Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο

Ε B

331 332 333 334 335

331

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Βασίλης Βασιλικός, Το φύλλο

 

Ο Λαζαρος, Φοιτητης της Γεωπονικης στη Θεσσαλονίκη, μένει με την οικογένειά του στον έκτο όροφο μιας νεόδμητης πολυκατοικίας. Κλέβει μια γλάστρα με καλλωπιστικό φυτό από την αυλή κάποιου σπιτιού, όπου έμενε ένα νεαρό κορίτσι, και την τοποθετεί στο δωμάτιό του. Το φυτό αναπτύσσεται και παίρνει σιγά σιγά γιγαντιαίες διαστάσεις: οι ρίζες του απλώνονται σε όλα τα πατώματα, προκαλούν βλάβες και επικίνδυνους τριγμούς στην πολυκατοικία, ώσπου οι ένοικοι ξεσηκώνονται και το καταστρέφουν.

 


 

Το φυλλο
(απόσπασμα)

Κι ωστόσο η μάνα του είχε δίκιο όταν είπε ότι θα του πίνει όλο το οξυγόνο. Και να γιατί: όταν χθες το βράδυ, νύχτα της Τρίτης, κουρασμένος από τις χαρές και τις αγωνίες της πρώτης μέρας που ζούσε με το φύλλο του, έπεσε να κοιμηθεί, για πολλή ώρα δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Ξάγρυπνος από τη στρωσιά του παρακολουθούσε τη σιγανή μετατόπιση του φεγγαριού πάνω από το φύλλο που είχε πάρει μια χαλκοπράσινη θωριά. Όσο το φως του φεγγαριού γλιστρούσε από πάνω του, το φύλλο αφομοιώνονταν μες το σκοτάδι, ώσπου χάθηκε ολότελα και μόνο η σκιά του ξεχώριζε σαν αποτύπωμα πάνω στη νύχτα. Ήσυχος που το φύλλο του κοιμόταν, γύρισε τότε κι Αυτός από το άλλο πλευρό. Στις τρεις όμως ξύπνησε μ' ένα κακό όνειρο: είχε δει στον ύπνο του πως η μάνα του τάχα μπήκε μες το δωμάτιο κρυφά και με τα βαμμένα νύχια της ξέσκιζε τη σάρκα του φύλλου. Εκείνο δεν έβγαζε κραυγή και υπόφερε καρτερικά το θάνατό του. Τινάχτηκε. Δεν το 'δε αμέσως. Προχώρησε στα τυφλά, ώσπου σκόνταψε πάνω στη γλάστρα. Τότε ησύχασε. Ευτυχώς ήταν εκεί, κοιμόταν με την ανοιχτή φτερούγα του. Το χάιδεψε και στα δάχτυλά του απλώθηκε ένα μούδιασμα γλυκό, σαν πάχνη. Ήταν εκεί, δόξα τω Θεώ, απείραχτο, ανέγγιχτο. Και σήμερα το πρωί, πρωί της Τετάρτης, καθώς ξύπνησε, το είδε κολλημένο κατάστηθα πάνω στο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Τρόμαξε. Το φως του ήλιου διαπερνούσε ανεμπόδιστα την υγρή σάρκα του κι έπεφτε πρασινωπό μες στην κάμαρα ασημίζοντας τα λεπτά νεύρα του, τις τρίχινες ίνες, το περίγραμμά του που σχεδιάζονταν δαντελωτό πάνω στο 332κρύσταλλο σε σχήμα μεγάλης καρδιάς. Με προσοχή μη το σκίσει το ξεκόλλησε από το τζάμι, όπου είδε σταματημένες σταγόνες ιδρώτα σαν κόμπους βροχής. Κατάλαβε τι είχε γίνει τη νύχτα κι άνοιξε χωρίς χρονοτριβή την μπαλκονόπορτα. Τότε είδε το φύλλο που ξεχύθηκε ασυγκράτητο προς τα έξω σαν να φώναζε «αέρα! αέρα!» κι ανάσαινε άπληστα το φρέσκο πρωινό αγιάζι. «Τι θα πάθαινα!» σκέφτηκε. «Θα πέθαινε από ασφυξία». Η μάνα του είχε δίκιο όταν έλεγε πως θα πίνει όλο το οξυγόνο της κάμαρας. Κι αποφάσισε, όχι για να μην πάθει τίποτα Αυτός, αλλά για να μην πάθει τίποτα το φύλλο του, ν' ανοίγει κάθε βράδυ την μπαλκονόπορτα προτού κοιμηθεί.

 

— Και πώς το λεν, επιστημονικώς βέβαια; τον ρώτησε ο πατέρας του καθώς σηκώνονταν από το τραπέζι και πήγαινε στην πολυθρόνα για να καπνίσει το τσιγάρο του.

— Ακόμα δεν ξέρω πού να το κατατάξω, απάντησε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. Σε λίγες μέρες θα φανεί, θα εκδηλωθεί, όπως το λέμε στη Δεντρολογία.

Ο πατέρας του φάνηκε ικανοποιημένος με την απάντηση αυτή. Του έφτανε να ξέρει ότι ο γιος του είχε πραγματικά «το πάθος της επιστήμης του». Και άνοιξε την εφημερίδα.

Όμως Αυτός ήταν πολύ ανήσυχος. Από την πρώτη στιγμή που είδε το φύλλο εγκαταστημένο μέσα στην κάμαρά του, άρχισε να τον βασανίζει το ερώτημα για το τι θα γινόταν. Δυο δρόμους μπορούσε να πάρει: ή να γίνει μια αλλομπέτσα ή ένα φυλλόδεντρο. Και η ερώτηση του πατέρα του για το πώς το λεν αναμόχλεψε μέσα του την ανησυχία. Για την ώρα όλα του τα χαρακτηριστικά δείχναν πως θα γίνει μια αλλομπέτσα. Όμως δεν αποκλείονταν αργότερα να γύριζε σε φυλλόδεντρο μια που ο αγώνας για την επιβίωσή του μέσα στην κάμαρα έμελλε να 'ναι σκληρός και τραχύς. Γιατί δεν ήταν μόνο η κλεισούρα που είχε ν' αντιπαλέψει, με τόσο λίγο αέρα και φως, αλλά κι αυτά τα έπιπλα ακόμα που πήραν απέναντί του στάση εχθρική. Το πρόσεξε πως το κύκλωναν από παντού με τις αιχμηρές γωνιές τους στραμμένες κατά πάνω του σαν λόγχες. Και δεν μπορούσε να τα πετάξει όλα, όπως έκανε με τον μπουφέ, μια που το φύλλο, με τη ζωντάνια του και τη ζεστασιά του, τον βοήθησε να τα δει όπως ήταν: άψυχα σαν κενοτάφια και θαμπά σαν βερνικωμένα κιβούρια κι ολότελα περιττά σαν τους τύπους. Κι άρχισε να σκέφτεται γιατί ως τότε δεν τον είχαν ενοχλήσει καθόλου. «Μόνο όταν αρχίζεις, φαίνεται, ν' αποκτάς κάτι δικό σου, 333βλέπεις τι δεν σου ανήκει πραγματικά», είπε. Γι' αυτό κι ήταν πολύ ανήσυχος για την εξέλιξη που θα 'παιρνε το φύλλο του. Αν έμενε μια αλλομπέτσα θα 'χε την επιδερμίδα λεπτή και διάφανη, μαλακιά, χνουδάτη, ευαίσθητη στο φως και στις αλλαγές της ατμόσφαιρας. Και θα μπορούσε να πετάξει από τα πλάγια κι άλλα φύλλα, θα 'ριχνε καταβολές, γιατί σαν θηλυκό που θα 'ταν θα γεννοβολούσε, μα το ίδιο θα έμενε για πάντα απροστάτευτο μες στην εχθρότητα των επίπλων σαν κορίτσι που η ομορφιά του γεννά το θάνατο. Ενώ αν γινόταν ένα φυλλόδεντρο, το δέρμα του θα σκλήραινε, τα νεύρα του θα χοντραίναν, θ' αποκτούσε σάρκα στέρεη σαν του κάκτου και θα πετούσε αγκάθια, αν το πολυζόριζαν. Θα 'ταν ένα αρσενικό. Και πιο άνετα θα μπορούσε να πολεμήσει την ντουλάπα, τη βιβλιοθήκη, το τραπέζι, τις καρέκλες... Ούτε κι ο ίδιος ήξερε τι να ευχηθεί. Μια το 'θελε αλλομπέτσα, για να ταιριάξουν οι ευαισθησίες τους, μια το 'θελε φυλλόδεντρο, για ν' αντέξει στον αγώνα. Και για την ώρα, σε τούτη τη θολή εποχή της εφηβείας του, όλα ήταν πιθανά. Γι' αυτό στο βάθος ήταν πολύ ανήσυχος. Κι ενώ έβλεπε τον πατέρα του να σβήνει το τσιγάρο του στο τασάκι, σκεφτόταν: «Ο καιρός θα το δείξει. Οι μέρες, οι βδομάδες που θα 'ρθουν θα μου πουν για το πραγματικό φύλο του φύλλου μου».

 

Την άλλη Τετάρτη, μια βδομάδα ύστερα, κατά σύμπτωση είχαν πάλι σπανακόρυζο, ο πατέρας του τον ρώτησε:

— Πώς πάει το πείραμα;

— Καλά, απάντησε Αυτός αδιάφορα.

— Σε βλέπω, σε βλέπω, έχεις πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα. Τελειώνει η εργασία σου;

— Δυστυχώς, είναι ακόμα στην αρχή της, είπε.

Αληθινά, όπως το 'λεγε ο πατέρας του, είχε πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα. Δεν έβγαινε καθόλου έξω. Διάβαζε, διάβαζε ό,τι είχε σχέση με αλλομπέτσες και φυλλόδεντρα, ήθελε να ξέρει τα πάντα γύρω απ' αυτό, αλλά το φύλλο του καθημερινά διάψευδε τα διαβάσματά του. Κάθε πρωί το 'βλεπε διαφορετικό απ' ό,τι το 'χε αφήσει το βράδυ. Ωρίμαζε μες στο σκοτάδι και τη σιωπή, όπως τα φρούτα· κι έτριβε τα μάτια του για να το αναγνωρίσει. Χαίρονταν που θέριευε τόσο αλματικά κι αχρήστευε όλα τα επιστημονικά βιβλία. Μέσα σε αυτή την πρώτη βδομάδα ο μίσχος του έγινε κοτσάνι, κορμός, κοντάρι σημαίας κι ο κολεός* του θήκη που 334ζώνονται στη μέση τους οι σημαιοφόροι. Και το έλασμά του πλάταινε: από πιάτο που ήταν όταν το πρωτόφερε, έγινε μακρόστενη πιατέλα και τώρα έμοιαζε μ' ελλειπτική πλασταριά*. Η ύπτια επιφάνειά του έκανε κοιλιά και γέμισε χνούδι, όπως το φύλλο της ελιάς, και η πρηνής στραφτάλιζε όπως η θάλασσα στον ήλιο. Το μεσαίο νεύρο του, η ραχοκοκαλιά, τέλειωνε σ' ένα μικρό έλικα, όπως ήξερε Αυτός ότι συμβαίνει με την φλαγελαρία την Ινδική. Και δεν είχε κρατημό στο μεγάλωμά του. Παράτησε τότε τα βιβλία που δεν του έλεγαν τίποτα, μια που το φύλλο του ξέφευγε από τους συνηθισμένους τύπους, τα καλούπια. Κι ήταν ακόμα χωρίς όνομα, όπως η κοπέλα που το είχε, και δίχως πρόσωπο, μια που άλλαζε πρόσωπο κάθε τόσο.

 

Τώρα ξέρεις πως το λεν, επιστημονικώς βέβαια; τον ρώτησε ο πατέρας του πάνω στο τσιγάρο.

— Το λεν αλλόφυλο, είπε παίζοντας με τις λέξεις και κάνοντας ένα συνδυασμό με τις δυο πιθανότητές του. Και συνέχισε, για να καλύψει τη βαθύτερη άγνοιά του: Ανήκει εξάλλου στην κατηγορία των λαίμαργων —δυο κανάτια νερό τη μέρα δεν του φτάνουν. Στην οικογένεια των υψικόρμων — ολοένα ανεβαίνει. Και στην ομάδα των δεξιοστρόφων — μόνο που από προχθές, βρίσκοντας εμπόδιο την ντουλάπα, το βλέπω που γυρίζει και γίνεται αριστερόστροφο...

 

Το φύλλο καθημερινά άλλαζε την προοπτική της κάμαρας και μίκραινε τους όγκους των επίπλων. Γυρνούσε πότε εδώ, πότε εκεί, άλλοτε ίσιωνε και γινόταν παράλληλο με το ταβάνι, άλλοτε πήγαινε στην μπαλκονόπορτα και ζητούσε να βγει έξω —όμως Αυτός το προφύλαγε από τα μάτια του κόσμου— ή έπεφτε πάνω στο τζάμι σαν κουρτίνα. Μονάχα που καθώς βάραινε και το κοτσάνι του δεν φαινόταν τόσο ισχυρό για να το βαστάξει, αναγκάστηκε να δέσει πάνω του, μ' ένα γαλάζιο φιόγκο κοριτσιού, το πρώτο αντιστύλι.

Ήταν ένα στομάχι που άλλαζε το άμυλο της κοπριάς σε χλωροφύλλη κι ένας πνεύμονας που ανάσαινε με όλα τα κύτταρά του γεμίζοντας υδρατμούς το δωμάτιο. Κι όταν καθάριζαν οι υδρατμοί, έβλεπε το θώρακα γυμνό, ίδιο με ανθρώπινο θώρακα πάνω σε μια πλάκα ακτινογραφίας: κι εδώ όπως κι εκεί τόξα συμμετρικά τα πλευρά του που ξεκινούσαν από τη 335σπονδυλωτή ραχοκοκαλιά. Κι εδώ όπως κι εκεί η νύχτα ανάμεσά τους. Και δεν έβλεπε πουθενά κανένα σημάδι, καμιά σκιά που θα τον έβαζε σε ανησυχία. Η πράσινη πλάκα, αντίκρυ στον ήλιο, έδειχνε ότι το φύλλο του έσφυζε από υγεία και ζωή. Κι έπαιρνε ο ίδιος αντανακλαστικά κάτι από αυτή τη ζωντάνια. Πήγαινε από μακριά, για να το χωρά ολόκληρο η ματιά του: το καμάρωνε, όπως το ίδιο το φύλλο του καμάρωνε μες στον καθρέφτη της ντουλάπας, περήφανο, πλατύστερνο και λεβεντόκορμο σαν ένα φυλλόδεντρο κι ευαίσθητο μαζί σαν μια αλλομπέτσα. Μ' ένα πούπουλο που αγόρασε ειδικά γι' αυτό το ξεσκόνιζε από τις αράχνες, ανεβαίνοντας πάνω σε μια καρέκλα. Μονάχα τη νύχτα λιγάκι τον τρόμαζε, όταν με το ηλεκτρικό φως γινόταν εξωπραγματικό, απίθανο, σαν κάτι φυτά που αργοσαλεύουν αμίλητα μες στο βυθό της θάλασσας.

Τότε, στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας, κάθισε κι έγραψε στο φίλο του τον Κώστα του Μονάχου* ότι δεν άκουγε πια κανένα θόρυβο, «γιατί το φύλλο μου, ωσάν στουπόχαρτο, τους πίνει όλους». Με τι χέρια λοιπόν, τόσο παιδεμένα στη μοναξιά και στη στέρηση, να το χάιδευε, να το ευχαριστούσε; Με τι λόγια, άφθαρτα από την καθημερινή συνάφεια, να του εκδήλωνε την ευγνωμοσύνη του; «Κι έχει απλώσει γύρω μου», του έγραφε «μια πράσινη μεγάλη σκιά —κι είναι ευτυχώς ο θώρακάς του καθαρός, χωρίς σημάδια— μ' έχει διπλοτυλίξει μες στην πράσινη σιωπή του —κι είναι λαίμαργο, δυο κανάτες νερό τη μέρα δεν του φτάνουν— κι έχει ανοίξει μπροστά μου μια καταπράσινη κοιλάδα με ποτάμια χαράς και λιβάδια απάτητης χλόης, όπου σβήνουνε και πνίγονται τα πόδια των θορύβων...»

 

Το γράμμα αυτό δεν θα 'χε φτάσει ακόμα στον προορισμό του, όταν ένα πρωί καθώς ξύπνησε είδε μ' έκπληξη και τρόμο ότι το φύλλο του σκίστηκε, διαιρέθηκε σε μικρότερα φύλλα που κι αυτά σκιστήκανε, κάναν εσοχές, δάχτυλα. Και η κάμαρά του τώρα γέμισε παλάμες, σε μια δέσμη, μ' ένα βραχίονα, σαν χέρι τέρατος, παλάμες που ζητούσαν σπαραχτικά ανοιχτές, με ρυτίδες, ζητούσαν να σφίξουν γύρω από κάτι, γιατί αλλιώς θα πέφτανε, κι ανάπνεαν και κινιόταν δύσκολα, σαν χέρια ναυαγών, παλάμες, δάχτυλα, παλάμες...

 

Γ. Ιωάννου, «Ο φύκος»

 

 

κολεός: θήκη ξίφους, θήκη.

πλασταριά: πλατιά σανίδα, όπου ανοίγουν φύλλο για πίτες, πλαστήρι.

Κώστας του Μονάχου: φίλος του ήρωα που σπούδαζε σκηνοθέτης στο Μόναχο.

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ποια είναι η συναισθηματική σχέση του ήρωα με το φύλλο στην αρχή και στο τέλος του αποσπάσματος;
  2. Σε ποια σχέση βρίσκεται ο ήρωας με τα άλλα πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος και, γενικότερα, πώς παρουσιάζεται σαν προσωπικότητα;
  3. Ποιες είναι οι πιθανές ερμηνείες που μπορείτε να δώσετε στον συμβολισμό του φύλλου;

 

 


Βασιλικός Βασίλης

Βασίλης Βασιλικός (1934-2023)

Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1933. Σπούδασε Νομικά και τηλεόραση. Είναι από τους πολυγραφότερους συγγραφείς. Στην «τριλογία» του Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ' αγγέλιασμα χρησιμοποιεί καινούρια εκφραστικά μέσα, για να δώσει με μοντέρνα, πυκνή και πολυσήμαντη γλώσσα το χαρακτήρα της εποχής του. Μερικά άλλα έργα του: «Ζ», Μαγνητόφωνο (1 και 2), Καφενείο Εμιγκρέκ, Γλαύκος Θρασάκης κ.ά.

Μονόγραμμα. Βασίλης Βασιλικός. Μέρος 1 (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Μονόγραμμα. Βασίλης Βασιλικός. Μέρος 2 (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 



 

Βασίλης Βασιλικός

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Βασίλης Βασιλικός γεννήθηκε στην Καβάλα το 1933. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά του από το 1941, και τηλεόραση στη Σχολή Τηλεόρασης-Σκηνοθεσίας RCA της Νέας Υόρκης (1959). Στο διάστημα 1960-1967 έζησε στην Αθήνα και ακολούθως έμεινε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό (Νέα Υόρκη, Παρίσι, Ρώμη), ιδιαίτερα στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Με τη μεταπολίτευση επέστρεψε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα. Εργάστηκε ως αναπληρωτής διευθυντής της ΕΡΤ-1 στο διάστημα 1981-1985. Συνεργασίες του, με ανταποκρίσεις, άρθρα, σχόλια, ρεπορτάζ και διηγήματα, δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες (Ταχυδρόμος, Νέα Εστία, Εποχές, Σήμα, Επιθεώρηση Τέχνης, Αντί, Τα Νέα, Ελευθεροτυπία, Η Καθημερινή, Το Βήμα κ.ά).

Ο Βασίλης Βασιλικός είναι πολυγραφότατος και από τους περισσότερο μεταφρασμένους σε ξένες γλώσσες ζώντες Έλληνες συγγραφείς. Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1949 δημοσιεύοντας τρία ποιήματα στην εφημερίδα "Μακεδονία". Το πρώτο του βιβλίο, η νουβέλα Η διήγηση του Ιάσονα, κυκλοφόρησε το 1953. Ακολούθησε το θεατρικό Στη φυλακή των Φιλίππων, που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο σε σκηνοθεσία Ν. Γκάτσου και με μουσική επένδυση Μ. Χατζιδάκι. Ο ρυθμός με τον οποίο δημοσιεύει τα έργα του φανερώνει την επαγγελματική στάση του απέναντι στο γράψιμο, αλλά και το μεγάλο ταλέντο του σε συνδυασμό με τις ευαίσθητες και ανήσυχες κεραίες του που προσλαμβάνουν και αντιδρούν στα ποικίλα ερεθίσματα της ζωής και της κοινωνίας. Το 1962 του απονεμήθηκε το Βραβείο των Δώδεκα για την τριλογία του Το φύλλο - Το πηγάδι - Τ' αγγέλιασμα —το πρώτο ώριμο έργο του και για πολλούς κριτικούς το καλύτερο— και το 1977 το Premio Mediterraneo Internazionale στο Παλέρμο της Σικελίας για το μυθιστόρημά του Ο μονάρχης. Έχει γράψει τα σενάρια για τις ταινίες Μικρές Αφροδίτες και Επιτάφιος για εχθρούς και φίλους, ενώ το μυθιστόρημά του Ζ (1966), που αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από το σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά γνωρίζοντας διεθνή επιτυχία και αναγνώριση.

"Ο Βασιλικός —γράφει ο Μ. Μερακλής— είναι μια φύση πληθωρική, που εύκολα υπερβαίνει τα όρια των καθιερωμένων ειδολογικών μορφών (διήγημα, μυθιστόρημα κ.λπ.) και αφήνει τα είδη να αλληλοεισδύουν. Για το λόγο αυτό η διάκριση 'μυθοποιητικά' και 'απομυθοποιητικά' που κάνει ο ίδιος είναι βάσιμη, με την παρατήρηση ότι το υλικό του, σχεδόν πάντα αυτοβιογραφικό, άλλοτε μεταπλάθεται σε ορισμένους 'μύθους' και άλλοτε προσφέρεται περισσότερο άμεσα, αποδίδοντας ακριβέστερα τις προσωπικές, κοινωνικές, πολιτικές εμπειρίες του".

 

(Μ. Μερακλής, στην Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, λ. Βασιλικός)

 

Τα πιο γνωστά από τα αμιγώς ερωτικά βιβλία του είναι το αφήγημα Το τελευταίο αντίο και Η φλόγα της αγάπης, γραμμένα και τα δυο τη χρονιά του αιφνίδιου θανάτου της γυναίκας του (1979). Ως πολιτικός συγγραφέας στρέφεται κυρίως στη λογοτεχνία - ντοκουμέντο δίνοντας έργα όπως το Ζ (1966) και αργότερα το δίτομο Κ (1992) με θέμα το πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο Κοσκωτά. Το πιο φιλόδοξο και το κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό έργο του θεωρείται το μυθιστόρημα Γλαύκος Θρασάκης (πρώτη εκδοχή το 1975 και πιο ολοκληρωμένο το 1990).

Έργα του: Η διήγηση του Ιάσονα (μυθιστόρημα, 1953), Θύματα ειρήνης (μυθιστόρημα, 1956), Το φύλλο (μυθιστόρημα, 1961), Το πηγάδι (μυθιστόρημα, 1961), Τ' αγγέλιασμα (μυθιστόρημα, 1961), Η μυθολογία της Αμερικής (αφηγήματα, 1964), Οι φωτογραφίες (μυθιστόρημα, 1964), Ζ, φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος (μυθιστόρημα, 1966), Εκτός των τειχών (άρθρα και χρονογραφήματα, 1966), Υποθήκες Παπαδόπουλου - Παττακού (1968, Λονδίνο), Λάκα - Σούλι (ποιήματα, 1969, Λονδίνο), Bella Ciao (ποιήματα, 1970, Λονδίνο), Ήλιε μου, Αρταξέρξη μου (ποιήματα, 1971, Παρίσι), Το ψαροτούφεκο (διηγήματα, 1971, Λονδίνο), Το λαχείο (θεατρικό, 1971, Μαγέν), Μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν (αφηγήματα, 1971, Λονδίνο), Συνάντηση με τον ήλιο (ποιήματα, 1972, Λονδίνο), Καφενείο Εμιγκρέκ (νουβέλα, 1972, Ρώμη), Η δίκη των εξ (θεατρικό, 1973), Το πορτραίτο ενός αγωνιστή - Νίκος Ζαμπέλης (νουβέλα, 1973, Ρώμη), Ο απόστολος Παύλος στη φυλακή των Φιλίππων (θεατρικό, 1973), Γλαύκος Θρασάκης Α’ (μυθιστόρημα, 1974), Το ημερολόγιο του Ζ (αυτοβιογραφικό, 1974), Η κάθοδος (διηγήματα, 1974), Ο μονάρχης (μυθιστόρημα, 1974), Το λαχείο (δημοσιεύματα εφημερίδων, 1974), Αναμνήσεις από τον Χείρωνα (διηγήματα, 1974), Γλαύκος Θρασάκης, η επιστροφή, Β' (μυθιστόρημα, 1975), Γλαύκος Θρασάκης, Μπερλίνερ Ανσάμπλ, Γ’ (μυθιστόρημα, 1975, και την ίδια χρονιά οι τρεις τόμοι ενοποιημένοι με τον τίτλο Γλαύκος Θρασάκης), Ο χορδιστής (θεατρικό, 1975), Εικοσιπενταετία (δοκίμια και συνεντεύξεις, 1976), Καθ' οδόν (χρονογραφήματα, 1977), Τα σιλώ (αυτοβιογραφικό, 1976), Ανεπίδοτη επιστολή στον Αλέξανδρο Παναγούλη (αφήγημα, 1977), Ο θάνατος του Αμερικάνου (νουβέλα, 1977), Μια ιστορία αγάπης (νουβέλα, 1977), Κρουπ-Ελλάς (διηγήματα, 1977), Το νερό (μυθιστόρημα, 1977), Οι ρεμπέτες και άλλα διηγήματα (1977), Σαρξ και Μαρξ (αφηγήματα, 1977), Τροχαλίες (μυθιστορία, 1977), Η ζωή μου όλη -Στέλιος Καζαντζίδης (βιογραφία, 1978), Τα καμάκια (μυθιστόρημα, 1978), Το λιμάνι της αγωνίας (διηγήματα, 1978), Το γράμμα της αγάπης (αυτοβιογραφικό, 1979), Το βραχιόλι (διηγήματα, 1979), Η φλόγα της αγάπης (μυθιστόρημα, 1979), Το τελευταίο αντίο (διηγήματα, 1979), Ο τρομερός μήνας Αύγουστος (αυτοβιογραφικό, 1979), Οι Λωτοφάγοι (μυθιστόρημα, 1981), Τέσσερεις προσανατολισμένες πόλεις (αυτοβιογραφικό, 1981), Τα χαζά μπούτια (διηγήματα, 1981), Το παραβάν (διηγήματα, 1982), Χρονογραφήματα (1982), Το ελικόπτερο (1985), Η άσπρη αρκούδα (1987), Το άφρατο (1987).

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Σπινθηροβόλο πνεύμα με μεγάλη αφομοιωτική ικανότητα, αφηγητής με σπάνια ευρηματικότητα και ευελιξία, συγγραφέας με τεράστια θεματολογική ευρύτητα και ικανότητα προσαρμογής στα δεδομένα της 'μεταλογοτεχνικής' εποχής των ΜΜΕ, ο Βασίλης Βασιλικός είναι από τις πιο χαρισματικές μορφές της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αν τα περισσότερα βιβλία του είναι άνισα, αυτό οφείλεται όχι μόνο στη βιασύνη της συγγραφής τους, αλλά και στην ίδια την πληθωρικότητά του, που τον οδηγεί όχι σπάνια στην αμετροέπεια».

 

(Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς,
Πατάκης, Αθήνα 1999, σελ. 44)

 

«Μια μικρή φράση στο Μετώκησεν αποδίδει ίσως το βασικό γνώρισμα της αφηγηματικής τέχνης και του ύφους του Β.: 'μιλώ γελοιογραφικά'. Εντούτοις μιλάει, κατά κανόνα, για τα σοβαρά ζητήματα της εποχής μας, αυτά που περνούν στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο κάθε φορά, σε συνδυασμό με τις 'σταθερές' του καπιταλιστικού κόσμου. Η δημιουργία του Β. είναι αξεχώριστη από μια τέτοια θεώρηση των σύγχρονων φαινομένων. Γι' αυτό και οι 'μύθοι' του είναι κατά κανόνα ευανάγνωστοι και ευδιάγνωστοι, με εξαίρεση την κάπως αυξημένη κρυπτικότητα της τριλογίας του, που τον καθιέρωσε στα Γράμματα».

 

(Μ. Μερακλής, Πάπυρος, Λαρούς Μπριτάννικα, λ. Βασιλικός Βασίλης)

 

«Τον καλύτερο εαυτό του θα τον βρει ο Βασιλικός στην τριλογία που απαρτίσανε οι τρεις διαδοχικές νουβέλες του Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ ' αγγέλιασμα, παρουσιασμένες όλες το 1961. Εδώ η εξανάσταση του νέου ανθρώπου μπροστά στη συμβατική καθημερινότητα, στη συρροή των συνυφασμένων με τη ζωή μας προβλημάτων και στον άλογο καταναγκασμό του ατόμου βρίσκει την πληρέστερη έκφρασή της μέσα από σύμβολα που έχουν στο υποσυνείδητό μας ισχυρή ανταπόκριση. Ο παραλογισμός της ύπαρξης δίνεται με παράλογους μύθους που όμως χάρις στην πλαστική ικανότητα του συγγραφέα κατορθώνουν να πείθουν για τη μυθιστορηματική "πραγματική" τους υπόσταση. (... ) Αλλά θα ήταν ατελής η εικόνα του Β. αν δεν υπογραμμίζαμε και κάποιες άλλες πλευρές της συγγραφικής του δραστηριότητας. Και πρώτα πρώτα Η μυθολογία της Αμερικής (1964) είναι το πιο πρωτότυπο ταξιδιωτικό βιβλίο που γνωρίζω. Σ' αυτό ο ταξιδευτής- συγγραφέας τριγυρίζει στην απέραντη χώρα και βλέπει τον εαυτό του. Δηλαδή τα όσα διαλέγει να δει και ο τρόπος που θα τα δει δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να βοηθούν να σχηματιστεί η φυσιογνωμία του γνωστού μας από τα άλλα του βιβλία αντάρτη ασυμβίβαστου νέου. Πρόκειται για συναρπαστικό βιβλίο. Ύστερα είναι η τροπή προς το πολιτικό αφήγημα - ρεπορτάζ που αρχίζει με το Εκτός των τειχών (1965) και ολοκληρώνεται τον επόμενο χρόνο με το περιλάλητο Ζ, τη μυθοποίηση της υπόθεσης Λαμπράκη, που έκανε ν' ακουστεί το όνομα του Βασιλικού σ' όλη την υφήλιο».

 

(Αλέξ. Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι,
Κέδρος, Αθήνα 1982, σελ. 221-222)

 

«Πρωτεύουσα θέση στο έργο του έχει το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Με άμεσο ή πλάγιο τρόπο ο συγγραφέας αφηγείται περιστατικά, όπου είτε συμμετέχει ο ίδιος, είτε πρωταγωνιστεί κάποιος φανταστικός ανθρώπινος τύπος, που συμπεριφέρεται με τρόπους που αναπαράγουν τις αντιδράσεις του ίδιου του συγγραφέα. Στο νεανικό έργο του Β. υπάρχουν επιδράσεις από το Ζιντ, τον Κάφκα και τον Καμύ, ενώ αργότερα, η επιδίωξή του να ανανεώσει τη μορφή των εκφραστικών του μέσων τον φέρνει πλησιέστερα προς τον Ντος Πάσσος και το γαλλικό νέο μυθιστόρημα. Οι επιδράσεις όμως που δέχτηκε αφομοιώθηκαν σε ένα προσωπικό ύφος, όπου δεσπόζουσα θέση έχει το χιούμορ και η ειρωνεία. Παράλληλα με την προσπάθεια ανανέωσης της πεζογραφικής μορφής ο Β. υιοθέτησε μια αιρετική στάση απέναντι στον παραδοσιακό αφηγηματικό χρόνο. Έτσι ο ευθύς χρόνος συχνά διασπάται με παρεμβολές της μνήμης ή με στοχασμούς, που φανερώνουν την εγρήγορση της συνείδησης του συγγραφέα μπροστά στις ιστορικές αλλαγές. Αξίζει να σημειωθεί η εύστοχη χρήση της γλώσσας καθώς και των μεθόδων του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ και του αστυνομικού θρίλερ στα πρόσφατα βιβλία του».

 

(Αλέξ. Ζήρας, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό,
Εκδοτική Αθηνών, τ. 2, λ. Βασιλικός Βασίλης)

 

«Γιατί, πραγματικά, από ποια στόφα είναι καμωμένοι όλοι αυτοί οι "ήρωες" του Β.Β., όλοι αυτοί οι αφηγηματικοί χαρακτήρες στα δεκάδες μυθιστορήματα και διηγήματά του που έχουν προικιστεί με τόσα αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα; Μια κοινωνιολογική κοντόφθαλμη οπτική θα τους χαρακτήριζε, από αυτή τη δηλωμένη αβεβαιότητά τους, ως αρνητικούς ήρωες, τύπους οι οποίοι, σύμφωνα μα τη λουκατσιανή προβληματική, προσπαθούν να ξαναβρούν κάποιες χαμένες αξίες τιμής σ' έναν κόσμο όπου οι ποιοτικές αξίες έχουν αντικατασταθεί από τις ποσοτικές. Από τον Λάζαρο στο Φύλλο (1961) ως το Λάζαρο Λαζαρίδη των Φωτογραφιών (1964), και τον ακόμα μακρινότερο απόγονό τους, Λάζαρο Λαζαρίδη, που είναι το πραγματικό ονοματεπώνυμο του Γλαύκου Θρασάκη (1975), τα επάλληλα και διαδοχικά πορτρέτα - περσόνες μας παρουσιάζουν ειρωνικά ή χιουμοριστικά τις μεταμορφώσεις ή απλώς τις μεταμφιέσεις του συγγραφέα, που, από την άλλη μεριά, μ' αυτό τον τρόπο καταλήγει να μεταμορφώνει τις σχέσεις του με τον κόσμο».

 

(Αλέξ. Ζήρας, Η μεταπολεμική πεζογραφία, Σοκόλης, τ. Β', σελ. 348)

 

«Οι νέοι της μεταπολεμικής γενιάς και τα προβλήματά τους είναι εκείνο που ιδιαίτερα, αν όχι αποκλειστικά, ενδιαφέρει τον κ. Βασιλικό. Μια κατηγορία νέων, θα έπρεπε να προσθέσουμε για να είμαστε ακριβέστεροι. Γιατί όλοι οι ήρωές του βαρύνονται με το ίδιο "στίγμα", την αδυναμία προσαρμογής στις μεταπολεμικές συνθήκες ζωής, που πληγώνει θανάσιμα την ηυξημένη ευαισθησία τους και τους αναγκάζει να κλειστούν στον εαυτό τους. Η ευαισθησία τούτη στο νέο του πεζογράφημα, Το φύλλο, φτάνει στα όρια του παθολογικού. Οδηγεί τον κεντρικό ήρωα του πεζογραφήματος σε παραισθήσεις, οι οποίες και ουσιαστικά εξαντλούν την "υπόθεση" του βιβλίου. Τα όρια του φανταστικού και του πραγματικού, συνειδητά, συγχέονται στο Φύλλο. Η αίσθηση της μόνωσης, αλλά και η πεποίθηση ότι ο διάλογος που θα τον απελευθέρωνε από τα δεσμά της, είναι αδύνατος με τους ανθρώπους, αναγκάζει τον ήρωά μας να ζητήσει τη συντροφιά ενός φυτού, που δε θα του προσφέρει μονάχα τη διέξοδο που αναζητάει, αλλά και θα γίνει "τιμωρός" των γύρω του, του περιβάλλοντος, στην ασημαντότητα, την ποταπότητα και τη μακαριότητα του οποίου βλέπει την αιτία του κακού».

 

(Β. Βαρίκας, Κριτική για Το φύλλο, εφ. Το Βήμα, 30.4.1961,
από την ανθολόγηση του Αλ. Ζήρα, στο Η μεταπολεμική πεζογραφία,
Σοκόλης, τ. Β', σελ. 357)

 

«Και επειδή είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι το συγγραφέα δεν τον ενδιαφέρει η περίπτωση μιας αλληλουχίας συμβατικού τύπου αφηγημάτων (roman fleuve) που είναι κληροδότημα απευθείας του 19ου αιώνα, υποθέτω ότι αυτή η μορφή του μύθου εν προόδω, που διακρίνουμε στα σημαντικότερα πεζά του Β. Βασιλικού, έλκει την καταγωγή της και τον έντονα κριτικό χαρακτήρα της [...] από τους μεγάλους ανακαινιστές της μυθιστορηματικής μορφής, και ιδιαίτερα από τον Τζ. Τζόυς. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν σκεφτούμε ότι τα άφθονα αυτοβιογραφικά στοιχεία που εμφανίζονται σε αρκετά βιβλία του συντελούν στο να υπάρχουν αφηγηματικοί τύποι που πολλές φορές μεταμορφώνονται μπροστά στα μάτια του ίδιου του αναγνώστη, καταργώντας κι αυτήν ακόμα τη βασική, τη θεμελιώδη σύμβαση της ρεαλιστικής πεζογραφίας για το ενιαίο και αναλλοίωτο των αφηγηματικών χαρακτήρων.

Η διαδικασία της μεταμόρφωσης οπωσδήποτε δεν είναι άγνωστη ή ξένη στο μυθιστοριογράφο Βασιλικό. Ήδη μας είναι γνωστή από το 1961, με τον αλληγορικό τρόπο ανάπτυξης τόσο των Θυμάτων ειρήνης όσο και της τριλογίας Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ' αγγέλιασμα, η οποία παρουσίασε, αυτή κυρίως, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική πεζογραφία μας, τη μυθοποιητική αναγωγή στο απόλυτο μιας πραγματικότητας καθημερινής, που ήδη είναι αφόρητη και εφιαλτική. Πέρα όμως από τις εύστοχα αρθρωμένες αλληγορικές εικόνες που δημιούργησε ο Β. Βασιλικός, αυτό που εντυπωσιάζει είναι το ποιητικής υφής, παρορμητικό αλλά πάντοτε πλαστικό σαν φόρμα γράψιμό του, που υποβάλλει στον αναγνώστη τη βεβαιότητα ότι έχει να κάνει με απολύτως βιωμένες καταστάσεις».

 

(Απ. Σαχίνης, Νέοι πεζογράφοι,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1972, σελ. 183)

 

«Ο Β. Βασιλικός [...] έδωσε το 1961 το πιο ώριμο έργο του, μια τριλογία (Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ' αγγέλιασμα), που αποτελεί ένα φτάσιμο, αλλά μαζί και όριο για ολόκληρη τη μεταπολεμική πεζογραφία μας: τα τρία βιβλία της τριλογίας είναι οι τρεις φάσεις του ίδιου κεντρικού θέματος, ο μύθος και τα πρόσωπα, σε κάθε βιβλίο διαφορετικά, συγκλίνουν όμως στον ίδιο, φανερό, αλλά και όχι τόσο εύκολα αποκρυπτογραφούμενο συμβολισμό. Το φύλλο, που θεριεύει υπερφυσικά μέσα στο μπετόν της πολυκατοικίας, καταστρέφει την ομαλή λειτουργία της και τσακίζεται από τους επαναστατημένους ενοίκους. Το πηγάδι, γύρω στο οποίο συζητούν ένας νέος μορφωμένος και μια υπηρέτρια για το πώς θα αντλήσουν το νερό, και που βρίσκεται στο τέλος στερεμένο, με όλα τα παραπληρωματικά υπερφυσικά και απίθανα που πυκνώνουν τη ζοφερή ατμόσφαιρα του αδιεξόδου. Η κωμική τέλος αυτή Σ.Ε.Α.Ο. (Σχολή Εφέδρων Αγγέλων Ουρανού), που περιγράφεται με κέφι και μαύρο χιούμορ στο τελευταίο βιβλίο - αποτελούν βέβαια σύμβολα, είναι όμως αυτά σύμβολα για το ίδιο πάντοτε πράγμα, για τις διαφορετικές απόψεις του ίδιου, ή για πράγματα κάθε φορά διαφορετικά; Ο Βασιλικός εξέφρασε με καινούρια, μοντέρνα γλώσσα, μια γλώσσα πυκνή και πολυσήμαντη, τη διάλυση, τη σύγχυση, την απογοήτευση, τη διαμαρτυρία, τη φυγή - ό,τι χαρακτηρίζει και ό,τι αποτελεί την τέταρτη διάσταση της αινιγματικής εποχής του».

 

(Λ. Πολίτης, Ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας,
ΜΙΕΤ, Αθήνα 1980, σελ. 357-358)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

• Να εντοπιστεί και να αναπτυχθεί το θέμα του αποσπάσματος και να συζητηθούν οι λόγοι για τους οποίους ο συγγραφέας δεν αναφέρει το όνομα του ήρωά του φοιτητή. Να εξεταστεί σε ποιο βαθμό αποτελεί σύμβολο και εκπρόσωπο μιας ολόκληρης γενιάς.

• Ν' αναζητηθεί η αιτία της ψυχικής αναστάτωσης του ήρωα και να προσδιοριστούν οι άξονες γύρω από τους οποίους δομείται η υποτυπώδης πλοκή και καθορίζονται οι σχέσεις του ήρωα με τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του και με τα πράγματα.

• Να εντοπιστούν και ν' αναλυθούν τα στοιχεία εκείνα που συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κλίματος μυστηρίου που φτάνει στα όρια του παραλογισμού και να μελετηθεί με ποιο τρόπο το κοινό και το καθημερινό εμπλέκονται με το αφύσικο και το παράλογο.

• Ν' αναλυθεί η σχέση ζωής που αναπτύσσει ο ήρωας με το φύλλο και πώς αυτή η σχέση λειτουργεί με τρόπο που τον απομονώνει από τον έξω κόσμο.

• Να επισημανθεί η απότομη και ραγδαία ανάπτυξη του φύλλου και ο τρόπος με τον οποίο οι απειλητικές διαστάσεις του συμβάλλουν στη διείσδυση δέους και τρόμου στο συναισθηματικό κόσμο του ήρωα.

• Ν' ανιχνευθούν ορισμένα από τα γνωρίσματα της πεζογραφίας του συγγραφέα (όπως π.χ. η δομή του κειμένου, η αφήγηση, οι παρατηρήσεις και η λεπτή ειρωνεία, η ενσωμάτωση άσχετων περιστατικών στην αφηγηματική ροή, οι εικόνες, η ποιητική γλώσσα). Να σχολιαστεί ο ρόλος των σύντομων διαλόγων που παρεμβάλλονται στην αφήγηση καθώς και των μονολόγων του ήρωα.

• Να τονιστεί ο συμβολικός-αλληγορικός χαρακτήρας της αφήγησης, να διερευνηθεί το περιεχόμενο των συμβολισμών, να συζητηθεί ειδικότερα ο συμβολισμός του φύλλου, κυρίως όμως να κατανοηθεί η πολυσημία των συμβόλων στα λογοτεχνικά κείμενα. Να δοθούν ερεθίσματα για την ερμηνεία του συμβολισμού του Φύλλου, όπως, για παράδειγμα, τα παρακάτω:

« Με το Φύλλο εισβάλλει στη νεότερη πεζογραφία μας το στοιχείο του παράλογου: ωστόσο με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας πραγματώνει την πρόθεσή του: εκφράζει την ανταρσία ενός νέου προς τη συμβατική ζωή της ρουτίνας. Στο βιβλίο δημιουργείται μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, που κρατά τον αναγνώστη σε αδιάκοπη προσμονή. Εξάλλου, ο Β. Βασιλικός, με το χιούμορ, με την ελεύθερη αφήγηση και με τις ποιητικές σελίδες που παρεμβάλλει, κάνει την ιστορία του ευκίνητη κι ευχάριστη στο διάβασμα. Αλλά τι υποδηλώνει το σύμβολο του φύλλου στο πεζογράφημα; Ορισμένοι κριτικοί δυσκολεύτηκαν να εξηγήσουν το συμβολισμό του βιβλίου και ίσως να είχαν δίκιο. Ο συγγραφέας αποφεύγει μ' επιμέλεια να μας δώσει νύξεις ή επεξηγήσεις. Όμως νομίζω πως το φύλλο αντιτίθεται στην πολυκατοικία μέσα στο βιβλίο: η πολυκατοικία συμβολίζει την πεζότητα της σύγχρονης ζωής, το φύλλο τη φυγή προς τη φύση και τη γαλήνη, τη φυγή προς την ποίηση και την ομορφιά. Για μια στιγμή, πρόσκαιρα, το φύλλο, δηλαδή η ποίηση, απλώνεται ανεμπόδιστα και νικά την πολυκατοικία, την πεζότητα της καθημερινής ζωής. Ωστόσο στο τέλος η πεζότητα επικρατεί: οι ένοικοι της πολυκατοικίας ξεριζώνουν το φύλλο και ο ήρωας της ιστορίας αφήνει οριστικά τον κόσμο των πολυκατοικιών».

 

(Απ. Σαχίνης, Νέοι πεζογράφοι,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1972, σελ.183)

 

«Αυτή η μυθική (απίθανη και παρά φύσιν) σκηνογραφική παράσταση των στοιχείων της πραγματικότητας γίνεται σε βάρος της εσωτερικότητας των ηρώων του Βασιλικού. Νομίζω πως αυτό το θέλησε ο ίδιος να γίνει έτσι. Θέλησε δηλαδή να παραστήσει έναν ανθρώπινο τύπο, που η σκέψη του είναι σταματημένη, μεταθεμένη στα πράγματα. Τα πράγματα, κυρίαρχα, σκέπτονται και ενεργούν για λογαριασμό του. Ο ίδιος έχει αδειάσει από σκέψη και αίμα, έχει αλλοτριωθεί. Είναι, σε τελευταία ανάλυση, ο τύπος αυτός συμβολικός: συμβολίζει τη δεσπόζουσα θέση που έλαβαν τα πράγματα στη ζωή μας, τη δεσπόζουσα θέση που εμείς τους δώσαμε».

 

(Μ. Μερακλής, Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, ΙΙ. Πεζογραφία,
Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη, 1972, σελ. 90)

 

«Θα μπορούσε να δει κανείς το φύλλο σαν ερωτική αλληγορία. Ένας νεανικός έρωτας που σε απορροφά και που κατόπιν χάνεται, θυσιάζεται προσκρούοντας ίσως στη μικροαστική εναντίωση. Θα μπορούσε να το δει ακόμα σαν ένα πάθος που σε κυριεύει και, καθώς γιγαντώνεται μέσα σου, οι άλλοι το βλέπουν σαν κίνδυνο, σαν απειλή. Θα μπορούσε να το δει και σαν ψυχική αντίσταση του παλιού κόσμου, του φυσικού, ενάντια στο μπετονένιο τέρας που αρχίζει να γεννιέται, με το μπετόν να εκφράζει τη γενική σκληρότητα και την πολυκατοικία να εκφράζει την αλλοτρίωση της σύγχρονης ζωής και του σύγχρονου ανθρώπου. Μπορεί, τέλος, να δει κανείς το φύλλο σαν μοναχική πορεία του ήρωα προς την αυτοσυνειδησία, τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτογνωσία [...]».

 

(Κ. Μπαλάσκας, Ξενάγηση στην ελληνική πεζογραφία,
Μεταίχμιο, Αθήνα 2004, σελ. 214)

 

«Στην Τριλογία προσπάθησα να δώσω ό,τι νιώθει ένας νέος που ζει μέσα σ' ένα κόσμο που δεν τον διάλεξε αυτός για να ζήσει. Που αφού γνώρισε την ασφυξία και το αδιέξοδο του παράλογου αστικού μας κόσμου, περνάει έπειτα από το μεσαιωνικό σκοτάδι της πανεπιστημιακής ζωής, για να θαφτεί κατόπιν στο στρατό, όπου σαν ζωντανός νεκρός αναπολεί τις μέρες της νεκρής του ζωντάνιας».

 

(Β. Βασιλικός, Εκτός των τειχών, άρθρα και χρονογραφήματα,
Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σελ. 117)

Παράλληλο κείμενο

Γ. Ιωάννου Ο φύκος

«Ήταν ένα είδος φύκου καλύτερο, οπωσδήποτε, απ' τα συνηθισμένα.. Με φύλλα πιο πλατιά, πιο νευρώδη και πιο σκούρα, με κορμό ίσιο και δυνατό και γενικά με γραμμές υποβλητικά ευχάριστες. Πήρα το σοβαρό φυτό και χωρίς δισταγμό, αντί να το βάλω στη βεράντα μαζί με τ' άλλα, το πήγα στο δωμάτιό μου. Όταν γύρισα τις πρωινές ώρες, είχα φυσικά ξεχάσει το φυτό, μετά από τόσα και τόσα που είχαν μεσολαβήσει, μα κατά το απόγευμα μόλις κάθισα στο τραπεζάκι μου να συγκεντρωθώ κι έπεσαν τα μάτια μου στον ατάραχο φύκο, μια δύναμη, καρτερικότητα μάλλον, ένιωσα να εκπορεύεται αποκεί και να με γαληνεύει. Σηκώθηκα, τον πότισα λίγο, καθάρισα μ' ένα πανί μαλακό τα φύλλα και το τσουτσουνάκι του κι ύστερα στρέφοντας απάνω του το φως τον εξέτασα παντού με τον μεγεθυντικό φακό μου, που τον έχω για να βλέπω και να ξαναβλέπω λεπτομερειακά αγαπημένες φωτογραφίες. Ήταν άψογος, χωρίς ίχνος αρρώστιας ή τραυματισμού πουθενά. Θαρρείς και είχε φυτρώσει μεμιάς εκείνη τη στιγμή. Ικανοποιήθηκα. [...] Σαν άνθρωπος είναι κι αυτό, συλλογίστηκα, κι αμέσως τον συμπάθησα ακόμα πιο πολύ. Από τότε τον κράτησα για πάντα απέναντί μου μέσα στο δωμάτιο. Το χειμώνα σταματάει κι απ' την άνοιξη ως το φθινόπωρο αραδιάζει με κανονικό ρυθμό κλιμακωτά τα φύλλα του. Ταιριάζουμε σε πολλά. Ούτε ήλιο ούτε αέρα πολύ θέλει και δεν τον πειράζει διόλου το ηλεκτρικό φως, που μέρα νύχτα καίει στο ντουμανιασμένο απ' τα τσιγάρα δωμάτιό μου, όπου ψοφούν αράδα τα ωδικά πουλιά. Στέκεται εκεί απέναντί μου αλύγιστος, ατάραχος, βαθύτατα σιωπηλός. σα να πνίγει, να απορροφά, τη βαβούρα της ανεκδιήγητης πολυκατοικίας όπου είμαι καταδικασμένος να ζω. Ούτε λουλούδια ούτε παρακλάδια πετά. Μια αδιάπτωτη εσωτερική ζωή τού χαρίζει την ομορφιά του. [...] Στο μεταξύ ολοένα ρίχνει μπόι. Και να θέλω, δεν μπορώ πια να τον βγάλω στη βεράντα. Άλλωστε, αν τον πιάσει τώρα Βαρδάρης, θα τον ρίξει οπωσδήποτε κάτω και θα πάθει ό,τι και οι μυθικοί γίγαντες. Αλλά και μέσα στο δωμάτιο συνεχώς να μείνει, το πολύ πολύ ένα καλοκαίρι ακόμα να ζήσει. Με το ρυθμό που μεγαλώνει γρήγορα θα φτάσει στο ταβάνι και τότε πλέον δεν τον σώζει τίποτε. Το ταβάνι πάντως δεν πρόκειται να υποχωρήσει. Αυτός θ' αρχίσει να λυγάει, θ' ασκημαίνει σιγά σιγά, και για να μην πέσει απάνω μου καμιά μέρα, πρέπει να τον κόψω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Δε θα 'ναι, βέβαια, η πρώτη φορά, που θα κάνω μια τέτοια πράξη, επειδή δεν έχω τα μέσα ή τη δύναμη να κρατήσω κοντά μου πράγματα και πρόσωπα που αγαπώ. Κατά βάθος όμως δεν τον λυπάμαι. Αυτός τουλάχιστο έδειξε το μπόι του και πηγαίνει τώρα παλικαρίσια. Εγώ όμως να δούμε πώς θα πάω, που ολοένα ζαρώνω και ζουφώνω, ελπίζοντας κατά βάθος πως επί των ημερών μου, και εγκαίρως μάλιστα, θ' αλλάξουν οι νόμοι της φύσεως ή οι χαρακτήρες των ανθρώπων. Ασφαλώς θα πάω πολύ χειρότερα- ούτε καν από φιλικό χέρι».

 

(Γιώργος Ιωάννου, Η σαρκοφάγος,
Κέδρος 1986, σελ. 87-89)

 

* Ποια επίδραση ασκούν τα φυτά στους αφηγητές-ήρωες των δύο κειμένων;

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες

• Να καταγραφούν εικόνες και εκφράσεις του κειμένου που αναφέρονται: α) στην ανάπτυξη του φύλλου,

β) στις ανθρώπινες ιδιότητες που του αποδίδει ο ήρωας.

• Να σχολιάσετε σ' ένα σύντομο κείμενο (150 λέξεων) τη φράση: "Με τι λόγια, άφθαρτα από την καθημερινή συνάφεια να του εκδήλωνε την ευγνωμοσύνη του";

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΠΑΝΝΑΡΗΣ Γ., Πολιορκία, 20, Ιανουάριος 1984.

ΖΗΡΑΣ Αλ., «Βασίλης Βασιλικός», Η μεταπολεμική πεζογραφία - Από τον πόλεμο τον '40 ως τη δικτατορία τον '67, Σοκόλης, τόμ. Β', σελ. 342-392.

ΖΗΡΑΣ Αλ., «Βασιλικός Βασίλης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ. 2, Εκδοτική Αθηνών.

ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ Α., 24 σύγχρονοι πεζογράφοι, Νικόδημος, Αθήνα, 1978.

ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ Δ., Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, ένας κριτικός οδηγός, Πατάκης, Αθήνα, 1999.

ΜΕΡΑΚΛΗΣ Μιχ., Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, ΙΙ. Πεζογραφία, Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη, 1972.

ΜΕΡΑΚΛΗΣ Μιχ., «Βασιλικός Βασίλης», Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα, Πάπυρος, Αθήνα.

ΜΠΑΛΑΣΚΑΣ Κ., Ξενάγηση στην ελληνική πεζογραφία, Μεταίχμιο, Αθήνα 2004.

ΠΟΛΙΤΗΣ Λ., Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα,1978.

ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ Β., Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Πατάκης, Αθήνα, 2005.

ΣΑΧΙΝΗΣ Απ., Νέοι πεζογράφοι, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1972

 

pano

 


 

Βασίλης Βασιλικός (1934-2023)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
σαν σήμερα σαν σήμερα
Εταιρεία συγγραφέων δεσμός
Εκπομπή ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ Μέρος: 1 ΕΡΤ
Εκπομπή ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ Μέρος: 2 ΕΡΤ

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano