Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Μένης Κουμανταρέας, Παλιά και λησμονημένα

318 319 320 Ε B

307 308 309 310 311

318

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Μένης Κουμανταρέας, Παλιά και λησμονημένα

 

Στο μυθιστορημα Βιοτεχνία υαλικών, απ' όπου και το απόσπασμα, ο Βλάσης και η Μπέμπα Ταντή διατηρούν μια μικρή επιχείρηση, μια βιοτεχνία υαλικών, στην Αθήνα. Την επιχείρηση διευθύνει η Μπέμπα, όμορφη, έξυπνη και δραστήρια γυναίκα, ενώ ο Βλάσης, άβουλος και με αδύνατα νεύρα, ελάχιστα προσφέρει και αργότερα αρρωσταίνει. Κοντά στο ζευγάρι ζουν και δυο φίλοι, εργένηδες και αποτυχημένοι, που προσλαμβάνονται στο μαγαζί. Με την εξέλιξη του έργου, το πέρασμα του χρόνου και οι δυσκολίες της ζωής διαβρώνουν τα πράγματα και τους ανθρώπους. Η επιχείρηση πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Το οίκημα που στεγαζόταν γίνεται πολυκατοικία και η Μπέμπα αναγκάζεται να τη μεταφέρει αλλού.

 

Μ. Κουμανταρέας, «Βιοτεχνία υαλικών» (απόσπασμα) [πηγή: Εταιρεία Συγγραφέων]

 


 

Παλια και λησμονημενα
(απόσπασμα)

Οι ταξιδιώτες που διέσχιζαν τη λεωφόρο Αθηνών σταματούσαν στο πέμπτο χιλιόμετρο, σε ένα μοντέρνο πρατήριο βενζίνας, που σερβίριζε αχνιστό καφέ το χειμώνα και παγωμένες λεμονάδες τα καλοκαίρια. Κι όπως απολάμβαναν ρουφώντας με το καλαμάκι, έβλεπαν με περιέργεια ένα μεγαλόσωμο κανελί σκυλί με άσπρες βούλες, που γυρόφερνε στα πόδια τους κι εξαφανιζόταν στο διπλανό μαγαζί.

Ήταν ένα μαγαζί στενόμακρο, τυφλό, που η πρόσοψή του από λερωμένο ασβέστη, ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με την πολυτέλεια του πρατήριου. Η βιτρίνα του άφηνε να φανούν στοιβαγμένα φύρδην-μίγδην, λάμπες, απλίκες, λαμπατέρ —σβηστά όλα— καθώς και κάτι πολυέλαιοι που κρέμονταν από την οροφή τυλιγμένοι σε σκόνη. Οι πελάτες σπάνιζαν. Ήσαν, κατά το πλείστον, γέροι ιδιόρρυθμοι που θα τους είχε γυαλίσει καμιά παλιά λάμπα από φαρφούρι, μιας και τίποτε νέο δεν έβρισκε κανείς σ' αυτό το μαγαζί. Ακόμα και η ιδιοκτήτρια, μια παχιά γυναίκα που χειμώνα-καλοκαίρι έβγαζε μια πάνινη πολυθρόνα στο κατώφλι, ως κι αυτή έμοιαζε ν' ανήκει σε μιαν άλλη εποχή.

Ντυμένη ολόμαυρα, με τα μαλλιά της που είχαν το χρώμα στάχτης, δεν σταματούσε να κάνει αέρα με μια ξεθωριασμένη βεντάλια. Σπάνια να σηκωθεί για κανέναν πελάτη. Όλες τις ώρες είχε μια στάση σαν άγαλμα· 319τα χέρια ροζιασμένα, τα στήθια χαλαρά, το πρόσωπο μέσα σε ομίχλη. Μόνο τα πόδια, πράγμα παράξενο, πρόσεχε ο περαστικός, ήταν άσπρα και χυτά, λες αυτά να είχαν διαφυλάξει στο ακέραιο, συγκεντρωμένη την ομορφιά της. Τα τέντωνε μάλιστα να φανούν κι ίσιωνε την κορδέλα στο μέτωπό της· ένα μέτωπο προτεταμένο, σχεδόν πνευματικό. Οποιαδήποτε ώρα και να περνούσες, μπορούσες να τη δεις στην ίδια θέση, χαραγμένη σαν βράχος, και το μεγαλόσωμο σκυλί να της γλείφει τα χέρια, σκουντώντας την απαλά για να το ταΐσει. Και μόνο σαν έπεφτε το δειλινό, μια ανακούφιση απλωνόταν στο πρόσωπό της. Έσβηνε τις ρυτίδες κι αγλάιζε τα χαρακτηριστικά της. Τότε, οι σκιές της νύχτας έσερναν έναν τρελό χορό από παλιά και λησμονημένα.

Θυμόταν το γάμο της που είχε συμπέσει με τη μέρα της γιορτής της, τέσσερις Δεκεμβρίου, της Αγίας Βαρβάρας, κι έγινε στον Αγιο Παύλο, στο Μεταξουργείο. Είχαν έρθει συγγενείς και φίλοι από το Αίγιο, σε ημιφορτηγά και τρίκυκλα, φορτωμένοι καλαθούνες και πανέρια. Οι γυναίκες κρατούσαν στα χέρια αγκαλιές λουλούδια κι οι άντρες μασούσαν τα μουστάκια τους και παίζανε κομπολογάκι. Μιλούσαν όλοι μαζί και κουνούσαν τα χέρια στον αέρα, και κάπου κάπου, υψωνόταν ένα στρίγκλικο γέλιο, σα βεγγαλικά. Αντίθετα, οι συγγενείς του αντρός της σώπαιναν με γυρισμένες τις πλάτες. Εκείνοι, θυμόταν, είχαν έρθει με ταξιά, οι άντρες με ασημένια μανικετόκουμπα, οι γυναίκες γαντοφορεμένες, με καπελίνες. Ακόμα είχε τις φωτογραφίες τους φυλαγμένες σε μια κασέλα. Πόζες που ο χρόνος πάγωσε· χαμόγελα, τούλια, κουφέτα. Αυτή ήταν η πρώτη και η στερνή φορά που τα δυο σόγια σμίγαν. Στην έξοδο είχε πιάσει δυνατή βροχή, και μέσα σε λίγα λεφτά η σύναξη είχε σκορπίσει.

Στο μεταξύ, στο σπίτι της Αχαρνών, στην οδό Πιπίνου, περίμεναν τα δώρα. Δώρα να δουν τα μάτια σου. Αν εξαιρέσεις μια χρωμολιθογραφία* που έδειχνε τις σταφιδαποθήκες στην παραλία του Αίγιου —αυτές που τώρα έμεναν άδειες και μαυρισμένες— κι ένα σερβίτσιο ασημένιο κουταλάκια του γλυκού, όλα τ' άλλα είχαν κάνει φτερά. Τα φανταζόταν να ταξιδεύουν στον ουρανό· κατσαρόλες από του Σγούρδα, κιλίμια από το Αίγιο και χαλιά από την Εθνική Ταπητουργία, κιτρινιασμένες νταντέλες από τις προγιαγιάδες τους και γλάστρες με γαρδένιες από του Φλεριανού, όλα κρεμασμένα σε ράμφη πελαργών, αντίς για μωρά — αυτά που δεν είχαν έρθει.

320Έτσι απαράλλαχτα, ταξίδεψαν και οι άνθρωποι του σπιτιού. Ο θείος ο Αχιλλέας, μικρός αδελφός του πατέρα της, μαυραγορίτης στην κατοχή, στίγμα σε μια οικογένεια που είχε βγάλει αντάρτες στο βουνό, κι ο μόνος απ' όλο το σόι που πρόκοψε οικονομικά. Τον βρήκαν, θυμόταν, μέσα στην μπανιέρα του, από αποπληξία είπαν, με το ασπρουδερό δέρμα του όλο πτυχές και ζάρες και τα μικρά άπληστα μάτια του πεταγμένα έξω. Ήταν ακόμα η θεία Ντίνα με τις συνταγές της για σπανακόπιτα και ραβανί, αυτή που στην κατοχή έκρυβε τις χειροβομβίδες του γιου της μέσα στο σακούλι με τα φασόλια, και που κατέληξε, κακήν-κακώς, να πάει από μοτοσικλέτα. Ο Πάρις, μικρανιψιός του πατέρα της, ένα ψηλό Επονιτάκι* σωστός λεβεντονιός, τσίφτη τον φώναζαν όλοι, αυτός που αργότερα, το Δεκέμβρη*, έκανε τα αίσχη. Έτσι τουλάχιστον διατεινόταν ο στρατοδίκης που τον είχε καταδικάσει. Και ήσαν άλλοι φίλοι και συνάδελφοι, ο Τάκης, ο Αλέκος, η Νανά, που είχαν δοκιμάσει τα μύρια όσα στη Μακρόνησο και στη Γυάρο*, άλλοι χορταριασμένοι κι άλλοι φευγάτοι στις ανατολικές χώρες, όπως ο φίλος τους ο Σαράντης με τη μηχανή του Κόντακ και το ωραίο του μαύρο, σαν μεταξωτό, μουστάκι, σ' αντίθεση με τους δεξιούς της εποχής που ήσαν όλοι ξυρισμένοι. Ακόμα είχε στο μυαλό της τα τραγούδια που έλεγαν στις εκδρομές στον Κόκκινο Μύλο [...]

 

Μίλαν Κούντερα, «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» (απόσπασμα)  

 

 

χρωμολιθογραφία: εικόνα τυπωμένη με χρωματιστό μελάνι· έγχρωμη λιθογραφία.

Επονιτάκι: Μέλος της ΕΠΟΝ, γνωστής αντιστασιακής οργάνωσης νέων κατά την Κατοχή.

Δεκέμβριος: Πρόκειται για το Δεκέμβρη του 1944, που έγινε η σύγκρουση ανάμεσα στον ΕΛΑΣ της Αθήνας και στις κυβερνητικές δυνάμεις που ενίσχυαν οι Άγγλοι (Δεκεμβριανά).

Μακρόνησος, Γυάρος: τόποι εξορίας των αριστερών.

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Στο απόσπασμα, ο συγγραφέας δίνει μια εικόνα της πρωταγωνίστριας. Ποια είναι τα εξωτερικά και ποια τα εσωτερικά χαρακτηριστικά της;
  2. Ποιο είναι το κλίμα που δημιουργεί η αφήγηση και ποιο το περιεχόμενο που εκφράζει;
  3. Να παρατηρήσετε την τεχνική της αφήγησης προσέχοντας το θέμα που ο συγγραφέας αναπτύσσει σε κάθε παράγραφο. Ποια είναι τα κυριότερα θέματα που διατρέχουν την αφήγηση και με ποιο τρόπο παρουσιάζονται;

 

 


Μένης Κουμανταρέας

Μένης Κουμανταρέας (1931-2014)

Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932 και έχει πλούσιο πεζογραφικό έργο, πρωτότυπο και μεταφραστικό. Το πρώτο έργο του, Τα μηχανάκια, παρουσιάστηκε το 1962. Ακολούθησαν: Το Αρμένισμα (1967), Τα Καημένα (1972), Βιοτεχνία υαλικών (1975), Η Κυρία Κούλα (1978), Το Κουρείο (1979), Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981), Ο Ωραίος Λοχαγός (1982). Η φανέλα με το εννιά (1986), Πλανόδιος Σαλπιγκτής (1989), Η συμμορία της άρπας (1993), Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1996), Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα (1999). Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας.

Μένης Κουμανταρέας [πηγή: Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]

 


Η οδός Σταδίου στη δεκαετία του 1940

Η οδός Σταδίου στη δεκαετία του 1940


 

Μένης Κουμανταρέας

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Μένης Κουμανταρέας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931. Σπούδασε νομικά και φιλολογία και εργάστηκε σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες επί είκοσι χρόνια. Συνέχισε να εργάζεται ως ελεύθερος επαγγελματίας και παράλληλα αφοσιώθηκε στο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του. Έζησε για μικρά διαστήματα στο Λονδίνο (1948) και στο Βερολίνο (1972), ενώ το 1984 προσκλήθηκε και έδωσε διαλέξεις σε φιλανδικά πανεπιστήμια. Στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών δικάστηκε τρεις φορές με την κατηγορία «περί ασέμνου δημοσιεύματος» για τη συλλογή διηγημάτων του Το αρμένισμα, αλλά αθωώθηκε. Το 1970 πήρε μέρος στην ομαδική έκδοση των Δεκαοχτώ κειμένων δημοσιεύοντας απόσπασμα από το διήγημά του «Αγία Κυριακή στο βράχο». Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από την ίδρυσή της (1981).

Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Τα μηχανάκια κυκλοφόρησε το 1962. Ακολούθησαν: οι συλλογές διηγημάτων Το αρμένισμα (1967), Τα καημένα (1972), το μυθιστόρημα Βιοτεχνία υαλικών (1975), οι νουβέλες Η Κυρία Κούλα (1978), Το κουρείο (1979), η συλλογή διηγημάτων Σεραφείμ και Χερουβείμ (1981), τα μυθιστορήματα Ο ωραίος λοχαγός (1984), Η φανέλα με το εννιά (1986), η συλλογή κειμένων Πλανόδιος σαλπιγκτής (1989), η συλλογή διηγημάτων Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1996), τα ανάλεκτα, Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα (1999), η νουβέλα Η συμμορία της άρπας (2001), το διήγημα Θυμάμαι τη Μαρία (2002), το μυθιστόρημα Νώε (2005) και Η γυναίκα που πετάει (2006).

Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά και στα ρωσικά.

Ο Μ.Κ. έχει επίσης και πλούσιο μεταφραστικό έργο. Μετέφρασε συγγραφείς όπως οι Χέρμαν Έσσε, Ουίλιαμ Φόκνερ, Λιούις Κάρολ, Σκοτ Φι-τζέραλντα, Χέρμαν Μέλβιλ, Γκέοργκ Μπύχνερ.

 

Η θεματική του Μ.Κ., πεζογράφου της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, προέρχεται και αγγίζει τον μικρόκοσμο της καθημερινής ζωής, ενώ οι βασικοί αφηγηματικοί χαρακτήρες, είτε έφηβοι είναι είτε μεσήλικες, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στον κόσμο που τους περιβάλλει. Η αφηγηματική πλοκή είναι στις περισσότερες περιπτώσεις υποτυπώδης, ενώ δίνεται ξεχωριστό βάρος στη λεπτομερή αναπαράσταση της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και της πραγματικότητας στην οποία εντάσσονται, ζουν και κινούνται οι ήρωες. Ο Μ.Κ. θεωρείται από κριτικούς (π.χ. Δ. Κούρτοβικ) «ο κατ' εξοχήν ζων εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού στην ελληνική πεζογραφία, μολονότι υπάρχει επίσης στο έργο του —και μάλιστα δεσπόζει στα όψιμα κείμενά του— μια ποιητικότερη συνιστώσα, μια ελεγειακή διάθεση, που αναφέρεται στη φθορά της νεότητας και του κάλλους».

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Το αφηγηματικό έργο του Μ.Κ., αν εξαιρέσουμε τη Φανέλα με το εννιά, έχει περάσει από δύο φάσεις. Η πρώτη αρχίζει με Τα μηχανάκια και ολοκληρώνεται με Τα καημένα, η δεύτερη με τη Βιοτεχνία υαλικών και φτάνει ως τον Ωραίο λοχαγό. Κύριο χαρακτηριστικό της πρώτης φάσης είναι πως ο συγγραφέας πνίγεται από τα ίδια σχεδόν προβλήματα των προσώπων του. Απόρροια αυτής της εμπλοκής είναι η συναισθηματικά φορτισμένη γλώσσα και ο διαρκής προβληματισμός από την άποψη της αφηγηματικής τεχνικής. Αντίθετα στη δεύτερη φάση ο συγγραφέας αποστασιοποιείται από τα μυθιστορηματικά του πρόσωπα, η γλώσσα του, που πλησιάζει πολύ την ουδετερότητα της αστικής, αποφορτίζεται και η αφήγηση κατασταλάζει σε μια πιο κλασικόμορφη γραφή».

 

(Τάκης Καρβέλης, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, λ. Κουμανταρέας Μένης)

 

«Από τη Βιοτεχνία υαλικών η γραφή του αποκτά κάποιες σταθερές, που θα παγιωθούν και στα υπόλοιπα βιβλία. Τα πεζογραφήματα αυτής της περιόδου ταλαντεύονται ανάμεσα στη νουβέλα και το μυθιστόρημα. Ο χώρος όπου διαδραματίζονται τα ιστορούμενα είναι ο αθηναϊκός, ο χρόνος εντοπίζεται οριστικά στη μεταπολεμική περίοδο και συγκεκριμένα στις δεκαετίες του 1960 και 1970 [...]. Τα κεντρικά πρόσωπα της δεύτερης αυτής περιόδου είναι αστοί ή μικροαστοί, που έχουν κάποια ηλικία και οδηγούνται προς τη φθορά και την αλλοτρίωση. Άλλοτε, στην πρώτη φάση, η κατάληξη αυτή ήταν αποτέλεσμα του ψυχολογικού αδιεξόδου των νέων, ενός ανεξήγητα υπόδικου κόσμου και μιας καταστροφικής τάσης του συγγραφέα. Τώρα, η φθορά και η σταδιακή εξουθένωση είναι φυσιολογική απόρροια της συμπεριφοράς των ίδιων των προσώπων (ή του παρελθόντος τους), που συνθλίβονται στα γρανάζια της καθημερινότητας και της πραγματικότητας».

 

(Τ. Καρβέλης, ό.π.)

 

«Βέβαια, εκ των υστέρων θεωρώ ότι το σκύψιμο πάνω στα λαϊκά στρώματα της Ελλάδας ή της Αθήνας αν θέλετε, στάθηκε απλώς για μένα μια εκδρομή, γιατί νομίζω ότι επέστρεψα στους εξελισσόμενους αστούς ή μικροαστούς, που δεν απέχουν και πάρα πολύ. Και απόδειξη είναι ότι η γλώσσα του τελευταίου μου βιβλίου, της Βιοτεχνίας υαλικών και της Κυρίας Κούλας, πλησιάζει πολύ περισσότερο στην ουδετερότητα που έχει μια αστική γλώσσα παρά η «λαϊκότροπη» γλώσσα που χρησιμοποίησα στο Αρμένισμα ή τα Καημένα. Είναι μια γλώσσα που λιγότερο «ακούγεται» και περισσότερο «διαβάζεται», είναι μια γλώσσα όπου το επίθετο και η παρομοίωση ολοένα εξορίζονται. Είναι η αντίληψη των λέξεων σαν εργαλείο και όχι σαν αυτοσκοπός. Είναι ακόμα, αν θέλετε, η απομάκρυνση των κινδύνων που ενέχει η αυταρέσκεια του λογοτέχνη με το υλικό του».

 

(Από συνέντευξη του συγγραφέα στο περιοδικό Διαβάζω, 1, 1976, σελ. 23)

 

«Η αφήγηση [στη δεύτερη φάση της πεζογραφίας του Μ.Κ.] είναι λιτή και ακολουθεί τη χρονική εξέλιξη των γεγονότων. Φαινομενικά είναι ψυχρή και ουδέτερη και σε μια απόσταση από τα ιστορούμενα. Κάτω όμως από την ψυχρή επιφάνεια ο αναγνώστης νιώθει την ένταση μιας συγκρατημένης πλούσιας σε διαβαθμίσεις συναισθηματικής φόρτισης, που οφείλεται: α) στην ισορροπημένη χρήση της γλώσσας και των εκφραστικών της τρόπων, β) στην αντιστικτική ανέλιξη της ζωής των κεντρικών προσώπων ανάμεσα στο φθοροποιό παρόν (δυσκολίες της προσωπικής ζωής, τριβές της καθημερινότητας) κι ένα ελπιδοφόρο παρελθόν (οικείοι ή φίλοι, κομματική ή επαναστατική δράση, ιδεολογικά οράματα). Η χρήση συνήθως του παρατατικού, ακόμη και όταν αναφέρεται στο παρόν, υποβάλλει την αίσθηση ότι η ζωή των κεντρικών προσώπων συνεχίζεται αμετάβλητη και μονότονη, σε πλήρη αντιστοιχία με το μικρόχαρο περιβάλλον, γ) στην κατάργηση σχεδόν του ευθέος και την ενσωμάτωση του πλάγιου λόγου στην αφήγηση, που της δίνει μια συνεχή και ελαφρά δονούμενη συναισθηματική ροή».

 

(Τ. Καρβέλης, «Μένης Κουμανταρέας», Η μεταπολεμική πεζογραφία - Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67,
Σοκόλης, Αθήνα, 1992, τ. Δ', σελ. 282-283)

 

«Ο πεζός λόγος του εξάλλου έχει ποιότητα και καθαρότητα, και το πεζογραφικό ύφος του είναι άψογο, χωρίς ανωμαλίες, δήθεν πρωτοτυπίες κι επιτηδεύσεις. Έπειτα ο Μ.Κ. έχει το χάρισμα να δημιουργεί τη μαγεία της αφήγησης και της αναπαράστασης: μας κάνει να θέλουμε να διαβάζουμε όσο το δυνατό περισσότερο την ιστορία του, να την απολαμβάνουμε σε όλες τις τροπές, τις μεταβολές και τις λεπτομέρειές της, και να μη θέλουμε να τελειώσει γρήγορα».

 

(Απ. Σαχίνης, Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι,
Εστία, Αθήνα 1965, σελ. 149-150)

 

«Μ' άλλα λόγια η ατμόσφαιρα όπου κινούνται οι ανθρώπινες μορφές του δεν είναι φορτισμένη. Η πολιτική λ.χ. κατάσταση δίνεται υπαινικτικά και πάντα σε δεύτερο επίπεδο, δίχως αυτός ο χαρακτηρισμός να έχει κάτι το αρνητικό. Είτε από τη σκοπιά της μορφής είτε από τη σκοπιά του περιεχομένου, οι ιστορίες του Μ.Κ. αποφεύγουν να αιφνιδιάζουν τον αναγνώστη. Αντίθετα, τον προετοιμάζουν εξαρχής να παρακολουθήσει μια εξιστόρηση, που σε κάθε σημείο της ανακαλύπτει κοινούς τόπους, που όλο και περισσότερο μοιάζει γι' αυτόν οικεία αφού μπορεί συχνά να δει τον ίδιο τον εαυτό του εκεί μέσα, ή έστω κάποιες πτυχές του [...]. Θα έλεγα καλύτερα ότι στα κείμενα του Μ.Κ. ζει και αναπνέει ένας κόσμος απρόσωπος, στο βαθμό που είναι απρόσωπες οι σημερινές πόλεις, ένας κόσμος που καθημερινά γεννιέται και σβήνει, χωρίς ν' αφήνει κανένα ιδιαίτερο ίχνος στο πέρασμά του, ένας κόσμος που αποζητά συνέχεια να βγει από την αφάνεια και να αλλάξει τη μοίρα του, αλλά που τελικά δεν το κατορθώνει γιατί οι δυνάμεις του είναι κομματιασμένες και ανεπαρκείς. Όλο αυτό το κοινωνικό φάσμα των μέσων ανθρώπων, αυτών που μόλις και μετά βίας πετυχαίνουν να επιβιώσουν, αυτών που αρχίζουν να συνειδητοποιούν την αποξένωσή τους σε μια συμβατική κοινωνία, είναι το υλικό απ' όπου αντλεί ο συγγραφέας τα στοιχεία του».

 

(Αλέξ. Ζήρας, Αντί, 130, 21.7.79)

 

«Ο Μάριο Βίττι γράφει για τη Βιοτεχνία υαλικών "ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα έργο ακέραιο και αντιπροσωπευτικό, με μια λιτότητα μέσων που δύσκολα την έχουν εκμεταλλευτεί με ίση απόδοση και υποβολή άλλοι, προγενέστεροι και σύγχρονοι του Μ.Κ.". Και συνεχίζει τον προβληματισμό του αναφορικά με το "Πώς ένας πεζογράφος επέτυχε να φτάσει σε μια κάθαρση των αισθημάτων σαν αυτή στην οποία μας οδηγεί αγάλια αγάλια ο Κουμανταρέας, που είναι δύσκολο να το διατυπώσω σαφέστερα, όσο και να μην έχω καμιά αμφιβολία για την ύπαρξη αυτής της κάθαρσης. Πώς ένας συγγραφέας, στα χρόνια της χούντας [... ] εγκαταλείπει υφολογικά όργανα σαν τις εντυπωσιακές παρομοιώσεις και τη στιλπνή γραφή, πώς παραιτείται από το υλικό της πολιτικής επικαιρότητας και μας δίνει ένα έργο όπου η νόθα ζωή, μαζί με την εφταετία που υπάρχει σαν φόντο όλου του μύθου, φτάνει σ' ένα μόνιμο μεταφυσικό ξάφνιασμα, πώς, τέλος, με αυτό το υλικό και με αυτή τη μέθοδο έγραψε ένα βιβλίο που μας ποτίζει με μια αίσθηση της ζωής που δεν μας εγκαταλείπει αφού τελειώσουμε την ανάγνωση, είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω σαφέστερα, γιατί η μοναδική εμπειρία της ανάγνωσης του βιβλίου δεν έχει κανένα υποκατάστατο"».

 

(M. Vitti, εφ. Το Βήμα, 29.7.79)

 

«Ο Αλέξ. Κοτζιάς γράφει σχετικά με τη Βιοτεχνία υαλικών: Βιβλίο διττά παραπλανητικό —τούτο είναι, πιστεύω, το πρώτο από τα χαρακτηριστικά του που πρέπει να επισημανθούν. Φαίνεται ισχνό και μονόχορδο σε μια επιπόλαια προσέγγιση, όμως είναι κάτω από την επιφάνεια πολυφωνικό και πλούσιο. Φαίνεται ότι σκοπεύει να κρατήσει τον αναγνώστη σε απόσταση από το αντικείμενο, παρατηρητή ψυχρό και αμέτοχο, όμως πετυχαίνει να τον συναρπάσει και να τον συγκινήσει, να τον δονήσει ως τα μύχια. Με τη σιγουριά δεξιοτέχνη ταχυδακτυλουργού παίζει ο συγγραφέας αυτό το παιχνίδι της καλλιτεχνικά νόμιμης "απάτης". Είναι ο τρόπος του».

 

(Αλέξ. Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος, Αθήνα, 1982, σελ. 257-258)

 

«Ένα ακόμη κατόρθωμα είναι το φυσικό, το αβίαστο πέρασμα από το κοινωνικό στο προσωπικό επίπεδο. Μια αδιάκοπη παλίνδρομη κίνηση που αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο ν' αποφασίσει ποιο από τα δύο βαραίνει περισσότερο, ή, πιο σωστά, τον αφήνει σε αμφιβολία αναποφάσιστο».

 

(Αλέξ. Κοτζιάς, ό.π., σελ. 260)

 

«Εδώ, νομίζω, θα πρέπει να σταθούμε σε δυο άλλους βασικούς χαρακτήρες της τέχνης του. Ο ένας πρωτοεμφανίζεται στα Καημένα (1972) και είναι η συγχώνευση του διαλόγου μέσα στην αφήγηση με ταυτόχρονη απάλειψη των εισαγωγικών. Ο τρόπος αυτός του έχει επιτρέψει να εναλλάσσει άνετα τον ευθύ και τον πλάγιο λόγο με την εξιστόρηση του αφηγητή. Και πρέπει να θεωρηθεί από τις πιο ευτυχισμένες ευρέσεις του, γιατί έχει χαρίσει στα τελευταία κείμενά του μια ευλυγισία που δεν την είχαν τα προηγούμενα, καθώς και μια φειδώ, μια λιτότητα στα εκφραστικά μέσα. Η ωριμότητα του Κουμανταρέα συμπίπτει με τη χρησιμοποίηση αυτού του τρόπου.

Ο δεύτερος χαρακτήρας, που πρέπει επίσης να επισημανθεί, είναι η καθοριστική λειτουργικότητα που αποκτούν στην αφήγηση κάποια στοιχεία της. Δεν θα τα ονόμαζα σύμβολα με την έννοια ότι συνοψίζουν και εικονογραφούν μια κατάσταση. Είναι υλικά στοιχεία, απτά, και φυσιολογικά υπάρχουν μέσα στην ιστορία. Μόνο που υποβάλλουν στον αναγνώστη την έκβαση, λειτουργούν βοηθώντας τον συγγραφέα να εξοικονομεί σελίδες. Στη Βιοτεχνία υαλικών ήταν εκείνα τα εύθραυστα κρύσταλλα, που με το πρώτο σού μεταδίδουν τη βεβαιότητα για το πόσο επισφαλείς είναι οι σχέσεις των δύο βασικών ηρώων του βιβλίου. Στην Κυρία Κούλα είναι ο σιδηρόδρομος με την προκαθορισμένη και επαναλαμβανόμενη σύντομη διαδρομή: Θησείο - Κηφισιά - Θησείο. Αμέσως το νιώθεις πως η διάθεση της φυγής που ο ίδιος σιδηρόδρομος σου αφυπνίζει είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων, δεν θα ξεπεράσει την αδήριτη αναγκαιότητα που τα όριά της τα χαράζουν οι χαλύβδινες ράγες».

 

(Αλέξ Κοτζιάς, ό.π., σελ. 263-264)

 

«Από το τέταρτο βιβλίο του [Βιοτεχνία υαλικών] και πέρα ο Κ. Φαίνεται πως εγκαταλείπει ολοένα και περισσότερο τις περιγραφές που αποτυπώνουν μιαν απογειωμένη ονειρική πραγματικότητα. Όμως αυτός ο ρεαλισμός στον οποίο έχει προσφύγει, επιδιώκει μάλλον να υποβάλει μια εντύπωση, μια φανταστική εκδοχή της πραγματικότητας, στηριγμένης όμως σε κοινόχρηστα στοιχεία. Έτσι δεν αρνείται καθόλου τη συμμετοχή της φαντασίας. Αντίθετα, οι αποφασιστικές καμπές στην πλοκή, οι ξαφνικές ανατροπές στην εξέλιξη της δράσης, οι ψυχικές καταπτώσεις που συνήθως ακολουθούν τις απροσδόκητες εκρήξεις πάθους των χαρακτήρων, στηρίζονται στην εισβολή του απρόσμενου και, φαινομενικά, αναίτιου να συμβεί γεγονότος. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, όσα διαδραματίζονται στα διηγήματα ή στα μυθιστορήματα του συγγραφέα δεν παύουν να είναι αναγνωρίσιμα και οικεία για τον αναγνώστη».

 

(Αλέξ. Ζήρας, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,
Εκδοτική Αθηνών, λ. Κουμανταρέας Μένης)

 

«Το μεγάλο όμως βήμα που πραγματοποιεί ο Μ.Κ. με τη Βιοτεχνία υαλικών δεν έγκειται τόσο στη διαγραφή των χαρακτήρων, όσο στην αφηγηματική τεχνική και τη γλώσσα. Τα πρόσωπα σκιαγραφούνται σχεδόν από την αρχή. Έτσι, από τον αναγνώστη λείπει η αίσθηση μιας σταδιακής αποκάλυψης της ψυχοσύνθεσης και του δράματός τους. Από την πρώτη παράγραφο λ.χ. του μυθιστορήματος θα του δοθεί μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα της Μπέμπας. Αυτό καθόλου δεν στερεί τον αναγνώστη από την απόλαυση της αφήγησης και της γλώσσας, που επιφανειακά είναι αποφορτισμένη από τη συναισθηματική συμμετοχή του αφηγητή και αποτυπώνει στην αφήγησή του την ουδετερότητα ενός ύφους, που υποδηλώνει δόνηση εσωτερικής έντασης, Η αφήγηση, λιτή κι ευθύγραμμη, ανασκάπτει πολλές φορές το παρελθόν των κεντρικών προσώπων με τους μηχανισμούς της μνήμης. Έτσι, το παρόν του μυθιστορήματος διαποτίζεται από τη συνεχή ροή του χαμένου χρόνου. Η κατάργηση σε μεγάλο βαθμό του ευθέος κι η ενσωμάτωση μέσα στην αφήγηση του πλάγιου λόγου, που άλλοτε περνά τις σκέψεις κι άλλοτε τα λόγια των προσώπων, εναρμονίζεται με την όλη ατμόσφαιρα της φθοράς».

 

(Τ. Καρβέλης, Η μεταπολεμική πεζογραφία - Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67,
Σοκόλης, Αθήνα, 1992, τ. Δ', σελ. 285)

 

«Πολλοί υποστηρίζουν ότι η Βιοτεχνία υαλικών είναι το καλύτερο έργο του Κουμανταρέα. Πίσω από την ιστορία διακρίνει κανείς την περιγραφή του μικροαστικού τρόπου ζωής στα αστικά κέντρα. Πίσω από ένα αδιάφορο σχεδόν αλλά οξύ και διεισδυτικό βλέμμα, πίσω από μια αποστασιοποιημένη και ρεαλιστική γραφή, ο αμέτοχος αφηγητής ξέρει να κινεί υπόγεια ρεύματα ζωής, αθέατα εκ πρώτης όψεως. Κάτω δηλαδή από μια επιφάνεια που δείχνει ήρεμη και απλή, η αφήγηση του Κουμανταρέα κρύβει ένα άλλο στρώμα ανάγνωσης, εδώ μια κριτική αναδρομή στην πορεία της μετακατοχικής Ελλάδας».

 

(Κ. Μπαλάσκας, Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία,
Μεταίχμιο, Αθήνα, 2004, σελ.205)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

• Να εντοπιστεί ο αντιθετικός άξονας ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, πάνω στον οποίο δομείται η περιγραφή του μαγαζιού (της «βιοτεχνίας» του τίτλου) και του βενζινάδικου και να σχολιαστεί η οπτική γωνία του αφηγητή.

• Να σκιαγραφηθεί η μορφή της ιδιοκτήτριας.

• Να εντοπιστούν και να σχολιαστούν τα στοιχεία που συνθέτουν το παρόν της ηρωίδας και του περίγυρού της και να συγκριθούν με το αναβιωμένο στη μνήμη της παρελθόν.

• Ν' ανιχνευθούν τα χαρακτηριστικά με τα οποία αποτυπώνεται η καθημερινότητα και να διερευνηθεί κατά πόσον αυτά αποδίδονται με ρεαλισμό.

• Να φωτιστεί και να σχολιαστεί ο πυρήνας των αναμνήσεων της ηρωίδας (ο γάμος της) και να συζητηθεί η αντιθετική εικόνα των συγγενών του γαμπρού και της νύφης, εικόνα που αισθητοποιεί την κοινωνική διαφορά ανάμεσά τους.

• Να κατανοηθεί ο χώρος και ο χρόνος της αφήγησης και να διερευνηθεί ο ρόλος της αναδρομικής αφήγησης - αναπόλησης του παρελθόντος.

• Να σχολιαστεί ο τίτλος όχι μόνο του αποσπάσματος αλλά και ολόκληρου του μυθιστορήματος και η σχεδόν συμβολική λειτουργία των υαλικών , τα οποία υποβάλλουν στον αναγνώστη το εύθραυστο των ανθρώπινων σχέσεων (Βλ. παραπάνω την κριτική Αλ. Κοτζιά).

• Να διερευνηθεί αν ο αφηγητής παραμένει ουδέτερος και αμέτοχος ή εάν, όπως σημειώνει ο Σπ. Τσακνιάς, «Κάτω από αυτή τη φαινομενικά μονότονη αφηγηματική επιφάνεια η ματιά του [... ] πεζογράφου αναζητάει με επιμονή και οξυδέρκεια κάποια στίγματα του κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος, κάποιες ασήμαντες αλλά εκφραστικές χειρονομίες, κάποια αδιόρατα συναισθηματικά σκιρτήματα, κάποιες λεπτές αποχρώσεις ανθρώπων και πραγμάτων [... ] για να εκμεταλλευτεί ύπουλα την άδηλη ενέργειά τους για τη σύνθεση ενός δεύτερου πλάνου [... ] ποιητικής υποβολής».

(Σπ. Τσακνιάς, Η Λέξη, τ. 54, Μάης 1986)

 

Παράλληλο κείμενο

Μ. Κούντερα: Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης

[...] Ο νεαρός την κοιτάει στα μάτια, την ακούει, κι έπειτα της λέει πως αυτό που αποκαλεί αναμνήσεις στην πραγματικότητα είναι κάτι άλλο: κοιτάει μόνο ασάλευτη τη λήθη της.

Η Ταμίνα συγκατανεύει κουνώντας το κεφάλι.

Και ο νεαρός συνεχίζει: Αυτό το θλιμμένο βλέμμα προς τα πίσω δεν είναι πια έκφραση πίστης προς το νεκρό. Ο νεκρός χάθηκε από το βλέμμα της κι αυτή κοιτάει στο κενό.

Στο κενό; Από τι λοιπόν είναι το βλέμμα της τόσο βαρύ;

Δεν είναι βαρύ απ' τις αναμνήσεις, της εξηγεί ο νεαρός, παρά από τις τύψεις. Η Ταμίνα ποτέ δεν θα συχωρήσει τον εαυτό της που ξέχασε.

«Και τι πρέπει να κάνω»; ρωτάει η Ταμίνα.

«Να ξεχάσεις τη λήθη σου», λέει ο νεαρός.

«Με ποιο τρόπο»; χαμογελάει πικρά η Ταμίνα.

«Δεν ποθήσατε ποτέ να φύγετε»;

«Ποθούσα», παραδέχεται η Ταμίνα. «Ποθούσα τρομερά να φύγω. Αλλά για πού»;

«Κάπου που τα πράγματα είναι ελαφριά σαν αύρα. Εκεί όπου τα πράγματα έχασαν το βάρος τους. Εκεί όπου δεν υπάρχουν τύψεις».

 

(Κούντερα Μ., Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης, μτφρ. Α. Τσάκαλης,
Οδυσσέας, Αθήνα, 1981, σελ. 163-164)

 

* Ποια κοινή συναισθηματική διάθεση κυριαρχεί στα δύο αποσπάσματα;

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες

• Να σχολιαστεί, με αναφορές στο συγκεκριμένο απόσπασμα, η άποψη ότι «εκείνο που δεσπόζει είναι η διαπλοκή ενός ελπιδοφόρου κι ανήσυχου παρελθόντος κι ενός παρόντος που φθείρεται μέσα στην τυποποιημένη κι αλλοτριωτική ζωή της καθημερινότητας».

• Να επισημανθούν τα στοιχεία στα οποία στηρίζεται η αντιθετική εικόνα του πρατηρίου βενζίνης και του διπλανού μαγαζιού. Τι εκφράζει αυτή η αντίθεση και πώς εξυπηρετεί την παραπέρα αφήγηση;

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΖΗΡΑΣ Α., «Κουμανταρέας Μένης», Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό, τ. 5, Εκδοτική Αθηνών.

ΚΑΡΒΕΛΗΣ Τ., «Μένης Κουμανταρέας», Η μεταπολεμική πεζογραφία - Από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67, Σοκόλης, Αθήνα 1992, τ. Δ', σελ. 268-343.

ΚΑΡΒΕΛΗΣ Τ., «Κουμανταρέας Μένης», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, Πάπυρος, Αθήνα.

ΚΑΡΒΕΛΗΣ Τ., Δεύτερη ανάγνωση, Καστανιώτη, Αθήνα, 1984.

ΚΟΤΖΙΑΣ Α., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος, Αθήνα, 1982.

ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ Δ., Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκη, Αθήνα, 1999.

ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Κ., Ξενάγηση στη νεοελληνική πεζογραφία, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2004.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Η Λέξη, αφιέρωμα, 54, 1986.

ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ Β., Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πατάκης, Αθήνα, 2004.

Συνεντεύξεις του συγγραφέα στα περιοδικά Διαβάζω, 1, 1976, σελ. 17-26 και Ιχνευτής, 15-16, 1986, σελ. 9-13.

 

pano

 


 

Μένης Κουμανταρέας (1931-2014)
Βικιπαίδεια βικιπαίδεια
Βιβλιονετ Βιβλιονετ
ΕΚΕΒΙ ΕΚΕΒΙ
Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ψηφίδες

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano