Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Γιώργος Ιωάννου, † 13-12-43

275 276 277 Ε B

275 276 277

275

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Γιώργος Ιωάννου, † 13-12-43

 

Κατα την Περιοδο της Γερμανικης κατοχής εκτελέστηκαν πολλοί Έλληνες που πρόβαλλαν αντίσταση στον κατακτητή, αλλά και αθώοι πολίτες και παιδιά. Τέτοιες ομαδικές εκτελέσεις έγιναν π.χ. στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στον Χορτιάτη και σε πολλά άλλα μέρη. Το διήγημα ανήκει στη συλλογή Για ένα φιλότιμο (1964).

Η επιβολή της γερμανικής εξουσίας [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]

Σφαγή των Καλαβρύτων [πηγή: Βικιπαίδεια]

Διαδικτυακός τόπος του Δημοτικού Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος

 


 

† 13-12-433

Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα 'ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής· η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών· μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.

Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ' ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ' αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ' αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι' αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.

276Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ' το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε· ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά. Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος, όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν' ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο έτσι παρακαλούσα, όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ' αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα 'νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ' τους άλλους. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως η κάποια διαφορά είναι που με καίει.

Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να 'γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;

Κι έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του ξέρω και όχι το σκοπό:

 

        Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες,
        που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια,
        φτιάχτε και μένα 'να καλό, καλύτερο από τ' άλλα...

 

Όμως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ' το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαίνονταν απ' τους μορφωμένους και δεν μπορώ να πω πως η στάση τους δεν ήταν σεμνή. Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο 277δάφνινο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων. Ήταν τόσο ψυχρή η περιγραφή, ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ' την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του. Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το κρανίο με τη χαριστική βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ' τα όρια της αντοχής τους, γιατί αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τούς γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες...

Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους· σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.

Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους.

Μου 'ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δυο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να 'φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια.

Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα· δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα.

Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα 'χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι' αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο, και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ' αφήνεις ούτε καλημέρα να 'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.

 

Νικ. Βρεττάκος, «Επιμνημόσυνη γονυκλισία»

Γ. Ρίτσος, «Επίγραμμα για το Δίστομο»  

 

 

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Το πεζογράφημα αποτελείται από δυο ενότητες. Ποια περιστατικά από την κάθε ενότητα καθορίζουν τη στάση του συγγραφέα; Ποια είναι αυτή; Να βρείτε τις λέξεις και τις φράσεις που την αποδίδουν.
  2. Στο πεζογράφημα δίνονται έμμεσα αρκετές πληροφορίες για την περίοδο της κατοχής αλλά και τα αμέσως μετακατοχικά χρόνια. Να τις επισημάνετε και να ανασυνθέσετε την κατάσταση που απεικονίζουν.
  3. Να επισημάνετε υπαινιγμούς που αναφέρονται στη στάση των ανθρώπων κατά την κατοχή και κατά τη σύγχρονη (με το χρόνο συγγραφής του διηγήματος) περίοδο και να εξετάσετε το ρόλο που παίζουν μέσα σε όλο το διήγημα.

 

 


Γιώργος Ιωάννου

Γιώργος Ιωάννου (1927-1985)

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση. Έγραψε κυρίως πεζογραφήματα αλλά και ποιήματα και άλλα έργα. Ποίηση: Ηλιοτρόπια (1954), Τα χίλια δέντρα (1963). Πεζογραφήματα: Για ένα φιλότιμο (1964), Η σαρκοφάγος (1971), Η μόνη κληρονομιά (1974), Το δικό μας αίμα (1978), Ομόνοια (1980), Κοιτάσματα (1980), Επιτάφιος Θρήνος (1981), Πολλαπλά κατάγματα (1982). Άλλα έργα: Τα δημοτικά μας τραγούδια (1966), Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού (1966), Παραλογές (1970), Καραγκιόζης τόμοι 3 (1971-1972). Θέατρο: Το αυγό της κότας (1981). Μεταφράσεις: Ιφιγένεια η εν Ταύροις (1969), Παλατινή Ανθολογία «Στράτωνος Μούσα Παιδική» (1980) κ.ά.

Κύριο χαρακτηριστικό των πεζογραφημάτων του είναι η προσωπική εξομολόγηση, που ταυτίζεται όμως με τα βάσανα και τις λαχτάρες μιας ολόκληρης ομάδας ανθρώπων, και δίνεται με έναν έντονο και ευθύβολο ρεαλισμό.

Γιώργος Ιωάννου [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Παρασκήνιο. Γιώργος Ιωάννου (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]  

 



 

Γιώργος Ιωάννου

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη. Το 1955 άλλαξε επίσημα το επίθετό του, από Σορολόπης σε Ιωάννου. Το 1950 πήρε το πτυχίο Φιλολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.

Από το 1958 ως το 1965 συνεργαζόταν με το λογοτεχνικό περιοδικό Διαγώνιος και ήταν ο κυριότερος συνεργάτης του περιοδικού Ελεύθερη γενιά, που εξέδιδε το Υπουργείο Παιδείας από το 1976 ως το 1981.

Για το Δικό μας αίμα πήρε το 1980 το πρώτο Κρατικό βραβείο πεζογραφίας. Το 1982 κυκλοφόρησε ο δίσκος Κέντρο Διερχομένων με έντεκα τραγούδια σε στίχους δικούς του και μουσική Νίκου Μαμαγκάκη. Το πεζό του Η δασκάλα έγινε ταινία και το 1983 κυκλοφόρησε η κασέτα Γιώργος Ιωάννου - Διηγήματα, όπου ο ίδιος διαβάζει τα κείμενά του: Οι τσιρίδες, Τα κεφάλια, Παναγιά η Ρευματοκρατόρισσα, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας και Ομίχλη.

Το Φεβρουάριο του 1985 πέθανε μετά από μετεγχειρητικές επιπλοκές.

Έγραψε: Ηλιοτρόπια, Ποιήματα (1954), Τα Χίλια Δέντρα, Ποιήματα (1963), Για ένα φιλότιμο, Πεζογραφήματα (1964), Η Σαρκοφάγος, Πεζογραφήματα (1971), Η μόνη κληρονομιά, Διηγήματα (1974), Το δικό μας αίμα. Πεζογραφήματα (1978), Ομόνοια, Πεζογράφημα (1980), Επιτάφιος θρήνος, Διηγήματα (1980), Πολλαπλά κατάγματα, Πεζογράφημα (1981), Κοιτάσματα, Πεζά κείμενα (1981), Καταπακτή, Πεζογραφήματα (1982), Εφήβων και Μη, Πεζά κείμενα (1982), Η Μεγάλη Άρκτος, Θεατρικός μονόλογος, Περιοδικό Θέατρο (1981), Το αυγό της κότας, Θεατρικό (1981), Εύφλεκτη χώρα, Πεζά κείμενα (1982), Αλεξάνδρεια, (1916), Ημερολόγιο Φιλίππου Δραγούμη, (1984), Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Πεζογραφήματα (1984), Ο της φύσεως έρως, Δοκίμια (1985), Ο Πίκος και η Πίκα, Παραμύθι (1986), Φυλλάδιο, Περιοδικό πνευματικής ζωής, Τεύχη 8 (1978-1985), Τα δημοτικά μας τραγούδια, (1966). Επιμελήθηκε: Μαγικά παραμύθια του Ελληνικού λαού (1966), Παραλογές, (1970), Καραγκιόζης, Τόμοι 3 (1971-2), Τα παραμύθια του λαού μας, (1973).

Μετέφρασε: Τα Τραγούδια της Σιλεσίας του Τσέχου ποιητή Πετρ Μπεζρούτς (1959), Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις (1969), Στράτωνος Μούσα Παιδική (1980).

Ο Γιώργος Ιωάννου συγκαταλέγεται ανάμεσα στους αξιολογότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Αντλεί τα θέματά του κυρίως από βιώματα και το έργο του κινείται ανάμεσα σε εξομολογήσεις και εσωτερικούς μονολόγους, αγγίζοντας πάντα τις έννοιες έρωτας και θάνατος. Στα περισσότερα πεζογραφήματά του επικρατεί μια έντονη ποιητική διάθεση. Η λογοτεχνική, αλλά και η άλλη πεζογραφική, παραγωγή του χαρακτηρίζονται από μια άψογη γλώσσα και πρωτοτυπία ως προς το ύφος και ως προς το είδος, γιατί ο Γ.Ι. δημιούργησε ένα νέο είδος πεζού λόγου το "πεζογράφημα", όπως το ονομάζει. Πρόκειται για σύντομες πρόζες με ανάμεικτα χαρακτηριστικά διηγήματος, χρονικού ή δοκιμίου, που συμπληρώνονται με συμπεράσματα, σκέψεις και σχόλια του συγγραφέα, και από τα οποία απουσιάζει ο διάλογος. Είναι αυτό που λέει στο Εις εαυτόν: "κάτι σαν εξομολογητικό δοκίμιο".

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Το γιατί ο Ιωάννου είναι ένας από τους κορυφαίους πεζογράφους μας το έχει εξηγήσει με πειστικότητα η κριτική. Συνοψίζοντας την αξιολόγησή της θα λέγαμε ότι το έργο του, εκτός από την ενάργεια με την οποία απεικονίζει την ανθρώπινη μοίρα, αποτελεί και κομβικό σταθμό για την πεζογραφία μας. Κι αυτό γιατί η γραφή του με την ιδιότυπη και καίρια διατύπωσή της αποτέλεσε έναν βαθύ της εκσυγχρονισμό· ένα συμβάδισμά της, θα προσθέταμε, με τις πλέον ουσιώδεις σύγχρονές της εκφράσεις του δυτικού πεζογραφικού λόγου, το οποίο συνέβαλε αποφασιστικά στην ανανέωση της πεζογραφίας μας. Το ιδιαίτερο στην περίπτωση του Ιωάννου είναι ότι αυτός ο εκσυγχρονισμός υπήρξε ενδογενής· ότι ο Ιωάννου τον κατόρθωσε όχι συνομιλώντας με τις σύγχρονές του δυτικές αναζητήσεις, όπως σχεδόν πάντοτε συμβαίνει στη λογοτεχνία μας, αλλά με τη σύνθεση και τη συγχώνευση σ' ένα δραστικό κράμα των πλέον ζωτικών στοιχείων της νεοελληνικής πεζογραφικής διαχρονίας.

Όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Μπόρχες ή ο Καλβίνο, ο Ιωάννου είναι ένας ποιητής που έγραφε σε πρόζα. Μια πρόζα βέβαια εντελώς διαφορετική από εκείνη των ποιητικιζόντων πεζογράφων. Το νέο πεζογραφικό ύφος που δημιούργησε, και που γονιμοποίησε τη γραφή πολλών νεότερων ομοτέχνων του, προσγείωσε τη λυρικών διαθέσεων πεζογραφία μας σε ποιητικά εδάφη ρεαλιστικότερα, αποπεζοποιώντας ταυτόχρονα και τη ρεαλιστική μας πεζογραφία.

Ο Ιωάννου μυθοποιεί ρεαλιστικά τη βίωση από τον αυτοβιογραφούμενο ήρωα των πεζογραφημάτων του της προσωπικής του μοίρας, με μια γραφή που αναπαριστά τις περιπέτειές του με μιαν οπτική καθαρότητα ονείρου. Και είναι αυτή η περίτεχνη μυθοποίηση και η οντολογική διάσταση που αυτή παρέχει στην απεικόνιση του κόσμου του που θα κάνουν, πιστεύω, το έργο του να διαβάζεται, στις μέρες που θα έρθουν, όπως διαβάζεται σήμερα το έργο του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη».

 

(Νάσος Βαγενάς, Μετά είκοσι έτη, εφ. Το Βήμα, 18-9-2005)

 

«Πεζογραφήματα χαρακτηρίζονται στον υπότιτλο τα εικοσιδύο σύντομα κείμενά του (Για ένα φιλότιμο)· και ο προσδιορισμός αυτός, έτσι στη γενικότητά του, είναι ο μόνος σωστός, αφού ούτε στο διήγημα, ούτε σε κανένα άλλο από τα γνωστά είδη μπορούν να ενταχθούν οι ιδιότυπες αυτές σελίδες, όπου ο εξομολογητικός προσωπικός τόνος και η καίρια παρατήρηση του περιβάλλοντος κόσμου εναλλάσσονται, με περίπου "παπαδιαμάντεια αδιαφορία" για τους κανόνες μιας τεχνικής, για την τήρηση κάποιων παραδεδεγμένων ή πειστικών αφηγηματικών συμβάσεων.

Βέβαια, μια αλλιώτικη σύμβαση είναι και η καινοτροπία του νέου συγγραφέα —τι άλλο, αφού περί τέχνης πρόκειται;— που απορρίπτοντας κάθε μύθο, πλοκή, πρόσωπα, επιδιώκει μια ευθύβολη σκόπευση του καλλιτεχνικού του στόχου· την άμεση επαφή με τα πράγματα για ν' αποκομίσει ανόθευτη τη στυφή τους γεύση, για να γνωρίσει σε γενικά και ανυπέρβατα πλαίσια την ανθρώπινη μοίρα μας».

 

(Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι,
Κριτικά κείμενα, Κέδρος, 1982, σελ. 42)

 

«Μιλώντας για την "ποιητική" της πεζογραφίας του Ιωάννου, αναφερθήκαμε στις μετέωρες φράσεις που βρήκαμε στις πρόζες του. Πιστεύουμε ότι ο Γ. Ιωάννου δημιουργεί πολύ συχνά την αίσθηση του ατελείωτου και του μετέωρου, για να δώσει μια ποιητική διάσταση στο κείμενό του.[...] Ακόμη αφήνει μια αίσθηση ότι προφητεύει. Παρομοίως και στη φράση από το † 13-12-'43: "Δεν είναι δυνατόν να διαφέρω τόσο πολύ απ' τους άλλους. Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Κι όμως αυτή η διαφορά είναι που με καίει". Αναγνωρίζει ότι διαφέρει, έχει συνειδητοποιήσει "τη διαφορά", εμάς όμως δε μας κατατοπίζει».

 

(Ελευθερία Κρούπη-Κολώνα, Ο Γιώργος Ιωάννου και τα πεζογραφήματά του,
Γρηγόρη, Αθήνα, 2005, σελ. 66)

 

«Όπως συμβαίνει μ' όλα τα πεζογραφήματά του, και στο κείμενό μας χρησιμοποιεί το α' πρόσωπο. Η χρήση του α' προσώπου στην αφήγηση μπορεί να γίνει με δύο τρόπους:

α) Ο αφηγητής είναι απλός παρατηρητής, αντικειμενικός όπως συχνά δηλώνεται ή αφήνεται να νοηθεί, που καταθέτει όσα υπέπεσαν στην αντίληψή του και με την αυτοπρόσωπη παρουσία του βεβαιώνει την αλήθεια της μαρτυρίας του.

β) Ο αφηγητής παράλληλα με τα εξωτερικά συμβάντα καταθέτει και όσα συμβαίνουν στη συνείδησή του ως εσωτερικές αντιδράσεις και ως συνακόλουθά τους. Μ' αυτόν τον δεύτερο τρόπο, που είναι και ο τρόπος του Ιωάννου, το εγώ του αφηγητή βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης· όλα συγκλίνουν στη συνείδησή του (ή και στο υποσυνείδητό του) και όλα πάλι φωτίζονται ή χρωματίζονται απ' αυτήν. Δεν πρόκειται πια για κατάθεση μαρτυρίας, αλλά προσωπικής εμπειρίας, που μπορεί να είναι καθοριστική και το εγώ, να παίρνει δηλαδή την ένταση, το βάθος και τη διάρκεια του βιώματος, όπως στην προκειμένη περίπτωση.

Η αφήγηση αρχίζει ακριβώς με τη συνοπτική κατάθεση της εμπειρίας του αφηγητή, στα εξωτερικά της καθέκαστα και στην εσωτερική τους απήχηση:

"Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ήταν καλύτερα κτλ [...] και μακάρι να γινόταν έτσι..."

Ο άμεσος εξομολογητικός τόνος αυτής της εναρκτήριας παραγράφου είναι σαφής. Πόνος και ταπεινότητα είναι τα κυρίαρχα αισθήματα που δηλώνονται από την αρχή και διατρέχουν όλο το αφήγημα.».

 

(Χριστόφορος Μηλιώνης, Με το νήμα της Αριάδνης, Γιώργος Ιωάννου: 13-12-43,
Σοκόλης, Αθήνα, 1991, σελ. 118)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

Διδακτικοί στόχοι

• Ν' αναγνωρίσουν οι μαθητές, στο συγκεκριμένο κείμενο, μερικές από τις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν τη γραφή του λογοτέχνη Γ. Ιωάννου (π.χ. βιωματικός χαρακτήρας, πρωτοπρόσωπη αφήγηση, εσωτερικός μονόλογος, εξομολόγηση, αναφορές στο θάνατο κ.ά.).

• Να εντάξουν τα γεγονότα στο χωροχρονικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαδραματίζονται, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που δίνονται και από το εισαγωγικό σημείωμα.

• Να σχολιάσουν τη διαφορετική στάση των ανθρώπων απέναντι στα γεγονότα.

 

Ενδεικτική ερμηνευτική προσέγγιση

Πριν ή μετά την ανάγνωση του πεζογραφήματος μπορούμε να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στον Γ. Ιωάννου και το έργο του, να εντάξουμε τον συγγραφέα στους μεταπολεμικούς λογοτέχνες και να ευαισθητοποιήσουμε τους μαθητές μας ως προς την πρωτοτυπία των συντόμων κειμένων του, των πεζογραφημάτων του. Τονίζουμε τον βιωματικό χαρακτήρα τους πάνω στον οποίο και θα στηρίξουμε την ερμηνευτική μας προσέγγιση. Επισημαίνουμε ότι ο Γ. Ιωάννου γράφει τα πεζογραφήματα της συλλογής Για ένα φιλότιμο, αλλά και ένα μεγάλο μέρος του έργου του σε πρώτο πρόσωπο. Είναι το πρόσωπο που του αρμόζει για να καταγράψει και να σχολιάσει όχι μόνο αυτά που βλέπει, αλλά και αυτά που αισθάνεται.

Σχολιάζουμε αρχικά τον τίτλο του κειμένου: Μια χρονολογία με τον σταυρό μπροστά είναι γνωστό ότι δηλώνει θάνατο, κεκοιμημένους 10. Σημειώνουμε ότι τη συγκεκριμένη ημερομηνία, στα Καλάβρυτα οι Γερμανοί εκτέλεσαν ομαδικά 1200 άνδρες άνω των 15-16 ετών. Ωστόσο ο αφηγητής αναφέρει τον χρόνο και όχι τον τόπο της εκτέλεσης —μόνο το επίθετο "Καλαβρυτινοί" από το μοιρολόγι δίνει το στίγμα της, ενώ η χρονολογία από μόνη της ίσως να μη θυμίζει σε όλους τα Καλάβρυτα. Μπορούμε, δηλαδή, να υποθέσουμε ότι με την "παράλειψη" αυτή θέλει να δώσει μια ευρύτερη διάσταση στο βίωμά του, να καλύψει με τις σκέψεις και τις αντιδράσεις του (όπως θα τις δούμε παρακάτω) και άλλες παρόμοιες θυσίες που συνέβησαν και σε άλλους τόπους της πατρίδας μας κατά την περίοδο της Κατοχής (Δίστομο, Χορτιάτης, Βιάνος κ.α.).

Μπορούμε να χωρίσουμε το πεζογράφημα σε δυο ευδιάκριτες ενότητες. Στην πρώτη, ο αφηγητής παρακολουθεί δυο αδέλφια που κάνουν την εκταφή του νεκρού αδελφού τους. Είναι ακούσιος θεατής μιας θλιβερής οικογενειακής στιγμής και συγχρόνως σχολιαστής αυτών που βλέπει και αυτών που αισθάνεται. Οι μαθητές θα μπορέσουν να επισημάνουν εύκολα τις φράσεις που δίνουν την εικόνα, αλλά και τις φράσεις που δείχνουν τα συναισθήματα του αφηγητή, όπως αυτά προκύπτουν από τις σκέψεις του.

Από την αρχή του πεζογραφήματος εκφράζεται η δυνατή συγκίνηση που του προξένησε όχι τόσο η επίσκεψή του στον συγκεκριμένο τόπο, αφού έχει ήδη επισκεφτεί κι άλλους παρόμοιους, όσο η συμμετοχή του στην ανακομιδή. Η εικόνα της του προξενεί αισθήματα συντριβής και ταπείνωσης: "Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω αν και είμαι τόσο ανάξιος...Κατάλαβα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι' αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω". Ζει με τη φαντασία του τις τελευταίες στιγμές του αγοριού. Βλέπει γύρω του εκείνα που πιθανόν θα αντίκρισαν και τα μάτια του λίγο πριν το τέλος: "Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν εδώ και το παιδί θα το είδε, ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν εδώ και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο...". Το βραχάκι και το δέντρο, τα οστά και το κρανίο με τη χαριστική βολή τον κάνουν να αναλογιστεί τους δικούς του "τιποτένιους κινδύνους" και τις ανάλογες αντιδράσεις του.

Η θέα του "τεράστιου κάτασπρου σταυρού", η χρονολογία 13-12-'43 σχηματισμένη με άσπρες πέτρες, η θέα του ρηχού μνήματος τον κάνουν να σιγοψιθυρίσει, για να τιμήσει κατά κάποιο τρόπο τους νεκρούς:

"Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες

που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια

φτιάχτε κι μένα 'να καλό, καλύτερο από τ' άλλα".

Με τους μαθητές μας επισημαίνουμε ότι ο αφηγητής έχει το χάρισμα να τα λέει όλα μ' ένα λιτό τρόπο χωρίς υπερβολές και μεγαλοστομίες. Ο τόπος του μαρτυρίου, ο ρηχός τάφος, τα δυο αδέλφια, που με δάκρυα στα μάτια ξεπλένουν τα οστά του μικρού μάρτυρα, το αναλλοίωτο περιβάλλον, που ευωδιάζει από το θυμίαμα, σε αντιδιαστολή με το θνητό του ανθρώπου, η συμμετοχή του συγγραφέα στο πένθος με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και το μοιρολόγι, ως φόρος τιμής, μια ατμόσφαιρα ιερότητας και μνήμης, που για μια στιγμή μένει ασάλευτη, είναι αυτά που συνθέτουν την πρώτη ενότητα που μας αφήνει μια γαλήνη και συγκίνηση στην ψυχή.

Η δεύτερη ενότητα ξεκινάει με τον αντιθετικό σύνδεσμο "όμως". Επισημαίνουμε στους μαθητές μας τη 'δύναμη' που εκπέμπει η λέξη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Με το "όμως" δεν μπαίνουμε μόνο σε μια άλλη ενότητα αλλά μπαίνουμε και σε μια εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα από την προηγούμενη. Ούτε κατάνυξη, ούτε σιωπή, ούτε το διακριτικό μάζεμα του ακούσιου θεατή μιας ιδιωτικής στιγμής: "Όμως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες", δηλαδή ένα οχληρό φωνακλάδικο αδιάκριτο πλήθος, που στα πλαίσια μιας εκδρομής, επισκέπτεται οργανωμένα τον ιστορικό αυτό τόπο, "καταθέτει καλοκαμωμένο δάφνινο στεφάνι", ακούει από κάποιον συνταξιδιώτη το ιστορικό της εκτέλεσης, βλέπει σαν "συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή" και αδίστακτο υποβάλλει τους λυπημένους αδελφούς σε μια ακόμα δοκιμασία με τις γεμάτες περιέργεια ερωτήσεις του. Αποκορύφωμα της συμπεριφοράς τους η υβριστική φράση που ξεστομίζει κάποιος απ' αυτούς φεύγοντας: "Καλά τους έκαναν αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή".

Η διάθεση του συγγραφέα απέναντι στο μπουλούκι των εντόπιων τουριστών κλιμακώνεται. Αρχικά βρίσκει τη στάση τους σεμνή, έπειτα επισημαίνει ότι το ιστορικό που διαβάστηκε "ήταν παρμένο από την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας". Καταγράφει τη συνομιλία τους με τα αδέλφια, που δυστυχώς αργούν να καταλάβουν με ποιους έχουν να κάνουν, ενώ ο ίδιος με το σχόλιό του για τις εφημερίδες ("και τι εφημερίδες") δείχνει ότι τους είχε καταλάβει. Το τι είδους άνθρωποι είναι το υπογραμμίζουν και οι ίδιοι, αφού δεν αντιδρούν στο άκουσμα της φράσης "Καλά τους έκαναν... στρατιώτες του κατακτητή". Η γνώμη του ολοκληρώνεται με τον χαρακτηρισμό "εξευγενισμένα υποκείμενα". Ωστόσο δεν αρκείται στην κριτική του για τους άλλους, κάνει μια αυστηρή αυτοκριτική. Διαπιστώνει ότι με την παθητική του στάση αφήνει στο απυρόβλητο τους υβριστές και τους αδιάκριτους· είναι σα να συναινεί, σα να γίνεται ένα με αυτούς. Στο σημείο αυτό μπορούμε να ρωτήσουμε τους μαθητές μας τι είναι αυτό που θέλει να μας πει ο συγγραφέας με την περιγραφή αυτού του βιώματος.

Εκτός από την αναφορά του στο ιστορικό γεγονός, με λιτές φράσεις, μας κάνει να φανταστούμε τι συνέβη εκείνη τη 13η  του Δεκέμβρη 1943 στα Καλάβρυτα, και βρίσκει την ευκαιρία να μας επισημάνει ότι η στάση των ανθρώπων απέναντι σε τέτοια περιστατικά ποικίλει. Οι μορφωμένοι επισκέπτες παρουσιάζονται αδιάκριτοι και επιπόλαιοι, χωρίς ιδιαίτερες ευαισθησίες, αλλά και χωρίς πατριωτισμό, αφού δεν αντιδρούν σ' αυτά που ξεστομίζει ένας από την παρέα τους ("Καλά τους έκαναν..."). Αντίθετα ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πώς πρέπει να σταθεί σε τέτοιες περιπτώσεις. Τώρα, γιατί τοποθετεί τον εαυτό του ανάμεσα σε κάτι τέτοιους, σαν αυτούς του πούλμαν είναι κάτι που επίσης πρέπει να συζητηθεί.

Συνοψίζοντας τις δύο ενότητες θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε για το λόγο του συγγραφέα, ένα λόγο λιτό, όπου επικρατούν τα ρήματα και τα ουσιαστικά. Τα επίθετα λιγοστά κι αυτά είναι απλά και συνηθισμένα, ενώ η περιγραφή απουσιάζει εντελώς. Οι μαθητές πρέπει να έχουν ήδη αντιληφθεί ότι οι αστόλιστες προτάσεις λειτουργούν περισσότερο ως ερέθισμα, ώστε να μας κάνουν να σκεφτούμε, να κάνουμε τις προεκτάσεις ή τις αναλύσεις μας για το περιεχόμενο και να νιώσουμε την αναμενόμενη από ένα λογοτεχνικό κείμενο συγκίνηση.

 

Παράλληλα κείμενα

Νικηφόρου Βρεττάκου, Επιμνημόσυνη γονυκλισία

Στους εκτελεσμένους του Διστόμου

Δεν σας ξεχάσαμε,

Είναι η καρδιά μας ένα ευρύ πεδίο αναστάσεως.

Δεν σας αφήσαμε άνιφτους κι άντυτους,

όλο αίματα, τρύπες και χώματα.

 

Μάρτυς ο ήλιος μας δεν σας ξεχάσαμε!

Η καρδιά μας μεγάλωσε, απόχτησε ουρανό

με σελήνη κι αστέρια δικά της, λαμπρά,

για τους ήρωες, τους μάρτυρες, τους αγίους της.

Σκηνώσατε μέσα της κι υπάρχει απ' όταν

χάσατε εδώ τα παιδιά και τα σπίτια σας.

Υπάρχετε μέσα κι έξω από μας, στα δέντρα

που φυτέψατε και ψήλωσαν, άνθισαν κάρπισαν

μόνα τους, δίχως εσάς. Δεν σας ξεχάσαμε!

 

Κι αν δεν σας κάναμε αιώνιο τραγούδι

δεν φταίμε εμείς. Σε τούτο τον τόπο

είναι πολλά αυτά που το ύψος τους

φαίνεται δύσκολα. Περιβλημένες από ένα

πλατύγυρο φως καμωμένο από διάφανο αίμα

οι μορφές σας, στέκουν πάνω απ' την ποίηση.

Δε χωράνε στη μουσική. Ούτε φθόγγοι ούτε λέξεις

δεν φτάνουν να φτιάξουμε, ωραίο -ωραίο, καθώς

θα της ταίριαζε, ένα ένδυμα στη θυσία σας.

Αν μπορείτε ν' ακούσετε τη σιωπή μας, ακούστε

αδελφοί. Συγχωρέστε μας. Δεν σας ξεχάσαμε!

 

(Περιοδικό Εμβόλιμον, αφιερωματικό τεύχος 21-22,
Δήμος Διστόμου, 1994, σελ. 209)

 

Γ. Ρίτσου, Επίγραμμα για το Δίστομο

Εδώ 'ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου,

ω εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις

εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου

κι απ' τη θυσία κι απ' τη σκληρότητα του ανθρώπου

Εδώ μια στήλη απλή, μαρμάρινη όλη κι όλη

με ονόματα σεμνά, κι η Δόξα του ανεβαίνει

λυγμό-λυγμό, σκαλί-σκαλί, μεγίστη σκάλα.

(ό.π., σελ. 181 )

 

* Τα τρία κείμενα, το πεζογράφημα του Γ.Ι. και τα δύο ποιήματα, που αναφέρονται σε ιστορικές στιγμές που σημάδεψαν το λαό μας να τα συγκρίνετε ως προς τον τρόπο απόδοσης παρόμοιων γεγονότων.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες

• Ο συγγραφέας δίνει στοιχεία από το περιβάλλον. Χρησιμοποιώντας τα να περιγράψετε την εικόνα με περισσότερες λεπτομέρειες.

• Πώς κλιμακώνεται η άποψη του αφηγητή για τους τουρίστες;

• Ανάμεσα στην 1η και τη 2η ενότητα έχουμε κάποιες αντιθέσεις: ποιες είναι και τι θέλει να πετύχει μ' αυτές ο αφηγητής;

• Να εντοπίσετε φράσεις του αφηγητή που δείχνουν τις σκέψεις και το χαρακτήρα του.

• Πώς δικαιολογείται η άποψη ότι ο Ιωάννου είναι βιωματικός συγγραφέας; Ν' αναφερθείτε σε φράσεις του κειμένου.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΑΛΑΒΕΡΑΣ Τ., Διηγηματογράφοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 1970.

ΑΡΑΓΗΣ Γ., "Το λογοτεχνικό πεζογραφικό έργο του Γιώργου Ιωάννου", Φιλόλογος 43 (1988), 22-32 (περίπου το ίδιο και στον 3ο τόμο της Μεταπολεμικής λογοτεχνίας), Σοκόλης, Αθήνα, 1988, σελ. 150-162.

—, "Το χρονογράφημα του Γιώργου Ιωάννου", Γράμματα και Τέχνες, 51, 1987, σελ.3-7.

ΒΑΓΕΝΑΣ Ν., -"Σχόλια σε απροσδόκητες απορίες", εφ. Καθημερινή, 01.01.1989.

ΖΗΡΑΣ Α. "Συνέχεια και ανανέωση της ηθογραφίας στο έργο του Γ. Ιωάννου", Γράμματα και Τέχνες, 62, 1990, σελ. 3-5.

ΚΟΤΖΙΑΣ Α., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι - Κριτικά κείμενα, Κέδρος, Αθήνα,

1982.

—,Αληθομανές Χαλκείον, η ποιητική ενός πεζογράφου, Κέδρος, Αθήνα, 2004.

ΚΡΟΥΠΗ-ΚΟΛΩΝΑ Ε., Ο έρωτας και ο θάνατος στη λογοτεχνία του Γ. Ιωάννου, Κέδρος, Αθήνα, 1993.

— , Ο Γιώργος Ιωάννου και τα πεζογραφήματά του, Γρηγόρη, Αθήνα, 2005.

ΜΕΡΑΚΛΗΣ Γ. Μιχάλης, Προσεγγίσεις στην ελληνική πεζογραφία, Καστανιώτης, Αθήνα, 1986.

ΜΟΥΛΛΑΣ Π., Για τη μεταπολεμική πεζογραφία μας, Κριτικές καταθέσεις, Στιγμή, Αθήνα, 1989.

— , "Για το Γιώργο Ιωάννου", Εντευκτήριο, 2, 1988, σελ. 28-32.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Φιλολογική Αφιέρωμα στο Γιώργο Ιωάννου, 91, 2005, σελ. 10-45.

ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η., "Γιώργος Ιωάννου: ένας λογοτέχνης στην εκπαίδευση", Φιλόλογος, 43, 1986, σελ. 33-36.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ν.Δ, Νεοελληνική Παιδεία, 17, 1989, σελ. 136

ΧΟΥΖΟΥΡΗ Ε., Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου Περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο, Πατάκης, Αθήνα, 1994.

 

pano

 


 

Γιώργος Ιωάννου (1927-1985)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
Βικιπαίδεια Γιώργος Ιωάννου
ΠΟΘΕΓ Γιώργος Ιωάννου
Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα δεσμός
lifo, αφιέρωμα στον Γ. Ιωάννου δεσμός
Εταιρεία Συγγραφέων δεσμός
Εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του κειμένου στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano