Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου

Γιώργος Χειμωνάς, Ο βοηθός των θαμμένων

351 352 353 354 Ε B

337 338 339 340

351

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Γιώργος Χειμωνάς, Ο βοηθός των θαμμένων

ενέρων δολιάπους αρωγός*
Σοφοκλής

 

Το Διηγημα Περιεχεται στο βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο εχθρός του ποιητή (1990). Δυο είναι τα βασικά πρόσωπα στις ιστορίες του βιβλίου: Ο Κωνσταντίνος Λάιος και η Κυβέλη. Είναι δίδυμα αδέλφια. Ο Κωνσταντίνος είναι ποιητής. Η Κυβέλη είχε παντρευτεί τον Yannic Kerzean και έμενε στο χωριό Henvic της Βρετάννης. Δεν θα ξαναγύριζε στην πατρίδα τους. Η μητέρα τους η Ευριδίκη καταριόταν τον γιο της τον Κωνσταντίνο ως υπεύθυνο για την απομάκρυνση της Κυβέλης με τα εξής λόγια: «Αλλά αισθάνομαι ότι εσύ φταις για όλα. Για όλα! Όσα μας έτυχαν, για ό,τι μας μέλλεται ακόμα. Μακάρι εσύ να έφευγες και να μην ξαναγυρνούσες. Μακάρι εσύ να πέθαινες αντί για την Κυβέλη. Γιατί η Κυβέλη πέθανε πια για μένα κι ούτε και πεθαμένη δεν θα την ξαναδώ» (Ο εχθρός του ποιητή, σ.σ. 10-11). Στο κείμενο που ακολουθεί ο Κωνσταντίνος πηγαίνει στη Βρετάννη, για να πάρει την αδελφή του και να τη φέρει στην Ελλάδα κοντά στη μητέρα τους. Η Κυβέλη ζούσε εκεί μόνη της μετά την αυτοκτονία του Yannic.


 

Ο Βοηθοσ των Θαμμενων

To Ty Croas* ήταν έρημο σαν ακατοίκητο. Μονάχα ένα μικρό κόκκινο αμπαζούρ φώτιζε στην κουζίνα. Αλλά ήξερα πού θα τη βρω. Βράδυαζε κι ήταν η ώρα που η Βρετάννη* τυλιγόταν την σημαία της το μαύρο και το λευκό. Άσπρη η θάλασσα κι άσπρος ουρανός μαύρη η γη κατάμαυρα τα δένδρα. Καθόταν στο αγαπημένο της μέρος. Εκεί όπου τελειώνει το δάσος κι έβλεπε την άσπρη στενή θάλασσα. Σαν ένας ποταμός σαν Αχέροντας η θάλασσα προχωρούσε βαθειά στην στεριά ως το Morlaix.* 352Αρετή την φώναξα από πίσω όταν πλησίασα. Δεν γύρισε σαν να μην άκουσε. Ύστερα από ώρα γύρισε απότομα. Σηκώθηκε κι ήρθε κοντά μου. Το όμορφο γλυκό της πρόσωπο είχε μείνει απείραχτο από τον χρόνο. Με κοίταξε χωρίς να μιλά και τίποτε δεν έδειξε που ήμουν πεθαμένος. Αρετή! επανέλαβε μ' ένα αχνό γέλιο σαν μια μικρή πτυχή στην ολόισια φωνή της. Κανείς ποτέ δε με φώναξε με τόνομά μου αυτό λέει και με τα απαλά της δάχτυλα έκρυψε την τρύπα του προσώπου μου. Κωσταντάκη μου είπε για να με περιπαίξει αλλά ένας λυγμός σαν λόξυγγας την έκανε να σωπάσει. Γυρίσαμε στο πρεσβυτέριο και με κρατούσε επάνω της περπατούσε μ' έναν ανεπαίσθητο ρόγχο. Σαν ένας θρήνος από πολύ καιρό στον βυθό μπλεγμένος στα φύκια των πιο βαθιών κλαμάτων της. Τίποτε δεν είπε τίποτα δεν ερώτησε. Αμίλητη ετοιμάσθηκε και ξεκινήσαμε το ταξίδι του γυρισμού στην Ελλάδα. Ταξιδέψαμε με τραίνο. Μονάχα έτσι μπορούσαμε ν' απομονωθούμε σ' ένα κουπέ αποκλειστικά δικό μας. Αλλά η Κυβέλη σα να ήθελε να με επιδείξει. Επίτηδες μ' έβγαζε στον διάδρομο με πήγαινε στο βαγκόν-ρεστωράν. Με μια υστερική προκλητικότητα με παράσερνε ανάμεσα στους επιβάτες κι απολάμβανε με εξημμένο ενθουσιασμό την φρίκη. Τον αποτροπιασμό που τάραζε τον κόσμο που μ' έβλεπε. Με αδιάντροπο δυνατό γέλιο ξεκαρδιζόταν όταν οι άλλοι σκόρπιζαν και φεύγαν από κοντά μας. Όταν κάποιοι εστέκονταν και με παρατηρούσαν με βδελυγμία η Κυβέλη, με υπερβολική σχεδόν ερωτική αγάπη σφιγγόταν επάνω μου έγερνε το κεφάλι της στον απογυμνωμένο ώμο μου χάιδευε τα ξερά ράκη της σάρκας που φαίνονταν ανάμεσα στα λυωμένα νεκρικά μου ρούχα. Και μοναχά όταν ήμασταν μόνοι κλεινόταν σ' ένα αδιαπέραστο και εχθρικό πένθος. Στο Παρίσι αλλάξαμε τραίνο για την Ελλάδα. Μέσα στην ατέλειωτη στοά του μετρό που προχωρούσαμε. Σ' ένα σταυροδρόμι της ήταν μια μικρή ορχήστρα κι έπαιζε μουσική. Ήταν τρεις νεαροί Ούγγροι ντυμένοι με επίσημα φράκα μεγάλης ορχήστρας. Μια κοπέλα έπαιζε βιολοντσέλο ντυμένη κι αυτή με φράκο. Ανάερη σαν νύμφη με μακρυά ίσια ξανθά μαλλιά. Αναγνώρισα το κομμάτι που έπαιζαν από το λιτό μοτίβο που επαναλαμβανόταν και τα μικρά διάκενα σιγής που όσο πήγαιναν εμάκραιναν ενώ λιγόστευε η μουσική. Ήταν Η μοναξιά του Αρθούρου Ρεμπώ. Μπροστά τους ένα μεταξωτό ημίψηλο ανάποδα κι εκεί έριχναν φράγκα οι περαστικοί. Η Κυβέλη σταμάτησε κι αρπάζοντάς με από τον αγκώνα έκανε μια χορευτική φιγούρα γύρω μου. Ήταν ένα παιχνίδι που το παίζαμε εγώ κι αυτή όταν ήμασταν παιδιά και έφηβοι. Να χορεύουμε στους δρόμους ανάμεσα στους ανθρώπους που σταματούσαν και 353γελούσαν. Μας χαίρονταν ή μας κορόιδευαν αλλά εμείς σοβαροί ως το τέλος διασχίζαμε χορεύοντας τις λεωφόρους της Θεσσαλονίκης. Την ακολούθησα και χορεύοντας μαζί πάνω στο μικρό σαν λέξη μοτίβο των Ούγγρων συνεχίσαμε μέσα στις στοές. Ο κόσμος μας προσπερνούσε αδιάφορος. Αν κάποιος σταματούσε ήταν επειδή αντίκριζε εμένα. Μερικοί αλκοολικοί και τοξικομανείς αντιδρούσαν ουρλιάζοντας και προσπαθούσαν να μας ακολουθήσουν. Αλλά δεν άντεχαν και στέκονταν παραπαίοντας ή σωριάζονταν καταγής και μας έβριζαν. Ξαφνικά αντιλήφθηκα έναν τρίτο που μας ακολουθούσε από ώρα χορεύοντας. Ηταν το πιο ωραίο ανθρώπινο πλάσμα που είδα ποτέ. Άφυλο τραβεστί μαύρος. Φορούσε, κοντές μπότες με μεγάλες γαλλικές αστραφτερές αγκράφες και μια πολύ κοντή μίνι φούστα χρυσόμαυρη. Από πάνω ένα γιλέκο τζην στολισμένο με στρας κι από μέσα ένα στενό κορμάκι από παλιό σωμόν ταφτά. Είχε έντονα βαμμένο το πρόσωπο με πράσινες γαλάζιες μαύρες σκιές. Τα μαλλιά ολόασπρα ορθώνονταν προς τα πίσω σαν τις περικεφαλαίες από ξερά χόρτα των ιθαγενών της Αφρικής. Με μια ελαφράδα σαν να μην άγγιζε την γη χόρευε και μας περιτριγύριζε με μια αγάπη κι έγνοια. Βγήκαμε στην έξοδο κι εκεί το σπάνιο πλάσμα σταμάτησε. Ακίνητο μας έβλεπε που απομακρυνόμασταν εγώ και η Κυβέλη. Με ένα νεύμα ευγενικό του δεξιού χεριού μάς ξεπροβόδισε. Σαν ένας μικρός τιμωρημένος θεός από μακρυά μάς ευλογούσε με καλωσύνη κι οριστικά μας εγκατέλειψε. Φτάσαμε στην Ελλάδα μετά τρεις μέρες. Κατευθείαν από τον σταθμό πήγαμε στο άσυλο. Από τέσσερα χρόνια νοσηλευόταν εκεί η μητέρα Ευρυδίκη. Είχε προσβληθεί από βαρειά άνοια. Τίποτε δεν καταλάβαινε κανέναν δεν αναγνώριζε. Το στόμα της έκαμνε συνέχεια έναν ρυθμικό σπασμό προς τα μέσα. Σαν να θήλαζε ρουφούσε αχόρταγα το γάλα από έναν αόρατο μητρικό μαστό. Ο θάλαμος ήταν γεμάτος από ανοϊκές ηλικιωμένες γυναίκες. Όλες σιωπηλές και ακίνητες. Η μητέρα Ευρυδίκη ήταν δεμένη με χοντρά πέτσινα λουριά στα σίδερα του κρεβατιού.

Επειδή πάθαινε φοβερές διεγέρσεις και κανένα φάρμακο δεν τις κατέστελλε. Η Κυβέλη στάθηκε από πάνω της. Έσκυψε και την κοίταξε βαθειά στα μάτια. Η μητέρα Ευρυδίκη μούγκρισε ενοχλημένη. Η Κυβέλη τής χάιδεψε τα μαλλιά την φίλησε στο μέτωπο και στα δεμένα χέρια. Γύρισα να φύγω κι άκουσα πίσω μου την Κυβέλη να φωνάζει. Στράφηκα και την είδα. Με τρόμο με πόνο κλαίοντας μου φώναξε εσένα. Εσένα τώρα ποιος θα σε συνοδεύσει; Αμέσως σώπασε κι αδιαφόρησε. 'Ελυσε τα μαλλιά της και ξάπλωσε δίπλα στη μάνα μας. Άπλωσε τα βυσσινιά της 354φορέματα τα πολλά μαύρα της μαλλιά και την σκέπασε ολόκληρη. Τις πήρε και τις δυο ο ύπνος. Αγκαλιασμένες ακίνητες κείτονταν μαζί ήταν σαν η μια να τραβούσε τρυφερά την άλλη όλο και πιο βαθειά μέσα στον δικό της ύπνο. Μια γριά νάνος παχειά με γκρίζα κουρεμένα μαλλιά με την κίτρινη στολή των τραπεζοκόμων. Παλιά τρόφιμη που την είχαν κρατήσει να ψευτοδουλεύει στο άσυλο. Μπήκε ξαφνικά στον θάλαμο και πήγε ίσια στο κρεββάτι τους σαν να ήταν εκεί από την αρχή. Τεντώθηκε και τις περιεργάσθηκε τις άγγιξε έκανε τον σταυρό της. Με πλησίασε τρέχοντας κι ανασηκώνοντας τα ζωηρά της μάτια με κοίταξε χαρούμενη. Είπε με χαρμόσυνη κοριτσίστικη φωνή πεθάναν.

 

Γ. Χειμωνάς, «Ο εχθρός του ποιητή» (ανάγνωση) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]  

 

 

ενέρων δολιόπους αρωγός: ο αλαφροπάτητος βοηθός των νεκρών (στ. 1392, Σοφοκλή Ηλέκτρα )· Ο στίχος χρησιμοποιείται ως μότο για τον Κωνσταντίνο που είναι νεκρός).

Ty Croas (Τι Κροάς): το σπίτι του σταυρού· το πρεσβυτέριο στο χωριό Henvic της Βρετάννης όπου έμενε η Κυβέλη. Ο θείος του Yannic ήταν κληρικός. To Ty Croas αναφέρεται και στον επίλογο του αφηγήματος Ο γιατρός Ινεότης (σ. 53, Εκδόσεις Κέδρος, 1982).

Βρετάννη: ΒΔ επαρχία της Γαλλίας.

Morlaix: Λιμάνι στον ποταμό Morlaix της Βρετάννης.

pano

 

 


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να συγκεντρώσετε όλα τα χωρία (φράσεις και λέξεις) τα οποία:
    α) υποβάλλουν την ιδέα ότι ο Κωνσταντίνος έρχεται από τον Κάτω Κόσμο,
    β) παραπέμπουν στην παραλογή Το τραγούδι του νεκρού αδελφού.
  2. Ο Γ. Χειμωνάς στις αφηγήσεις του έλκεται από την εικονοποιία. Οι εικόνες του έχουν στιλπνότητα και υποβλητικότητα. Να τεκμηριώσετε αυτή την άποψη συγκρίνοντας τις εικόνες του κειμένου.
  3. Να παραλληλίσετε το τέλος του αφηγήματος με το τέλος της παραλογής επισημαίνοντας ομοιότητες και διαφορές.
  4. Τι παρατηρείτε σχετικά με τη σύνδεση των προτάσεων και τη χρήση της τελείας στο κείμενο; Να συζητήσετε για το αισθητικό αποτέλεσμα που έχουν αυτά τα γραμματικά μέσα στο αφήγημα.

 

 


Χειμωνάς

Γιώργος Χειμωνάς (1938-2000)

Γεννήθηκε το 1938 στην Καβάλα και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε Ιατρική. Μεταπτυχιακές σπουδές έκανε στο Παρίσι. Εκεί πήρε τις ειδικότητες του νευρολόγου, του ψυχιάτρου και του νευροψυχολόγου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και διορίστηκε στην έδρα της Νευρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ίδρυσε το Νευροψυχολογικό Εργαστήριο της Κλινικής και έγινε διευθυντής του με καθήκοντα νησηλευτικά, ερευνητικά και εκπαιδευτικά. Έργα του: Πεζά: Πεισίστρατος (1960), Η εκδρομή (1964), Μυθιστόρημα (1966), Ο Γιατρός Ινεότης (1974), Ο γάμος (1974), Ο αδελφός (1975), Οι χτίστες (1979), Τα ταξίδια μου (1984), Ο εχθρός του ποιητή (1990). Δοκίμια: Έξι μαθήματα για το λόγο (1984), Ο χρόνος και το σύμβολο (1985), Η δύσθυμη Αναγέννηση (1987). Μεταφράσεις: Ηλέκτρα Σοφοκλή (1984), Βάκχες Ευριπίδη (1985), Άμλετ Σαίξπηρ (1989), Μήδεια Ευριπίδη (1989).

Ένα αφιέρωμα στον Γιώργο Χειμωνά (βίντεο) [πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση]

Μονόγραμμα. Γιώργος Χειμωνάς (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

 



 

pano

 

 

Γιώργος Χειμωνάς (1938-2000)
Βικιπαίδεια Βιογραφικό σημείωμα, Βικιπαίδεια
Βιβλιοnet Βιογραφικό σημείωμα Βιβλιονέτ
Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Ψηφίδες
Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ, εκπομπή ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ
Ένα αφιέρωμα στον Γιώργο Χειμωνά (βίντεο) [πηγή: Εκπαιδευτική Τηλεόραση]
Μελοποιημένα ποιήματα στο stixoi.info stixoi

Βιογραφικό δεσμός, desmos

Παρουσίαση του συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός


pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ήρωες

Οι ήρωες του κειμένου είναι:

 

Τόπος

Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:

 

Η χρονική σειρά των γεγονότων

Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:

 

Η χρονική διάρκεια

Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).

Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:

 

Γλώσσα

Η γλώσσα του κειμένου είναι:

 

Αφήγηση

Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…

 

Ο αφηγητής

Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…

 

Η εστίαση

Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…

 

Τα αφηγηματικά επίπεδα

Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:

 

Αφηγηματικοί τρόποι

Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:

 

Ενότητες

Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:

 

Το σχόλιό σας...

 

pano