Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Τόλης Καζαντζής, Ο λάκκος

347 348 349 Ε B

337 338 339 340

347

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Τόλης Καζαντζής, Ο λάκκος

 

Το Αφηγημα Ανηκει στη συλλογή Η παρέλαση, 1976.


 

Ο λακκοσ

Απέναντι στο σπίτι μας ήταν ο λάκκος. Ήταν για τα θεμέλια του σπιτιού που δεν το χτίσανε γιατί ήρθε η κατοχή. Έτσι απόμεινε μονάχα ο λάκκος, σκαμμένος κανονικά απ' τις δυο μεριές, κατηφορικός από τις άλλες, προς το σταυροδρόμι, για να κατεβαίνουνε, ως φαίνεται, τα φορτηγά που κουβαλούσανε τα μπάζα. Στο λάκκο κάναμε τα πιο πολλά παιχνίδια μας. Παίρναμε λαμαρίνες και τις γυρνούσαμε κατά πάνω σαν έλκηθρο, ανεβαίναμε απάνω και γλιστρούσαμε στην κατηφόρα μέχρι τον πάτο του λάκκου, όπου φυτρώνανε τσουκνίδες ανάμεσα σε σκουριασμένα ντενεκέδια, παλιοσιδερικά και λογιώ λογιώ βρωμιές. Οι τσουκνίδες τσιμπούσανε και φέρνανε φαγούρα. Μάλιστα, εκεί που τσιμπιόσουνα πρηζότανε το δέρμα σα να του είχανε περάσει από κάτω κουμπί. Έπρεπε τότε να το τρίψεις με φύλλο από μολόχα κι η φαγούρα κοβότανε μαχαίρι. Αν πάλι δεν έβρισκες μολόχα —πού να τη βρεις;— έκανες ένα σταυρό με το νύχι απάνω στο πρήξιμο και μονομιάς ο πόνος έδιωχνε τη φαγούρα.

Ο λάκκος ήταν παγίδα πλάι στο σκοτεινό δρόμο. Ήτανε, βλέπεις, κι η συσκότιση, κι αυτοί οι «πεταλάδες»* που μόλις βράδιαζε κάνανε περιπολία κι άμα βλέπανε καμιά φωτεινή χαραμάδα στο παράθυρο στήνονταν από κάτω και φώναζαν «φως φως» με τις αγριοφωνάρες τους, όσο να ταιριάσεις την κουβέρτα και να μη φέγγει καθόλου. Έτσι τη νύχτα η γειτονιά ήτανε θεοσκότεινη, κι άμα δεν ήξερες τους δρόμους και προπάντων άμα ήσουνα μεθυσμένος μπορούσες να βρεθείς σούμπιτος* οχτώ μέτρα μες στο λάκκο.

Έτσι μεθυσμένος βρέθηκε ο Ζάκας, ο δικηγόρος στη γειτονιά εκείνο το βράδυ, έπεσε μες στο λάκκο και τσάκισε το πόδι του. Βγήκαμε να τον 348σηκώσουμε μ' όλο που ήταν απαγορευμένη η κυκλοφορία κι αυτός αντίς για «ευχαριστώ» μας σκυλόβριζε «κομμούνες» κι άλλα· κι αυτό γιατί; Γιατί, λέει, ήθελε καλά και σώνει να κοιμηθεί απόψε στο σπίτι μας κι αύριο έβλεπε. Μα ο πατέρας είδε το χάλι που 'χε το ποδάρι του κι έτρεξε και τηλεφώνησε στον Ερυθρό Σταυρό, κι ήρθανε και τον πήρανε.

Έτσι επικίνδυνος ήταν ο λάκκος κι εμείς τον κάναμε ακόμη πιο επικίνδυνο με τ' ακροβατικά μας στην άκρα του και το ψαχτήρι μας μες στο σκουπιδαριό που πέταγαν οι Γερμανοί απ' το Φρουραρχείο. Εκεί μες στο βουνό απ' τα σκουπίδια βρίσκαμε καμιά φορά πράγματα χρήσιμα για το σπίτι, κι ακόμα σφαίρες και βλήματα αχρηστεμένα. Το Μάριο το ζηλεύαμε όλοι, γιατί είχε βρει μια άδεια δεσμίδα από πολυβόλο, δυο μέτρα, και μονοκόμματη, και την κουβαλούσε συνέχεια μαζί του, χιαστί στο στήθος και δυο κάτια στη μέση. Όμως δεν άργησε να γίνει το κακό. Μια μέρα που ψάχναμε με τον Ευθυμάκο στο λάκκο, ο Ευθυμάκος βρήκε μια ιταλικιά χειροβομβίδα απ' αυτές που ήτανε ένας κύλινδρος που ξεβίδωνε στη μέση. Εγώ ήξερα πως είναι χειροβομβίδα γιατί είχα δει μια ίδια στης θείας μου που την είχε για τσιγαροθήκη. Του είπα να μη την πειράξει, μα αυτός σημασία δε μου 'δωσε, ήτανε βλέπεις μεγαλύτερος και τη χτυπούσε απάνω σε μια πέτρα γιατί στο βίδωμα είχε πιάσει σκουριά και δεν άνοιγε. Μ' έπιασε φόβος ξαφνικός κι ανεξήγητος κι έτρεξα προς τα πάνω και τότε ακούστηκε το «μπαμ» κι ούτε που το κατάλαβα για πότε βρέθηκα τιναγμένος εκεί που βρέθηκα και παραζαλισμένος. Είδα τους μεγάλους να κατηφορίζουνε στο λάκκο, άλλοι με ψάχνανε στο σώμα να δουν τι έπαθα κι άλλοι κουβαλούσαν τον Ευθυμάκο με καταματωμένα τα μούτρα του, αναίσθητο κι η κυρά Λισάβετ με πήρε αγκαλιά στο σπίτι μας, μου 'δωσε να πιω νερό με ζάχαρη και μ' έβαλε να κατουρήσω μια κι η μάνα μου τα 'χε χαμένα κι έτρεμε ολόκληρη απ' τη λαχτάρα της. Σε κάνα μήνα φέραν τον Ευθυμάκο απ' το νοσοκομείο μ' έναν επίδεσμο γύρω στα μάτια κι από τότε είναι τυφλός.

Εκεί στο λάκκο έφερνε την πελατεία της τα βράδια κι η «Μοναξιά», έτσι τη φωνάζαμε μια και δεν ξέραμε τίποτα γι' αυτήν. Ούτε τ' όνομά της. Μονάχα ξέραμε πως είχε νταβατζή τον Αλέκο τον ταγματαλήτη με τη μοτοσυκλέτα. Αυτός, ο Αλέκος, έφερνε τους πελάτες, όλοι των ταγμάτων ασφαλείας*, κι η Μοναξιά έστρωνε μια κουρελού στην πιο σκοτεινή γωνιά 349του λάκκου και περνιόταν νουμεράδα από δέκα δώδεκα νοματαίους. Κι ο Αλέκος έπιανε κουβέντα μ' όσους περίμεναν τη σειρά τους και τότε εμείς βρίσκαμε ευκαιρία να βγάλουμε κεφάλι πάνω από το λάκκο και βλέπαμε. Όλοι τον φοβόντανε στη γειτονιά τον Αλέκο. Λέγανε πως είχε σκοτώσει απάνω από δέκα. Ήτανε ένα «κάθαρμα», όπως έλεγε ο πατέρας μου. Γύριζε με τη μοτοσυκλέτα και δε λογάριαζε κανένα. Πείραζε με χοντράδες τα κορίτσια, άστραφτε μπάτσους σ' όσους τόλμαγαν να τον κοιτάξουν κι έκανε «ντου» στα μαγαζιά, κι άρπαζε ό,τι έφτανε. Μόνον ο Κώστας τα 'βαλε μαζί του. Και τι κατάλαβε; Ο Κώστας δούλευε εργάτης στο ΦΙΞ μαζί με τον πατέρα του, τον κυρ-Αναστάση. Το σπίτι το κράταγε η αδερφή του η Δαφνούλα, προκομμένο κι όμορφο κορίτσι. Μια Κυριακή απόγευμα κατέβαιναν ο Κώστας κι η Δαφνούλα βόλτα για την παραλία. Από κάτω ερχόταν ο Αλέκος με τη μηχανή. Όταν έφτασε μπροστά τους φρενάρησε, τι είπε τι δεν είπε της Δαφνούλας, κι ο Κώστας τ' ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι κι άστραψε δυο χαστούκια, μα τι χαστούκια του Αλέκου, που για μια στιγμή έμεινε σύξυλος. Ύστερα ψαχούλεψε το πιστόλι του, μα το άφησε κι έπιασε να γελάει, ένα γέλιο αφύσικο, μαρσάρησε και χάθηκε κατά το Ιπποδρόμιο. Τρεις μέρες μετά βρήκανε τον Κώστα σκοτωμένο μες στο λάκκο, τρεις σφαίρες, οι δυο στο στήθος, η άλλη στην κοιλιά κι όλοι το φόρτωσαν στον Αλέκο. Γιατί, ποιος ήθελε το κακό του Κώστα; Αυτός πουθενά δεν ανακατευότανε. Δουλειά και σπίτι μόνον ήξερε ή το πολύ πολύ σε κάνα ματς ή καμιά βόλτα με την αδερφή του. Ύστερα γιατί εξαφανίστηκε ο Αλέκος μια βδομάδα, αυτός που άλλοτε αλώνιζε τη γειτονιά με τη μοτοσυκλέτα μέρα νύχτα; Σαν όμως πέρασε βδομάδα ακούσαμε, μεσάνυχτα, τη μηχανή του να μουγγρίζει πάνω κάτω κι όλοι το ξέραμε πως αυτός ήταν, μα ποιος κοιτούσε να ξεμυτίσει. Ξαφνικά, καθώς περνούσε απ' το λάκκο ακούστηκε ένας κρότος δυνατός κι ύστερα η μηχανή που κατρακυλούσε στο λάκκο κι ύστερα τίποτα. Ο πατέρας έκανε να πάει να δει. Η μάνα μου του έφραξε την πόρτα.

«Έχεις μικρά παιδιά», του είπε, κι εγώ μ' όλο που δεν πολυκατάλαβα βρήκα πως είχε δίκιο η μητέρα μου κι απόμεινα να κοιτάζω μαζί με τους άλλους από τις γρίλιες. Τα ξημερώματα άρχισαν ένας ένας οι γειτόνοι και βγαίνανε και πήγαιναν στο λάκκο αμίλητοι. Πήγαμε και εμείς κι είδα τον Αλέκο ανάσκελα, πεθαμένο μες στο λάκκο, κι από πάνω πλακωμένο με τη μηχανή. Ύστερα ακούστηκε τ' αυτοκίνητο των ταγμάτων κι η γειτονιά σκόρπισε.

Λίγο καιρό μετά, ο πόλεμος τελείωσε· κι άρχισαν τα δικά μας τα χειρότερα. Όταν όλα ησύχασαν, εκεί που ήταν ο λάκκος χτίστηκε μια καινούργια πολυκατοικία, που ήταν γεμάτη καλοντυμένους κυρίους, αφράτες γυναίκες και πεντακάθαρα μίζερα παιδάκια.

 

Τ. Καζαντζής, «Ο Μπλες»

 

 

«πεταλάδες»: Έτσι αποκαλούσαν, στην Κατοχή, οι Έλληνες στη Θεσσαλονίκη τους Γερμανούς της ειδικής στρατιωτικής αστυνομίας, επειδή έφεραν στο στήθος μεταλλικό σήμα (πέταλο).

σούμπιτος: α) ξαφνικός β) ολόκληρος, ολόσωμος.

Τάγματα Ασφαλείας: Ειδικά αστυνομικά σώματα που είχαν συγκροτηθεί κατά την Κατοχή. Συνεργάστηκαν με τους γερμανούς κατακτητές.

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να επισημάνετε τη σημασία που έχει ο λάκκος για την όλη αφήγηση.
  2. Με ποιον τρόπο ο αφηγητής δίνει την εικόνα της καθημερινής ζωής, κατά την Κατοχή; Τι χαρακτηρίζει την αφήγησή του; Ποια είναι η δική του συμμετοχή;
  3. Ο αφηγητής λέει: «Λίγο μετά, ο πόλεμος τελείωσε κι άρχισαν τα δικά μας, τα χειρότερα». Τι εννοεί;
  4. Στην τελευταία περίοδο: «Όταν όλα ησύχασαν... μίζερα παιδάκια», υπολανθάνει μια σύγκριση. Να τη σχολιάσετε.

 

 


Καζαντζής Τόλης

Τόλης Καζαντζής (1938-1991)

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε νομικά. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην ίδια πόλη. Ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία. Τα θέματά του αναφέρονται στη ζωή της Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της μετακατοχικής περιόδου. Έγραψε επίσης κριτικές για βιβλία και μελήματα για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας για το βιβλίο του: Μια μέρα με τον Σκαρίμπα. Έργα του: Η κυρα-Λισάβετ (1975), Η παρέλαση (1976), Ενηλικίωση (1980), Οι πρωταγωνιστές (1983), Μια μέρα με τον Σκαρίμπα (1985), Καταστροφές (1987), Το τελευταίο καταφύγιο (1989), Ματαιότης ματαιοτήτων (1994). Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1986).

Περισκόπιο. Τόλης Καζαντζής (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 



 

Τόλης Καζαντζής

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

Ο Τόλης Καζαντζής γεννήθηκε το 1938 στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε Νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος. Το 1958 δημοσίευσε για πρώτη φορά έργα του στο περιοδικό Διαγώνιος, του οποίου παρέμεινε συνεργάτης μέχρι τη διακοπή έκδοσης του, το 1983, δημοσιεύοντας μελέτες και πεζογραφήματα. Έργα του: Η κυρά Λισάβετ (1975), Η παρέλαση (1976), Ενηλικίωση (1980), Οι πρωταγωνιστές (1983), Μια μέρα με το Σκαρίμπα (1985), για το οποίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας.

Ο Καζαντζής εμπνέεται τα θέματά του από τις μικροαστικές γειτονιές της Θεσσαλονίκης, τους γραφικούς τύπους της, αλλά και από τις προσωπικές αναμνήσεις του από την Κατοχή και τα μετακατοχικά χρόνια (από τον Εμφύλιο, τον ψυχρό πόλεμο κτλ.). Στη βαθύτερη ουσία τους τα αφηγήματα του συγγραφέα εκφράζουν εσωτερική θλίψη και μοναξιά.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Η ασυμμάζευτη μνήμη και το πικρό της ίζημα, η μοναξιά, αξίζει τον κόπο να εξετασθούν κυρίως για το φως που ρίχνουν στον ίδιο τον κρίνοντα συγγραφέα [...]. Ο ρόλος της ασυμμάζευτης μνήμης στο έργο του Τόλη Καζαντζή είναι εμφανής και έχει επαρκώς τονισθεί από την κριτική [...]. Ο τόπος και ο χρόνος των μνημονικών αναδρομών του είναι τόσο κατάδηλοι μέσα στο έργο του ώστε να περιττεύει σχεδόν η υπόμνησή τους [...]. Η μοναξιά είναι αισθητή μέσα στο έργο του αλλά όχι ορατή δια γυμνού οφθαλμού. Συνήθως συγκαλύπτεται από ένα μείγμα νοσταλγίας και χιούμορ, ειρωνείας, σαρκασμού κάποτε κάποτε και ανελέητου χλευασμού [...].

Στην Παρέλαση, την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, ήρωας ή και αφηγητής είναι κατά κανόνα ένα μικρό παιδί. Καθώς τα βιογραφικά του συγγραφέα ταιριάζουν, η υπόθεση πως αναφέρεται σε βιωμένες εμπειρίες είναι απολύτως εύλογη. Εκείνο εντούτοις που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία είναι ότι ο ίδιος δεν αλλοιώνει ποτέ με την άμεση παρέμβασή του την οπτική γωνία του ήρωα ή και αφηγητή του. Ο κόσμος είναι σταθερά ιδωμένος με τη ματιά του παιδιού ή του εφήβου».

 

(Σπύρος Τσακνιάς, "Τόλης Καζαντζής" Η μεταπολεμική Πεζογραφία τ. Γ’,
Σοκόλης, Αθήνα 1992, σελ. 231-232)

 

«Ακόμη είναι φανερό πως τα περιστατικά, έτσι καθώς διαδραματίζονται στην Παρέλαση και συμπλέκονται με τα πρόσωπα των επιμέρους διηγημάτων, όλα μαζί αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, ένα προμυθιστορηματικό πυρήνα, καθώς όλα τα διηγήματα τα διακρίνει μια ταυτότητα και ομοιογένεια, αναφορικά με τα πρόσωπα, τα πράγματα και τους τόπους».

 

(Κώστας Παπαγεωργίου, "Κριτική για την Παρέλαση", Αντί, 80, 1997, αναδημοσίευση:
Η Μεταπολεμική Πεζογραφία, ό.π., σελ. 238)

 

3. Διδακτικές επισημάνσεις

• Ν' αναζητήσουν οι μαθητές μέσα στο κείμενο στοιχεία του περιεχομένου που καταδεικνύουν το βιωματικό χαρακτήρα της αφήγησης (π.χ. ιστορικός χρόνος της αφήγησης η γερμανική κατοχή, τόπος η Θεσσαλονίκη, αφήγηση - πρώτου προσώπου, ο μνημονικός χαρακτήρας της αφήγησης κτλ.).

• Να σχολιαστεί η πολυσημική χρήση του "λάκκου". Ο λάκκος ως σύμβολο φόβου (χάσκει απειλητικός), ως αίσθηση εκκρεμότητας και αναστολής (το σπίτι που δεν χτίστηκε), ως τόπος ηθικής έκπτωσης (υπαίθριο πορνείο), ως θέατρο πολέμου (γερμανοί, όπλα, αθώοι θάνατοι), ως πεδίο εγκληματικής δράσης (δολοφονία Κώστα), ως τόπος καθαρτηρίου και έσχατης κρίσης (θάνατος Αλέκου), ως αισθητοποίηση της λήθης και της ματαίωσης (σκεπάστηκε από την πολυκατοικία που κτίστηκε και ξεχάστηκαν όλα).

• Να σχολιαστούν οι εκφραστικοί τρόποι, καθώς και οι αφηγηματικές τεχνικές (οπτική γωνία, αφηγητής κ.ά.): Η ιστορία δίνεται μέσα από μια αναδρομική αφήγηση την οποία κινεί και τροφοδοτεί η μνήμη του αφηγητή. Ο κυρίαρχος αφηγηματικός τρόπος είναι ο εσωτερικός μονόλογος με χαρακτήρα απομνημονευτικό και εξομολογητικό. Ο νοσταλγικός τόνος αποκαλύπτει μια συγκρατημένη συγκίνηση, χωρίς να ξεπέφτει σ' εύκολη αισθηματολογία. Η οπτική γωνία είναι σταθερά του ώριμου αφηγητή ο οποίος, μέσα από το παρόν του χρόνου, παρουσιάζει γεγονότα του παρελθόντος. Η αφήγηση είναι σταθερά μονοεστιακή (μονομερής, δηλαδή γίνεται από ένα και μόνο αφηγητή σ' ένα και μόνο πραγματικό χρόνο), στον τύπο που καθιέρωσε ο επίσης θεσσαλονικιός Γιώργος Ιωάννου. Ο αφηγητής, μέσα από τις παλινδρομήσεις παρελθόντος παρόντος, δίνει το στίγμα της αλλαγής που επιφέρει ο χρόνος, αλλά και σχολιάζει σαρκαστικά τη γύρω του πραγματικότητα.

 

Παράλληλο κείμενο

Γ. Ιωάννου, Στου Κεμάλ το σπίτι (από τη συλλογή Η Σαρκοφάγος), Νεοελληνική Λογοτεχνία Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Ε.Λ.

 

* Τη συγγραφική μνήμη κινητοποιούν και στα δύο διηγήματα τα παιδικά βιώματα των αφηγητών. Να εντοπίσετε ομοιότητες και διαφορές που εγγράφονται στα βιώματα αυτά.

 

Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες

• Να βρείτε μέσα στο διήγημα τους δείκτες (λέξεις και φράσεις) του τόπου και του χρόνου της ιστορίας.

• Σε ποιο είδος αφήγησης ανήκει το εξεταζόμενο κείμενο; Ποιος είναι ο τύπος του αφηγητή και ποιες οι τεχνικές της εστίασης και της οπτικής γωνίας;

• Ποια περιστατικά παρεμβάλλονται στην αφήγηση και ποια η λειτουργία τους;

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

ΚΟΤΖΙΑΣ Αλεξ., Μεταπολεμικοί πεζογράφοι, Κέδρος, Αθήνα, 1982.

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ., "Κριτική για την Παρέλαση", Αντί, 285, 1977.

ΤΣΑΚΝΙΑΣ Σπ., "Τόλης Καζαντζής, Παρουσίαση-Ανθολόγηση", Η μεταπολεμική Πεζογραφία, τ. Γ’, Σοκόλης, Αθήνα 1992, σελ. 228-267.

ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Β., "Οι μαλακοί και εύγλωτοι ήχοι του μαστιγίου", εισαγωγή στο έργο του Τ.Κ. Ανανέωση, 6-7, 1984).

 

pano

 


 

Τόλης Καζαντζής (1938-1991)
Βιβλιοnet Βιβλιοnet
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Αφιέρωμα στο περιοδικό ο αναγνώστης δεσμός

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano