Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ο Εωσφόρος

Ε B

267 268 269 270 271 272 273

267

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ο Εωσφόρος

 

Το Μυθιστορημα Ο Εωσφόρος κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 1959. Οι ήρωές του είναι νέοι που αγωνίζονται να ισορροπήσουν μέσα στα ψυχολογικά και ιδεολογικά αδιέξοδα του μεταπολεμικού κόσμου.

Στο απόσπασμά μας ο Στέφης, αφηγητής και ένας από τους ήρωες, είναι φτωχός δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα μικρής κυκλοφορίας. Για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά του προβλήματα, αποφασίζει να «παίξει» στον ιππόδρομο. Για το σκοπό αυτό πείθει το αφεντικό του να του προκαταβάλει το δώρο των Χριστουγέννων και ακολουθεί στον Ιππόδρομο δύο γνωστούς του, τον Στέλιο Αντωνιάδη και τον Αντώνη Ελευθερίου, που υποτίθεται ότι είναι έμπειροι. Παίζει μαζί τους όλα τα χρήματά του, ακολουθώντας τις συμβουλές που τους έδωσε εμπιστευτικά ένας «ειδήμων» του Ιππόδρομου, ο κύριος Ιωσήφ.

 


 

[ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ]
(απόσπασμα)
 

Οι κερκίδες, ο απέραντος στίβος, το ανθρωπομάνι, η βαβούρα, μου είναι τόσο ξένα κι αταίριαχτα και τέτοια αίγλη παίρνουν στα μάτια μου, ώστε νιώθω σα νεοσύλλεχτος ριγμένος αιφνιδιαστικά σε μια ομήγυρη από στρατηγούς κι επιλοχίες. Πήχτρα η εξέδρα, καρφίτσα δεν πέφτει. Φέρνουμε δυο βόλτες στο χώρο των ορθίων ανάμεσα στις κερκίδες και το κιγκλίδωμα. Ο Αντωνιάδης ξεφτίζει με τα δόντια το πυρρό του μουστάκι. Δε σταματάει να ψάχνει γύρω γύρω. Τρώει κι ο Ελευθερίου τα νύχια του: Ακόμη! ακόμη!... Ανησυχώ μαζί τους κι εγώ. Υποψιάζομαι κάποια αναποδιά π' αγγίζει το χείλος της καταστροφής.

«Αργήσαμε», γρυλίζει ο Ελευθερίου.

«Είχαμε και τούτο το μάπα να περιμένουμε».

«Καθόλου, εγώ σας περίμενα από τις δύο. Εσείς αργήσατε». Και μολοντούτο αρχίζω να αισθάνομαι ένοχος.

Ο Αντωνιάδης μού δείχνει μια γωνίτσα από την εξέδρα: «Εσύ θα κάτσεις εδώ!»

268«Πού πάτε;».

«Στο ζυγιστήριο.»*

«Να 'ρθω κι εγώ;... Δώσε μου τα κιάλια μου...» Τους έχασα στην κοσμοχαλασιά... Δεν ξέρω πια τι να κάνω. Βαρέθηκα χαζεύοντας, ζαλίστηκα. Ε, δε θα τρέξουν; Αυτό είναι οι ιπποδρομίες; Πώς να καταλάβεις όμως σε τόσο νταβατούρι;

Ξάφνου μυρίζομαι πως κάτι συμβαίνει. Το πλήθος αναδεύει με πυρετό. Περνάνε βιαστικοί, φωνάζουνε, σπρώχνουν. «Τι γίνεται;» Κάποιος σκόνταψε πάνω μου. Μετράει ένα ματσάκι πεντακοσάρικα, χιλιάρικα. Έπειτα τα μπουλούκια που συνωστίζονται μπρος σε κάτι αραδιαστά παραθυράκια στο βάθος, τρέχουνε κοπάδι, καλπάζουν, τσαλαπατιούνται να πιάσουνε θέσεις πίσω από το κιγκλίδωμα. Οι πλάτες πυργώνονται μπροστά μου αδιαπέραστες. Σηκώνομαι στις μύτες, ντρέπουμαι να ρωτήσω. Άξαφνα μια μυριόστομη ιαχή — κάτι το συγκλονιστικό θα πρέπει να συντελέστηκε. Χτυπάω διακριτικά κάποια πλάτη: «Ποιος έρχεται;» «Τζαγκουάρ! Τζαγκουάρ!», με σκυλοβρίζει αφρίζοντας. Κι όσο να το καλοσκεφτώ, μέσα σε ουρλιαχτά και σφυρίγματα, ένα ποδοβολητό ολοένα ζυγώνει, φτάνει μπροστά μας, διαβαίνει, έσβησε. Παραλήρημα. Βουλώνω τ' αυτιά μου... «Αααα!» Δυο χείλια σαλιωμένα κολλάνε στο μάγουλό μου. Ο άγνωστος σα δερβίσης χάθηκε στο πλήθος ανεμίζοντας πανηγυρικά ένα κουπονάκι. «Αλίμονο, η πρώτη». Κάποιος αξιοσέβαστος κύριος μ' ασημένια μαλλιά, ντυμένος σαν άρχοντας, ψάχνει περίλυπος ένα πορτοφόλι που το στολίζει χρυσό μονόγραμμα. Τι! Αυτό ήταν όλο; Κι εγώ που δεν κέρδισα; Επιστρέφω στη γωνίτσα που μου 'χουνε ορίσει οι μπαγάσηδες, με τρώνε τα σκουλήκια... Μόλις τους είδα από πέρα πέφτω στα ίσια πάνω τους φριχτά αγριεμένος: «Πού με παρατήσατε; Τι γίνεται εδώ;»

«Ο κύριος Ιωσήφ!»

Πραγματικά, τούτη τη φορά ο «μαθηματικός» έχει δίκιο. Είναι εκείνος. Με αβρές κινήσεις ο Αντωνιάδης γλιστράει το παχουλό κορμί του μέσα από τις συμπληγάδες του κόσμου ως την κολώνα με τα μεγάφωνα, όπου στέκει εκείνος μοναχός και ατάραχος. Είναι κοντοφάρδουλος, υπερβολικά παχύς στη μέση, ολοστρόγγυλος. Τ' αποπληχτικό του μούτρο ξεχειλίζει σε προγούλια και διεκδικεί μ' ένα ύφος απρόσιτο όση μεγαλοπρέπεια του αφαιρεί το μπόι. Εύκολα, ωστόσο, υποθέτει κανείς πως η μόνιμη 269συνοφρύωση οφείλεται στα παπούτσια του που τον στενεύουν. Δε σάλεψε καν το υπεροπτικό φρύδι του στη βαθιά υπόκλιση του Αντωνιάδη, που τώρα τον παρακολουθεί κατάματα και καθώς μαρτυρούν οι σεμνές χειρονομίες και τα κίβδηλα γελάκια έχει αναπτύξει όλη του την ευφράδεια. Στην ψυχή μου ένα δάγκωμα — το υπεροπτικό φρύδι κουνήθηκε αρνητικά.

«Ποιος είναι, ο κύριος;»

Ο Ελευθερίου από την αγωνία αλέθει τα χείλια του.

«Ποιος είναι Αντώνη, ο κύριος;»

Λυγίζοντας ο Αντωνιάδης μ' ευλάβεια τίναξε το πέτο της διασημότητας και τώρα κακανίζει, μορφάζει, τσακίζεται στα καμώματα. Ένα περιφρονητικό χαμόγελο μαχαίρωσε στραβά το κατακόκκινο μάγουλο του κύριου Ιωσήφ. Μαζί με τον Ελευθερίου γελώ κι εγώ ευφρόσυνα. Αναπάντεχα η χερούκλα του μ' αγκαλιάζει τον ώμο. Φιλικά μου σφυρίζει μες στ' αυτί: «Έχει πληροφορίες...».

Μαγεύτηκα: «Α, ξέρω, αλογατάκια δικά του, αφεντικό».

«Ωχ, μπούφο! Ξέρεις ποιος είναι αυτός;»

Με μια στερνή υπόκλιση επισφραγίζει ο Αντωνιάδης τις τσιριμόνιες και φτάνει κοντά μας. Η θωριά του λαμποκοπάει, στράφτει: «Πε-ρί-φη-μα!» Ένα γενναίο μάτσο χαρτονομίσματα αναδύθηκε από την τσέπη του. Ο «μαθηματικός» έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα πακετάκι κόκκινα κολλαριστά κατοστάρικα. Πολύ ικανοποιημένος του τα παίρνει ο Αντωνιάδης, τα μετράει ένα ένα με τάξη παραδειγματική. Τέλος απλώνει και σε μένα την παλάμη: «Πόσα ποντάρει ο μουσιού;»

Του καταθέτω οχτακόσιες δραχμές. Τα υπόλοιπα τα κράτησα για παν ενδεχόμενο. Δεν αμφιβάλλω, βέβαια. Ωστόσο...

Με ατενίζει αυστηρά σαν πουριτανός ιεροκήρυκας: «Καταλαβαίνεις τι μου χρωστάς; Αυτό που κάνω, βλέπεις τι σημαίνει για μένα;»

«Ω, Στέλιο!» — όλες οι ευαισθησίες αναμοχλεύονται μέσα μου.

«Είναι σαν να στα πληρώνω από την τσέπη μου».

«Εντάξει... εντάξει!»

«Ώστε, μ' εννόησες... Όχι μονάχα λόγια!»

«Εντάξει, Στέλιο, να κερδίσουμε μόνο».

Προχωρήσαμε ως τ' αραδιαστά παραθυράκια πέρα από τις κερκίδες. Ο Αντωνιάδης στη μέση κομματάκι προπορεύεται. Κανόνισε τι ποντάρουμε και μας μοίρασε τα κουπόνια μας. Λογαριάζω τα δικά μου... τετρακόσιες πενήντα!

«Από τώρα;»

270«Κάλλιο γαϊδουρόδενε».

« Και τριάμισι κατοστάρικα!»

«Να λες κι ευχαριστώ», μ' αγριεύει. «Ούτε πενήντα τα εκατό δε σου παίρνω για να ρεφάρω* τη χασούρα».

«Μωρέ Στέλιο, το Θεό σου δεν έχεις!» γκρινιάζει όμως κι ο Ελευθερίου. Έσπρωξε με τις τετράφαρδες πλάτες του και πιάσαμε θέση κοντά στο τέρμα.

Τώρα βλέπω άνετα. Εμείς θα παίξουμε σύνθετο, τρίτη και τέταρτη κούρσα. Στ' αναμεταξύ έχει ξεμπερδέψει κι η δεύτερη. Στον αγύριστο. Ποιος νοιάζεται;... Στέκει παραδίπλα ο «τύπος μου», ο κοντακιανός μεροκαματιάρης από την ουρά στα λεωφορεία. Δένει κόμπο ένα καρό μαντήλι σιχαμερό, λερό. Τα γουβιασμένα του μάγουλα σα να 'χουνε απορουφήξει. Τα χείλια του τρέμουνε. Μου γύρεψε φωτιά. Τρέμει και το τσιγάρο στο χέρι του: «Παλιόκοσμε... άτιμη κοινωνία!»

«Δεν κερδίσατε;»

Σήκωσε ένα μάτι θολό, αποχαυνωμένο. Σίγουρα δε με βλέπει. Μαζί με τα σάλια τινάζεται από το ξεδοντιάρικο στόμα το παραλαλητό: «Αρθούρο, φονιά, σου λέει. Να, μωρή... σιχτίρ, μωρή, παπουτσάκια! Πάρε, πάρε!... πάρε!... να και ράδιο, πάρε!...» [...]

Στην απορία μου, πώς μπορεί να λέγεται Αρθούρος αυτό το ρημάδι, πανωκάθονται και τύψεις. Μήπως δεν είμαι φταίχτης —λιγουλάκι φταίχτης— που πάλι θα έχανε; Ούτε παπουτσάκια, ούτε ράδιο... καλά καλά ούτε ψωμί. Σφίγγεται η καρδιά μου. Αχ, και να μπορούσα να του σφυρίξω δυο λόγια. Δεν ξέρω τι ακριβώς, μα θα διαβάσω τα κουπόνια μου... Ξάφνου αναστενάζω ανακουφισμένος — η ματιά μου άρπαξε το χαρτάκι που κρατάει. Τέτοια σύμπτωση! Ολόιδιο με τα δικά μου; Τα βγάζω από την τσέπη και σιγουρεύομαι. Μπράβο! Με κάποια προσπάθεια πνίγω τη δαγκωματιά της φιλαργυρίας. Ας μην είμαι δα τόσο άπληστος, κατιτί πιο λίγα θα κερδίσουμε εμείς — ο δύστυχος, πενταροδεκάρες ποντάρει!...

Και τώρα που 'χω τη βολή μου δε βρίσκω στο θέαμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Κι όταν ξεκινήσανε τ' άλογα κι όταν διαβήκανε μπροστά μου και τερματίσανε, πάλι δεν κατάλαβα τίποτα. Όλα γίνονται τόσο γρήγορα. Μου φανήκανε μόνο καταϊδρωμένα και τα λυπήθηκα.

«Σπουδαία!», ουρλιάζει ο Αντωνιάδης και κατάλαβα που κερδίσαμε. Καμαρώνω κι εγώ:

271«Πότε θα πέσει το παραδάκι;»

«Άλλη μια κούρσα. Μη βιάζεσαι, μάπα!»

Ουφ, αν τα πράματα κυλούσανε γοργότερα. Να λιώνεις τώρα στην ορθοστασία πίσω από το κιγκλίδωμα, όσο να συμπληρωθούν Θεός ξέρει ποιες ανούσιες διατυπώσεις, για ένα «ρεγουλαρισμένο» ζητηματάκι που θα 'πρεπε να λήγει το συντομότερο... Επιτέλους, θα 'φτασε το πλήρωμα του χρόνου, γιατί τ' άλογα παρελάσανε μπροστά μας και κατευθύνονται πέρα στην άλλη άκρη του θεόρατου στίβου «για να παραταχθούν στην αφετηρία», μου πιπιλάει ο Ελευθερίου μέσα στ' αυτί μονότονα — να! να! να! Θα παραταχθούν στην αφετηρία... Τα κλείσαν σε μεγάλα κουτιά δίχως καπάκια, μόλις ξανοίγουν από πάνω τα κεφαλάκια των καβαλάρηδων με τα παρδαλά κασκέτα. Δύσκολα ανασαίνω τώρα πατικωμένος πίτα στο σιδερένιο κιγκλίδωμα. Ο Αντωνιάδης παρακολουθεί με τα κιάλια μου και δίνει πληροφορίες ειδικές που μου διαφεύγει το νόημά τους — ντρέπομαι να του γυρέψω να δω κι εγώ... Άξαφνα μιαν άγρια σκουντιά, μια ιαχή με βουρλίζουνε. Ξεφωνίζω, βραχνιάζω, η καρδιά μου θα σπάσει. Τι είναι ο κουρνιαχτός κείθε πέρα; Αρχίσαμε;... Έρχουνται, έρχουνται, καλπάζουνε φρενιασμένα καταπάνω μας. Σε δυο τρία λεφτά θα 'χουνε τελειώσει. Σαράντα... εξήντα... εβδομήντα χιλιάδες καταδικές μου. Αχ, να μη μου δώσει ολόκληρο το δώρο μου ο Σακαράκας! Και τούτος ο μπαγάσας — πενήντα τα εκατό ο αγιογδύτης!... Έστω, εκατόν πενήντα... διακόσιες λίρες δικές μου. Διακόσες χρυσές δικές μου! Ως πόσο να ζυγίζουνε διακόσες λίρες! Μάνα μου με χάνεις, το πουλί σου πέταξε... Θα τα βάλω στην Τράπεζα; Μπα! Κάπου θα τα καταχωνιάσω, δε θα τ' ανακαλύψει... Ευγενία... Ευγενία αγάπη μου... Πουλάμε και το σπιτάκι στα Ψηλά Αλώνια μόλις το πάρουμε από τους παπάδες. Συν οι διακόσιες λίρες... Εφημερίδα δικιά μας θα στήσουμε! Αχ, θα δεις... θα με δεις και θα θαμάξεις... Τινάζομαι. Τ' άλογα καλπάζουνε, κοπάδι σίφουνας διαβαίνουν από μπρος μας. Έξαλλοι στριφογυρίζουνε, οι πάντες, σφυρίζουνε, ουρλιάζουν. Μέσα στο πανδαιμόνιο αδράχνω το μπράτσο του Αντωνιάδη, μπήχνω στο παλτό του τα νύχια, ξεγδέρνω τα στέρνα μου:

«Κερδίσαμε! Ναι!»

«Τον ρουφιάνο!» ψιθύρισε κατάχλωμος. Ένα αστροπελέκι βρόντηξε στα πόδια μου, σείεται η γης.

«Ωχ! ωχ! ωχ! Μας την έφερε η σαπιοκοιλιά!», τρίζει τα δάχτυλά του ο Ελευθερίου.

Παραζαλισμένος παραπατώ τριγύρω τους: «Μα πώς έγινε;... Τι έγινε, Στέλιο;»

272«Τον ψυλλιάστηκα... δε μου 'δειχνε τι ποντάρισε».

Με μπουκώνουν λυγμοί: «Τι έγινε παιδιά; Πέστε μου και μένα. Τι έγινε;»

«Άντε πνίξου. Χάσαμε, ηλίθιε!»

«Και τα λεφτά μου;» ουρλιάζω. Τσαλακώνω τ' άχρηστα κουπόνια. «Τα λεφτά μου! Το δώρο μου!»

«Σύρε να σ' τα δώσουν».

«Γιατί; Τουλάχιστο τα μισά. Τα μισά. Αφού κερδίσαμε στο ένα. Δεν είναι αδικία; Τουλάχιστο...» Σαν παλαβός τους παράτησα. Τρέχω ως τα παραθυράκια όπου ποντάρουν τα στοιχήματα. Σκουντουφλώ δεξιά αριστερά χαμένος. Κάποιος φουμάρει ένα τσιμπουκάκι μακάρια. Του δείχνω ένα ένα τα κουπόνια μου: «Σας παρακαλώ, στο σύνθετο... παρακαλώ, δηλαδή, τούτα δω... τι κερδίζουνε; Δηλαδή, εφόσον έχασε... τουλάχιστο τα μισά... Δεν τα εξαργυρώνουν; Μήπως πληρώνουν τίποτα;»

«Πώς, πληρώνουν», ξεμπουκώνει μια μεγάλη τουλούπα καπνό.

«Πού;... πού;... πού πληρώνουν;»

«Στο Φιλόπτωχο».*

Τρέχω πάλι στα παραθυράκια και μετρώ τα λεφτά μου. Όσα είχα κρατήσει για παν ενδεχόμενο... Ποιο ενδεχόμενο; Δεν τα 'χαμε «ρεγουλάρει» εμείς; Και τώρα, αλίμονο, τα στίβω από δω από κει, βάνω και τις λιανοδεκάρες, μετά βίας μαζώνονται εξηνταμία δραχμές. Τα καλά μου λεφτά! Το χριστουγεννιάτικο δώρο μου! Αχ, μήπως είμαι τρελός... Ξεχωρίζω τη μια δραχμή για το εισιτήριο και ποντάρω τις εξήντα στην τύχη, στο πρώτο κουπόνι που βρήκα εμπρός μου. Φυσικά, έπειτα από την πέμπτη κούρσα, κάθομαι σ' ένα καφάσι αφανισμένος, συντροφιά με τη μοναδική μου δραχμή. Όχι! Όχι!... Το κεφάλι μου σφίγγει. Δεν το πιστεύω. Όχι! Ίσως δεν είμαι εγώ...

«Συγγνώμην, κύριέ μου...»

Είναι ο αρχοντάνθρωπος με τ' ασημένια μαλλιά και μου χαμογελάει διακριτικά. Εκείνος που έψαχνε περίλυπος το πορτοφόλι του. Από ευγένεια του αντιχαμογελώ κι εγώ — όσο γίνεται. Μια εκδούλευση θα ήθελε, μου λέει και το περιποιημένο νύχι ξύνει μια καρφίτσα με πετράδι στην κρουστή, μεταξωτή γραβάτα του. Την ξεκάρφωσε, μου την προσφέρει στην παλάμη του: Χμ!... Ενενήντα δολάρια... την έχει αγοράσει από του «Tiffany».

«Ω, στη Νέα Υόρκη! Έχετε πάει;»

«Ω, επανειλημμένως. Και σεις;»

273«Ω, όχι. Ποτέ. Ξεφυλλίζω τα περιοδικά...»

Χαμογελάμε με συστολή. Έριξε μιαν ανήσυχη ματιά στα παραθυράκια, τα στοιχήματα για την έκτη και τελευταία κούρσα πέφτουνε. «Τι γκίνια! Θα σας αφήσω τα στοιχεία μου πάντως και αύριο σας φέρνω τα χρήματα — έστω χίλιες δραχμές... Πάλι, αν επιμένετε, δικιά σας. Το διαμάντι μόνο... Στου «Ζολώτα* δεν τη βρίσκετε με πέντε χιλιάδες».

«Δυστυχώς...»

Αλλάξαμε μια λυπητερή ματιά και ξάφνου νιώσαμε κι οι δυο τέτοια συντριβή αφόρητη. Δείχνει στ' αλήθεια αρχοντάνθρωπος: «Με συγχωρείτε για την ενόχληση».

«Μα τι λέτε».

Κοντοστέκει όμως αναποφάσιστος: «Αν θέλατε, έστω πεντακόσιες... τρακόσιες... Σας παρακαλώ».

Μεταβολή και βιαστικά απομακρύνεται· τ' αυτιά του από πίσω είναι παπαρούνες... Πέρα βλέπω το ζευγάρι που τραβάει κατά την έξοδο. Κι ο Αντωνιάδης έχει ακόμη τα κιάλια μου κρεμασμένα στον ώμο. Τους κυνήγησα: «Θα φύγουμε;... Ε, πού πάτε;»

«Άει στο διάβολο, γρουσούζη!» έφτυσε με λύσσα ο Αντωνιάδης.

 

Φ. Ντοστογιέβσκη, «Ο παίκτης» (απόσπασμα)

 

 

ζυγιστήριο: εκεί όπου ζυγίζονται οι καβαλάρηδες (τζόκεϋ), για να πιστοποιηθεί ότι έχουν το κανονικό βάρος.

ρεφάρω: ισοφαρίζω, αντισταθμίζω, ξαναπαίρνω τα λεφτά που έχασα σε τζόγο.

Το Φιλόπτωχο: (δηλ. Ταμείο). Φιλανθρωπικό σωματείο.

Ζολώτας: μεγάλο κοσμηματοπωλείο της Αθήνας.

ξον: (εξόν): εκτός από.

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να παρακολουθήσετε α) τη συμπεριφορά και β) τη γλώσσα των ανθρώπων που παρουσιάζονται στο απόσπασμα. Ποια κοινά γνωρίσματα παρουσιάζουν;
  2. Ποιος ο ρόλος του κυρίου Ιωσήφ στις ιπποδρομίες;
  3. Τι θέλει να δείξει ο συγγραφέας με το περιστατικό της πολύτιμης καρφίτσας;

ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Οι ιπποδρομίες είναι άθλημα. Συχνά όμως γίνονται μέσον κερδοσκοπίας. Μπορούμε να υποστηρίξουμε το ίδιο και για το ποδόσφαιρο; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας.

 


Κοτζιάς Αλέξανδρος

Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992)

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926 και σπούδασε Νομικά. Διακρίθηκε κυρίως ως συγγραφέας μυθιστορημάτων. Οι υποθέσεις των έργων του διαδραματίζονται σε κρίσιμες περιόδους των μεταπολεμικών χρόνων. Ο συγγραφέας όμως δεν ενδιαφέρεται να δώσει χρονογραφικά την εποχή του, αλλά να ψηλαφίσει το ανθρώπινο δράμα μέσα σ' αυτή και να δείξει τον δεσμό της ανθρώπινης μοίρας με το Κακό. Ασχολήθηκε επίσης με την κριτική της λογοτεχνίας. Έργα του: Μυθιστορήματα: Πολιορκία (1953), Μια σκοτεινή υπόθεση (1954), Ο Εωσφόρος (1959), Η απόπειρα (1964), Ο Γενναίος Τηλέμαχος (1972), Αντιποίησις αρχής (1979), Φανταστική περιπέτεια (1987). Ακολούθησαν οι νουβέλες Ιαγουάρος, H μηχανή, Ο Πυγμάχος, Το σοκάκι. Κριτικά: Μεταπολεμικοί πεζογράφοι (1982). Θέατρο: Ενοικιάζεται δωμάτιον μετ' επίπλων (1962). Μετέφρασε επίσης πολλά ξένα έργα (Ντοστογιέφσκι, Φίνλεϊ, Καίσλερ, Κάφκα κ.ά.).

Αλέξανδρος Κοτζιάς [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Περισκόπιο. Αλέξανδρος Κοτζιάς (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 


Γερανός ή Άνθρωποι και μηχανές

Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995), Γερανός ή Άνθρωποι και μηχανές (1982)


 

Αλέξανδρος Κοτζιάς

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926 και πέθανε το 1992. Έζησε άνετα παιδικά χρόνια, που τα διαδέχτηκαν, στην περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής, χρόνια ανέχειας και αντίξοων καταστάσεων. Τον Νοέμβριο του 1944 αρρώστησε από φυματίωση και στη διάρκεια των Δεκεμβριανών λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε το σπίτι της οικογένειάς του. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο διάστημα 1948-1952.

Ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία με τη δημοσιογραφία, συνεχίζοντας να την υπηρετεί ως το 1982. Από το 1961 ως το 1967 ήταν υπεύθυνος της φιλολογικής σελίδας της εφημερίδας "Μεσημβρινή ", στο διάστημα 1971-1972 ήταν βιβλιοκριτικός στην εφημερίδα "Το Βήμα" και από το 1975 ως το 1982 είχε την επιμέλεια του ένθετου "Φιλολογική Καθημερινή". Το 1968 συνυπέγραψε τη δήλωση των δεκαοχτώ συγγραφέων κατά του δικτατορικού καθεστώτος και υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας που παρουσίασε τα Δεκαοχτώ κείμενα (1970), τα Νέα Κείμενα I (1970) και τα Νέα Κείμενα II (1971) και διατέλεσε μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).

Εργάστηκε στο γραφείο τύπου της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο και στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών (1974-1981).

Πρωτοδημοσίευσε σε νεαρή ηλικία ένα διήγημα στο περιοδικό Μαθητικά Γράμματα (1943) και δέκα χρόνια αργότερα το πρώτο του μυθιστόρημα, Η πολιορκία. Παράλληλα άρχισε να μεταφράζει λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως έργα κλασικά. Το έργο του περιλαμβάνει μυθιστορήματα, θεατρικά κείμενα, κριτικά δοκίμια, ιστορικά αφηγήματα και μεταφράσεις. Μυθιστορήματα: Πολιορκία (1953), Μια σκοτεινή υπόθεση (1954), Ο Εωσφόρος (1959), Η απόπειρα (1964), Ο Γενναίος Τηλέμαχος (1972), Αντιποίησις αρχής (α' 1979), Φανταστική περιπέτεια (α' 1985), Ιαγουάρος (1987). Θεατρικά: Ενοικιάζεται δωμάτιον μετ' επίπλων (1962). Κριτικά δοκίμια: Μεταπολεμικοί πεζογράφοι (1982), Αφηγηματικά (1984), Δοκιμιακά και άλλα (1986). Ιστορικά αφηγήματα: Ο Εθνικός διχασμός (1984), Η δίκη των έξι (1975), Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών (1975). Μεταφράσεις: Φ. Ντοστογιέφσκι, Οι φτωχοί (1954), Μια αξιοθρήνητη ιστορία (1954), Άρθουρ Κέσλερ, Το μηδέν και το άπειρον (1960), Ο κομισάριος και ο γιόγκι (1962), Φραντς Κάφκα, Η δίκη (1961), Ο πύργος (1964), Τσέζαρε Παβέζε, Ο διάβολος στους λόφους (1969), Ν. Γκατζογιάννης, Ελένη (1983) κ.ά.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Τα έξι πρώτα μυθιστορήματα του Αλ. Κοτζιά αντλούν τη θεματική τους από τη νεοελληνική ιστορία της περιόδου 1943-1973. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι αρκετό για να χαρακτηριστεί ο Αλ. Κοτζιάς ως πολιτικός μυθιστοριογράφος. Στόχος του δεν είναι απλά και μόνο η αντικειμενική αναπαράσταση ενός γεγονότος, αλλά κυρίως ο αντίκτυπός του σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, καθώς επίσης και η ανίχνευση των χώρων όπου δρουν οι ποικιλώνυμες δυνάμεις που στηρίζουν την εκάστοτε εξουσία. Ό,τι θεωρείται άηθες και ηθικά απαράδεκτο, αποκαλύπτεται πίσω από τις πιο αθώες φαινομενικά αποφάσεις. Αυτός ο κόσμος που κινείται μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σε οποιοδήποτε καθεστώς, είναι στερημένος από ό,τι μάταια θα αναζητούσε ο αναγνώστης ως πολιτική συνείδηση [...]. Η έννοια του 'κακού' παρουσιάζεται στην πιο ακραία μορφή της, η βία επίσης συντελείται όχι ως ενέργεια ηθικά δικαιολογημένη αλλά ως κίνηση τυφλή, ενστικτώδης που καταστρέφει για να μην καταστραφεί η ίδια».

 

(Αλ. Ζήρας, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,

Εκδοτική Αθηνών, λ. Κοτζιάς Αλέξανδρος, τ. 5, σελ. 46)

 

«Συχνά μάλιστα, πλησιάζοντας περιοχές που είχαν παραμείνει ανεξερεύνητες [...], ορισμένα μυθιστορήματα του Κοτζιά οδήγησαν σε κάποιες (αναπόφευκτες ίσως τότε αλλά ανεπίτρεπτες τώρα πια) παρανοήσεις».

 

(Π. Ζάννας, «Αλέξανδρος Κοτζιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία,

Σοκόλης, Αθήνα, 1992, τ. Δ', σελ. 146)

 

«Ο κ. Κοτζιάς πριν καταπιασθεί με το μυθιστόρημά του θα έπρεπε πολλά να είχε διδαχθεί, θα έπρεπε πρώτα απ' όλα να έχει φροντίσει να πληροφορηθεί τι είναι λογοτεχνικό γράψιμο. Ο τρόπος γραφής της Πολιορκίας καθιστά την ανάγνωση τόσο επίπονη κι ανιαρή, είναι τόσο απωθητικό, ώστε κατηγορηματικά εμποδίζει ν' ανακαλύψουμε τις αρετές του βιβλίου - εάν υπάρχουν»

.

(Άλκης Θρύλος, «Το λογοτεχνικό 1953», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τ. 11, 1954, σελ. 313)

 

«Τα μυθιστορήματα του Κοτζιά δεν έχουν ήρωες με τη συνηθισμένη έννοια. Έχουν μορφές αντιηρωικές, αρνητικές (δεν υπάρχει κανένας "θετικός" ήρωας - κι αυτό είναι ένα από τα πολλά δεδομένα που τα διαφοροποιούν από τα μυθιστορήματα του "σοσιαλιστικού ρεαλισμού"), μορφές που συνήθως προκαλούν αποστροφή, απέχθεια, πρόσωπα με τα οποία αποκλείεται η ταύτιση του αναγνώστη (αλλά και του συγγραφέα). Όταν το μυθιστόρημα τελειώνει, ο αναγνώστης μπορεί να νιώσει μόνο οίκτο, διατηρώντας στάση κριτική (και μάλλον επικριτική) όχι μόνο απέναντι στα πρόσωπα, αλλά και απέναντι στα ιστορικά και κοινωνικά στοιχεία που επισημάνθηκαν και πάνω στα οποία προβλήθηκαν οι μυθιστορηματικές μορφές. Αλλά και αυτά ακόμη τα στοιχεία δεν προσπαθούν να εξηγήσουν τα πρόσωπα. Είναι στοιχεία που συνθέτουν (μαζί με όσα μας προσφέρει η περιγραφή συμπεριφορών και νοοτροπιών) τους μηχανισμούς που ορίζουν, καθοδηγούν και τελικά καταρρακώνουν τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, πρόσωπα τραγικά». Και υποσημειώνει ο Π. Ζάννας ότι ο Τίτος Πατρίκιος επισήμανε πρώτος αυτό το στοιχείο μιλώντας για την Πολιορκία [στο Διαβάζω, 7, 1977, σελ. 65]: "μπόρεσε ν' αναδείξει τους ιδεολογικο - πρακτικούς μηχανισμούς που για να συντηρηθούν πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν' αγαπούν, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους"».

 

(Π. Ζάννας, Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλης, ό.π. , σελ. 155)

 

Ο Π. Ζάννας σημειώνει ότι Η Πολιορκία κοιτάχτηκε με πιο καθαρό μάτι και από την κριτική της αριστεράς όταν, το 1976, κυκλοφόρησε σε τρίτη έκδοση.

«Η γραφή των μυθιστορημάτων του Κοτζιά βασίζεται σε μια όλο και πιο συστηματική επεξεργασία της αφηγηματικής τεχνικής. Αβέβαιη στα τρία πρώτα μυθιστορήματα, κυριαρχείται και κυριαρχεί στα επόμενα. Υποτάσσεται στη λογική της οπτικής γωνίας ή της αφηγηματικής φωνής, επιβάλλει (συχνά εναλλακτικά) το πρώτο, το δεύτερο ή το τρίτο ρηματικό πρόσωπο στο μυθιστορηματικό λόγο. Διασκορπίζει σε όλο το κείμενο τα φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία, τις νύξεις, τις υπομνήσεις, κάποιες πινελιές στα δευτερεύοντα πρόσωπα, κάποιες αναφορές στην ιστορική πραγματικότητα, που τελικά δένονται μεταξύ τους και συνθέτουν το πλέγμα του μύθου (της επινόησης) και της ιστορίας».

 

(Π. Ζάννας, ό.π., σελ. 156)

 

«Βασικό συστατικό της γραφής του Κοτζιά η γλώσσα. Από την πρώτη στιγμή έδειξε μια ξεχωριστή φροντίδα στην επεξεργασία της, γεγονός που ίσως να μην επισημάνθηκε από την παλαιότερη κριτική, που μάλλον ξαφνιάστηκε από την έλλειψη κάθε καλλιέπειας. Ο Κοτζιάς αντίθετα, και κυρίως στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα, υιοθέτησε μια ιδιωματική γλώσσα [...], προσαρμοσμένη στον κοινωνικό χώρο που περιγράφει. Γλώσσα που επιτείνει (σε ορισμένους τουλάχιστον αναγνώστες) την αποστροφή, αλλά και που δημιουργεί, με τη σπάνια αίσθηση του γλωσσικού ρυθμού και της λεκτικής ακρίβειας που διαθέτει ο συγγραφέας, ένα αξιοθαύμαστο πολυγλωσσικό και πολυφωνικό αποτέλεσμα.

Ο γλωσσικός οίστρος γίνεται ιδιαίτερα αισθητός στους εσωτερικούς, συνειρμικούς μονολόγους και —με διαφορετικό τρόπο στα διαλογικά μέρη των μυθιστορημάτων. Οι διάλογοι επεκτείνονται (κάποτε και υπερβολικά) με τρόπο που δεν αποβλέπει σε περισσότερο ρεαλισμό, αλλά στη δημιουργία μιας πιο μεγάλης έντασης, με εξπρεσιονιστικούς χρωματισμούς που φωτίζουν τα πρόσωπα. Δεν λείπει ο σαρκασμός, η λοιδορία, η γελοιογράφηση με μια παράξενη αίσθηση του παράλογου και του κωμικού».

 

(Π. Ζάννας, ό.π., σελ. 156)

 

«Γενικά κεντρικό θέμα της πεζογραφίας του Κοτζιά αποτελεί η μεταφυσική του κακού. Παρόμοια με κάποιους άλλους χριστιανούς συγγραφείς, βλέπει κι αυτός το κακό σαν κυριαρχικό γνώρισμα της ζωής, και για τούτο η παρουσία του βαραίνει εφιαλτικά και στα τρία του μυθιστορήματα. Το ανθρώπινο, το θεϊκό στοιχείο είναι τόσο λίγο, ίσα ίσα όσο χρειάζεται για να εκμηδενίζεται, και με τη συντριβή του να 'ρχεται η κάθαρση. Υπάρχει πάντα ένα εξιλαστήριο θύμα στα βιβλία του, το πιο αδύναμο και το πιο ανυπεράσπιστο πλάσμα συνήθως, όπως η Χριστίνα στην Πολιορκία κι η μικρή μαθήτρια στο Μια σκοτεινή υπόθεση, που σηκώνει στις πλάτες του όλο το βάρος και τελικά συντρίβεται κάτω από την πίεση μεγαλύτερων δυνάμεων. Είναι και η μόνη φωτεινή ακτίνα, μέσα στο ζοφερό κατά τ' άλλα κόσμο του συγγραφέα».

 

(Κ. Στεργιόπουλος, εφ. Βραδυνή, 14 Ιανουαρίου 1963)

 

«Ειδολογικά ο Α.Κ. κινείται μέσα στο χώρο του κλασικού μυθιστορήματος. Ήδη με το πρώτο από τα έργα του, την Πολιορκία, έδειξε ότι κατέχει αυτό τον χώρο. Με το τελευταίο, την Απόπειρα, φτάνει σε μια τελειότητα μορφής [...]».

 

(Τ. Κουφόπουλος, εφ. Μεσημβρινή, 1965, από την ανθολόγηση του Π. Ζάννα, ό.π., σελ. 162-163)

 

«Η Πολιορκία μπόρεσε ν' αναδείξει τους ιδεολογικοπρακτικούς μηχανισμούς που για να συντηρηθούν πρέπει να εξοντώσουν όσους τους αντιστέκονται και που λειτουργώντας αναγκάζουν τους φορείς τους να καταστρέψουν κι όποιον θα μπορούσαν ν' αγαπούν, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους. Μέσα στη διάπλεξη των κατοχικών συγκρούσεων η πολιορκία δείχνει τους μηχανισμούς αυτούς σ' έναν τερατώδη παροξυσμό. Αλλά δεν τους κλείνει μόνο σ' αυτό το συγκεκριμένο πλαίσιο. Υποδηλώνει τη λειτουργία τους σε άλλα επίπεδα και μ' άλλες μορφές, που έχουν προϋπάρξει. Έτσι π.χ. ο Παπαθανάσης, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, την πρακτική της μεταβολής του ανθρώπου σε ' άλλον', της αναγωγής του σε αντικείμενο που είναι για να χρησιμοποιείται ή να καταστρέφεται, την έχει ήδη ασκήσει πάνω στους μαύρους της Αφρικής».

 

(Τίτος Πατρίκιος, Διαβάζω, 1977, σελ. 164)

 

«Ο Αλ. Κοτζιάς δεν είναι, ούτε ήταν ποτέ, και φαντάζομαι πως μήτε ποτέ θα γίνει ένας συγγραφέας κεραυνοβόλος. Βαρύς και αργός, αργότατος, επαναληπτικός, συσσωρευτικός, μακροσκελής, σχολιαστικός σαν ψυχαναλυτής, αναλυτικός εξηγητής και όχι τόσο εφευρετικός σε ευφάνταστους μύθους και επεισόδια, σφυρηλατεί μέσα σε πλήθος σελίδων την ίδια λεπτομέρεια, για να ξαναγυρίσει σ' αυτήν αφού στο μεταξύ θα σφυρηλατήσει πολλές άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες. Αργεί πολύ και δυσκολεύεται ν' αρπάξει το κύριο θέμα του, σα να το γυρεύει από φράση σε φράση, ενώ θα πρέπει να πιστεύουμε πως ήδη το ξέρει και το έχει στοχαστεί, πριν ακόμη αρχίσει να το πραγματοποιεί σε μυθιστόρημα. Τον Κοτζιά σα μυθιστοριογράφο πρέπει κανείς να τον συγχρωτιστεί πολύ για να τον ανακαλύψει».

 

(Αντρέας Καραντώνης, 24 σύγχρονοι πεζογράφοι, 1978, Νικόδημος, Αθήνα,, 1978, σελ. 264)

 

«Με ήρωες άτομα λαϊκής καταγωγής και στοιχειώδους αντίληψης (ευάλωτα συνεπώς στις πιέσεις της εξουσίας) ή άτομα μικροαστικής τάξης (και επιρρεπή συνεπώς σε συναλλαγή με την εξουσία), ο κόσμος του Αλ. Κοτζιά και η "μυθολογία" του απαρτίζουν ένα σύστημα σημείων, όπου οι δόσεις του καλού και του κακού παρουσιάζονται σε έσχατη ανάλυση ισοδύναμες. Όμως, πριν από το έσχατο αυτό στάδιο, επικρατεί η ζοφερή εικόνα των καταστάσεων και τα αποπνικτικά στοιχεία που τη συγκροτούν. Ωστόσο, αυτή η ροπή του συγγραφέα προς την υπογράμμιση σκοτεινών όψεων της ζωής δεν είναι δίκαιο να εκληφθεί ως μονομέρειά του, μα ως έγνοια του για την υπέρβαση των αρνητικών φαινομένων μιας υπαρκτής κατάστασης, δίχως να ολισθαίνει στην ηθικολογία, η οποία μάλλον υπονομεύεται, διότι υποβαθμίζει τη βαθύτερη υπαρξιακή αντιμετώπιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Ο Αλ. Κοτζιάς είναι "πολιτικός" συγγραφέας υπό την έννοια ότι οι ήρωές του και οι πράξεις τους τοποθετούνται μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ταυτόχρονα όμως αντιμετωπίζονται και ως υπαρξιακές οντότητες με ό,τι ο συνδυασμός αυτός συνεπάγεται. Ξεκινώντας με συγκρατημένα ελλειπτική γραφή και με οργάνωση της ύλης σύμφωνα με την παράδοση της κλασικής πεζογραφίας, ιδωμένης κριτικά, εξελίχθηκε από τον Γενναίο Τηλέμαχο και ύστερα σε απολύτως νεωτερικό πεζογράφο, του οποίου ο μαιανδρικός λόγος ενεργεί και ως φορέας γεγονότων και σημασιών και παράλληλα ως φορέας της λειτουργίας και ροής της συνείδησης. Γραφή πλούσια και τελικά δύσκολη, που δεν αποβλέπει στη συγκίνηση του αναγνώστη, αλλά στην ενεργητική συμμετοχή και την εγρήγορσή του».

 

(Αλεξ. Αργυρίου, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, λ. Κοτζιάς Αλέξανδρος, τ. 35, σελ. 287)

 

«Θεματολογικά, το χαρακτηριστικότερο αναγνωριστικό στοιχείο των βιβλίων του Κοτζιά είναι η εξουθενωτική ασχήμια των χαρακτήρων του —στα κίνητρα, στη γλώσσα, στη συμπεριφορά, στην εμφάνιση. Είναι πιθανό ότι ο συγγραφέας θέλησε με αυτό τον τρόπο να επιστήσει, μέσω ενός σοκ, την προσοχή του αναγνώστη στους θλιβερούς ανθρώπινους χαρακτήρες που παρήγαγε η μεταπολεμική πραγματικότητα. Έτσι, ωστόσο, εξέθεσε τον εαυτό του στον κίνδυνο της μονομέρειας κι ενός κάπως μονολιθικού αρνητισμού [.....].

»Αν και η αντίληψη του Κοτζιά για τη μεταπολεμική Ελλάδα φαίνεται σήμερα περισσότερο δικαιολογημένη από εκείνη άλλων συγγραφέων της γενιάς του, η κύρια και πιο ενδιαφέρουσα συμβολή του στην ελληνική πεζογραφία βρίσκεται αλλού. Είναι η εντελώς ιδιότυπη γραφή, ένα είδος ρεαλιστικού εσωτερικού μονόλογου, που αναφέρεται περισσότερο σε εξωτερικές πράξεις παρά σε διεργασίες της συνείδησης και συνθέτει σταδιακά μια εικόνα του κεντρικού προσώπου διαφορετική από εκείνη που το ίδιο θέλει να παρουσιάσει».

 

(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα,, 1999, σελ. 130)

 

«Ο Αλ. Κοτζιάς, ο αυτοαποκαλούμενος ωσεί ρεαλιστής ή ψευδορεαλιστής πεζογράφος, σέβεται την πιθανοφάνεια και τηρεί απαρέγκλιτα τις συμβάσεις του χώρου, του χρόνου και γενικά την ατμόσφαιρα της εποχής στην οποία τοποθετεί τις ιστορίες του. Εντάσσει δηλαδή τις ιστορίες του σ' αυτό που ονομάζουμε νεοελληνική πραγματικότητα. Όμως υπερβαίνει αυτό τον εξωτερικό ρεαλισμό καθώς εισβάλλει στη συνείδηση των ηρώων του, συνήθως περιθωριακών, και στα χαοτικά σκιρτήματα του ψυχισμού τους, για να συλλάβει τη μυστική ρίζα του κακού [...]».

 

(Γ.Δ. Παγανός, Μοντερνισμός και πρωτοπορίες, Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σελ. 158-159)

 

3. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΑΡΓΥΡΙΟΥ Αλ., «Κοτζιάς Αλέξανδρος», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα.

ΖΑΝΝΑΣ Π., «Αλέξανδρος Κοτζιάς», Η μεταπολεμική πεζογραφία - Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67, τ. Δ', Σοκόλης, Αθήνα, 1992, σελ.142-223.

ΖΗΡΑΣ Αλ., «Κοτζιάς Αλέξανδρος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 5, Εκδοτική Αθηνών.

ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ Αν., 24 σύγχρονοι πεζογράφοι, Νικόδημος, Αθήνα, 1978.

ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ Δ., Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα, 1999.

ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Κ., Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2003.

ΠΑΓΑΝΟΣ Γ., Μοντερνισμός και πρωτοπορίες, Σαββάλας, Αθήνα, 2003.

ΠΟΛΙΤΗΣ Λ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1980.

ΣΑΧΙΝΗΣ Απ., Νέοι πεζογράφοι 1945-1965, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1965

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Νέα Εστία, Αφιέρωμα, Δεκέμβριος 2002.

 

pano

 


 

Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
ΠΟ.Θ.Ε.Γ.
Το πεζογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά. Του Μπάμπη Δερμιτζάκη δεσμός
Εκπομπή ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση της συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano