ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ρέα Γαλανάκη, [Επιστροφή στο πατρικό σπίτι]
Το Μυθιστορημα Βασιζεται σε ιστορικά περιστατικά του 19ου αιώνα και συγκεκριμένα στη ζωή του Ισμαήλ Φερίκ πασά της Αιγύπτου και του αδελφού του Αντώνιου Καμπάνη Παπαδάκη. Τα αδέλφια χωρίστηκαν μικρά σε κάποιο ξεσηκωμό της Κρήτης. Το ένα το αιχμαλώτισαν οι Αιγύπτιοι, το πήραν στην Αίγυπτο, το μετονόμασαν, το εξισλάμισαν, το εκπαίδευσαν στο στρατιωτικό κλάδο, όπου ξεχώρισε, αναδείχτηκε και έφτασε στα ανώτερα αξιώματα: πασάς και Υπουργός Στρατιωτικών της Αιγύπτου. Με την ιδιότητά του αυτή ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς, μισόν αιώνα περίπου αργότερα, έρχεται με στρατό στην Κρήτη για να βοηθήσει τους Τούρκους να καταπνίξουν την Κρητική Επανάσταση του 1866-1868, την οποία εμψυχώνει, ενισχύει και χρηματοδοτεί από την Αθήνα ο αδελφός του. Ο ξεριζωμός, η μακρινή αλλά έντονη ανάμνηση της προ της αιχμαλωσίας ζωής του, η αγάπη για τον αδελφό του και τη γενέθλια γη από τη μια και από την άλλη η νέα πατρίδα του, ο ρόλος του, το καθήκον δημιουργούν ποικίλες δραματικές καταστάσεις, που αναπλάθονται μυθιστορηματικά κατά το εικός. Η λογοτεχνική φαντασία συμπληρώνει τα κενά της Ιστορίας και φωτίζει εσωτερικά τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Στο απόσπασμα παρακολουθούμε την άφιξη του Ισμαήλ Φερίκ πασά στο Οροπέδιο, στο χωριό του και στο πατρικό σπίτι.
[Επιστροφη στο Πατρικο Σπιτι]
(απόσπασμα από το «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά»)
Την πρώτη μέρα των μαχών είδα από μακριά το σπίτι όπου είχα γεννηθεί. Πυρπολήσαμε το χωριό και με κατέλαβε μεγάλη αγωνία, αν και δεν ήμουν εγώ ο υπεύθυνος, μην τύχει και καεί. Δεν κάηκε ωστόσο, γιατί μια μαγιάτικη μπόρα στάθηκε τόσο ευνοϊκή μαζί μου, ώστε να σταματήσει τις φλόγες στα διπλανά σπίτια. Απόρησα με την εύνοια τιυν στοιχείων. Καθώς στεκόμουν έφιππος και κουκουλωμένος, μ' ένα μουσαμά, που σκέπαζε ως και τα πόδια του αλόγου μου, καθώς στεκόμουνα για να δεχτώ τη βροχή, που μου φαινότανε σαν αναφιλητό της φύσης, έλεγα πως δεν θα μπορούσε να 'χει γίνει διαφορετικά. Όχι γιατί επέστρεφα, μολονότι θα μπορούσε ακόμη κι ο ανόσιος νόστος μου να τιμηθεί από το αναφιλητό της φύσης, όσο γιατί, μόλις το είδα, τότε ξαφνικά θυμήθηκα πως είχα ένα σπίτι.
386Αν και ο Ιωάννης μου είχε πει στην Αίγυπτο πως, κατά μία εκδοχή, η μάνα μου είχε επιστρέψει και τελείωσε στο σπίτι, αυτό δεν είχε ποτέ βασανίσει τη σκέψη μου, όσο η ανάμνηση του τόπου. Κατά τη διάρκεια της βροχής η θέα του με καθήλωσε με αναπάντεχα καρφιά. Άκουγα ένα ένα τα καρφιά να καρφώνονται, έτσι χτυπούσαν οι χοντρές σταγόνες στο μουσαμά μου. Μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη πως ίσως είχα αποδιώξει την ανάμνησή του τόσα χρόνια, θέλοντας να προστατέψω τον εαυτό μου από την οδυνηρή απαγόρευση να ξαναπατήσω το κατώφλι, ή από το φόβο μήπως είχε γκρεμιστεί — ενώ η ανάμνηση της φύσης δεν έκλεινε τέτοιους κινδύνους. Η εγρήγορση και η ταχύτητα που θα απαιτούσε σε λίγο η μάχη, μόλις θα ξανάρχιζε, δεν θα μου άφηνε περιθώρια για διερευνήσεις. Πρόλαβα μόνο να σκεφτώ, ακούγοντας με ευδαιμονία την παλιά βροχή, πως είχα για πολλά χρόνια αντικαταστήσει στη μνήμη μου τον έσω χώρο με τον έξω, χωρίς να έχω επίγνωση της αντικατάστασης· αγνοούσα λοιπόν εντελώς την ψυχή μου. Η ανάμνηση της σπηλιάς δεν μπόρεσε, για ένα σωρό λόγους, να ταυτιστεί με την ανάμνηση του σπιτιού· αποτέλεσε μάλλον ένα κομμάτι της φύσης ή της περιπέτειάς μου.
Και περίμενα να ξανακοιτάξω το σπίτι μόλις θα περνούσε η μπόρα, από φόβο μήπως βρισκόμουν απέναντι σε μιαν οφθαλμαπάτη.
Αν ήθελα, θα μπορούσα τις επόμενες μέρες να το είχα επισκεφτεί. Ήθελα. Προφασιζόμουν όμως τις απαιτήσεις των στρατιωτικών επιχειρήσεων και τις ζωές που κρέμονταν από ένα μου πρόσταγμα. Συμμετείχα σαν ναρκομένος στις μάχες, κρατώντας με μεγάλη προσπάθεια, και όσο μπορούσα, το μυαλό μου καθαρό. Ήθελα, αλλά προετοιμαζόμουν. Εξακολουθούσε να μου φαίνεται απίστευτο ότι το σπίτι είχε επιζήσει και με περίμενε να επιστρέψω — με περίμενε άραγε; Απίστευτο ότι είχα αφεθεί στο αίμα αυτού του πολέμου, απλώς και μόνο για να θυμηθώ την ύπαρξή του, σαν πεμπτουσία της μνήμης.
Έλεγα πως υποσχόταν μιαν απειλητική και φιλήδονη κάθαρση, έλεγα πως ήμουν σαν αρραβωνιασμένος μαζί του. Γυρνούσα και το κοίταζα συνέχεια, εντάσσοντάς το πάλι στο τοπίο του και ψάχνοντας ασταμάτητα τους πέτρινους τοίχους του. Πίεζα τα υλικά να αποκαλύψουν τις προθέσεις τους. Δεν μου έκρυψαν το εσωτερικό του, φωτισμένο είτε από μια διάπλατη εξώπορτα είτε από το μετακινούμενο φως του λύχνου, ακριβώς όπως άρχισα με ταχύτητα να θυμάμαι. Με περίμενε άραγε, ξαναρώτησα.
Αποφάσισα να το επισκεφτώ το πρώτο βράδυ μετά τις μάχες. Ο χρόνος πίεζε, γιατί είχαμε τελειώσει πια εδώ πάνω, κι εγώ τουλάχιστον 387δεν μπορούσα να παραμείνω και να βλέπω τη λεηλασία. Βρήκα το κλειδί κάτω από την πέτρα που το κρύβαμε. Ευχαριστήθηκα με τον αυτόματο πληθυντικό — σήμαινε πως το σπίτι με περίμενε. Αναρωτήθηκα κατά πόσον ο ήπιος μεταλλικός φθόγγος του κλειδιού θα μπορούσε πια να ορίζει τη ζωή, την όποια ζωή, σαν αλληλουχία. Ο ήχος του ακούστηκε σαν εκπυρσοκρότηση και με κατατρόμαξε. Τα όπλα των Οθωμανών θα ήταν γεμάτα, αφού είχαν την άδεια να λεηλατούν επί τρεις ημέρες. Τα όπλα των χριστιανών θα βρίσκονταν μαζί τους, ψηλά στα βουνά, αν και πάντα κάποιος θα είχε βραδυπορήσει στο άδειο χωριό. Έπρεπε να βιαστώ.
Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Μπήκα και την έκλεισα. Έπειτα στήριξα την πλάτη μου πάνω στα χοντρά σανίδια της πόρτας αναζητώντας το δικό της σκελετό από νερά του ξύλου, ρόζους και καρφιά. Τα δάκρυα με υποχρέωσαν να κλείσω τα μάτια. Τυφλός, άρχισα να βυζαίνω τον ίδιον αέρα. Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου ν' ανοίξω πάλι τα μάτια και να πω ότι είχα χορτάσει το γάλα.
Διαπίστωσα πως η πόρτα, που πάνω της στηριζόμουν, είχε ψηλώσει, ενώ εγώ είχα μικρύνει σε παιδί. Μ' ένα δεξί χεράκι σκούπισα τα χείλια.
Αποσπάστηκα από την πόρτα και προσπάθησα να περπατήσω, νιώθοντας αδύναμος και φθαρτός. Με το ίδιο χεράκι στηρίχτηκα στον τοίχο κι έκανα ένα γύρο στο σπίτι. Κοντά στην παραστιά έβγαλα μια πέτρα από τον τοίχο, αλλά η σφεντόνα δεν ήταν πια εκεί. Σκέφτηκα ότι δεν πειράζει, αφού όταν μεγαλώσω θα κυνηγώ με όπλο τα πουλιά. Έβαλα στη χαραμάδα του τοίχου, όπου παλιά έκρυβα τη σφεντόνα, τη σκουριασμένη λεπίδα και το γράμμα του Αντώνη*, επιστρέφοντάς τα όπου ανήκαν. Αν μπορούσε κάτι ν' ανήκει σε κάτι άλλο. Σφράγισα με την πέτρα την κρυψώνα τους· ο ενταφιασμός είναι μια περίπτωση, πρόσθεσα. Ούτε και ήθελα να δώσουν ερμηνείες σε κάποιους περίεργους, αν τα 'βρισκαν πάνω μου.
Δεν ήξερα αν έζησε εδώ κανείς μετά τη μάνα μου, εφόσον δεχόμουν την εκδοχή πως έζησε και τέλειωσε εδώ μόνη της. Δεν μπόρεσα να βρω κανένα τεκμήριο, γιατί το σπίτι ήταν άδειο από κάθε αντικείμενο, μολονότι συνέβαινε να τα θυμάμαι όλα με απίστευτη διαύγεια, τα λίγα όσα αποτελούσαν το νοικοκυριό ενός αγροτικού σπιτιού και την ανάπαυση των καταπονημένων μας σωμάτων. Παρά τις ενθυμήσεις μου, το σπίτι βρισκόταν άδειο, δείχνοντας πως δεν είχε κατοικηθεί για χρόνια. Μια σχεδόν ανεπαίσθητη ομολογία των οριζόντιων, των κάθετων και της καμπύλης, πως απουσίασαν τα αισθήματα. Κάτι σαν σκόνη ή σαν ιστός αράχνης στις γωνίες. Με το ίδιο χεράκι όφειλα να παραμερίσω τα πέπλα τους.
388Προχώρησα και στάθηκα ακριβώς στη μέση της κεντρικής καμάρας. Άνοιξα μια μικρή λακκούβα στο πατημένο ξερό χώμα του δαπέδου. Αλλά δεν είχα όσα χρειαζόμουν. Ούτε άλλο αίμα από το δικό μου. Χάραξα με το γιαταγάνι το λεπτό δέρμα του καρπού, κι άφησα να χυθούν μερικές σταγόνες μέσα στη λακκούβα. Ύστερα κάθησα και περίμενα λέγοντας τα λόγια. Περίμενε ώρα, σαν ν' αντιστέκονταν οι ίσκιοι στα παρακάλια μου. Φοβόμουν μήπως δεν μπορούσαν να εισακουστούν, αφού δεν είχα τα απαιτούμενα, ή και για άλλους λόγους, που εδώ μέσα θα μπορούσαν να με συντρίψουν. Τέλος, πολύ αργά, σαν ένα τυχαίο τίναγμα του βλέφαρου, οι οριζόντιες, οι κάθετες και η καμπύλη άρχισαν να τρέμουν, ώσπου άρχισαν να χύνουν τη σαφήνεια της γραμμής τους στο χώμα, ζωντανεύοντας το αναμεταξύ τους κενό. Ήρθαν οι γνώριμες φωνές ανθρώπων, των σπιτίσιων ζώων, ο ήχος του καιρού, των τραγουδιών, του κάματου, του πένθους και των εορτών. Έπειτα ήρθαν μυρωδιές του σώματος, του δέντρου, του υφάσματος, της χειμωνιάτικης φωτιάς, του θερισμένου κάμπου και των ώριμων μήλων· αυτή πλημμύρισε το σπίτι, όπως τότε, και το γύρισε στο κόκκινο.
Στο φως των μήλων είδα το χέρι της, που είχε σταματήσει στο αδράχτι, να στρίβει επιτέλους τα δάχτυλα. Και το χέρι του πατέρα, που είχε σταματήσει στο χαλινάρι, να λυγίζει επιτέλους τον καρπό.
Τα χέρια οδήγησαν ολόσωμες τις μορφές. Πρώτη εκείνη με πλησίασε και με καλωσόρισε, τον χαμένο της γιο, τον βασανισμένο από κλειστή αγάπη, τον αλαφροΐσκιωτο. Πώς μπόρεσε να κατεβεί και δεν φοβήθηκε καμιά θρησκεία; Όμορφος που ήταν όμως, καθώς εταίριαζε την ακμή του άντρα και την αθωότητα του παιδιού με τον γλυκύτερο τρόπο που έσμιξε ποτέ η κορυφογραμμή του απέναντι όρους τον ουράνιο θόλο για να χαθεί μαζί του στο σκοτάδι. Ας την πλησίαζε λιγάκι, για να δει στα ίδια μάτια την κούραση των χωραφιών να δαμάζεται από ένα πιάτο ζεστό φαΐ και τον εύκολο ύπνο. Για να δει στα ίδια μάτια την κούραση της αραβικής του ζωής να δαμάζεται από το ξεχασμένο χάδι στα μαλλιά του. Αλλά να μην πλησίαζε τόσο πολύ που να διαπιστώσει τα μαρτύρια, ας έμενε πάντα όπως τη γνώρισε. Το ήξερε, βέβαια, ο καλός της, πως γρήγορα θα συναντιόντουσαν και θα χαίρονταν ασώματοι και αναμάρτητοι. Να μη φοβάται, άρα, περβόλια και γλυκά νερά, οπού θα έβλεπε στον ύπνο.
Έτρεξα προς το μέρος της. Εξαφανίστηκε αμέσως. Έγειρα στο χώμα αποκαμωμένος. Σε λίγο άκουσα μια ψαλμωδία και σήκωσα το κεφάλι. Ο πατέρας ερχόταν ντυμένος με χρυσοκέντητα άμφια και ψέλνοντας 389«Η γέννησή Σου, Χριστέ, ο Θεός ημών», γιατί θυμόταν πάντα πως με είχανε βαφτίσει Εμμανουήλ. Με είχε γράψει στα βιβλία με το χέρι του, Εμμανουήλ Καμπάνης Παπαδάκης του Φραγκιού. Δεν ήξερε πια πώς να με αποκαλέσει, με τα χριστιανικό ή με το μουσουλμανικό μου όνομα, για τούτο έψελνε· βέβαια συνέχιζε να μ' έχει στο μυαλό του με το χριστιανικό. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν είπε, και για τούτο σε δέχομαι, αν και τυραννίστηκα μέχρι να το αποφασίσω. Μερικά δεν αλλάζουν ούτε στο βασίλειο των ίσκιων, μονάχα που καμιά φορά τρελαίνονται κι αυτά απ' τον νοτιά και δείχνουν άλλα απ' ό,τι τα γνώρισες. Να ξέρεις πως ξανά θα προτιμούσα τη σφαγή απ' την ατίμωση. Πλην, άλλο αυτό, απ' τη ζωή που σου 'τυχε. Πρόκοψες, κι αυτό είναι καλό, χάθηκες όμως από τη συνέχειά σου. Μαζί σου έκοψες και μένα. Σε σώζει ότι ποτέ δεν θέλησες, ή δεν κατάφερες, να μας διαγράψεις. Εγώ, που γνώρισα τ' αγκάθια του ενός δρόμου, αναγνωρίζω τη δυσκολία των δυο δρόμων. Θέλω να πω, αναγνωρίζω μια προσπάθεια εξιλέωσης. Θα παρακαλέσω για σένα. Όχι, δεν ξέρω με ποιο τρόπο θα πεθάνεις, σου λέω μόνο πως είναι γραφτό να γίνει δύσκολα. Εσύ, να σταθείς γενναίος και να μη φοβηθείς. Γρήγορα θα συναντηθούμε
Δ. Μίγγας, «Σπάνια χιονίζει στα νησιά» (απόσπασμα)
Κ. Χαραλαμπίδης, «Γλυκό του κουταλιού» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου]
1. Εργοβιογραφικά στοιχεία
Η Ρέα Γαλανάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1947. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Αθήνα κατά την περίοδο της δικτατορίας. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και διετέλεσε αντιπρόεδρος της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού (1994-1997. Τιμήθηκε το 1987 με το Βραβείο "Νίκος Καζαντζάκης" για το σύνολο του έργου της, με το Βραβείο του ιδρύματος Τρανούλη για τα Ομόκεντρα διηγήματα (1988) και με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το Ελένη ή ο Κανένας. Το συγγραφικό της έργο περιλαμβάνει: Μυθιστορήματα: Ο βίος τον Ισμαήλ Φερίκ πασά, Spina nel Cuore (1989), Θα υπογράφω Λουί ( 1993), Ελένη ή ο Κανένας (1998), Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, Καστανιώτης (2002), Αμίλητα βαθειά νερά (2006). Διηγήματα: Ομόκεντρα διηγήματα (1986), Ένα σχεδόν γαλάζιο χέρι (2004). Δοκίμια: Βασιλεύς ή στρατιώτης; Σημειώσεις, άρθρα, σχόλια για τη λογοτεχνία, Αθήνα (1997). Ποίηση: Πλην εύχαρις (1975), Τα Ορυκτά (1979), Το Κέικ (1980) και Πού ζει ο λύκος; (1982). Μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, τουρκικά, ολλανδικά και βουλγάρικα.
Το υλικό για τα μυθιστορήματά της το αντλεί μετά από επίπονη ιστορική αναδίφηση, από την Ευρώπη του 19ου αιώνα, μια ήπειρο κι έναν αιώνα γεμάτο αντιφάσεις και ανατροπές, αλλά και από τον σκοτεινό και αμφιλεγόμενο 20ό αιώνα. Οι ήρωές της ταλανίζονται από το πρόβλημα της ταυτότητάς τους (εθνικής, πολιτισμικής, φύλου κτλ.). Ανήσυχες φύσεις ισορροπούν ανάμεσα στη δεδομένη και αναγνωρισμένη ταυτότητά τους και σε μια επιθυμητή, ιδεατή. Η γραφή της είναι διάσπαρτη από ποιητικές εκφράσεις, που συνυφαίνονται αρμονικά με το ρεαλισμό των προσώπων και καταστάσεων που παρουσιάζει στο έργο της.
2. Η κριτική για το έργο της
«Η Ρέα Γαλανάκη είναι μια ενδοσκοπική συγγραφέας με βαθείς προβληματισμούς, που τους εκφράζει με εξαιρετικά λεπτοδουλεμένη, μουσική γλώσσα, αν και ενίοτε ολισθαίνει προς τη φιλολογικότητα».
(Δ. Κούρτοβικ,
Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς,
Πατάκης, Αθήνα, 1995, σελ.52)
«Φαίνεται ότι ή έννοια της κυκλικής αφήγησης απασχολεί την πεζογράφο Ρέα Γαλανάκη ως δομικό στοιχείο, με προεκτάσεις στην τεχνική της αλλά και ακόμα περισσότερο, στην ίδια την οπτική της, μέσω της οποίας συντίθεται σ' ένα προλογοτεχνικό στάδιο o μύθος ή η Ιστορία που θα υποστεί ακολούθως τη διαδικασία της δημιουργικής μετουσίωσης. Όμως, παράλληλα με αυτήν, άμεση συνάφεια παρουσιάζει στο έργο της η χρησιμοποίηση των ομόκεντρων κύκλων μέσα στους οποίους εντάσσονται οι συγγενείς περιπτώσεις των πεζών της [...].
Στο έργο της Ρέας Γαλανάκη υπάρχει αφ' ενός ο χρονικός τόπος, αφού και τα τρία πρόσφατα μυθιστορηματικά βιβλία της, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (1989), Θα υπογράφω Λουί (1993) και Ελένη, ή ο Κανένας (1998), διαδραματίζονται στον 19ο αιώνα. Έναν αιώνα άκρως αντιφατικό, στο βαθμό που τα νοήματα της προόδου, της αυτογνωσίας, της εθνικής συγκρότησης ή ανασυγκρότησης, της τεχνολογικής εξέλιξης και της ραγδαίας αλλαγής των κοινωνικών ηθών, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, υπονομεύονταν στις ρίζες τους ταυτόχρονα από μια φυγόκεντρη τάση νοσταλγίας προς κάτι που υπήρξε και που εξασφάλιζε την ψυχική ενότητα του ανθρώπου με το περιβάλλον του [...].
Αν και ή πορεία της ζωής των ηρώων της είναι "καθοδική", υποκείμενη σε μια φθοροποιό μοίρα η οποία και τους έχει αποδυναμώσει ηθικά προτού επέλθει το σωματικό τους τέλος, κατά την εξέλιξη ενός εκάστου μυθιστορήματος της σχηματίζονται αρκετές φορές κύκλοι, μεγαλύτεροι ή μικρότεροι, ευδιάκριτοι ή λιγότερο ευδιάκριτοι, οι οποίοι έχουν να κάνουν με τα διάφορα επίπεδα της αφήγησης [...]».
(Αλέξης Ζήρας, "Η
κυκλική αφήγηση στην πεζογραφία της Ρέας Γαλανάκη",
Νέο Επίπεδο, 30, 1998, σελ. 16-20)
«Ομολογώ ότι δεν είχα πρόθεση να κάνω ιστορικό μυθιστόρημα ή μυθιστορηματική βιογραφία —με την τρέχουσα τουλάχιστον σημασία— γράφοντας τον Βίο του Ισμαήλ Φερίκ πασά και το Θα υπογράφω Λουί. Απ' όλα πιο πολύ μ' ενδιέφερε να γράψω για πρόσωπα που έντονα με είχαν συγκινήσει και προβληματίσει. Σύγχρονα ή ιστορικά, πραγματικά ή φανταστικά, αυτό δεν έχει πάντα απόλυτη διαύγεια, μιας κι όλα ανακατεύονται με πολλούς και διάφορους τρόπους στο χωνευτήρι της γραφής [...].
Ο λογοτέχνης δεν υποκρίνεται τον ιστορικό. Η δική του ευαισθησία, όταν επιχειρεί τη σύνδεση του δικού του παρόντος και μιας στιγμής του παρελθόντος, επικεντρώνεται στη μελέτη της ανθρώπινης ψυχής και περιπέτειας μέσα από το πλαίσιο που του παρέχουν συγκεκριμένοι βίοι ή περιστατικά. Γι' αυτό εξάλλου και υποστηρίζω ότι η εστίαση ενός λογοτέχνη σ' ένα ιστορικό θέμα εντάσσεται στη διαχρονικά σταθερή σχέση της λογοτεχνίας και του "παρελθόντος"».
(Ρέα Γαλανάκη,
Βασιλεύς ή Στρατιώτης, Σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη λογοτεχνία,
Άγρα, Αθήνα, 1997, σελ. 61-67)
«[...] στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, με μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, που δεν αρνείται τους (ριψοκίνδυνους κάποτε) ποιητικούς διασκελισμούς, περιγράφεται ο σχηματισμός αυτής της συνείδησης μέσα στο ισλαμικό περιβάλλον του Ισμαήλ. Με διακριτικές πινελιές σκιαγραφούνται οι ιστορικές, κοινωνικές πολιτικές συντεταγμένες του αιγυπτιακού θεάτρου, ενώ αχνά πλην υποβλητικά διαγράφεται το μνημονικό υπόστρωμα του ήρωα, ο οποίος, παρά την "ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών", δεν απαλλάσσεται ποτέ από τις εικόνες της παιδικής του ηλικίας, με προεξάρχουσα τη μορφή της μάνας. Μπορεί ωστόσο να τις ελέγχει να παρακάμπτει σχετικώς ανώδυνα τις έντονες συνειδησιακές συγκρούσεις. Σ' αυτό συμβάλλει μια ενδογενής ίσως τάση μοιρολατρίας κι ένας μεθοδικά σοβαρά καλλιεργημένος στωικισμός [...].
Στο δεύτερο μέρος, όπου η αφήγηση μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπη, με αφηγητή τον πρωταγωνιστή της ιστορίας στρατηγό υπουργό Πολέμου της Αιγύπτου Ισμαήλ Φερίκ πασά, που με αυτές τις ιδιότητες βρίσκεται στην Κρήτη για να βοηθήσει τον τουρκικό στρατό στην καταστολή της εξέγερσης, της επανάστασης που ενισχύει με όλα τα μέσα ο αδελφός του, το σκουλήκι του "ανόσιου νόστου" υποσκάπτει σταδιακά αυτή την υπερώριμη συνείδηση, η οποία τελικά κάμπτεται σταδιακά από τις αβάσταχτες εσωτερικές της διαμάχες, που συνδαυλίζουν οι άγριες πολεμικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, ο αναγνώστης που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, ας μη νομίσει πως η συγγραφέας δραματοποιεί έντονα ή φωτίζει υπερβολικά τις εσωτερικές ή εξωτερικές συγκρούσεις. Σε όλο το μυθιστόρημα κυριαρχεί ένας ελεγειακός τόνος, τον οποίο διαπερνούν γλυκιές ανακουφιστικές λυρικές ανάσες. Αποφεύγοντας με σωστό μέτρο τη γοητεία της Ιστορίας τις παγίδες της "ψυχολογίας του πάθους", η Ρέα Γαλανάκη δίνει ένα μυθιστόρημα πνευματικής αγωνίας έναν ήρωα που υπερβαίνει τις τοπικές χρονικές προδιαγραφές του. Ο αναγνώστης αισθάνεται πολύ κοντινή του αυτή τη διχασμένη συνείδηση, αυτή τη σχάση ανάμεσα στην ισορροπημένη προσαρμογή στην αθεράπευτη νοσταλγία μιας χαμένης πατρίδας. Είναι μια spina nel cuore, ένα αγκάθι που τρυπάει τη δική του καρδιά, [spina nel cuore di Venezia, "αγκάθι στην καρδιά της Βενετίας", αποκάλεσαν οι Βενετσιάνοι του 13ου αι. το οροπέδιο Λασιθίου. Η έκφραση χρησιμοποιείται ως υπότιτλος του μυθιστορήματος]».
(Σπύρος Τσακνιάς, "Ρέα Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά", Πρόσωπα και μάσκες. Κριτικά κείμενα 1988-1999, Νεφέλη, Αθήνα, 2000, σελ. 21-24)
«Ο αφηγητής, γνωρίζοντας από την αρχή την απόληξη του μύθου, επιχρωματίζει, ήδη από την πρώτη φράση του μυθιστορήματος, τη διήγηση του με αυτήν την πρόγνωση του τέλους. Επομένως: αν η αναδρομική μέθοδος, ως συντακτικός τρόπος, δεν προβάλλεται στην επιφάνεια της αφήγησης, λανθάνει στο υπέδαφος της. Και κάτι ακόμα: η τακτική της οπισθοδρόμησης ή της προδρομικής προβολής, ενώ δεν επηρεάζει τα μεγάλα κεφάλαια της διήγησης, αναγνωρίζεται στα μέρη, στα μερίδια, στα μόρια της [...]
Η μυθιστορηματική παράδοση έχει κληροδοτήσει ήδη τρεις διακεκριμένους τρόπους με τους οποίους ο αφηγητής επεμβαίνει στην άρθρωση της διήγησης του: ο ένας είναι άμεσος (αναλαμβάνει ο ίδιος όλο το βάρος του διηγητικού ρόλου σε τριτοπρόσωπη συνεχή διήγηση αφηγείται δρώμενα, περιγράφει το πλαίσιο τους εγγράφει, σε πλάγιο πάντα τρόπο, τους διάλογους τους μονολόγους των μυθιστορηματικών προσώπων —αυτή λ.χ. είναι η μέθοδος του Γιατρομανωλάκη στη γνωστή Ιστορία του). ο άλλος τρόπος παίρνει την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση (κάποιο μυθιστορηματικό πρόσωπο—συνήθως ο πρωταγωνιστής - διεκπεραιώνει το σύνολο της διήγησης σε λόγο πρωτοπρόσωπο, εν είδει αυτοβιογραφίας ή ημερολογίου— οι μεγάλοι "Απόλογοι" της Οδύσσειας ακολουθούν αυτόν τον τρόπο). τέλος η μυθιστορηματική διήγηση κάποτε καταφεύγει στο σχήμα της επιστολογραφίας (το σύνολο της αφήγησης μοιράζεται σε δύο πρόσωπα που αλληλογραφούν μεταξύ τους).
Στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη οι τρεις αυτοί διακεκριμένοι τρόποι της αρθρωμένης αφήγησης συμβάλλονται. ο ένας κατά κάποιον τρόπο διαδέχεται τον άλλο. στο πρώτο μέρος ο καθολικός τρόπος της διήγησης ανατίθεται στον παντογνώστη αφηγητή - μέσα από το δικό του μάτι κοιτάζουμε τα πάντα. κάπου στη μέση του μυθιστορήματος εισβάλλει η μέθοδος της επιστολογραφίας - τα δυο αδέλφια (ας πούμε ο εξωμότης στην Αίγυπτο και ο συνωμότης στην Αθήνα) αλληλογραφούν για πρώτη φορά ύστερα από τον παιδικό τους χωρισμό και αναγνωρίζονται αμοιβαίως, για να μη συναντηθούν ωστόσο ποτέ —πρόκειται ίσως για το κορυφαίο μέρος του μυθιστορήματος. τέλος η εκστρατεία του Ισμαήλ στην Κρήτη, ο νόστος του ήρωα, προσφέρεται σε πρωτοπρόσωπη, ημερολογιακή μορφή— αφηγηματικός ελιγμός πράγματι απροσδόκητος, θα έλεγα απερίφραστα: ιδιοφυής».
(Δ.Ν. Μαρωνίτης, "Ρέας
Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά. Spina nel cuore",
Διαλέξεις,
Στιγμή, Αθήνα, 1992, σελ. 225-236)
«Στο έργο της Γαλανάκη, τα όρια της μνήμης κινούνται, διευρύνονται για να φτάσουν ως τη μνήμη της φύσης [...].
Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά αρχίζει με το μικρό αγόρι κρυμμένο μέσα στη μητρική σπηλιά, "στη μυστική ζωή της γης", που από τα κοιλώματα των βράχων της στάζουν σκοτάδια και νερά. Η σπηλιά - μήτρα είναι το αρχέγονο καταφύγιο από το οποίο έρχεται και στο οποίο επιστρέφει ο χρόνος της ανθρώπινης νοσταλγίας και ζωής. Όμως εδώ, το σώμα της μάνας είναι αποκομμένο από το παιδί, είναι έξω από την είσοδο της σπηλιάς αλλοιωμένο όλο σε κραυγή. Τα "κοκκινάδια του παμπάλαιου τοκετού", το "αίμα της λεχώνας", και "η φωτιά για το ζεστό νερό", ο ιερός, αρχέγονος φόβος της γέννησης και του θανάτου, στον έξω από τη σπηλιά κόσμο των πολεμιστών έχουν μετατραπεί σε εξευτελιστικό φόβο, σε ακατάσχετη και μάταιη ροή αίματος από τη βιασμένη σάρκα, σε καταστροφική φωτιά που κατακαίει τα σπαρτά της γης, τα ζώα και το βιός του ανθρώπου.
Αυτές οι δύο θεμελιακά αντίθετες όψεις των πρωταρχικών στοιχείων ενοικούν στον κάθε άνθρωπο και αντανακλούν την υπαρξιακή του αγωνία. Όταν, όπως σε πίνακα παλαιάς ζωγραφικής, το μικρό αγόρι βλέπει στο βάθος του ορίζοντα κάποιον καβαλάρη που τρέχει να πέφτει από το άλογο του καταγής, καθώς τον σηκώνει "προσεκτικά από τα φτερά των κόκκινων ρούχων", αμέσως τον πετά πέρα φοβισμένο, γιατί "το πρόσωπο του κατακτητή έμοιαζε με το δικό του".
Ο Βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά τελειώνει με το "αναφιλητό της φύσης", τη βροχή, και με τα δάκρυα που τυφλώνουν τα μάτια του Ισμαήλ καθώς επιστρέφει στην πατρογονική εστία για να βυζάξει "τον παλιό, τον ίδιο αέρα". Εκεί, η αντίστροφη μέτρηση του χρόνου μεταμορφώνει την εστία σε μητρικό μαστό και τον πολεμιστή σε βρέφος. Ο Ισμαήλ χαράζει τον καρπό του και οι σταγόνες από το αίμα του ρέουν μέσα σε μια γήινη λακκούβα. Μ' αυτό το αρχέγονο, μαγικό σκεύος και με το λόγο που τους απευθύνει, ο Ισμαήλ, όπως και η Ελένη, τελεί την "παλιά τελετουργία" της ανάκλησης και οι νεκρές, αγαπημένες σκιές επιστρέφουν. Αν τη στιγμή του θανάτου του ο Ισμαήλ συμπεραίνει πως: "Άρα... δεν υπάρχει, ούτε και ποτέ υπήρξε επιστροφή" αυτό αφορά τη μη αναστρεψιμότητα του ιστορικού χρόνου και μόνο. Στον "άλλον", στον μητρικό χρόνο, η επιστροφή είναι η μόνη σταθερή και ακλόνητη γνώση, μόνο που ο θάνατος του καθενός μας μένει για πάντα από την άλλη μεριά της εμπειρίας, εκτός αυτοβιογραφικού "λόγου", εκτός συνείδησης».
(Τζίνα Πολίτη, "Το
πένθος της ιστορίας. Σχεδίασμα ανάγνωσης των μυθιστορημάτων της Ρέας Γαλανάκη",
Νέο Επίπεδο, 30, 1998, σελ. 11-15)
3. Διδακτικές επισημάνσεις
• Ν' αξιοποιηθεί το εισαγωγικό σημείωμα ώστε να διαγραφεί ο χώρος και ο χρόνος (το ιστορικό πλαίσιο) κατά τον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα.
• Να προσεχθεί η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και ο εξομολογητικός τόνος του μονολόγου (εσωτερικός μονόλογος), που αποκαλύπτει τον κλειστό συναισθηματικό κόσμο του ήρωα και συμβάλλει στη συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη (συμπάσχει με τον ήρωα).
• Να επισημανθεί ότι η επιστροφή του ήρωα στο πατρικό σπίτι —και γενικότερα στον τόπο του— χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως "ανόσιος νόστος". Να σχολιαστεί αυτός ο χαρακτηρισμός και να αιτιολογηθεί.
• Ν' αναδειχθεί ότι το σπίτι αποτελεί το κεντρικό σημείο αναφοράς του ήρωα στο συγκεκριμένο απόσπασμα και να διερευνηθεί η λειτουργία του ως κινητήριου μοχλού της ψυχικής, διανοητικής και συναισθηματικής κατάστασής του.
• Να συσχετιστεί ο ρόλος της φύσης με την ψυχική κατάσταση του ήρωα και να ερμηνευθεί η λειτουργία της φύσης στο απόσπασμα, ιδιαίτερα μέσα από την αντίθεση "ανοιχτός χώρος" (φύση) - "κλειστός χώρος" (σπίτι).
• Να σχολιαστεί η κινηματογραφική τεχνική του κειμένου, ιδιαίτερα στην πρώτη ενότητα.
• Ν' αναζητηθούν τα διακειμενικά στοιχεία του αποσπάσματος με την Οδύσσεια (νόστος, Νέκυια κ.ά.).
• Να σχολιαστεί η ανάκληση της μητέρας και του πατέρα και η στάση τους προς τον ήρωα.
• Ν' αναζητηθούν οι προσημάνσεις και η κυκλικότητα της αφήγησης.
Παράλληλο κείμενο
Δ. Μίγγας, Σπάνια χιονίζει στα νησιά
«Δεκαπέντε μέρες στο νησί. Νιώθω ακόμα επισκέπτης. Όταν κατέβηκα από τη σκάλα του βαποριού, άφησα τη βαλίτσα δίπλα μου και περίμενα. Είχα την αίσθηση —σχεδόν ήμουνα βέβαιος, όταν σχεδίαζα το ταξίδι— πως μια κοπέλα όμορφη, ντυμένη στα λευκά, φορώντας άσπρο πλατύγυρο καπέλο θα στεκόταν όρθια στην άκρια του λιμανιού χαμογελώντας.
Περίμενα για ώρα. Η προκυμαία ερήμωσε, αλλά δε φάνηκε εκείνη. Ανηφόρισα απογοητευμένος προς την Αγορά. Κανέναν δε θυμόμουνα, μήτε με γνώρισε κανείς. Τι επιδιώκω, άραγε, με τέτοιου είδους μισερές επιστροφές; [...].
Με βασανίζουν τ' άπιαστα. Σκέφτομαι πως τα απλά πράγματα άμα τ' αφήσουμε και μεγαλώσουν υπερβολικά εκδικούνται. κλείνουνε σαν το δίχτυ γύρω και μας φυλακίζουν.
Στάθηκα στη μάντρα του αυλόγυρου μπροστά στο σπίτι ύστερα από τόσα χρόνια. Όλα είχαν μικρύνει. μου ερχότανε κι εμένα ως τη μέση! Με δυσκολία άνοιξα την πόρτα -είχε σκουριάσει η κλειδαριά. Έσπρωξα. οσμή υγρασίας και κλεισούρας διάχυτη. Σε κάθε βήμα μου η εσωτερική σκάλα έτριζε —έλεγες θα πέσει. Έφτασα ως την κάμαρά μου, δεν είχα κουράγιο ούτε τα ρούχα μου να βγάλω, μήτε το κάλυμμα του κρεβατιού ν' ανασηκώσω. Έκλεισα τα μάτια μου σε λίγο και ...
Ξανάρθαν όλοι! Άνοιξαν οι πόρτες και μπαινόβγαιναν όσοι είχανε ζήσει και πεθάνει εδώ μέσα».
(Δ. Μίγγας, Σπάνια χιονίζει στα νησιά,
Πόλις, Αθήνα, 1999, σελ. 25-26)
* Το παραπάνω απόσπασμα αναφέρεται, όπως και το κείμενο της Γαλανάκη, σε μια επιστροφή στο πατρικό σπίτι. Να επισημάνετε τις αναλογίες που υπάρχουν μεταξύ των δύο κειμένων.
Συμπληρωματικές ερωτήσεις - Δραστηριότητες
• Να σχολιάσετε τον εσωτερικό διχασμό που αισθάνεται ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, όταν ξαναγύρισε στο σπίτι του συνειδητοποίησε "πως δεν υπάρχει, ούτε και ποτέ υπήρξε, επιστροφή".
• Να επισημάνετε τις εικόνες του αποσπάσματος και να σχολιάσετε τη λειτουργία τους.
• Ποια είναι η λειτουργία του χώρου και του χρόνου στο απόσπασμα;
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
BEATON R., Εισαγωγή στην νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα, 1996.
ΓΑΛΑΝΑΚΗ Ρ., Βασιλεύς ή Στρατιώτης, Σημειώσεις, σκέψεις, σχόλια για τη λογοτεχνία, Άγρα, Αθήνα, 1997.
ΖΗΡΑΣ Α., "Η κυκλική αφήγηση στην πεζογραφία της Ρέας Γαλανάκη", Νέο Επίπεδο, 30, 1998, σελ.16-20.
ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ Δ., Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, Αθήνα, 1995.
ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ Δ.Ν., "Ρέας Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά. Spina nel cuore", Διαλέξεις, Στιγμή, Αθήνα, 1992, σελ. 225-236.
ΠΟΛΙΤΗ Τζ., "Το πένθος της ιστορίας - Σχεδίασμα ανάγνωσης των μυθιστορημάτων της Ρέας Γαλανάκη", Νέο Επίπεδο, 30, 1998, σελ. 11-15.
ΤΣΑΚΝΙΑΣ Σπ., Πρόσωπα και μάσκες, Κριτικά κείμενα (1988-1999), Νεφέλη, Αθήνα, 2000.
Ρέα Γαλανάκη (1947 - )
Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα, Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία
Ανάγνωση του κειμένου
Βιβλιονέτ
Βικιπαίδεια
Ίδρυμα Μποδοσάκη
Εταιρεία συγγραφέων
Παρουσίαση της συγγραφέα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...