Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Χριστόφορος Μηλιώνης, Δικαιοσύνη

Ε B

322 323 324 325 326 327 328 329

322

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Χριστόφορος Μηλιώνης, Δικαιοσύνη

 

Το Διηγημα Ειναι απο τη Συλλογη Χειριστής ανελκυστήρος (1993). Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα απόσπασμα από το ποίημα του Γ. Σεφέρη, Μυθιστόρημα (1935), από την ενότητα Δ' που έχει υπότιτλο «Αργοναύτες». Οι τέσσερις καταληκτικοί στίχοι της ενότητας είναι οι εξής:

Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

«Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά
με χαμηλωμένα μάτια»
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

 

 


 

Δικαιοσυνη
(απόσπασμα)

Εδώ αρχίζει η Τρεμπεσίνα* με μιαν αθώα πλαγιά, λευκή σαν από γύψο, με τον κουλέ του Αλήμπεη —λίγο πιο ερειπωμένο— να κρέμεται πάνω από το δρόμο· συνέχεια μπαίνει η άλλη φωτογραφία της Τρεμπεσίνας, ένας τεράστιος μακρύς ελέφαντας· αριστερά, τρίτη φωτογραφία, αντίκρυ στα χαλάσματα του Αλήμπεη, οι τελευταίες κορυφές της Νεμέρτσικας* με τις απότομες πλαγιές πάνω από τον Αώο*· ανάμεσά τους η Κλεισούρα* κι εγώ πάνω στο ίδιο ανάχωμα, όπου το ιταλικό τανκς — τέσσερις φωτογραφίες που τράβηξα ο ίδιος πέρυσι, στο δεύτερο ταξίδι μου. Κι όπως 323τις ενώνω μου δίνουν ακριβώς αυτή την παλιά ιστορική φωτογραφία του '40 με τη λεζάντα: «Η Κλεισούρα ύστερα από τις φοβερές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού με ένα από τα ιταλικά άρματα που έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων». Τις ενώνω, τις συγκρίνω, τις κοιτάζω μονάχος μου. Δεν τολμώ να τις δείξω σε άλλον άνθρωπο, ούτε στους πιο δικούς μου. Είναι αρκετό κιόλας που δυο χρονιές συνέχεια έκανα το ίδιο ταξίδι, βρίσκοντας κάθε φορά και άλλη αφορμή: Τη μια επικαλούμενος λόγους περιεργείας για το ιδιότυπο καθεστώς της γείτονος, «να ιδώ πώς ζούνε» —αυτό συνήθως είναι το πιο κατανοητό, όπως έχω προσέξει—, και την άλλη λόγους υπηρεσιακούς — συνοδεύοντας μάλιστα τη φωνή μου μ' ένα διάστημα σιωπής, που άφηνε περιθώρια στη φαντασία. Αλλά βέβαια, ούτε το καθεστώς ήταν ιδιαίτερα αισθητό σ' εκείνα τα φαράγγια της Ερσέκας* και του Λεσκοβικιού*, ούτε οι υπηρεσιακοί μου λόγοι είχαν να κάνουν με την Κλεισούρα και την Τρεμπεσίνα.

Ακόμα κι οι συνοδοί μου, όταν τους ρώτησα πού πέφτει το χάνι του Μπαλαμπάνη, γύρισαν και με κοίταξαν ξαφνιασμένοι και λίγο καχύποπτα: «Πού το ξέρεις εσύ το χάνι τον Μπαλαμπάνη;»

Γι' αυτό κι εγώ δεν μιλώ σε κανένα, απλώς μονολογώ.

Τέτοιες μέρες, τέλη Οκτωβρίου, όταν ο καιρός ψυχραίνει, όταν το χώμα στην πατρίδα μου μουσκεύει από τις πρώτες βροχές, και τα φύλλα στα πυκνά δάση με τις βελανιδιές αλλάζουν χρώματα, είναι αδύνατο να μην τους θυμηθώ και να μην ακούσω εκείνο το τραγούδι τους που μου έχει γίνει κάτι σαν έμμονη ιδέα και μου φέρνει μελαγχολία.

Και βέβαια το ξέρω πως με τον καιρό όλα ξεχνιούνται. Μα το χειρότερο είναι που κι όσα θέλουμε —υποτίθεται— να τα θυμούμαστε, γιατί, όπως λέμε, έτσι πρέπει, ξεφτίζουν τόσο πολύ με τις ρητορείες, που θα ήταν ίσως προτιμότερη η λησμονιά. Και πώς είναι δυνατό πια να μιλήσεις, χωρίς να γίνεις καταγέλαστος, για κείνες τις φιγούρες, που τέτοιες μέρες τους βλέπεις μέσα στις πρώτες αναμνήσεις σου να φεύγουν κατά το μέρος όπου βασίλευε ο ήλιος και ο ουρανός ήταν κόκκινος σαν αίμα, ατέλειωτες φάλαγγες, με τα ψηλά κανιά τους τυλιγμένα στις γκέτες, καμπουριασμένοι απ' τις βρεγμένες χλαίνες τους; Και πίσω τους ν' αφήνουν τον απόηχο του τραγουδιού τους που τους ακολουθούσε φεύγοντας απ' την Αθήνα.

 

324Θα 'ρθω μια νύχτα με φεγγάρι
να σε ξυπνήσω

 

και να τραβούν για την Αλβανία.

Πρόπερσι που ανοίξανε τα σύνορα και ταξίδεψα για πρώτη φορά σ' εκείνα τα μέρη, περνώντας από το Τεπελένι* —αυτό ήταν λοιπόν; ένα αλλόκοτο χωριό με θλιβερές λαϊκές πολυκατοικίες—, είπα στους συνοδούς μου να σταματήσουμε. Προχώρησα μονάχος στο πλάτωμα, πάνω από τον Aώο, που ήταν φουσκωμένος, άκρη σ' άκρη, και τα θολά νερά του βουίζανε. Βαθιά στην Κλεισούρα είχε ξεσπάσει άγρια μπόρα — μαυρίλα και αστραπές. Ε λοιπόν, ακόμα και τότε, μες στο άγριο βουητό του ποταμού και της μπόρας που πλησίαζε, το παραπονεμένο τους τραγούδι κλωθογύριζε στις χαράδρες. Τα κόκκαλά τους βέβαια, σπαρμένα σ' εκείνα τα φαράγγια, σ' εκείνες τις άγριες πλαγιές, θα 'χαν ξασπρίσει και θα 'χαν γίνει βράχια, τίποτε δεν τα ξυπνούσε.

Έχω προσέξει πως όσοι γυρίσανε πίσω και ζουν ακόμα ανάμεσά μας σπάνια μιλούν, κι όταν το φέρνει η κουβέντα το κάνουν μ' έναν τρόπο απλό κι αόριστο, σαν να θέλουν ν' αλλάξουν θέμα το γρηγορότερο. Άσε που κι αυτοί ένας ένας μας αφήνουν και φεύγουν.

Τις προάλλες μας έφυγε ο ξάδερφός μου ο Ηλίας, που ήταν λοχίας στο χάνι του Μπαλαμπάνη και τραυματίστηκε στο δεξί του πόδι, λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο κι ήρθε στο χωριό με αναρρωτική —ο πόλεμος ακόμα βαστούσε—, θυμάμαι που μας έδειχνε το τραύμα του που ήταν φρέσκο κι έλεγε:

«Είδαμε» έλεγε, «μια φάλαγγα που ερχόταν στο δημόσιο δρόμο, κάτω από το λόφο που τον κρατούσαμε η ομάδα μου. Στήσαμε τα πολυβόλα να ρίχνουν χιαστί και να συγκλίνουν προς το κέντρο, κάναμε το σταυρό μας, κι αρχίσαμε τις θεριστικές βολές, ριπή κατά ριπή. Όσοι γλίτωσαν από τις πρώτες ριπές ακροβολίστηκαν κι αρχίνησαν κι εκείνοι να βάζουν. Τότε παθαίνει εμπλοκή το ένα πολυβόλο. Ο πολυβολητής, ένας κερατάς απ' τα Ζαγόρια, έχασε το ηθικό του και δεν μπορούσε να λύσει την κάνη. — Κερατά, του λέω. Τώρα θα σε μάθω; Κι όπως γονάτισα με το αριστερό πόδι, την έφαγα στο δεξί». Με τον καιρό έπαψε να μιλάει. Όμως εγώ είχα μάθει τα λόγια του απέξω και κάθε φορά που τον έβλεπα, ως προχτές ακόμα που τον συνάντησα 325στο ΙΚΑ Περιστερίου —περνούσα με το αυτοκίνητο και σταμάτησα, πήγαινε να του θεωρήσουν κάτι φάρμακα— πάθαινα κάτι σαν διπλωπία: πίσω από το κεφάλι του, που έμοιαζε λίγο με μαδημένο κεφάλι γερακιού, έβλεπα μια δεύτερη φιγούρα, λίγο θαμπή, με χακί δίκωχο. Μα όταν δοκίμαζα να του τα θυμίσω, καμιά φορά που περνούσα από το σπίτι του στην Ανθούπολη και σταματούσα να πιούμε καφέ στο τσιμέντο της αυλής του, ανάμεσα σε δυο τενεκέδες με γαρδένιες που τις φρόντιζε μόνος του —συνταξιούχος πια του ΙΚΑ, σαράντα χρόνια αρτεργάτης— ο Ηλίας κουνούσε αόριστα το χέρι του κι έλεγε: «Πάνε αυτά». Ύστερα σώπαινε για λίγο και πρόσθετε: «Τότε ήταν άλλος καιρός. Ήμασταν κι εμείς παιδιά, πάνω στην τρέλα μας» — κι άλλαζε κουβέντα.

Πάνε λοιπόν αυτά, έγιναν εμβατήρια για τα ραδιόφωνα και πατριωτικές εκπομπές στην τηλεόραση, κάθε 28 Οκτωβρίου, σχεδόν σαν αγγαρεία. Οι πιο πολλοί, κυρίως οι νέοι, γυρίζουν αλλού το κουμπί. Οι άλλοι, της ηλικίας μου και πάνω — πού να ξέρεις; Πριν από μερικά χρόνια με καλέσανε κι εμένα σε μια εκπομπή, να πω ό,τι θυμάμαι, επειδή είμαι από κείνα τα μέρη κι ανήμερα στις 28, κατά το μεσημέρι, είχαμε κιόλας τους Ιταλούς στο χωριό μας.

Φαντάζομαι ότι παράξενες συμπτώσεις συμβαίνουν σε όλους του ανθρώπους, αλλά οι πιο πολλοί, παραδομένοι στα καθημερινά τους, χωρίς αίσθημα και χωρίς φαντασία, δεν τις προσέχουν. Λίγοι είναι εκείνοι —ίσιος ένας στους χίλιους— που όταν τους συμβεί μια τέτοια σύμπτωση, τρομάζουν ως τα κατάβαθα της ψυχής τους, γιατί άκουσαν τη μυστική δύναμη και νιώθουν στα χέρια της σαν παιχνιδάκια. Δούλευα τότε στ' Άσπρα Σπίτια της Βοιωτίας και καθώς ζούσα μόνος και περίμενα το Σαββατοκύριακο, για να κατέβω στην Αθήνα, όσο ακόμα ο καιρός ήταν καλός, έπαιρνα τ' απογεύματα το αυτοκίνητο κι έκανα μικρές εκδρομές στα πέριξ. Προσπαθούσα μ' αυτόν τον τρόπο να ξεφύγω λίγες ώρες από τον κλειστό κόλπο, που τον μπούκωνε μια μυρουδιά αιθέρα από το εργοστάσιο αλουμίνας, της Πεσινέ, και μου 'φερνε ναυτία, μόλις έπαιρνε να βραδιάζει και φυσούσε εκείνο το λεπτό θαλασσινό αεράκι, ο μπάτης που το λέγανε άλλοτε. Προσπαθούσα πιο πολύ ν' απαλλαγώ από το αίσθημα της ασφυξίας που μου προκαλούσε η ιδέα πως ήμουν εγκλωβισμένος, υποχρεωμένος να περνώ τις μέρες μου σε μια γαλλική αποικία μες στην καρδιά της Ρούμελης, ιδέα που δεν ήταν της φαντασίας μου —για να εξηγούμαστε—, αλλά καθημερινή πραγματικότητα που τη ζούσα κάθε λεπτό, σε κάθε βήμα: στα σπίτια και στα καταστήματα που ήταν όλα της Πεσινέ, 326και πιο πολύ στους ανθρώπους, που ήταν κι αυτοί της Πεσινέ, εργάτες με κοιλιές τουμπανιασμένες απ' το φθόριο —οι πρώην βοσκοί του Παρνασσού και του Ελικώνα— ή γραφιάδες, κάτι Αθηναίοι τέλεια αλλοτριωμένοι, που κατοικούσαν σε ειδικές κατοικίες στην άκρη του οικισμού.

Ένα απόγευμα ανέβηκα στη Δεσφίνα*. Αυτό το χωριό, απομονωμένο καθώς ήταν, με την παλαιική του όψη, με την πλατεία στη μέση και τα μεγάλα πλατάνια που τη σκιάζανε, μου φάνηκε πως διατηρούσε μια λεβεντιά ρουμελιώτικη, ας πούμε, καθώς ήξερα κιόλας ότι εκεί κοντά ήταν κι η εκκλησία του Αϊ-Γιάννη, όπου ο Μακρυγιάννης είχε κάνει τις συμφωνίες με τον άγιο, όταν δοκίμασε να ρίξει το ντουφέκι του πατριώτη του κι εκείνο ετσακίστηκε.

Κάθισα λοιπόν σ' ένα από τα σιδερένια τραπεζάκια της πλατείας, ήρθε το γκαρσόνι και παράγγειλα τσίπουρο, που πολύ μου αρέσει. Μάλιστα αυτός ήταν στο βάθος και ο λόγος που είχα προτιμήσει τη Δεσφίνα εκείνο το απόγευμα. Αλλά το γκαρσόνι μου είπε πως δεν υπάρχει τσίπουρο. — «Ούζο σκέτο ή με κρακεράκια», βιάστηκε να με πληροφορήσει, προφανώς για να με αποτρέψει και από αυτό και να με οδηγήσει όπου εκείνος ήθελε.

— «Άλλο;» — «Καμπάρι. Και νεσκαφέ φραπέ».

Πρόσεξα πως μιλούσε χωρίς να με κοιτάζει. Πείσμωσα. — «Ούζο» είπα. «Ούζο σκέτο».

Κοίταξα γύρω μου μια δυο συντροφιές νεαρούς που ρουφούσαν μακάρια το νεσκαφέ τους με το καλαμάκι, με τ' ακριβά μπλουτζίν, που τα ξεβάφουν για να φαίνονται παλιά, με τα χοντρά σπορτέξ παπούτσια τους απαριασμένα πάνω στις καρέκλες. Άρχισα να βράζω. «Καημένε Μακρυγιάννη», είπα κι εγώ με τη σειρά μου, «για ποιους το τσάκισες το χέρι σου»*. 327Ήμουν άδικος βέβαια, αλλά το σκέτο ούζο και το γκαρσόνι μού είχαν χαλάσει τη διάθεση. Πάντως θα ήταν μάταιο να τους ρωτήσω για την εκκλησία του Αϊ-Γιάννη.

Εκεί λοιπόν που χάζευα γύρω και προσπαθούσα να συμβιβαστώ με όλα αυτά, βλέπω και περνάει δίπλα μου ένας παπάς. Ψηλός, γεμάτος, με μεγάλη γενειάδα. Θεωρία δεσποτική. Ίσως επειδή τον κοίταζα επίμονα, ίσως επειδή με είδε ξένο, με καλησπέρισε.

«Κάθισε, παπά μου» του λέω. «Κάθισε να πιεις κι εσύ ένα ούζο και να μου κάνεις παρέα».

Κάθισε κι αρχίσαμε τις πρώτες δοκιμαστικές ερωτήσεις που συνηθίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις.

«Κι από πού είσαι;» μου λέει.

«Από την Ήπειρο» του λέω.

«Από ποιο μέρος;»

«Δεν θα το ξέρεις» του λέω. «Κοντά στην Κακαβιά, αν έχεις ακούσει, στ' αλβανικά σύνορα».

Πρόσεξα που έμεινε για λίγο σκεφτικός.

«Πώς δεν το ξέρω;» μου λέει. «Ήμουν φαντάρος εκεί, το '40, στο φυλάκιο. Εμείς ανατινάξαμε τη γέφυρα, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος. Εγώ με άλλους δύο».

Πραγματικά ζαλίστηκα καθώς ένιωσα ξάφνου ένα δυνατό χέρι να μ' αρπάζει και να με πετάει σαράντα τόσα χρόνια πίσω. Βρέθηκα ανακαθισμένος στο κρεβάτι μου, τρομαγμένος από τη δυνατή έκρηξη που ταρακούνησε το πατρικό μου σπίτι και με ξύπνησε μες στα χαράματα, μόλις που άρχιζε να φωτίζει. Θυμήθηκα που βγήκαμε ύστερα στους δρόμους και δεν ξέραμε τι να κάνουμε, κι άλλος έλεγε να φύγουμε στα Γιάννενα, άλλος να πάρουμε τα λόγγα να κρυφτούμε. Τότε ήρθανε τρεις στρατιώτες, που οπισθοχωρούσαν από τα σύνορα.

Οι δυο ήταν ξένοι, ο τρίτος κοντοχωριανός μας, τον ξέρανε όλοι. 328Αυτός σερνόταν. Οι άλλοι δυο του είχαν πάρει το όπλο και το γυλιό και τον κρατούσαν από τις μασχάλες, για να μη σωριαστεί. Ήταν χλομός και κάθε τόσο μουρμούριζε: «Το σπαθί μου, ο μαύρος! Το είδα δυο κομμάτια». Φωνάξανε τον Παπαχριστοδούλου, μακαρίτη τώρα, που είχε κάμει ένα φεγγάρι νοσοκόμος, και του 'κανε μια ένεση κάμφορας, της καρδιάς. Κι εν τω μεταξύ τους φέρανε ένα μπουκάλι με ρακί, κι εκείνοι λέγανε πως είχαν διαταγή ν' ανατινάξουνε τη γέφυρα της Κακαβιάς και να φύγουν για το Καλπάκι, αλλά οι Ιταλοί την είχαν επισημάνει και τους ρίχνανε με τους όλμους. Εκεί πετάχτηκε ένα βλήμα και χτύπησε το στρατιώτη στο μπούτι, αλλά βρήκε στην ξιφολόγχη και γλίτωσε το πόδι. Μόνο το σπαθί του τσακίστηκε. Ήρθε ο Παπαχριστοδούλου, έκανε την ένεση και φύγανε.

«Καλά τα θυμάσαι» είπε ο παπάς και σώπασε.

Ύστερα από την πρώτη έκπληξη το πρόσωπό του είχε ημερέψει πάλι. Για λίγο αφαιρέθηκα κι εγώ. Εκεί που βασίλευε ο ήλιος έβλεπα τις μακριές σειρές κι άκουγα το τραγούδι τους:

 

Θα 'ρθω μια νύχτα με φεγγάρι
να σε ξυπνήσω

 

Πίσω από το κεφάλι του παπά, η φιγούρα με το δίκωχο. Άρχιζε η διπλωπία.

«Να 'ρχεσαι» μου λέει στο τέλος ο παπα-Νικόλας, όταν σηκώθηκα να τον χαιρετήσω. «Τώρα που βρεθήκαμε γνωστοί...». Και χαμογέλασε.

Ξαναβρεθήκαμε στη Δεσφίνα ακόμα μια φορά. Με είχε πάρει στο τηλέφωνο στ' Άσπρα Σπίτια και μου είπε πως χάθηκα. Ήρθαν ακόμα δυο παπάδες, νέοι αυτοί, ένας δάσκαλος και τρεις άλλοι, γίναμε μεγάλη παρέα. Όταν πήρε να νυχτώνει σηκώθηκα να φύγω.

«Πού πας;» μου λένε. «Τώρα να φύγεις; Τώρα που ψήθηκε το αρνί;» Έτσι βρεθήκαμε όλοι μαζί σε μια ταβέρνα, όπου το αρνί ήταν κιόλας κομματιασμένο σ' έναν ταβά, στη μέση του τραπεζιού. Τραβήξαμε τις κουρτίνες να μη μας βλέπουν από το δρόμο και το ρίξαμε στο τραγούδι. Οι δυο οι παπάδες, οι νιότεροι, τραγουδούσαν καλά και ξέρανε όλα τα ρεμπέτικα. Τραγούδησαν ως και την Κανναβουριά. Σε όλο αυτό το διάστημα ο παπα-Νικόλας καθόταν δίπλα μου και φαινόταν να το ευχαριστιέται χωρίς να μιλάει πολύ. Όταν περασμένα μεσάνυχτα, πια, κινήσαμε να φύγουμε ζαλισμένοι, ο δάσκαλος πλησίασε και μου είπε: «Ο παπα-Νικόλας το είχε οργανώσει. Για σένα».

Τον άλλο μήνα μού ήρθε κι η μετάθεση για την Αθήνα.

329Το βράδυ λοιπόν της εκπομπής που λέγαμε, 28 Οκτωβρίου, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν κάποιος από τη Δεσφίνα, δεν τον ήξερα. Είχε ιδεί την εκπομπή, έψαξε στον τηλεφωνικό κατάλογο και με πήρε να μου πει πως ο παπα-Νικόλας είχε πεθάνει εκείνες τις μέρες.

Ποιος λοιπόν τα κουμαντάρει όλα αυτά;

 

Όλο έλεγα να καθίσω να το γράψω —για μένα βέβαια, μονάχα— κι όλο ανέβαλλα. Έτσι περάσανε τέσσερα χρόνια χωρίς να το καταλάβω. Τελευταία ο καιρός περνάει πολύ γρήγορα, ώσπου να ξημερώσει νυχτώνει πάλι. Εν τω μεταξύ έκανα εκείνα τα δυο μου ταξίδια στην Αλβανία και τις προάλλες έφυγε κι ο ξάδερφός μου ο Ηλίας. Παίζω τώρα με τις φωτογραφίες μου, που τις ενώνω πότε έτσι πότε αλλιώς, και τους θυμάμαι. Σε λίγα χρόνια δε θα 'χει μείνει τίποτε απ' αυτούς. Κι ίσως δε θα υπάρχει και κανείς να τους θυμάται.

 

Στρ. Τσίρκας, «Μνήμη» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου]

Τ. Πατρίκιος, «Οφειλή» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄ Λυκείου]

 

 

Τρεμπεσίνα: Βουνό κοντά στην Κλεισούρα.

Νεμέρτσικα: Βουνό της Β. Ηπείρου στην αριστερή όχθη του ποταμού Αώου, Ανατολικά του Αργυρόκαστρου.

Αώος: Ποταμός της Ηπείρου. Πηγάζει από τον Ζυγό του Μετσόβου, ρέει ΒΔ, διέρχεται από την Κόνιτσα, Πρεμετή και Κλεισούρα με κατεύθυνση δυτικά προς το Τεπελένι, όπου δέχεται τα νερά του Δρίνου και εκβάλλει στην Αδριατική κοντά στον Αυλώνα. Ο Γ. Μπεράτης ονομάζει τον Αώο Πλατύ ποτάμι στο ομώνυμο βιβλίο του.

Κλεισούρα: Κωμόπολη της επαρχίας Πρεμετής της Αλβανίας και χαράδρα που τη διασχίζει ο Αώος.

Ερσέκα, Λεσκοβίκι: Κωμοπόλεις της Αλβανίας ΒΔ της Κόνιτσας.

Τεπελένι: Πόλη της Αλβανίας ΒΔ της Νεμέρτσικας, όπου είχαν γίνει πολύνεκρες μάχες μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών, το '40 -'41.

Δεσφίνα: Ορεινό χωριό της Βοιωτίας, κοντά στο οποίο είναι το μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη, όπου ο Μακρυγιάννης έκανε τις συμφωνίες με τον Άγιο. Είχε πάει στο πανηγύρι του Αγίου σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών με ένα συμπατριώτη του, ο οποίος του έδωσε να κρατά το τουφέκι του. Ο Μακρυγιάννης θέλησε να πυροβολήσει και το όπλο έσπασε με συνέπεια να τον δείρει ο συμπατριώτης του μπροστά στον κόσμο. Πήγε στην εκκλησία να διαμαρτυρηθεί: «Μπαίνω τη νύχτα στην εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες τ' είναι αυτό οπούγινε σ' εμέναν, γομάρι είμαι και με δέρνουν; και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον» (Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Βιβλ. Α', Κεφ. Α').

«Καημένε Μακρυγιάννη... για ποιους τσάκισες το χέρι σου;»: Ο Μακρυγιάννης για να πείσει κάποιον να ορκιστεί στη συνωμοσία για το Σύνταγμα, χρησιμοποίησε μεταξύ άλλων και τα εξής επιχειρήματα: «Ποιους Θα επιστηρίξεις εδώ οπούρθες και ποιους θα προδώσεις; Πού το τζάκισες αυτό το χέρι; — Στο Μισολόγγι, μου λέει — Πού το τζάκισα εγώ αυτό; Στους Μύλους του Αναπλιού — Διατί τα τζακίσαμεν; — Δια την λευτεριά της πατρίδος. — Πούναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; Σήκου απάνου! Τον παίρνω και πάμεν και τον ορκίζω» (Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Βιβλ. Γ', Κεφ. ΣΤ'). Η φράση: «για ποιους το τσάκισες το χέρι σου» είναι στίχος του Ντίνου Χριστιανόπουλου από το ποίημα «Καημένε Μακρυγιάννη» (1982)

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να εντοπίσετε σε χάρτη της Ηπείρου τα αναφερόμενα στο διήγημα τοπωνύμια, όπου έγιναν οι κυριότερες πολεμικές επιχειρήσεις του '40-'41.
  2. Ο Χριστόφορος Μηλιώνης, όπως και άλλοι μεταπολεμικοί συγγραφείς, ανήκει στους πεζογράφους της μνήμης: να τεκμηριώσετε την άποψη αυτή μέσα από το διήγημα.
  3. Στο διήγημα λανθάνει μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε γενιές με διαφορετικές αξίες και νοοτροπία. Να εντοπίσετε τα σχετικά χωρία και να αναζητήσετε τις αιτίες της κριτικής στάσης του αφηγητή απέναντι στη σύγχρονη πραγματικότητα.
  4. «Σε λίγα χρόνια... να τους θυμάται»: Ποιο είναι το νόημα του χωρίου και πώς επιβεβαιώνεται μέσα από το διήγημα; (Προτού απαντήσετε να προσέξετε τους στίχους του Σεφέρη και τον τίτλο του διηγήματος).
  5. Να παρατηρήσετε τους τρόπους με τους οποίους ο αφηγητής μετατοπίζεται από το ένα χρονικό σημείο στο άλλο, καθώς και από τον ένα τόπο στον άλλο, για να αναπτύξει και να ολοκληρώσει την ιστορία του.

 

 


Χριστόφορος Μηλιώνης

Χριστόφορος Μηλιώνης (1932-2017)

Γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Περιστέρι της επαρχίας Πωγωνίου του Νομού Ιωαννίνων. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και υπηρέτησε ως καθηγητής, γυμνασιάρχης και σχολικός σύμβουλος στη δημόσια εκπαίδευση. Έργα του: Διηγήματα: Παραφωνία (1961), Το πουκάμισο του Κένταυρου (1971), Ακροκεραύνια ( 1976), Τα διηγήματα της δοκιμασίας (1978), Καλαμάς και Αχέροντας (1985) — Κρατικό βραβείο διηγήματος 1986, Χειριστής ανελκυστήρος (1993). Μυθιστορήματα: Δυτική συνοικία (1980), Ο Σιλβέστρος ( 1987). Δοκίμια: Υποθέσεις (1983), Με το νήμα της Αριάδνης (1991), Σημαδιακός και αταίριαστος (1994). Πεζογραφήματα: Το μικρό είναι όμορφο (1997). Σχολικά βιβλία: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γυμνασίου και Λυκείου και βιβλία του Καθηγητή (συλλογικά έργα).

Περισκόπιο. Χριστόφορος Μηλιώνης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]  

 


Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989). Σχέδιο (αρχείο Μιλλιέξ)

Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989). Σχέδιο (αρχείο Μιλλιέξ)


 

Χριστόφορος Μηλιώνης

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης γεννήθηκε στο Περιστέρι Πωγωνίου (Ιωαννίνων) το Νοέμβριο του 1932. Εκεί τελείωσε το Δημοτικό. Στην Κατοχή οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του και το σπίτι του. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1950-1955). Υπηρέτησε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Το 1977 έγινε Γυμνασιάρχης και το 1982 Σχολικός Σύμβουλος.

Στα Γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1954 με το διήγημα «Για ένα δίκανο», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ηπειρωτική Εστία. Υπήρξε μέλος των εκδοτικών ομάδων που έβγαζαν τα γιαννιώτικα λογοτεχνικά περιοδικά Ενδοχώρα (1959-1966) —όπου με το ψευδώνυμο Φ. Μακαρίου δημοσίευσε μεταφράσεις αποσπασμάτων από το Εις εαυτόν του Μάρκου Αυρηλίου— και Δοκιμασία (1973-1974). Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Νέα Πορεία, Κυπριακά Χρονικά, Αντί, Λέξη, Γράμματα και Τέχνες κ.ά.. Συνεργάστηκε με άρθρα και δοκίμια με τη Φιλολογική Καθημερινή, όταν την επιμέλεια της σελίδας είχε ο Αλέξ. Κοτζιάς.

Το 1979 μεταφράστηκε στα ρωσικά η νουβέλα του Αποκριά (1979). Επίσης στα Ολλανδικά μεταφράστηκε το διήγημα «Καλαμάς κι Αχέροντας».

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης υπήρξε μέλος της Ομάδας Εργασίας (19761983) για τη σύνταξη των Κειμένων Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυμνασίου και του Λυκείου καθώς και των τριών τευχών-βοηθημάτων του καθηγητή σχετικά με τη διδασκαλία της λογοτεχνίας.

Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων. Το 1986 τιμήθηκε με το πρώτο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος.

Έγραψε: Παραφωνία, διηγήματα, (1961), Το πουκάμισο του Κενταύρου και τ' άλλα διηγήματα (1982), Ακροκεραύνια, νουβέλες, (1976), Τα διηγήματα της Δοκιμασίας (1978), Δυτική συνοικία, μυθιστόρημα (1980), Υποθέσεις, δοκίμια (1983), Καλαμάς κι Αχέροντας, διηγήματα (1985), Ο Σιλβέστρος, μυθιστόρημα (1987), Η Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Γυμνάσιο και το Λύκειο (1989), Υποθέσεις, δοκίμια (1983), Με το νήμα της Αριάδνης (1991), Χειριστής ανελκυστήρος, διηγήματα (1993), Το μικρό είναι όμορφο, Μικρές ιστορίες, μικρά ταξίδια, μετρημένα λόγια (1997), Η χαμένη γεύση, Γραφές αθωότητας (1999), Το φάντασμα του Γιορκ (1999), Το διήγημα (2002), Σημαδιακός κι αταίριαστος, Οι νεότεροι για τον Παπαδιαμάντη (2002), Μετρημένα λόγια (2004), Μοτέλ, Κομμωτής κομητών (2005).

 

Ως πεζογράφος έχει ασχοληθεί περισσότερο με το διήγημα. Το υλικό του το αντλεί από τις αναμνήσεις του, οι οποίες, κατά κύριο λόγο, έχουν σχέση με τον τόπο όπου γεννήθηκε, τα παιδικά του χρόνια, τον πόλεμο του '40, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Πολλές φορές οι σημερινές καταστάσεις του δίνουν τη δυνατότητα να αναπολήσει τα περασμένα, να κριτικάρει τα σύγχρονα και να λειτουργήσει μέσα σε μια παραζάλη του πραγματικού με το φανταστικό. Ακολουθεί κι αυτός, όπως κι άλλοι, παλαιότεροι (Α. Παπαδιαμάντης) ή σύγχρονοί του (Γ. Ιωάννου, Τ. Καζάζης) μια συνειδητή βιωματική μέθοδο γραφής, όπου βρίσκουμε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία χωρίς να έχουμε αυτοβιογραφία. Επίσης τα διηγήματά του χαρακτηρίζει μια εσωτερική ενότητα που δίνει την αίσθηση του ενιαίου ενός άτυπου μυθιστορήματος.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Στην περίπτωση του Χριστόφορου Μηλιώνη, η τελική κυριαρχία του πάνω στα εκφραστικά του μέσα υπήρξε, όπως συνάγεται από την ανασκόπηση της μέχρι σήμερα συγγραφικής του διαδρομής, καρπός ενσυνείδητης και υπομονετικής προσπάθειας, στοχαστικών και συνετών αναζητήσεων. Με τη διατύπωση «συνετές αναζητήσεις» θέλω να διαστείλω την περίπτωσή του από άλλες περιπτώσεις όπου, κάτω από την πίεση ενός κλίματος κοινωνικής ρευστότητας και μιας ακόμη ρευστότερης πνευματικής και καλλιτεχνικής ατμόσφαιρας, επιχειρούνται σπασμωδικές ανιχνευτικές κινήσεις είτε για την άγρευση παρθένου θεματικού υλικού, είτε για την ανεύρεση νέων εκφραστικών τρόπων. Αυτή η σπασμωδικότητα απουσιάζει από τις αναζητήσεις του Χριστόφορου Μηλιώνη. Η συνδρομή του στην ανανέωση της δομής και της γλώσσας του διηγήματος, κατά κύριο λόγο, χαρακτηρίζεται από τον έντεχνο συγκερασμό παραδοσιακών και νεωτερικών τρόπων. Με τους τελευταίους, όπως θα δούμε πιο κάτω, κάποια περίοδο ερωτοτροπεί γόνιμα: τα άμεσα αποτελέσματα είναι καθ' εαυτά πολύ ενδιαφέροντα και τα μακροπρόθεσμα σημαντικά. Η αφομοίωση των τεχνικών και του κλίματος του «νέου μυθιστορήματος», εκτός του ότι εμπλουτίζει την παραδοσιακά θρεμμένη αφηγηματική του φλέβα, οξύνει και εκλεπτύνει τη δημιουργική της εκμετάλλευση.

Σε ό,τι αφορά τη θεματογραφία του, η πορεία είναι ελαφρώς αντίστροφη, θα έλεγα —με μια δόση εξεικονιστικής υπερβολής. Το βέβαιο πάντως είναι πως ο συγγραφέας αρκετά νωρίς εντοπίζει έναν κόσμο βιωμένης εμπειρίας, με τον οποίο τον συνδέουν ποικίλοι συγκινησιακοί δεσμοί, που θα αποτελέσουν τον λίγο - πολύ σταθερό άξονα της προσωπικής του μυθολογίας, με την οποία συνυφαίνονται η κοινωνική διάσταση και η ιστορική προοπτική. Το ηπειρώτικο τοπίο των παιδικών και εφηβικών του χρόνων (ανθρώπινο και γεωγραφικό) που συμπίπτουν με τα δραματικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας —Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση, Εμφύλιος— θα γίνει για τον συγγραφέα ένα πλούσιο θρεπτικό υλικό που θα τροφοδοτεί τη μνήμη και τη φαντασία του στο μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού του βίου με θέματα, συγκινήσεις, μοτίβα και μορφές. «Τη μνήμη και τη φαντασία του», ασφαλώς. Σκόπιμο, ωστόσο, είναι να επισημανθεί ότι ο αναγνώστης του έργου του έχει έντονη την αίσθηση πως ο Χριστόφορος Μηλιώνης είναι περισσότερο συγγραφέας της μνήμης. Το στοιχείο της επινόησης συνυπάρχει και συνεργεί στην τελική διαμόρφωση του αφηγηματικού ιστού· κυριαρχεί εντούτοις η εντύπωση πως την αφηγηματική ανέμη την κινούν οι μνημονικοί μηχανισμοί. Η βιωμένη εμπειρία, άξονας και πυρήνας της προσωπικής (άμα και κοινοτικής) μυθολογίας του, μαζί με τη γλωσσική της εκφορά (παραδοσιακή άμα και νεωτερική), συνιστούν τη βαθιά ελληνικότητα της κατάθεσής του, που όσο βαθύτερα ριζώνει σε τόπο, χρόνο και ιστορία, τόσο περισσότερο εξιδρώνει τη φολκλορική της επίφαση. Η ελληνικότητα του έργου του Χριστόφορου Μηλιώνη δεν είναι ιδεολογικό ζητούμενο· προκύπτει αβίαστα από το ψυχικό, πνευματικό και γλωσσικό του υπόβαθρο· γι' αυτό είναι ουσιαστική και εμφατική [...]».

 

(Η Μεταπολεμική πεζογραφία, Χριστόφορος Μηλιώνης,
Παρουσίαση - Ανθολόγηση Σπύρου Τσακνιά,
Σοκόλης, Αθήνα, 1988, τ. Ε' σελ. 258-260)

 

«Στα τριανταδύο χρόνια τού συγγραφικού του βίου —από το 1961 που εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων Παραφωνία μέχρι εφέτος που κυκλοφόρησε ο Χειριστής Ανελκυστήρος, συλλογή διηγημάτων και πάλι— ο Χριστόφορος Μηλιώνης έχει δημοσιεύσει εφτά πεζογραφικά βιβλία όλα κι όλα· ένα βιβλίο περίπου ανά πενταετία. [... ] Είναι φανερό πως έχουμε να κάνουμε μ' έναν «γεννημένο», όπως λέμε, διηγηματογράφο· κι η διαπίστωση δεν έχει κανενός είδους αξιολογική χροιά. Βρισκόμαστε, άλλωστε, μακριά από τους ειδολογικούς προβληματισμούς της γενιάς του μεσοπολέμου που έθετε το αίτημα της μυθιστοριογραφίας με όρους καθαρά αξιολογικούς [...]. Το διήγημα, για λόγους που δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν εδώ, εξακολουθεί να καλλιεργείται με επιτυχία στον τόπο μας, σε βαθμό που να βάζει κάποιον σε πειρασμό να διακινδυνεύσει τη σαρωτική εκτίμηση πως η αξιολογική ζυγαριά της ελληνικής πεζογραφίας γέρνει πάντα προς τη μεριά του διηγήματος.

Η σημερινή αφορμή, η κριτική παρουσίαση της τελευταίας συλλογής του Χριστόφορου Μηλιώνη δεν δικαιολογεί συστηματικότερη διαπραγμάτευση αυτής της σταθερής τάσης που διακρίνει την πεζογραφία μας. Αν αποτόλμησα μια βιαστική επισήμανση, ήταν γιατί η δημοσίευση του Χειριστή Ανελκυστήρος μου έδωσε το ερέθισμα να σταθώ και να λογαριάσω το στίγμα (με τη ναυτική έννοια του όρου) της πεζογραφίας του Μηλιώνη μέσα στη διηγηματογραφική μας παράδοση και να αποπειραθώ μια συνοπτική καταγραφή του.

Μιλώ για έναν συγγραφέα που βγαίνει από τα σπλάχνα αυτής της παράδοσης. Στον μελετητή του έργου του είναι φανερή και η αγάπη του γι' αυτήν και η εκ μέρους του βαθιά αφομοίωσή της. Μολονότι γράφει σε καιρούς που το αίτημα της ριζοσπαστικής ρήξης με το παρελθόν είναι διάχυτο, ενίοτε δε και επιτακτικό, ο Μηλιώνης, παρά την ερωτοτροπία του με τα νεωτερικά ρεύματα, κυρίως στη συλλογή «Τα διηγήματα της Δοκιμασίας» —το 1978 δημοσιεύτηκαν σε βιβλίο, αλλά γράφτηκαν μέσα στην εφταετία της χούντας και πρωτοδημοσιεύτηκαν στο Γιαννιώτικο περιοδικό «Δοκιμασία»—, επιλέγει τελικά τον δρόμο της αθόρυβης ανανέωσης του είδους αντί της θεαματικής ανατροπής των παραδοσιακών αφηγηματικών τρόπων. Την ανανέωση την επιχειρεί κατά κύριο λόγο με τη διακριτική εκμετάλλευση του στοιχείου του μνημονικού συνειρμού μέσα σε μιαν αφήγηση που διατηρεί τη λογική συνοχή, αλλ' όχι πάντα και την αντικειμενική χρονική αλληλουχία. Η υποκατάσταση της αυστηρά αρχιτεκτονημένης πλοκής, πυραμιδικά οργανωμένης, με μια ελαστικότερη αφηγηματική δομή, που δείχνει να ακολουθεί την αδέσμευτη περιδιάβαση της μνήμης αντί για κάποιο σχέδιο από τα πριν καταστρωμένο, καθώς και το παιχνίδι ανάμεσα στην υποκειμενική θέαση του αφηγητή και την «αντικειμενική» πρόσληψη του αναγνώστη, που τεχνηέντως έχει τροφοδοτηθεί με τις αναγκαίες προς τούτο πληροφορίες, είναι, πιστεύω, βασικά χαρακτηριστικά της αφηγηματικής του μεθόδου, χάρη στα οποία, στις πιο καλές στιγμές, το διήγημα υποβάλλει περισσότερα από όσα λέγει [...]».

 

(Σπύρος Τσακνιάς, κριτική για το Χειριστής Ανελκυστήρος,
Η λέξη, 115, σελ.395-396)

 

«Παράλληλα υπάρχουν και αποκλίνουσες ιδιαιτερότητες. Για το Χριστόφορο Μηλιώνη πρέπει να τονιστεί η καταγωγή από την παραμεθόρια περιοχή. Η γειτνίαση της ιδιαίτερης πατρίδας με τα ελληνοαλβανικά σύνορα, χώρο των πρώτων πολεμικών επιχειρήσεων του '40, και με τη Μουργκάνα, θέατρο σκληρών εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων, είχε τις επιπτώσεις του στο έργο του. Σ' αυτόν όπως και σε άλλους ομήλικούς του πεζογράφους, προεξάρχει η βιωματικότητα, η άμεση εμπειρία. Επίσης η εσωστρέφεια και οι μυστικές εμμονές του. Από την άποψη αυτή δεν είναι τυπικός αλλά ιδιότυπος, δεν είναι κατεξοχήν αντιπροσωπευτικός, αλλά συγκαλυμμένα αυτοβιογραφούμενος. Στα περισσότερα κείμενά του το βίωμα έχει πρωταρχική λειτουργική σημασία. Από το Πουκάμισο του Κενταύρου ως το Καλαμάς κι Αχέροντας πλήθος αυτοβιογραφικές αναφορές που αποδίδονται στα βασικά πρόσωπα των ιστοριών του δεν είναι παρά βιωμένα περιστατικά του συγγραφέα που σχετίζονται με εφηβικές και νεανικές μνήμες από τον Εμφύλιο και την μετεμφυλιακή περίοδο και καταγράφονται, όπως αντανακλώνται μέσα από την αυστηρά επιλεκτική του συνείδηση.

Για ν' αρθούν όμως ενδεχόμενες παρεξηγήσεις, πρέπει να τονίσω ότι δεν πρόκειται για αυτοβιογραφία, αλλά για αυτοβιογραφική αφηγηματική μέθοδο, η οποία είναι ένας βιωματικός τρόπος αφήγησης, που δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με την αυτοβιογραφία, μολονότι είναι εύλογο να περιέχει λίγες ή πολλές αυτοβιογραφικές αναφορές [...]».

 

(Γιώργος Παγανός , Τρεις μεταπολεμικοί πεζογράφοι: Χρ. Μηλιώνης - Νίκος Μπακόλας - Η. Χ. Παπαδημητρόπουλος,
Νεφέλη, Αθήνα, 1998, σελ.54-55)

 

«Ας σταθούμε όμως για λίγο στον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει τις ποικίλες αλλαγές που συνεπάγεται το πέρασμα του χρόνου στις συνθήκες της ζωής, στην ατομική ψυχολογία και στη συμπεριφορά και νοοτροπία των νεοτέρων, καθώς και το υπαρξιακό κενό που δημιουργεί αυτό το γεγονός. Έξοχα διηγήματα όπου μορφοποιούνται αυτές οι αλλαγές, είναι η «Δικαιοσύνη» και ο «Ετεροδημότης». Σ' αυτά τονίζονται οι ραγδαίοι ρυθμοί των μεταβολών και προβάλλεται η απεγνωσμένη αντίσταση του υποκειμένου με την εμμονή του σε ιδέες και αξίες που έδωσαν νόημα στη ζωή του, αλλά και η συνειδητοποίηση της τραγικότητάς του καθώς βλέπει ότι αποξενώνεται και περιθωριοποιείται συνεχώς μέσα στο ίδιο του το φυσικό, το κοινωνικόκαι το πολιτιστικό περιβάλλον. Η «Δικαιοσύνη» αφήνει μια αίσθηση πικρής μελαγχολίας και ο «Ετεροδημότης» μια αίσθηση πικρής ειρωνείας».

 

(Γ. Παγανός, ό.π., σελ. 123-124)

 

«[Ο Κυπριακός αγώνας, μεταπολίτευση και αργότερα] δίνεται μέσα από τις ιστορίες των ενηλίκων στα έργα: Διηγήματα της Δοκιμασίας, Το πουκάμισο του Κένταυρου, Σιλβέστρος και Τα φαντάσματα του Γιόρκ [...]. Στα διηγήματα Το πουκάμισο του Κένταυρου [...]. ο λόγος της (Λεμονιάς) αναδεικνύει τα αδιέξοδά της, που διαπλέκονται με κειμενικά και εξωκειμενικά συμφραζόμενα π.χ. «Να βγάλω από πάνω μου αυτό το πουκάμισο του Κένταυρου, τον Νικολαϊδη, εσένα, όλα τ' άλλα. Και την ίδια την Ελλάδα» [...]. Έτσι, ενώ σε επίπεδο επιφάνειας φαίνεται ότι προβάλλονται οι μικροϊστορίες των ηρώων, σε επίπεδο βάθους αρθρώνεται η ιστορία της Κύπρου (επιφάνεια vs βάθος) [...]. Η πολυτελής ζωή στην Κύπρο, η φενακισμένη πραγματικότητα με το διάχυτο ερωτισμό αντιπαραβάλλεται (vs) με την πραγματική κατάσταση, ξενοκρατία, π.χ. «that's all, the mile of death», «πολλά μίλια θανάτου». Ακόμα, οι ατομικές αξίες και τα βιώματα, τα τραγούδια, η κυπριακή διάλεκτος, όλα συγκροτούν στοιχεία της πολιτιστικής ταυτότητας των Ελλήνων της περιφέρειας, που λειτουργούν ως ιθαγένεια, ως ιστορία και ως δυναμική πολυφωνία. Οι εικόνες, οι περιγραφές και οι αφηγήσεις ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε τόπους και χρόνους παλιούς μέσα από τους οποίους συγκροτείται η πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων της περιφέρειας.

Τα διακειμενικά και παρακειμενικά στοιχεία στο έργο του Μηλιώνη υποστηρίζουν πολλαπλώς τα κειμενικά συμφραζόμενα. Τα διακείμενα, άλλοτε ως λογοπαίγνια και άλλοτε ως μνήμη συνομιλούν με τις ατομικές ιστορίες των ηρώων και τα εξωκειμενικά συμφραζόμενα.[...]. Ο τίτλος, Το πουκάμισο του Κένταυρου, με τη μυθολογική του φόρτιση και η προμετωπίδα από τον Σεφέρη προετοιμάζουν για το περιεχόμενο του διηγήματος που προσδίδει νέα διάσταση στον παλίμψηστο τίτλο, ανάλογα με αυτόν που τον λέει και με τον τρόπο που εκφέρεται [...]. Επίσης, τα διακείμενα άλλοτε ως λογοπαίγνια και άλλοτε ως μνήμη «συνομιλούν» με τις ατομικές μικροϊστορίες των ηρώων και με την εξελισσόμενη ιστορία της Κύπρου, π.χ. «Non, rien de rien, non je ne regrette de rien» ή θυμίζουν άλλους ποιητές, π.χ. Καβάφη, Καββαδία κ.ά.:

«[...] Ακόμα, λένε πράγματα φρικτά πάρα πολύ

Που είναι όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα...»

[...] Τέλος, μπορούμε να πούμε ότι ο λογοτέχνης παρατηρεί κριτικά και δημιουργεί αρμονική σύνθεση του χτες και του σήμερα αξιοποιώντας βιώματα, μνήμες, ήθη και έθιμα, διακείμενα, μοτίβα και σύμβολα με τη δύναμη της λογοτεχνικής γλώσσας. Οι μικροϊστορίες και τα διακείμενα αναδεικνύουν στάσεις, αξίες, ιδεολογίες σε τόπο και χρόνο, συνομιλούν με την ευρύτερη ιστορία και συγκροτούν στοιχεία της πολιτισμικής μας ταυτότητας».

 

(Χριστίνα Αργυροπούλου, «Η σημειωτική των μικροϊστοριών με τα μοτίβα και τους κώδικές τους και η κοινωνικοπολιτιστική λειτουργία τους στο έργο του Χριστόφορου Μηλιώνη», Ζ’ Συνέδριο Σημειωτικής Εταιρείας,
Πάτρα 2004, Πρακτικά υπό έκδοση)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

• Ν' αναζητήσουν οι μαθητές στο διήγημα μια σειρά από εικόνες, αναμνήσεις, σκέψεις και συνειρμούς που οδηγούν τον αναγνώστη στην αναζήτηση του σημαινόμενου στον τίτλο «Δικαιοσύνη».

• Να συγκεντρώσουν τα στοιχεία που κεντρίζουν τον αφηγητή: την 28η Οκτωβρίου που φαίνεται να του θυμίζει μεγάλες στιγμές, τις φωτογραφίες του σήμερα, μια ημερομηνία και ένα δυο πρόσωπα, που φαίνεται να έχουν στοιχειώσει στο νου του, την αδυναμία του για την περιοχή της Κλεισούρας, περιοχή από όπου άρχισαν οι εχθροπραξίες με τους Ιταλούς στις 28 Οκτωβρίου του 1940.

• Να σχολιαστεί η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του αφηγητή, που αναδεικνύεται με τη μυστικότητα με την οποία επισκέπτεται δυο φορές την περιοχή της Κλεισούρας και το φόβο του, μήπως παρεξηγήσουν την εμμονή του και γίνει «καταγέλαστος».

• Να τονιστεί η μη ευθύγραμμη αφήγηση. Ο αφηγητής περνάει από τη μια χρονική στιγμή στην άλλη, από τον ένα τόπο στον άλλο. Να ζητήσουμε από τους μαθητές μας να επισημάνουν τις όποιες αλλαγές: π.χ. «Πέρυσι...φωτογραφίες....   τοπωνύμια... συναισθήματα που προσπαθεί να κρατήσει για τον εαυτό του.[...] Τέτοιες μέρες... τέλη Οκτωβρίου... κείνες τις φιγούρες... να τραβούν για την Αλβανία. Πρόπερσι ... ταξίδι... Τεπελένι... συναισθήματα. [...] Προχώρησα μονάχος στο πλάτωμα πάνω από τον Αώο, ... το παραπονεμένο τους τραγούδι κλωθογύριζε στις χαράδρες [...]». «Τις προάλλες μας έφυγε ο ξάδερφός μου ο Ηλίας... μας έδειχνε το τραύμα του που ήταν φρέσκο κι έλεγε: αφήγηση του Ηλία για τον τραυματισμό του... ως προχτές ακόμα που τον συνάντησα ... Πάνε αυτά ... Τότε ήταν άλλος καιρός».

• Το ίδιο να κάνουν και με τον τόπο. Να βρουν τον άξονα γύρω από τον οποίο κινούνται οι χρονικές ή τοπικές εναλλαγές (ο αφηγητής βρίσκεται πραγματικά ή νοερά άλλοτε στην Αθήνα, άλλοτε στα ελληνοαλβανικά σύνορα, ξανά στις γειτονιές της Αθήνας ή στα Άσπρα Σπίτια της Βοιωτίας και πάλι στα σύνορα, ώσπου να ξαναγυρίσει στην Αθήνα και τη σημερινή πραγματικότητα). Να εντοπίσουν, επίσης, την υπερβατική διάσταση που υπάρχει στο συγκεκριμένο διήγημα, η οποία, κατά κάποιο τρόπο, δένει τις αλλαγές χρόνου και τόπου.

• Ν' αναρωτηθούν οι μαθητές ποιοι είναι αυτοί που απαιτούν δικαιοσύνη.

• Οι μαθητές ν' αναζητήσουν στο διήγημα, τον καλύτερο τρόπο απόδοσης της δικαιοσύνης. Αγάλματα και μνημεία έχουν στηθεί, τελετές και επετειακές εκδηλώσεις γίνονται κάθε χρόνο, όμως, για το συγγραφέα αυτά, και έτσι όπως γίνονται, δεν είναι αρκετά για να διατηρήσουν άσβηστη τη μνήμη, γεγονότων και ανθρώπων. «Κανείς δεν τους θυμάται» λέει ο Γ. Σεφέρης και ζητάει δικαιοσύνη, το ίδιο κάνει και ο Χριστόφορος Μηλιώνης.

 

Παράλληλο κείμενο

Τ. Πατρίκιου, Οφειλή

* Ποια κοινά στοιχεία, ως προς το περιεχομένο, εντοπίζετε στα δύο κείμενα;

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες

• Πώς κατά τη γνώμη σας μπορεί να ικανοποιηθεί το αίτημα του συγγραφέα για «Δικαιοσύνη»; Είναι δυνατόν ν' αποδοθεί «Δικαιοσύνη» κάτω από τις σημερινές συνθήκες;

• Να εντοπίσετε στο κείμενο τα σημεία που δείχνουν την απογοήτευση του συγγραφέα σχετικά με την τιμή προς αυτούς που αγωνίστηκαν για την πατρίδα και την ελευθερία.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΔΕΛΗΚΑΡΗ Β., Χριστόφορος Μηλιώνης, «Ο πεζογράφος και το έργο του», Φιλολογική 20, Αθήνα, 2002, σελ. 49-51.

ΠΑΓΑΝΟΣ Γ.Δ., Τρεις μεταπολεμικοί πεζογράφοι: Χρ. Μηλιώνης - Νίκος Μπακόλας - Η. Χ. Παπαδημητρόπουλος, Νεφέλη, Αθήνα, 1998

ΤΣΑΚΝΙΑΣ Σ., Παρουσίαση-Ανθολόγηση Χριστόφορος Μηλιώνης, Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, Σοκόλης, Αθήνα 1988, τ. Ε'.

ΤΣΑΚΝΙΑΣ Σ., Κρίση για το Χειριστής Ανελκυστήρος, Η λέξη,

ΤΖΙΟΒΑΣ Δ., Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, Οδυσσέας, Αθήνα, 1993.

 

pano

 


 

Χριστόφορος Μηλιώνης (1932-2017)
Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
Εκπομπή ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΕΡΤ
Η ιστορία των χρόνων μου - Χριστόφορος Μηλιώνης (επιμορφωτικό ντοκιμαντέρ) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Η ιστορία των χρόνων μου - Χριστόφορος Μηλιώνης (επιμορφωτικό ντοκιμαντέρ) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano