Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου, Ανθρωπιστικών Σπουδών

Κική Δημουλά

Σημείο Αναγνωρίσεως

Κ Ερ ΣΚ-ΠΚ ΕΚ Bιο

Σημεῖο Ἀναγνωρίσεως

ἄγαλμα γυναίκας μέ δεμένα χέρια

 

Ὅλοι σέ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγώ σέ πρσφωνῶ γυναίκα κατευθείαν.

Στολίζεις κάποιο πάρκο1.
Ἀπό μακριά ἐξαπατᾶς.
5 Θαρρεῖ κανείς πώς ἔχεις ἐλαφρά ἀνακαθήσει
νά θυμηθεῖς ἕνα ὡραῖο ὄνειρο πού εἶδες,
πώς παίρνεις φόρα νά τό ζήσεις.
Ἀπό κοντά ξεκαθαρίζει τό ὄνειρο:
δεμένα εἶναι πισθάγκωνα τά χέρια σου
10 μ' ἕνα σκοινί μαρμάρινο
κι ἡ στάση σου εἶναι ἡ θέλησή σου
κάτι νά σέ βοηθήσει νά ξεφύγεις
τήν ἀγωνία τοῦ αἰχμάλωτου.
Ἔτσι σέ παραγγείλανε στό γλύπτη:
15 αἰχμάλωτη.
Δέν μπορεῖς
οὔτε μιά βροχή νά ζυγίσεις στό χέρι σου,
οὔτε μιά ἐλαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα εἶναι τά χέρια σου.
20 Καί δέν εἶν' τό μάρμαρο μόνο ὁ Ἄργος.2
Ἄν κάτι πήγαινε ν' ἀλλάξει
στήν πορεία τῶν μαρμάρων,
ἄν ἄρχιζαν τ' ἀγάλματα ἀγῶνες
γιά ἐλευθερίες καί ἰσότητες,
25 ὅπως οἱ δοῦλοι,
οἱ νεκροί
καί τό αἴσθημά μας,
ἐσύ θά πορευόσουνα
μές στήν κοσμογονία τῶν μαρμάρων
30 μέ δεμένα πάλι τά χέρια, αἰχμάλωτη.

Ὅλοι σέ λένε κατευθείαν ἄγαλμα,
ἐγώ σέ λέω γυναίκα ἀμέσως.
Ὄχι γιατί γυναίκα σέ παρέδωσε
στό μάρμαρο ὁ γλύπτης
35 κι ὑπόσχονται οἱ γοφοί σου
εὐγονία3 ἀγαλμάτων,
καλή σοδειά ἀκινησίας.
Γιά τά δεμένα χέρια σου, πού ἔχεις
ὅσους πολλούς αἰῶνες σέ γνωρίζω,
40 σέ λέω γυναίκα.

Σέ λέω γυναίκα
γιατ' εἶσ’ αἰχμάλωτη.
   
  (Τό λίγο τοῦ κόσμου, 1971)

 

  1. Πρόκειται για το μαρμάρινο γλυπτό του Κωνσταντίνου Σεφερλή «Η Βόρειος Ήπειρος» (1951) που βρίσκεται στην Πλατεία Τοσίτσα της Αθήνας, στο πάρκο μεταξύ Πολυτεχνείου και Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (βλ. σχετική εικόνα, σ. 102). Η αναφορά στο εξωκειμενικό αυτό στοιχείο γίνεται, επειδή στο ποίημα η παράσταση της αλυσοδεμένης γυναίκας προσλαμβάνεται όχι ως ιστορική και εθνική αλληγορία, αλλά ως σύμβολο της κοινωνικής καταπίεσης του γυναικείου φύλου. Το τελευταίο μπορεί να γίνει αφορμή μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης γύρω από την πρόσληψη του έργου της Τέχνης από το κοινό, του οποίου τον ρόλο παίζει στην προκειμένη περίπτωση η ποιήτρια.
  2. Άργος· ο πανόπτης Άργος, το μυθικό τέρας με τα εκατό μάτια, στον οποίο η Ήρα είχε αναθέσει να κρατάει αιχμάλωτη (δεμένη σε ένα δέντρο) τη μυθική Ιώ. Αξίζει να σημειωθεί πως η Ιώ είναι το μυθικό σύμβολο της κατατρεγμένης γυναίκας.
  3. ευγονία· η απόκτηση πολλών γόνων (παιδιών).

 

 

 

Σχόλιο

Στο ποίημα, παρακολουθούμε τη συνομιλία της ποιήτριας με ένα γυναικείο άγαλμα που στολίζει κάποιο πάρκο. Το εξωτερικό αυτό ερέθισμα γίνεται αφορμή για ένα ποιητικό σχόλιο γύρω από τη γυναίκα και τη θέση της ανά τους αιώνες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ότι στο ποίημα αναιρείται ο συμβολισμός του γλυπτού και λειτουργεί τελικά ως σύμβολο το πρότυπο του γλύπτη (δηλ. η αιχμάλωτη γυναίκα).

 

Γυναίκες ποιήτριες στην Ελλάδα. Ανθολογία. Φωτόδεντρο

 

Ερωτήσεις

  1. Ποιο εξωτερικό ερέθισμα αποτέλεσε την αφετηρία του ποιήματος και πώς αυτό συνδέεται με το Σημείο αναγνωρίσεως του τίτλου;
  2. Είναι σωστή η άποψη πως στο ποίημα αναιρείται ο συμβολισμός του γλυπτού για να λειτουργήσει τελικά ως σύμβολο του γλύπτη;
  3. Να σχολιάσετε τους στίχους: Για τα δεμένα χέρια σου που έχεις / όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω, / σε λέω γυναίκα.

 

Εργασίες

  1. Να εξετάσετε συγκριτικά Το σημείο αναγνωρίσεως της Δημουλά με το ποίημα της Ζωής Καρέλλη Ο έφηβος των Αντικυθήρων (βλ. Παράλληλα Κείμενα).
  2. Όταν προσεγγίζουμε ένα έργο τέχνης με το προσωπικό μιας βιωματικό υλικό, είναι δυνατόν να οδηγηθούμε σε ερμηνεία του που αναιρεί τις προθέσεις του δημιουργού του. Μπορεί η «ερμηνεία» μας αυτή να γίνει αφετηρία μιας άλλης πρωτότυπης καλλιτεχνικής δημιουργίας;

 

×

Κωνσταντίνου Σεφερλή «Η Βόρειος Ήπειρος»

Κωνσταντίνου Σεφερλή «Η Βόρειος Ήπειρος»

Κωνσταντίνου Σεφερλή «Η Βόρειος Ήπειρος»

 

 

Πήγαινε στα Παράλληλα κείμενα

Συνοδευτικά κείμενα

Βιογραφικό Σημείωμα

 

  Δημουλά Κική· ποιήτρια της μεταπολεμικής περιόδου, σύζυγος του Άθου Δημουλά. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931, εργάστηκε από το 1949 ως το 1974 στην Τράπεζα της Ελλάδος και ανήκε επί πολλά χρόνια στη σύνταξη του περιοδικού της Τραπέζης Ο κύκλος, όπου δημοσίευσε ποιήματα και πεζά της. Το 1952 τύπωσε την πρώτη της συλλογή Ποιήματα, κι ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: Έρεβος (1956), Ερήμην (1958), Επί τα ίχνη (1963), Το λίγο του κόσμου (1971), Το τελευταίο σώμα μου (1981). Ποιήματά της μεταφράστηκαν Αγγλικά, Γερμανικά, Ιταλικά και Βουλγαρικά, ενώ για τη συλλογή της Το λίγο του κόσμου τιμήθηκε με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως.

Η Κική Δημουλά, ξεκινώντας από κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα —που, συνήθως, επαναλαμβανόμενο σηματοδοτεί το ποίημα— απλώνεται βαθμιαία σε συνθέσεις με αυξανόμενη ένταση. Τα πράγματα που την περιβάλλουν μετουσιώνονται, από λυρικές μνήμες ή άμεσες αισθήσεις, σε συστοιχίες εικόνων τα ευρήματά της, μακριά από κάθε πρόθεση κατασκευής, έχουν την ομορφιά του τυχαίου και η μικτή, καθημερινή γλώσσα της, αποφορτισμένη από κάθε συναισθηματισμό, επιβάλλεται με την αμεσότητα, τη λιτότητα και την ουσιαστικότητά της. Μ' ένα ανυποχώρητο πάθος ζωής, η ποιήτρια επιμένει να βρίσκεται συνεχώς και ακάλυπτη στη γραμμή του πυρός, επισημαίνοντας διαψεύσεις και αναξέοντας πρόσκαιρα επουλωμένες πληγές. Από αυτό, άλλωστε, το πάθος της έντονης βίωσης και της μεταγραφής της καθημερινότητας σε ποιητικά σήματα πηγάζουν και πολλά στοιχεία της προσωπικής γραφής της Κικής Δημουλά, όπως ο γοργός, αιχμηρός στίχος, ο ειρωνικός τόνος με τη χρήση λέξεων της καθαρεύουσας, της τεχνολογίας, της αργκό ή και νεολογισμών, η φιλοπαίγμων διάθεση με την παράθεση αντίθετων ή ομόηχων λέξεων, η ηθελημένη αμέλεια στη σύνταξη και οι επαναλήψεις. Τα ίδια στοιχεία ύφους υπάρχουν και στο μικρό σε έκταση αφηγηματικό της έργο.

 

Τάσος Κόρφης
Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα, τόμ. 20, Αθήνα 1986

  Για Το Λίγο του Κόσμου, 1971

Το «Λίγο του Κόσμου» είναι από τους ελάχιστους τίτλους που συνδέονται άμεσα με το περιεχόμενο μιας συλλογής. Αυτό το λίγο του κόσμου είναι ό,τι απόμεινε σε μια βασανισμένη αίσθηση και συνείδηση, από την εποπτεία και προπαντός από την καθημερινή ζήση του κόσμου... Το «λίγο του κόσμου», στην ποίηση της Δημουλά, δεν καταργεί τη ζοφερή αινιγματικότητα που μας ζώνει: Αίνιγμα δανείστηκα — άνοιγμα επέστρεψα. Έρωτας, φύση, τοπία, μνήμες, το σήμερα, το αύριο, το σπίτι, οι εποχές, — όλα, ακατανόητες και ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Αυθόρμητη και παρορμητική η Δημουλά, γράφει «εκτός εργαστηρίου», αλλά με τρόπο που να εξοικονομεί, κατά το δυνατό, το λόγο, ώστε τα ποιήματά της να μην περισσεύουν πολλά δευτερεύοντα στοιχεία ή παραγιομίσματα...

 

Αντρέας Καραντώνης, Νέα Εστία, τεύχ. 1146, 1-4-1975

  Για Το Τελευταίο Σώμα μου, 1981

Η συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου» έρχεται σαν απολογισμός, σαν ένα καταστάλαγμα και κοίταγμα προς το παρελθόν, που έχει χαθεί, και το μέλλον, που μένει απόκρυφο: Το προανάκρουσμα γίνεται με το πρώτο ποίημα «Παν-κλάμα». Βασικό μοτίβο του: η αίσθηση του χρόνου που φεύγει, η προετοιμασία γι' αυτό που έρχεται. Το ποίημα, ισορροπημένο εσωτερικά, αφήνει ακόμη ρωγμές και στις φωνές της καθαρής ποίησης: Τι συμβαίνει; ...ετοιμάζω μεγάλο ταξίδι. / Με τις ίδιες κινήσεις που κάνει κανείς / όταν μένει. / Στη βαθιά μακρινή αλλαγή μου πηγαίνω... ετοιμάζουν μεγάλο αμφορέα οι στάχτες. Το ίδιο κλίμα θα διατηρηθεί και στα υπόλοιπα ποιήματα. Τα ερεθίσματα παραμένουν σχεδόν πάντοτε τα ίδια: η θλιμμένη επιστροφή των παραθεριστών στην Αθήνα, ένα άγαλμα γυναίκας, οι πορτοκαλιές της Σπάρτης και τα ερείπια του Μιστρά, παλιές φωτογραφίες, εικόνες θαλασσινές ή τοπιογραφίες, η μετάπτωση των εποχών κτλ. Η αντίδραση σ' αυτά τα ερεθίσματα θα εξακολουθήσει να γίνεται με τον ίδιο πάντοτε τρόπο, όχι όμως και την ίδια τεχνική. Όπως σημείωσα και πιο πάνω, ο υλικός κόσμος αποτελεί για την Κ.Δ. το έναυσμα που κινητοποιεί τον ψυχικό της κόσμο και γίνεται ποίηση με την ιδιάζουσα χρήση της «πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας» και της «λυρικής αφαίρεσης».

 

Τάκης Καρβέλης, «Η ποίηση της πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας και της λυρικής
αφαίρεσης», Διαβάζω, τ. 48, Δεκ. 1981

  Για το Ποίημα «Η Σκόνη»

Ένας παραδοσιακός αναγνώστης ποιημάτων, γοητευμένος από τον γλυκίζοντα διακοσμητικό λυρισμό των χαδιών και των επιφωνημάτων —λαμπρόν όταν τον κιθαρίζει μεγάλος ποιητής!— αν τύχει να διαβάσει το ποίημα «Σκόνη» όπου παρουσιάζει νοικοκυρές να ξεσκονίζουν έπιπλα και μπαλκόνια, θα φωνάξει απογοητευμένος: «Ω, τι πεζότης, θεε μου!» Κι όμως θα τιτλοφορούσαμε αυτό το μακρύ ποίημα «Η Συμφωνία της Σκόνης». ...Η σκόνη, γίνεται στοιχείο αλχημιστικό, παράξενο φίλτρο που πότε ερμηνεύει καταστάσεις, πότε τις αλλοιώνει. Ζει η σκόνη σ' αυτούς τους στίχους, γίνεται ουσία συμπαγής και αδάμαστη: Λυπάμαι τις νοικοκυρές / τον άγονό τους κόπο. / Δε φεύγει η σκόνη, δε στερεύει... /Η ύπαρξή μας σπίτι της και μέλλον της.

Έτσι η σκόνη «ποιητικοποιημένη» γίνεται και σύμβολο του θανάτου, αφού «η ύπαρξή μας είναι το μέλλον της», δηλ. η κονιορτοποίηση του σώματος. Προς το τέλος αυτής της πρωτότυπης «κονιορτολογίας», σημειώνεται μια ωραία οπτική έξαρση με την εμφάνιση ενός ορειχάλκινου αθλητή, σκονισμένου: Ποτέ δεν ξεσκονίζω / τον ορειχάλκινο αθλητή / που διακοσμεί μεγάλο ορειχάλκινο ρολόγι... Το τέλος του ποιήματος παίρνει έναν γοργό, χορευτικό ρυθμό — «ντανς μακάμπρ» — καθώς η Δημουλά δίνεται ολόκληρη, υποτάσσεται, θάβεται, εξαφανίζεται μέσα σ' αυτή τη σκόνη, σ' αυτό το αφεύγατο, όσο κι αν το διώχνουμε, στοιχείο... Να με σκεπάζει την αφήνω /με σκεπάζει / να με ξεχνάς την αφήνω / με ξεχνάς / να με ξεχνάς / σε αφήνω / γιατί δεν αντέχω τα τινάγματα / του μέσα βίου έξω. Την τελευταία φράση θα μπορούσαμε να την εκλάβουμε σαν έναν πρωτότυπο ορισμό της ποίησης, συμφωνώντας πως η ποίηση είναι το τίναγμα του μέσα βίου έξω.

 

Αντρέας Καραντώνης, Νέα Εστία, 15-8-1981

  Για το Χαίρε Ποτέ, 1988

Η συχνή χρήση του ουσιαστικού στη θέση επιθέτου, ρήματα μ' αιφνιδιαστικό αντικείμενο, μεταφορές που ξαφνιάζουν κι αστραπιαία σε συνεπαίρνουν σε απόγειες τροχιές, ιδού τα ποιητικά εργαλεία της Κ. Δημουλά. Το αποτέλεσμα είναι δραστικό. Επικοινωνείς άμεσα με το προσωπικό της άλγος, που σου υποβάλλεται υπόγεια. Ο τρόπος, ιδιότυπος και απόλυτα δικός της, αναπαλαιώνει τη φθαρμένη θεματική του πένθους. Η μέθεξη του αναγνώστη πραγματοποιείται μέσα από λεπτομέρειες «ασήμαντες», όπου η ποιητική μνήμη της ποιήτριας αρέσκεται να μονάζει και να συλλογίζεται. Το αίσθημα δεν ολισθαίνει στην αισθηματολογία. Μεταμφιέζεται σε «δήθεν» παρατηρήσεις καθημερινότητας, εκπορθεί τη συγκίνησή μας δια μέσου της δαιδαλώδους ποιητικής μυθολογίας της, που αναμφισβήτητα ανανεώνει το λυρισμό μας.

  Για την Ποιητική Τεχνική της

Αναφέρομαι βέβαια σε όλα τα σύνεργα που καθιστούν πράγματι «πολυμήχανο το ταξίδι της φωνής»: στις μεταφορές, στις παρηχήσεις, τις διπλώσεις και τις επωδούς, στα ανακόλουθα και τα υπερβατά που φτάνουν ως την αποδιάρθρωση της σύνταξης, στη χρήση επιθέτων ως ουσιαστικών, στα οξύμωρα, στα ανανταπόδοτα όπου το νόημα αφήνεται εκκρεμές, στους νεολογισμούς, και κυρίως στον πανταχού παρόντα ανθρωπομορφισμό και τα αιφνιδιαστικά ζεύγη, τα οποία αναλαμβάνουν το εγχείρημα να δημιουργήσουν νέο, ενιαίο πλάσμα, απελευθερώνοντας έτσι συνειρμούς που ειδάλλως θα παρέμεναν αιχμάλωτοι της εκφραστικής συμβατικότητας.

Τα απροσδόκητα ζεύγη (είτε επιθέτου και ουσιαστικού είτε ρήματος και ουσιαστικού είτε δύο ουσιαστικών), το «χέρσο ύψος», το «κραυγάζω φωταψίες», το «ευρυχωρία αναμονής» της νέας συλλογής, έχουν πολλούς προγόνους: το «φορτηγό κλάμα», την «επιδόρπια θάλασσα», το «εκφωνείς γραμματόσημα» και τους «πολιούχους χωρισμούς» του «Χαίρε ποτέ», τη «χήρα στιγμή», το «φως κορνάρει» και τον «δουλοπάροικο παλμό» στο «Τελευταίο σώμα μου», τον «αξημέρωτο ήχο» και τα «ετοιμόρροπα μεσάνυχτα» που απαντούν στο «Λίγο του κόσμου», ή το «μεσίστιο μέλλον» και το «φυτεύομαι άνθη, ανθίζω συναισθήματα» του «Ερήμην» (1958). Μανιέρα; Χωρίς αυτά τα συστατικά, η ποίηση της Δημουλά δεν θα ήταν απλώς άλλη· θα ήταν λιγότερο λαμπρή και πλούσια και πολύ πιο κλειστή στον εαυτό της, ένα αίνιγμα δίχως ανοίγματα.

 

Παντελής Μπουκάλας, Καθημερινή, 20-12-1994

Παράλληλα Κείμενα

Κική Δημουλά

Διατριβή ενός Αδαούς Μονολόγου πάνω σε Άγνωστο Θέμα *

 

Η ποίηση είναι ένα πείσμον μυστικό. Το ποίημα που γράφεται είναι μία πείσμων πονηρία που, πες πες πες, καταφέρνει πότε πότε να αποσπάσει ελάχιστο τμήμα αυτού του μυστικού, και που σπεύδει να το διαδώσει. Με την ίδια όμως ασάφεια και υπαινικτικότητα που το παρέλαβε. Έτσι, το ποίημα γίνεται αυτόματα συνένοχος και συντηρητής της μυστικότητας που θέλει να διατρήσει.

Η ποίηση είναι ένα πείσμον μυστικό παράπονο. Που σχηματίστηκε πολύ πριν απ' τις αιτίες του, προεξοφλώντας ότι θα υπάρξουν. Ο επίσης απόρρητος υπαίτιος αυτού του παραπόνου απειλεί την ποίηση, ότι αν το αποκαλύψει, θα της αφαιρεθεί αυτόματα και αυτοστιγμεί κάθε λόγος, κάθε νόημα υπάρξεώς της.

Ο ποιητής τώρα, είναι ο συναγερμός που έχει τοποθετήσει η ποίηση στα τρωτά της σημεία για να μην την διαρρήξουν. Είναι το κόκκινο ματάκι που αρχίζει να βαράει δαιμονισμένα, μόλις περάσει μπροστά από την ακτίνα του ύποπτος, γάτα, κουνούπι ή και κάποια σωματώδης αδιαφορία. Ο ποιητής εξαπολύει αμέσως όλες τις αστυνομικές του δυνάμεις που τρέχουν να συλλάβουν το ερέθισμα.

Η αμοιβή του γι' αυτές τις υπηρεσίες του είναι ενσωματωμένη εξ αρχής, προκαταβολικά, μέσα στον τίτλο του ποιητή που φέρει, συν το ΦΠΑ. Ένας τίτλος που τον αυτοκατέβαλε δαπάναις του, στον εαυτό του, προκαταβολικά, πριν να ξέρει αν είναι ή δεν είναι. Η αμοιβή του γι' αυτή την προπέτεια παίζεται. Κατά κανόνα ίσα ίσα που τον φτάνει για να συντηρεί αυτή την προπέτεια.

 

Η Τέχνη ξαναπλάθει ως λαθραίος Θεός τον κόσμο απ' την αρχή σχεδόν, μεταμορφώνοντας ό,τι μας απελπίζει ως γνωστό και αδιάσειστο σε μια καταπραϋντική αβεβαιότητα. Όσον αφορά τώρα τα άγνωστα, αυτά που μας διαφεύγουν και τα πολλά που μας τρομοκρατούν, τα αναπαριστά κατά το δυνατόν, κατά προσέγγισιν, σύμφωνα με πληροφορίες μισοέγκυρες που της δίνει κρυφά η φαντασία και με άλλες κάπως εγκυρότερες που κρατά στο αρχείο του το διορατικό ένστικτο. Και δεν επενεργεί μεν επάνω του ως καλλυντικό που σκεπάζει τις αγριότητές τους, αλλά ως εξορκιστής, κάτι σαν σημείο σταυρού που σχηματίζεται στον αέρα και φεύγουν τα κακά πνεύματα. Γίνεται επομένως φανερό, ότι κερδισμένος απ' αυτές τις λυτρωτικές ταχυδακτυλουργίες της τέχνης είναι εκείνος που επικοινωνεί στενά μαζί της, η προσωπική του καθενός υπαρξιακή περιπέτεια. Κοσμοσωτήριες ευρύτερα διαστάσεις στην Τέχνη εγώ τουλάχιστον δεν της αποδίδω αφού, όπως αποδείχτηκε, ούτε μεταδοτική είναι η εξευγενίζουσα σημασία της, ούτε (τοπικό φαινόμενο, όπως παραμένει) μπόρεσε ως τώρα να αποτρέψει αιματοχυσίες, μίση, κατάφωρες ανισότητες. Η δύναμή της όλη εκφράζεται με του κάθε κοινωνού της την εσωτερική διαμαρτυρία και εξέγερση. Από μιαν άποψη είναι ευχής έργο που δεν κατάφερε τα προσδοκώμενα, γιατί τότε θα είχαμε απαλλάξει ολότελα τον Θεό από τα καθήκοντά του.

Το τι λοιπόν προσφέρει η Τέχνη, ας πούμε ότι μπορεί κανείς να το προσεγγίσει. Αλλά είναι ίσως αφελές να θέλεις να ορίσεις τι είναι ένα έργο τέχνης. Ματαιοπονείς, όσο το φύκι που προσπαθεί να διατρήσει ένα κλειστό όστρακο. Η Τέχνη, και συγκεκριμένα η ποίηση, είναι ένας ψιθυριστός υπαινιγμός. Υποθετικές είναι πάντα οι αποκρυπτογραφήσεις του και πάνω κει γράφουν πια τη δική τους ιστορία οι ανεξάντλητες ωραιολογίες, που ο όγκος τους δημιούργησε μιαν άλλη αξιόλογη μορφή λογοτεχνίας.

Η ποίηση ιδιαίτερα είναι μια ξεχωριστή φιλοδοξία, με τις πιο περίπλοκες διαδικασίες, αφού για να σαρκωθεί κάθε φορά πρέπει να συνεργαστούν εν αρμονία αντίπαλα μεταξύ τους ζεύγη, όπως το φανταστικό με το πραγματικό, το λογικό με το παράλογο, ο ρέων λόγος με τη σιωπηλή εικόνα, το γήινο με την απογείωσή του. Ο εκχυμωτής αυτών των συνδυασμών, ο αρωματικός χυμός που βγαίνει από τη συμπίεσή τους είναι οι λέξεις. Με την εύκολα και δύσκολα προσφερόμενη λαγνεία τους. Η καταλληλότητά τους να επανδρώσουν έναν στίχο δεν προκύπτει από το τι εκφράζει η κάθε μία, αλλά από το πώς θα συνηχήσει εν ρυθμώ με τη διπλανή γειτόνισσά της λέξη. Σταματώ εδώ, γιατί το ανεξάντλητο κεφάλαιο της αποστολής των λέξεων απαιτεί μακρά φλυαρία.

Αν τώρα ερωτηθώ, κι ερωτήθηκα πολλές φορές, πώς μπορεί κανείς μέσα από τέτοιες απαγορευτικές σχεδόν σκοτεινότητες να εννοήσει την ποίηση, θα απαντήσω ότι, την ποίηση δεν την εννοούμε. Πρωτίστως την νιώθουμε. Πριν μας δοθούν κατευθύνσεις και οδικοί χάρτες.

Μια κλασσική ερώτηση που υποβάλλεται στους ποιητές είναι, πώς γράφεται ένα ποίημα. Με τόσους τρόπους όσοι και οι ποιητές στον κόσμο. Τώρα, πώς γράφεται ένα καλό ποίημα, ε αυτό πια πραγματικά μόνον ένας Θεός το ξέρει. Πάντως με σκληρή δουλειά και εσωτερικές αιμορραγίες. Με άγρυπνη τη δυσπιστία του ποιητή απέναντι σ' αυτό που γράφει. Με γενναιότητα αυτοκριτικής. Σκίζοντας. Τα καλά ποιήματα που γράφτηκαν ανεμπόδιστα απ' την αρχή ως το τέλος μονορούφι, πιστεύω ότι είναι τόσο σπάνια όσο και η ευτυχία. Ο μύθος της έμπνευσης, που στα φέρνει όλα μασημένα, που την μυρίζεις ως κρίνο και γεννάται θείον ποίημα, έχει καταρριφθεί. Η έμπνευση είναι μόνο η κατάλληλη χρονική στιγμή, ένα ανήσυχο ξυπνητήρι, που εγείρει τη διάθεσή σου από τη μακάρια αφασία της. Από κει και πέρα γίνεσαι ένας χειρώναξ που κουβαλάει τόννους άμορφο υλικό, από τη μια λύση στην άλλη από τη μια αστοχία στην άλλη, χτίζει γκρεμίζει, κινείται κάθε φορά σαν αρχάριος, βάζει στη θέση της πόρτας το παράθυρο. Το ανεξήγητο και το θαυμαστό μυστήριο της τέχνης είναι ότι, συχνά αυτή η λάθος κίνησή σου, να βάλεις δηλαδή στη θέση της πόρτας το παράθυρο, αυτή αποβαίνει να είναι η ευτυχισμένη τελείωση του ποιήματος.

 

Προβλέπω ότι θα υπάρξουν κάποιες ερωτήσεις. Πριν αυτό συμβεί, θέλω να ξέρετε ότι ένας άνθρωπος που έχει γράψει δέκα ή χίλια ποιήματα δεν σημαίνει ότι ξέρει να απαντά. Αντίθετα, είναι το άτομο που συνεχώς ρωτάει, απορεί για το αναπάντητο, και αυτή την απορία κυρίως εκφράζει γράφοντας. Παρ' όλο που δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις, γιατί είναι ένας εύκολος τρόπος να ισοπεδώνονται οι αμέτρητες διαφορετικότητες που γεννιούνται από τη λεπτομέρεια, καταλήγω ότι κάθε μορφή τέχνης είναι εν τέλει ένα διαρκές ερώτημα προς έναν αόρατο παντογνώστη, ο οποίος ή δεν απαντά ή απαντά με τον τρόπο του χρησμού ἥξεις ἀφήξεις οὐ... Σ' αυτό το σκοτεινό ατελές του χρησμού, που αλλιώς καλείται και μοίρα μας, έχω δηλώσει την υποταγή μου γράφοντας.

 

Από πότε νιώσατε την ανάγκη να εκφραστείτε;

Από τότε που η εφηβεία μετέρχεται και αυτόν τον τρόπο, τον πιο αθόρυβο και ακίνδυνο, για να βγει από την κοσμογονική θολούρα που την περιβάλλει. Ήμουν επομένως γυμνασιοκόριτσο.

 

Επηρεαστήκατε από τα διαβάσματά σας;

Κάθε τι που διαβάζουμε αγαπώντας το, αφήνει ανεξίτηλα τα ίχνη του μέσα μας. Είμαστε προϊόν επιρροών. Το ζητούμενο είναι ο κάθε επίδοξος δημιουργός να μπορέσει να δημιουργήσει γύρω από αυτές τις επιρροές μία αδιαφανή συγκαλυπτική κρούστα, που είναι εν τέλει η προσπάθεια της διαμόρφωσης του λεγόμενου προσωπικού ύφους.

 

Ποια είναι η θέση της ποίησης στην εποχή μας; Θα γίνει μελλοντικά ποιητικότερος ο κόσμος μας;

Η θέση της ποίησης στην εποχή μας και στην κάθε εποχή, πιστεύω, είναι όποια και η θέση ενός ψιλόβροχου σε μια εκτεταμένη και παρατεινόμενη ξηρασία. Δροσίζεται και κερδίζει μόνον όποιος βρίσκεται κάτω απ' αυτό το τοπικό φαινόμενο.

Τώρα, αν σταματήσουν οι πόλεμοι, οι αδίστακτες αιμοτοχυσίες, η θανατηφόρα πείνα φυλών ολόκληρων, αν στη θέση του φεγγαριού και των ονειροπόλων αστεριών δεν ξεφυτρώσουν πολυκατοικίες, καφετέριες, ντίσκο και μοντέρνα κοιμητήρια, τότε ίσως είναι ποιητικότερος ο αυριανός κόσμος.

 

Ποιο ποίημα σάς εκφράζει περισσότερο;

Κανένα. Κάθε ποίημα εκφράζει τη στιγμή που γράφτηκε, και μόνο την πτυχή εκείνη που θέλει να εκμυστηρευτεί τη μορφή της, τη διάστασή της στο πρώτο πρόθυμο θέμα να γίνει ο εξομολόγος της. Σε μένα, κατά κανόνα, το θέμα είναι ανύπαρκτο, τρέχουν πίσω του, σαν λαγωνικά, να το ανακαλύψουν δυο-τρεις πλανόδιοι στίχοι, που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνεται να διαθέτουν οξύτατη όσφρηση, κυνηγόσκυλου. Μπορώ ακόμα να πω ότι, αυτοί οι στίχοι-δολώματα είναι κάτι σαν το παρατεταμένο, ανιαρό, και σαν παράφωνο κούρδισμα των οργάνων μιας ορχήστρας, πριν ξεσπάσει η συναυλία.

 

Τι έχετε να προτείνετε σε κορίτσια που βρίσκονται στην κρίσιμη ηλικία;

 

Οι προτάσεις που είναι οι πρώτες ξαδέλφες των συμβουλών, ο έμμεσος ήπιος τρόπος τους, επιχειρούν να γίνουν μια αυτοσχέδια γέφυρα, η οποία να ενώσει το αγεφύρωτο, τελικά, χάσμα μεταξύ των δύο γενεών. Από τη γέφυρα αυτή περνούν, προφταίνουν να περάσουν, οι συμβουλές, αλλά ποτέ η απήχησή τους. Απομένει λοιπόν να προτείνω κάτι που ακούγεται παράλογο. Κι επειδή οι νέοι έχουν μεγαλύτερη εξοικείωση με το παράλογο παρά με τη λογική, έχω κάποιες ελπίδες ότι μπορεί να περάσει τη γέφυρα.

Προτείνω λοιπόν, αυτό το μέγιστο, εφ' άπαξ δώρο, που μας κάνει ο χρόνος, τη νεότητα, να μην την ξοδέψουν τώρα ολόκληρη, τώρα που δεν έχουν ακόμα τα αντισώματα κατά των απογοητεύσεων. Να ξοδεύουν τόση νεότητα την ημέρα όση χρειάζεται για να συντηρείται και να θριαμβεύει η αίσθηση πως την διαθέτουν. Να την κατανείμουν έτσι, ώστε κάθε επόμενη φάση της ζωής τους να παίρνει τη μερίδα της, τη δόση νεανικότητας που, με την ενίσχυσή της μέσα στην ωριμότητα, θα δημιουργείται ένας εξαίσιος συνδυασμός φρεσκάδας και σοφίας, συνδυασμός που ξέρει να διαλέγει τις αξίες, προπάντων ξέρει να βαθμολογεί τις απολαύσεις και να τις παρατείνει. Ούτε λίγο ούτε πολύ, καταδικάζω με τούτη την πρόταση την ασυγχώρητη παράλειψη της φύσης —δεν είναι το μόνο λάθος της— να μην εφοδιάσει τις δύσκολες αδιέξοδες ηλικίες με μιαν ανθηρή, αγέραστη αντιμετώπιση. Ας αποκαταστήσουν οι νέοι αυτή την άδικη συμπεριφορά του χρόνου. Κάτι βέβαια που απαιτεί εγκράτεια. Και εγκράτεια σημαίνει στέρηση, που δεν είναι αγαπητή διόλου στην τάση αδηφαγίας που διακρίνει τη νεότητα. Για να επιτευχθεί, προτείνω στους νέους, κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούν, να πίνουν, ένα, το ίδιο πάντα, μεγάλο ηρεμιστικό όνειρο: το γεμάτο όνειρο του μέλλοντος, που είναι όλο δικό τους.

 

(Κατάλογος αρ. 20, Στιγμή, Νοέμβριος 1996)

 


     * Το κείμενο που δημοσιεύεται εδώ γράφτηκε για την εκδήλωση που οργάνωσαν οι μαθήτριες της Α' Λυκείου του Αρσακείου στις 14 Μαΐου 1996 προς τιμήν της Κικής Δημουλά. Επειδή ο χρόνος ήταν περιορισμένος, διαβάστηκε μόνο ένα τμήμα· από τις ερωτήσεις δημοσιεύονται ορισμένες. (Σ.τ.εκδ.).

 

Ζωή Καρέλλη (1901-1998)

Έφηβος των Αντικυθήρων
Ήρθα για σένα πάλι.
Προχωρώντας πρόσεξα αρκετά
τα κορινθιακά αγγεία,
μου έκαναν, βέβαια, εντύπωση
για τη χάρη του σχήματος και των σχεδίων.
Συλλογίστηκα τη σφύζουσα ζωή
της φημισμένης πολιτείας. Ύστερα,
επίτηδες σχεδόν, απόμενα στις αίθουσες,
όπου το φως έχει κάτι το υδάτινο.
Δεν ξέρω αν τούτο οφείλεται
στων τοίχων την απόχρωση
ή στην ακινησία των εκθεμάτων,
στο γυαλί απ' τις προθήκες.
Απόμενα λοιπόν,
κρατώντας την αναμονή της παρουσίας σου,
χαρά.
Για λίγο με σταμάτησεν ο Κροίσος
«στήθι και οίκτιρον... ώλεσε θούρος Άρης».
Στην κίνηση, στη θέση των χεριών,
ιδιαίτερη στροφή πρόδινε την ψυχή
που απόμενε ακόμα εκεί
κι έδινε τη συγκρατημένη θέληση
του σώματος προς τα εμπρός.
Θρους φανταστικός της ζωής των αγαλμάτων,
όταν μπορέσει να συλλάβει ο τεχνίτης
την καίρια στιγμή...
Μοναδική στιγμή εσύ,
υπέροχε, δεν είσαι μονάχα
ο έφηβος της τέλειας καλλονής,
της ακτινόβολης νεότητας,
ο αρμονικός στο σχήμα της μουσικής των μελών,
ο τη στάση του έχων και κρατών
στη φυσική του δύναμη κι επιβολή,
όπως η πέτρα ή το φυτό
που υπάρχουν απλά και τέλεια μαζί·
έκταση των χεριών σε ισορροπία ιδανική,
θεία γραμμή,
αδιάφθορη αγνότητα του συλληφθέντος χρόνου,
της αφθαρσίας μειλίχιο πρόσωπο,
ύψωση της φθαρτής μας στάσης.
Πραγματικότητα και μαγεία,
λεία της ζωής επιφάνεια,
κολπούμενη, καμπυλωμένη
από την κρυμμένη μέσα σου ορμή,
συγκρατημένη κι οδηγούμενη.
Προσφορά και της ύπαρξης παραδοχή,
σε κίνηση μαζί κι ακινησία,
σαν ζύγισμα βασιλικού πουλιού.
Γεννήθηκες
πριν από το δίδαγμα της αμαρτίας.
Είσαι εκείνη του πνεύματος η παροχή
που σβήνει την ακόρεστη στέρηση
κι εκμηδενίζει την απληστία.
Επιθυμείς και μένεις έτοιμος να στερηθείς.
Από πάνω σου γλιστρά
η κάθε ξένη προς το σχήμα σου διάθεση.
Ζητάς της ψυχής το τίμημα
κι εσύ το χαρίζεις, σώμα ζωντανό και γαλήνιο.
Συνάντηση λιτή με το απόλυτο,
γυμνό μυστήριο.
Μορφή γλυτωμένη απ' την ανάγκη.
Μουσική του ενός ήχου υψώνεσαι
θεία ικανότητα δοσμένη ανθρώπινα.
Δεν σε παίδεψε η αγάπη
που είναι αμφιβολία,
καημός κι υποταγή οδυνηρή
κι ας έχεις στο βλέμμα
τη θαυμάσια ανθρώπινη μελαγχολία,
έργο του ανθρώπου, εσύ,
εκείνου που αγάπησε τη ζωή του
σε δόξα αγέρωχη και σεμνή.

(Αντιθέσεις, 1957)

*

Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

Δελφική εορτή1
Στους Δελφούς εμετρήθηκε το πνεύμα δύο Ελλάδων.
Ο Αισχύλος2 πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων.
Lorgnons, Kodaks, operateurs3, στου Προμηθέα τον πόνο
έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.
Ένας λυγμός εκίνησε τ' απίθανα αυτά πλήθη.
Κι όταν, χωρίς να πέσει αυλαία, η ομήγυρις διελύθη,
τίποτε δεν ετάρασσε την ιερή εκεί πέρα
σιγή. Κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα...

(Σάτιρες, 1927)

 


  1. Πρόκειται για την πρώτη από τις Δελφικές Εορτές που οργανώθηκε τον Μάιο του 1927 από τον Άγγελο Σικελιανό και την Εύα-Πάλμερ Σικελιανού.
  2. Στην πρώτη Δελφική εορτή παρουσιάσθηκε ο Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου.
  3. Lorgnons, γυαλιά που συγκρατούνται στη μύτη με ένα ελατήριο Kodaks, φωτογραφικές μηχανές, operateurs κινηματογραφιστές.

 

pano

 

 

 

H ΠΟΙΗΤΡΙΑ KIKH ΔΗΜΟΥΛΑ

Ειδικοί Στόχοι

Μέσα από την ενότητα αυτή επιδιώκεται:

• H γνωριμία με τη γυναικεία γραφή μέσω μιας από τις πλέον ποιοτικές σύγχρονες εκφράσεις της.

• H ανάδειξη της ξεχωριστής θεματικής που γεννά η γυναικεία οπτική, καθώς δίνει ένα στίγμα φορτισμένο από τα ιδιαίτερα βιώματα και την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία του φύλου της.

• H γνωριμία με μια σύγχρονη έκφραση του νεοελληνικού λυρισμού, η οποία μάλιστα χαιρετίστηκε και ως ανανέωσή του.

• H ανάδειξη μιας πρωτότυπης ποιητικής τεχνικής στην οποία κυριαρχούν τα σχήματα λόγου.

• H εξοικείωση με μια ποίηση που αντλεί το υλικό της από την καθημερινότητα για να εξακτινώσει τελικώς τις αναζητήσεις της στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης.

 

Τα ανθολογημένα ποιήματα:

1. O πληθυντικός αριθμός (η ποιητική ανατροπή των γραμματικών κανόνων που συνοδεύει μία ανατροπή ψυχική).

2. Τα πάθη της βροχής (η ερωτική αναζήτηση μέσα από ένα σύγχρονο δείγμα συμβολισμού).

3. Σημείο αναγνωρίσεως (ο ποιητικός διάλογος με το μαρμάρινο άγαλμα μιας αλυσοδεμένης γυναίκας, αφορμή για ένα σχόλιο για τη θέση της γυναίκας, ανά τους αιώνες).

4. Σκόνη (ένας θεατρικής λειτουργίας γυναικείος μονόλογος που με υλικό τη γυναικεία καθημερινότητα, αντιμετωπίζει εντέλει τη σκόνη ως σύμβολο της φθοράς των ανθρωπίνων σχέσεων).

5. Κονιάκ μηδέ αστέρων (με αφετηρία μια παλιά φωτογραφία μια νοσταλγική αναπόληση της νεότητας).

6 Γας ομφαλός (ένας αρχαιολογικός περίπατος στον χώρο των Δελφών και ένα σχόλιο για τις ορατές συνέπειες του χρόνου πάνω στα πράγματα).

1. Βιογραφικό Σημείωμα

Το ώριμο έργο της Κικής Δημουλά είναι μια εξαιρετικά στιβαρή και πρωτότυπη έκφραση της σύγκρουσης ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία, ανάμεσα και στην απουσία νοήματος και στη νοσταλγία του. H ποιητική διαδρομή της χωρίζεται καθαρά σε δύο στάδια. Στο πρώτο, που καλύπτει τις δεκαετίες του '50 και του '60, η Δημουλά προσπαθεί να βρει την προσωπική φωνή της, αφομοιώνοντας τις εμφανείς καβαφικές επιδράσεις της, και να συγκεντρώσει τα ποικίλα μοτίβα της γύρω από μια βαθύτερη διάθεση, που θα γινόταν αργότερα ο πυρήνας του προβληματισμού της. Τα ιδιαίτερα χαρίσματά της —η τολμηρή ως ανατρεπτική, αλλά εντυπωσιακά εναργής και πειστική χρήση της γλώσσας, η ευρηματικότητα των εικόνων της, η ικανότητά της να δημιουργεί ένταση με αφηρημένες λέξεις (συχνά δικής της επινόησης)— γίνονται προοδευτικά όλο και πιο ορατά σ' αυτή την πρώτη φάση, που περιλαμβάνει τις συλλογές Ποιήματα (1952), Έρεβος (1956), Ερήμην (1958) και Επί τα ίχνη (1963). Έπειτα από μια αρκετά μεγάλη ανάπαυλα, που αποδείχτηκε ότι ήταν διαδικασία εσωτερικής ωρίμανσης, αυτά τα προσόντα παρουσιάζονται στο έπακρο ανεπτυγμένα και αξιοποιημένα με την επόμενη συλλογή της Δημουλά, Το λίγο του κόσμου (1971), με την οποία εγκαινιάζεται η δεύτερη φάση της δημιουργίας της και, από μια άποψη, κορυφώνεται ολόκληρο το έργο της. O διάλογος της συνείδησης με τη ματαιότητα, της μνήμης με το φευγαλέο της ύπαρξης, βρίσκει εδώ την καλύτερη ίσως έκφρασή του σε ολόκληρη την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, με τη λιτότητα του λόγου να συναγωνίζεται την πρωτοτυπία και τη δραστικότητά του. Χαρακτηριστικό και συνεχώς επανερχόμενο θεματικό στοιχείο σ' αυτή τη συλλογή —και στα επόμενα έργα της Δημουλά— είναι η φωτογραφία, ως υποστασιοποιημένη μορφή της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ον και στο μη ον, στη διάρκεια και στη φθορά- ίσως τα ωραιότερα ποιήματα της Δημουλά είναι οι στοχασμοί της πάνω σε φωτογραφίες. Το Λίγο του κόσμου ακολούθησαν οι επίσης σημαντικές συλλογές Το τελευταίο σώμα μου (1981), Χαίρε ποτέ (1988) και H εφηβεία της λήθης (1994).

Απ' όλους τους Έλληνες εν ζωή ποιητές, η Κική Δημουλά φαίνεται ότι είναι εκείνη που βρίσκεται πιο κοντά στη δυτική ποιητική και φιλοσοφική παράδοση. Ποδήματά της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα ξένες γλώσσες.

 

(Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς, ένας κριτικός οδηγός,
εκδ. Πατάκη, 1995 σ. 67-68)

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

1952 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

1956 ΕΡΕΒΟΣ (1990 «Στιγμή»)

1958 EPHMHN (1990 «Στιγμή»)

1963 ΕΠΙ ΤΑ IXNH «Φέξης» (1989 «Στιγμή»)

1971 TO ΛΙΓΟ TOY ΚΟΣΜΟΥ (1983 «Νεφέλη» - 1990 «Στιγμή»)

1981 TO ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ, «Κείμενα» (1989 «Στιγμή»)

1988 ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ, «Στιγμή»

1994 Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ, «Στιγμή»

1998 ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ, Ίκαρος

Συγκεντρωτική έκδοση:

1998 Ποιήματα, Ίκαρος

2. Για τη συλλογή Ερήμην (1958)

Ερήμην... Ο όρος είναι παρμένος από το λεξιλόγιο των δικαστηρίων. Η δίκη διεξάγεται ερήμην του κατηγορουμένου· ο κατηγορούμενος καταδικάζεται ερήμην του, —αθώος κατά κανόνα, οπωσδήποτε αθώος. Εδώ, στα ποιήματα της Κικής Δημουλά, είναι η ζωή, που συνιστά αυτό το δικαστήριο. Κι η ζωή, διεξάγεται, συμβαίνει, ερήμην της ποιητρίας.

[...] Έτσι, η ποιήτρια, χωρίς να περάσει από κανένα κατηγορητήριο, από καμιά δίκη, βρέθηκε, εξ αιτίας της ιδιοσυγκρασίας της και του απροσαρμόστου της, αλλά και της αδυναμίας της να επαναστατήσει κατά των συμβάσεων, καταδικασμένη να παραμείνει έξω από την πορεία της ζωής, γι' αυτό και η ζωή συμβαίνει με τους άλλους, και με τους βιαστές της και με τους μακάριους βολεμένους, ερήμην της ποιητρίας:

 

Ένα κίτρινο φύλλο σου, φθινόπωρο,

σ' έναν άνεμο ράθυμο κάθησε

και μ' ακολούθησε επίμονα.

Το πήρα και το κρατώ

σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,

σαν φιλικό αυτόγραφο,

ίσως σαν ένα «ευχαριστώ»

που διόλου μέρος δεν έλαβα

στο καλοκαίρι τούτο...

Το πήρα

κι εξιχνιάζω

τις φετεινές προθέσεις σου

απέναντί μου.

 

«Αυτόγραφο»

 

Είναι φανερή η κατάφαση της ποιητρίας στην ζωή. Αλλ' εξ ίσου φανερή κι η αδυναμία της, η έλλειψη τόλμης να παλέψει γι' αυτή τη συμπόρευση με την ζωή, προτιμώντας τη διάψευση του εαυτού της (στ' ωραιότατο ποίημα «Παρανομίες») ή την επιβλημένη, άνωθεν, πειθώ του χρόνου, —στο «Εν τέλει»:

 

Έπειτα από γερή

φιλονεικία μεταξύ τους,

να γίνει πιο σύντομη

την είχε πείσει,

πιο τελειωμένη.

Να καταργήσει

τις μακρυγορίες των ονείρων

και να κρατήσει

την ετυμηγορία τους.

Την είχε πείσει.

O χρόνος.

 

Λόγος λιτός, αλλά πυκνός. Λόγος, κι αυτός είναι κι ο πιο δύσκολος να επιτευχθεί, έμμεσος, υπαινικτικός και, ταυτόχρονα, καίριος. Ευαισθησία οξυτάτη ως το νευροπαθές. Παρατηρητικότητα σπάνια επί του πραγματικού κι αναμφισβήτητη ικανότητα να δοθεί πλαστικά το αφηρημένο των συναισθηματικών αποχρώσεων.

H Κική Δημουλά είναι το σημαντικότατο κέρδος της νεοελληνικής ποιήσεως αυτής της ώρας.

 

Άρης Δικταίος, «Εγεννήθη ημίν ποιήτρια (H Κική Δημουλά)», Αναζητητές προσώπου,
Φέξης 1963, σ. 109-114

3. Για τη συλλογή Επί τα ίχνη (1963)

H ματιά της, καθώς συναρτά τις εικόνες αυτές στον παλμό της ευαισθησίας της και στον πυρήνα του ποιητικού της στοχασμού, έχει μια ρεαλιστική οξύτητα που κάνει εντύπωση και που συχνά μας επιβάλλεται ποιητικά για την αμεσότητά της και την ολιγολογία της, για κάτι το σφιχτό και το έντονο, που επιτρέπει ακόμη και στην πεζολογία να ενεργήσει δραστικά, μέσα μας. Παράδειγμα, το ποίημα «Πώς έρχομαι σ' επαφή το πρωί με το δρόμο μου», όπου κάθε περιγραφική λεπτομέρεια μετατρέπεται σε εύρημα με παράλληλη ποιητική σημασία: Εν πρώτοις / αναβιώνουν τα χθεσινά μου βήματα. / Δεξιά, το διαφιλονικούμενο οικόπεδο / κι ο πρώτος μορφασμός της μέρας. / Αριστερά, στην πόρτα / νεόδμητης πολυκατοικίας, / τα κοινόχρηστα: η θυρωρός κι η ατμόσφαιρα της. / Πιο πίσω η εντύπωση: σαγρέδες και απλίκες δίκην άνθους. / Και μέσα, / σε δυνατότητες τριών ή δύο δωματίων, / ή σε συναίσθημα υπογείου, / ο εσωτερικός της κόσμος / στεγασθείς / από εφάπαξ και εισοδήματα ονείρων. Το ποίημα προχωρεί με εξίσου επιτυχημένες «συστοιχίες παράλληλων εικόνων», όπου η μια είναι πίνακας και η άλλη νόημα, και τελειώνει με την προβολή του απαραίτητου συνοικιακού ανθοπωλείου και φωτογραφείου, «για των μορφών την ανατύπωση: μια έγχρωμη σειρά —χρόνου εν πλω— μετά από μια αναμνηστική περιοδεία του — στη συνοικία μου».

Στο μεταξύ, χαράζεται μέσα μας ένας σαφέστατος κύκλος ζωής, όχι βέβαια ρόδινης. H Δημουλά ανήκει στην εποχή της — δηλαδή στο σήμερα. Δεν αυταπατάται, η τουλάχιστο δεν θέλει να αυταπατάται. Αλλά, επειδή πολλές δυνάμεις μέσα της την ωθούν με πάθος προς τη ζωή, η προσγειωτική της ψυχολογία γίνεται αφορμή να αισθάνεται τη ζωή σαν κάτι το δυσάρεστο, σα μια κατάσταση που σε προκαλεί να την διασύρεις, να την ψέξεις, να τη σαρκάσεις. Αυτό κάνει και η Δημουλά, σε όλα της σχεδόν τα ποιήματα, και πραγματικά το πετυχαίνει. Δεν έχει, απλώς, διάθεση για σαρκασμό, νοιώθει την ανάγκη του. Κι αυτή η ανάγκη είναι η ποίησή της, συσσωρευμένη κάτω από αλλεπάλληλους και γραφικά δοσμένους σαρκαστικούς μορφασμούς. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το δέσιμό της με καθαρεύουσα και, ειδικά, με την καβαφική γλώσσα. Όμως, η εσώτατη φύση της Δημουλά είναι λυρική, κι όταν αυτός ο λυρισμός ισοζυγιάζεται με τη σαρκαστική της διάθεση, που —τι παράξενο! έχει βαθείς τόνους συμπόνιας για ό,τι σαρκάζει, μας δίνει απροσδόκητες ποιητικές παραστάσεις: Βρέχει... /μια κυρία εξέχει στη βροχή, / μόνη, / πάνω σ' ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι. / Κι είναι η βροχή σαν οίκτος, / κι είναι η κυρία αυτή / σα ράγισμα στη γυάλινη βροχή. H Κική Δημουλά βαδίζει «επί τα ίχνη» του βαθύτερου εαυτού της με βήματα σταθερά, με μια περπατησιά που έχει και κομψότητα και χάρη και στοχασμό. O Παλαμάς δεν είναι που είπε κάποια περπατήματα μιλάνε / σα λογάκια, αργά, στοχαστικά;

 

Ανδρέας Καραντώνης, Μεσημβρινή, 8/11/1963

4. Για Το Λίγο τον Κόσμου (1971)

Εκείνο όμως που βαραίνει σ' αυτές τις δύο συλλογές [Επί τα ίχνη, Το λίγο του Κόσμου] είναι πως με την ποίηση της η Κ. Δημουλά, ενώ διατήρησε τα βασικά της χαρακτηριστικά, προσπαθεί να αποτυπώσει μέσα από τις πιο συνηθισμένες εικόνες της καθημερινής ζωής όχι μόνο την ένταση της εσωτερικής της διάθεσης, αλλά και τις διαθλάσεις της. H συνετής εναλλαγή ανάμεσα στον κόσμο του συγκεκριμένου και του εσωτερικού θα εξακολουθήσει (λ.χ. «Λερώνει τους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο / η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι»)· τώρα όμως ο στίχος κατορθώνει να μετεωρίζεται, με την ίδια λιτότητα, σε μια κατάσταση διάχυτη και να δημιουργεί την επιδιωκόμενη έκσταση και έξαρση, όπως στο ποίημα:

 

ΤΑ ΔΕΜΕΝΑ

H θάλασσα του Σκαραμαγκά είναι δεμένη,

πηχτή. Από τα πετρελαιοφόρα

βγαίνει μαύρος καπνός ακινησίας.

Ας πούμε πως υπάρχεις.

H διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα.

Λερώνει τους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο,

η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι.

Ας πούμε πως υπάρχεις.

Το άλογο θα μείνει δεμένο στο δέντρο.

Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμποι,

πολλά τέτοια δεσίματα.

Ας πούμε πως υπάρχεις.

Στου αυτοκινήτου τον καθρέφτη

κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο.

Στη γη εδώ-εκεί κάτι φρεσκοσκαμμένο.

H ίδια φροντίδα

για τους νεκρούς και για τους σπόρους.

H γη αναρριγεί.

Ας πούμε πως υπάρχεις.

…………………………

(Το λίγο του κόσμου)

 

Αν θα 'θελε κανείς να επισημάνει συνοπτικά μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής της πριν από τη συλλογή Το τελευταίο σώμα μου, θα μπορούσε να ξεχωρίσει τα εξής: α) Αυστηρή οργάνωση του ποιήματος και προοδευτική ανέλιξή του. β) Στάση, βιωματικά, καβαφική και γλώσσα μικτή, με καθαρευουσιάνικους ακκισμούς, και γυμνή από κάθε έκδηλη συναισθηματική φόρτιση. γ) Διαλεκτική ανάπτυξη του ποιήματος, που ξεκινά συνήθως από το συγκεκριμένο, το υλικό, για να καταλήξει στο αφηρημένο, το εσωτερικό. Σ' αυτή τη διαλεκτική εναλλαγή του είναι που παίζεται, και κερδίζεται ή χάνεται, το ποίημα. Τεχνική που, κατά την άποψή μου, αφορμάται από την ποίηση του Παπατσώνη· εντούτοις, με την πάροδο του χρόνου και από συλλογή σε συλλογή καλλιεργήθηκε συστηματικά από την Κική Δημουλά και κατέληξε σε προσωπικό επίτευγμα και άθλο. Αν η γραφή αυτή αποφεύγει την ψυχρότητα και λειτουργεί ποιητικά, αυτό, νομίζω, οφείλεται στους μηχανισμούς της «πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας» και της «λυρικής αφαίρεσης». Με τον πρώτο όρο εννοώ το πώς η Κ. Δημουλά κατορθώνει, αφορμώμενη από τα πιο ασήμαντα ερεθίσματα, να προκαλεί τη γέννηση του ποιήματος και να το αναπτύσσει με μια δημιουργική προσθετική ικανότητα. Με το δεύτερο, το πώς και πάλι κατορθώνει, στις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ποίησης της, να προχωρεί συμφύροντας τον εξωτερικό κόσμο με τον εσωτερικό, αποτυπώνοντας τις πιο λεπτές αποχρώσεις (βλ. και το απόσπασμα από το ποίημα «Τα δεμένα»).

 

Τάκης Καρβέλης, «Η ποίηση της "πολλαπλασιαστικής ευαισθησίας" και της "λυρικής αφαίρεσης"», Δεύτερη Ανάγνωση, δοκίμια,
Καστανιώτης, 1984, σ. 90-95

5. Για την ποιητική της γλώσσα

[...] Τώρα, μου μένει να αναζητήσω τον πιο ευδιάκριτο βηματισμό του θανάτου, — το βήμα προδιαγράφει τις διαθέσεις του, το μέγεθος της νίκης του ή το μέγεθος της ήττας μας. Να τον αναζητήσω.

α) Στο αιχμηρό γλωσσικό όργανο της Δημουλά, στη δημοτικοκαθαρευουσιάνικη σύμμειξη που βάζει τις δυο γραμματικές εκδοχές ν' αλληλοσφάζονται, στις κωμικοτραγικές μετενδυμασίες των λέξεων («μακροσκελή σκοτάδια»...), που ανοίγουν ολοένα και καινούργια κανάλια στο καρυωτακικό ξεκούρντισμα («σώμα εκ τερρακότας και απορίας μεγάλης», «λογική τεσσάρων παραθύρων», «ευωδιάζει ο ίλιγγος», «εξ ύψους παραφωνία», «μονοκατοικίες ενδόμυχες»), στην ειρωνική χαραγματιά («Οξύ το πρόβλημα των εικοσιτετραώρων», «είμαι ασφαλώς / ένας από τους κύριους λόγους / που είχε η μέρα να βρέξει»), — χαραγματιά που σχίζει την ανάγνωσή μας, όπως ραγίζουνε σ' ένα στραβοπάτημα τα κόκκαλα (υποπτεύομαι πως τα πρώτα κόκκαλα που εράγισαν ήταν της Δημουλά). Παράδειγμα: Υπό φθινόπωρον... Υπό, — διότι το φθινόπωρον, που ονειρεύεται ο Αύγουστος να γίνει όταν μεγαλώσει, είναι εκεί ψηλά, στα δέντρα, προς εποπτείαν των διαθέσεών μας. Και λιγότερο ψηλά, μέσα στο πάρκο, είναι αυτή η μαρμάρινη γυναίκα, εξέχουσα λίγο του βάθρου της (ότι δήθεν μπορεί και να ξεφύγει όποτε θέλει από το μάρμαρο), ανάλλαχτη από το χρόνο, ανιαρή καθό ανάλλαχτη, μετρίας νοημοσύνης ίσκιος στον ύπνο ενός εφήβου, — στιγμιαίου εφήβου, σημείου της φθοράς των πραγμάτων, από την οποία παίρνει επιτέλους μια ιδέα το βραδύστροφο άγαλμα, το χωρίς αυτοβιογραφία, αλλά και η ποίηση (αυτοβιογραφία σημαίνει φθορά).

β) Προχωρώ την αναζήτηση (μέχρις εκεί φτάνω) σ' ένα επόμενο ποίημα, — Επί τα αυτά:

 

Νύχτωσε πάλι όπως χθες.

Πάλι όπως χθες νύχτωσε.

Νύχτωσε.

Χθες.

Πάλι.

 

Εδώ, η ποίηση, ο θεματοφύλακας των λέξεων και της συνουσίας των λέξεων, το μεγαλύτερο θησαυροφυλάκιο δουλεμένων λέξεων του πνεύματος, προσβεβλημένη από μια τρέλα που το χτεσινό κρούσμα της ήταν ο Μπέκετ (ο Ιονέσκο, κατά τη γνώμη μου, τη γλύτωσε με λίγο πυρετό), ειρωνεύεται τα προικιά της, εξοντώνει τον εαυτό της, σχολιάζει με θανάσιμα σχόλια, παίζοντας πέντε ολόκληρους στίχους με τέσσερις νυσταγμένες λέξεις, — ούτε καν λέξεις, λέξεις προπαρασκευαστικές, θα λέγαμε, του ποιήματος, σα να έχει μουγγαθεί ξαφνικά η τραγουδίστρια, σα να ξέχασε τα λόγια και τον σκοπό της από ένα όραμα απροσδόκητο θανάτου, κι έντρομη δοκιμάζει και ξαναδοκιμάζει την ακουστική μνήμη της.

 

Μάριος Μαρκίδης, Είναι και ποτέ, Ερμηνευτική πρόσβαση στα ποιήματα της Κ. Δημουλά, Έρασμος, 1989, σ. 18-19

6. O χώρος και ο χρόνος στην ποίηση της Δημουλά

Θα επιμείνω στην έμμονη εικόνα της πτήσης που μου γεννάει η ποίηση της Δημουλά — και που τίποτα δεν έχει να κάνει βέβαια με τις «αναβάσεις στα ύψη του πνεύματος» και άλλα ηχηρά παρόμοια.

[...] Δεν θεωρητικολογεί, δεν περιγράφει· αναπαράγει, με γλώσσα αντιαισθηματική, το αίσθημα· αποκρυσταλλώνει συλλήψεις διανοητικές, βουτώντας τις πρώτα στη λάβα του βιώματος κι αφήνοντάς τις ύστερα να στεγνώσουν στον αέρα μιας ήρεμης αποδοχής.

Όλα εδώ συντελούνται σα να ‘χουν κιόλας πλήρως συντελεστεί. O χώρος χαρτογραφείται εκ των άνω, με μιαν απόσταση που αυξάνει το εύρος του οπτικού πεδίου· απόσταση χρόνου, απόσταση πάθους. «Μπαίνει μια νέα απόσταση / ανάμεσα σε μένα και σ' ό,τι προσβλέπω» / Αλλιώς δεν βλέπω. / Θέλω να πω, η όραση, / για να ενωθεί μ' αυτό που θέλει, / πρέπει να προζήσει / ένα χωρισμό»: χωρισμό από το παρελθόν αλλά και χωρισμό από το μέλλον. H ελπίδα είναι το εγγόνι του τετελεσμένου. Και, όταν η απώλεια έχει ήδη συμβεί (μα πότε αλήθεια δεν έχει;), τότε καμιά ελπίδα δεν τολμάει να σηκώσει κεφάλι· η πρόγευση του μέλλοντος, η γεύση δηλαδή του παρόντος, είναι πάλι η ίδια η απώλεια. «Λες και δεν χάνεις γευστικά / χάνοντας μια φορά αυτό που χάνεις, / πρέπει και να προ-χάνεις / από το χέρι του προδήμιου / της προαίσθησης, / της μαρτυριάρας του Επερχόμενου». Στη Δημουλά ο χρόνος παύει να διαιρείται σε πριν, σε τώρα και σε μετά — παύει να τριχοτομείται· είναι ολόκληρος μια τρίχα λεπτή απ' όπου κρέμεται, φθαρτός και «παρτός», τρεμάμενος ο κόσμος, έρμαιο μιας μοίρας ερμητικής, μιας σταθερής ερήμωσης. «Σπίθα απ' την επίμονη τριβή / μιας προσμονής και μιας παραίτησης» η ποίηση της, θεοποιεί, μυθοποιεί «το Κάτι», μυθοποιεί ακόμα και «το Τίποτα», ίσα ίσα «για να μη πάει χαμένο το χαμένο», μπας και μπορέσουν να σωθούν (σα μνήμη έστω) τα μάταια και θνησιγενή αυτού του κόσμου, του παρτού: «φύλαγέ μου, Θε μου, τουλάχιστον / όσα έχουν πεθάνει».

[...] Θα ‘θελα κι άλλα πάμπολλα να πω (για την απερίγραπτη ικανότητά της να υποκειμενοποιεί τα άψυχα και να αντικειμενοποιεί τις λέξεις, για τους νεολογισμούς που αβίαστα πλάθει, για τις κορυφώσεις των γνωμικών της στίχων, για την εξοντωτική ειρωνεία και τον αυτοσαρκασμό της, για τη σύμπλεξη των ίδιων θεμάτων —από βιβλίο σε βιβλίο κι από ποίημα σε ποίημα— με νέους κάθε φορά συνδυασμούς).

 

Αντώνης Φωστιέρης, «Κική Δημουλά, Το τελευταίο σώμα μου», H Λέξη τεύχ. 5, 1981, σ. 402-3

7. Για το ποιητικό της ύφος

Το αληθινό θέμα της Δημουλά, και μαζί ο τρόπος της, υπήρξε ανέκαθεν η προσωποποιητική κίνηση της γλώσσας, από τις έννοιες (η φθορά, η ήθη, ο χρόνος, η πίστη, οι αισθήσεις, η πραγματικότητα, η βεβαιότητα, η απάθεια, η πληρότητα, η ομοιότητα, η περιέργεια, η απόσταση, η τύχη, η αναπόληση...), απ' όλες τις έννοιες που δόθηκαν στον χρήστη της γλώσσας για να ονομάσει τη μοίρα του, σ' ένα διάλογο μ' αυτές, σα να ήταν υπαρκτά, ζωντανά όντα. Δημιούργησε έτσι το ποιητικό σχήμα ενός νοητού σύμπαντος κυριολεκτικά πολυφωνικού, το σενάριο ενός εκφραστικού πανδαιμόνιου των ουσιών της σκέψης, μια περιοχή όπου οι έννοιες φορούσαν μάσκες ηρώων και ηρωίδων [...].

Με τούτη την τέχνη η Δημουλά έφτασε στην κατάκτηση ενός ύφους υπερβολικά θελκτικού και τέλεια ζωηρού στις μεταφορικές του δυνατότητες, ενός ύφους επίσης που ζει, δονούμενο, τα πάθη τούτης της προαιώνιας κι ωστόσο πρωτοφανούς έμμονης ιδέας: ότι οι σκέψεις, οι ιδέες, οι έννοιες, οι συμπεριφορές, οι αξίες, τα συναισθήματα, οι κινήσεις, οι διαστάσεις, οι εκφράσεις της βούλησης — όλα είναι πρόσωπα, μετέχουν ενεργά στο πεπρωμένο του ποιητή με τη ζωή του οποίου τα συνδέει το ρήμα, συνθέτουν έναν πυκνοκατοικημένο κόσμο, ανοιχτό στην αλληγορία και τη διακύμανση, για τον οποίο δεν απαιτείται παρά ένα σκίρτημα του νου.

 

Ευγένιος Αρανίτσης, «Τι θα φοράς συννενόηση;», Ελευθεροτυπία, 20-11-1994

8. Φωτογραφία και ποίηση

H φωτογραφία είναι από τα κύρια θέματα της Κικής Δημουλά. Και πώς θα γινόταν αλλιώς; Κάθε φωτογραφία, και η πιο ταπεινή, είναι η παρουσία μιας απουσίας. Και η ποίηση της Δημουλά, ως ποίηση του μη όντος, όλο γύρω στην απουσία τριγυρίζει. Τα «όσα έχουν πεθάνει» μπορεί να μην υπάρχουν όλα σε φωτογραφία — αλλά όσα υπάρχουν σε φωτογραφία έχουν σίγουρα πεθάνει. H στιγμή πεθαίνει στο στιγμιότυπο.

 

Άντε, σε συγχωρώ στιγμή που ήμουν.

 

H φωτογραφία είναι παγωμένο παρελθόν. Σύμβολο μνήμης — παραπάνω: η ίδια η μνήμη τυπωμένη στο χαρτί. Ήδη σε παλαιότερη συλλογή της, πριν ακόμα διαμορφώσει το τελείως προσωπικό της ύφος, η ποιήτρια γράφει:

 

από τα πέρατα μιας νοσταλγίας

παίρνω ειδήσεις σου:

κατάντησες θαμών

κάποιας παλιάς φωτογραφίας σου

διαπρέποντας στη χάρτινη έντασή της.

 

Αυτή η χάρτινη ένταση στα επόμενα βιβλία θα πάρει διαστάσεις τραγικές. Γιατί μπορεί να έλεγαν οι παλιοί φωτογράφοι «απαθανατίζω», ωστόσο ξέρουμε όλοι τι είναι μια χάρτινη αθανασία. Και η Δημουλά έγραφε στο Λίγο του Κόσμου, πολύ πριν τη σκεπάσει η μεγάλη απουσία:

 

κι είναι το χέρι σου μόνο

στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας.

 

[...] «H φωτογραφία σου στάσιμη». Στα ποιήματα της Κικής Δημουλά οι φωτογραφίες δεν είναι πάντα «στάσιμες». Συνήθως ζούνε μια ζωή δική τους, αυτόνομη. Σαν φυτά, έχουν ανάγκη από τη φροντίδα των ανθρώπων. Ένα ποίημα απουσίας κλείνει με τους στίχους:

 

Τουλάχιστον

ν' αλλάζεις πότε-πότε το νερό στις φωτογραφίες μου.

 

Δέκα χρόνια πριν έγραφε:

 

Ποτίζεις, φαίνεται, συχνά τους τοίχους με ρέμβη

κι ευδοκιμούν εδώ-εκεί φωτογραφίες.

 

Είναι το νερό της μνήμης, αντίδοτο του νερού της Άρνας, του νερού της λησμονιάς.

Άλλες φορές (στο ποίημα «Ανάσκελος χρόνος») η φωτογραφία γίνεται μαγικό alter ego, είδωλο που υποκαθιστά το πρόσωπο:

 

Τετράπαχο γρασίδι στα συρτάρια μου

ρηχή μαλακωσιά σαν του βελούδου

και του πατημένου όρκου

και ρίχνει κάτι ξάπλες

μα κάτι ξάπλες η φωτογραφία σου.

 

Οι αναφορές στη φωτογραφία είναι περισσότερες στο πρώτο και το τρίτο από τα βιβλία της «ώριμης» Δημουλά. Μόνο τρεις εντόπισα στο Τελευταίο Σώμα μου ενώ έξι στο Λίγο του Κόσμου και επτά στο Χαίρε Ποτέ. Μάλιστα, στα βιβλία αυτά, υπάρχουν ολόκληρα ποιήματα με θέμα τη φωτογραφία, ενώ στο Τελευταίο Σώμα μου οι αναφορές είναι παρενθετικές (αλλά καίριες, σε στίχους καταληκτικούς).

Φυσικό. Τα δύο αυτά βιβλία είναι ελεγειακά, με περισσότερη έμφαση στη μνήμη. Ιδιαίτερα στο Χαίρε Ποτέ, βιβλίο μεγάλου αποχαιρετισμού, η φωτογραφία μοιάζει να είναι ένα από τα ελάχιστα σωσίβια στον ωκεανό του Τίποτα.

 

Νίκος Δήμου, «Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας», Σημειώσεις σε ποιήματα της Κικής Δημουλά, Στιγμή, Αθήνα 1991

9. Για τη σχέση Κικής Δημουλά - Έμιλυ Ντίκινσον

Στο «Απροσδοκίες» η Δημουλά δεν αναφέρει τη λέξη «απόγνωση» κι ας έχει δείξει μια προτίμηση στις λέξεις που αρχίζουν με το στερητικό α- ή το από-. Το «Χάος», η «απελπισία» που τόσο τόνισε η Dickinson βρίσκονται ωστόσο παντού. Η τελευταία στροφή ανοίγει και κλείνει με έναν στίχο παράδοξο, απόλυτα αινιγματικό:

 

Όσο δεν ζεις να μ' αγαπάς

Ναι ναι μου φτάνει το αδύνατον

Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ' αυτό.

Όσο δεν ζεις να μ' αγαπάς.

Διότι νέα σου δεν έχω.

Και αλίμονο αν δε δώσει

σημεία ζωής το παράλογο.

 

«Όσο δεν ζεις να μ' αγαπάς». Στίχος νοσταλγικός για την αγάπη που υπήρχε και που τώρα χάθηκε ή παράλογος προσδοκώντας την αγάπη τώρα που εκείνος δεν ζει πια (για να την διαψεύσει ίσως); Το τέλος τονίζει αυτή την αίσθηση του παράλογου με την επίκληση και την ενσάρκωση του, «Και αλίμονο αν δε δώσει / σημεία ζωής το παράλογο». Αμφίσημες γραμμές σαν τις πλευρές πρίσματος. Είναι παράλογο να ζητά κανείς αγάπη από ένα νεκρό, αλίμονο όμως αν δεν μπορεί κανείς να το απαιτήσει, είναι παράλογα τα λόγια προς τον νεκρό, («Θα συναντιέστε υποθέτω τακτικά / εσύ κι ο θάνατός του. / Δίνε του χαιρετίσματα, πες του να ‘ρθει / κι αυτό μαζί εξάπαντος όταν συναντηθούμε...»). Ωστόσο αλίμονο αν δεν πιστέψει κανείς στιγμιαία ίσως σ' αυτά.

Παράλογο όμως είναι και το κενό, το μυστήριο της ύπαρξής μας. Αυτό που γεμίζει τρόμο και απελπισία την Dickinson. Παράλογο είναι να επιζητεί σημεία ζωής ένα ποίημα που μιλά για τον θάνατο. Εν τέλει το μόνο που πραγματικά είναι αποδεδειγμένα ζωντανό είναι το παράλογο. Το τέλος, «Και αλίμονο αν δε δώσει / σημεία ζωής το παράλογο» είναι ταυτόχρονα και ένα γλωσσικό παιχνίδι, όπου η ζωή και η συντριβή της (από το παράλογο) συνυπάρχουν.

 

Πέννυ Αποστολίδη, «Το Ανεξήγητο Αίνιγμα, Γνώση και Φως στην Ποίηση της Κικής Δημουλά και της Έμιλυ Ντίκινσον»,
Γράμματα και Τέχνες, τεύχ. 83, Φεβρουάριος - Μάιος 1998, σ. 14-18

10. Για το ποίημα Σημείο αναγνωρίσεως

H συνομιλία με τα αγάλματα, που συναντά κανείς ως μοναχικός περιπατητής σε ένα πάρκο, είναι ένα θέμα οικείο στην ποίηση της Κικής Δημουλά. Το συναντάμε εκτός από το «Σημείο αναγνωρίσεως» και στο ποίημα «Υπό φθινόπωρον...» της συλλογης Επί τα ίχνη (1963):

 

Υπό φθινόπωρον

           σκηνή σε πάρκο με άγαλμα

Γυναίκα μαρμάρινη

πλαγιασμένη κ' εξέχουσα

λίγο του βάθρου σου

κατά μία υποψία φυγής,

στον ίσκιο της ανίας σου,

στην άπλα του μεσημεριού,

παιδί εργατικό κοιμάται.

H σκισμένη του μπλούζα

αυτοβιογραφία του.

Τη διαβάζουμε, εγώ και συ·

επί τη ευκαιρία,

παίρνεις μία ιδέα

των φθειρομένων πραγμάτων,

του προς στιγμήν εφήβου,

και κάτι από το απίθανο της ποιήσεως,

όταν συμπίπτει

να στέκουν τα φθινόπωρα

στα δέντρα

προς εποπτείαν των διαθέσεων.

(Κική Δημουλά, Επί τα ίχνη, 1963)

Επισημάνσεις

• H ποίηση της Δημουλά είναι εκτός των άλλων μία καλή μαθητεία στην ποιητική τεχνική (στο πώς της ποίησης), γι' αυτό και ενδείκνυται η συνεχής επισήμανση της μεταφορικής χρήσης της γλώσσας.

• Τα έξι ανθολογημένα ποιήματα της Δημουλά συνδιαλέγονται ανά δύο. Τα δύο πρώτα ποιήματα («Ο πληθυντικός αριθμός» και «Τα πάθη της βροχής») μπορούν να συνεξετασθούν λόγω της κοινής θεματικής τους που σχετίζεται με την ερωτική απώλεια και την ερωτική αναζήτηση. Το τρίτο και το τέταρτο («Σημείο αναγνωρίσεως» και η «Σκόνη») αναδεικνύουν μία γυναικεία θεματική σχετιζόμενη με τη θέση της γυναίκας και την ποιητική μετάπλαση βιωμάτων προερχόμενων από τον χώρο της σύγχρονης γυναικείας καθημερινότητας. Το πέμπτο και το έκτο ποίημα («Κονιάκ μηδέν αστέρων» και «Γας ομφαλός») είναι σχόλια για τη φθοροποιό επενέργεια του χρόνου και νοσταλγικές αναπολήσεις της χαμένης νεότητας.

• Ιδιαιτέρως θα πρέπει να επισημανθεί η ηχητική υπόκρουση που το πλήθος των παρηχήσεων δημιουργεί στο ποίημα Τα πάθη της βροχής.

• Θα άξιζε να επισημανθεί ότι η ποίηση της Δημουλά αναδεικνύει συχνά το σκηνικό ενός αστικού χώρου: το άγαλμα που κοσμεί ένα πάρκο («Σημείο αναγνωρίσεως») ή τον «μέσα» χώρο, όπως είναι το διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας («Σκόνη»).

• Το «Σημείο αναγνωρίσεως» ανοίγει εκτός των άλλων έναν ενδιαφέροντα διάλογο γύρω από την πρόσληψη του έργου της τέχνης (στην περίπτωση μας ενός αγάλματος) από το κοινό, του οποίου τον ρόλο στο ποίημα διαδραματίζει η ίδια η ποιήτρια. O προβληματισμός υποβοηθείται από τη σχετική εικόνα του αγάλματος.

• H «Σκόνη» μπορεί να εξετασθεί συγκριτικά με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου, ώστε να αναζητηθούν ομοιότητες και διαφορές που σχετίζονται κυρίως με τη διαφορετική κοινωνική προέλευση των δύο ηρωίδων.

• Στο ποίημα «Γας ομφαλός» ανοίγει ένας ενδιαφέρων διάλογος γύρω από το τραύμα της συνάντησης του αρχαιοελληνικού κόσμου με τη νεοελληνική πραγματικότητα που θα μπορούσε να ενισχυθεί και από την ανάγνωση της «Δελφικής εορτής» του Καρυωτάκη (Παράλληλα Κείμενα).

Παρουσίαση της ενότητας «Η ποιήτρια Κική Δημουλά» 

H ενότητα αυτή επελέγη με τη συνειδητή πρόθεση να εκπροσωπηθεί η γυναικεία γραφή με μία από τις πλέον ποιοτικές σύγχρονες εκφράσεις της.

Το καινούργιο που κομίζει η ενότητα, δεν είναι ασφαλώς η συνεισφορά σε ένα εν πολλοίς άγονο και μη απασχολούντα ούτως ή άλλως μαθητές και διδάσκοντες διάλογο γύρω από το αν υπάρχει ή όχι γυναικεία λογοτεχνία. H άμεση απάντηση εξάλλου που εν προκειμένω θα μπορούσε να δοθεί είναι αρνητική, συνοδευμένη όμως με την αναγκαία επισήμανση ότι η ιδιαιτερότητα της γυναικείας γραφής παρέχει εντούτοις ένα στίγμα, φορτισμένο από τα ιδιαίτερα βιώματα και την διαφορετική ιδιοσυγκρασία του φύλου της, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα σε μία διακριτή θεματική, αλλά και σε μία ξεχωριστή οπτική.

Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η γνωριμία με μία ποίηση που διαβάσθηκε ιδιαίτερα και εκτιμήθηκε ως συμβολή στην ανανέωση του νεοελληνικού λυρισμού. Έτσι το σχολείο δεν μένει αμέτοχο των πνευματικών ζυμώσεων που συντελούνται στον χώρο της νεότερης ποίησής μας. Αυτή είναι εξάλλου και η έννοια του Βιβλίου - Περιοδικού που σας παρουσιάζουμε σήμερα και στο οποίο είναι απολύτως διακριτός ο αρμονικός, «πολυφωνικός» —όπως χαρακτηρίζεται στον πρόλογο του βιβλίου μας— συγκερασμός του κλασικού με το σύγχρονο, ώστε να μην αντιμετωπίζεται η λογοτεχνία στην ιστορική και μνημειώδη μόνον διάσταση της, αλλά να παρουσιάζεται δεκτική στα ακούσματα του παρόντος και της ζώσας λογοτεχνικής δημιουργίας.

Δεν είναι, πιστεύουμε, άσκοπο το να επαναλάβουμε και σ' αυτή την αίθουσα αυτό που επανειλημμένως τονίζεται ως βασικό κριτήριο της προσέγγισης ενός λογοτεχνικού και μάλιστα του ποιητικού κειμένου: «Στην ποίηση αυτό που έχει σημασία δεν είναι το τι λέγεται, αλλά από το πώς λέγεται». Εξάλλου για να θυμηθούμε τη γνωστή αποφθεγματική πλέον φράση, το ποίημα δεν γράφεται με ιδέες, αλλά με λέξεις.

Αυτό το πώς που απασχολεί κατ' εξοχήν τη λυρική ποίηση, θα παρακολουθήσουμε σήμερα παρουσιάζοντας το πρώτο από τα ανθολογημένα στην ενότητά μας ποιήματα που έχει τον τίτλο, Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ και είναι ένα από τα πλέον προβεβλημένα ποιήματα της Δημουλά. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Το Λίγο του Κόσμου, η οποία συνολικά χαιρετίστηκε ως μία σημαντική συμβολή στην ανανέωση του λυρισμού μας:

 

«Ο Πληθυντικός Αριθμός»

[... ]

 

Το ποίημα, ήδη με τον τίτλο του, μοιάζει ωσάν να επιδιώκει να ορίσει τι είναι μία γραμματική έννοια: Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ και συνολικά σαν να είναι η γραμματική τεχνολόγηση τεσσάρων ουσιαστικών: του Έρωτα, του Φόβου, της Μνήμης και της Νύχτας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το παιχνίδι με τις αμφισημίες των λέξεων, το οποίο ήδη από τους πρώτους στίχους του ποιήματος αίρει την τυπικότητα του γραμματικού ορισμού, εισάγοντας έντεχνα στο ποιητικό σκηνικό τα πάθη του ποιητικού υποκειμένου.

Η πρώτη αμφισημία ουσιαστικόν /πολύ ουσιαστικόν, υπογραμμίζει τη σημασία του έρωτα όχι πλέον ως γραμματικού είδους, αλλά ως βασικού στοιχείου της ζωής.

Το λεκτικό παιχνίδι συνεχίζεται με τη δισημία του γένους, λέξης στην οποία παρατηρούμε την παρά προσδοκίαν σύζευξη με το ουσιαστικό ανυπεράσπιστος, ακριβώς για να υπογραμμισθεί ότι συνιστά ένα όχι γραμματικό, αλλά ένα κανόνα ζωής (πληθυντικός αριθμός / οι ανυπεράσπιστοι έρωτες) ότι υπάρχει κάτι το ευάλωτο στον έρωτα η μάλλον στα θύματά του.

Ακολουθεί η γραμματική αναγνώριση του φόβου: O φόβος όνομα ουσιαστικόν / στην αρχή ενικός αριθμός / και μετά πληθυντικός. Πρόκειται για ένα έντεχνα διατυπωμένο σχόλιο γύρω από τον φόβο, ο οποίος «αναγνωρίζεται» από την ιδιότητά του να δρα πολλαπλασιαστικά τρεφόμενος κυριολεκτικά από τις σάρκες του, όταν τρυπώνει στο από δω και πέρα, στο όριο δηλ. που σηματοδοτεί τη συναισθηματική ματαίωση και την απουσία του άλλου. Αντεστραμμένη η ίδια ποιητική ιδέα συναντάται και στον Μανόλη Αναγνωστάκη: Αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.

Το κενό της απουσίας αναλαμβάνει να αναπληρώσει η μνήμη ενικού αριθμού /μόνο ενικού αριθμού, μοναδικά και αποκλειστικά προσηλωμένη στο πρόσωπο που λείπει. Μια μνήμη άκλιτη, κύριο όνομα των θλίψεων, πηγή δηλ. ψυχικού πόνου, όπως σχεδόν κατά κανόνα είναι η μνήμη στη λυρική ποίηση (στο σώμα στην ενθύμηση πονούμε, Καρυωτάκης, ή στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος, Σεφέρης) ακάλεστη μνήμη που με την επανάληψη, η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη, επίμονα υπογραμμίζει την πεισματική παρουσία της και ταυτόχρονα μας παγιδεύει στο παιχνίδι της γραμματικής ανατροπής, της μετατροπής δηλ. ενός ουσιαστικού σε μία άκλιτη λέξη.

Και η γραμματική τεχνολόγηση ολοκληρώνεται με την αναφορά στο χρόνο, στη νύχτα που ισορροπώντας πάνω στο αιχμηρό όριο του από δω και πέρα, της απουσίας δηλ. και της απώλειας κάνει πιο βασανιστική την αναζήτηση του άλλου, πιο έντονο τον υπαρξιακό φόβο, πιο οδυνηρή την παρουσία της μνήμης.

Το ποίημα λοιπόν αυτό, σε ένα πρώτο επίπεδο ακολουθεί την τυπολογία μιας γραμματικής αναγνώρισης για να την υπονομεύσει και για να ανατρέψει εντέλει γλωσσικούς και γραμματικούς κανόνες προβάλλοντας στη γλώσσα την ανατροπή που έχει συντελεσθεί στο επίπεδο των συναισθημάτων και του βιώματος. Έτσι ανοίγει τον δρόμο για να λειτουργήσει σε ένα δεύτερο βαθύτερο επίπεδο, να αφηγηθεί δηλ. μία μικρή ερωτική ιστορία: ο άλλος έφυγε, το κενό του το αναπλήρωσε ο φόβος και η επίμονη και βασανιστική μνήμη της απουσίας του που γίνεται εντονότερη και βασανιστικότερη τη νύχτα.

H ιστορία είναι συνηθισμένη (το τι που λέγαμε)· η ποιητική της όμως διαπραγμάτευση, πρωτότυπη (το πώς). Αυτή η πρωτοτυπία ενισχύεται και από δύο ακόμη στοιχεία: την ορατή απουσία του ποιητικού εγώ και την παντελή απουσία ρηματικών τύπων, η οποία προσδίδει στο ποίημα την χαρακτηριστική ακινησία της μοναξιάς.

Εξάλλου η έκπληξη που προκαλεί η επαφή με μία μη δοκιμασμένη ποιητική τεχνική, είναι ακριβώς αυτή που μας επιτρέπει να εξερευνούμε το ποιητικό τοπίο έχοντας την πολύτιμη αίσθηση ότι δεν κινούμαστε σε ένα χώρο στατικό και ανιαρά γνώριμο, αλλά σε ένα περιβάλλον οικείο μεν, που μας χαρίζει όμως την ανεπανάληπτη εμπειρία να ξαναανακαλύπτουμε αενάως τα πράγματα.

 

Τασούλα Καραγεωργίου, Νέα Παιδεία, τεύχ. 91, Δεκ. 1999.

 

 

pano

 

 

Κική Δημουλά

 

Διάβασε για τη ζωή και το έργο της εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό .

 

pano

 


 

Κική Δημουλά
Η σελίδα της ποιήτριας στο facebook Δημουλά Κική, facebook
Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου] Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
στο Βιβλιοnet Βιβλιοnet
Η δε πόλις ελάλησεν. Αθήνα - Κική Δημουλά (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Η δε πόλις ελάλησεν. Αθήνα - Κική Δημουλά (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
Βικιπαίδεια Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
μελοποιημένα ποιήματα στο stixoi.info Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]

 


● Ανάλυση του ποιήματος και άλλα πολλά στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός

 

pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;

Το ποιητικό υποκείμενο είναι...

 

Σε ποιον απευθύνεται;

Απευθύνεται...

 

Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό

Τα ρήματα βρίσκονται...

 

Ποιος είναι ο χώρος;

Ο χώρος του ποιήματος είναι...

 

Ποιος είναι ο χρόνος;

Ο χρόνος του ποιήματος είναι...

 

Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;

Οι εικόνες του ποιήματος είναι...

 

Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)

Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...

 

Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)

Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...

 

Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;

Ο ποιητής....

 

Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)

Το ποίημα είναι γραμμένο σε...

 

Το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία κι αν ναι τι είδους; (π.χ. ζευγαρωτή, πλεκτή, σταυρωτή κλπ.)

Η ομοιοκαταληξία είναι....

 

Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;

Τα συναισθήματα...

 

pano