζεται σε δύο μέρη: Τα δύο πρώτα μυθιστορήματα ήταν ρεαλιστικά, στον Λοιμό ο συγγραφέας καταφεύγει σ' ένα αλληγορικό παράλογο προκειμένου να δώσει την απανθρωπιά που χαρακτηρίζει το κολαστήριο της Μακρονήσου, «το οποίο με το να μην κατονομάζεται παίρνει τις διαστάσεις ορισμού των στρατοπέδων συγκέντρωσης». Η στροφή προς την αλληγορία και τον παραλογισμό ολοκληρώνεται στο τελευταίο μυθιστόρημα, Το πλήθος, «το μεγαλόπνοο αυτό πανόραμα της ζωής στις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, ένα πανόραμα βυθισμένο στον παραλογισμό, [...] όπου το "παράλογο γίνεται η λογική συνέπεια ενός ψυχρού ορθολογισμού χωρίς ηθική στάση" (Χουρμουζιάδης, Αντί, τ. 387, 22.5.1987)».

 

(Β. Ραπτόπουλος, Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας,

Πατάκης, Αθήνα, 2005, σελ. 261-263)

 

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ θεωρεί ότι ο Αντρέας Φραγκιάς «ανήκει στους σημαντικότερους πεζογράφους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το κυρίαρχο θέμα του είναι η απογοητευτική αδυσώπητη πραγματικότητα που διαδέχτηκε τους μεγάλους αγώνες της δεκαετίας του 1940 και, προπαντός στα δύο πρώτα βιβλία του, η προσπάθεια των χτεσινών επαναστατών να επιβιώσουν σ' αυτή τη νέα κατάσταση. Η τεχνοτροπία του είναι κατά βάση ρεαλιστική, με ιδιαίτερο γνώρισμα την επιμονή στις υλικές λεπτομέρειες του χώρου, μέσα στον οποίο κινούνται οι χαρακτήρες του. Στην πρώτη φάση του έργου του, αυτή η έμφαση προδίνει μια αγάπη, χωρίς διάθεση εξωραϊσμού, για τον ταπεινό μικρόκοσμο της αθηναϊκής φτωχογειτονιάς στη δεκαετία του '50 (χώρο και εποχή όπου διαδραματίζονται τα δύο πρώτα μυθιστορήματά του) και φαίνεται έτσι να παραπέμπει στον νεορεαλισμό. Ιδιαίτερα έντονη είναι η κυριαρχία του περίγυρου στο πρώτο βιβλίο του Άνθρωποι και σπίτια, γύρω από την καθημερινή ζωή ενός άνεργου εργάτη, που όταν επιτέλους θα βρει δουλειά, θ' αντιμετωπίσει το δίλημμα να γίνει απεργοσπάστης ή να τη χάσει. Οι περιγραφές εδώ έχουν μια ιμπρεσιονιστική χροιά και αποτυπώνουν την αίσθηση των ανθρώπων της εποχής για το περιβάλλον τους, ένα τοπίο που σήμερα είναι αγνώριστο πια».

 

(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς,

Πατάκης, Αθήνα, 1995, σελ. 258-259)

 

«Στην Κατοχή θα πρέπει ν' αναζητήσουμε και τον αρχικό πυρήνα του πολυσέλιδου πεζογραφήματος του κ. Αντρέα Φραγκιά Άνθρωποι και σπίτια. Όχι μονάχα γιατί ένα πλήθος σελίδες του αναφέρονται έστω και σαν ανάμνηση σ' αυτήν, όσο γιατί ο κόσμος που περιγράφει τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και οι άνθρωποι που κινούνται στο πεζογράφημα θα παρέμεναν αξεδιάλυτοι γρίφοι, χωρίς τη γνώση των όσων διαδραματίσθηκαν κατά τη διάρκειά της. Στην πραγματικότητα άλλωστε ο συγγραφέας δε βλέπει να υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δυο περιόδους. Τα ερείπια παραμένουν ερείπια και καμιά δύναμη δεν είναι σε θέση να τ' ανοικοδομήσει. Οι άνθρωποι ζούνε το ίδιο δράμα, με λιγότερο εντυπωσιακές, ίσως, εξωτερικές εκδηλώσεις, οξύτερο όμως γιατί τώρα ο καθένας το υφίσταται μόνος του. Κι ακόμη γιατί έχει απολείψει η ελπίδα της αλλαγής, που τροφοδοτούσε την αντίδραση. Η ατμόσφαιρα παραμένει το ίδιο βαριά, περισσότερο ίσως αποπνικτική».

 

(Βάσος Βαρίκας, εφ. το Βήμα, 8.4.1956,

και στην ανθολόγηση από τον Τ. Καρβέλη στο Η μεταπολεμική πεζογραφία,

Σοκόλης τ. Η', σελ. 31)

 

«Η αφήγηση [στο Άνθρωποι και σπίτια] εκτυλίσσεται σε παράλληλα επίπεδα, που εναλλάσσονται σαν κινηματογραφικά ταμπλό. Τόσο συχνά πολλές φορές, που μολονότι είναι γενικά ευχάριστο το σπάσιμο της μονότονης συνέχειας, ωστόσο μπερδεύεται κάπως ο αναγνώστης [...]. Πολυπρόσωπο ύστερα καθώς είναι, αφήνει τους ήρωές του να κυκλοφορούν πιότερο σαν ανθρώπινες σκιές, παρά σαν ολοκληρωμένοι ανθρώπινοι χαρακτήρες. Πρέπει όμως ευθύς αμέσως να σημειωθεί ότι σ' όσες πλευρές τις φωτίζει, αποκαλύπτει πολύ ψυχολογημένα βαθύτερες πτυχές της καρδιάς τους με απλές αλλά ευρηματικές σκηνές [...]. Σιγανόφωνο, χωρίς κηρυγματικές φωνασκίες, σε τόνο ήρεμο, που υποβάλλει και δημιουργεί μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Υπάρχει πολύς ανθρώπινος πόνος σ' αυτό το μυθιστόρημα. Μια βουβή αλλά φρικτή στο βάθος τραγωδία ανθρώπων. Χαμένων της δουλειάς κορμιών. Αλλά όχι χαμένων ψυχών. Γιατί οι ψυχές τους διατηρούν αλώβητη όλη εκείνη την ευγένεια των αισθημάτων, που φθάνει κάποτε ως την ορθή αλλά σπάνια και γι' αυτό δύσκολα πειστική υπερβολή της εργατικής αυτοθυσίας, και που πάντα προκαλεί μια βαθύτερη συγκίνηση».

 

(Μπάμπης Κλάρας, εφ. Βραδυνή, 1.2.1956, και στην ανθολόγηση από Τ. Καρβέλη, ό.π.. σελ. 30)

 

«Στο βιβλίο αυτό [Άνθρωποι και σπίτια] ο συγγραφέας έδειξε ορισμένα υφολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία συντηρήθηκαν σε όλο το υπόλοιπο έργο του, μολονότι το έργο αυτό πέρασε από δύο αποφασιστικές καμπές ως προς την τεχνική της αφήγησης: πρόκειται κυρίως για την υποβλητική δύναμη που πηγάζει από πολλές περιγραφές του και έπειτα, για την προτίμησή του στις λεπτολόγες αναλύσεις του εσωτερικού ή του εξωτερικού χώρου. Έτσι το πρώτο μυθιστόρημα του Φραγκιά [...] παρουσιάζει αρκετά καθαρά τη γραμμή καταγωγής του έργου του, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδό του, που εντοπίζεται τόσο στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, όσο κυρίως και στον Δημοσθένη Βουτυρά. Μ' αυτή την έννοια οι λυρικές περιγραφές στο Άνθρωποι και σπίτια, και έπειτα στην Καγκελόπορτα, έχουν σκοπό να υποβάλουν τον αναγνώστη στη δοκιμασία μιας καίριας αντιπαράθεσης [...]. Αντιπαρατίθενται, αφενός, ένας κόσμος περιθωριοποιημένος, τραυματικός και διαψευσμένος, ο κόσμος της αθηναϊκής γειτονιάς, [...] και, αφετέρου, η δύναμη της ιστορίας που έχει ήδη διαμορφώσει συνειδήσεις, χαρακτήρες και καταστάσεις ζωής».

 

(Αλεξ. Ζήρας, «Φραγκιάς Αντρέας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 9β, Εκδοτική Αθηνών)

 

«Σπουδή οργανωμένης απανθρωπίας θα ήταν μάλλον ο προσιδιάζων υπότιτλος στο βαρυσήμαντο αυτό βιβλίο [Λοιμός] του Αντρέα Φραγκιά, που ύστερα από δύο πολυσέλιδα ρεαλιστικά μυθιστορήματα της ελληνικής καθημερινότητας [...] πραγματοποιεί εδώ μια εντυπωσιακή αλλαγή πορείας. Ο συγγραφέας [... ] «ξεναγεί» τον αναγνώστη σ' ένα ανώνυμο «κρανίου τόπο», που πέρα από τις όποιες σχέσεις του με συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα, αναγνωρίζεται ως τυπικός «κρανίου τόπος» από τον κάθε άνθρωπο του καιρού μας, όπου γης. Εγκαταλείπει ακόμα και συγκεκριμένους συγγραφικούς τρόπους —την πληθωρική συσσώρευση μικρολεπτομερειών, το αργόσυρτο ξετύλιγμα μιας πλοκής, τον αναλυτικό φωτισμό ψυχολογικών μεταπτώσεων, τη διαγραφή προσώπων— για να συγκεντρωθεί με θαυμαστή λακωνικότητα και δύναμη αφαίρεσης στον στόχο του: τη σπουδή μιας θεμελιακής κατάστασης των καιρών μας, της οργανωμένης απανθρωπιάς του στρατοπέδου συγκεντρώσεως, που τόσο συχνά απαντάται κάτω από τις κατάφωτες προθήκες της αλόγιστης κατανάλωσης. Το αποτέλεσμα είναι —χωρίς περιφράσεις— αριστουργηματικό. [... ] Στο συγκλονιστικό αυτό βιβλίο δεν αναπτύσσεται υπόθεση. Ό,τι συμβαίνει, έχει συμβεί και προηγουμένως, και θα ξανασυμβεί. Ουσιαστικά υπάρχει μόνο μια στατική κατάσταση: η κόλαση, που οι διάφορες πτυχές της αποκαλύπτονται από σελίδα σε σελίδα. Και οι ψηφίδες, τα απέριττα ειπωμένα και για τούτο τρομαχτικότερα περιστατικά που συνθέτους αυτές τις πτυχές, υποτυπωδώς συνέχονται μεταξύ τους για να διαγράψουν μια σειρά από στοιχειώδεις «εξελίξεις». Δεν υπάρχει άλλωστε χρόνος. Είναι άγνωστο αν το μαρτύριο των κολασμένων διαρκεί μερικούς μήνες, μερικά χρόνια ή ολόκληρη μια ζωή. Ο χρόνος εδώ είναι μια άτμητη ατέλειωτη μέρα καταναγκαστικού μόχθου και απύθμενου εξευτελισμού, μια άτμητη ατέλειωτη νύχτα συστηματικού τρόμου ή αναμονής του τρόμου που είναι εξίσου καταλυτική όσο και ο ίδιος ο τρόμος. Και όλα τούτα σ' έναν τόπο άγονο, φαλακρό, άνυδρο, καψαλισμένο από την άρμη και τους τρελούς ανέμους, φίλιο μόνο για τ' αναρίθμητα τρωκτικά που καταβροχθίζουν απτόητα σάρκες ανθρώπινες».

 

(Αλέξ. Κοτζιάς, εφ. Το Βήμα, 31.3.1972,

και στο Αλ. Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι,

Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 176-177)

 

«Το βιβλίο [Λοιμός] όντως μας παρουσιάζει μια κόλαση άχρονα, ανεξέλικτα και μάλλον ουδέτερα. Δεν υπάρχει μνήμη ούτε διαφορά. [... ] Τα πάντα μας παρουσιάζονται απροσδιόριστα, ασαφή και ανώνυμα. Το κείμενο δεν διαγράφει κάτι απτό, συγκεκριμένο ή αντιμετωπίσιμο αλλά υποβάλλει τη διάθεση ότι κάτι ύπουλο και διάχυτο σέρνεται παντού σαν μια λοιμώδης μεταδοτική αρρώστια (όπως δηλώνει άλλωστε και ο τίτλος) από την οποία δεν ξέρει κανείς από πού και πώς να προφυλαχτεί. Μόνο το άγριο τοπίο και ο καιρός τείνουν να περιγράφονται ρεαλιστικά, όπως και το σκότωμα των μυγών και των ποντικών (σελ. 98, 124, 126). Περιγραφές όμως που μένουν ημιτελείς ως προς την πρόθεση και την εκτέλεσή τους. Το περίεργο είναι ότι ο Λοιμός από τις πρώτες του σελίδες καλλιεργεί την αναμονή και την ψευδαίσθηση μιας ρεαλιστικής αφήγησης την οποία το όλο κείμενο συστηματικά υποσκάπτει διαψεύδοντας την προσδοκία του αναγνώστη ότι πρόκειται να διαβάσει μια ρεαλιστική καταγραφή της ζωής σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, την επώνυμη καταγγελία προσώπων και καταστάσεων, το χρονικό ξεδίπλωμα και την κορύφωση του δράματος των εγκαθείρκτων. Αντίθετα όλα είναι στατικά και σιωπηλά. Το μυθιστόρημα του Φραγκιά βασίζεται στο ρεαλισμό και ταυτόχρονα εξωθείται στην ανατροπή του. Ο ρεαλισμός ξεπερνάει τα όριά του περνώντας στη σφαίρα του παραλογισμού. [... ] Ο Λοιμός είναι μια αποκεντρωμένη αφήγηση, αφού το αντικείμενο αναπαράστασης είναι αρκετά ασαφές και ο αφηγητής ουδέτερος. Λείπουν εδώ οι οργανωτικές αρχές κάθε μετα-αφήγησης: κέντρο, καταγωγή, νόημα και η ίδια η αφήγηση οδηγείται στην αυτοαναίρεσή της με την απουσία της χρονικής ροής, του ξετυλίγματος της πλοκής και του ενδιαφέροντος του αναγνώστη. [... ] Από τη μια μας δίνεται ένας πανίσχυρος και αδυσώπητος εξουσιαστικός μηχανισμός με την αυστηρή του ιεραρχία και τα μελετημένα του σχέδια για την εξόντωση των εγκαθείρκτων και, από την άλλη, ο ίδιος μηχανισμός οδηγείται σ' αδιέξοδο από κάποια απρόβλεπτα συμβάντα. [... ] Και η αφήγηση κατά κάποιο τρόπο προσπαθεί ν' αποδώσει την υφή αυτού του μηχανισμού με τον παραλογισμό του και τις αντιφάσεις του και ως εκ τούτου οδηγείται στην αναίρεσή της».

 

(Δ. Τζιόβας, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης,

Οδυσσέας, Αθήνα, 1993, σελ. 254-257)

 

Όπως επισημαίνει ο Τ. Καρβέλης, ο Λοιμός «δεν ανήκει βέβαια στην κατηγορία των συνηθισμένων μυθιστορημάτων. Δεν διαγράφει χαρακτήρες, δεν καταφεύγει στη σταδιακή ανέλιξη του μύθου, ούτε στοχεύει στη συνεχή διέγερση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη κατά το συνηθισμένο τρόπο των μυθιστοριογράφων. Είναι περισσότερο μυθιστόρημα καταστάσεων συνειδησιακών, υπαρξιακών και επισημαίνει τον κίνδυνο: ολόγυρά μας έχουν στηθεί μηχανισμοί, που φτάνουν ως τον παραλογισμό και θεωρούν την ανθρώπινη ύπαρξη όχι ως σκοπό αλλά ως μέσο για την πραγματοποίηση των στόχων τους. Η επιτυχία τους συνεπάγεται και τη συντριβή (είναι η λέξη που χρησιμοποιείται στο μυθιστόρημα) της ανθρώπινης συνείδησης και αξιοπρέπειας όχι μόνον των βασανιζόμενων αλλά και των βασανιστών, που η αλλοτρίωσή τους είναι βαθύτερη, γιατί συνεπάγεται και την εξαφάνιση της προσωπικότητάς τους και τη απόλυτη υποταγή τους στο σύστημα που υπηρετούν».

 

(Τ. Καρβέλης, «Αντρέας Φραγκιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία ό.π., τ. Η', σελ. 18-19)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

α. Άνθρωποι και σπίτια

• Να σκιαγραφηθούν οι δύο ήρωες και να καταγραφούν οι πληροφορίες που δίνονται για τα πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντός τους.

• Ν' ανιχνευθεί η ψυχική κατάσταση των δύο ηρώων, του Αργύρη και της Γεωργίας, να περιγραφούν οι μεταπτώσεις της ψυχικής διάθεσής τους και να εντοπιστούν οι αιτίες που τις προκαλούν.

• Να επισημανθεί ο ρόλος του σκοταδιού (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στο απόσπασμα με συγκεκριμένες κειμενικές αναφορές.

• Να επισημανθεί ο χώρος, τόσο ο στενός όσο και ο ευρύτερος, όπου κινούνται τα πρόσωπα και τοποθετείται η δράση, και να περιγραφεί. Να γίνει αναφορά σε χαρακτηριστικά δομικά στοιχεία αυτού του χώρου και να αιτιολογηθεί ο τίτλος του μυθιστορήματος.

• Να εντοπιστεί ο ιστορικός χρόνος του μυθιστορήματος και ν' ανιχνευθούν οι τρόποι και οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ώστε αυτός ν' απλώνεται αρκετά πίσω στο παρελθόν.

• Να επισημανθούν τα ρεαλιστικά στοιχεία της γραφής του συγγραφέα με τα οποία αποδίδει την πραγματικότητα της αθηναϊκής γειτονιάς μετά τον πόλεμο, την Κατοχή και την Απελευθέρωση. Να τονιστεί η κατάσταση της φτώχειας και της εξαθλίωσης μέσα στην οποία ζουν οι άνθρωποι, αποτέλεσμα της μεγάλης ανεργίας που μαστίζει τον τόπο.

• Να εντοπιστούν οι αφηγηματικές τεχνικές και η εναλλαγή των γραμματικών προσώπων κατά την αφήγηση (του τρίτου με το δεύτερο και το πρώτο) και να εξεταστεί τι πετυχαίνει μ' αυτό ο συγγραφέας.

• Να σχολιαστεί η φράση με την οποία κλείνει το απόσπασμα «Στο δρόμο πέρασε ο γαλατάς με τη συρτή φωνή του. Δεν είναι ακόμα αργά. Δίχως φως χάσαμε το μέτρημα του χρόνου», που εκτός από την κυριολεκτική περικλείει και μεταφορική και συμβολική σημασία. (Οι δύο αφηγηματικοί ήρωες έχασαν την αίσθηση του χρόνου μέσα στο σκοτάδι του δωματίου αλλά και της ζωής τους, στο σκοτάδι της ανέχειας και της ανεργίας, αλλά δεν είναι αργά, υπάρχει χρόνος για ένα νέο ξεκίνημα, για καινούρια ζωή, για μια νέα ζωή, που αισθητοποιείται με το «ία' χαμε κι εμείς ένα παιδί, Αργύρη»).

 

β. Λοιμός

• Ν' αναδειχθεί το κλίμα του παραλογισμού, που συμπυκνώνεται στο κυνήγι της μύγας, το ανώνυμο του τόπου-κόλασης και τα τυπικά στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα του χώρου καθιστώντας τον αναγνωρίσιμο ως «κρανίου τόπο».

• Να σχολιαστεί το γεγονός ότι, παρόλο που δεν προσδιορίζονται ο τόπος και ο χρόνος, ωστόσο τα εξωτερικά γνωρίσματα του τοπίου παραπέμπουν σε τόπο εξορίας, σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης σε ελληνικό ξερονήσι, όπως είναι η Μακρόνησος, ενώ τα εσωτερικά γνωρίσματα (εγκλεισμός σε κάποιο κολαστήριο, ομιλίες, βασανιστήρια, άσκοπα έργα κατασκευής κ.ά.) ανακαλούν εμπειρίες και καταστάσεις της μεταπολεμικής ελληνικής ιστορίας.

• Να επισημανθεί η στατικότητα της κατάστασης (δεν αναπτύσσεται κάποια πλοκή ούτε υπάρχει χρονική ροή) και οι διάφορες εφιαλτικές πτυχές της.

• Να τονιστεί η ανωνυμία των βασανιστών αλλά και των εγκαθείρκτων -των δύο ομάδων που «διαλέγονται» στο κολαστήριο- και η αναφορά τους από τον αφηγητή με βάση το κύριο καθήκον τους ή κάποιο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα αντίστοιχα (π.χ. «άσπρες μπλούζες», «βοηθός», κ.ά. για τα όργανα της εξουσίας, και «ο περιδεής», «το ζαρωμένο ανθρωπάκι» κ.ά. για τους εγκλείστους).

• Να συζητηθεί ο τίτλος, που παραπέμπει σε μια μεταδοτική αρρώστια, και να συνδεθεί με τη διάθεση που υποβάλλει το κείμενο, ότι κάτι ύπουλο και διάχυτο σέρνεται παντού, που απειλεί τον άνθρωπο, την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια, τις ανθρώπινες αξίες, από το οποίο κανείς δεν ξέρει πώς να προφυλαχτεί ή πώς να ξεφύγει.

• Να συγκριθεί ο σχεδόν παραληρηματικός λόγος των εκπροσώπων του κατασταλτικού μηχανισμού με το λόγο των απριλιανών δικτατόρων (άμεση σύνδεση με την εποχή συγγραφής του μυθιστορήματος) και γενικότερα με το λόγο των ποικιλώνυμων εκπροσώπων των ολοκληρωτικών φασιστικών καθεστώτων, που αναλαμβάνουν την ηθική κάθαρση εν ονόματι του κοινωνικού συνόλου.

• Να συζητηθεί η οπτική γωνία της αφήγησης (που είναι η οπτική γωνία των κρατουμένων) και η δραματικότητα και παραστατικότητα που πετυχαίνεται με την εναλλαγή του τρίτου προσώπου με το δεύτερο.

• Να προσεχθεί με ποιο τρόπο η ευθύγραμμη εξέλιξη της αφήγησης, σύμφωνα με τη χρονική σειρά των συμβάντων, αυτοαναιρείται και κατακερματίζεται σε μια σειρά μικροαφηγήσεων. Επίσης, το πώς διανθίζεται με διάλογο και εσωτερικό μονόλογο.

 

Παράλληλα κείμενα

Μπορούν να δοθούν ως παράλληλα κείμενα είτε:

α) Ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μ. Λουντέμη, Οδός Αβύσσου, αριθμός 0, και να σχολιαστεί το πώς διαγράφονται στα δύο αποσπάσματα ο ρόλος και η εικόνα των βασανιστών.

«Η φρίκη της Μακρόνησος δε χωράει σε βιβλία. Διαβάζεται μόνο μες στα μάτια των τρελών της. Μόνο τ' αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν στην αρχή, ν' αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ' τις φωνές. [... ] Στην αρχή, γιατί αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουαν πια τίποτα. Κι έτσι απόμειναν μόνο οι σκύλοι -με το προφητικό τους ένστικτο - να σκορπούν απ' τους καρβουνοσωρούς τις οιμωγές τους, σα μαύρους χρησμούς που έβγαιναν απ' τα σπλάχνα του προαιώνιου ζώου.

Απ' το Λαύριο οι δήμιοι φαίνουνταν μικροί. [... ] Κι ήταν για να σαστίζεις πώς τόσο μικροί δήμιοι κάνανε τόσο μεγάλα εγκλήματα. Μα το έγκλημα ποτέ δεν μετριέται με τον πήχυ. Γιατί ποτέ το έγκλημα δεν έχει το ανάστημα του κακούργου. Πάντα είναι μεγαλύτερό του. Γιατί ένας πραγματικός κακούργος ποτέ δεν κάνει μόνο ένα έγκλημα. Πόσο μάλλον στη Μακρόνησο, όπου είχε καταργηθεί η τιμωρία. Γιατί κι αυτό έγινε στη Μακρόνησο. Χωρίσανε το έγκλημα απ' τον κολασμό και αντιστρέψανε τους όρους. Ρίξανε τον κολασμό στα θύματα και τον έπαινο στους κακούργους. Έτσι τους βοήθησαν να κάνουν το έγκλημα ψυχαγωγία και πρωινή γυμναστική. Όταν όμως ένας άνθρωπος συνηθίσει να διασκεδάζει με το αίμα που τρέχει, με τίποτα πια στο εξής δεν μπορεί να διασκεδάσει».

 

β) Το ποίημα ΒΕΤΟ, ΑΕΤΟ, ΓΕΤΟ, ΣΦΑ από «Τα προσχέδια για τη Μακρόνησο» του Τίτου Πατρίκιου (Ποιήματα, I - 1943-1953, Κέδρος, 1998, σελ. 194) και να παραλληλιστούν οι εικόνες του τόπου και των ανθρώπων, εγκλείστων και βασανιστών, στα δύο κείμενα: ΙΙ

 

ΒΕΤΟ, ΑΕΤΟ, ΓΕΤΟ, ΣΦΑ, το Γάμμα Κέντρο

απ' την κορφή ως τα νύχια πέτρα

τ' αντίσκηνα σα σβόλοι λάσπη

ένα κομμάτι λάσπη οι άνθρωποι

τρεμόσβηνε η ψυχή γινόταν χώμα

φασματικές λάμπες κόβανε τα πρόσωπα

φωτίζοντας μάτια τρελών

στόματα που ξεχύναν έντομα

κι ο άνεμος με τις χοντρές αρβύλες του βασανιστή

μαστίγωνε το άγριο βουνό με τη ζωστήρα του.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΖΗΡΑΣ Αλ, «Φραγκιάς Αντρέας», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 9β, Εκδοτική Αθηνών.

ΚΑΡΒΕΛΗΣ Τ., «Αντρέας Φραγκιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία - Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του.'67, Σοκόλης, Αθήνα, 1992, τ. Η', σελ. 8-85.

ΚΟΤΖΙΑΣ Αλέξ., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος, Αθήνα, 1982.

ΠΑΓΑΝΟΣ Γ., Η νεοελληνική πεζογραφία, Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 2002.

ΠΟΛΙΤΗΣ Λ., Ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1980.

ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ Β., Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πατάκης, Αθήνα, 2005.

ΤΖΙΟΒΑΣ Δ., Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Οδυσσέας, Αθήνα, 1993.

 

pano

 


 

Ανδρέας Φραγκιάς (1923-2002)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΠΟ.Θ.Ε.Γ.

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση της συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano