Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Θανάσης Βαλτινός, Ο Παναγιώτης

312 313 Ε B

307 308 309 310 311

312

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Θανάσης Βαλτινός, Ο Παναγιώτης

 

 


 

Ο Παναγιωτησ
(διήγημα)

Γεννήθηκε στην Κυνουρία, στο χωριό Καράτουλα. Ήταν της κλάσεως του 1949. Το φθινόπωρο του '20, με ένα χρόνο καθυστέρηση, τον κάλεσαν στον στρατό να γυμναστεί.

Παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο, αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου —τις εκλογές που έχασε ο Βενιζέλος—, στα εμπόδια του 8ου πεζικού συντάγματος. Σ' αυτά τον κράτησαν τρεις μήνες, τον έκαναν πυροβολητή και ύστερα μέσω Πειραιώς, τον έστειλαν να πολεμήσει στη Μικρά Ασία.

Εκεί, από τον Μάρτιο του '21 ως τον Ιούλιο, έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις προς Εσκή Σεχίρ και διακρίθηκε.

(Ο ίδιος ο στρατηλάτης Κωνσταντίνος, ο γιος του Αητού, στάθηκε μπροστά του στο αρχαίο Δορύλαιο και του κάρφωσε στο στήθος το Παράσημο.)

Δυο βδομάδες μετά είκοσι τριών χρονών, στο μεγάλο ελιγμό της στρατιάς για το αποφασιστικό χτύπημα, πέρασε την Αλμυρά Έρημο: Ημερόνυχτα πορεία μέσα στον μπουχό και τον ιδρώτα, χωρίς νερό αλλά με ακμαίο φρόνημα, μέχρι το Γόρδιον. Πήγαιναν για την Κόκκινη Μηλιά.

Όταν έσπασε το μέτωπο, το '22, πολλά χιλιόμετρα πια δώθε από τον Σαγγάριο, στο Αλή Βεράν, πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με το στρατηγό Τρικούπη και τα υπολείμματα του Γ' Σώματος.

Ήταν η τελευταία τους μάχη.

Από το στρατόπεδο του Ουσάκ επέζησε —ένας στους τρεις— και, κοπανώντας για δεκαοχτώ μήνες χαλίκι, έφτασε ως την Κιλικία.

Στην ανταλλαγή, το '24, εντελώς ανέλπιστα, με άλλους καμιά τριακοσαριά ακόμα, τον κατέβασαν στη Σμύρνη.

Μια επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού τούς περίμενε στο σταθμό Μπασμά Χανέ, τους παράλαβε χοντρικά, τους φόρτωσε στο ατμόπλοιο «Μαρίκα Τόγια» από τη Σιδερόσκαλα της Πούντας και, όσο το καράβι ανοιγόταν, ο Παναγιώτης όρθιος στο ψηλότερο κατάστρωμα κοίταζε πίσω του τη στεριά που μίκραινε.

Παρά τους εξευτελισμούς που είχε υποστεί και με όλα τα ράκη που τον σκέπαζαν, η μορφή του εξακολουθούσε να διατηρεί κάτι αρχαγγελικό.

Η αρρώστια τού παρουσιάστηκε πολύ αργότερα, τέλη του '27. Άρχισε να τρέμει το δεξί του χέρι, ένα είδος Πάρκινσον. Άρχισε επίσης και να τραυλίζει. Οι γιατροί που τον εξέτασαν αποφάνθηκαν ότι ήταν από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας.

Ένας κομματάρχης, παλιός συμμαχητής του, τον έσπρωξε να γυρέψει 313σύνταξη. Τον βοήθησε έφτιαξαν τα χαρτιά του, τα έστειλε στο υπουργείο και περίμενε. Του απάντησαν σε εννέα μήνες αρνητικά.

Στο μεταξύ πέθανε η μάνα του και ένας μεγαλύτερος αδερφός του που συντηρούσε και τους δυο.

Κάμποσο καιρό, για να τα βγάλει πέρα, ο Παναγιώτης έκανε θελήματα. Μετά αναγκάστηκε να επαιτεί. Περίεργη επαιτεία: Μάζευε και εμπορευόταν διάφορα χορτάρια, ρίγανη, φασκόμηλο — μικροποσότητες, πρόσχημα για όση περηφάνια τού είχε απομείνει.

Μια γειτόνισσα μοδίστρα, παντρεμένη, παιδικός του έρωτας κάποτε, τον λυπήθηκε, και του έραψε μερικά ομοιόμορφα σακούλια από κάμποτο, με σούρα στο απάνω μέρος. Αυτός τα γέμιζε με υπομονή, τα φορτωνόταν και έπαιρνε τους δρόμους. Η μισή Πελοπόννησος τον έμαθε έτσι: Ο Παναγιώπης.

Καμιά φορά στις δημοσιές, μέσα στην καλοκαιριάτικη ζέστη, οι ατσίδες οδηγοί των φορτηγών σταμάταγαν, τον ανέβαζαν δίπλα τους και για να σπάνε πλάκα στη διαδρομή, του άνοιγαν χοντρή κουβέντα.

Ακόμα και τα αλάνια στις μικροπολιτείες που διανυκτέρευε τον πείραζαν. Άλλοτε του κρέμαγαν ντενεκέδες, άλλοτε κουρελόχαρτα και του έβαζαν φωτιά. Δέχτηκε τα πάντα, όχι σα μοίρα — καλόκαρδα. Ίσως να το γλένταγε κι ο ίδιος από μέσα του.

Το '57, στρατιώτης, κατέβαινα με άδεια από τη Μακεδονία και τον τράκαρα στο Άργος, στις «γυναίκες». Τους πούλαγε σερνικοβότανο. Είχαμε κάποια μακρινή συγγένεια εξ αγχιστείας και όταν με είδε κοκκίνισε, θα κόντευε τότε εξηντάρης. Το 1973 αποτραβήχτηκε οριστικά στο χωριό του. Είχε γεράσει πια, το φως του είχε αρχίσει να θαμπώνει, τα πόδια του δεν τον βάσταγαν να κάνει τη γύρα όπως άλλοτε. Τον περιμάζεψαν κάτι μικρανίψια του. Του έδιναν ένα πιάτο φαΐ και μια από τις νυφάδες τού ζεμάταγε κάθε δεκαπέντε τη μοναδική αλλαξιά τα εσώρουχα. Για ανταμοιβή τούς έβοσκε δυο τρεις γίδες που είχαν στο κατώι.

Πέθανε την ίδια χρονιά τον Αύγουστο μήνα. Είχε βγει έξω με τα ζωντανά, δίψασε, κάπου έσκυψε να πιει σ' ένα λάκκο, γλίστρησε —τέσσερα δάχτυλα νερό— και πνίγηκε.

 

Γ. Ιωάννου, «Πώς εξοντώθηκε ο Ταμανάκιας»

 

 

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Το αφήγημα παρουσιάζει μια έκθεση γεγονότων με πολύ συνοπτικό τρόπο. Να εντοπίσετε αυτές τις χρονικές στιγμές και να παρατηρήσετε τις αντιστοιχίες τους.
  2. Ποια η οπτική γωνία του αφηγητή; Πιστεύετε ότι παραμένει ουδέτερος στην έκθεση των γεγονότων; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
  3. Να εξετάσετε τη δράση, τη μορφή και τη γενικότερη συμπεριφορά του ήρωα. Σε ποιο συμπέρασμα καταλήγετε;
  4. α) Να γίνει συσχετισμός του κειμένου με το ακόλουθο απόσπασμα του Μακρυγιάννη; «Και οι αγωνισταί και χήρες των σκοτωμένων κι ορφανά παιδιά τους, κι εκείνοι οπού θυσιάζουν του δικούς τους σ' τα δεινά της πατρίδος, ας γκεζερούν εις τους δρόμους ξυπόλυτοι και ταλαιπωρημένοι κι ας λένε "ψωμάκι"», β) Βλέπετε κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στη ζωή του Παναγιώτη και στο στίχο του Σεφέρη: «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά»;

 

 


Θανάσης Βαλτινός

Θανάσης Βαλτινός (1932-)

Γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Καράτουλα της Κυνουρίας του Ν. Αρκαδίας. Μεγάλωσε στη Σπάρτη, στο Γύθειο και στην Τρίπολη. Φοίτησε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και παρακολούθησε μαθήματα κινηματογραφίας. Ζει στην Αθήνα. Έργα του: Η κάθοδος των εννέα (1963), Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη (Μέρος πρώτο: Αμερική) (1972), Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1978), Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο (1985), Στοιχεία για τη δεκαετία του '60 (1989), Φτερά μπεκάτσας (1992), Ορθοκωστά (1994), Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη (βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί-22) (2000). Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1990.

Θανάσης Βαλτινός [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]

Περισκόπιο. Θανάσης Βαλτινός (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Για μια θέση στο ράφι. Θανάσης Βαλτινός (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]  

 


Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995), Το παιδί με το μύλο

Διαμαντής Διαμαντόπουλος (1914-1995), Το παιδί με το μύλο


 

Βαλτινός Θανάσης

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός, γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Καράτουλα της Κυνουρίας (Ν. Αρκαδίας). Από το 1950 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Σπούδασε σε σχολή κινηματογράφου στην Αθήνα. Μετά το 1974 έζησε κατά διαστήματα στο εξωτερικό (Αγγλία, Δυτικό Βερολίνο και Η.Π.Α.).

Το 1990 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο για το βιβλίο του "Στοιχεία για τη δεκαετία του '60". Για το βιβλίο του "Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί - '22" προτάθηκε από την επιτροπή επιλογής για το βραβείο λογοτεχνίας του 2001.

Παράλληλα έχει μεταφράσει τις Τρωάδες του Ευριπίδη και την Ορέστεια του Αισχύλου, που παίχτηκαν από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν το 1979 και το 1980 αντίστοιχα. Έγραψε επίσης το σενάριο της ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, για το οποίο βραβεύθηκε στο φεστιβάλ Κανών το 1984. Είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών και της Εταιρείας Συγγραφέων της οποίας υπήρξε πρόεδρος επί σειρά ετών. Έχει συμμετάσχει σε ελληνικές και διεθνείς εκθέσεις βιβλίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και έχουν κυκλοφορήσει στη Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία, Ολλανδία, Τουρκία, Αμερική κ.α..

Έγραψε: Η Κάθοδος των εννιά (1963), Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο πρώτο: Αμερική (1964), Τρία Ελληνικά μονόπρακτα, (1978), Εθισμός στη νικοτίνη [διήγημα, στο τομίδιο Τρία διηγήματα, Θανάσης Βαλτινός, Χριστόφορος Μηλιώνης, Δημήτρης Νόλλας] (1984), Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο (1985), Στοιχεία για την δεκαετία του '60 (1989), Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν (1992), Φτερά Μπεκάτσας (1993), Ορθοκωστά (1994), Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βαλκανικοί- '22 (2000), Ημερολόγιο 1836-2011, (2001), Περί σχεδίου ο λόγος (συλλογικό έργο 2006).

 

Ο Θανάσης Βαλτινός, ως πεζογράφος, ανήκει στη λεγόμενη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Το γράψιμό του, το χαρακτηρίζει λιτός, μικροπερίοδος λόγος και πρωτοτυπία του ύφους, με όσα η έννοια "λογοτεχνικό ύφος" μπορεί να σημαίνει. Σε γενικές γραμμές αποκλίνει από τον κανόνα και δημιουργεί ένα δικό του τρόπο εκφοράς του λόγου, με κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την ασχολίαστη παρουσίαση των ηρώων του και των πράξεών τους.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Αν ο Βαλτινός έγραφε ποίηση, γραμματολογικώς θα ανήκε στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Η γραμματολογία μας δεν έχει αναγνωρίσει στη μεταπολεμική πεζογραφία διακρίσεις ανάλογες με εκείνες της μεταπολεμικής ποίησης [...]. Η παιδική ηλικία και η εφηβεία όλων αυτών των συγγραφέων (ο Βαλτινός είναι μόλις οκτώ ετών όταν αρχίζει ο πόλεμος) σημαδεύεται από τα γεγονότα και τις δύσκολες συνθήκες της εποχής και στη συνέχεια δοκιμάζεται από τον εμφύλιο. Τις εμπειρίες αυτές εισπράττουν και γεύονται όλοι οι συνομήλικοι ή περίπου συνομήλικοι του Βαλτινού, αντλούν από ίδια ή παραπλήσια ερεθίσματα, εμπνέονται από την ίδια πραγματικότητα και συμβάλλουν στη διαμόρφωση του ίδιου μωσαϊκού, που δεν είναι άλλο από το μετασχηματισμό της νεοελληνικής κοινωνίας... Είναι, επομένως, αναπόφευκτη η οδυνηρή σύγκρουση των συγγραφέων αυτών με την ιστορική στιγμή, η προ-σπάθειά τους να καταμετρήσουν τις πληγές και τα τραύματα, ο διάλογός τους με τα γεγονότα του τότε μέσω του σήμερα της γραφής, η επιθυμία τους να ανιχνεύσουν τα αίτια και να συνειδητοποιήσουν τα αποτελέσματα [.....].

Ο ιδιότυπος τρόπος, με τον οποίον ο Βαλτινός επανέρχεται και ανακυκλώνει τη σχέση του με την Ιστορία είναι εύγλωτος και στον τίτλο του πιο πρόσφατου βιβλίου του (Ημερολόγιο 1836-2011). Με σύντομες ετεροχρονισμένες και ασυνεπείς στη χρονολογική τους σειρά ημερολογιακές εγγραφές, καταγράφονται μικρά γεγονότα, εντυπώσεις, ερωτικές στιγμές... Εδώ υπάρχει μια υπεροπτικά ανατρεπτική στάση απέναντι στον συμβατικό χρόνο, ένα γύρισμα της πλάτης στα συμβατικά και πεπερασμένα όρια του χρόνου και της ανθρώπινης ζωής. Και κατά κανόνα σύντομες και λιτές εγγραφές μοιάζουν με επιτύμβια σε ανώνυμα, ή σε χωρίς ιδιαίτερη μορφή επώνυμα πρόσωπα και σε φευγαλέες καταστάσεις. Η γλώσσα του Βαλτινού αποβάλλει εδώ τον συνήθως λαϊκότροπο χαρακτήρα της, διατηρώντας όμως τον υπαινικτικό και υποβλητικό φόρτο της. Οι σχέσεις του Βαλτινού με τη γλώσσα έχουν σχολιαστεί κατά καιρούς και είναι ένα θέμα που θα χρειαζόταν ξεχωριστή διαπραγμάτευση. Περιορίζομαι εδώ να θυμίσω τη φράση που εκφέρει η ηρωίδα του στο Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο: Θα προτιμούσα να ξέρω τριακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω μ' αυτές. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει ό,τι κι αν λένε, και τυραννιέσαι απλώς. Η αποφθεγματική αυτή φράση είναι, πιστεύω, η περιοχή όπου δοκιμάζεται, αλλά και δοκιμάζει τις δυνάμεις του, όχι μόνον ο Βαλτινός, μα και κάθε άξιος του ονόματός του συγγραφέας».

 

(Δημ. Δασκαλόπουλος, "Ανακύκληση και ανακύκλωση της Ιστορίας η περίπτωση του Θανάση Βαλτινού",
Πόρφυρας, 103, 2002, σελ. 21-22)

 

«Ο Βαλτινός πρέπει να είναι επίμονος και σταθερός λάτρης της μικρής, της σύντομης αφηγηματικής φόρμας. Αυτό τουλάχιστον βεβαιώνει, στη μεγαλύτερή του έκταση, το έργο του. Παράλληλα, είναι και ο πρώτος ίσως πεζογράφος που, ακόμα και στις τυπικά εκτενείς συνθέσεις του, εισήγαγε και συσσωμάτωσε, με ευρηματικό και πρωτότυπο τρόπο, τη λειτουργία της σύντομης και περιεκτικής φόρμας. Η ευστοχία και η ευρηματικότητα αυτή της συσσωμάτωσης στον Βαλτινό λειτουργεί με τον εξής τρόπο: ο αφηγηματικός ιστός μιας ευρύτερης κειμενικά σύνθεσης μπορεί να συντίθεται και να συγκροτείται από μια σειρά μικροκειμένων, που όμως οργανώνονται σε ενιαίο και συμπαγές σύνολο. Τα μικροκείμενα αυτά, ενώ μπορούν, το καθένα χωριστά, να διατηρούν την κειμενική τους αυτοτέλεια, ταυτόχρονα συνθέτουν τη ροή και διασφαλίζουν τη θεματική συνοχή της ευρύτερης αφήγησης. Συγκεκριμένα, σε ορισμένα έργα του Βαλτινού, ο αφηγηματικός ιστός ή το νήμα της αφήγησης διαρθρώνεται και ξετυλίγεται σταδιακά όχι ως μια αδιάκοπη ροή περιστατικών και γεγονότων αλλά ως μια παρατακτική παράθεση ή σπονδύλωση και οργάνωση διαδοχικών μικροκειμένων. Μέσα, όμως, από το σύνολο αυτών των αφηγηματικών ψηφίδων αναδεικνύεται, ως ενιαία ολότητα, η ευρύτερη συγγραφική πρόθεση και η θεματική συνοχή του έργου».

 

(Νικήτας Παρίσης, "Η λειτουργία της μικρής αφηγηματικής φόρμας στο έργο του Θανάση Βαλτινού",
Πόρφυρας, 103, 2002, σελ. 25-26)

 

«... στον Βαλτινό το χαρακτηριστικό στοιχείο που διαμορφώνει αυτό το ύφος είναι η ολοσχερής απάλειψη του αφηγητή, η ασχολίαστη παρουσίαση δρώντων και δρωμένων, που έτσι αποκτούν το χαρακτήρα της μαρτυρίας. Ο χαρακτήρας αυτός ενισχύεται βέβαια από τον λαϊκότροπο λόγο των προσώπων, που συνήθως —αλλά όπως θα δούμε, όχι αποκλειστικά— αναπαράγεται στο κείμενο. Η απάλειψη του αφηγητή, όπως την ασκεί ο Βαλτινός, αποτελεί μια εξαιρετική καινοτομία στη λογοτεχνική πρακτική όχι μόνο των ελληνικών γραμμάτων. Η ύπαρξη ενός αυθύπαρκτου, προσωπικού αφηγητή, ο οποίος δεν ταυτίζεται με το συγγραφέα, θεωρήθηκε το κατεξοχήν χαρακτηριστικό του γένους της αφήγησης, αυτό που σηματοδοτεί το διαμεσολαβητικό της χαρακτήρα: "όπου μεταβιβάζεται μια είδηση, όπου αναφέρουν ή αφηγούνται κάτι, γίνεται αισθητή η φωνή ενός διαμεσολαβητή, ενός αφηγητή [...] χαρακτηριστικό στοιχείο που διαφοροποιεί την αφήγηση από το δράμα" (F. Stanzel). Ο Βαλτινός ανατρέπει το θεμελιακό αυτό γεγονός και αφηγείται χωρίς διαμεσολάβηση, αφού βέβαια δεν γράφει θεατρικά έργα, αλλά όπως και ο ίδιος γράφει στους υποτίτλους του, μυθιστορήματα».

 

(Κ. Χρυσομάλλη-Henrich, "Το ύφος της αμεσότητας, αρμονία λόγου και περιεχομένων -Στοιχεία της ποιητικής του Θανάση Βαλτινού",
Πόρφυρας, 103, 2002, σελ.29-30)

 

«Εκείνο που χαρίζει διαστάσεις και λειτουργικότητα ζωντανού οργανισμού σ' αυτό το αφήγημα (Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη) είναι κατά βάση η γραφή του. Γραφή στο έπακρο λιτή, γυμνή, μικροπερίοδη που σκοπεύει ευθύβολα το αντικείμενο, σπάνια προσφεύγοντας στο επίθετο και το επιχείρημα, με αποτέλεσμα να αναδείχνεται με την ανυπέρβλητη δύναμή του το ουσιαστικό και το ρήμα, και δημιουργείται μια αίσθηση άμεσης επαφής με τον κόσμο —μια χοϊκή πάντως αμεσότητα που ταυτόχρονα περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε πράγματα χειροπιαστά, σε καταστάσεις χοντρικά ξεκαθαρισμένες, αρχαϊκές».

 

(Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι: Θανάσης Βαλτινός Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη,
Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ.211)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

• Να ερευνηθεί από τους μαθητές από ποια οπτική γωνία και με ποια συναισθήματα ο αφηγητής / παρατηρητής παρακολουθεί τον ήρωά του σ' όλο το αφήγημα.

• Να υπογραμμιστούν τα σημεία του διηγήματος που δείχνουν ότι ο αφηγητής δεν είναι, όσο θέλει να δείξει με τη δήθεν αδιάφορη αφήγησή του, αποστασιοποιημένος από τον ήρωά του (φαινομενική αποσυναισθηματοποίηση),

• Ν' αναζητηθούν οι λόγοι για τους οποίους θέλει, ο αφηγητής, να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη αυτού του προσώπου, αυτού του απλού ανθρώπου, του Παναγιώτη, παρακολουθώντας τη ζωή του και τους σημαντικούς σταθμούς της: (1919, '20, '21, το '22, το '24, τέλη του '27 κ.λπ.).

• Να ζητήσουμε από τους μαθητές μας να επισημάνουν τα σχετικά σημεία - χωρία του διηγήματος και, με τα μάτια του αφηγητή, να διακρίνουν σ' αυτά τη μορφή του Παναγιώτη. Έπειτα να σκιαγραφήσουν τον άνθρωπο που ξεπροβάλλει από τις μικρές νύξεις του και να διακρίνουν τον θαυμασμό του για τον ήρωα του, για την εσωτερική δύναμη και ανωτερότητα που αποπνέει από την αρχή μέχρι το τέλος του διηγήματος η τυραννημένη από τις κακουχίες μορφή του.

• Ν' αναγνωρίσουν τις ιδιαιτερότητες της γραφής του Θανάση Βαλτινού, τον αστόλιστο λόγο του, που εκφέρεται κυρίως με ρήματα και ουσιαστικά, και που, με τη λιτότητά του, μας παραπέμπει στα δημοτικά μας τραγούδια.

• Να συσχετίσουν τον μικροπερίοδο λόγο, που χρησιμοποιεί, τις μικρές προτάσεις που τις χωρίζει περισσότερο η τελεία και λιγότερο το κόμμα, με το κοφτό και στακάτο ύφος στο γράψιμό του. Αυτό ακριβώς το ύφος δίνει στο συγκεκριμένο διήγημα τη χροιά της σύντομης αναφοράς-χρονικού χωρίς να του στερεί τη λογοτεχνικότητα και την αφηγηματική ένταση.

• Να προσδιοριστεί το αδιόρατο "κάτι" που καθιστά λογοτέχνημα την απλή, κατάθεση - αναφορά των σταδίων ακμής, παρακμής και ξεπεσμού του άνδρα.

 

Παράλληλο κείμενο

Γ. Ιωάννου, Πώς εξοντώθηκε ο Ταμανάκιας

«Κάτω απ' το παράθυρό μου πάντοτε ζάρωνε ο Ταμανάκιας. Ένας μεσήλικας ολότελα τυφλός, που μόλις άκουγε τα βήματά μου άρχιζε να φωνάζει για τσιγάρο. Άναβα ένα και του το 'δινα. Πέρα στην Πίνδο άστραφτε συνήθως. Έκλεινα τα παντζούρια κι έπαυε κι αυτό να υπάρχει. Ο Ταμανάκιας σιγοτραγουδούσε, λαγοκοιμόταν, παραμιλούσε. Λίγα πράγματα υπήρχαν γι' αυτόν. Σαν άκουγε νέα βήματα χτυπούσε το μπαστούνι και φώναζε πάλι για τσιγάρο. Ήταν το μόνο πράγμα που ζητούσε. Συχνά έρχονταν παιδιά και με σατανικά αλλοιωμένη φωνή του σιγοφώναζαν: "Ταμανάκια, θα πεθάνεις. Είμαι ο άγγελός σου". "Της μάνας σου το ..." απαντούσε εκείνος στριφογυρνώντας επικίνδυνα τη μαγκούρα του. Όταν το κακό παραγινόταν, έβγαινα κι εγώ στο παράθυρο κι άρχιζα να φωνάζω. Μελετούσα αγρίως και τότε. Ο Ταμανάκιας μουρμουρίζοντας πήγαινε λίγο πιο πέρα. Είχε αδέρφια, είχε ξαδέρφια, είχε συγγενείς, κανένας δεν τον έβαζε στο σπίτι του. Ορισμένοι μάλιστα απ' αυτούς, όπως είχα μάθει, ανήκαν στους τύπους εκείνους που πονούν για όλη την ανθρωπότητα - φτάνει μονάχα να μη βρεθεί συγκεκριμένη περίπτωση μπροστά τους. Ο τυφλός χέζονταν και κατουρούσε πάνω του. Χειμώνα καλοκαίρι έμενε στο δρόμο. Το χιόνι μέχρι που τον κουκούλωνε πολλές φορές. Οι γερμανοί σκοποί κατ' επανάληψη τον είχανε πυροβολήσει, μα αυτός τραβούσε άτρωτος κι απτόητος με το μπαστούνι. Ο δεσπότης ενδιαφέρθηκε κάποτε για λίγο. Ήταν όμως δύσκολη η περίπτωσή του και τον παράτησε. Είχε σοβαρότερες ασχολίες. Άλλωστε ήταν πασίγνωστο πως απ' το κεφάλι του τα είχε πάθει όλα ο Ταμανάκιας, απ' το πολύ κρασί. Δεν ήταν εκ γενετής τυφλός. Έπεσε μια νύχτα μεθυσμένος μες τα οξέα του βυρσοδεψείου του και κάηκαν οι κόρες των ματιών του.

Μονάχα η κόρη της νοικοκυράς μου, μια γενναία κοπέλα, είχε το κουράγιο πότε πότε να τον ζυγώνει. Τον έλουζε στο πλυσταριό, στον ξύριζε και τον άλλαζε. Αυτός της έδινε χίλιες ευχές. ...

Όσο όμως το καλοκαίρι εκείνο βάθαινε, τόσο παραγίνονταν ο Ταμανάκιας. Βρωμούσε πολύ περισσότερο και δεν άλλαζε, όπως πρώτα, ανάλογα με τον ήλιο θέση. Η ζέστα ολοένα κι ανέβαινε. Είχε φτάσει τους σαράντα τρεις βαθμούς. Εμάς και το Αγρίνιο μας ανάφερναν πλέον οι εφημερίδες όλης της χώρας. Δεν ήμασταν και τόσο δυστυχισμένοι, όσο θα νόμιζε κανείς.

Ένα πρωινό ο μακαρίτης βρέθηκε καθισμένος δίπλα στο ρέμα. Η μέρα προμηνύονταν ακόμα πιο θερμή. Μια ασυνήθιστη κίνηση υπήρχε στα γύρω παράθυρα και τους εξώστες. Σαν πολύ ξεχνιόντουσαν οι νοικοκυρές μετά το τίναγμα. Δύο τρεις μπαμπόγριες είχαν λάβει θέση κιόλας στα κατώφλια της αντικρινής όχθης και παρατηρούσαν ακίνητες τον Ταμανάκια, που καθισμένος σε μια πέτρα κουνιότανε μπρος πίσω σαν ιεροψάλτης. Μια παρέα παιδιά στέκονταν κάτω από ένα δέντρο κοιτάζοντας τον τυφλό ζητιάνο μέσα σε τόσο απόλυτη σιγή που θαρρείς και παρακολουθούσαν ιεροτελεστία. Ο ήλιος στο μεταξύ άναβε και κόρωνε. Ο μπακάλης κάθε τρεις και λίγο έβγαινε και κοίταζε προς τον Ταμανάκια. Το ίδιο έκαμνε κι ο μανάβης. Δεν έλεγαν τίποτε μεταξύ τους, μα αλληλοκοιταζόντουσαν συνωμοτικά δεν ακούγονταν καθόλου φωνές ή κρότοι. Όλοι τους είχαν ξαφνικά σωπάσει, λες και προσπαθούσαν να μην τους πάρει είδηση κάποιος.....Ο Ταμανάκιας θα 'πρεπε

να έχει αρχίσει να ψήνεται. Κατά το μεσημέρι έγειρε κι ύστερα κύλησε από την πέτρα. Αμέσως υψώθηκε ένας αλαλαγμός: "έπεσε, έπεσε, πεθαίνει!" Γέμισαν στη στιγμή τα λιακωτά και τα παράθυρα. Οι μαγαζάτορες βγήκαν με κρυφό χαμόγελο στο δρόμο. Κανένας δε ρωτούσε ποιος έπεσε ή ποιος πεθαίνει. Όλοι τους ήξεραν.

Τότε δυο τρεις έφεραν μια ψάθα. Πλησίασαν τον Ταμανάκια και σπρώχνοντάς τον με κάτι ξύλα για να μη μιανθούν, τον κύλησαν πάνω στην ψάθα και τον κουβάλησαν έτσι στο μέρος της σκιάς. Τον άφησαν έξω ακριβώς απ' το ταβερνάκι. Μια όμορφη πέτρα βρέθηκε για προσκέφαλο. Ψυχομαχούσε. Του έριξαν έναν κουβά νερό. Κάτι επαναλάμβανε μπερδεμένα. Στέκονταν γύρω γύρω και τον παρατηρούσαν ψυχρά, όλο περιέργεια. Όταν τέλος ξεψύχησε, όλοι έκαναν με ανακούφιση το σταυρό τους. Αμέσως όμως μετά τα σταυροκοπήματα τον άρπαξαν με την ψάθα και τον ξαναπήγαν δίπλα στο ρέμα. Τώρα που είχε πεθάνει θα τον εγκατέλειπαν, λέει, οι αναρίθμητες ψείρες του. Όλα τα ξέρανε, τέλος πάντων. Ορισμένοι τουλάχιστον σου δημιουργούσαν τη φριχτή υπόνοια πως όλα αυτά τα είχαν ξανακάνει».

(Η σαρκοφάγος, 1986, σελ.22-124)

 

* Να συγκρίνετε τα δύο κείμενα ως προς τον τρόπο που ο κάθε συγγραφέας παρουσιάζει τον ήρωα και τον περίγυρό του.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες

• Ποια από τα βασικά γνωρίσματα της γραφής του Θανάση Βαλτινού μπορείτε να επισημάνετε στο συγκεκριμένο διήγημα;

• Με ποιο τρόπο ο αφηγητής οργανώνει την αφήγησή του και παρουσιάζει τον ήρωά του;

• Ποια πιστεύετε, ότι είναι τα συναισθήματα του αφηγητή για τον ήρωά του;

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

VITTI M., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα, 2003.

ΚΟΤΖΙΑΣ Α., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος, Αθήνα, 1982.

ΤΖΙΟΒΑΣ Δ., Το Παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Οδυσσέας, Αθήνα, 1993.

ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ Α. - ΝΙΑΡΧΟΣ, Θ., Σε δεύτερο πρόσωπο, Καστανιώτης, Αθήνα, 1990.

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ, Σοκόλης, Αθήνα 1988, τ. Β' , σελ. 298-341.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Πόρφυρας, Αφιέρωμα στο Θανάση Βαλτινό, 103, 2002, σελ. 7-106.

 

pano

 


 

Θανάσης Βαλτινός (1932-)
Βιβλιονέτ Θανάσης Βαλτινός
Φωτόδεντρο, ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ, «ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΡΔΟΠΑΤΗ. ΑΜΕΡΙΚΗ» θανάσης βαλτινός
ΠΟ.Θ.Ε.Γ. ΠΟΘΕΓ
Βικιπαίδεια βικι
Εκπομπή «Δίγαμμα» Θανάσης Βαλτινός
Εκπομπή ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΕΡΤ
Εκπομπή ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟ ΡΑΦΙ ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano