ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Arnoldus Passow 1


 
Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Πηγή.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

I. (1) Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΟΝΗΣ

Faur. I, 3. Ζαμπ. 622, 34. Σχιν. Gramm. 171, 1700-1710, ΗΠΕΙΡΟΣ

Τρία πουλάκια κάθουνταν στη ράχη στο λημέρι·
Το' να τηράει τον Αρμυρό, τ' άλλο κατά τον Βάλτο,
Το τρίτο, το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει·
«Κυριέ μου τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης;
5 Μηδέ στον Βάλτο φάνηκε, μηδέ στην Κρυαβρύση.»
— «Μας είπαν πέρα πέρασε κι εμπήκε μες στην Άρτα
Κι επήρε σκλάβο τον καντή 1, επήρε και τσ' αγάδες.
Κι ο μουσελίμης 2 τ' άκουσε, βαριά του κακοφάνη·
Τον Μαυρομάτην έκραξε και τον Μουχτάρ Κλεισούρα·
10 Εσείς αν θέλετε ψωμί, αν θέλετε πρωτάτα,
Τον Χρήστον να σκοτώσετε, τον καπετάν Μηλιόνη.
Έτσι προστάζ' ο βασιλιάς και μόστειλε φερμάνι 3.
Παρασκευή ξημέρωνε —ποτέ να μ' είχε φέξει—
Κι ο σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγει να τον εύρει.
15 Στον Αρμυρό τον έφτασε κι ως φίλοι φιλήθηκαν·
Ολονυχτίς επίνανε, όσο να ξημερώσει·
Κι όταν εφέξει η αυγή, πέρασαν στα λημέρια,
Κι ο σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη·
Χρήστο σε θέλ' ο βασιλιάς, σε θέλουν κι οι αγάδες.
20 Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός, Τούρκο δεν προσκυνάει·
Με το τουφέκι τρέξανε όνας να φάει τον άλλο·
Φωτιά έδωσαν στη φωτιά, πέφτουν κι οι δυο στον τόπο.
II. (2) Ο ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ

Ζαμπ. 627, 37. Τ. 77, 1715, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ πλ.

Τι χτύπος είν' που γίνεται και βρονταριά μεγάλη;
Πολλά τουφέκια πέφτουνε και στα βουνά βροντούνε·
Μήνα σε γάμο πέφτουνε; μήνα σε πανηγύρι;
Ούτε σε γάμο πέφτουνε, ούτε σε πανηγύρι·
5 O Μπουκοβάλας πολεμά μ' οχτώ, μ' εννιά χιλιάδες.
Κι ο Μπουκοβάλας φώναξεν από ψηλή ραχούλα·
«Πάψτε παιδιά τον πόλεμο, πάψτε και τα τουφέκια,
Να κατακάτσ' ο κονιορτός 4, να μετρηθούν τ ασκέρια.»
Μετρούντ' οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν δυο χιλιάδες,
10 Μετρούνται κι οι αρματολοί και λείπουν εβδομήντα.
III. (3) ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ

Faur. 1, 12. Ζαμπ. 629, 39. Σχιν. Gramm. 172, 1715, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Τι να 'ν' ο αχός που γίνεται κι η ταραχή μεγάλη;
Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριά μαλώνουν;
Ουδέ βουβάλια σφάζονται κι ουδέ θεριά μαλώνουν·
Ο Μπουκοβάλας πολεμά με χίλιους πεντακόσιους
5 Στη μέση στο Κεράσοβο και στην Καινούρια χώρα.
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, πέφτουνε σα χαλάζι.
Κόρη ξανθή εχούιαξε 5 από το παραθύρι·
«Πάψε Γιάννη τον πόλεμο, πάψε και τα τουφέκια,
Να κατακάτσ' ο κορνιαχτός 6, να σηκωθ' η αντάρα,
10 Να μετρηθεί τ' ασκέρι σου, να διούμε, πόσοι λείπουν.»
Μετρούντ οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν πεντακόσιοι.
Μετρούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες·
Ο 'νας επήγε στο νερό κι άλλος ψωμί να φέρει,
Ο τρίτος ο καλύτερος στέκεται στο τουφέκι.
IV. (4) ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ

U., 1715, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ

T' είν' το κακό που γίνεται κι η ταραχ' η μεγάλη
Στην μέση στο Κεράσοβο και στη μεγάλη χώρα;
O Μπουκοβάλας πολεμάει με τους μουσουχουσαίους,
Πέντε πολέμους έκαμεν απ' την αυγ' ως το γιόμα
5 Κι άλλους πέντ' ως το δειλινό κι άλλους πέντ' ως το βράδυ.
Παπαδοπούλα χούγιαξεν 7 από 'να παραθύρι·
«Πάψε Γιάννη μ' τον πόλεμο και πάψε το τουφέκι,
Να κατακάτσ' ο κορνιαχτός 8, να μετρηθεί τ' ασκέρι.»
— Μετριόντ' οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν πεντακόσιοι,
10 Μετριόνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες.
V. (5) ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ

Ζαμπ. 630, 40. Τ. 78, 1715, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Στον πάτο τον Κεράσοβο όξ' απ' το Μισολόγγι
Ο Μπουκοβάλας πολεμά με χίλιους πεντακόσιους·
Κι ένα πουλάκι φώναξεν από ψηλό κλαράκι·
«Πάψε Γιάννη τον πόλεμο, πάψε και το τουφέκι,
5 Να κατακάτσ' ο κορνιαχτός, να μετρηθεί τ' ασκέρι.»
Μετρούντ' οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν πεντακόσιοι,
Στερνά μετρούντ' οι Χριστιανοί και τσο 'λειπ' ο Γιαννάκης.
Να κι ο Γιαννάκης πόρχεται 'πό μέσ' από τους Τούρκους
Με τ' άλογό του παίζοντας, με το σπαθί βαμμένο.
VI. (6) Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ

Πανδ. 63. 1750-1760, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Ένα πουλάκι ξέβγαινε 'πό μέσ' από την Πάργα,
Ψάχνει να βρει την κλεφτουριά, τον Κώστα Μπουκοβάλα
Και κλέφτες το καρτέρεσαν μέσα στο Μακρυνόρος·
Πες μας, πες μας πουλάκι μου κανέν' καλό χαμπέρι.
5 Τι να σας πω μωρέ παιδιά, καημένα παλικάρια;
Ο Μπουκοβάλας πέθανε την Κυριακή το βράδυ,
Οπού τον φέρν' ο βασιλιάς, στην πλάκα 'χαν γραμμένα.
Κι αφήνει διάτα και χαρτί σ' ούλα τα παλικάρια,
Σ' εσέ Γιαννούλη μ' αδελφέ, σ' εσέ Χρήστο Νογιάτη·
10 Και τραγουδάεις χωριανά, που σ' είχα μπιστεμένο.
Τον Κώστα να συμμάσετε, να φτιάστε καπετάνιο.
Μην τον καταφρονήσετε, πέθαν' ο αδελφός του.
Ο Κώστας είναι ξακουστός, είναι και παλικάρι·
Στα δόντια παίρνει το σπαθί, στα χέρια το τουφέκι·
15 Εμπρός πάει στον πόλεμο, στο έλα στέκει πίσω.
Τον Μήτσο Χούση κυνηγά, βουλιέται να τον χάσει,
Κι επήγε και τον έκλεισε σ' ένα παλιοκαστράκι.
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Χίλιους Τούρκους του σκότωσε και χίλιους Αρβανίτες.
20 Εγώ μ' ο Κώστας ξακουστός, ο Κώστας Μπουκοβάλας.
Μένα με ξέρουν τ' άρματα, με ξέρ' ο κόσμος ούλος,
Και θέλω τον μουρασελέ, να γίνω καπετάνιος,
Το θέλ' από το Μέτσοβο κι από το Πατραντσίκι.
VII. (7) Ο ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ

Τ. 189, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ πλ.

Ήλιε μου Μπουκοβάλα μου κι άστρο μου Καρακίτσο
Σύμμασ' τα παλικάρια σου, μην πιάνουν τσ' Αγραφιώτες.
Οι Αγραφιώτ' είναι κακοί κι είναι όλοι πολίται.
Βγαίνουν μπροστά στον βασιλιά, μπροστά και στον βεζίρη,
5 Και σκούζουν, βάζουν τ' άδικο από τον Μπουκοβάλα.
«Ο Γιάννης είναι βασιλιάς κι ο Κώστας είν' βεζίρης,
Που Λουτρακιώτας τριανταδυό πήραν και τριανταέξι,
Πήραν και τον Κωστόπουλο μικρόν στη σαρμανίτσα 9.
Κι η μάνα του πάγει κοντά όλο παρακαλώντας.
10 «Παιδιά ποιος είν' ο πρώτος σας, ποιος είν' ο καπετάνιος;
Να τον φιλήσω την ποδιά και το δεξί του χέρι,
Μη μου χαλάσει το παιδί τον μοναχό τον γιο μου,
Όσο να 'ρθει εξαγορά χίλια τριακόσια γρόσια 10
Και δέκα πόσια 11 των παιδιών και δεκαπέντε φέσια,
15 Γελέκια του γραμματικού, κούπα του Μπουκοβάλα.»
VIII. (8) Ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ

Ζαμπ. 628, 38. Τ. 364, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ. πλ.

Χρυσός αϊτός εκάθουνταν στον ήλιο κι εμαδιόνταν,
Κι άλλος αϊτός τόνε ρωτάει και τον βαριοξετάζει·
«Τ' έχεις μπρε, τ' έχεις σταυραϊτέ και στέκεις μαραμένος;»
«Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
5 Το πως επήγα στον πασά στον Κούρτη στο Μπεράτι,
Κι άκουσα τον μουσαβερέ 12 όλων των Αρβανίτων,
Πως θε να 'ρτούνε στ' Άγραφα τους κλέφτες να βαρέσουν.»
Ο Μπουκοβάλας τ' άκουσε, στον κάμπο κατεβαίνει,
Μαζώνει τα μπουλούκια του κι όλον τον ταϊφά του 13,
10 Τους λέει το κακό τ' όνειρο, τους βάνει ν' ορκιστούνε,
Τούρκο ποτέ μην πιστευθούν όσο καιρό κι αν ζούνε.
Ακόμα λόγος έστεκε και συντυχιά κρατούνταν,
Το καραούλι φώναξεν από το μετερίζι· 14
«Παιδιά πάρετε τ' άρματα, χτενίστε τους τσαμπάδες,
15 Γιατί μας πλάκωσ' η Τουρκιά, ως δώδεκα χιλιάδες.»
Κι ο Μητρομάρας σκώνεται και των παιδιών φωνάζει·
«Λεβέντες κάμετε καρδιά, σα Χριστιανοί φανείτε,
Τους Τούρκους να παστρέψομε, να πέσουνε στον τόπο.»
Σαν τα λιοντάρια σκούξανε, σαν τα λιοντάρια βγήκαν

Σκοτώθηκαν κι επιάστηκαν όσο για δυο χιλιάδες,
Σκοτώθηκε κι ο Κωσταντής κι άλλοι του δυο συντρόφοι,
Που 'ταν στη Γούρ' αρματολός και στον Ζυγό 'ταν κλέφτης,
Τον κλαιν οι κάμποι, τα βουνά, τον κλαίνε τα λαγκάδια
25 Και τα κορίτσια του Φουρνά με τα πολλά τα νάζια,
Τον κλαιν και τα κλεφτόπουλα στα μαύρα τα λημέρια.
IX. (9) Ο ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ

U, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Μάνα με καταράστηκε, βαριά κατάρα μου 'πε'
Ολημερούλα πόλεμο, το βράδυ καραούλι.
Να 'μουν μια πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου
Στα πλάγια και στα πετρωτά και στες κοντοραχούλες,
5 Να σκώνουμουν τ' αποταχύ δυ' ώρες να ξημερώσει,
Να κουρμαστώ 15 τον πόλεμο, πως πολεμούν οι κλέφτες,
Οι κλέφτες κι οι αρματολοί κι ο Γιάννης Μπουκοβάλας
Στο μπάτο στα Κουμπουργιανά μπροστά στην Παναγία.
Γιώργο χαϊντούτης 16 φώναξε τ' Αλέξη Τραγουδάκας·
10 «Βάλτε φωτιά στην εκκλησιά, κάψτε τους Τούρκους μέσα,
Χίλια φλωριά 17 να τη χρωστώ, καινούρια να τη φτιάσω»
Χ. (10) Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠ0ΥΚΟΒΑΛΑΣ

Πανδ. 66. Χριστοφόρ. Περραιβ. ιστ. Σουλ. Ι, 33., 1750-1760, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Να 'μουν μια πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου
Να σκώνουμαι τ' αποταχύ δυ' ώρες να ξημερώσει,
N' ακούρμαινα 18 τον πόλεμο, πώς πολεμούν οι κλέφτες,
Οι κλέφτες κι οι αρματολοί κι ο Γιάννης Μπουκοβάλας.
5 Τον Μήτσο Χούση κυνηγούν στη μέση του Πετρίλου,
Στον πάνω στα Κουμπουριανά, μες στην απάνω χώρα.
Ο Μίτσο Χούσης κλείστηκε μέσα στην Παναγία.
Γιώργο χαϊντούτης 19 χούγιαξε 20 τ' Αλέξη Τραγουδάκη·
«Βάλε φωτιά στην εκκλησιά, κάψε την Παναγία,
10 Χίλια φλωριά 21 να της χρωστώ και χίλια να τη φτιάσω.»
Ο Μπουκοβάλας χούγιαξε του Γιώργου του χαϊντούτη.
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν ακούει·
Βλέπουν τους Τούρκους, πο 'φευγαν, βλέπουν τους Αρβανίτες,
Σαν έκαμε, και χύθηκεν ο Γιάννης Μπουκοβάλας.
15 Και κάνουν τον κατήφορο, παν κατά τον γεφύρι
Κι οι κλέφτες παν, από κοντά ο καπετάνος Γιάννη·
Και πάνε και μπρατσιάστηκαν 22 στον Κόρακα στην άκρη.
Πιάνουνε Τούρκους ζωντανούς και Τούρκους σκοτωμένους.
Ο Μπράτσης εσκοτώθηκε, 'δελφός του καπετάνου.
20 Κι οι Τούρκοι πέρα πέρασαν και παν στη Βρεστενίτσα,
Στη Βρεστενίτσα δε στάθηκαν και τράβηξαν την Άρτα.
Κι οι κλέφτες παν, από κοντά ο καπετάνος Γιάννης,
Και κάνουν τον κατήφορο και πάνε μες στο Πέτα.
Βλέπουν τους Τούρκους πόφευγαν, βλέπουν τους Αρβανίτες,
25 Και πήγανε και κλείστηκαν ανάμεσα στην Άρτα.
XI (11) Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ

U., 1750, ΒΟΣΤΙΤΣΑ

Ποιος είδε ήλιο 'πο βραδιού κι άστρα το μεσημέρι,
Ποιος είδε τον Καραμπελά, τον καπετάν Θανάση;
Εγώ 'δα ήλιο 'πο βραδιού κι άστρα το μεσημέρι,
Εγώ δα τον Καραμπελά, τον καπετάν Θανάση
5 Στο χάνι στη Βελανιδιά.
Πέντε χαντσήδες 23 τον κερνάν, πέντε τον παραστέκουν
Κι ένα μικρό χαντσόπουλο γυρίζει και του λέγει·
«Πού 'σουν εψές Καραμπελά και καπετάν Θανάση;»
«Εψές ήμουν στα Βέρβαινα, προψές στον άγιο Πέτρο
10 Κι απόψε μου 'ρθε μια γραφή εις τρεις μεριές καημένη·
Πατήσανε το Μαλεβό 24, το μέγα μοναστήρι 25,
Που 'χε τριακόσια σήμαντρα και 'ξήντα δυο καμπάνες·
Πάσα καμπάνα και παπάς κι η σιδεριά δυο διάκους,
Πήραν άσπρα 26, πήραν φλουριά 27, πήραν μαργαριτάρια,
15 Πήραν τ' ασημοκάντηλα, βαγγέλια χρυσωμένα,
Πιάσαν και τον ηγούμενον και τον τουρκοπαιδεύουν.
XII. (12) Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ

Πανδ. 62, 1750-1760, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ

«Ποιος είδεν ήλιο το βραδύ κι άστρο το μεσημέρι,
Ποιος είδε τον Καραμπελά, τον καπετάν Θανάση,
Σε τι βουνό να βρίσκουνται, σε τι παλιά λημέρια;»
«Εμείς εψές τον είδαμε με την οξιά στη ράχη,
5 Έχουν αρνιά που ψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
Κι είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν' ο καπετάνιος.»
Κι εκεί που τρων και πίνουνε και ψιλοτραγουδούνε,
Ένα χαρτί τους έρχεται από τον Μπουκοβάλα.
«Σα λάβετε το γράμμα μου, σα λάβεις τη γραφή μου,
10 Να μάσεις τα μπουλούκια σου, να 'ρθεις ν' ανταμωθούμε,
Να πάμε ντέβρι 28 τα χωριά, ντέβρι τα βιλαέτια 29,
Να μπούμε μες στο Μέτσοβο, μες στο τρανό ντερβένι 30,
Εκεί πασάς θε να διαβεί κι ένας καλός βεζίρης,
Και να τον καρτερέψομε στο Μέτσοβο στη ράχη.»
15 Επήγαν και του το 'πιασαν κατάραχα στο χάνι,
Ακούν τουφέκια κι έπεφταν και θλιβερά βροντούνε.
Το τι τουφέκια να 'ν' αυτά και θλιβερά βροντάνε;
Μήνα και γάμος γίνεται, μήνα 'ναι πανηγύρι;
Ο Μπουκοβάλας πολεμά κι ο καπετάν Θανάσης
20 Καραμπελάς χουχούτισε 31 σαν άξιο παλικάρι.
«Γιουρούσι θέλουν τα παιδιά κι ο καπετάν Θανάσης.»
Σαν έκαμαν κι εχύθηκαν με τα σπαθιά στα χέρια,
Καραμπελάς σκοτώθηκε κι ο καπετάν Θανάσης.
Πιάνουν τον μπέη ζωντανό και τον πασά αντάμα.
25 Κι ο Μπουκοβάλας έκρενε 32 κι ο Μπουκοβάλας κρένει
Σταθείτε παλικάρια μου, λίγα μου παινεμένα,
Γυρίστε πίσω, πάρτε μου τον καπετάν Θανάση.
Να μην τον πάρει η Τουρκιά, τον παίρνουν Αρβανίτες
Και μες στα Γιάννινα τον παν, τον στέλνουνε στην πόλη,
30 Βλέπουν εχτροί και χαίρουνται και φίλοι και λυπούνται·
Τον βλέπει κι η μανούλα του και κάθεται και κλαίει.»
«Δεν σ' το 'πα Καραμπέλα μου, δε σ' το 'πα τρεις και πέντε
Τι χάλευες, τι γύρευες αυτού στον ξένο τόπο;»
«Καλά μου 'πες μανούλα μου κι η μαύρ' η αδερφή μου
35 Κι εγώ δεν ακρουμάστηκα 33 και πάω στον Μπουκοβάλα
Κι επήγα κι εσκοτώθηκα στο Μέτσοβο στη ράχη.»
XIII. (13) Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΘΑΣ

Πανδ. 73, 1750-1760, ΘΕΣΣΑΛΙΑ, ΑΓΡΑΦΑ

Σύντα 34 να 'βαλαν τη βουλή άρχοντες Καρελιώτες
Κι έκραξαν τον Αλήμπεη και τον Μαλιακουσίνο.
«Μάλιο μ' σαν θέλεις και ψωμί, σαν θέλεις βιλαέτια 35,
Τους κλέφτες να βαρέσετε τους μαύρους τους Σταθαίους.»
5 Στη Λεπενού γιομάτισε 36, στη Βλίφη πάει το βράδυ.
Να κι ο Γιαννάκης του Σταθή γαμπρός του Μπουκοβάλα·
«Καλή σας μέρα γέροντες 37, πολλά τ' έτη αγάδες.»
«Καλώς τον Γιάννη του Σταθή, γαμπρός του Μπουκοβάλα.»
«Γιαννάκη μ' ρίξε τ' άρματα, Γιαννάκη μ' παραδώσου.»
10 «Εγώ δε ρίχνω τ' άρματα και δεν τα παραδίνω.
'γω μ' ο Γιαννάκης του Σταθή, γαμπρός του Μπουκοβάλα,
Το πώς τα ρίχνουν τ' άρματα και πώς τα παραδίνουν;»
«Χίλια φλωριά δίν' ο Σταθής και χίλι' ο Μπουκοβάλας
Και χίλια δίν' η μάνα μου και χίλι' η αδελφή μου,
15 Και χίλια η γυναίκα μου κι έρχουνται και με βγάνουν.»
Εδώ που 'ρτες Γιαννάκη μου, ποτέ βγαλμούς δεν έχεις,
Εδώ δεν είν' η Δούμνιτσα, δεν είν' το Σακαρέτσι,
Να πολεμάς με την Τουρκιά, μ' αυτόν τον Μήτσο Χούση.
Ο Μπουκοβάλας έρχεται με δύο, με τρεις χιλιάδες.
20 Στον Κόρακα ξεκάμπισε, στον Βάλτο πάει το βράδυ.
Όσο να παν τη Δούμνιτσα, τους βρίσκει σκοτωμένους.
Και κάνει τον κατήφορο και πάει μες στα χάνια,
Τον Μήτσο Χούση καρτερεί, του καν' ένα καρτέρι·
Τριακόσιους Τούρκους σκότωσε, τριακόσιους τσακωμένους,
25 Κι όλο μπροστά τον έβανε, στην Άρτα τον πηγαίνει.
Κι ο Μπουκοβάλας χούγιαξε 38 κι ο Μπουκοβάλας κρένει.
«Γυρνάτε, παλικάρια μου, πίσω του ....
Να πάμ' κατά τον τόπο μας, πίσω στο βιλαέτι.»
XIV. (14) Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΘΑΣ

Faur. I, 14. Ζαμπ. 14, 23. U. Αγγελ. 63. Σχιν. Gramm. 173, 1750-1760, ΘΕΣΣΑΛΙΑ, ΑΓΡΑΦΑ.

Μαύρο καράβι έπλευσε, στα μέρη της Κασσάντρας
Που 'χε τα νέφη για πανιά, τον ουρανό παντιέρα.
Κι ομπρός κορβέτα 39 μ' άλικο 40 μπαϊράκι 41 του προβγαίνει·
Μάινα 42 φωνάζει τα πανιά, ρίξτε τα πανιά κάτου.»
5 «Δεν τα μαϊνάρω τα πανιά κι ουδέ τα ρίχνω κάτου.
Μη λέτε κι είμαι νιόνυφη, νύφη να προσκυνήσω 43.
Εγώ μ' ο Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκοβάλα.
Τράκο λεβέντες ρίξετε στην πλώρη το καράβι·
Να χύσομ' αίμα Τούρκικο, να φάνε κι οι κοράκοι»
10 Κι οι Τούρκοι βόλτα ρίχτουνε, γυρίζουνε την πλώρη.
Πρώτος ο Γιάννης πέταξε, πρώτος ο Γιάννης βγαίνει
Με το τουφέκι στο δεξί, με το σπαθί στα δόντια.
Ποτάμι τρέχουν αίματα, θάλασσα κοκκινίζει
Κι αλλά, αλλά φωνάζοντες ον Τούρκοι προσκυνούνε.
XV. (15) Ο ΖΗΔΡΟΣ

Παν δ. 88, 1750, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Ο Ζήδρος κάνει τη χαρά, παντρεύει τόνε γιο του,
Κι όλο τον κόσμο τον καλεί και τα καπετανάτα,
Το Λάπα δεν τον κάλεσε γιατ' είν' αμαχεμένος 44.
Και όλοι πιάνουν κάλεσμα κριάρια με κουδούνια,
5 Κι ο Λάπας πάει ακάλεστος σα μήλο μαραμένο
Σα μήλο, σα δαμάσκηνο, σα δροσερό σταφύλι.
Κι αυτήνος πάει κάλεσμα έν' ασημένιο 'λάφι,
Στ' ασήμι και στο μάλαμα και στο μαργαριτάρι.
Κι η Ζήδραινα τον καρτερεί μ' εννιά λογιών παιγνίδια.
10 «Καλώς τον Λάπα πόρχεται, τον καπετάνο Λάπα,
Που 'ναι στους κάμπους φλάμπουρο, στους κλέφτες κυπαρίσσι,
Που 'ναι και στον Βλάχο ... σερντάρης 45 στα κορίτσια.»
«Εγώ δεν ήλθα για φαΐ, δεν ήλθα για τραγούδια,
Τη νύφη οπού πήρατε, θα την επάρω πίσω·
15 Τη θέλω για του λόγου μου και για τον αδελφό μου.»
«Να μην το κάμεις Λάπα μου, χρυσέ μου καπετάνιο·
Θε να το μάθει ο ντουνιάς 46, θε να το μάθ' ο κόσμος.»
«Σήκω νυφούλα μ' κι άλλαξε, σήκω και καβαλίκα.
Και να σε πάω στο σπίτι μου, να σε πάω στ' αδελφή μου.»
20 «Άφσε μ', αφέντη μ', άφσε με, χρυσέ μου καπετάνιο
Και μη με πας στη μάνα σου, μήτε στην αδελφή σου.
Έχω λεβέντη αδελφό, λεβέντη παλικάρι.»
«Και δεν σε πάω αστεφάνωτη, σε πάω στεφανωμένη.
Εγώ 'μ' ο Λάπας ξακουστός, ο Λάπας ξακουσμένος
25 Μένα με ξέρ' ο Έλυμπος, με ξέρ' η Κατερίνη,
Με ξέρ' η μαύρη Λιάκουρα, που τόχ' αρματολίκι.»
XVI a. (16 α) Ο ΖΗΔΡΟΣ

Faur. Ι, 68. Ζαμπ. 704, 139, 1750, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Ο Ζήδρος κάνει τη χαρά, χαρά για τόνε γιο του,
Κι εκάλεσε την κλεφτουριά, τα δώδεκα πρωτάτα,
Το Λάπα δεν εκάλεσε, το μαύρο ψυχοπαίδι.
Όλοι παγαίνουν κέρασμα κριάρια με κουδούνια,
5 Κι ο Λάπας πάγ' ακάλεστος με ζωντανόν αλάφι,
Στ' ασήμι και στο μάλαμα και στο μαργαριτάρι.
Κανείς δεν τον ελόγιασεν από τους καλεστάδες,
Τόνε λογιάζ' η Ζήδραινα από το παραθύρι·
«Καλώς τον Λάπα πόρχεται μ' αλάφι στολισμένο.
10 Στρώστε του Λάπα στον οντά 47, του Τρίτσα στην κρεβάτα,
Στρώστε και των παλικαριών απ' όλα τα πρωτάτα.»
XVI b. (16 β) Ο ΖΗΔΡΟΣ

Ευλ. 32. Ζαμπ. 652, 68. Kind Eunom. 4. Μ. I, 368, 1750, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Ένα πουλάκι κάθουνταν στου Ζήδρου το κεφάλι.
Δεν ελαλούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια,
Μόν' ελαλούσε κι έλεγεν ανθρωπινή λαλίτσα.
«Ζήδρο μ' εσ' ήσουν φρόνιμος, ήσουν και παλικάρι
5 Εις την κλεψιά κι αρματολιά και σ' όλα τα πρωτάτα.
Ήσουν και πρώτος έπαρχος σ' όλα τα μοναστήρια,
Κι όσα βουνά περπάτησες, όλα βοτάνια τα 'χουν,
Δεν το 'ξερες κακόμοιρε, να φας να μην πεθάνεις.»
«Τι λες πουλί, κακό πουλί, γιατί με καταριέσαι,
10 Σαράντα χρόνους έζησα αρματολός και κλέφτης,
Τον Χάρο δε φοβήθηκα, τον Χάρο δε φοβούμαι·
Κι άλλους σαράντα νάζουσα, πάλε θε να πεθάνω.
Κι αν θα πεθάνω μπρε πουλί, δεν το 'χω πως πεθαίνω,
Μόν' το 'χω σε παράπονο και για ντροπή μεγάλη,
15 Που θα το μάθουν τα σκυλιά, να παν στην Αλασσόνα,
Να μου χαλάσουν τα χωριά τα έρμα βιλαέτια.
Παρακαλώ τη συντροφιά κι όλα τα παλικάρια.
Να μου 'γνοιαστούν το σπίτι μου, τη δόλια μου γυναίκα,
Να μου κοιτάζουν το παιδί τον μαύρο τον Δημήτρη·
20 Που 'ναι μικρό κι ανήλικο κι από κλεφτιά δεν ξέρει.»
XVII. (17) Ο ΖΗΔΡΟΣ

Χριοτοφ. Περραιβ. ιστορ. τ. Σουλ. I, 33, 1750, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Εψές ήμουν στους ουρανούς και σήμερα με τ' άστρα
Κι άκουσα πως σέν' έγραψαν με τους απεθαμένους.
«Σώπα, σώπα, πουλάκι μου, και μη με καταριέσαι·
Αν είν' για τη γυναίκα μου, γυναίκα παίρνω κι άλλη·
5 Αν είν' για τα παιδάκια μου, παιδάκια κάμνω κι άλλα
Αν είν' για το κεφάλι μου, δεν ξέρω τι να κάμω.»
«Όσα βουνά περπάτησες, όλα βοτάνια είχαν,
Να τα 'ξευρες, να τα 'τρωγες, ποτέ να μην πεθάνεις.»
«Σαράντα χρόνους έκαμα αρματολός και κλέφτης
10 Κι άλλους σαράντα να 'κανα, πάλιν θε να πεθάνω.
Μόν' το 'χ' ένα παράπονο και φλόγα στην καρδιά μου,
Που θα το μάθ' Αρβανιτιά, να 'ρθει στην Ελασσόνα.
Παρακαλώ σε Λάζο μου και καπετάν Δημήτρη,
Καλά να μου τηράξετε τον Φώτο, το παιδί μου,
15 Γιατί μικρός ορφάνεψε κι από κλεψιά δεν ξέρει.
Γερόντοι θέλουν χάιδεμα κι αγάδες θέλουν γρόσια
Και τα πρωτοπαλίκαρα λουφέν 48 να τ' αυγατίσει,
Που στέκονται στον πόλεμον, οπού βαστούν στο τσέγκι 49·
Μπροστά πάγουν στον πόλεμο, στο γύρισμα κατόπι.
XVIII. (18) Ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ

Faur. Ι 76. 1750, ΜΩΡEA

Τ' είν' το κακό που γίνεται τούτο το καλοκαίρι;
Τρία χωριά μας κλαίονται, τρία κεφαλοχώρια.
Μας κλαίεται κι ένας παπάς από τον άγιο Πέτρο.
Τι τόκαμα του κερατά και κλαίετ' απ' εμένα,
5 Μήνα τα βόδια τα 'σφαξα; μήνα τα πρόβατα του;
Τη μια του νύφη φίλησα, τες δυο του θυγατέρες·
Το 'να παιδί του σκότωσα, τ' άλλο το πήρα σκλάβο,
Και πεντακόσια δυο φλωριά τα ξαγορά του πήρα.
Όλα λουφέν 50 τα μοίρασα, λουφέν στα παλικάρια·
Κι ατός μου δεν εκράτησα τίποτε για τ' εμένα.
XIX. (19) Ο ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ

Faur, I, 90, 1750, ΠΑΤΡΑΤΣΙΚΙ.

Τι έχουν της Γούρας τα βουνά και στέκουν μαραμένα;
Μήνα χαλάζι τα χτυπά; μήνα βαρύς χειμώνας;
Κι ουδέ χαλάζι τα χτυπά, κι ουδέ βαρύς χειμώνας·
Ο Κοντογιάνης πολεμά χειμώνα, καλοκαίρι.

XX. (20) ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ

Faur. Ι, 90. Ζαμπ. 603, 8, 1750.

Όποιος τυράννους δεν ψηφεί,
Κι ελεύθερος στον κόσμο ζει,
Δόξα, τιμή, ζωή του
Είν' μόνο το σπαθί του.
XXI. (21) Ο ΤΟΤΣΚΑΣ

Χριστοφορ. Περρ. ιστορ. τ. Σουλ. Ι, 34, 1750-1760, ΓΡΕΒΕΝΑ, ΠΗΛΙΟΝ.

Εψές προψές εδιάβαινα τα κλέφτικα λημέρια
Κι άκουσα, πως ερμήνευε Τότσκας τα παλικάρια·
«Παιδιά μ' αν θέλτε λεβεντιά κι ελεύθερα να ζείτε,
Βάλτε τσηλίκι 51 στην καρδιά και σίδηρα στα πόδια.
5 Κρασί ποτέ μην πίνετε, ύπνο μην αγαπάτε,
Ο ύπνος είναι θάνατος και το κρασ' είναι πλάνος.»
Γυρίζ' ο Νάκας και τον λέγ', λέγει τον καπετάνο·
Μπιζέρισαν 52, βαρέθηκαν Τότσκα μ' τα παλικάρια,
Της νύχτας το περπάτημα, τσ' αυγής το καραούλι 53,
10 Θέλουν να προσκυνήσουνε σ' αυτόν τον ντυβιτάρη 54,
Που 'ναι βαλής 55 στα Γρεβενά, ντερβέναγας 56 στα χάσια 57
«Παιδιά μ' αν θέλτε κόψιμο και θέλτε να χαθείτε,
Ελάτε να σας κόψω 'γώ και να σας παραχώσω,
Να δώσω και μνημόσυνα εις όλους τους παπάδες·
15 Ν' ακούσουν χώρες και χωριά, χωριά και βιλαέτια 58,
Να πουν ο Τότσκας λύσσαξε και τρώγ' τα παλικάρια.»
Τον λόγο δεν απέσωσε, η ομιλιά βαστούσε,
Το καραούλ' εφώναξε, το καραούλι 59 κράζει·
Πολλή Τουρκιά μας έρχεται, μπέηδες και αγάδες,
20 Αφήτε τους ας έρχονται κι ημείς τους καρτερούμε.
Πιάστε παιδιά το στένωμα, βάλτε τους μες στη μέση,
Κι απέ γιουρούσι 60 κάμετε, σφάξετε τους αγάδες.
Να διουν του Τότσκα το σπαθί, του Νάκα το τουφέκι,
Βοήθ' Αϊλιά του Μπουρμπουτσό κι από τη Σαμαρίνα,
25 Τους Τούρκους να χαλάσομε, τσ' εχτρούς της πίστεώς μας,
Που τυραννούν τ' αδέλφια μας, που σφάζουν τα παιδιά μας.
ΧXII. (22) Ο ΤΟΤΣΚΑΣ

Ζαμπ. 620, 31, 1750-60, ΓΡΕΒΕΝΑ, ΠΗΛΙΟΝ.

Εψές προψές επέρασα 'πό κλέφτικο λημέρι,
Κι άκουσα που δασκάλευε Τότσκας τα παλικάρια.
«Παιδιά μην προσκυνήσετε σ' αυτόν τον Δελβικότση,
Που 'ναι βελής στα Τρίκαλα και βόιβοντας στη Λάρσα.
5 Παιδιά κι αν προσκυνήσετε σ' αυτόν τον Δελβικότση,
Παιδιά κι αν θέλετε σπαθί κι αν θέλετε παλούκι,
Ελάτε να σας κόψω 'γώ και να σας παλουκώσω.
Κι αν ακουστεί στα Γρεβενά, σ' όλα τα βιλαέτια 61.
Ο Τότσκας πως ελύσσαξε, σκοτώνει παλικάρια,
10 Πέστε το πως εχάλασε τον άξιο τον ταϊφά 62 του,
Γιατί δε θέλει στην Τουρκιά να καταντήσουν σκλάβοι.
XXIII. (23) Ο ΤΟΤΣΚΑΣ

Ζαμπ. 668, 88, 1750-60, ΓΡΕΒΕΝΑ, ΠΗΛΙΟΝ.

Μες στου Γιαννούλη τον μπαχτσέ πετιούντ' οι Γιανιτσάροι,
Είναι κι ο Τότσκας το σκυλί με δυο, με τρεις χιλιάδες.
Έχουν αρνιά που ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα,
Έχουνε και γλυκό κρασί στην πγάδα που κρυώνει,
5 Έχουν κι ένα Τουρκόπουλο που τους κερνάει, και πίνουν.
XXIV. (24) Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Ζαμπ. 601, 4 cfr. Τ. 188, 1750-60, ΠΗΛΙΟΝ.

— «Βασίλη κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης,
Για ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
Χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.»
— «Μάνα μου 'γώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
5 Να κάμ' αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
Και να 'μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των σκυλώνε.
Φέρε μου το βαριό σπαθί και τ' αλαφρό τουφέκι,
Να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
Να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
10 Να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων.
Να πάω να βρω τον Μάνταλο, να σμίξω τον Μπαστέκη,
Που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες,
Να μπω με δαύτους σύντροφος στα Τούρκικα κεφάλια.
Με μια σπαθιά να κόφτω τρεις, με το τουφέκι πέντε,
15 Και με το γιαταγάνι 63 μου σαράντα και πενήντα.»
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας βουνά με τους κρεμνούς, λαγκάδια με τες πάχνες.»
«Κακώς το τ' άξιο το παιδί και τ' άξιο παλικάρι.»
Οι Τούρκοι τον αγνάντεψαν και παγανιά 64 του στέλνουν,
20 Πήγαν και τον καρτέρεσαν σ' εν' άγριο μονοπάτι,
Κι εστοχαστήκαν τα σκυλιά πως ήταν σαν και δαύτους,
Σκοινιά 'χαν να τον δέσουνε, σαν να 'τανε κριάρι.
Μα κείνο τ' άξιο το παιδί, τ' άξιο το παλικάρι.
Σα βγάζει το βαριό σπαθί και τσόκαμε γιουρούσι 65,
25 Σα θεριστής εφάνηκεν όταν θερίζ' αστάχυα,
Μ' αντίς αστάχυα θέριζε τα Τούρκικα κεφάλια,
Θερίζει Τούρκους δεκοχτώ, κι ελάβωσε τριάντα,
Τους πήρε και τα πλιάτσικα 66 κι εγίνη καπετάνος.
XXIV a. (24 α) Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΛΗΣ

Kind Eunom. ΙΙΙ, 12. Μ. I, 254, 1750-1760, ΟΛYΜΠΟΣ.

Ανάθεμά σε μπρε παπά, παπά 'πό την Πουλιάναν
Με τη γραφήν oπόστειλες την αποκριά το βράδυ.
«Σ' εσένα Γιάννη Καραλή σ' όλα τα παλικάρια
Πενήντα γρόσια 67 κέρασμα και χώρια τα μπαχτσήσια 68,
5 Τον Γιάννην να με φέρητε, τον Γιάννην τον γαμπρόν μου.
Σαν δε θελήσει να ελθεί, φέρτε του το κεφάλι.»
Κι εκίνησαν πέντε παιδιά κι ο ψυχογιός αντάμα.
Εύρον τον Γιάνν', οπ' έπινε μαζί με τα παιδιά του.
«Καλή σου μέρα Γιάννη μου.» — «Καλώς τα παλικάρια,
10 Ορίσατε μπρατίμοι 69 μου να φάμε και να πιόμε.»
«Ημείς για φάγ' δεν ήλθαμεν ουδέ για πιείν να πιόμεν.
Γιάννη σε κράζ' ο πέθερος ν' έλθεις να 'νταμωθόμεν.»
«Av είναι για καλό να 'λθω, να στολιστώ να έλθω,
Κι αν είναι για κακό να 'λθω, να έλθω καθώς είμαι!»
XXV. (25) Ο ΝΙΚΟΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΘΑΚΗΣ

Τ. 233, 1750-1760, ΑΓΡΑΦΑ.

«Πούθ' έρχεσαι πουλάκι μου και πούθε καταβαίνεις;»
«Από τη Βέργια 70 έρχομαι και στ' Άγραφα πηγαίνω.
Πάγω να βρω τον Νίκολο, να βρω και τον Σταθάκη,
Να πω τα χαιρετίσματα από τον ανεψιόν τους.»
5 «Πε μας, πε μας πουλάκι μας, τίποτε μη μας κρύψεις.
Ο Χρήστος τι να γίνηκε, τ' άξιο το παλικάρι;»
Ο Χρήστος πάει και κλείστηκε ψηλά στο Καρατάσι 71,
Και πολεμάει με την Τουρκιά, με τους ντερβεναγάδες 72.
XXVI. (26) Ο ΚΙΤΣΟΣ

Faur. Ι, 97. Ζαμπ. 654, 70. Αγγελ. 61, 1750-1760, ΑΓΡΑΦΑ.

Του Κίτσ' η μάνα κάθουνται στην άκρη στο ποτάμι·
Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε·
«Ποτάμι μου λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω,
Για να περάσ' αντίπερα πέρα στα κλεφτοχώρια,
5 Οπόχουν κλέφτες σύνοδο, οπόχουν τα λημέρια.»
Τον Κίτσο τον επιάσανε και παν να τον κρεμάσουν·
Χίλιοι τον παν απ' ομπροστά και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι ολοξοπίσω πήγαινεν η μαύρη του μανούλα·
Μοιριολογούσε κι έλεγε, μοιριολογά και λέγει·
10 Κίτσο μου που 'ναι τ' άρματα τα έρμα τα τσαπράζια 73;
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
Δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου, δεν κλαις και την αντρειά μου,
Μόν' κλαις τα έρμα τ' άρματα, τα έρμα τα τσαπράζια.»
XXVIΙ (27) Ο ΚΙΤΣΟΣ

U, 1750-1760, ΑΓΡΑΦΑ.

Του Κίτσ' η μάνα θλίβεται, του Κίτσ' η μάνα κλαίει.
Με το ποτάμι μάλωνε, με τα βουνά μαλώνει·
Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι κάμε πόρο,
Θε να περάσ' απόπερα στον ξακουσμένο Βάλτο,
5 Οπού 'ν' οι κλέφτες οι πολλοί κι όλ' οι καπεταναίοι.
Πού 'ν' τα Ζαρονικόπουλα, ο Κώστας κι ο Σταθάκης;
Για να ρωτήσω, για να διω, να μάθω για τον Κίτσο,
Που μου 'παν, πως βαρέθηκε στο γόνα παραπάνω.
Τα παλικάρια τ' έκλαιαν και τον μοιρολογούνε·
10 Παιδιά μ' δεν έχω τίποτε, παιδιά μου δε πεθαίνω.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
Και φέρτε μου κόλλα χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
Να γράψω τα τσαπράζια μου, τα έρμα τ' άρματά μου.»
Τον ψυχογιό του φώναξε, σφιχτά τον αγκαλιάζει.
15 Κι αυτόνος εξεψύχησε.
XXVIII. (28) Ο ΚΙΤΣΟΣ

Πανδ. 13, 1750-1760, ΑΓΡΑΦΑ.

Τίνος μανούλα θλίβεται; τίνος μανούλα κλαίει;
Του Κίτσ' η μάνα θλίβεται, του Κίτσ' η μάνα κλαίει·
Με το ποτάμι μάλωνε και το λιθοβολάει.
«Ποτάμι μου λιγόστεψε, ποτάμι κάμε πόρο,
5 Για να περάσ' απόπερα να πάω κατά τον Βάλτο·
Να πάω στα … μες στους Αρκουμανέους
Μου πάνε πως λαβώθηκε και στον γιατρό τον πάνε·
Για να ρωτήσω και να διω να μάθω για τον Κίτσο.
Μου πάνε πως τον λάβωσαν και στον γιατρό τον πάνε.
10 Γιατροί μου που γιατρεύετε κομμένους και σφαγμένους,
Τον Κίτσο να γιατρέψετε, οπού 'ναι λαβωμένος,
Χίλια φλωριά τα γιατρικά και τρεις χιλιάδες γρόσια. 74»
«O Κίτσος δε γιατρεύεται, γιατ' είναι λαβωμένος
Γιατί την έχει στην καρδιά, την έχει και στο χέρι.»
15 Σκούζ' η μανούλα την αυγή κι η αδελφή το βράδυ,
Και μες στο γύρμα 75 του ηλιού σκούζουν όλες αντάμα.
«Κίτσο μου για δε φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι,
Να πας εις το Ξερόμερο, να πας κατά τον Βάλτο,
Να κινδυνέψεις τα χωριά κι αυτό τον κυρ ...»
(Sequuntur in Pandora quattuor versus, quos ex alio carrmine huc translatos putamus.)
Ένα πόλεμον έκαμε στην Κολιανή στη ράχη·
Τον αδελφό του σκότωσαν και πέντε παλικάρια·
Και κάνει τον κατήφορο, στα Άγραφα πηγαίνει·
Πικρό καρτέρι του 'καμεν, πικρό φαρμακωμένο.
XXIX. (29) Ο ΚΟΥΤΣΟΧΡΗΣΤΟΣ

Kind. Anth. 16. Μ. Ι, 234, 1760-1770, ΑΓΡΑΦΑ.

Εβούρκωσεν ο ουρανός, ο άνεμος μουγκρίζει,
Και τα λαγκάδια τ' αντηχούν, οι πιστικοί θαυμάζουν,
Τ' είν' το κακό που γίνεται, και σκούζουν τα κοράκια.
Ο Κουτσοχρήστος πολεμάει με τον Ταχίρ αμπάζη 76·
5 Πέφτουν τουφέκια σαν βροχή, κουρσιούμια 77 σαν χαλάζι,
Θερίζουν Τούρκικα κορμιά, κονιάρικα 78 κουφάρια.
Κι ο Κουτσοχρήστος σαν αϊτός παντού τους τριγυρίζει,
Και σαν λιοντάρι φοβερό με το σπαθί στο χέρι,
Χωρίς τουφέκι να κρατεί, σαν πρόβατα τους σφάζει,
10 Και σαν λαγούς τους κυνηγάει· στα παλικάρια λέγει·
«Χτυπάτε τα σκυλοκορμιά και μην τους αψυχάτε,
Να μάθουν, με ποιον πολεμούν, με ποιον έχουν να κάμουν.
Χτυπάτε τ' άπιστα σκυλιά, να μην κρυφτεί ο ήλιος,
Να μη νυχτώσ' ο ουρανός και βρουν τον γλιτωμόν τους.»
15 Κι οι Τούρκοι κράζουν αλλάχ αλλάχ! και φεύγουν τρομαγμένοι·
Αλλάχ, αλλάχ, μεντέτ αλλάχ 79, μεγάλο κιαμέτι 80.
XXX. (30) Ο ΝΑΝΝΟΣ

Faur. Ι, 78. Ζαμπ. 602, 5. Αγγελ. 60. Possart Neugr. Gr. 319, 1750-1760, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

Εβγήκε ο Νάννος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
Κι εμάζωνε κλεφτόπουλα, παιδιά και παλικάρια.
Τα μάζωξε, τα σύναξε, τα 'καμε τρεις χιλιάδες,
Κι ολημερίς τα δίδαχνε, ολονυχτίς τα λέγει·
5 «Ακούστε παλικάρια μου κι εσείς παιδιά δικά μου,
Δε θέλω κλέφτες για τραγιά, κλέφτες για τα κριάρια·
Μόν' θέλω κλέφτες για σπαθί, κλέφτες για το τουφέκι.
Τριώ μερώ περπατησιά να πάρομε μια νύχτα,
Να πάμε, να πατήσομε της Νικολούς τα σπίτια,
10 Οπόχει τ' άσπρα τα πολλά και τ' ασημένια πιάτα.»
«Καλώς τον Νάννο πόρχεται, καλώς τα παλικάρια.»
«Παράδες θέλουν τα παιδιά, φλωριά 81 τα παλικάρια,
Κι ατός μου θέλω την κυρά.»
XXX a. (30 α) Ο ΣΥΡΟΣ

Πανδ. 12, 1750-1760, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

Ο Σύρος από τη Σερβιά 82 κι ο Νάννος απ' τη Βέροια
Κονάκια 83 'χουν στην Τσαπουρνιά 84, κονάκια στα Κανάλια,
Κονάκια 'χουν στην Κερασιά, σ' ενού παπά το σπίτι.
«Παπά ψωμί, παπά κρασί, παπά ταγή 85 τ' αλόγου,
Παπά φέρε την κόρη σου, τη θέλ' ο καπετάνος.»
«Εγώ ψωμί, εγώ κρασί, εγώ ταγή τ' αλόγου·
Η κόρη μου δεν είν' εδώ, την έστειλα στ' αμπέλι.»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν αποείπε·
Το για κι η κόρη πόρχεται τα μήλα φορτωμένη,
10 Φέρνει τα μήλα στην ποδιά, τα κίτρα στο μαντίλι.
Σκύφτει, του παίρνει την ποδιά και του φιλεί το χέρι.
«Έλα κόρη μ' στο γόνα μου να μου κερνάς να πίνω.»
«Όσο να σκάσ' αυγερινός να πάει η πούλια γιόμα 86.
Εγώ 'μαι κόρη του παπά, εγώ μ' παπαδοπούλα,
15 Ποτέ μου δεν εκέρασα κανένα καπετάνο.
Είναι ντροπή σ' εμένανε, ντροπή και στους δικούς μου,
Ντροπή και στον πατέρα μου οπού 'ν' ένας αφέντης.»
«Σε παίρνω με το χέρι μου, παίρνω με το σπαθί μου.
Εγώ πασά δε σκιάζομαι, βεζίρη δε φοβούμαι,
20 Πασά 'χω το τουφέκι μου, βεζίρη το σπαθί μου·
Εγώ 'μ' ο Σύρος ξακουστός, ο Σύρος ξακουσμένος·
Μέρα και νύχτα πολεμώ, τες δυο τες τρεις καρτέρι,
Έχω καπτάνιους ξακουστούς κι ασκέρι διαλεμένο,
Τον Τσέγι τον περήφανο και τον καπτάνιο Τάσο.
25 Ότανε διουν τη βούλα 87 μου, ιδούνε τη γραφή μου
Την μέρα νύχτα κάνουνε να 'ρτουν ν' ανταμωθούμε.»
[Και πήγαν αποκλείστηκαν στη Νιάουστ' από πάνω
Τρεις μέρες κάνουν πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.]
XXXI. (31) ΟΙ ΑΝΔΡΟΥΤΣΑΙΟΙ

Ζαμπ. 630, 52, 1770-1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ. πλ.

Στη Λιάκουρη, στη Λειβαδιά, στην Κιόνα του Σαλώνου
Και στα Βαρδούσια τα ψηλά που 'χουν τες καταβότρες 88,
Εσώσανε την κλεφτουριά τους μαύρους Ανδρουτσαίους,
Τον Δρόσο τον περήφανο, τον Γιώργο Μοραΐτη,
5 Τον Γιάνν' από τους Ξυλικούς και τον Βλαχοθανάση,
Που 'ταν μπαϊράκια 89 στα βουνά και φλάμπουρα 90 στους κάμπους,
Κι ανάμεσ' απ' τον ταϊφά 91 πανώρια κυπαρίσσια.
Βουνά μου μη χιονίσετε, κάμποι μην παχνιστείτε,
Και σεις χελιδονάκια μου να ζείτε μη λαλείτε·
10 Μόν' πέστε της Ανδρούτσαινας, της μικροπαντρεμένης
Να μην αλλάξει τη λαμπρή και τα φλωριά 92 μη βγάλει,
Και να μην πλέξει τα μαλλιά στην εκκλησιά μην πάγει,
Τι Ανδρούτσος αποκλείστηκε στο μέγα μοναστήρι·
Φέρνουν τόπι' 93 απ' την Έγριπο 94, μπόμπες απ' την Αθήνα,
15 Να ρίξουν, να σκορπίσουνε το μέγα μοναστήρι·
Κι ο Ανδρούτσος έτρωγ' κι έπινε κι έστριφτε το μουστάκι.
XXXII. (32) ΟΙ ΑΝΔΡΟΥΤΣΑΙΟΙ

U, 1770-1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ. πλ.

Ποιος του' πε και ποιος τ' άκουσε εδώ στον ξένο τόπο,
Που να μαλώνουν τα βουνά, να κλαίνε τα καημένα.
Κι η Λιάκουρα της Λειβαδιάς κι η Κιόνα των Σαλώνων,
Και τα Βαρδούσια τα ψηλά λένε της Καταβόθρα·
5 «Μωρέ βουνί, κακό βουνί, πουτάνα Καταβόθρα 95
Που έσωσες την κλεφτουριά, τους μαύρους Ανδρουτσαίους,
Τον Γιάνν' από τους Ξυλικούς, τον Γιώργο Μοραΐτη,
Τον Δρόσο τον περήφανο με τον Βλαχοθανάση,
Που 'ταν μπαϊράκι 96 στα βουνά και φλάμπουρο 97 στους κάμπους;»
10 Σιγούρεψάνε τα βουνά, σιγούρεψαν κι οι κάμποι,
Σιγούρεψε κι η Λειβαδιά με τα 'μορφα κορίτσια.
XXXIII. (33) Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ

U, 1770-1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ. πλ.

Ανδρούτσος εκατέβηκε μες του Σκορδά στο χάνι,
Τα παλικάρια τον ρωτούν, γυρίζουν και του λένε·
«Ανδρούτσο μ' τ 'είσαι κίτρινος και στέκεις μαραμένος;»
Μουχτάρ πασάς μ' επλάκωσε στον Νέπαχτο 98 στον κάμπο,
5 Πέντε πολέμους έκαμε απ' την αυγ' ως το βράδυ,
Πέντε παιδιά μου σκότωσαν και τον Βλαχοθανάση,
Πέντε πλευρά μου τσάκισαν και τη δεξιά μου πλάτη.
Τώρα μας έρχονται κοντά πέντ', εξ, οχτώ χιλιάδες.
Φτιάστε ταμπούρια 99 δυνατά και πολεμάτ' αντρεία,
10 Να πιάσω Τούρκους ζωντανούς κι αυτό τον Μιτσομπόνο.»
XXXIV. (34) Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ

Τ. 194, 1770-1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ. πλ.

Κι εσείς κορίτσια του Δαδιού στα μαύρα να ντυθείτε,
Τι τον Ανδρούτσο κλείσανε στο μέγα μοναστήρι·
Φέρνουν τόπι' 100 απ' τον Έγριπο, μπαρούτι οχ την Αθήνα,
Να ρίξουν, να χαλάσουνε το μέγα μοναστήρι.
5 Εξήντα μέρες πολεμούν Τούρκοι δέκα χιλιάδες
Κι Ανδρούτσος επολέμαγε μ' εξήντα παλικάρια.
Βεζίρης τους εφώναξε, βεζίρης τους φωνάζει·
Χιλιά φλωριά 101 βενετικά μπακσίσι 102 θε να δώσει,
Όποιος τ' Ανδρούτσου ήθελε να πάρει το κεφάλι.

10 «Τώρα να δγείτε μια φορά τ' Ανδρούτσου το τουφέκι.»
Και τα σπαθιά τα βγάλανε γιουρούσι 103 μες στους Τούρκους·
Εσκότωσαν, ελιάνισαν Τούρκους ως δυο χιλιάδες,
Και με τη νύχτα βγήκανε προτού να ξημερώσει.
Τα παλικάρια μέτρησε και τ' έλειψαν οι πέντε.
15 Γράφει γραφή κι επιστολή και στέλνει στον βεζίρη·
Τα παλικάρια στείλε μου φλωριά — αρματωμένα,
Να μη γυρίσω το βραδύ κι έρτω μες στο τσαντίρι

Γράφει βεζίρης μπουγιουρντί 104 και στέλνει στον Ανδρούτσο,
Χρυσό μπακσίσι του 'στειλε να πάρ' αρματολίκι,
20 Αρματολίκι Λειβαδιάς και όλου του Σαλώνου.
XXXV. (35) Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ

Πανδ. 10. U, 1780, ΛΕΙΒΑΔΙΑ. πλ.

Τίνος μανούλα θλίβεται; τίνος μανούλα κλαίει;
Τ' Ανδρούτσ' η μάνα θλίβεται, τ' Ανδρούτσ' η μάνα κλαίει·
Με τα βουνά εμάλωνε και τα λιθοβολάει·
Εσείς βουνά της Έγριπος 105 και σεις βουνά της Κιόνας
5 Και σεις βουνά της Λιάκουρας οπού 'στε λυπημένα,
Και σεις κορίτσια του Δαδιού να λεροφορηθείτε.
Ανδρούτσος αποκλείστηκε στο μέγα μοναστήρι,
Δώδεκα μέρες πολεμά, δώδεκα μερονύχτια.
Φέρνουν τόπι' 106 απ' την Έγριπο, κανόνι' απ' την Αθήνα,
10 Να ρίξουν να χαλάσουνε το μέγα μοναστήρι.
Κι Ανδρούτσος έτρωγ', έπινε και στρίφτει το μουστάκι.
«Μουστάκι μου καραμπογιά 107 και φρύδια μου γραμμένα.»
Και τον Τσαούση 108 του 'κραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει.
Τσαούση μοίρασ' το ψωμί και φτιάσε το φαΐ μας
15 Γιουρούσι θε να κάμομε για να εβγούμε όξω.»
Και βρίσκει φίδι δυνατό και χάλασε το κάστρο.
Κι επάτησαν κι εχούγιαξαν 109, βάνουν μπροστά τους Τούρκους.
Πιάνουν πασάδες ζωντανούς, μπέηδες σκοτωμένους.
Κι Ανδρούτσος εχουχούτισε με το σπαθί στο χέρι·
20 Εδώ 'ν' Ανδρούτσος ξακουστός, Ανδρούτσος ξακουσμένος,
Μένα με ξέρ' ο βασιλιάς, με ξέρ' ο κόσμος ούλος,
Με ξέρουν και τα Τρίκερα που τα 'χω 'γώ καημένα.»
XXXVI. (36) Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΥΛΙΚΙΩΤΗΣ

Πανδ. 32, 1770-1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.

Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε, κλαίνε τα κλαριά.
Κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα,
Κλαίνε τα μονοπάτια που περπάταγα,
Κλαίνε και οι βρυσούλες με το κρυό νερό,
5 Κλαίνε και τα μετόχια πόπερνα ψωμί,
Κλαίνε τα μοναστήρια πόπερνα κρασί.
Ο ήλιος εβασίλεψε και το φεγγάρ' εχάθη,
Κι ο καθάριος αυγερινός εζύγωσε, να φέξει.
Κι εσύ, Λαμπράκη μ' ανεψιέ, έλα κάτσε σιμά μου
10 Και τήραξε το λάβωμα, οπού 'μαι λαβωμένος·
Ζύγωσε που θε να χαθώ και θέλω να πεθάνω,
Να σου χαρίσω τ' άρματα, το έρημο τουμάνι 110,
Τες τρεις αράδες τα κουμπιά τα μαλαματωμένα.
Και φέρε μου γλυκό κρασί από το μοναστήρι
15 Να βρέξω τη λαβωματιά, το που 'μαι λαβωμένος.
Το λάβωμα φαρμακερό, το βόλ' πικρό φαρμάκι.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
Βάλτε κλαριά και στρώστε μου να πέσω να πλαγιάσω,
Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, καημένα παλικάρια,
20 Ζυγώστε που θε να χαθώ και θέλω ν' απεθάνω·
Και φκιάστε μου το μνήμα μου να παίρνει δύο νομάτους,
Να στέκ' ορτός, να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω.
Κι απ' τη δεξιά μου τη μεριά αφήτε παραθύρι,
Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά της άνοιξης τ' αηδόνια,
25 Να παίρνουν χαιρετίσματα να παν κατά τους κλέφτες·
«Ο Γιάννης εσκοτώθηκε, ο Γιάννης Ξυλικιώτης·
Τον κλαίνε χώρες και χωριά, τον κλαίνε βιλαέτια 111
XXXVII. (37) Ο ΒΛΑΧΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ

Πανδ. 74, 1770-1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ. πλ.

Διαβάτ' από τον Έπαχτο 112, την άκρ' από τον λόγγο,
Ν' ακούσετε τον πόλεμο που πολεμάει Ανδρούτσος,
Ανδρούτσος κι ο Μουχτάρ πασάς κι όλα τα βιλαέτια· 113
Πέφτουν τα βόλια σα βροχή, τα τόπια 114 σα χαλάζι,
5 Κι αυτά τα λιανοτούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης.
Οι κλέφτες όλοι πολεμούν κι όλοι ρίχνουν τουφέκι.
Κι ο Βλάχος δεν ακούεται κι ο Γιάννης Ξυλικιώτης.
Ο Βλάχος εσκοτώθηκε κι ο Γιάννης πάει στον τόπο.
Ανδρούτσος εχουχούτιζε 115 με το σπαθί στο χέρι.
10 «Πάρτε του Γιάννη τ' άρματα, του Βλάχου το κεφάλι,
Να μην το πάρει η Τουρκιά, το παν στα βιλαέτια,
Βλέπουν εχτροί και χαίρονται, οι φίλοι και λυπούνται.»
Το βλέπει και μια παπαδιά και κάθεται και κλαίει·
Στη Λειβαδιά το στείλανε στη μέση το παζάρι,
15 Το πήγανε στους μπέηδες κι όλοι φλωριά κερνάνε.
«Βλάχο μου, τι εγύρευες στον έρημο τον τόπο;»
«Μ' εγέλασαν οι φίλοι μου κι ο καπετάν Ανδρούτσος.
XXXVIII. (38) Ο ΒΛΑΧΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΥΛΙΚΙΩΤΗΣ

Πανδ. 74., 1770-1780, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.

Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έπαχτο 116 στη ράχη,
Το 'να τηράει τον Έπαχτο, τ' άλλο κατ' τα Κραβάρα,
To τρίτο το καλύτερο τηράει το Λιδωρίκι.
Πάγει μαντάτα και χαρτί σ' όλα τα βιλαέτια 117,
5 Ανδρούτσος επολέμαε στη μέσ' από τον λόγγο.
Διαβάτ' απ' την Κουστάριτσια στη μέσ' από τη χώρα,
Να πείτε της αγάπης μου, της αγαπητικής μου,
Να μην αλλάξει τη λαμπρή γιατ' είναι λυπημένη,
Να μην τα βάλει τα φλωριά 118, να μην τα καμαρώσει,
10 Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, να μην τα ρίξει πίσω.
Κι ο Βλάχος εσκοτώθηκε κι ο Γιάννης πάει στον τόπο.
Πήραν του Βλάχου τ' άρματα, του Γιάννη το κεφάλι.
Να πείτε της μανούλας μου της παραπονεμένης
Ποτέ να μη μ' ακαρτερεί, να μη με παντεχαίνει.
15 Μην πείτε πως σκοτώθηκα, μην πείτε πως εχάθην,
Να πείτε πως παντρεύθηκα στον έρημο τον λόγγο·
Πήρα την πέτρα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα
Κι αυτά τα λιανολίθαρα, τα πήρα συγγενάδια.
Κλάψε με μάνα μ', κλάψε με τη νύχτα με φεγγάρι
20 Και την αυγούλα με δροσιά όσο να πάρει μέρα,
Να παν τ' αηδόνια στες φωλιές κι οι όμορφες να πλύνουν,
Να πάει και η αγάπη μου να κάθεται να κλαίγει.
XXXIX. (39) Ο ΝTΕΛΗΣ AXMETHΣ

Πανδ. 40, 1770-1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ. πλ.

Βγαίνουν οι βλάχοι στα βουνά, βγαίνουν κι οι βλαχοπούλες,
Βγαίνουν και τα βλαχόπουλα λαλώντας τες φλογέρες·
Βγαίνουν τ' αρνάκια παίζοντας με τα χοντρά κουδούνια,
Βγαίνουν οι κλέφτες του Ντελή και του Ντελή Αχμέτη,
5 Και ροβολάν στα Φέρσαλα στη μέσ' από τον κάμπο,
Πιάνουνε Τούρκους ζωντανούς και Τούρκους σκοτωμένους,
Τους πάνε και στον Δομοκό μες στου Ντελή Αχμέτη·
Κι άλλους εκέρναε φλουριά 119 κι άλλους εκέρνα γρόσια 120
Και τους μπουλουκμπασήδες 121 του άρματα διαμαντένια.
10 Τους δίνει άτια με φλουριά, τα γκέμια τσ' ασημένια·
«Σκωθείτε, καβαλκέψετε, να πάμε στο Ζητούνι,
Θα 'ρθ' Ανδρούτσος να σμίξομε, στη Λειβαδιά να πάμε,
Θα πάμε να πολεμήσομε με δύο, με τρεις πασάδες.»
XL. (40) Ο ΑΛΕΞΙΟΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ

Ζαμπ. 695, 127, 1770-1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.

Εσείς πουλιά της Λιάκουρας κι αηδόνια του Σαλώνου
Και συ πετρίτη γλήγορε που πας στες καταβόθρες 122,
Χαιρέτα μου την κλεφτουριά, τον Γιάννη Δυοβουνιώτη.
Τούρκους να μην πιστέψουνε κι αγάδες Σαλωνίτες,
5 Γιατί πιστεύτηκα κι εγώ στον γιο του Μουσταφάγα,
Και τώρα κείτομαι στη γη, κορμί δίχως κεφάλι,
Δίχως τα παλικάρια μου και δίχως τ' άρματά μου.
XLI. (41) Ο ΑΛΕΞΙΟΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΣ

Πανδ. 31, 1770-1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.

Τ' είν' το κακό που γίνεται στα Σάλωνα στη χώρα;
Πολλά τουφέκια πέφτουνε στου μπέη το σεράγι.
Σκότωσαν τον καλόγηρο τον καπετάν Αλέξη,
Τον Κώστ' από τα Κράβαρα, τον Βερελή Θανάση
5 Και τον Ηλί' απ' το Βίδαρι, που 'χε πέντ' αδερφάδες.
«Εσένα πρέπει μωρ' Ηλιά, που 'χεις πέντ' αδερφάδες.
Οι δύο να κλαιν από ταχιά και τρεις το μεσημέρι,
Κι αυτού στο γύρμα του ηλιού να κλαιν οι πέντ' αντάμα.
Ηλιά μου που πολέμαες σαν άξιο παλικάρι·
10 Δεν σ' το 'πα Λια μου μια φορά, δε σ' το 'πα Λια μου δύο,
Στα Σάλωνα να μην κλειστείς, να πας στο Λιδωρίκι,
Να πας να βρεις την κλεφτουριά και τους Καλιακουδαίους,
Να πας πέρα στο Κράβαρι στον όμορφο λεβέντη,
Να σμίξετε τους φίλους σας και τους Καλιακουδαίους,
15 Να πας τα χαιρετίσματα του καπετάν Αλέξη.»
Στα Σάλωνα τον σκότωσαν στου μπέη τα σεράγια 123.
Να 'χαν καούν τα Σάλωνα του μπέη τα σεράγια.
Σκότωσαν τον καλόγηρο τον καπετάν Αλέξη.
Στην Φήβα 124 καν' αρματολός, στη Φήβα κάνει κλέφτης,
20 Κι αυτού μέσα στα Σάλωνα τον κάνουν καπετάνο.
Μέρα και νύχτα περπατεί, μέρα και νύχτα τρέχει,
Και Τούρκους δεν αντάμωνε, Τούρκους δεν ανταμώνει.
Κι ο μπέης τον προβόδισε και τόστειλε και γράμμα.
«Να 'ρθεις μωρέ καλόγηρε και καπετάν Αλέξη,
25 Να 'ρθεις μες στα σεράγια μου, να 'ρθεις ν' ανταμωθούμε.»
«Σκιάζομαι μπέη, σκιάζομαι κι απ' απιστιά φοβούμαι,
Βάλε το φέσι σου στραβά, κακό μη βάν' ο νους σου.»
«Δεν είν' ο μπέης άπιστος να πάει να σε σκοτώσει,
Μόν' είν' ο μπέης ξακουστός, είν' ο Τσακή Οβάκης.»
30 Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν ακούει,
Γλέπει τες πόρτες κι έκλεισαν και κλειούν και το σεράγι.
Πέφτουν τουφέκι' από μπροστά, τουφέκι' από τες πλάτες.
Σκότωσαν τον καλόγηρο τον καπετάν Αλέξη.
Ψιλή φωνούλα έσυρε σαν παλικάρι που 'ταν·
35 «Πού 'στε παλικαράκια μου λίγα και παινεμένα,
Να 'ρθείτε να με πάρετε απ' τους σκυλοκονιάρους,
Που μ' έφαγαν με απιστιά, με έφαγαν με μπέσα»
XLII. (42) Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ

Πανδ. 89, 1770-1790, ΛΕIBΑΔΙΑ. πλ.

Ανάρι' ανάρια τα 'ριχναν οι κλέφτες τα τουφέκια,
Γιατ' είν' οι μαύροι λιγοστοί, γιατ' είν' οι μαύροι λίγοι,
Καν δεκαφτά καν δεκοχτώ καν 'κοσιδυό νομάτοι.
Κι ο Μαυροδήμος έλειπε με δεκοχτώ νομάτους,
5 Πάει να βαφτίσ' ένα παιδί, να πιάσει μια κουμπάρα,
Για να την έχει γύρισμα ο Μαυροκαπετάνιος.
Όντ' έρχετ' απ' τη Λειβαδιά, όντ' έρχετ' απ' τη Φήβα 125,
Και πάει κατά τα Κούντουρα και πάει κατά τη Βίλια,
Και θε να βρει τους φίλους του, τον Μήτρο τον Μιχάλη.
10 Και κάνε τον κατήφορο και πάει κατ' το Ταλάντι,
Πάει να βρει την κλεφτουριά, τον καπετάν Ανδρούτσο,
Να παν κατά την Πρέβεζα, να παν κατά τον Βάλτο,
Να παν να ξεχειμάσουνε τον φετινό χειμώνα.
«Ανδρούτσο μ' που ξεχείμασες τον περσινό χειμώνα;»
15 «Στην Πρέβεζα ξεχείμασα στου Τσαρλαμπά τα σπίτια.»
Κι επήγαν κι αποκλείστηκαν στην άκρ' από τον λόγγο.
Μουχτάρ πασάς τους πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες
Κι Ανδρούτσος εχουχούτισε 126 σαν άξιο παλικάρι·
«Δε σε φοβούμ' Μουχτάρ πασά, στον νου μου δε σε βάνω,
30 Έχω τ' ασκέρι διαλεχτό, τ' ασκέρι διαλεμένο,
Εγώ Τούρκους δε σκιάζομαι, κονιάρους 127 δε φοβούμαι,
Έχω τους παρακλήτσιδες 128 με τα σπαθιά στα χέρια.»
Σαν έκαμαν κι εχύθηκαν, στον Έπαχτο 129 τους πάνε.
Πιάνουν τριακόσους ζωντανούς, τριακόσους σκοτωμένους,
25 Πέφτουν τα τόπια 130 σαν βροχή, οι μπόμπες σαν χαλάζι
Κι αυτά τα λιανοτούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης.
Κι Ανδρούτσος έτρωγ', έπινε και στρίφτει το μουστάκι·
«Μουστάκι μου καραμπογιά και φρύδια μου γραμμένα,
Να 'ξερα, ποιος θα σας χαρεί και ποιος θα σας γλεντήσει
30 Και κάνει τον κατήφορο, στην Πρέβεζα πηγαίνει.
Του στέλν' ο Τσαρλαμπάς χαρτί κι ένα κομμάτι γράμμα·
Να 'ρθεις Ανδρούτσ' στο σπίτι μου, να 'ρθεις να ξεχειμάσεις
Και να σε κάμω και γαμπρό, να παρς στην αδελφή μου.
XLIII. (43) ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΣ

Πανδ. 65, 1770 -1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ. πλ.

«Πουλί μου πούθεν έρχεσαι; πουλί μου πού πηγαίνεις;
Μην ἐρχεσ' απ' τα Κούντουρα, μην έρχεσ' απ' τη Βίλια;
Μην είδες κλέφτες πουθενά τον Γιώργη τον λεβέντη;»
«Εμείς εψές τους είδαμε στον πλάτανο στη βρύση.
5 Είχαν αρνιά κι εψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
Είχαν κι ένα γλυκό κρασί, που πίν' ο καπετάνιος.
Κι ο Λιάγος τους ορμήνευε κι ο Λιάγος τσ' ορμηνεύει·
«Προσκύνα Γιώργη την Τουρκιά μεϊτάνι131 για να γένεις,
Να περπατείς αρματολός, να περπατείς και κλέφτης.»
10 «Εγώ Λιάγο δεν προσκυνώ, μεϊτάνι για να γένω,
Εγώ με θέλουν τα χωριά, με θέλ' η Φήβα ούλη,
Με θέλ' ο καπετάνιος μου κι ο καπετάν Ανδρούτσος.
Ελάτε να μ' ακούσετε, εδώ να μη σταθείτε.
Γιατί θε vα' ρθει Χασιακή, θε να 'ρθει και μια σφάξη,
15 Γιατί θα στείλ' ο βασιλιάς σ' ούλα τα βιλαέτια 132.
Θέλ' τον Ανδρούτσο ζωντανό μ' ούλο τον ταϊφά 133 του.»
Ανδρούτσος κάπου το 'μαθε κάποιος φίλος του το 'πε·
«Εγώ Τούρκους δε σκιάζομαι, κονιάρους 134 δε φοβούμαι,
Εγώ 'μ' Ανδρούτσος ξακουστός, Ανδρούτσος ξακουσμένος.
20 Έχω χίλιους στη Λειβαδιά και χίλιους μες στη Φήβα,
Κι ατήνος βγαίνω στα βουνά, βγαίνω και πολεμάω.»
Κι εβγήκε κι αποκλείστηκε μες στο Δαδί στη χώρα,
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Στέλνει και γράφει μια γραφή, πικρή φαρμακωμένη·
25 «Σ' εσέ Μιχάλη μ' αδερφέ, σ' εσέ Μιχάλη Μήτρο,
Βλέποντας φτο το γράμμα μου ούλοι να μαζωχτείτε,
Κι αν δε μ' ευρείτε στο Δαδί, να 'ρθείτε στην Κιλίτσα.»
Ο Μιχάλης ξεκίνησε με χίλιους πεντακόσους,
Και παίρνει ντέβρι 135 τα χωριά, ντέβρι τα βιλαέτια,
30 Κι επήγε και τον εύρηκε στη Λιάκουρα στη μάχη.
Του 'πε· «Μιχάλη ξακουστέ, Μιχάλη ξακουσμένε,
Δεν πρόφτασες στον πόλεμο να 'ρθεις να πολεμήσεις;»
Ο Μήτρος τ' αποκρίθηκε, ο Μήτρος ο Μιχάλης·
«Μην καπετάνιο σκιάχτηκα, μην πεις πως φοβήθηκα·
35 Μόν' είχα τα παλκάρια μου όσο να τους συμμάσω.
Το ξέρεις το τουφέκι μου, το ξέρεις το σπαθί μου.
Εγώ 'μ' ο Μήτρος ξακουστός κι ο Μήτρος Κουντουριώτης,
Το ξέρεις το τουφέκι μου, το ξέρεις το σπαθί μου»
XLIV. (44) Ο ΜΗΤΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ

Πανδ. 1, 1770-1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.

Ένα πουλάκι ξέβγαινε 'πό μες από τη Φήβα·
Μέρα και νύχτα περπατεί στα κλέφτικα λημέρια,
Ψάχνει να βρει την κλεφτουριά τον Μήτρο, τον Μιχάλη·
Και πήγε και λημέριασε σε κλέφτικα ταμπούρια 136.
5 Βρίσκει κεφάλια κατά γης, κεφάλια κρεμασμένα
Κι ένα κεφάλι ξέχωρα, ξεχωριστά 'πό τ' άλλα.
Μαύρα πουλιά το τριγυρνούν κι άσπρα το τραγουδούνε,
Κι ένα πουλί, καλό πουλί στέκει και το ρωτάει·
«Παιδιά ποιος είν' ο πρώτος σας, ποιος είν' ο καπετάνιος;»
10 «Τον πρωτινόν εσκότωσαν τον Μήτρο, τον Μιχάλη.»
«Κεφάλι που 'σαι ξέχωρα, ξεχωριστά 'πό τ άλλα;
Το τι κακό 'ναι που 'καμες και σ' έχουνε κομμένο;
Μήνα ντερβένια 137 πάτησες, μήνανε σκλάβους πήρες;»
Κι εγώ ντερβένια πάτησα κι εγώ σκλάβους επήρα
15 Και τώρα ξαποκλείστηκα μες στα Δερβενοχώρια.
Μέρα και νύχτα πολεμώ όλα τα βιλαέτια 138,
Για να μ' ακούσουν τα χωριά, η Έγριπο 139 κι η Φήβα.
Πουλί μου πούθεν έρχεσαι, πουλί μου πού πηγαίνεις;
Μην έρχεσ' απ' τα Κούντουρα, μην έρχεσ' απ' τη Φήβα;
20 Μην πας κατά τη Λειβαδιά ή τ' Αρβανιτοχώρια;
Αν πας κατά το Δίστομο στον καπετάν Ανδρούτσο,
Πες του τα χαιρετίσματα απ' τον καπετάν Μήτρο·
Ποτέ να μη με καρτερεί, να μη με παντυχαίνει·
Μην πει πως εσκοτώθηκα κι επήγα και στον τόπο,
25 Να πει πως επαντρεύτηκα κι επήρα τρεις γυναίκες.
H μια 'ταν απ' τα Κούντουρα κι η αλλ' από τη Φήβα·
Η τρίτη κι η καλύτερη ήταν Λειβαδιοπούλα.
Είχε τρί' αδέρφι' αρματολούς και καπιταναραίους.
Το 'ν' ήταν εις τη Λειβαδιά και τ' άλλο στο Ταλάντι
30 Κι ο Αρβανιτογιάννης είν' πέρα στη Μπουτουνίτσα.»
XLV. (45) Ο ΜΗΤΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ

Πανδ. 1, 1770-1780, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.

Μιχάλης εξεκίνησε και πάγει στον Ανδρούτσο,
Κι Ανδρούτσος επροβόδισε και τόστειλε και γράμμα·
«Να 'ρθεις Μιχάλ' να σμίξομε πέρα στην Αϊ-Μαρίνα,
Να μάσεις τα μπουλούκια σου, που τα 'χεις σκορπισμένα·
5 Θα πας να πολεμήσουμε με τον Ντελή Αχμέτη.»
Κι εδώ χαμπέρια 140 μου 'ρτανε κάποιος φίλος μου του 'πε.
Μιχάλης εσκοτώθηκε στα Κούντουρα 'πό πάνω
Κι αφήνει χαιρετίσματα σ' όλα τα παλικάρια,
«Σ' εσέν' Ανδρούτσο μ' αδερφέ και πολυαγαπημένε
10 Και Γιάνν' από τους Ξυλικούς και τον Βλαχοθανάση,
Τους στέλνω χαιρετίσματα και τους φιλώ τα μάτια.
Ποτέ να μη με καρτερούν, να μη με παντυχαίνουν.
Στον άλλο κόσμ' αντάμωση, εκεί θα φιληθούμε.
Κι αν πάτε μες στη Λειβαδιά, εις τ' Αρβανιτοχώρια,
15 Αν σας ρωτήσ' η μάνα μου, η μαύρη αδελφή μου,
Ποτέ να μη με καρτερούν, να μη με παντυχαίνουν.»
[In Pand. hoc carmen cum antecedente in unum coniunctum est.]
XLV a. (45 α) Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ

Πανδ. 36, 1770-1790, ΛΕIBΑΔΙΑ.

Οχτώ λυγ'ρές 141 ξεκίνησαν 'πό μες απ' τα Σάλωνα,
Στολ'στηκαν, αρματώθηκαν και βάνουν τ' άρματά τους·
Τρεις πάνε κατά το Χρυσό και τρεις στο Γαλαξίδι,
Κι οι δυο ξεκίνησαν για την Αγια-Θυμιά πηγαίνουν.
5 Πάνε να βρουν τσ' αρματολούς τον καπετάν Ανδρούτσο.
Κι Ανδρούτσος εξεκίνησε και πάει στο Μαλαντρίνο.
Πολλά τουφέκια πέφτουνε ψηλά στα πέντ' ορντία 142.
Το τι τουφέκια να 'ν' αυτά και θλιβερά βροντάνε;
Μήνανε γάμος γίνεται, μήνανε πανηγύρια;
10 Μα ουδέ και γάμος γίνεται, ουδέ και πανηγύρια,
Μόν' ο Ανδρούτσος πολεμά με Τούρκους, με Ρωμαίους.
Ακούνε μια ψιλή φωνή απ' τον Βλαχοθανάση·
«Το πού 'σ' Ανδρούτσε ξακουστέ κι Ανδρούτσε ξακουσμένε;
Το πού 'σαι και δε φαίνεσαι για να 'ρθεις να μας βγάλεις;
15 Να 'ρθείτε να μας βγάλετε από τους κερατάδες;»
Κι Ανδρούτσος εξεκίνησε με το σπαθί στο χέρι,
Βλέπει τους Τούρκους κι έφευγαν, βλέπει τους Αρβανίτες·
Άλλοι πήραν τα Σάλωνα κι άλλοι το Λιδωρίκι.
Κι ο μπέης, ο Βελή μπέης πάει κατ' τες Καρούτες,
20 Κι επήγε κι αποκλείστηκε σ' ένα παλιοκλησάκι.
Δέκα μερούλες πολεμά και δέκα μερονύχτια,
Κι Ανδρούτσος τον απόκλεισε κι Ανδρούτσος τόνε πιάνει.
«Τι χάλευες, τι γύρευες μπέη στα βιλαέτια 143;
Εδώ 'ν' Ανδρούτσος ξακουστός, Ανδρούτσος ξακουσμένος.
25 Ποτέ Τούρκο δε σκιάζεται ούτε και Αρβανίτες.»
Σκύφτει, του παίρνει την ποδιά και του φιλεί το χέρι·
«Εγώ 'μ' μπέης Σελίμπεης και μπέης ξακουσμένος,
Να μου χαρίσεις τη ζωή 'κόμη τούτην την ώρα,
Να στείλω μες στη μάνα μου για να με ξαγοράσει.»
30 «Εγώ δεν είμαι για φλωριά, δεν είμαι και για γρόσια,
Μόν' είμ' Ανδρούτσος ξακουστός και δε να σ' απολύσω
Και δε να πας στο σπίτι, σου πίσω στους εδικούς σου.»
Και κάνουν τον κατήφορο και παν στο Λιδωρίκι.
Τριά κορίτσια τον κερνούν και τρεις μπιρμπιλομάτες.
35 Η μια κερνά με το γυαλί κι η άλλ' με το κρουστάλλι,
Κι η τρίτη η καλύτερη με μαστραπά 144 'σημένιο.
«Κέρνα με κόρη μ', κέρνα με όσο να πάει γιόμα 145,
Όσο να σκάσ' ο αυγερινός, να πάει η πούλια γιόμα,
Να παν τ' αηδόνια στες φωλιές, να παν να κοιμηθούνε,
40 Θα μάσω 'γώ τ' ασκέρι μου, να πάω να το μετρήσω,
Για να διω ποιος μου χάθηκε, να διω το ποιος μου πάει.»
Ο Μήτρος ελαβώθηκε κι ο Δρόσος Ζαπαντιώτης.
XLVI. (46) Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ

Πανδ. 84, 1790, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.

Τ' Ανδρούτσ' η μάνα χαίρεται, τ' Ανδρούτσ' η μάνα κλαίει,
Έχει τους γιους αρματολούς και καπεταναραίους.
Στα παραθύρια κάθεται, τες στράτες αγναντεύει,
Βλέπει διαβάτες πούρχονται, διαβάτες που περνούνε.
5 «Διαβάτες που διαβαίνετε, περάτες που περνάτε,
Μην ίδετε τσ' αρματολούς, τον καπετάν Ανδρούτσο,
Σε τι χώρες να βρίσκεται, σε ποία βιλαέτια; 146»
Αλλοι λεν, πάει στην Πρέβεζα, άλλοι λεν, πάει στην Πάργα.
Κι Ανδρούτσος εξεχείμασε στου Τσαρλαμπά τα σπίτια·
10 «Παιδιά, μας πήρ' η άνοιξη, μας πήρε καλοκαίρι,
Να βγούμε πάνω στα βουνά, στου Λιάκουρα τη ράχη·
Να γράψω μια πικρή γραφή κι ένα κομμάτι γράμμα,
Να στείλω μες στη Λειβαδιά, να στείλω μες στη Φήβα,
Γλήγορα τον μουρασαλέ να γίνω καπετάνιος,
15 Να παραστέκ' αρματολός σ' ούλα τα βιλαέτια.»
Κι Ανδρούτσος επροβόδισε 148 μες στον Ντελή Αχμέτη·
«Ντελή να 'ρθεις να σμίξομε, να περπατούμ' αντάμα,
Να πάμε χώρες και χωριά, να πάμε βιλαέτια»
Και βγήκαν κι ανταμώθηκαν στης Λειβαδιάς τον κάμπο.
20 Κι εκεί που τρων και πίνουνε και διπλοχαιρετούνε,
Ο Μαγιόρ 149 Λάμπρος έστειλε του καπετάν Ανδρούτσου·
«Να 'ρθεις Ανδρούτσ', να σμίξομε να πας με τα καράβια.»
Και κάνει τον κατήφορο, στο Δίστομο πηγαίνει.
Ανδρούτσος πάει τη στεριά, και Λάμπρος του πελάγου.
25 Κι επήγαν κι ανταμώθηκαν σ' ένα παλιοκλησάκι.
Ανδρούτσος είναι ξακουστός, είναι και ξακουσμένος.
«Ανδρούτσ' σε θέλ' η Μοσκοβιά, σε θέλει η Ρουσσία
Και να 'ρθεις με τ' εμένανε, να μπούμε στα καράβια.»
Και μες στον Πόρο πήγανε και μες στην Τσια πηγαίνουν.
30 Βλέπουν καράβια πούρχονται, καράβι' από την Πόλη·
Άλλοι τα λένε Ρούσσικα κι άλλοι τα λεν του Φράγκου.
Αυτά δεν είναι Ρούσσικα, αυτά δεν είν' του Φράγκου,
Μόν' είν' ο καπετάν πασάς πόρχετ' από την Πόλη,
Κι έχει καράβια δεκοχτώ, φρεγάδες δεκαπέντε.
35 Σαν πιάστηκαν στον πόλεμο απ' την αυγ' ως το βράδυ,
Πολλοί κλέφτες σκοτώνονται του καπετάν Ανδρούτσου,
Άλλους τους πιάνουν ζωντανούς, τους άλλους σκοτωμένους,
Και τον Ανδρούτσο ζωντανό με δώδεκα νομάτους·
Τον πήραν και τον πήγανε στον Βασιλιά στην Πόλη.
40 Κι ο βασιλιάς τον ρώταε κι ο βασιλιάς του λέγει·
«Εσ' είσ' Ανδρούτσος ξακουστός, Ανδρούτσος ξακουσμένος,
Που χάλασες τη Ρούμελη κι όλα τα βιλαέτια;
Τώρα σε πιάσαν ζωντανό και σ' έφεραν στην Πόλη.
Με Τούρκους επολέμησες, με Τούρκους, με Ρωμαίους·
45 Τους χάλασες τα σπίτια τους και σκότωσες κι αυτούνους.
Ανδρούτσο μ' για δε φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι,
Να βγεις ψηλά στη Λιάκουρα, ψηλά στα κορφοβούνια,
Να στείλεις τα μπουλούκια σου σ' ούλα τα βιλαέτια,
Τον Καλόγηρο στο Σάλωνα, Καλιακούδ' στο Λιδωρίκι;»
50 Μ' ουδ' είναι μ' ουδέ φαίνεται, μ' ουδέ χαρτί του στέρνει.
«Κύριέ μου, τι να γίνηκεν ο καπετάν Ανδρούτσος;
Όλος ο κόσμος καρτερούν κι η μάνα του παντέχει.»
XLVII. (47) Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ

Faur. 1, 114. Αγγελ. p. 62, 1790-1800, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.

Τ' Ανδρίκ' η μάνα θλίβεται, τ' Ανδρίκ' η μάνα κλαίει.
Προς τα βουνά συχνογερνάει, με τα βουνά μαλώνει·
«Αγράφων άγρια βουνά, Αγράφων κορφοβούνια,
Τι κάμεταν τον γιόκαν μου, τον καπετάν Ανδρίκο;
5 Πού 'ναι και τι δε φαίνεται τούτο το καλοκαίρι;
Στον Άσπρο δεν ακούστηκεν ουδέ στο Καρπενήσι.
Ανάθεμά σας γέροντες 150 κι εσένα Καραγιώργη.
Εσείς τον γιο μου διώξεταν, τον πρώτο τον λεβέντη.
Ποτάμια λιγοστέψετε, γυρίσετε οπίσω,
10 Δρόμο τ' Ανδρίκ' ανοίξετε να 'ρθει στο Καρπενήσι.»
XLVIII. (48) Ο ΧΡΟΝΗΣ

Τ. 201. Ζαμπ. 612, 20, 1750-1770, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Πολλά τουφέκι' αντιβογούν, μιλιόνια καριοφίλια 151,
Αλή Τσεκούρας χαίρεται και ρίχνει στο σημάδι.
Διαβαίν' ο Χρόνης για να δγει πηγαίνοντας στο σπίτι·
Πολλά τα έτ' μπουλούκμπαση. 152» — «Καλώς τονε τον Χρόνη.
5 Πώς τα 'χεις Χρόνη μ' τα παιδιά, τι κάνουν τα παιδιά σου;" —
«Σε προσκυνούν μπουλούκμπαση και σου φιλούν τα χέρια·
Δώδεκα μέρες έλειπα, τι κάνουνε δεν ξέρω.»
«Αν θέλεις Χρόνη μου να δγεις όμορφα κεφαλάκια,
Τήραξε μέσα στον τορβά 153 να δγεις αγγελουδάκια.»
10 O Χρόνης ανατρίχιασε, τον έφαε μαύρο φίδι·
Πάγει, τηράζει 154 στον τορβά, τηράζει και τι βλέπει;
Βλέπει το πρώτο του παιδί μικρό παλικαράκι·
O νους του σκοτεινιάστηκε, τα χείλη του παγώνουν
Τηράζει κι άλλη μια φορά, τ' άλλο παιδί του βλέπει.
15 Πέφτει στραβός με το σπαθί στο Τούρκικο τ' ασκέρι,
Βαρεί δεξιά, βαρεί ζερβιά, βαρεί μπροστά και πίσω ,
Σφάζ' Αρβανίτες δώδεκα και δύο μπουλουκπασήδες.
Αλή Τσεκούρας έπεσε και τρεις απανωθειό του.
XLΙX. (49) Ο ΚΑΤΣΟΥΔΑΣ

Τ. 385. Ζαμπ. 674, 97, ΑΓΡΑΦΑ, ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ.

«Κύριε μου τι να γίνηκαν οι μαύρ' οι Κατσουδαίοι,
Κι ουδέ στην Πάτρα φαίνονται κι ουδέ στον Αϊ-Σώστη;
O Φλώρος ο περήφανος, ο φοβερός Κατσούδας,
Που 'ταν στους κάμπους φλάμπουρο 155 και στες κορφές μπαϊράκι 156,
5 Που πέτουνε σαν αετός και σα λαγός περπάτει;»
«Κατσούδας πάει στα Γιάννινα, πάγει να προσκυνήσει.»
«Πολλά τα έτη ντουβλετή 157.» — «Καλώς τον τον Κατσούδα.
Κατσούδα κάτσε, φάγε, πιε κι έλα να σ' ερωτήσω.»
«Μου δώκανε πουρνιάτικο στου Δίβιτσου το σπίτι.»
10 «Κατσούδα πάρε μπακλαβά και πάρε και σερμπέτι. 158»
«Αφέντη, μου 'ρτεν ίλιγγος από το φαγοπότι.»
Πολλά σκιαέτια 159 μου 'ρτανε απ' όλα τα βιλαέτια,
Απ' Άγραφα και Πατρινό, Βάλτο και Καρπενήσι,
Κατσούδα λεν πως έκαψες χωριά και σκλάβους πήρες.»
15 «Αλήθει' αφέντη μ' σου 'πανε κι ήρτα να προσκυνήσω.
Χίλια φλωριά 160 καζάντισα, 161 τώρα να τα μετρήσω,
Κι αν θέλεις για τσουράκι 162 σου τον άξιο τον Κατσούδα,
Ας διώξομε τους Βαλτιανούς και τους Κοντογιαναίους.»
Ο Αλή πασάς σαν άκουσε, φωνάζει τον τσελάτη 163
20 Και το κεφάλι τόπεσεν εκεί που προσκυνούσε.
L. (50) Ο ΚΑΤΣΟΥΔΑΣ

Πανδ. 28. ΑΓΡΑΦΑ, ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ.

Πάει ο Κατσούδας στον πασά, πάει να προσκυνήσει,
«Πολλά τα έτη ντουβλετή 164» και του φιλεί τη γούνα.
«Κατσούδα κλάψες μου 'ρτανε από τα βιλαέτια·
Χαλάς της Πάτρας τα χωριά κι όλο το Λιδωρίκι,
5 Τσου παίρνεις σκλάβους τα παιδιά και τσου 'καψες τα σπίτια.»
«Σ' έφταιξ' αφέντη μ', σ' έφταιξα και να μου συμπαθήσεις.»
«Δεν είν' εδώ συμπάθημα, για να σε συμπαθήσω.
Μένα με λεν Αλή πασά, με λεν Αλή βεζίρη.»
«Έφταιξ' αφέντη μ', έφταιξα και να με συμπαθήσεις.»
10 Πάει το μήλο να χαθεί, το ρόϊδο να μυρίσει,
Πάει ο Κατσούδας να χαθεί και πίσω δε γυρίζει.
«Άφσε μ' αφέντη μ', άφσε με, μη με πετάς στη λίμνη·
Εγ' άξιος για ... άξιος για βιλαέτια
Να κάμω ζάφτι 165 την κλεψιά κι ούλα τα βιλαέτια. 166
15 «Τον Φλώρο τι τον έκαμες Κατσούδα, που 'ν' τ' ασκέρια;
Toν Φλώρο τι τον έκαμες και δεν τον 'χεις κοντά σου;»
«Τον άφησα στο Πατρικό, τον έχω καπετάνιο·
O Φλώρος είν' περήφανος, είναι και παλικάρι,
Πάει και στον Μουρντάραγα, πάει ν' ανταμωθούμε.
20 Κι αυτός με μπέσα 167 του 'φαγε, του παίρνει το κεφάλι.
Εγώ σε εμπιστεύθηκα κι ήρτα ν' ανταμωθούμε,
Να 'ξερα που μ' εσκότωνες, δ' έρχομ' να φιληθούμε·
Κάλ' ο καλός ο θάνατος παρ' η καλή η λύπη.
Δεν το 'βανα ποτέ στον νου, πως συ θα με σκοτώσεις,
25 Πάντεχ' 168 είσαι πατέρας μου κι εγώ να 'μαι παιδί σου·
Τώρα μου πήρες την ψυχή και μ' έχεις στη ζωή σου.»
«Κατσούδα σε κλαιν οι Πατρινιές, σε κλαιν' οι Βλαχοπούλες.»
«Σύρε να πεις της μάνας μου, να μη με παρακλαίνε·
Μένα με κλαιν οι Πατρινιές, με κλαιν οι …
30 Με κλαίει η Τασούλα από την ...
Με κλαίει και μια παπαδιά από τον Άγιο Σώστη.»
LI. (51) ΟΙ ΚΛΕΦΤΑΙ

Faur. I, 124. Ζαμπ. 694, 124. U, 1783, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Τούτο το καλοκαίρι και την άνοιξη
Μαύρα χαρτιά μας γράφουν, μαύρα γράμματα·
«Όσοι κι αν είστε κλέφτες στα ψηλά βουνά,
Όλοι να κατεβείτε από τον Όλυμπο,
5 Κι όλοι να προσκυνήστε τον Αλή πασά.»
Δυο παλικάρια μόνον δεν προσκύνησαν.
Πήρανε τα τουφέκια, τα λαμπρά σπαθιά,
Στον Όλυμπ' ανεβαίνουν, κράζουνε κλεφτιά.

2. Άσπρα F. Inter vs. 5 et 6 interpositum est ap. Ζ. Εκατεβήκαν όλοι και προσκύνησαν. 6. Μόνον δυο Ζ. 7. Επήραν F. Ζ. 8. Και στα βουν' F. τρέχουν στην F.
LII. (52) Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Ζαμπ. 604, 9, 1783, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Οι κλέφτες επροσκύνησαν κι εγίνηκαν ραγιάδες,
Άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι άλλοι βοσκούνε γίδια.
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο της ερημιάς καμάρι
Των λαγκαδιώνε σύντροφος, δε θε να προσκυνήσει.
5 Το πλάγι πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά 169 λαλούσε·
«Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,
Δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες.
Μόν' καρτερώ την άνοιξη, να 'ρθουν τα χελιδόνια,
Να βγουν οι βλάχες στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες.»
LIII. (53) Ο ΓΙΑΧΟΣ

Faur. I, 26. Ζαμπ. 653 , 69, 1760-1770, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Χρυσός αϊτός καθούντανε στον έρημο τον Λούρο,
Που κάθε μέρα κυνηγά τ' αηδόνια και περδίκια.
Στες δεκαπέντε του Μαγιού κυνήγι δε γυρεύει·
Μόν' μαραμένος κάθεται, χαλά και τη φωλιά του.
5 Άλλος αϊτός εδιάβαινε και το καλημερούσε.
«Καλή σου μέρα σταυραϊτέ.» —«Καλώς τον τον σαγίνη 170
«Τ' έχεις καημένε σταυραϊτέ; χαλνάς και τη φωλιά σου;»
«Σαγίνη μ' αν μ' ερώτησες να σου το μολογήσω·
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
10 Σα μάτ' επήγα στον πασά, στον Κούρτη στο Μπεράτι,
Κι άκουσα τον μουσαβερέ 171, του Γιάχου την κουβέντα.
Ο Γιάχος επροβόδαε 172 στον βασιλιά, στην Πόλη·
Φλωριά 173 όσα καν θέλετε, διπλά να σας τα δώσω,
Μόνο να γένω βοΐβοντας 174 εγώ στο Μουλαλήκι,
15 Να διώξω τους Μπερατινούς, τον σκύλο χασνατάρη 175
LIV. (54) Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ

Faur. I, 128. Ζαμπ. 604, 8. Αγγελ. 62, 1783, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Κι αν τα ντερβένια 176 τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες,
Ο Στέργιος είναι ζωντανός, πασάδες δεν ψηφάει.
Όσο χιονίζουνε βουνά και λουλουδίζουν κάμποι,
Κι έχουν οι ράχες κρυά νερά, Τούρκους δεν προσκυνούμε.
5 Πάμε να λημεριάσομεν οπού φωλιάζουν λύκοι,
Σε κορφοβούνια, σε σπηλιές, σε ράχες και ραχούλες.
Σκλάβοι στες χώρες κατοικούν και Τούρκους προσκυνούνε,
Κι εμείς για χώραν έχομε 'ρημιές κι άγρια λαγκάδια.
Παρά με Τούρκους, με θεριά καλύτερα να ζούμε.
LIV α. (54 α) Ο ΙΩΑΝΝΟΥΤΣΟΣ ΚΟΝΤΟΔΗΜΟΣ

Χρονογρ. τ. Ηπείρ. I, 274. 1787, ΖΑΓΟΡΙ. Fragm.

Δεν σ' το 'πα Νούτσο μ' αδερφέ να κάτσεις με τ' εμένα;
Δεν μ' άκουσες κι εκίνησες στα Γιάννινα κι επήγες,
Να προσκυνήσεις Τούρκισσα τη Σουλεϊμάν πασίνα
Κι αυτή για ευχαρίστηση σε έκαμε κομμάτια.
LV. (55) Ο ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΛΙΑΚΟΥΔΑΣ

U. T. 431, 1790, ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ.

Να 'μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα του ψήλου,
Να γνάντευα και τη Φραγκιά το έρημο το Θιάκι,
Να κουρμαστώ 177 τη Λούκαινα, τη μαύρη τη Διαλέττα,
Πώς κλαίει, πώς μοιριολογάει, πώς χύνει μαύρα δάκρυα.
5 Σαν την τρυγόνα χλίβεται 178, σαν το παπί μαδιέται,
Σαν του κοράκου τα φτερά μαυρίζ' η φορεσιά της.
Δεν σ' του 'πα Λούκα μια φορά, δε σ' του 'πα δυο και πέντε,
Στη Γαβρολίμνη 179 μη διαβείς, λημέρι να μη κάμεις,
Γιατί μαθαίν' Αλή πασάς, στέλνει τον Μιτσομπόνο.
10 Τρεις μέρες πολεμήσανε, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Ο Λούκας εβαρέθηκε κι η συντροφιά του φεύγει.
LVI. (56) Ο ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΛΙΑΚΟΥΔΑΣ

U. 1790, ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ.

Να 'μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα του ψήλου,
Να γνάντευα κατ' τη Φραγκιά το έρημο το Θιάκι,
Να κουρμαστώ 180 τη Λούκαινα, τη μαύρη τη Διαλέττα,
Πώς κλαίνε, πως μοιριολογούν, πώς χύνουν μαύρα δάκρυα.
5 Σαν περδικούλες χλίβουνται 181 και σαν αϊτοί μαδιούνται,
Σαν του κοράκου τα φτερά τρίβουνε τα μαλλιά τους.
Στο παραθύρι κάθονται, τα πέλαγ' αγναντεύουν,
Βλέπουν καΐκια κι έρχουνται, βαρκούλες κι αρμενίζουν·
«Καΐκια, καϊκάκια μου, χρυσοί μου μπεργιαντέδες 182,
10 Μην είδετε τον Λούκα μας, τον νιο μας τον στρατιώτη;»
«Εμείς εχτές τον είδαμεν στα κλέφτικα λημέρια,
Ακούσαμ' ένα πόλεμον και κλέφτικα τουφέκια.
Ο Λούκας εσκοτώθηκε μασύ με τον τσαούση.»
LVIΙ (57) Ο ΚΑΛΙΑΚΟΥΔΑΣ

Faur. 1, 108. Ζαμπ. 635, 47. Kind. Anth 14, 1790.

Να 'μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα του ψήλου,
Ν' αγνάντευα κατ' τη Φραγκιά, το έρημο το Θιάκι,
Ν' άκουα 'κεί τη Λούκαινα, του Λούκα τη γυναίκα,
Πώς κλαίει, πώς μοιριολογά, πώς μαύρα δάκρυα χύνει.
5 Σαν περδικούλα θλίβεται και σαν παπί μαδιέται,
Σαν των κοράκων τα φτερά έχει τη φορεσιά της.
Στα παραθύρια κάθεται, τα πέλαγ' αγναντεύει,
Κι όσα καράβια κι αν περνούν, στενάζει κι ερωτάει·
«Μπαρκούλες, καραβάκια μου, χρυσά μου μπεργαντίνια 183,
10 Αυτού που πάτε κι έρχεστε στον έρημον τον Βάλτον,
Μην είδετε τον άντρα μου τον Λούκα Καλιακούδα;»
«Εμείς ψες τον αφήσαμε πέρα στο Γαβρολίμι 184.
Είχαν αρνιά κι εψαίνανε, κριάρια σουβλισμένα·
Είχαν και πέντε μπέηδες, τες σούβλες να γυρίζουν.»
LVIII. (58) Ο ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ

Faur. I, 144. Ζαμπ. 634, 45. 662, 80. (Carmen a Ζamp. bis nescio cur issdem verbis redditur.) 1790.

Αριά, αριά τα ρίχνουνε οι κλέφτες τα τουφέκια,
Γιατ' είν' οι μαύροι μετρητοί, γιατ' είν' οι μαύροι λίγοι,
Καν δεκαφτά καν δεκοχτώ καν είκοσι νομάτοι.
Κι ουδέ κι ο Γιώργος είν' εδώ, πήγε στο μοναστήρι·
5 Εκεί βαφτίζ' ένα παιδί, να 'χει κι αυτός κουμπάρο,
Να κάμ' ο μαύρος γύρισμα και φίλο να γυρίζει.
Τα παλικάρια τ' απ' εδώ φώναξαν κι απ' εκείθε·
«Άφσε Γιωργάκη μ' το παιδί κι άρπαξε το τουφέκι·
Η παγανιά 185 μας πλάκωσε, πεζούρα και καβάλα 186·»
10 «Βαστάτ', ο Γιώργης φώναξε, με το σπαθί στο χέρι·
Τον τόπο πιάστε δυνατά, πιάστε τα μετερίζια 187.
Κι αν κάμ' ο Θιος κι η Παναγιά να κάμομε γιουρούσι 188,
Τον Μιτσομπόνο ζωντανό κοιτάξετε να πιάστε.»
LIX. (59) Ο ΛΑΖΟΣ

Kind. Eunom. III, 8. Μ. l. 300, 1760, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Τρεις περδικούλε κάθουνταν εις τη Μηλιάν επάνω·
Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα.
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν·
«Θεέ μου τι να γίνηκεν ο έξαρχος ο Λάζος;
5 Που 'ταν στον κόσμο ξακουστός, στον κόσμο ξακουσμένος.
Λάζε μου τι δε φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι;
Να περπατείς αρματολός τον μαύρο καβαλάρης·
Να λάμπουν τα τσαπράζια 189 σου, τα φλωροκαπνισμένα,
Δώδεκ' αράδες τα κόμπια στα ρούχινα γελέκια,
10 Να 'χεις και στο σπαθάκι σου χούφτα μαλαγματένια,
Να κρούει ο ήλιος την αυγήν, να κρούει το μεσημέρι.
LX. (60) Ο ΓΥΦΤΑΚΗΣ

Πανδ. 50, 1790. ΠΑΤΡΑΤΣΙΚΙ.

Τ' έχουν της Πάτρας τα βουνά και στέκουν μαραμένα,
Δίχως χιονιά χιονίζονται, δίχως βροχή βροχιόνται
Απ' των κλεφτών τα κλάματα κι από τα μοιρολόγια,
Που βγήκ' ένας ντερβέναγας κι ένας κακός Αράπης,
5 Κι ολημερίς τους κυνηγά κι όλη μερούλα τρέχουν.
Κι επήγαν κι αποκλείστηκαν ψηλά στην Καταβόθρα
Κι αγνάντεψαν κατακαμπίς κι αγνάντεψαν τον κάμπο.
Γυφτάκης εχουχούτισε 190 και λέγει του Καλέμη·
«Πού 'σαι Καλέμη μ' αδελφέ και πολυαγαπημένε;
10 Αγνάντεψα κατακαμπίς, αγνάντεψα τον κάμπο
Κι είδα πουλάκια πόρχονται 'πό πέρ' από τον Βάλτο·
«Πουλί μου πούθε έρχεσαι, πουλί μου πού πηγαίνεις;»
«Από τον Βάλτον έρχομαι, στον Βάλτο θε να πάγω.»
Να πάεις χαιρετίσματα του καπετάνου Γώγου,
15 Να πείτε της μανούλας μου, να πείτε τσ' αδελφής μας
Ποτέ να μη μας καρτερεί, να μη μας παντεχαίνει 191·
Καλέμης εσκοτώθηκε, Γυφτάκης πάει στον τόπο.
Αγνάντεψα κατακαμπίς, βλέπω 'να κυπαρίσσι
Τον Μάη ανθίζει σαν κλαρί, τον θεριστή σαν κλήμα,
20 Κάνει σταφύλι κόκκινο και το κρασί μοσκάτο,
Κι όσες μανάδες κι αν το φαν, καμιά παιδί δεν κάνει.
Να το 'χε φάει κι η μάνα μου, να μ' είχε κάμει μένα,
Παρά που μένα μ' έκαμε και πάω σκοτωμένος.»
Μαύρα πουλιά τον τριγυρούν κι άσπρα τον τραγουδούνε,
25 Κι ένα πουλί, καλό πουλί στέκει μες στο κεφάλι,
«Γυφτάκη μ' τι κακό 'καμες και σ' έχουνε κομμένο;»
«Τα βιλαέτια 192 χάλασα, την Πάτρα και Ζητούνι,
Κι ήρταν και με σκοτώσανε ψηλά στην Καταβόθρα.»
LXI. (61) Ο ΓΥΦΤΑΚΗΣ

Faur. 7, 20. Ζαμπ. 621, 32. Σχιν. Γραμ. 173, 1790, ΠΑΤΡΑΤΣΙΚΙ.

Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια,
Και τα γεράκια για πουλιά, κι οι Τούρκοι για κεφάλια·
«Κύριέ μου τι να γίνηκεν η μάνα του Γυφτάκη,
Οπόχασε τα δυο παιδιά, τον αδερφό της, τρία;
5 Και τώρα παλαβώθηκε και περπατεί και κλαίει·
Μήτε στους κάμπους φαίνεται μήτε στα κορφοβούνια.»
«Μας είπαν, πέρα πέρασε, πέρα στα Βλαχοχώρια·
Κι εκεί τουφέκια πέφτανε και θλιβερά βροντούσαν.
Μήτε σε γάμους πέφτανε μήτε σε πανηγύρια.
10 Μόνον τον Γύφτη λάβωσαν στο γόνα και στο χέρι.
Σαν δέντρο εραγίστηκε, σαν κυπαρίσσι πέφτει.
Ψιλή φωνούλα έβγαλε σαν παλικάρι που 'ταν·
«Πού 'σαι συ δόλιε μ' αδερφέ και πολυαγαπημένε;
Γύρισε πίσω, πάρε με, πάρε μου το κεφάλι,
15 Να μην το πάρ' η παγανιά 193 και ο Γιουσούφ Αράπης,
Και μου το πάει στα Γιάννινα τ' Αλή πασά του σκύλου.»
LXII. (62) Ο ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ

Ζαμπ. 666, 85. Τ. 198, 1790-1810, ΠΑΤΡΑΤΣΙΚΙ.

Τ' έχουν της Γούρας τα βουνά και στέκουν μαραμένα;
Χωρίς χιονιά χιονίζονται, χωρίς βροχή βροχιόνται;
— Λένε τα δάκρυα των κλεφτών, κλεφτώνε μοιριολόγια.
Γιουσούφ Αράπης κίνησε να πάγει στο Ζητούνι.
5 Σέρνει τσεκούρια στ' άλογα, τσεκούρια στα μουλάρια,
Για να τσακίζει γόνατα και να συντρίβει χέρια·
Κι όσοι Ρωμιοί τ' ακούσανε, πάνε να προσκυνήσουν,
Κι ο Ζαχαράκης το σκυλί δεν πάει να προσκυνήσει.
Πιάνει και γράφει μια γραφή κι ένα κομμάτι γράμμα,
10 Και πιάνει κι ένα ζωντανό, στέλνει του Σουφ Αράπη.
«Δεν σε φοβούμαι μπρε σκυλί, δυο παραδών Αράπη,
Τ' έχω τριακόσους στ' Άγραφα, χίλιους στο Καρπενήσι,
Κι ατός μου βγαίνω στα βουνά με χίλιους πεντακόσιους
Και δεκατίζω τα χωριά σένα του Βρομαράπη.
15 Τι κρύβεσαι Γιουσούφ αγά σαν την παλιοπουτάνα
Και περπατείς μες στα χωριά, παιδεύεις τους ραγιάδες;
Έβγα να πολεμήσομε σαν άξια παλικάρια.»
Ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι,
Τα παλικάρια μάζωνε, με παλικάρια κρένει.
20 Σαν έπιασαν τον πόλεμον απ' το ταχ' ως το βράδυ,
Σκοτώνουν Τούρκους χιλιοστούς, πιάνουν και τον τσαούση 194.
Σαν τ' άκουσεν ο Αλή πασάς, πολύ του κακοφάνη.
Γράφει γραφή και μπουγιουρντί 195, στέλνει του Σουφ Αράπη.
Γιουσούφ Αράπη μασκαρά 196, γαϊδαρογεννημένε,
25 Σαν ήταν κλέφτες δυνατοί, τι πάγαινες κοντά τους;
Μου χάλασες τ' ασκέρι μου, τα πρώτα παλικάρια.»
LXIII. (63) Ο ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ

Τ. 199, 1790-1810, ΠΑΤΡΑΤΣΙΚΙ.

Τ' έχουν της Πάτρας τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Δίχως χιονιά χιονίζονται, δίχως βροχή βροχιόνται
Οχ των κλεφτών τα κλάματα κι από τα μοιρολόγια.
Γιουσούφ Αράπης πέρασε να πάγει στο Ζητούνι·
5 Κι όσοι κλέφτες κι αν τ' άκουσαν, όλοι τον προσκυνήσαν,
Κι ο Ζαχαράκης το σκυλί δε θε να προσκυνήσει,
Μόνον γυρεύει πόλεμο, θέλει να πολεμήσει.
«Δεν σε φοβούμ' Γιουσούφ αγά, στο νου μου δε σε βγάνω,
Τ' έχω τριακόσους στ' Άγραφα κι άλλους στο Καρπενήσι,
10 Τριακόσους εις τη Λειβαδιά και γίνοντ' οχτακόσοι,
Κι ατός μου βγαίνω στα βουνά και στα παλιά λημέρια,
Κι έλα να πολεμήσομε, ν' αλλάξομε τα βόλια.»
Ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι,
Τα παλικάρια φώναζε, με παλικάρια κρένει·
15 Ελάτε παλικάρια μου, όλοι να συναχτείτε.
Τ' έχω να κάμω πόλεμο μ' αυτόν τ' Γιουσούφ Αράπη,
Να δείξομε τη λεβεντιά και την παλικαριά μας,
Να τον κατατσακίσομε και σκλάβο να τον κάμω.
Έλα Γιουσούφη κερατά μωρέ παλιοζανάρι,
20 Να δγεις τουφέκι κλέφτικο, κουρσούμια 197 σα χαλάζι.
Κι από βραδύ αρχίσανε, τ' ασκέρια πολεμούνε,
Δέκα παντιέρες άδραξαν και τον μπαϊραχτάρη 198,
Και την αυγή ξημέρωμα τους Τούρκους δεν τους βλέπουν.
LXIV (64) Ο ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ

Πανδ. 33, 1700-1810, ΠΑΤΡΑΤΣΙΚΙ.

Όλα τα δέντρα την αυγή δροσιά 'ναι φορτωμένα
Απ' των κλεφτών τα κλάματα κι από τα μοιρολόγια.
Ένα πουλάκι ξέβγαινε από το Πατρατσίκι,
Ψάχνει να βρει την κλεφτουριά, τον Μήτσο Κοντογιάνη,
5 Να πει τα χαιρετίσματα, που χάθηκ' ο αδελφός του.
Κι ο Ζαχαράκης το 'πιασε και το συχνορωτάει·
«Πες μου, πες μου πουλάκι μου κανέν' καλό χαμπέρι. 199»
«Τι να σας πω μωρέ παιδιά, καημένε Ζαχαράκη,
Εψές ήμουν στα Γιάννινα, στην πόρτα του βεζίρη,
10 Κι άκουσα τον μουσαβερέ 200 και την κρυφή κουβέντα·
Έκραξε κι επροβόδησε 201 ένα κακό Αράπη.»
Κι ο Ζαχαράκης το 'μαθε, πάει ο παπάς του το 'πε·
Πιάνει και γράφει μια γραφή κι ένα κομμάτι γράμμα·
«Δε σε φοβούμ' Γιουσούφ αγά, στον νου μου δε σε βάνω,
15 Έχω τριακόσους στ' Άγραφα, 'κατό στο Καρπενήσι,
Τον Κοντογιάνη καρτερώ, να πάω ν' ανταμωθούμε,
Να πάμε να ρωτήσουμε γι' αυτό τον καπετάνιο.
[Μας είπαν πως σκοτώθηκε, μας είπαν πάει στον τόπο·
Ο καπετάν σκοτώθηκε κι ο Γάγος λαβωμένος,
20 Κι ο Μήτσος κάνει τον κατήφορο και πάει κατά τον Βάλτο·
Κι επήγε κι επολέμησε τον Γιουσούφ τον Αράπη,
Τον Ζαχαράκη σκότωσαν και τον Καλέμη πιάνουν.]
LXV. (65) Ο ZAXAPAKHΣ

Πανδ. 77., 1790-1810, ΠΑΤΡΑΤΣΙΚΙ. πλ.

Τ' έχουν της Πάτρας τα βουνά και στέκουν μαραμένα;
Δίχως χιονιά χιονίζονται, δίχως βροχές βροχιόνται,
Απ' των κλεφτών τα κλάματα κι από το μοιρολόγι,
Που 'ρχετ' ένας ντερβέναγας κι ένας κακός Αράπης.
5 Στέλνει και γράφει μια γραφή στον Κώστα Κοντογιάνη.
Κι ο Ζαχαράκης τη 'λαβε, στέκει και τη διαβάζει.
«Δε σε φοβούμ' Γιουσούφ αγά, στον νου μου δε σε βάνω,
Έχω τρακόσιους στ' Άγραφα, τρακόσους εις την Πάτρα.
Κι ατός μου βγαίνω στα βουνά, βγαίνω να πολεμήσω.
10 «Πού 'σαι Γυφτάκη μ' αδερφέ, καλέ μου ξακουσμένε;»
Ο Καλέμης σκοτώθηκε, Γυφτάκης πάει στον τόπο.
Κι ο Ζαχαράκης πολεμά σαν άξιο παλικάρι·
«Ψιλή φωνούλα έσυρα όσο κι αν ημπορούσα.
Φωνούλα τρύπα τα βουνά και τρύπα και τους κάμπους.
15 Μπέλκι 202 κι ακούσ' η κλεφτουριά κι ο καπετάνος Μήτσος;
Να 'ρτουνε να μας βγάλουνε από τους κερατάδες;
Κι ο Μήτσος δεν ακούστηκε φέτος το καλοκαίρι.
Μας είπαν πάει στη Φραγκιά, μας είπαν πάει στο Θιάκι.
Πέτε του χαιρετίσματα και δε θ' ανταμωθούμε.
20 Μην πάει κατά τη μάνα μου, κατά την αδελφή μου,
Κι αν τον ρωτήσ' η μάνα μου κι η μαύρη αδελφή μου,
Να μην πει πως σκοτώθηκα στην έρημη την Πάτρα,
Να πει πως επαντρεύθηκα κι επήρα νια γυναίκα,
Πήρα την πέτρα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα,
25 Κι αυτά τα λιανολίθαρα τα πήρα συγγενάδια.»
LXVI. (66) Η ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΑΙΝΑ

Faur. II, 334. Ζαμπ. 699, 133., 1810, ΦΘΙΩΤΙΣ. πλ.

Κοιμάτ' η καπετάνισσα, νύμφη του Κοντογιάνη,
Μες στα χρυσά παπλώματα, μες στους χρυσούς σελτέδες 203.
Να την ξυπνήσω σκιάζομαι, να της το πω φοβούμαι·
Να μάσω μοσκοκάρυδα, να την πετροβολήσω·
5 Μήνα την πάρ' η μυρωδιά, και μοναχό ξυπνήσει.·
Κι από τον μόσκο τον πολύ κι απ' τα πολλά καρύδια
Σηκώθ' η καπετάνισσα και με γλυκορωτάει·
«Παιδί, τι καλά μου 'φερες από τους καπετάνιους;»
«Κακά, ψυχρά κι ανάποδα, κυρά μ', εγώ σου φέρνω·
10 Τον Νικολάκη πιάσανε, τον Κωσταντή βαρέσαν.»
Τα μάγουλά της έπιακε, ψιλή φωνίτσα σέρνει·
Πού 'σαι μανούλα, πού 'σαι θεια, πιάστε μου το κεφάλι,
Και δέστε μου σφιχτά, σφιχτά για να μοιρολογήσω·
Και ποιο να κλάψω 'πό τους δυο; ποιανού να πω τες χάρες;
15 Να κλάψω για τον Κωσταντή ή για τον Νικολάκη;
Φλάμπουρα στα βουνά κι οι δυο, μπαϊράκια 204 'ταν στους κάμπους
Και στων πασάδων την οργή πύργοι θεμελιωμένοι.»
LXVII. (67) Ο TAΣΟΥΛAΣ

Ζαμπ. 637, 49., 1790-1800, ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ.

Ανάθεμά σας γέροντες 205, γερόντοι Λαπανιώτες,
Που στείλαταν τα γράμματα κι εστείλταν τα μαντάτα,
«Να 'ρθεις, να 'ρθεις Τασούλα μου, να 'ρθεις να προσκυνήσεις,
Μη σου χαλάσουν τον υγιό, το μοναχό παιδί σου,
5 Τον γιο τον Κωσταντάκη σου, καλό παλικαράκι.·»
Τον πήρε το παράπονο και κίνησε να πάγει.
Τον ψυχογιό του φώναξε, τον ψυχογιό του κράζει,
«Για πάρε το τουφέκι σου και ζώσε το σπαθί σου,
Κι άιντε να προσκυνήσομε τον μπέη του Ταΐρη.»
10 Στη στράτα που παγαίνανε, στη στράτα που παγαίναν
Βρίσκουν τον μπέη που λούζονταν, πόπλενε τα ποδάρια·
«Καλή σου μέρα, μπέη μου» — «καλώς τον τον Τασούλα
Τασούλα μ', τι μας άργησες τόσο για να σε διούμε;»
«Τι να σου πω, μπρε μπέη μου, τι να σου μολογήσω;
15 Ανάθεμα την τέχνη μας, την ανυποταγή μας,
Δε μας αφήνουνε τ' αρνιά και τα παχιά κριάρια,
Δε μας αφήνουν τα νερά στους ίσκιους στα πλατάνια.»
«Τασούλα μ', τι μας έφερες που 'ρτες να προσκυνήσεις;»
«Σας έφερα χίλια φλωριά 206 και πεντακόσια γρόσια 207,
20 Έφερα κι ασημόκουπα, ζάρφια 208 μαλαματένια.»
Κι ο μπέης τσελάτην 209 'κραξε, κρυφά τον κουβεντιάζει·
«Για τράβα το βαρύ σπαθί και πάρ' του το κεφάλι.»
Κι ο ψυχογιός του το 'νιωσε και τον Τασούλα κράζει·
«Σήκω, Τάσιο, να φύγομε, σήκω, Τάσιο, να πάμε.»
25 Στο παραθύρι ρίχτηκαν, στον δρόμον εβρεθήκαν.
«Αν σε τσακώσω, μπέη μου, στη σούβλα θα σε ψήσω.»
LXVIII. (68) Ο ΚΟΣΚΙΝΑΣ

Ζαμπ. 622, 33. 1790-1800, ΒΡΑΧΩΡΙΟΝ.

Βουνά, τι δε μαραίνεστε; λημέρια, τι δεν κλαίτε;
Τον Κοσκινά βαρέσανε ψηλά στο Μακρυκάμπι.
Τρεις τουφεκιές του δώσανε, τες τρεις αράδ' αράδα.
Η μια τον πήρε ξώδερμα κι η άλλη στο κεφάλι,
5 Κι η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε στην καρδούλα.
Το στόμα τ' αίμα γιόμισε, τα χείλη του φαρμάκι,
Κι η γλώσσα τ' αηδονολαλεί, μοιρολογάει και λέει·
«Πού 'στενε σεις, λεβέντες μου, παιδιά μ' αντρειωμένα;
Πάρτε μου το κεφάλι μου, σύρτε το στο Βραχώρι,
10 Να 'χουν οι οχτροί να χαίρονται κι οι φίλοι μου να κλαίνε,
Να κλαίει κι η δόλι' η Κοσκινού, να κλαίνε τα παιδιά μου.»
LXIX. (69) Ο ΚΑΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

Ζαμπ. 611, 19., 1800, ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ.

Το λεν οι κούκοι στα κλαδιά κι οι πέρδικες στα πλάγια,
Το λένε κι οι Πλαγιώτισσες το μαύρο μοιριολόγι.
«Τ' είν' το κακό που γίνεται, τι ταραχή μεγάλη;
Πολλά τουφέκια πέφτουνε και θλιβερά βροντούνε·
5 Μήνα σε γάμο πέφτουνε, μήνα σε πανηγύρι;»
«Μήτε σε γάμο πέφτουνε, μήτε σε πανηγύρι,
Μόν' πέφτουν στους αρματολούς, στους Κατσικογιαναίους.»
«Δεν το 'ξερα, Μπεκίρ αγά, πως έτσι με σκοτώνεις,
Να μάσω τα μπουλούκια μου κι όλο τον ταϊφά 210 μου,
10 Κι απέ ν' ακούσεις πόλεμο και κλέφτικο τουφέκι,
Βροχή το λιανοτούφεκο, τα βόλια σα χαλάζι.»
LXX. (70) Ο ΔΙΑΚΟΣ

Πανδ. 4., 1800-1810, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Μες στην καρυά στον έλατο κάθετ' ο Καλτσοδήμος
Με την Κρουστάλλω στο πλευρό την κοτσαμπασοπούλα,
Ο Διάκος απ' τη μια μεριά κι ο Γούλας απ' την άλλη.
«Κέρνα, Κρουστάλλω, κέρνα μας μ' ένα σημένιο τάσι,
5 Όσο να σκάσ' αυγερινός, να πάει η πούλια γιόμα 211,
Να παν τ' αηδόνια στες φωλιές κι οι όμορφες να πλύνουν.»
«Εγώ κερνάω, Διάκο μου, κι εγώ σας τραγουδάω.»
Έχει τα μάτια παρδαλά, τα φρύδια της γραμμένα.
Τα μάγουλα τριαντάφυλλα, το πρόσωπο σαν μήλο,
10 Και το λιγνό της το κορμί μέσα σε περιβόλι.
«Διάκο, σου κάνω 'να ριτσιά, 211α Διάκο, σε προσκυνάω,
Να φκιάσεις συ ένα χαρτί πικρό, φαρμακωμένο,
Να στείλεις του πατέρα μου για να με ξαγοράσει.»
«Χίλια φλωριά 212 την ξαγορά κι οχτώ χιλιάδες γρόσια 213.
15 Και σύρε μες στους μπέηδες και στου ντιβάν εφέντη 214,
Να πάει στον Βελή πασά, να πάει στον βεζίρη,
Για να μας στείλει μπουγιουρντί 215, να γίνω καπετάνιος,
Να περπατήσ' αρματολός, να περπατώ και κλέφτης,
Θέλω μισ' απ' το Κράβαρι κι όλο το Λιδωρίκι·
20 Κι αν δεν τα κάψω τα χωριά σ' όλο το βιλαέτι,
Θα κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες,
Θα κάμω και μια παπαδιά από τη Ναρκοτίνα 216,
Να περπατεί να κλαίγεται, να περπατεί να κλαίει.»
O Δήμος πάει στον Ζυγό κι ο Διάκος στο ποτάμι·
25 Κι επήγαν κι ανταμώθηκαν στη ράχη στα Μπαρδούνια 217,
Που 'ναι τα κρύα τα νερά και τα παχιά τα κριάρια·
Έχουν με κλέφτες μάζωξη και παν ν' ανταμωθούνε
Αλιζώτη τον περήφανο τον Αργυροκαστρίτη
Και με τον Γούλα τον καλό και τ' άξιο παλικάρι
30 «Εγώ για χείλι κόκκινο κι εγώ για μαύρα μάτια,
Εγώ για την αγάπη μου τρεις βίγλες θε να βάλω.
Βάνω τον ήλιο στα βουνά, τον σταυραϊτό στους κάμπους
Τον κυρ-βοριά τον δροσερό βάνω στα παραθύρια·
Βάνω στα παραθύρια μου για μάτια και για φρύδια.
35 Παραθυρίτσα μ' όμορφη κι αργυροκαρφωμένη·
Για 'νοίξετε, για κλείσετε, για πέστε της κυράς σας,
Για πέστε της κυρούλας σας να βγει στο παραθύρι.»
LXXI. (71) Ο ΔΙΑΚΟΣ

U. Ζαμπ. 696, 129. 1800-1810, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Ακόμ' αυτήν την άνοιξη κλέφτης θέλω να πάγω,
Να διω της Γούρας τα βουνά και τα παλιά λημέρια,
Να πάω να διω τους φίλους μου, τον καπετάνιο Διάκο
Που 'χει την Αναγνώσταινα που τον κερνάει και πίνει·
5 Στα γόνατα την κάθισε, στα μάτια την τηράζει,
Κι αυτήνη τον παρακαλεί, γύρισε και του λέγει·
«Τι με τηράς σταυραδερφέ; τι με τηράς μπρε Διάκο;
Πιάσε και γράψε μια γραφή σ' αυτόν τον Αναγνώστη,
Φωτιά να κάψει τ' άσπρα 218 του, φωτιά και τα φλωριά του 219·
10 Εγώ κοιμούμαι μοναχή ψηλά στα κορφοβούνια·
Έχω τουφέκια πάπλωμα κι έχω σπαθιά για στρώμα
Και τ' ασημένια χαϊμαλιά 220 τα 'χω προσκεφαλάδες.»
LXXII. (72) Ο ΔΗΜΟΣ

Πανδ 75., 1790-1810, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Σήμερα 'ν' Δήμο μ' πασκαλιά, σήμερα 'ν' πανηγύρι·
Τα παλικάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι·
Και συ Δήμο στα Γιάννινα στον άλυσο του μπέη,
Στον άλυσο, στο κούτσουρο, στο έρμο το τουμρούκι 221.
5 Κι όλος ο κόσμος σ' έλεγαν και Τούρκοι και Ρωμαίοι·
«Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, κάτσε ταπεινωμένα.»
«Εσείς καλά το ξέρετε και Τούρκοι και Ρωμαίοι,
Εγώ μ' ο Δήμος ξακουστός, ο Δήμος ξακουσμένος·
Να κάμ' ο Θιος κ η Παναγιά κ οι Άγιοι που 'ν' απάνω,
10 Να γέρευε 222 το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου,
Να κάμω μάνες δίχως γιους, νυφάδες δίχως άντρες,
Να κάμω και μι' αρχόντισσα, να περπατεί να κλαίει.
Να σκότωνα τον άντρα της, τα δύο τα παιδιά της,
Και τότε να απέθνησκα, και για να κάμω χάκι 223.
15 Αυτός ήταν, που μ' έκαμε και κάθομαι στ' αλύσια,
Στον άλυσο, στο κούτσουρο, το έρμο το τουμρούκι.»
LXXIII. (73) Ο ΔΗΜΟΣ

Faur. I, 46. Ζαμπ. 657, 74., 1790-1810, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Δεν σ' το 'πα, Δήμο, μια και δυο, δε σ' το 'πα τρεις και πέντε·
Χαμήλωσε το πόσι σου 224· σκέπασε τα τσαπράζια 225·
Να μην τα δγει η Αρβανιτιά, βάλουν και σε σκοτώσουν
Από τ' ασήμια τα πολλά κι από την περηφάνειαν;»
5 Λαλούν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια.
Λαλεί κι ένα μικρό πουλί στου Δήμου το κεφάλι·
Δεν ελαλούσε σα πουλί μήτε σα χελιδόνι,
Μόν' ελαλούσε κι έλεγεν ανθρώπινη λαλίτσα·
«Δήμο μου, τ' είσαι κίτρινος και τ' είσ' αραχνιασμένος;»
10 «Πουλάκι, κι αν μ' ερώτησες, να σου το μολογήσω·
Έγειρα ν' αποκοιμηθώ, ύπνο να πάρω λίγο·
Κι είδα στον ύπνο μου βαθιά, στον ύπνο που κοιμούμουν,
Είδα τον ουρανό θολό και τ' άστρα ματωμένα,
Το δαμασκί 226 σπαθάκι μου βαμμένο μες στο αίμα.»
LXXIV. (74) Ο ΔΗΜΟΣ

Ζαμπ. 613. Τ. 436., 1800-1810, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Σήμερα 'ν', Δήμο μ', πασκαλιά, σήμερα 'ν' πανηγύρι·
Τα παλικάρια στον χορό, τ' αγόρια στο σημάδι,
Και συ μέσα στα Γιάννινα στην πόρτα του βεζίρη,
Στην άλυσσο, στο κούτσουρο, στο έρμο το τουμρούκι 227
Όλος ο κόσμος το 'λεγαν και Τούρκοι κα Ρωμαίοι·
Μπρε Δήμο, κάτσε φρόνιμα, να 'χεις τ' αρματολίκι»
Να 'στε καλά, μωρές παιδιά, που με ψυχοπονιέστε,
Σ' πολλάϊτη 228 στην αγάπη σας και στην καλή σας γνώμη.
Να δώσ' ο Θιος κι η Παναγιά κι ο αφέντης Άγι-Γιώργης,
10 Να γιάνει το χεράκι μου, να ζώσω το σπαθί μου.
Κι όταν γυρίσ' η άνοιξη κι ερθεί το καλοκαίρι,
Οπού φουντώνουν τα κλαδιά και κλειούν τα μονοπάτια,
Άιντε τουφέκι μου γερό και συ βαρύ σπαθί μου.
Θα ματαπάρω τα βουνά, ψηλά τα κορφοβούνια,
15 Κι αν ματαψήσω πρόβατο κι αν ματαφάω κριάρι,
Θα κάμω μάνες δίχως γιους, νυφάδες δίχως άντρες.»
LXXV. (75) Ο ΦΩΤΗΣ Ο ΖΗΔΡΟΥ

Kind. Eunom. ΙΙΙ, 6. Μ. I, 240, 1800-1810, ΕΛΑΣΣΟΝΑ

Λαλούν τ' αηδόνια στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια,
Λαλεί κι ένα καλό πουλί στου Φώτη το κιβούρι 229.
«Δεν σ' το 'πε Σύρος μια φορά, δεν το 'πε τρεις και πέντε;
Φώτη μου, μη στολίζεσαι, μη βάλεις τόσ' ασήμια,
5 Χαμήλωσε το πόσι 230 σου και σκέπασε τ' ασήμια,
Τι σε τα βλέπ' Αρβανιτιά και στρίζει 231 μαύρα δόντια.»
Ουδέ τ' ασήμια μ' έφαγαν, ουδέ η περηφάνεια·
Μόν' μ' έφαγαν οι γέροντες 232, γέροντες Λειβαδίται.
Τους είχα άσπρα 233 δανεικά, σακούλες εβδομήντα,
10 Κι οσόμουν κλέφτης στα βουνά, με λεν πως με τα δίνουν,
Σαν βγήκα και προσκύνησα μέσα στην Ελασσόνα,
'πό δυο 'πό δυο κοβέντιασαν, 'πό δυο το κοβεντιάζουν·
Τον Φώτη να βαρέσομε, τον Φώτη το Ζηδρούλι.»
Γράφουν γραφή και προβοδούν 234 μέσα στην Ελασσόνα·
15 Σ' εσέν' Αχμέτ μπουλούκμπαση 235, σ' όλα τα παλικάρια.
Ψωμί κι αλάτι φάγαμε και πάλι θε να φάμε·
Τον Φώτη να βαρέσετε, τον Φώτη το Ζηδρούλι,
Θα μας χαλάσει τα χωριά κι όλο το βιλαέτι 236
LXXVI. (76) Ο ΑΛΗΦΑΡΜΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Ζαμπ. 707, 144. (Ανάγεται εις τας αρχάς της ΙΘ' εκατονταετηρίδος Ζ.) ΜΩΡΕΑ.

Σάββατο πλια στον πόλεμο
Μες στο μοναστηράκι,
Βάστα, μωρ' Αληφαρμάκη
Με το Κολοκοτρωνάκι.
5 Πέφτουν τα βόλια σα βροχή,
Κολοκοτρώνη Θοδωρή,
Πολεμούν και πολεμάνε,
Και τους Τούρκους τους νικάνε.
LXXVI a. (76 α) Ο ΣΑΛΙΜ ΜΠΕΚΙΑΡΗΣ

Πανδ. 78.

Τρεις περδικούλες κάθονται εις την οξιά στη ράχη,
Κι έχουν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα,
Μοιριολογούν και λέγουνε, μοιριολογούν και λένε·
Σαλίμ Μπεκιάρης κίνησε στον Αρμυρό να πάει·
5 Στη στράταν όπου πήγαινε, στον δρόμο που πηγαίνει,
Ευρίσκει κι ένα γέροντα, στέκει και τον ρωτάει·
«Πού πας, Αλή μπουλούκμπαση 237, καημέν' Αλή Φαρμάκη,
Αυτού μπροστά 'ν' η κλεφτουριά, ο Σάχτης κι ο Γιολτάσης.»
«Εγώ κλέφτες δε σκιάζομαι και Τούρκους δε φοβούμαι.»
10 Τον πήρε το παράπονο και το πολύ βαρέμι 238,
Κι επήγε κι αποκλείστηκε σε μια παλιοκλησούλα.
Δώδεκα μέρες πολεμούν, δώδεκα μερονύχτια.
Φέρνουν τόπια 239 της Έγριπος, 240 τόπια του Βελεστίνου
Να ρίξουν να χαλάσουνε αυτό το παλιοκλήσι.
15 Κι αυτήνος έτρωγ', έπινε κι έστριφτε το μουστάκι·
«Τούρκους εγώ δε σκιάζομαι, κονιάρους 241 δε φοβούμαι,
Σαλίμ Μπεκιάρης ξακουστός, εμένα με γνωρίζουν,
Μένα με ξέρ' ο βασιλιάς, με ξέρει κι ο βεζίρης,
Με ξέρουν και τα Τρίκορφα κι όλο το Σαλονίκι.»
LXXVII. (77) Ο ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ

Eunom. ΙΙΙ, 10. Μ. I, 248. Kind. Anth. 20., 1804-1805, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Περνά το, Νίκο, περνά το αυτό το μονοπάτι,
Δεύτερο πλιο δεν το περνάς, δεύτερο δε διαβαίνεις.»
«Πού ξέρεις συ πουλάκι μου και με το λες εμένα;»
«Εχτές, προχτές επέρασα από το Βλαχοχώρι,
5 Κι άκουσα, πως κουβέντιασαν γέροντες 242 Λειβαδίται·
Τον Νίκο να βαρέσομε, τον Νίκο το Τσαρούλι,
Που 'ναι λουλούδι στα βουνά και κυπαρίσσ' στους κάμπους,
Είναι και μες στη θάλασσα πύργος θεμελιωμένος.»
Κι ο Νίκος σαν το άκουσε, πολύ τον κακοφάνη·
10 Τον ψυχογιό του φώναξε και τα παιδιά του λέγει·
Παιδιά μου, ζώστε τα σπαθιά και πάρτε τα τουφέκια,
Να πάγομε να κάψομε το έρημο Λειβάδι.»
Και κίνησαν και πήγαιναν εξώ 'πό το Λειβάδι·
Φωτιά βάλουν στη χώρα των, κοτσαμπασήδες δένουν,
15 Και στα βουνά τους έβγαλαν, βαριά τους τυραννούσαν.
Ποιον θέλτε να βαρέσετε, τον Νίκο το Τσαρούλι;
Που 'ν' ένα τριαντάφυλλο στον κόσμο ξακουσμένο;
LXXVIII. (78) Ο ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ

Faur. 1, 192. Ζαμπ. 676, 100. Αγγελ. 67., 1804-1805, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια 243
Τη Ζίχνα και τον Χάντακα, το έρημο το Πράβι.
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες
Χωρίς ψωμί χωρίς νερό χωρίς ύπνο στο μάτι·
5 Χιόν' έτρωγαν, χιόν' έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν.
Τα παλικάρια φώναξε στες τέσσαρες ο Νίκος·
Ακούστε παλικάρια μου λίγα κι αντρειωμένα,
Σίδερο βάλτε στην καρδιά και χάλκωμα στα στήθη·
Τι πόλεμος μας καρτερεί με τα σκυλιά τους Τούρκους,
10 Κι αν τους βροντήσομε γερά, το πήραμε το Πράβι.»
Τον δρόμο πήραν σύνταχα κι έφτασαν στο γιοφύρι·
O Νίκος με το δαμασκί 244 την άλυσό του κόφτει·
Φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, πίσω το Πράβ' αφήνουν.
LXXIX. (79) Ο ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ

Faur. 1, 194., 1804-1805, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Νίκο μου τι δε φαίνεσαι τούτο το καλοκαίρι,
Να περπατείς αρματολός, αρματολός και κλέφτης;
Άφσε τον Βλαχοθόδωρο ψωμί το πατρικό σου;»
Πέρυσ' ήμουν στη Βουλγαριά, μάζωνα παλικάρια·
5 Τα μάζωξα, τα σύναξα, τα 'καμα πεντακόσια·
Κι εφέτος μπήκα στον γιαλό, μπήκα να σεργιανίσω.»

LXXX. (80) Ο ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ

Faur. Ι, 192., 1805, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Τρία πουλάκια κάθουνταν, τα τρί' αράδ' αράδα·
Το 'να τηράει τον Όλυμπο, τ' άλλο την Αλασόνα,
Το τρίτο το καλύτερο του Πράβι το γιοφύρι.
Μοιργιολογούσε κι έλεγε, μοιργιολογάει και λέγει·
5 «Τον Νικοτσάραν έκλεισαν στου Πράβι το γιοφύρι·
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες
Χωρίς ψωμί χωρίς νερό χωρίς ύπνο στο μάτι.
Τα παλικάρια χούγιαξε 245, τα παλικάρια κράζει·
«Σύρετε τα σπαθάκια σας και πάρτε τα στο χέρι,
10 Κι ευθύς γιουρούσ' 246 να, κάνομε στου Πράβι το γιοφύρι.»
LXXXI. (81) Ο ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ

Πανδ. 14., 1804-1805, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Νίκο μου, τι ζουρλάθηκες και πήρ' ο Θιος τον νου σου,
Κι άφησες το ... στο πατρικό σου σπίτι,
Και περπατείς αρματολός και περπατείς και κλέφτης;»
«Εσείς καλά το ξεύρετε και Τούρκοι και Ρωμαίοι,
5 Πέρσ' ήμουνα στη Βουλγαριά, μάζωνα παλικάρια,
Και φέτο μπήκα στον γιαλό και πάω με τα καράβια.»
Τρία καράβια ήμασταν, τα τρί' αράδ' αράδα,
Το 'να 'ταν το Λογάικο, τ' άλλο του παπά Δήμου,
Το τρίτο το καλύτερο ήταν του Νικοτσάρα.
10 Το τ' είν' ο αχός που γίνεται και ταραχή μεγάλη;
Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριά παλεύουν;
Μηδέ βουβάλια σφάζονται, μηδέ θεριά παλεύουν.
Ο Νικοτσάρας πολεμάει όλα τα βιλαέτια 247,
Τον μπέη από τα Τρίκερα, βεζίρ' από τες Σέρρες.
15 «Εγώ μ' ο Τσάρας ξακουστός, ο Τσάρας ξακουσμένος.
Μένα με ξέρ' ο βασιλιάς, με ξέρουν βεζιράδες·
Στο Πράβι κάνω πόλεμο, στο Πράβι πολεμάω.
Και πήγα κι αποκλείστηκα ψηλά σε μια ραχούλα,
Έρχετ' ασκέρι δυνατό, ασκέρι αντρειωμένο·
20 Κάνω γιουρούσι μια φορά, γιουρούσι να βγω πέρα,
Κι αν βοηθήσ' η Παναγιά να βγω σε σελαμέτι 248.
Τότε να μάθ' ο βασιλιάς, να μάθει κι ο βεζίρης·
Εγώ μ' ο Τσάρας ξακουστός, ο Τσάρας ξακουσμένος.
Τρέμουν οι χώρες και χωριά, τρέμει το Σαλονίκι,
26 Τρέμει το μαύρο Σκόπελο, που 'χει τους κλέφτες μέσα.»
LXXXII. (82) Ο ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ

Χριστοφ. Περρ. ιστ. τ. Σουλ. I, 36., 1805-1806, ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Τρία πουλάκια κάθουνταν στον Άθωνα στη ράχη,
Το 'να κοιτάζ' τον Όλυμπο, τ' άλλο προς τη Χασάνδρεια,
Το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει·
O Νίκος τι να γίνηκε τούτο το καλοκαίρι,
5 Που 'ταν μπαϊράκι στα βουνά και φλάμπουρο 249 στους κάμπους,
Που 'ταν και μες στη θάλασσα πύργος θεμελιωμένος;
Μας είπαν πέρα πέρασε, πήγε κατά το Πράβι
Κι ανοίγ' μπαϊράκια δώδεκα, μες στη Βλαχιά να πάγει·
Πάγει σιμά, πάγει κοντά, σιμά κατά το Πράβι.
10 Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, δέκα χιλιάδες Τούρκοι,
Και κάνει ένα πόλεμο ολημερίς στον κάμπο,
Σκοτώνει τους αγαρηνούς πεζούρα και καβάλα 250,
Και το βραδύ γιουρούστησαν με τα σπαθιά στα χέρια,
Βρίσκουν τες πόρτες σφαλιστές κι άλυσον στο γιοφύρι·
15 Την άλυσο εκόψανε, τες πόρτες ετσακίσαν,
Με τα σπαθιά τους έσχισαν, τους Τούρκους κι απεράσαν.
Τότε ο Νίκος φώναξε, τα παλικάρια κράζει·
Λεβέντες μου ανίκητοι, περήφανα σαΐνια,
Καβούλι 251 μην το κάμετε, οι Τούρκοι να μας πάρουν,
20 Ή όλους να τους σφάξομε ή όλ' ας σκοτωθόμε.»
Πέντε μερούλες πολεμούν και πέντε μερονύχτια
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανέν μεντάτι 252,
Στον Άθωνα γυρίσανε πενήντα δυο συντρόφοι,
Οι πλειότεροι απέθαναν με το σπαθί στο χέρι.
LXXXIII. (83) Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΑΡΑΣ ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΣ

Πανδ. 22., 1807, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά στην Αλαμάνα,
Το 'να τηράει τ' Άγραφα, τ' άλλο τ' Ασπροποτάμι,
Το τρίτο το καλύτερο τηράει κατ' τα Τσουμέρκα.
«Κύριε μου, τι να γίνηκε ο Χρήστος Μπαλωμένος;
5 Μήτε στ' Άγραφα φάνηκε μήτε στ' Ασπροποτάμι·
Μας είπαν πέρα πέρασε και πάει στην Αλαμάνα.»
Και πήγαν και λημέριασαν στ' Αγιού Γιωργιού τη στάνη·
Πολλά τουφέκια πέφτουνε και θλιβερά βροντάνε.
Μήτε σε γάμο πέφτουνε μήτε σε πανηγύρια,
10 Μόνον ο Χρήστος πολεμά κι ο μαύρος ο Θανάσης·
Πολ'μά με τον ντερβέναγα 253, τον καπετάν Νικόλα.
Τρεις μέρες κάναν πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες·
«Χρήστο μου, για δεν έρχεσαι, γιατί δεν προσκυνάτε;»
«Εγώ δεν είμαι νιόνυφη 254 να βγω να προσκυνήσω·
15 Εγώ μ' ο Χρήστος ξακουστός, ο Χρήστος ξακουσμένος.
Μένα με ξέρουν τ' Άγραφα, με ξέρουν τα βιλαέτια 255,
Έχω αδέρφια ξακουστά, αδέρφια αντρειωμένα·
Εσένα δε σε σκιάζομαι, στον νου μου δε σε βάνω,
Με ξέρουν και τα Τρίκαλα, με ξέρουν και τα Χάσια,
20 Μένα με ξέρ' ο βασιλιάς, με ξέρει κι ο βεζίρης,
Εγώ μ' ο Τσάρας ξακουστός, ο Τσάρας Μπαλωμένος,
Μένα με ξέρ' ο τόπος σου, με ξέρουν τα Τσουμέρκα·
Στην Άρτα κάνω πόλεμο, στην Άρτα πολεμάω,
Μου σκότωσαν τον αδελφό, τον καπετάνο Τσάρα,
25 Και μου 'πιασαν και τον γαμπρό με τέσσαρους νομάτους,
Τσ' επήραν και τσ' επήγανε στα Γιάννινα στη χώρα,
Δύο τους κόβουν ζωντανούς, δύο τους εσκοτώνουν.»
LXXXIV. (84) Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΡΟΜΦΕΗΣ

Πανδ. 72., 1790-1804, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Ατός του του 'δε τ' όνειρο ο καπετάν Ρομφέης.
Ουδ' έτρωγεν ουδ' έπινεν ουδέ χαροκοπάει·
Μόν' τ' άρματά του τήραε, στέκει και τα ρωτάει·
«Τουφέκι μου περήφανο, σπαθί μου πέρα,
5 Σαράντα χρόνους έκαμα αρματολός και κλέφτης,
Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα,
Και το τουφέκι στο πλευρό όσο να ξημερώσει
Ατός μου του 'δα τ' όνειρο, καλά θε να ποθάνω,
Της νύχτας το περπάτημα και της αυγής ο ύπνος,
10 Σαν παν τ' αηδόνια στες φωλιές κι οι ομορφανιές να πλύνουν.
Πήρα κι εγώ τον ταϊφά 256, να πάω να πολεμήσω.
Τη στράτα που επήγαινα, στον δρόμο που πηγαίνω,
Και βρίσκω ένα γέροντα, στέκω και τον ρωτάω·
Καλή μέρα σου γέροντα.» — «Καλώς τον καπετάνο.
15 Καπ'τάν Ρομφεή πούθ' έρχεσαι και πούθε να πηγαίνεις;»
«Απ' τη Λασσόνα έρχομαι, στην Κατερίνα πηαίνω.»
«Αυτού μπροστά τουρκόσπιτα κι είναι κουνιαροχώρια 257
Εγώ Τούρκους δε σκιάζομαι, κουνιάρους δε φοβούμαι·
Εγώ μ' Ρομφέης ξακουστός, Ρομφέης ξακουσμένος.»
20 Και πήγε κι αποκλείστηκε μέσα σε μια κλησούλα·
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο και πέντε μερονύχτια.
Φέρνουνε τόπι' 258 απ' τη στεριά, κανόνια του πελάγου,
Να ρίξουν να χαλάσουνε αυτό το ρημοκλήσι.
Κι αυτός έτρωγε κι έπινε, στον νου του δεν το βάνει.
25 Πρώτο γιουρούσι 259 έκαμε με το σπαθί στο χέρι.
Πέντε παιδιά του βάρεσαν, τον Κωνσταντή Τσαμάρη.
Ψιλή φωνούλα έσυρεν, όσο καν ημπορούσε·
«Πάρε με καπετάνιο μου και μη μ' αφήσεις πίσω.»
Πίσω γιουρούσι έκαμε και πάει σκοτωμένος.
30 Τον κλαίνε χώρες και χωριά, τον κλαίνε βιλαέτια,
Τον κλαίει η μαύρη Νιάουστα κι η μαύρη Κατερίνη.
Ένα πουλάκι ξέβγαινε απ' το χωριό Ολύμπου,
Μέρα και νύχτα περπατεί, μέρα και νύχτα κλαίει
Και ψάχνει για την κλεφτουριά τον καπετάν Ρομφέη·
35 Μα ουδέ στ' Όλυμπο φάνηκε μηδέ στην Κατερίνη·
Μας είπαν πέρα πέρασε, στη Νιάουστα πηγαίνει.
LXXXV. (85) Η ΛΙΑΚΑΙΝΑ

Faur. Ι. 136., 1800-1801, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Τ' είν' το κακό που γίνεται στου Λιάκου τη γυναίκα;
Πέντ' Αρβανίτες την κρατούν και δέκα την ξετάζουν·
Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι; δεν παίρνεις Τούρκον άντρα;»
«Κάλλιο να διω το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει,
5 Παρά να διω, τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.»
Κι ο Λιάκος την αγνάντευεν από ψηλή ραχούλα,
Κοντά κρατεί τον μαύρο του, κρυφά τον κουβεντιάζει·
Δύνασαι μαύρε μ' δύνασαι να βγάλεις την κυρά σου;»
«Δύναμ' αφέντη μ', δύναμαι να βγάλω την κυρά μου.
10 Μόν' να μ' αυξήσεις την ταγή 260, να πάγω πέρα πέρα.»
Σαν πήγε και την έβγαλε, στου Λιάκου του τη φέρει.
LXXXVI. (86) Η ΛΙΑΚΑΙΝΑ

Kind. Neθgr. Poes. 3. Αγγελ. 65., 1800-1804, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Σαν τι τρομάρα, που 'δα 'γώ στου Λιάκου τη γυναίκα;
Πέντ' Αρβανίτες την κρατούν και τρεις την τυραννούνε.
«Λιάκαινα μ', Τούρκα γίνεσαι, να πάρεις Τούρκον άντρα;»
«Κάλλιο να διω το αίμα μου, στη γην να κοκκινίσει,
5 Παρά να διω, τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.»
Τον λόγο δεν απόσωσε κι άλλο λόγο δεν είπε.
Και να κι ο Λιάκος πρόφτασε με το σπαθί στα χέρια,
Κόφτει κεφάλια Τούρκικα, κεφάλι' απ' Αρβανίτες,
Και παίρνει τη γυναίκα του και στα βουνά εβγαίνει.
LXXXVII. (87) Η ΛΙΑΚΑΙΝΑ

U., 1800-1804, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Πώς λάμπ' ο ήλιος στα βουνά και το φεγγάρι βράδυ,
Έτσ' έλαμπε κι η Λιάκαινα στα Τούρκικα τα χέρια.
Πέντε πασάδες την κρατούν και δέκα βοϊβοντάδες 261
Κι ένα μικρό πασόπουλο στέκει και την ξετάζει·
5 «Λιάκαινα μ' δεν παντρεύεσαι να πάρεις Τούρκον άντρα,
Να σ' αρματώσει στο φλωρί 262, μες στο μαργαριτάρι.»
«Κάλλιο να διω το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει,
Παρά να διω τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.»
Ο Λιάκος την αγνάντεψεν από το καραούλι 263,
10 Τον μαύρο του κουβέντιαζε, του μαύρου του το λέγει·
«Δύνασαι μαύρε μ', δύνασαι να βγάλεις την κυρά μου;»
«Αρτήρισε 264 μου την ταγή σαρανταπέντε χούφτες.
Βάλε μπαχλάμια δώδεκα, φουσκούνια 265 δεκαπέντε
Και δέσε τη μεσούλα σου μαζί με τη δική μου,
15 Βγάλ' ένα δαμασκί 266 σπαθί 'πό πάν' απ' το κεφάλι.»
Στην μέσην εγιουρούστησε 267, στη μέση γιουρουστάει.
Πέντε πασάδες σκότωσε, δέκα τσοχανταραίους 268,
Κι η Λιάκαινα τον έλεγε κι η Λιάκαινα τον λέγει·
«Τώρα τ' ογληγορότερο στο μεσινό ταμπούρι 269
20 Να' ρθεις το γληγορότερο να πάρεις τη ζωή μου.»
LXXXVIII. (88) Ο ΛΙΑΚΟΣ

four. I, 134. Ζαμπ. 609, 17. Αγγελ. 64., 1800-1804, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα τον βεζίρη,
Να γίνεις πρωταρματολός, ντερβέναγας 270 να γίνεις.»
«Όσο 'ναι Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει,
Πασά 'χει Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το τουφέκι.»
5 Αλή πασάς σαν τ' άκουσε, βαριά του κακοφάνη·
Γράφει χαρτιά και προβοδάει, προστάγματα και στέλνει·
«Σ' εσένα Βελή Γκέκα μου στες χώρες, στα χωριά μου·
Τον Λιάκο θέλω ζωντανό ή καν απεθαμένο.»
Ο Γκέκας βγαίνει παγανιά και κυνηγάει τους κλέφτες,
10 Διαβαίνει λόγγους και βουνά, τους βρίσκει στο λημέρι,
Κι αρχίσανε τον πόλεμο, τα βροντερά τουφέκια.
Κοντογιακούπης φώναξε από το μετερίζι· 271
«Καρδιά, παιδιά μου, κάμετε, παιδιά μου, πολεμάτε.»
Ο Λιάκος επετάχτηκε, σαν αετός πετιέται.
15 Μέρα και νύχτα πολεμούν, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Κλαίουν οι Αρβανίτισσες στα μαύρα φορεμένες·
Κι ο Βελή Γκέκας γύρισε στο αίμα του πνιμένος,
Κι ο Μουσταφάς λαβώθηκε στα γόνα και στο χέρι.
LXXXIX. (89) Ο ΛΙΑΚΟΣ

Faur. ΙΙ, 315., 1804-1810, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Λιάκο σε κλαίουν τ' Άγραφα οι βρύσες και τα δέντρα,
Σε κλαίει ο δόλιος ψυχογιός, σε κλαιν τα παλικάρια.
«Δε σ' το 'πα, Λιάκο, μια φορά, δε σ' το 'πα τρεις και πέντε·
Προσκύνα, Λιάκο, τον πασά, προσκύνα τον βεζίρη;»
5 «Όσο 'ναι Λιάκος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει,
Πασά 'χει Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το τουφέκι.»
Κακό καρτέρι το 'καμαν από το μετερίζι. 272
Διψούσ' ο Λιάκος κι έρχεται με το σπαθί στο χέρι·
Έσκυψε κάτω για να πιει νερό και να δροσίσει,
10 Τρία τουφέκια τόδωκαν, τα τρί' αράδ' αράδα·
Το 'να τον παίρνει ξώπλατα και τ' άλλο μες στη μέση,
Το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε μες στ' αστήθι·
Το στόμα τ' αίμα γέμισε, τ' αχείλι του φαρμάκι,
Κι η γλώσσα τ' αηδονολαλεί και κελαηδεί και λέγει·
15 «Πού 'στε μπρε παλικάρια μου, που 'σαι μπρε ψυχογιέ μου;
Για πάρετέ μου τα φλωριά 273, πάρτε μου τα τσαπράζια 274,
Πάρτε και το σπαθάκι μου το πολυξακουσμένο·
Κόψετε το κεφάλι μου, να μην το κόψουν Τούρκοι,
Και το πηγαίνουν στου πασά ψηλά μες στο ντιβάνι· 275
20 Το διουν εχτροί και χαίρουνται, οι φίλοι και λυπούνται·
Το δγει και η μανούλα μου κι απ' τον καημό πεθάνει»
XC. (90) Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΦΡΙΤΣΑ

Πανδ. 71, 1800-1810, ΠΙΝΔΟΣ.

Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά στην Καλιακούδα,
Το 'να τηράει την ποταμιά, τ' άλλο το Καρπενήσι,
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέγει·
«Σήκω, Κώστα μ', να φύγομε κι απόλνα και τους Βλάχους»
5 «Όσο 'ν' ο Κώστας ζωντανός, παρέκει που διαβαίνει,
Το καραούλι 276 φώναξε τ' απάνω και το κάτω.»
Πολλή μαυρίλα έρχεται από το Καρπενήσι.
Μην είν' ο Μουχουρντάραγας μ' αυτούς τους Γιουτασαίους;
«Πουλί μου πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
10 Μην έρχεσαι από τ' Άγραφα κι από το Καρπενήσι;»
«Δεν έρχομ' από τ' Άγραφα ούτ' απ' το Καρπενήσι,
Μόν' έρχομ' από τη Μηλιά κι από τα Βλαχοχώρια.»
«Μην είδες τον Ρογόπουλο και τον Ροβοθανάση;»
«Δεν είδα τον Ρογόπουλο μήτε Ροβοθανάση:
15 Τον μπαϊραχτάρ' 277 αντάμωσα μέσα στους Γιουτασαίους
Και του 'πα χαιρετίσματα για να 'ρθει να σας βγάλει.»
Του πιάνουν πέντε ζωντανούς και πέντε σκοτωμένους,
Τον Κώστα τον ελάβωσαν ανάμεσα στες πλάτες,
Κι εκείνος δεν εστάθηκε και στον παπά πηγαίνει.
20 Και ο παπάς τον γέλασε και απιστιά του κάνει.
Η κλεφτουριά περπάταε και περπατεί και κλαίγει,
Χαλεύουν 278 για τον Κωνσταντή, τον Κώστα τον Καφρίτσα
Κύριέ μου τι να γίνηκε τούτο το καλοκαίρι
Να χαρατσώσει 279 τα χωριά κι αυτό το Καρπενήσι;
XCI. (91) Ο ΔΙΠΛΑΣ

U., 1802, ΘΕΣΣΑΛΙΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ.

Ένα πουλάκι λάλησε στου Δίπλα το ταμπούρι,
Δεν ελαλούσε σαν πουλί, σαν ούλα τα πουλάκια,
Μόν' ελαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη λαλούλα.
«Σήκου, Δίπλα μ', να φύγoμε, πάρε και τον Αντώνη,
5 Πολλοί μαύροι μας έρχονται, μαύροι σαν καλιακούδια.»
«Μην είν' ο Τσόγκας πόρχεται, μ' ν είν' ο Λεπενιώτης;»
«Μηδέ κι ο Τσόγκας έρχεται μηδέ ο Λεπενιώτης·
Μόν' είν' ο Μουχουρντάραγας με δυο, με τρεις χιλιάδες.
Φέρνει κι ασκέρι διαλεχτό, ούλο τσοχανταραίους.»
10 Στα δόντια παίρνουν το σπαθί, στο χέρι το τουφέκι.
«Ας έρχοντ' οι Παλιότουρκοι, εμείς τους καρτερούμε,
Εδώ 'ν' τ' Αντώνη το σπαθί, του Δίπλ' η λαζαρίνα· 280»
Κι ο Κατσαντώνης χούγιαξε από το μετερίζι· 281
«Αφήτε τους κι ας έρχονται, τους παλιογουρνομύτες,
16 Εδώ 'ν' τ' Αντώνη το σπαθί, του Δίπλα το νταλιάνι 282.
Πέντε πολέμους έκαμαν απ' την αυγ' ως το γιόμα. 283»
Κι ο Δίπλας τότε χούγιαξε 284 κι ο Δίπλας τότε λέγει·
«Το πού 'στε παλικάρια μου, παλιοί μου μπουλουκτσήδες,
Αντέτι 285 πιάστε, κάμετε σ' αυτούς τους γουρνομύτες.
20 Για σύρτε τα λαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια.»
Και το γιουρούσι 286 έκαμαν με τα σπαθιά στα χέρια.
Περνούν τους Τούρκους ομπροστά σαν βουκολογελάδια
Σαν την κοπή 287 τα πρόβατα, σαν την κοπή τα γίδια.
Διακόσιους Τούρκους σκότωσαν κι εξήντα λαβωμένους.
CXII. (92) Ο ΔΙΠΛΑΣ

Faur. 1, 157. Ζαμπ. 663, 87. Αγγελ. 65., 1802, ΘΕΣΣΑΛΙΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ.

Του Δίπλα φίλοι λέγανε και τον παρακαλούσαν
«Σήκου να φύγεις, Δίπλα μου, πάρε τον Κατσαντώνη·
Αλή πασάς σάς έμαθε, στέλνει τον Μουχουρντάρη. 288»
Και τα λημέρια φώναξαν, όσο καν ημπορούσαν
5 «Ο Μουχουρντάρης έρχεται με τέσσαρες χιλιάδες.
Φέρ' Αρβανίτες του πασά, πολλούς τσοχανταραίους 289·
Στα δόντια φέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.»
Κι ο Δίπλας αποκρίνεται κι ο Δίπλας συντυχαίνει·
«Ο Δίπλας είναι ζωντανός, πόλεμο δεν αφήνει·
10 Έχει λεβέντες διαλεχτούς, όλους Κατσαντωναίους·
Τρων το μπαρούτι σα ψωμί, τα βόλια σα προσφάγι,
Και σφάζουν Τούρκους σαν τραγιά, αγάδες σα κριάρια.»
XCIII. (93) Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

Faur. 1. 174., 1804, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Ο Βελή Γκέκας έτρωγε σ' ενός παπά το σπίτι·
Κι εκεί γράμμα τον έφεραν από τον Κατσαντώνη.
Ορτός ευθύς επήδησε και το σπαθί του ζώνει.
«Γραμματικέ μου φώναξε, μάσε τα παλικάρια·
5 O Κατσαντώνης μ' έγραψε να πάγω να τον εύρω.»
Στη στράτα όπου πήγαινε, στου δρόμου του τη μέση,
Αντώνης τον εφώναξε, γλυκά τον ερωτάει·
«Πού πας, Βελή ντερβέναγα, 290 ριτσάλι 291 του βεζίρη;»
«Σ' εσέν', Αντώνη κερατά, με το σπαθί στο χέρι.»
10 «Σ' εμέν' ανίσως έρχεσαι και πόλεμον αν θέλεις,
Δέξου τουφέκια κλέφτικα από τα παλικάρια·
Βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν.»
Κι όλος θυμός εφώναξε του Τσόγκα και του Δήμου·
«Βαρείτε τον Παλιάρβανον, φέρτε του το κεφάλι.»
15 Δυο τουφεκιές του τράβησαν πικρές φαρμακωμένες·
Μια τον επήρε στην καρδιά κι η άλλη μες στο στόμα.
Ψιλή φωνή εσήκωσεν, όσο καν ημπορούσε·
«Γραμματικέ μ' αγαπητέ και συ πιστέ μου Φέζο,
Γυρίστε, πίσω τρέξετε, πάρτε μου το κεφάλι,
20 Να μην το πάρ' η κλεφτουριά κι αυτός ο Κατσαντώνης,
Και μου το πάγει στη Φραγκιά και στην Αγία Μαύρα 292,
Και το διαβάσ' απ' την Πλαγιά, τα Τούρκικα λημέρια,
Το διουν εχτροί και χαίρονται και φίλοι και λυπούνται.»
XCIV. (94) Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

Faur. 1, 172. Ζαμπ. 664, 83. Αγγελ. 66., 1804, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Στες δεκαπέντε του Μαγιού, στες είκοσι του μήνα
O Βελή Γκέκας κίνησε να πάει στον Κατσαντώνη.
Επάησε κι εκόνεψε 293 σ' ενού παπά το σπίτι·
«Παπά, ψωμί, παπά, κρασί, να πιουν τα παλικάρια.»
5 Κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν, εκεί που λακριντίζαν 294,
Μαύρα μαντάτα του 'ρτανε από τον Κατσαντώνη.
Στα γόνατα γονάτισε· γραμματικέ, φωνάζει,
Τα παλικάρια μάζωξε κι όλο τον ταϊφά 295 μου.
Εγώ παγαίνω 'πό μπροστά στην κρύα τη βρυσούλα.»
10 Στη στράταν οπού πήγαινε, στη στράτα που παγαίνει,
Οι κλέφτες τον καρτέρεψαν και τον γλυκορωτούσαν·
«Πού πας, Βελή μπουλούκμπαση, 296 ριτσάλι 297 του βεζίρη;»
«Σ' εσέν', Αντώνη κερατά, σ' εσένα, Κατσαντώνη.»
Κι ο Κατσαντώνης φώναξεν από το μετερίζι 298
15 «Δεν είν' εδώ τα Γιάννινα, δεν είν' εδώ ραγιάδες,
Για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια·
Εδώ 'ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια»
Τρία τουφέκια τόδωκαν, τα τρί' αράδ' αράδα,
Το 'να τον πήρε ξώδερμα και τ' άλλο στο κεφάλι,
30 Το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε στην καρδιά του,
Το στόμα τ' αίμα γιόμισε, τα χείλη του φαρμάκι.
XCV. (95) ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΙ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΖΑΝΤΩΝΗΣ

U. 1807, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Σηκώθ' ο Γιώργος την αυγή νερό να πάει να φέρει,
Βρίσκει ταμπούρια 299 Τούρκικα και Τούρκους που φυλάγουν,
Και πίσω Γιώργος γύρισε και στον Αντώνη πάγει·
«Σήκ' Αντώνη να φύγoμε, πάμε κάτω στον Βάλτο.
5 Μας πρόδωσαν οι φίλοι μας, οι αδερφοποιτοί μας.
Πολλοί μαύροι μας πλάκωσαν, μαύροι σαν καλιακούδια.»
«Μην είν' ο Τσόγκας πόρχεται, μην είν' ο Λεπενιώτης;»
«Ούτ' είν' ο Τσόγκας πόρχεται, ούτ' είν' ο Λεπενιώτης,
Μόν' είν' ο Μουχουρντάραγας με τους τσοχανταραίους, 300
10 Φέρνει σαΐνια του πασά, ασκέρι του βεζίρη.»
Κι η συντροφιά τον άφησε, οι φίλοι κι οι δικοί του.
Γιώργος Χασιώτης στάθηκεν, ο μαύρος αδερφός του.
«Αντώνη μου, μη σκιάζεσαι, στον νου σου μην το βάνεις.
Αντάμα θα πεθάνομε, κι αντάμα θα χαθούμε.»
15 «Τράβα, Χασιώτη μ', τράβηξε να μη χαθείς μ' εμένα,
Γιατ' είν' Τούρκοι παραπολλοί και σ' είσαι μοναχός σου,
Για να γλιτώσεις, αδερφέ, το αίμα μου να σύρεις.»
XCVI. (96) Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

U., 1807, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Παγαίν' ο Γιώργος για νερό, νερό να πάει να φέρει,
Βρίσκει ταμπούρια 301 τούρκικα, τη βρύση χαλασμένη·
Πίσω πάλι εγύρισε και στον Αντώνη πάγει.
Κι Αντώνης τον ερώταε, κι Αντώνης τον ρωτάει·
5 «Γιώργο μ', γιατ' είσαι κίτρινος, γιατ' είσαι μαραμένος;»
«Πολλή μαυρίλα έρχεται, μαύρη σαν καλιακούδα.»
«O κερατάς μην έρχεται, ο αγά Μουχουρντάρης;»
«Κόψε με, Γιώργο μ', κόψε με, πάρε μου το κεφάλι.
Να μην το πάρ' η παγανιά 302, ο αγά Μουχουρντάρης»
10 «Μπαχ πώς σε κόβ' Αντώνη μου, π' αλλ' αδερφό δεν έχω;
Θα παίξ' Αντώνης το σπαθί κι ο Γιώργος το τουφέκι,
Τότε θα δώσουν τ' άρματα.
XCVII. (97) Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

Ζαμπ. 638, 50. Τ. 367., 1800-1810, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
Θολό ποτάμ' απέρναγα και πέρα δεν εβγήκα·
Είχε θολά τα ρέματα και τα νερά βαμμένα,
Κεφάλια κυλούν 'πό μπροστά, κεφάλια κι από πίσω·
5 Ξήγα τ', Αντώνη μ', ξήγα το τ' όνειρο που μ' εφάνη·
«Παιδιά μου, μη σκοτίζεστε κι εγώ σας το ξηγάω·
Τούρκους πολλούς θα κόψομε, θα πάρομε και πλιάτσκα. 303
XCVIII. (98) Ο ΝΑΣΟΣ

Τ. 411., 1800-1810, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

To λεν οι κούκοι στα βουνά κι αι πέρδικες στα πλάγια,
Το λέει κι ο πετροκότσυφος στα κλέφτικα λημέρια.
Οι κλέφτες εσκορπίσανε και γίνηκαν μπουλούκια.
Ο Δίπλας πάει στ' Άγραφα κι Αντώνης πάει στον Βάλτο
5 Κι ο Νάσος πέρα πέρασε κατά τα Βλαχοχώρια,
Για να βαφτίσ' ένα παιδί, να πιάσει μια κουμπάρα.
Κουμπάρες τον καρτέρησαν με το παιδί στα χέρια.
Την μια κερνάει τάλιρα, την άλλη δίδει γρόσια 304,
Και τες κουμπαροπούλες του τάλιρα και ρουμπιέδες 305.
10 Κι εκ' απιστιά του γίνηκε, τον Νάσον εσκοτώσαν.
XCIX. (99) Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

U. 1800-1810, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Επρασινίσαν τα βουνά, λουλούδιασαν οι κάμποι·
Το λεν τ' αηδόνια στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια·
Το λέει κι ο κούκος θλιβερά στ' Αντώνη τα λημέρια·
«Δεν σου του 'πεν ο Μπότσαρης κι ο Φώτος ο Τσαβέλας;
5 Κάτσε Αντώνη στη Φραγκιά, να γένεις καπετάνιος.»
«Ακόμ' αυτή την άνοιξη θα βγω στο Καρπενήσι,
Τι το μαθαίν' Αλή πασάς κι αυτός ο Μουχουρντάρης,
Και λεν Αντώνης φράγκεψε και γίνηκε σουλντάνος.»
C. (100) Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

U. 1800-1810, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
θολό ποτάμι πέρναγα, θολό κατεβασμένο
Και πέρα δεν επέρασα και δώθε δεν εβγήκα·
Μόν' πήρα τον κατήφορο στη μέση το ποτάμι.
5 Ξηγάτε, παλικάρια μου, ξηγάτε τ' όνειρό μου.»
Κι η συντροφιά του το 'λεγε κι η συντροφιά του λέγει·
«Ξήγα τ', Αντώνη, ξήγα μας το όνειρο οπού δες.»
«Παιδιά μ' χωριά θα κάψομε, θα δέσομε και σκλάβους.»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απόειπε·
10 Το καραούλι 306 φώναξε, το καραούλι λέγει·
«Πολλοί μαύροι μας έρχονται, μαύροι σαν καλιακούδια,»
Μην είν' ο Τσόγκας πόρχεται, μην είν' ο Λεπενιώτης;
Δεν είν' ο Τσόγκας πόρχεται, δεν είν' ο Λεπενιώτης,
Μόν' είν' ο Μουχουρντάραγας με χίλιους πεντακόσιους·
15 Και φέρ' ασκέρι διαλεχτό, όλους τσοχονταραίους, 307
Στα δόντια παίρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Και στο λημέρι φτάσανε, τους έκλεισαν τριγύρω.
Μια μπαταριά 308 του δώσανε, μια μπαταριά του δίνουν,
Η μια τον παίρνει στην καρδιά κι η άλλη στο χέρι παίρνει,
20 Κι η τρίτη η χειρότερη τον παίρνει στο κεφάλι.
Ψιλή φωνίτσαν έβγαλε σαν πετροχελιδόνι·
Το πού 'σαι Τσόγκα μ' αδελφέ, Θανάσ' αγαπημένε,
Γύρισε πίσω, πάρτε με, πάρτε μου το κεφάλι,
Να μη μου το πάρ' η Τουρκιά κι αυτός ο Μουχουρντάρης,
25 Να μη μ' το πάει στα Γιάννινα, στην πόρτα του βεζίρη,
Γιατ' έχ' οχτρούς και χαίρονται και φίλους και λυπούνται.
Έχω και μια σεβαστική, που σταίνει μοιριολόγια,
Στα παραθύρια κάθεται, τες στράτες αγναντεύει,
Τες στράτες και τα πέλαγα κι όλα τα κορφοβούνια·
30 Αντώνη μ', για δε φαίνεσαι ψηλά στα κορφοβούνια,
Γιατί νιους βλέπω, βλέπω νιους, και κόβετ' η καρδιά μου.
Μας πρόδωκε, μας έδωκε σ' αυτούς ο Παλιογκούρλιας.»
CI. (101) Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

U., 1811, ΑΓΡΑΦΑ.

Τ' είν' το κακό που γίνεται φέτο το καλοκαίρι,
Που βγήκ' Αντώνης στ' Άγραφα με τον Καραγιαννάκη·
Και πήρε ντέβρι 309 τα χωριά, ντέβρι τα βιλαέτια. 310
Πήγαν και λημεριάσανε στου Γαλανού τη στάνη.
5 Γυρεύει το χαράτσωμα 311 χίλια τριακόσια γρόσια. 312
Γυρεύει το κορίτσι του κι άλλες πέντε νυφάδες.
Γυρεύει και την τσούπρα του, να τη φιλήσ' Αντώνης·
«Ας είν' ας είν' Αντώνη μου εγώ να σου τες φέρω.»
Κι ο Γαλανός ξεκίνησε και πάγει στη Ρεντίνα.
10 «Πολλά τα έτη Λιάζαγα.» — «Καλώς τον τον σκουτέρη. 313
Σαν τι χαμπέρια 314 Γαλανέ μας φέρνεις απ' τη στάνη;
«Τι να σου πω Ελιάζαγα, τι να σου μολογήσω·
Ο Κατσαντώνης στο μαντρί με τον Καραγιαννάκη
Γυρεύουν το χαράτσωμα χίλια τριακόσια γρόσια,
15 Γυρεύουν το κορίτσι μου κι άλλες πέντε νυφάδες.»
Κι ο Λιάζαγας σαν τ' άκουσε, πολύ του κακοφάνη
«Ας είν', ας είναι Γαλανέ, κι εγώ θα τους βαρέσω.·
O Λιάζαγας ξεκίνησε και στην Τριφύλα πάγει·
Κι ο Κατσαντώνης χούγιαξεν 315 από το μετερίζι 316
20 «Πού πας Λιαζαντερβέναγα, που πας παλιομουρντάτης 317
Εδώ 'χω τα κλεφτόπουλα, εδώ 'χω τους χασάπες.»
«Σ' εσέν' έρχομ' Αντώνη μου, σ' εσένα Κατσαντώνη.»
Τρία τουφέκια του 'ριξαν, τα τρί' αράδ' αράδα,
Τόνα τον παίρνει στο πλευρό και τ' άλλο στο κεφάλι,
25 Το τρίτο το φαρμακερό ανάμεσα στα μάτια.
Τους Τούρκους παίρνουνε μπροστά και στον Κλειτσό τους κλειούνε.
CΙI. (102) Ο ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ

U., 1815, ΑΓΡΑΦΑ.

Αντάριασάνε τα βουνά, συννέφιασαν οι κάμποι,
Βγήκε κι ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο,
Κι εκειό τ' αστέρι το λαμπρό, που πάει να βασιλέψει.
Κι οι κλέφται το καρτέρεσαν και το συχνορωτάνε·
5 «Πες μας, πες μας αστέρι μου κι ένα καλό χαμπέρι. 318»
«Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω;
Τον Λεπενιώτη βάρεσαν μες στο δεξί το χέρι,
Δεν μπόρ' να βγάλει το σπαθί, ν' αδειάσει το τουφέκι.»
Ψιλή φωνίτσα έσυρεν, όσο καν εδυνότουν·
10 «Το πού 'σαι Τσόγκα μ' αδελφέ και συ Λαμπρό Σουλιώτη,
Γυρίστε να με πάρετε, πάρτε μου το κεφάλι,
Να μην τ' πάρει η Τουρκιά κι αυτός ο Νακοθέας.»
CIII. (103) Ο ΛΕΠΕΝΙΩΤΗΣ

Fragm. Ζαμπ. 673, 96., 1815, ΑΓΡΑΦΑ.

Εσείς πουλι' άγρια κι ήμερα, άγρια κι ημερωμένα,
Εσείς δουλειά δεν έχετε αυτού στα Βλαχοχώρια,
Διαβάτ' απάνου στ' Άγραφα πέρ' απ' τα Βλαχοχώρια,
Να βρείτε τους αρματολούς τους τρεις Λεπενιωταίους.
5 Σε τι βουνό να βρίσκονται, σε τι κεφαλοχώρια,
Τέτοιο κακό δεν καρτερούν, Τούρκους δεν παντεχαίνουν.
O Νακοθέας φώναξε 'πό μες από τον πύργο·
«Βαρείτε τους αρματολούς και τους Λεπενιωταίους.»
Δέκα τουφέκια πέφτουνε κι άλλα σαράντα πίσω,
10 Αχούνε κάμποι και βουνά και τα πουλιά σκορπίζουν.
«Νάκο σαν είχες πόλεμο, δε μόστελνες χαμπέρι,
Να μάσω τα μπουλούκια μου, που τα 'χω σκορπισμένα,
Τον Τριάγκα στην Ευρύπολη, Δραγκίστα στη Ρεντίνα,
Κι αυτό τον Γιάννη Μπαταριά, που 'ναι στο πέρα κόλι, 319
15 Να 'βλεπες τ' είναι πόλεμος και κλέφτικο γιουρούσι· 320»
CIV. (104) Ο ΔΗΜΟΣ ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ Ο ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ…

Παν δ. 67., 1810, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Ενύχτωσε και βράδιασε κι ο ήλιος βασιλεύει.
«Σύρτε παιδιά μου για ψωμί, κρασί να πιούμε βράδυ,
Και φέρτε μου γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
Να βρέχω τις λαβωματιές, οπού 'μαι λαβωμένος.
5 Και συ Λαμπράκη μ' ανεψιέ έλα κάτσε κοντά μου,
Να σου χαρίσω τ' άρματα τα έρημα τσαπράζια, 321
Τις πέντ' αράδες τα κουμπιά τα μαλαματωμένα.
Παιδιά μου μη μ' αφήνετε στον έρημο τον τόπο,
Γιατ' είν' τ' αρκούδια και με τρων, οι λύκοι και με πίνουν.
10 Για πάρτε με και σύρτε με ψηλά σε μια ραχούλα,
Κόψτε κλαδιά και στρώστε μου και βάλτε με να κάτσω,
Και φκιάστε μου το μνήμα μου, να παίρνει δυο νομάτους,
Να στέκ' ορτός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω.
Κι απ' τη δεξιά μου τη μεριά αφήστε παραθύρι,
15 Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά της άνοιξης τ' αηδόνια,
Να φέρνουν χαιρετίσματα από τον Μπουκοβάλα.»
(in Pandora sequuntur quinque hi versus, ex qnibus aliud carmen incipere nobis videtur.)
Ο Μπουκουβάλας πέρασε και πάει κατά την Πάργα.
Άλλοι μας λεν, απέθανε, άλλοι μας λεν, εχάθη,
Κι άλλοι το λένε ψέματα κι άλλοι το λεν αλήθεια,
20 Κι ο Τραγουδάκας έστειλε, να μάθει το χαμπέρι· 322
Ουδέ πίσω εγύρισε κι ουδέ χαμπέρι του 'ρτε.
CV. (105) Ο ΔΗΜΟΣ

Faur. I, 77. Ζαμπ. 607, 13., 1810, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Ο ήλιος εβασίλευε κι ο Δήμος διατάζει·
«Σύρτε παιδιά μου στο νερό, ψωμί να φάτ' απόψε·
Και συ Λαμπράκη μ' ανεψιέ κάθισ' εδώ κοντά μου·
Να τ' άρματά μου φόρεσε, να είσαι καπετάνος·
5 Και σεις παιδιά μου πάρετε το έρημο σπαθί μου,
Πράσινα κόψετε κλαδιά, στρώστε μου να καθίσω,
Και φέρτε τον πνευματικό να με ξομολογήσει,
Για να του πω τα κρίματα, όσα 'χω καμωμένα·
Τριάντα χρόνι' αρματολός κι είκοσι πέντε κλέφτης,
10 Και τώρα μου 'ρτ' ο θάνατος και θέλω να πεθάνω.
Κάμετε το κιβούρι μου πλατύ ψηλό να γένει,
Να στέκ' ορτός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω.
Κι από το μέρος το δεξί ν' αφήστε παραθύρι,
Τα χελιδόνια να 'ρχονται, την άνοιξη να φέρουν,
15 Και τ' αηδόνια τον καλό Μάη να κελαηδούνε.»
CVI. (106) Ο ΔΗΜΟΣ ΜΠΟΥΚΟΒΑΛΑΣ

Τ. 339., 1810, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Εγώ σας λέγω δεν μπορώ, και σεις μου λέτε σήκου·
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
Και φέρτε μου γλυκό νερό να πιω, να ξεψυχήσω,
Και φέρτε μου τον ταμπουρά 323 να ψιλοτραγουδήσω,
5 Να βγάλω το τραγούδι μου το παραπονεμένο.
Μουστάκι μου καραμπογιά 324 και φρύδια μου γραμμένα,
Ματάκια μου μπερπιλωτά, στόμα μου ζαχαρένιο,
Και συ τσαμπά 325 περήφανε, που 'σαι μακρός στες πλάτες,
Και θα σας φάγ' η μαυρή γη και το 'ρημο το χώμα.
10 Για πάρτε με και σύρτε με ψηλά σε μια ραχούλα,
Και βγάλτε τα χαντσάρια 326 σας και φτιάστε μ' το κιβούρι
Και φτιάστε το μακρύ πλατύ για δυο, για τρεις νομάτους·
Να στέκ' ορτός να πολεμώ και δίπλα να γεμίζω·
Και στη δεξιά μου τη μεριά αφήστε παραθύρι,
15 Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, να λεν το καλοκαίρι.»
CVII. (107) Ο ΣΚΥΛΟΔΗΜΟΣ

Faur. I, 156. Ζαμπ. 670, 91., 1806, ΗΠΕΙΡΟΣ, ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ.

Ο Σκυλοδήμος έτρωγε στα έλατ' απουκάτου,
Κι είχε τη 'Ρήνη στο πλευρό κρασί να τον κερνάει.
«Κέρνα με, 'Ρήνη μ', όμορφη, κέρνα μ' όσο να φέξει,
Όσο που να βγ' ο αυγερινός, να πάγ' η πούλια γιόμα, 327
5 Κι απέ σε στέλνω σπίτι σου με δέκα παλικάρια.»
«Δήμο, δεν είμαι δούλα σου κρασί να σε κερνάω,
Εγώ 'μια νύφη προεστών κι αρχόντων θυγατέρα.»
Κι αυτού προς τα χαράματα περνούσαν δυο διαβάτες·
Είχαν τα γένια τους μακριά, το πρόσωπό τους μαύρο.
10 Κι οι δυο κοντά του στάθηκαν και τονέ χαιρετούνε.
«Καλή σου μέρα Δήμο μου.» — «Καλώς τους τους διαβάτες.
Διαβάτες πώς το ξέρετε πως είμ' ο Σκυλοδήμος;»
«Φέρνομε χαιρετίσματα από τον αδερφό σου.»
«Διαβάτες που τον είδεταν εσείς τον αδερφό μου;»
15 «Στα Γιάννινα, στη φυλακή τον είδαμαν κλεισμένο,
Είχε στα χέρια σίδερα και κλάπες 328 στα ποδάρια.»
— Ο Σκυλοδήμος δάκρυσε, πετιέται για να φύγει.
«Πού πάγεις Δήμο μ' αδερφέ, που πάγεις καπετάνε;»
«Τον βγάζω 'πό τα σίδερα, ή πάω κι εγώ με δαύτο.»
20 «Εγώ 'μαι τ' αδερφάκι σου· έλα να φιληθούμε.»
Κι εκείνος τον εγνώρισε· στα χέρια του τον πήρε,
Γλυκά κι οι δυο φιλήθηκαν στα μάτια και στα χείλη.
Κι ο Δήμος τον ερώτησε κι ο Δήμος τον ρωτάει·
«Κάθ' αδερφέ, κάθου πιστέ κι έλα μολόγησέ μας,
25 Πώς έκαμες κι εγλίτωσε απ' Αρβανίτων χέρια;»
«Νύχτα τα χέρια μ' έλυσα κι ετσάκισα τες κλάπες,
Κι εσύντριψα τη σιδεριά κι ερίχτηκα στον Βάλτο.
Κι ηύρα ένα μονόξυλο κι επέρασα τη λίμνη,
Προψές τα Γιάννιν' άφησα και τα λαγκάδια πήρα.»
CVIII. (108) Ο ΖΑΚΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΚΥΛΟΔΗΜΑΙΟΙ

Ζαμπ. 671, 92., 1810, ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, ΗΠΕΙΡΟΣ.

Στην Κρανιά μες στο μπογάζι 329 βγήκαν οι Σκυλοδημαίοι,
Πάτησαν ένα καρβάνι, πήραν άσπρα, πήραν γρόσια 330,
Πήραν και μια Ρωμιοπούλα που 'ταν άσπρη σαν το χιόνι,
Που 'ταν άσπρη σαν το χιόνι, νόστιμη σαν το πεπόνι,
5 Νόστιμη σαν το πεπόνι κι όμορφη σαν το τρυγόνι.
Κει που μοίραζαν τα γρόσια, πλάκωσε κι ο Θοδωράκης,
Να κι ο Θόδωρος του Ζάκα μπαταριά 331 τους ρίχτ' απάνου
Πέντε δέκα λαβωμένους, τους Μακραίους σκοτωμένους.
Φέρτε κι ένα ντελή γρίβο 332 να τους βάλομε σα γίδια.
CΙX. (109) ΠΑΠΑΣ ΘΥΜΙΟΣ

U., 1805-1810, ΚΡΑΒΑΡΑ.

Ακούτε τι μας γράφουνε και τι μας προβοδούνε
Οι φίλοι κι οι κουμπάροι μας κι αυτοίνοι οι βλαμάδες.
Άσπρα χαρτιά μας στέλλουνε κι αυτό με μαύρες μπούλες,
Όσοι κι αν είστε κλεφτουριά, ούλοι να μερωθείτε.
5 Σηκώθ' ο παπάς Θύμιος, πάει αρματολός,
Μαζώνει παλικάρια, όλα διαλεχτά·
Γυρεύει κι ένα γέρον γεροντόβλαχον
Που ξέρει τα λημέρια, για ν' οδηγηθούν.
«'Γώ δεν μπορώ παιδιά μου, 'γώ δε δύναμαι.
10 Μουν πάρτε τον γιον μου τον μικρότερο,
Που ξέρει τα λημέρια, που λημερίαζα,
Που ξέρει και τες βρύσες, που 'πινα νερό,
Που ξέρει και τους φίλους, που 'παιρνα ψωμί,
Που ρίχνει στο σημάδι με καλύτερα.»
CX. (110) ΠΑΠΑΣ ΘΥΜΙΟΣ

Ζαμπ. 677, 102., 1805-1810, ΜΕΤΣΟΒΟΝ.

Εσείς πουλιά του Γραβανού κι αηδόνια του Μετσόβου
Εσείς καλά τον ξέρετε αυτόν τον παπα-Θύμιο,
που 'ταν μικρός στα γράμματα, μικρός στα πινακίδια,
Και τώρα στα γεράματα εβγήκε πρωτοκλέφτης.
5 Όλα τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια
Και του Βαρλάμη το καστρί δεν μπόρειε να πατήσει,
Τ' ήταν ψηλά σε μάρμαρα, ψηλά σ' ένα λιθάρι.
Τον γούμενον εφώναξε, τον γούμενο φωνάζει·
Κατέβα κάτου γούμενε, να μας ξομολογήσεις,
10 Γιατ' έχομ' ένα άρρωστο βαριά για να πεθάνει.
Παίρνει λαμπάδ' ο γούμενος, βάνει και πετραχήλι,
Και καταβαίνει στην αυλή, για να ξομολογήσει.
«Πολλά τα έτη 'γούμενε.» — «Καλώς τα παλικάρια.»
«Βγάλ' τα τα ράσα 'γούμενε, βγάλε το πετραχήλι,
15 Γιατί στη στράτα που βαρούν, λόγγο θα να περνάσεις.»
Πιστάγκωνα τον έδεσαν κι απ' την αυλή τον βγάζουν·
Τέσσαροι παν απ' ομπροστά και τέσσαρ' από πίσω.
CX a. (110 α) Ο BAPΛAMHΣ

U., 1810.

Τρία πλάτανα, τα τρί' αράδ' αράδα
Κι ένας πλάτανος παχύν ίσκιον οπόχει,
Στα κλωνάρια του σπαθιά 'ναι κρεμασμένα
Και στη ρίζα του τουφέκι' ακουμπισμένα
5 Κι από κάτω του Βαρλάμης ξαπλωμένος.
CΧΙ. (111) Ο ΚΟΛΕΤΤΗΣ

U., 1810, ΗΠΕΙΡΟΣ.

Ένα πουλάκι ξέβγαινε 'πό μες από τ' Ανάπλι,
Μέρα και νύχτα περπατεί, μέρα και νύχτα πάγει.
Και στη στράτα που πήγαινε, στον δρόμο που πηγαίνει,
Αντρέας Ίσκος το 'πιασε και το συχνορωτάει·
5 «Πες μας, πες μας πουλάκι μου κανέν' καλό χαμπέρι.»
«Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω,
Εψές, προψές εδιάβαιν' απ' το σπίτι του Κολέττη
Κι ήκουσα τον μουσαβερέ 333 και μια κρυφή κουβέντα.»
Ο κυρ Κολέττης έλεγε κι ο κυρ Κολέττης λέγει·
10 Παιδιά, να γένει σύνταγμα.»

Η χρονολογία 1810 με το σύνταγμα που προτείνει ο Κολέττης δε συμβιβάζονται!
CXII. (112) Ο ΤΣΕΛΙΟΣ

Kind, Eunom. ΙΙΙ, 14. Μ. I, 302., 1811, ΡΟΥΜΕΛΗ.

«Πολί μου πούθεν έρχεσαι και πού θα καταβαίνεις;»
«Από τη Ρούμελ' έρχομαι, στη θάλασσα πηγαίνω.
Φέρω τα χαιρετήματα τον Τσέλιο Ρουμελιώτη,
Τα στέλλει η μανούλα του κι η δόλια αδελφή του.»
5 Πολί μ' Τσέλιος δεν είν' εδώ ουδέ και τα παιδιά του.
Τον έκλεισ' ο Βελή πασάς στη Λυγεριά 'πό πάνω·
Τον έκλεισ' ο Βελή πασάς με τέσσαρες χιλιάδες.
Κι ο Τιλχαβέζος φώναξεν από το μετερίζι· 334
«Έβγα Τσέλιε μ', προσκύνησε, προσκύνα τον βεζίρη.»
10 Τσέλιος τ' απελογήθηκεν από το μετερίζι·
«Όσο 'ν' ο Τσέλιος ζωντανός, πασά δεν προσκυνάει,
Πασά 'χει Τσέλιος το σπαθί, βεζίρης το τουφέκι.»
Τραβά και βγάζει το σπαθί και τα παιδιά φωνάζει·
«Γιουρούσ' 335 παιδιά να κάμομε εις τον Σμαΐλη Κιόη.»
15 Τραβούν και βγάζουν τα σπαθιά επάνω στον Σμαΐλη
Και το κεφάλ' τον πήρανε, στον Τσέλιο το πηγαίνουν.
Βελή πασάς σαν το 'μαθε, πολύ τον ελυπήθη.
CXIII. (113) Ο ΓΙΩΡΓΟΘΩΜΟΣ

Faur. ΙΙ, 324. Ζαμπ. 663, 82., 1811, ΗΠΕΙΡΟΣ.

Ένα πουλάκι ξέβγαινε 'πό μες από τον Βάλτο,
Μέρα και νύχτα περπατεί, νύχτα και μέρα λέγει·
«Θε μ' πού να βρω την κλεφτουριά, τον Γιώργο τον Σπαρτιώτη;
Έχω δυο λόγια να του πω, πως θε να τον σκοτώσουν.»
5 «Πού το 'μαθες πουλάκι μου, πως θε να με σκοτώσουν;»
«Εψές ήμουν στα Γιάννινα στην πόρτα του βεζίρη,
Πολλά σκιαέτια 336 πήγαινεν ο Γιάννης Γαραγούνης·
Άδικ', αφέντη μ', άδικο από τον Γιωργοθώμο.
Τα πρόβατά σου μ' άρπαξε και μας επήρε σκλάβους.»
10 «Να κάμεις σάμπρι, 337 Γιάννη, μου πέντ' έξι δέκα μέρες,
Κι εγώ τον φέρνω ζωντανό, του παίρνω το κεφάλι.»
Γιουσούφ Αράπης κίνησε με δεκατρείς χιλιάδες·
Σαν έπιασαν τον πόλεμο τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Πέφτουν τουφέκια σα βροχή, μολύβια σα χαλάζι·
15 Τον Γιωργοθώμο λάβωσαν μες στο δεξί το χέρι.
Ο Γιωργοθώμος φώναξε 'πό μες από τους Τούρκους·
Πού 'στε μπρε παλικάρια μου λίγα κι αντρειωμένα;
Πετάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας·
Γιουρούσι μέσα κάμετε, πάρτε μου το κεφάλι,
20 Να μην το πάρει η Τουρκιά, Γιουσούφαγας ο σκύλος.»
CXIV. (114) Ο ΚΑΖΑΒΕΡΝΗΣ

Ζαμπ. 609, 16. Τ. 381., 1810, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

Ανάμεσα στη Χιλιαδού, ζερβιά μεριά της Γούρας
Ο Καζαβέρνης πολεμά με δύο με τρεις χιλιάδες,
Με Σέρρας μ' όλον τον Καζά 339 με το 'ρημο το Πράβι.
Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
5 Δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανέν μεντάτι. 340
Τα παλικάρια 'ρώστησαν, δε θε να πολεμήσουν,
Βάνουν στη θήκη τα σπαθιά, δράζουνε 341 τα τουφέκια,
Και κάνουν τον κατήφορο, μες στα γεφύρια πάγουν·
Βρίσκουν τες πόρτες κλειδωτές, τους άλυσους ριμένους.
10 Κι ο Καζαβέρνης χούγιαζεν 342 από το μετερίζι· 343
«Παιδιά, καϊρέτι 344 κάμετε, καρδιά και πολεμάτε,
Τι σήμερα 'ν' ο θάνατος, τι σήμερα 'ν' ο Χάρος,
Σήμερα γεννηθήκαμε, σήμερα να χαθούμε.»
Δύο παλικάρι' ας τρέξουνε, φαγί να κυνηγήσουν.
15 Πιάνουν αλάφια, ψήνουν τα, στα παλικάρια δίνουν.
Σαν τα λιοντάρια πολεμούν μια μέρα και μια νύχτα·
Σκοτώνουν Τούρκους άμετρους, σκορπίζουνε τους Τούρκους,
Κι ο Καζαβέρνης γύριζε τον βράχο τραγουδώντας.
CXV. (115) ΟΙ ΒΛΑΣΟΠΟΥΛΟΙ

Ζαμπ. 680, 105. Τ. 235., 1811, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Ο Κωσταντίνος ο μικρός κι Αλέξης ο μεγάλος
Και το μικρό Βλασόπουλο αντάμα τρων και πίνουν.
Κι εκεί που τρων και πίνουνε και συχνοχαιρετιόνται,
Φωνή τους ήρτ' απ' ουρανούς κι απ' Αρχαγγέλου στόμα·
5 «Εσείς τρώτε και πίνετε κι οι Τούρκοι σας κουρσεύουν·
Πήραν τ' Αλέξη δυο παιδιά, του Κωσταντά τη μάνα,
Πήραν και του Βλασόπουλου την όμορφ' αδερφή του.»
«Όσο να στρώσ' ο Κωσταντάς, να σαλιβώσ' Αλέξης,
Το άξιο το Βλασόπουλο πάνω στη σέλα βρέθη.
10 Του παραγγέρν' ο Κωσταντάς, του παραγγέρν' Αλέξης·
«Αν είναι χίλιοι, σκότωσ' τους κι αν είναι δυο χιλιάδες,
Κι αν είν' και τρεις και τέσσαρες, γύρισε, μίλησέ μας.»
Ψηλή ραχούλ' ανέβαινε, κάθεται, τους μετράει·
Μετράει τους Τούρκους και μετράει και μετρημούς δεν είχαν,
15 Και πάλε τους μεταμετράει κι ήταν εννιά χιλιάδες.
Να πάγει πίσω ντρέπεται, να πάγ' ομπρός φοβάται,
Κάνει σταυρό σα Χριστιανός και μέσα άτους μπαίνει.
«Βόηθα μ' ευχή της μάνας μου, του δόλιου του κυριού μου,
Κι ευχή του πρώτου μ' αδερφού τους Τούρκους να κερδέσω.»
20 Στ' άμπα του στράτες άνοιξε, στ' άβγα το μονοπάτι,
Και στον καλόν τον γυρισμό δεν είχ' άλλους να κόψει.
Μόνε δυο 'δέρφια γκαρδιακά και πολυαγαπημένα
Πίσω τον καρτερούσανε σ' ένα στενό σοκάκι·
Δυο τουφεκιές τοδώκανε μέσα στα σωθικά του·
25 Η μια τον παίρνει στην καρδιά κι η άλλη στα πλεμόνια·
«Τρέξε καημένε Κωσταντά και συ 'δερφέ μ' Αλέξη,
Που μ' αδικοσκοτώσανε σ' ένα στενό σοκάκι·
Μοδώκανε δυο τουφεκιές μέσα στα σωθικά μου·
Η μια μ' επήρε στην καρδιά κι η άλλη στα πλεμόνια.»
CXVI. (116) Ο ΠΛΙΑΤΣΚΑΣ

Faur. Ι, 32. Ζαμπ. 610, 18., 1810, ΟΛΥΜΠΟΣ.

Κείτετ' ο Πλιάτσκας, κείτεται στην έρημην τη βρύση·
Παίρνει νερό να δροσιστεί, παλέ νερό γυρεύει·
Με τα πουλιά συντύχαινε και με τα χελιδόνια·
Τάχα πουλιά θα γιατρευθώ; τάχα πουλιά θα γιάνω;
5 Πλιάτσκα μ', αν θέλεις γιάτρεμα, να γιάνουν οι πληγές σου,
Έβγα ψηλά στον Όλυμπο στον όμορφο τον τόπο·
Αντρείοι 'κεί δεν αρρωστούν κι άρρωστοι αντρειώνουν.
Εκεί 'v' οι κλέφτες οι πολλοί, τα τέσσερα πρωτάτα·
Εκεί μεράζονται φλωριά 345 κι εκεί καπετανάτα.
10 Του Νίκου πέφτ' η Ποταμιά, του Χρήστ' η Αλασσόνα,
Ο Τόλιος καπετάνεψε φέτος στην Κατερίνη,
Και το μικρό Λαζόπουλο πήρε την Πλαταμώνα.»
Κι ο Πλιάτσκας ο κακόμοιρος, ο κακομοιριασμένος
Τον Τούρναβο κατέβαινε, στον Όλυμπο να πάγει.
15 Κι οι Τούρκοι που 'ταν πίσω του τρεις τουφεκιές του ρίξαν.
Τον καρτερούνε σύντροφοι, τον κλαίνε τα λαγκάδια.
CXVII. (117) ΠΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΛΙΑΤΣΚΑΣ

U., 1810, ΟΛΥΜΠΟΣ.

«Τι συλλογιέσαι, Γιώτη μου, τι βάνεις με τον νου σου;
Μη συλλογιέσαι για κλεψιά, κλέφτης για να βαρέσεις;»
«Δεν συλλογιόμαι για κλεψιά, κλέφτης για να βαρέσω.
Μόν' συλλογιόμαι τον καιρό, το τι καιρός μας εύρε,
5 Που τα ντερβένια 346 τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες.»
Ψαράς πήρε τη Ράψανη, πήρε την Αλασσόνα
Και τα μικρά Λαζόπουλα πήραν την Κατερίνη.
Κείτετ' ο Πλιάτσκας, κείτεται, κείτεται λαβωμένος,
Με τα ποδάρια στο νερό, πάλε νερό χαλεύει 347.
10 «Να 'χα νερ' απ' τον τόπο μου και μήλ' απ' τη μηλιά μου,
Να χα και τη μανούλα μου, να πλένει τους γιαράδες 348,
Να πλένει τες λαβωματιές, οπού 'μαι λαβωμένος.»
Με τα πουλιά εμάλωνε και με τα χελιδόνια·
Τάχα πουλιά μ' θα γιατρευθώ, τάχα πουλιά μ' θα γιάνω.»
15 «Πλιάτσκα μου σαν θέλεις γιατρειά, σαν θέλεις να γυρέψεις
Να 'βγεις απάνω στ' Άγραφα, ψηλά στ' Αγραφοβούνια,
Που 'ναι τα κρύα τα νερά και τ' όμορφα κορίτσια.»
CXVIII. (118) Ο ΓΙΩΤΗΣ

Faur. Ι, 126. Αγγελ. 63., 1800-1810, ΟΛΥΜΠΟΣ.

Τρία πουλάκια κάθουνταν στης Παναγιάς τον πύργο,
Τα τρί' αράδα έκλαιαν, πικρά μοιριολογούσαν·
«Τι συλλογιέσαι Γιώτη μου; τι βάνεις με τον νου σου;
Καιρός δεν είν', αρματολός ή κλέφτης φέτος να βγεις;
5 Τι τα ντερβένια 349 τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες.»
«Κι αν τα ντερβένια τούρκεψαν, τα πήραν Αρβανίτες,
Παρακαλέστε τον Θεό και όλους τους αγίους,
Να γιατρευθεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου,
Να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
10 Να πιάσ' αγάδες ζωντανούς και Τούρκους κι Αρβανίτες,
Να φέρουν τ' άσπρα 350 στην ποδιά και τα φλωριά 351 στον κόρφο.»
CXIX. (119) Ο ΓΙΩΤΗΣ

Faur. I, 12. Ζαμπ. 606, 12., U. 1810, ΟΛΥΜΠΟΣ.

Σηκώνομαι πολύ ταχιά δυ' ώρες, όσο να φέξει·
Παίρνω νερό και νίβομαι, νερό να ξαγρυπνήσω.
Ακουώ τα πεύκια που βροντούν και τες οξιές που τρίζουν,
Και τα γιατάκια 352 των κλεφτών που κλαιν τον καπετάνιο·
5 «Για σήκ' απάνω Γιώτη μου και μη βαριοκοιμάσαι.
Μας πλάκωσεν η παγανιά, 353 το καραούλι 354 σκούζει.»
«Εγώ σας λέγω, δεν μπορώ, και σεις μου λέτε, σήκω.
Για πιάστε με να σηκωθώ, βάλτε με να καθίσω,
Και στρώστε μου δεντρού κλαρί ν' αναπαγώ λιγάκι,
10 Φέρτε μου και τον ταμπουρά 355 να ψιλοτραγουδήσω,
Να πω το μοιρολόγι μου και το στερνό τραγούδι·
Μουστάκι μου καραμπογιά 356 και φρύδια μου γραμμένα
Και συ τσαμπά 357 περήφανε που 'σαι μακρύς στες πλάτες,
Αχ θα σας φάγ' η μαύρη η γη το έρημο το χώμα. —
15 Παιδιά, με τα χαντσάρια 358 σας φτιάστε μου το κιβούρι, 359
Φτιάστε μου το κιβούρι μου ίσια με δυο νομάτους,
Να στέκ' ορτός να πολεμώ κι ολόρτος να γεμίζω·
Και στη δεξιά μου τη μεριά ν' αφήστε παραθύρι,
Να κρούζ' ο ήλιος το ταχύ, τη νύχτα το φεγγάρι,
20 Να λάμπουν τα τσαπράζια 360 μου, ν' αστράφτει το σπαθί μου,
Κι όταν περνούν κλεφτόπουλα να με καλημερίζουν·
Καλή σου μέρα, Γιώτη μου, καλώς τα παλικάρια.»

Apud U. altera pars carminis (inde a vs. 9) haec est:
10 Και φέρτε μ' νιο πνευματικό, να με ξομολογήσει,
Να ξέρει κι από λόγου του, να μη με κανονίσει,
Γιατ' έχω πολλά κρίματα κι είμαι κριματισμένος.
Ξήντα κοράσια φίλησα· τρακόσιες παντρεμένες
Και καλογριές και παπαδιές, λογαριασμό δεν έχουν.
15 Μια παπαδιά στον Μαραθιά τριών μερών λεχώνα.
Τα κεραμίδια σείστηκαν, τα κεραμίδια σειούνται.
Γιώτη μ' δεν είσαι χριστιανός, δεν είσαι βαφτισμένος.
Rursus alius est carminis finis ap. F.:
Μας πλάκωσεν η παγανιά, θέλουν να μας βαρέσουν
«Τι να σας πω, μωρέ παιδιά, καημένα παλικάρια;
Φαρμακερό το λάβωμα, πικρό και το μολύβι.
Τραβάτε με να σηκωθώ, βάλτε με να καθίσω,
10 Και φέρτε μου γλυκό κρασί να πιω και να μεθύσω,
Να πω τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα·
Να 'μουνα στα ψηλά βουνά και στους χοντρούς τους ίσκιους,
Που ναι τα στείρα πρόβατα και τα παχιά κριάρια.»
CXX. (120) Ο ΝΤΕΛΗΣ ΙΣΚΟΣ

Ζαμπ. 619, 29., 1810, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Λαλούν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα δάση·
Τι να λαλήσουν, τι να πουν και τι να μολογήσουν;
Ο Ντελή Ίσκος στα βουνά ψηλά στα κορφοβούνια
Τα παλικάρια μάζωνεν, όλ' Αρβανιτοπαίδια
5 Με τα σπαθιά τα νταμασκιά, 361 τουφέκια καριοφίλια.
«Παιδιά, ποιος θέλει λεβεντιά, ποιος θε να καζαντίσει;
Κρασί μην παραπίνετε, σε χήρες να μην πάτε·
Βάλτε τσελίκι 362 στην καρδιά και σίδερα στα πόδια,
Τριώ μερώ περπατησιά, μι' νύχτα να τ' πάρτε
10 Να πάμε να πατήσομε του Νικολού τα σπίτια.»
«Γεια σου, χαρά σου, Νικολό.» — Καλώς τον Ντελή Ίσκο»
«Κονάκι 363 θέλουν τα παιδιά, κρασί τα παλικάρια
Κι ατός μου θέλω πέντ' αρνιά και δύο παχιά κριάρια,
Θέλω την κόρη του παπά κρασί να μας κεράσει.»
15 Κορίτσι μην ακαρτερείς, κορίτσι μην ελπίζεις·
Η κόρη του παπά 'φυγε, πήγε στο μοναστήρι,
Πήγε να γίνει καλογριά, ν' αγιάσει τ' ψυχή της.»
CXXI. (121) Ο ΚΟΛΙΑΣ

Σχιν. Aetate Atis p., ΒΥΤΙΝΗ.

Του Κόλια μάνα κάθεται σε μια ψηλή ραχούλα,
Και με τον ήλιο μάλωνε, με το λαμπρό φεγγάρι·
«Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
Μ' είδες τον Κόλια πούπετα 364, τον Κόλια Βυτινιώτη;»
5 «Τον Κόλια τον επιάσανε και παν να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι Τούρκοι τον παν εμπρός και χίλιοι από πίσω
Και δυο χιλιάδες στο πλευρό κι ο Κόλιας μες στη μέση.
Ήταν χλωμός και κιτερνός σα μήλο μαραμένο.
Στ' Αλή πασά τον πήγανε, στ' Αλή πασά τον πάνε.
10 Κι από μακριά τον χαιρετά κι από κοντά του λέγει·
«Γεια σου, χαρά σ', Αλή πασά.» —«Καλώς τονε τον Κόλια.»
Και του τσαούση 365 μίλησε και του τσαούση λέγει·
«Ψήστε του Κόλια 'να καφέ κι ανάψτε του τη βέργα 366
Και φέρτε του τον ταμπουρά 367 να πει ένα τραγούδι,
15 Πόσους Τούρκους εσκότωσε, πόσους μπουλουκμπασήδες.» 368
Κι ο Κόλιας αποκρίθηκε, τ' Αλή πασά του λέγει·
«Χιλιούς Τούρκους εσκότωσα κι οχτώ μπουλουκμπασήδες.»
«Ακόμα συ εγλίτωσες απ' τα δικά μου χέρια;»
Και το σπαθί του άρπαξε, του κόβγει το κεφάλι.
CXXII. (122) ΟΙ ΛΑΖΑΙΟΙ

U., 1812, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο 369 στη ράχη,
Το 'να τηράει τη θάλασσα, τ' άλλο την Κατερίνα,
Το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει·
Τ' είν' το κακό που πάθαμε εμείς οι μαύροι κλέφτες;
5 Μας χάλασε ο Βελή πασάς, μας πήρε σε γαζέπι 370,
Μας πήρε τες γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας.
Στον Τούρναβο τους πάγησε, πεσκέσι 371 του βεζίρη.
Μπροστά πηγαίν' η Δήμαινα και πίσ' η συννυφάδα
Κι από κοντά η Κώσταινα με το παιδί στο χέρι,
10 Σαν μήλο, σαν τριαντάφυλλο, σαν μούλα στολισμένη·
Βελή 372 πασάς αγνάντεψε από το παραθύρι·
Ποιες είν αυτές οι κλέφτισσες κι οι καπετανερέισσες;»
«Σκλάβες σου είν' αφέντη μου, γυναίκες των Λαζαίων.»
«Για πάρτ' αυτές τες μπροστινές και βάλτε τες στη χάψη 373
CXXIII. (123) ΟΙ ΛΑΖΑΙΟΙ

T. 386., 1812, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Τρία πουλάκια κάθουνταν στον Τούρναβο στο κάστρο,
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν
Τ' είν' το κακό που πάθαμε αυτό το καλοκαίρι;
Μας χάλασ' ο Βελή πασάς, μιας πήρε τες γυναίκες,
5 Στον Τούρναβο τες έστειλαν, στον Τούρναβο τες πάνε.
Μπροστά πηγαίν' η Δήμαινα και πίσ' η συννυφάδα
Κι από κοντά η Κώσταινα με το παιδί στα χέρια
Σα μήλο, σα τριαντάφυλλο, κυδώνι μαραμένο.
Βελή 374 πασάς αγνάντεψεν από το παραθύρι,
10 Τσοχανταραίους 375 έκραξε, τσοχανταραίους λέγει;
«Ποιες είν αυτές αρχόντισσες κι αυτήνες οι κυράδες;»
Είναι του Δήμου φαμηλιά και του Κώστ' η γυναίκα.»
«Για πάρτ' αυτή τη Δήμαινα, πάρτε την στο τουμρούκι, 376
Και πάρτε και την Κώσταινα, βάλτε τη στο χαρέμι.»
15 Γονατιστά τον προσκυνούν και τεμενά του κάνουν·
«Αλήθει' αφέντη μ' φταίξαμε και να μας συμπαθήσεις.»
«Δεν είναι για συμπάθισμα, και να σας συμπαθήσω.»
CXXIV. (124) ΟΙ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΑΙΟΙ

Πανδ. 87., 1830-1840, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.

Συννέφιασεν ο ουρανός, πάλε να βρέξει θέλει,
Κατέβασαν τα ρέματα, γεμίζουν τα λαγκάδια,
Κατέβασε κι ο Ζάστανος πολύ νερό που φέρνει·
Φέρνει λιθάρια ριζωμιά, 377 δέντρα ξεριζωμένα,
5 Φέρνει και μια γλυκομηλιά στα μήλα φορτωμένη·
Κι απάνω' πό τα μήλα της τριά 'δέλφι' αγαπημένα.
Το 'ν' ήταν ο γραμματικός, τ' άλλο ο Παναγιώτης,
To τρίτο το καλύτερο ήτον ο καπετάνιος.
Η μάνα τους τους έκλαιε κι η αδελφή τους σκούζει·
10 «Τ' είν' το κακό που έπαθα 'γώ τούτην την ημέρα,
Πνιγήκανε τ' αδέλφια μου κι ο καπετάνος Κώστας·
Τους κλαίνε χώρες και χωριά, τους κλαίνε βιλαέτια 378,
Τους κλαίνε και τρεις μπέηδες από το Πατρατσίκι.
Δεν σ' το 'πα, Κώστα, μια βολά, δε σ' το 'πα Κώστα δύο,
15 Τι χάλευες, τι γύρευες αυτού στα Βλαχοχώρια;»
Επήγα κι επολέμησα με τους Κοντογιαναίους,
Και μ' έφαγαν με απιστιά, με φάγανε με μπέσα.» 379
CXXV. (125) Η ΑΓΓΕΛΙΚΗ

Ζαμπ. 617, 27., 1840, ΗΠΕΙΡΟΣ.

Το λεν οι Καραμπάρισσες, το λεν κι οι Ζαγορίσιες,
Το λεν κι οι Νεγαδιώτισσες, το λεν το μοιρολόγι,
Το λεν και τα Ζακόπουλα πέρα στη Βαλακάρδα,
Που πήραν την Μπαλάναινα και την κυρα-Φροσύνη,
5 Με δώδεκα συντρόφισσες και με σαράντα δούλες.
Κι η Αγγελική της Κούμαινας η πολυχαϊδεμένη
Όλες πηγαίνουν ομπροστά και αυτή 'πομένει πίσω.
«Περβάτει, κυρ'-Αγγελική, και μη 'πομένεις πίσω,
Μήνα τα ρούχα σου βαρούν, μήνα και τα τουμάνια;» 380
10 «Ουδέ τα ρούχα μου βαρούν, ουδέ και τα τουμάνια.
Μόν' μου βαρεί η ξυποδησιά· 381 δεν ήμουν μαθημένη·
Ανάθεμα στον άντρα σας και στον δικό μου αντάμα,
Το πώς μας εκατάντησαν στα κλεφτικά τα χέρια».
Στη μέση τες εβάλανε και τες συχνορωτούνε·
15 Το ποια 'χει τον αξιώτερον και ποια 'χει παλικάρι;
Η Αγγελική της Κούμαινας έχει άντρα παλικάρι,
Σαν Έλληνας έχει τζαμπά 382 και στήθια σα λιοντάρι.
CXXVI. (126) ΑΛΩΣΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑΣ

Ζαμπ. 656, 73., 1835, ΛΕΙΒΑΔΙΑ.

Οι Κλέφτες εσυνάζουνταν μες την αγιά Τριάδα,
Ο Τζάπας απ' το Μέτσοβο, οι πέντε Μπαχλαβαίοι,
Ζακαίοι 'πό τα Γραβανά κι οι τρεις Κοντογιανναίοι,
Γιωργάκης ο Ξερόμερος μ' αυτόν τον Σκυλοδήμο,
5 Σωτήρης από τ' Άγραφα κι όλοι οι Μπουκοβαλαίοι!
Πιάνουν και γράφουν γράμματα, τα στέλνουνε με βία·
«Σ' εσάς αρχόντοι Καστανιάς, σ' εσάς κοτσαμπασήδες
Να στείλετε χίλια φλωριά 383 και χίλιες φουστανέλες,
Να φαν τα παλικάρια μας κι οι κλέφτες να ντυθούνε.
10 Κι εκείνοι αποκριθήκανε σαν άρχοντες λεβέντες·
«Τουφέκι' εμείς δε δίνουμε και μήτε φουστανέλες.»
Κι οι κλέφτες εμαζώσανε, στην Καστανιά κινούνε·
Την Καστανιά την κάψανε κι αυτούς τους εσκλαβώσαν·
Επήραν τες αρχόντισσες και τες αρχοντοπούλες·
15 Μοιριολογούσαν κι έλεγαν, μοιριολογούν και λέγουν·
«Ανάθεμά σας άρχοντες και σεις κοτζαμπασήδες
Που μας επαραδώσετε σε κλέφτικα λημέρια!»
CXXVII. (127) Ο ΚΑΤΣΑΡΟΣ

Ζαμπ. 637, 75., 1825-1830, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Μας πήρ' η μέρα κι η αυγή, μας πήρε μεσημέρι,
Και πού να λημεριάσομε, να κάμομε λημέρι;
Πέρα σ' εκείνο το βουνό και στην ψηλή ραχούλα,
Πόχει τα πεύκα τα ψηλά και τα νερά τα κρύα.»
5 Τον λόγο δεν απέσωσε, τον λόγο δεν απόειπε·
Ακούει τα πεύκα και βογκούν και τες οξιές και τρίζουν·
Ψηλή φωνίτσαν έσυρε, όσο κι αν ημπορούσε.
«Παιδιά μ', μας ήρτ' ο Κόρακας, ήρθε να μας βαρέσει.»
Τον λόγο δεν απέσωσε, τον λόγο δεν απόειπε,
10 Τρία τουφέκια τόδωκαν, τα τρί' αράδ' αράδα.
Το 'να τον πήρε ξώδερμα και τ' άλλο στο κεφάλι,
Το τρίτο το φαρμακερό μες της καρδιάς τα φύλλα.
Το στόμα τ' αίμα γιόμισε, τα χείλη του φαρμάκι,
Κι η γλώσσα του αηδονολαλεί και θλιβερά φωνάζει·
15 «Πού 'σ' ανιψιέ Καταρραχιά, το αίμα μου να πάρεις!»
CXXVIII. (128) Ο ΚΟΡΑΚΑΣ

Ζαμπ. 694, 120., 1830, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Τ' έχεις, καημένε Κόρακα, που σκούζεις και φωνάζεις;
Μήνα διψάς για αίματα, μήνα πεινάς για λέσια; 384
Για παρακάλει τον θεό ν' ανοίξει το σεφέρι, 385
Να φας κεφάλια Τούρκικα, κεφάλια των πασάδων,
5 Να φας της χήρας τον υγιό π' άλλο αδερφό δεν έχει.»
Πέντε κρατούν τα χέρια του και πέντε τα ποδάρια,
Κι άλλοι πέντε τον έσφαξαν, του παίρνουν το κεφάλι.
CXXIX. (129) Ο ΚΑΤΣΑΡΟΣ

Ζαμπ. 620, 30., 1825-1830, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

«Παιδιά μας πήρ' η χαραγή, μας πήρε μεσημέρι,
Και πού θα λημεριάσομε, πού θα λημεριαστούμε;»
«Σε κείν' τη ράχη την ψηλή, που 'ναι μια κρύα βρυσούλα
Πόχει τα πεύκα τα πολλά και τες οξιές που τρίζουν,
5 Εκεί θα λημεριάσομε και θα λημεριαστούμε.»
«Άιντ', αδερφέ μ', να φύγομε! άιντε κοσί 386 να πάμε,
Τι ο Κόρακας μας πλάκωσε με δύναμες μεγάλες.»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν τελειώνει,
Τρία τουφέκια τόριξαν τα τρί' αράδα αράδα.
10 Το 'να τον πήρε ξώδερμα, τ' άλλο μες στην παλάσκα, 387
Το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε στην καρδούλα.
Το στόμα τ' αίμα γιόμισε· τα χείλη του φαρμάκι.
Κι ακόμα η γλώσσα του λαλεί και την καλή του κράζει.
CXXX. (130) Ο ΚΑΤΑΡΑΧΙΑΣ

Ζαμπ. 651, 67., 1838, ΘΕΣΣΑΛΙΑ.

Δεν είν' ο περσινός καιρός, δεν είν' ο Ταφίλ Μπούζης,
Να περβατεί 388 Δερβέναγας, να περβατεί καβάλα!
Φέτο το λεν Καταρραχιά, το λένε Καραμήτσο,
Το λεν παιδιά Τσαπόπουλα, Δημήτρη και Γιωργάκη,
5 Το λένε και Ζακόπουλο, το λεν Μαμαλυγγίδη!
Γράφουν οι κλέφτες γράμματα, στα Τρίκαλα τα στέλνουν·
«Σ' εσέ κυρ-Νάσσο προεστέ, σ' εσάς κοτσαμπασήδες.
Να στείλετε την ξαγορά, μια 'κατοστή πουγκι' άσπρα, 389
Να μην καούνε τα χωριά, Φανάρι και Καρδίτσα,
10 Κι εμπούμε και στα Τρίκαλα και κάμομέ σας σκλάβους.»
Σιαμήμπεης σαν τ' άκουσε βαριά εχολοτάρτη· 390
Πιάνει τους κάνει γράμματα και βάνει μαύρη μπούλα· 391
«Τι 'ξαγορά γυρεύετε; τι 'ξαγορά ζητάτε;
Αν δε σας πιάσω ζωντανούς κι αν δε σας παλουκώσω!»
15 Καταρραχιάς σαν τ' άκουσε με τον Γιωργάκη Τσάπο
Τα κριθαράκια πιάσανε και τα ταμπούρια 392 φτιάνουν,
Φτιάνουν ταμπούρια με κλαριά, με φτέρες και με δέντρα·
Κι όντ' έκαμαν κι αγνάντεψαν τους κάμπους των Τρικάλων,
Βλέπουν τον Σιάμη πόρχεταν μ' Αρβανιτιά, μ' ασκέρι. 393
20 Καταρραχιάς εχούγιαξε 394 με τον Γιωργάκη Τσάπο·
«Τουφέκια να μη ρίξομε, τραγούδια να μην πούμε,
Όσο να 'ρθει ο Σιαμήμπεης να πιάσει το τουφέκι,
Να 'ρθει κοντά, τόσο κοντά να φτάνει το μολύβι.»
Κι όντ' έκαμαν κι εζύγωσαν κι έφτανε το μολύβι,
25 Καταρραχιάς εφώναξε με τον Γιωργάκη Τσάπο·
«Πού πας, μπρε Σιάμη βρομερέ, πού πας μωρέ παμπέσα; 395
Που σκότωσες τον μπάρμπα μου κι αυτήν την ανεψιά μου;»

CARMINA CLEPHTICA INCERTI AEVI. (ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΑΒΕΒΑΙΗΣ ΕΠΟΧΗΣ)
 
CXXXI. (131) Ο ΟΛΥΜΠΟΣ

Faur. I, 38. U. Ζαμπ. 605, 10. Αγγελ. 57.

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
Το 'να παινιέται στα σπαθιά και τ' άλλο στα τουφέκια.
Γυρίζει ο γέρος Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου·
«Μη με μαλώνεις, Κίσσαβε, βρε Τουρκοπατημένε,
5 Που σε πατούν οι Τούρκισσες τσιγγάνες των Κονιάρων. 396
Εγώ 'μ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμον ξακουσμένος,
Έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,
Κάθε κορφή και φλάμπουρο 397, κάθε κλαδί και κλέφτης,
Και στην ψηλή μου την κορφήν αϊτός είν' καθισμένος,
10 Οπού κρατεί στα νύχια του κεφάλ' αντρειωμένου·
Κεφάλι τ' είναι πόκαμες κι είσαι κριματισμένο;
Πώς σου 'ρτε κι εκατάντησες στα νύχια τα δικά μου;
«Φάγε πουλί τα νιάτα μου, φάγε και την αντρειά μου,
Να κάμεις πήχυ το φτερό και πιθαμή το νύχι.
15 Στα Χάσια και στον Όλυμπο δώδεκα χρόνους κλέφτης,
Στον Λούρο, στο Ξηρόμερο αρματολός εστάθην·
Εξήντ' αγάδες σκότωσα κι έκαψα τα χωριά τους·
Kι όσους στον τόπον άφησα και Τούρκους κι Αρβανίτες,
Είναι πολλοί, πουλάκι μου και μετρημούς δεν έχουν.
20 Τώρ' έρθ' η αράδα μου κι εμέ στον πόλεμο να πέσω!»
Finis carminis ap. U. hic est
10 Και με τον ήλιο μάλωνε με τον ήλιο μαλώνει
«Ήλιε μ', δεν κρους τ' αποταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι
Να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοποδάρια μου»
CXXXII. (132) Ο ΟΛΥΜΠΟΣ

Kind. Anthol. 26. Neugr. Poes. 1.

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν,
To ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
O Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ' ο Κίσσαβος και λέγει του Ολύμπου·
5 «Μη με μαλώνεις, Όλυμπε μπρε κλεφτοπατημένε·
Εγώ 'μαι ένας Κίσσαβος στη Λάρσαν ξακουσμένος.
Με χαίρεται η κονιαριά 398 κι οι Λαρσινοί αγάδες.»
Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου·
«Μπρε Κίσσαβε, μπρε άσχημε, κονιαροπατημένε,
10 Που σε πατάει η κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ 'μ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος·
Έχω εξήντα δυο κορφές, σαράντα μοναστήρια,
Πάσα ραχούλα κι εκκλησιά, πάσα κορφή και βρύση.
Έχω γιατάκια 399 κλέφτικα, που ξεχειμάζουν κλέφτες,
15 Και όταν παίρν' η άνοιξις κι ανοίγουν τα κλαδάκια,
Γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λημέρια σκλάβοι.
Έχω και τον χρυσόν αϊτό, τον χρυσοπλουμισμένο·
Πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει·
Ήλιε μ', δεν κρούεις το ταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,
20 Να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοποδάρια μου·
Θέλω να πιάσω πέρδικες και τ' άγρια περιστέρια.»
CXXXIII. (133) Ο ΠΑΠΑΣ ΚΛΕΦΤΗΣ

Faur. Ι, 204. Ζαμπ. 668, 87.

Ένας πασάς εβγήκε στην Ευρύπολη 400
Αρματολούς μαζώνει, κλέφτες κυνηγά,
Και τον παπά γυρεύει τον γραμματικό·
Πού 'σαι παπά μου κλέφτη και γραμματικέ;
5 Έλα να πολεμήσεις με τ' αδέρφια σου
Και με τους εδικούς σου τα ξαδέρφια σου·
Σε κλαιν τα μονοπάτια που περπάταες,
Σε κλαιν οι κρυοβρυσούλες με το κρυό νερό.
CXXXIV. (134) ΕΥΧΗ ΚΛΕΦΤΩΝ

Ζαμπ. 703, 137. cfr. Ευλ. 22.

Νάξερα και να κάτεχα τι μήνα θα πεθάνω,
Σε τ' εκκλησιά θα να θαφτώ, σε τ' άγιο μοναστήρι,
Να 'παιρνα τα πελέκια μου να μπω σε περιβόλι,
Να βρω τ' αφράτο μάρμαρο, τ' ατίμητο λιθάρι,
5 Να βρω και πρωτομάστορα να τον παρακαλέσω·
«Μάστορα, πρωτομάστορα, φτιάσε μ' ωριό κιβούρι, 401
Να 'ναι πλατύ για τ' άρματα, μακρύ για το κοντάρι, 402
Και στη δεξιά μου τη μεριά να 'χ' ένα παραθύρι,
Να μπαινοβγαίνουν όμορφες, να 'ρχονται μαυρομάτες,
10 Να λεν, ο Θιος σχωρέσονε τον νιο που μας αγάπα.»

Eul hunc habet finem carminis:
6 Να παίρν' αγέρα την αυγή, δροσιά το μεσημέρι,
Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, να φέρνουν τα μαντάτα,
Μαντάτ' από το σπιτί μου, μαντάτ απ' τα παιδιά μου.
CXXXV. (135) ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΟΥ

Ζαμπ. 603, 7.

Τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν πρέπει να πουλιόνται,
Μόν' πρέπει τους στην εκκλησιά κι εκεί να λειτουργιόνται.
Πρέπει να κρέμονται ψηλά σ' αραχνιασμένο πύργο,
Η σκουριά να τρώει τ' άρματα κι η γη τον αντρειωμένο.
CXXXVI. (136) Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

U. Kind. Eunom, 3. Μ. 1, 296. cfr. Πανδ. 9.

Βγήκα ψηλά στον Έλυμπο 403 κι αγνάντεψα τριγύρου,
Τριγύρου γύρου θάλασσα κι από στερι' Αρβανίτες
Κι από μεριά κλεφτόπουλα με τα σπαθιά στα χέρια·
Και πάλε πίσω γύρισα μες στα παλιά λημέρια,
5 Βρίσκω γιατάκ' 404 όλ' έρημα κι όλα χορταριασμένα.
Με πήρε το παράπονο και κάθομαι και κλαίω.
Τ' Αλεξανδράκη φώναζα, τ 'Αλεξανδράκη λέγω·
«Πού 'σαι, κουμπάρ' Αλεξανδρή, έβγα στο καραούλι.» 405
Κανείς δε μ' αποκρίθηκε, κανείς δεν απλογιέται.
10 Κι ο ψυχογιός του μίλησε κι ο ψυχογιός του λέγει·
«Αλεξανδρής δεν είν' εδώ, πάγει στην Ελασσόνα,
Πάγει να μάσ' Αρβανιτιά, να 'ρθει να σε βαρέσει.»
«Τι τόκαμα του κερατά να 'ρθει να με βαρέσει·
Έρθε με παλιοπίστολα, και του φτιάσ' ασημένια,
15 Ήρθε με παλιοτούφεκο και του φτιάσ' ασημένιο,
Ήρθε με παλιοπάλασκες 406 και του φτιάσ' ασημένιες,
Ήρθε με παλιοτσάρουχα και του φτιάσα πλεγμένα.
Πέντε παιδιά τον βάφτισα· κανένα να μη ζήσει.»
Φεύγ' απ' εδώ, κουμπάρε μου, μη χάσεις τη ζωήν σου·
20 Να μη σε δγει κι ο μπουλουκτσής, σου πάρει το κεφάλι.»
Και πού να πάω σκιάζομαι, και πού να πάω φοβούμαι,
Να μη μ' ευρεί κι ο αρματολός, και πάρει το κεφάλι.»
CXXXVII. (137) Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

Ζαμπ. 630, 41. Τ. 362.

Ανέβηκα στον Όλυμπο κι αγνάντεψα τριγύρου,
Απ' ένα μέρος θάλασσα κι απ' άλλ' οι Αρβανίτες,
Κι από μακριά κλεφτόπουλα με τα σπαθιά στο χέρι.
Ομπρός να πάω σκιάζομαι, πίσω να πάω φοβούμαι,
5 Και πάλε πίσω γύρισα στα κλέφτικα λημέρια.
Βρίσκω λημέρια έρημα, χωριά χορταριασμένα,
Με πήρε το παράπονο, και κάθομαι και κλαίω·
Ψιλή φωνίτσαν έσυρα όσο καν ημπορούσα·
«Πού 'στε, καημένη συντροφιά, καημένα παλικάρια;
10 Το τι να γίν' ο Αλεξανδρής κι ο ψυχογιός ο Γιώργος;»
Ο Γιώργος τότε μ' έκρινεν από ψηλή ραχούλα·
«Αλεξανδρής δεν είν εδώ, πήγε στην Αλασσόνα,
Κι εγώ με τ' άλλα τα παιδιά τον πόλεμο κρατούμε.»
CXXXVII a. (137 α) Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Conze.

Θέλετε δέντρ' ανθίσετε, θέλετε μαραθείτε,
Στον ίσκιον σας δεν κάθομαι μήτε και στη δροσιά σας;
Μουν καρτερώ την άνοιξη, τ' όμορφο καλοκαίρι
Ν' ανοίξ' ο γαύρος και γιοξά, να πιάσουν τα λημέρια,
5 Να ζώσω το σπαθάκι μου, να πάρω το τουφέκι,
Να βγω στης Γούρας τα βουνά, στα κλέφτικα λημέρια,
Για να σουρίξω κλέφτικα τον γιο κατακαημένα,
Να μάσω τα μπουλούκια μου, που είναι σκορπισμένα.
CXXXVIII. (138) Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΚΟΙΜΩΝΤΑΣ

Ζαμπ. 682, 108. Τ. 366.

Θέλω να πάρ' ανήφορο, να πάρ' ανηφοράκι·
Βρίσκω κλαράκι φουντωτό και ριζωμνιό 407 λιθάρι.
Κι εκεί γερνώ να κοιμηθώ, τα μάτια να σφαλίσω,
Κι ακούω μιας πέρδικας λαλιά, μιας πέρδικας αντάρα.
5 Ξυπνώ και την ψιλορωτώ και την ψιλορωτάγω·
«Το τ' έχεις περδικούλα μου και κλαις κι αναστενάζεις;»
«Με κυνηγάει ένας αϊτός τη μαύρη να με φάγει.»
«Κάλλιο να φάει τα νύχια του τα κλαδοπόδαρά του,
Παρά να φάει την πέρδικα τέτοια γλυκοφωνούσα,
10 Που κελαηδεί κάθε πουρνό, το λέει και κάθε βράδυ,
Κράζει τα λάφια στη βοσκή, τ' αλούπια 408 στο κυνήγι,
Ξυπνάει πουρνό τη λεβεντιά σύντας γλυκοκοιμάται.»
CXXXIX. (139) ΟΙ ΚΛΕΦΤΑΙ ΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ

Faur. I, 84. U. Ζαμπ. 654, 71. Αγγελ. 61.

Κάτου στου Βάλτου τα χωριά
Ξηρόμερο και στ' Άγραφα
Και στα πέντε βιλαέτια 409
Βάλτε μπρε να πιούμ' αδέρφια.
5 Εκ' είν' οι κλέφτες οι πολλοί,
Ούλοι ντυμένοι στο φλωρί, 410
Κάθουνται και τρων και πίνουν
Και την Άρτα φοβερίζουν.
Πιάνουν και γράφουν μια γραφή,
10 Χέζουν τα γένια του κατή, 411
Γράφουνε και στο κομπότη,
Προσκυνούν και τον δεσπότη·
Μπρε Τούρκοι κάμετε καλά,
Γιατί σας καίμε τα χωριά·
15 Γλήγορα τ αρματολίκι,
Γιατ' ερχόμαστε σα λύκοι.»
CXL. (140) Ο ΠΑΛΙΚΑΡΗΣ

Μ. I, 312.

Σηκώνομαι πολύ ταχύ μαύρος από τον ύπνο,
Παίρνω νερό και νίβομαι, νερό να ξενυστάξω.
Ακώ τα πεύκια πώς βροντούν και τες οξιές πώς τρίζουν,
Τ' είναι ο βρόντος ο πολύς; ο βρόντος ο μεγάλος;
5 Τα παλικάρια απερνούν και παν να πολεμήσουν,
Και παν να πολεμήσουνε τον σκύλο τον Μουσάγα·
Κάθε δεντρί και φλάμπουρον, πέτρα και παλικάρι.
CXL a. (140 α) Ο ΚΛΕΦΤΗΣ

Fragm. Τ. 87.

Όλοι κουρσεύανε χωριά, όλοι κουρσεύαν χώρες,
Κι εκούρσευα 'γώ εκκλησιές και άγια μοναστήρια.
Όλοι 'δεναν τσου μαύρους τους σε κάμπους, σε λιβάδια
Κι εγώ 'δενα τον μαύρο μου τση Παναγιάς την πόρτα.
CXL b. (140 β) ΟΙ ΜΑΝΙΑΤΑΙ

Ross Wanderungen in Griechenl. II. 220.

Σ' αυτά τα όρη φύγανε οι μαύροι οι Σπαρτιάτες
Και είν' αυτοί που λέγονται τη σήμερον Μανιάτες.
Για να φυλάξουν τη ζωήν και την ελευθερία,
Έκτισαν χώρες στα βουνά και περισσά χωρία.
5 Δεν ήτον φυσικόν σ' αυτούς να γένουν σκλάβοι δούλοι,
Αλλά να είν' ελεύθεροι γιατί δεν ήτον μούλοι.
CXLI. (141) ΟΙ ΚΛΕΦΤΑΙ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Zαμπ. 703, 138.

«Πού 'σουν περιστερούλα μου τόσον καιρό χαϊμένη;»
Πήγα να μάσω κάστανα μαζί με τη Βασίλω,
Κι εκεί κλέφτες μας είδανε πέρ' απ' το καραούλι. 412
«Κορίτσια μαυρομάτικα που πάτε μοναχά σας;
5 Για 'λάτε στο λημέρι μας δυο λόγια να σας πούμε.»
Βουνά μας εδιαβήκανε, λαγκάδια μας περάσαν,
Το βράδ' εφάγαμαν ψωμί στο κλέφτικο λημέρι.
«Κορίτσια μαυρομάτικα, πέτε μας την αλήθεια,
Μην ήρτανΤούρκοι στα χωριά, μην ήρταν κι Αρβανίτες;»
10 «Εμείς εβγήκαμε ταχιά μες από το χωριό μας,
Και πουθενά δεν είδαμε Τούρκους κι ουδ' Αρβανίτες.
Σαράντα κλέφτες ήτανε τριγύρω ξαπλωμένοι,
Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο ντυμένο στο χρυσάφι,
Απίδια μας εφίλεψε και κρυό νερ' απ' τη βρύση.»
15 «Σύρτε κορίτσια στο καλό κι ανθρώπου μην το πείτε.»
CXLIΙ. (142) Ο ΠΑΠΑΣ ΛΑΜΠΡΟΣ

Σχιν.

Στου παπα-Λάμπρου την αυλήν μαυρίζουν καλιοντσήδες, 413
Μαυρίζουν τα τουφέκια τους και λάμπουν τα σπαθιά τους·
Θαρρώ κι οι κλέφτες ήρτανε, θαρρώ 'ν' ο Κλεφτογιάννος.
«Παπά ψωμί, παπά κρασί, να πιουν τα παλικάρια·
5 Παπά που 'ν' το κορίτσι σου, κρασί να μας κεράσει.»
«Η κόρη μου δεν είν' εδώ, πήγε στο μοναστήρι·
Πήγε να γένει καλογριά, τα ράσα να φορέσει.»
«Συρέ παπά και φέρε την, σου κόβω το κεφάλι.»
Κι η παπαδιά 'ναι φρόνιμη και πάγει και τη φέρνει.
CXLIII. (143) Ο ΚΕΝΤΡΟΣ

Ζαμπ. 618, 28.

Ο Κέντρος εσηκώθηκε μ' εξήντα παλικάρια.
«Ισάτε, παλικάρια μου, να πάμε στην Κατούνα,
Που 'ναι ψητά, που 'ναι βραστά, κριάρια σουβλισμένα,
Πόχ' ο παπάς και λυγερή κρασί να μας κερνάει.»
5 Μπαίνουνε βράδυ στο χωριό και στου παπά κονεύουν. 414
«Γεια και χαρά ντελή 415 παπά.» — «Καλώς τονε τον Κέντρο.»
«Παπά ψωμί, παπά φαγί, να φαν τα παλικάρια,
Και φέρε και την τσούπρα 416 σου κρασί να μας κερνάει.»
«Εδώ ψωμί κι εδώ φαγί κι ας φαν τα παλικάρια,
10 Μα τσούπρα δεν έχ' ο παπάς κρασί να σας κερνάσει.»
«Τι λες μωρέ ντελή παπά; τον Κέντρο τονέ ξέρεις;
Φέρε την τσούπρα τη μικρή που 'ναι δεκάξι χρόνων.»
Επήγε και την έφερε σα νύφη στολισμένη.
Έχει τα μάγουλα φωτιά, τα μάτια δεν τα σκώνει.
15 Κερνάει τον Κέντρο δύο φορές, τα παλικάρια μία,
Και το λεγένι 417 άπλωσε και τα φλωριά 418 μαζώνει.
Της ρίχν' ο Κέντρος δυο φλωριά, τα παλικάρια τόνα,
Κι ένα πρωτοπαλίκαρο της ρίχνει δεκαπέντε.
Του Κέντρου κακοφάνηκε και τ' άρματα τηράζει, 419
20 «Τι τα τηράζεις τ' άρματα, τα έρμα σου τσαπράζια; 420
Σα θέλεις πάρε το σπαθί και παίρνω το δικό μου,
Και πάμε να παλέψομε σε μαρμαρέν' αλώνι,
Εσύ δεξιά κι εγώ ζερβιά κι η τσούπρα μες στη μέση.»
Με τα σπαθιά τους βγαίνουνε και πάνε να παλέψουν,
25 Παίρνουν την κόρη του παπά σα νύφη στολισμένη,
Στη μέση τήνε βάνουνε σε μαρμαρένι' αλώνι·
Απ' το πουρνό παλεύανε κι επήρ' ο ήλιος μέρα,
Και μπρος το γύρμα της μερός ο Κέντρος ελαβώθη,
Ο Κέντρος ελαβώθηκε στο πόδι και στο χέρι·
30 Ψιλή φωνή εφώναξεν όσον κι αν εδυνότουν·
Τουφέκι μου περήφανο, πιστόλα μ' ασημένια
Και συ σπαθί μου νταμασκί 421 σε τι χέρια θα πέσεις;»
CXLIV. (144) Ο ΑΝΔΡΕΙΩΜΕΝΟΣ

Ζαμπ. 700, 134.

Σαράντα δυο κλεφτόπουλα μια κόρην αγαπούσαν,
Κόρη πανώρια κι όμορφη και στα φλωριά 422 χωσμένη·
Μια Κυριακή και μια Λαμπρή που χόρευαν αντάμα,
Κι ο 'νας την τήραζ' απ' εδώ κι άλλος τη χαιρετούσε,
Η κόρη που 'ταν φρόνιμη τους κράζει και τους λέγει·
5 «Μέσα στο περιβόλι μου, στη μέση στην αυλή μου,
Είν' ένας βράχος παλαιγός, λιθάρι ριζωμένο,
Και που τον σκώσ' από τ' εσάς, γυναίκα να με πάρει!»
Κανείς δεν αποκρίθηκε, κάνεις δεν 'πολογιέται·
10 Και της Μαριάς ο ψυχογιός, τ' άξιο το παλικάρι,
Με το 'να χέρι το 'σκωσε, στην πλάτη του το βάνει·
— «Μην κοκκινίζεις, λυγερή κι έλα στην αγκαλιά μου!»
CXLV. (145) Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

Ζαμπ. 679, 104. Τ. 162.

Τρεις Τούρκοι, τρεις Γιανίτσαροι κι οι τρεις μου τσελεμπήδες, 423
Οι τρεις τον Γιάννο γύρευαν κι οι τρεις τον Γιάννο θέλουν.
Τον Γιάννο δεν μπορούν να βρουν, βρίσκουνε την καλή του,
Οπόπλενε τα χέρια της σ' ολόχρυσο λεγένι· 424
5 «Μωρή κρουστάλλα του γιαλού και πάχνη του χειμώνα,
Μωρή, το που 'ν' τον άντρα σου, το που 'ναι το καλό σου;»
«Θιαμαίνομαι, 425 λογίζομαι για ποιον άντρα που λέτε,
Που 'γώ δεν επαντρεύτηκα και σαστικό 426 δεν έχω.»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απόειπε,
10 Νάτος κι ο Γιάννος πόρχεται στον κάμπο καβαλάρης
Σπιθοβολούν τα πέταλα κι ο μαύρος χλιμιτράει,
Τα 'μορφα στήθια της καλής σαν το πουλί πετούσε.
«Γεια σας, χαρά σας, μπέηδες, καλοί μου τσελεμπήδες
Θέτε φαγί, θέτε πιοτό, θέτε ψιλό τραγούδι;»
15 «Μεις για φαγί δεν ήρταμε κι αλλ' ούτε για τραγούδι,
Για που φερμάνι 427 σόχομε, βασιλικό φερμάνι,
Ή σκοτωμέν' ή ζωντανό στην Πόλη να σε πάμε,
Στην Πόλη να σε φέρομε, στην πόρτα του σουλντάνου.»
«Σαν τι κακό τόκαμ' εγώ, στην Πόλη να με πάτε;
20 Εγώ κακό δεν έκαμα, κανένα δε φοβούμαι.
Παιδιά μου, σταματήσετε να γένουμε χαζίρι.» 428
Τραβιέται δυο πατήματα και σέρνει το σπαθί του·
Χύνεται σαν την αστραπή, τους τρεις τους πετσοκόβει.

Finis canninis ap, Τ. hic est:
Εγώ κακό δεν έκαμα, κανένα δε φοβούμαι.»
Κι αποτραβήχτη απ' ομπροστά και βγάλει το σπαθί του.
Με μιας ερίχτηκε σ' αυτούς, τους τρεις τους πετσοκόβει.
CXLVI. (146) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ TOY ΚΛΕΦΤΟΥ

Ζαμπ. 672, 94. Cfr. T. 329.

Σαράντα κλέφτες είμαστε, σαράντα χαραμήδες, 429
Κι εκάμαμ' όρκο στο σπαθί, τρεις όρκους στο τουφέκι,
Αν αρρωστήσ' ο σύντροφος, όλοι να τον βοηθούμε,
Σαν το 'θελεν η μοίρα του, το βαριοριζικό του.
5 Αρρώστησ' ο καλύτερος, ο πλούσιος κι αντρειωμένος,
Ένας τον άλλο κανονεί κι ένας τον άλλο λέγει·
«Σύντροφοι τι τον κάνουμε τον ξένο μες στα ξένα;»
Κι εκείνος αποκρίθηκε με τον καημό στα χείλη·
«Παιδιά στα χέρια πάρτε με και μες στην αγκαλιά σας,
10 Και με τα χέρια σκάψετε τη γη που θα με φάγει·
Φουχτιά χώμα και φίλημα, φουχτιά χώμα και δάκρυ·
Και ρίξτε με, τα πίστομα 430 να μη σας διω πού πάτε.
Κι αν δγείτε τη μανούλα μου την πολυκαταρούσα,
Οπού με καταριούτανε τες τρεις φορές τον χρόνο,
15 Η μια 'ταν του βαγγελισμού, η άλλη του βαγιώνε
Κι η τρίτ' η πλιο φαρμακερή με το Χριστός Ανέστη,
Μην πείτε πως απέθανα μήτε πως μ' εσκοτώσαν,
Μόνε πως επαντρεύθηκα πολύ μακριά στα ξένα.»

Finis carm. ap. Τ. hic est:
Και φέρτε μου γλυκό κρασί από τη βαραβάδα,
10 Να πλύνω τη λαβωματιά, οπού 'μαι λαβωμένος.
Και φέρτε μου και ταμπουρά, πικρά να τον βαρέσω,
Να πω τραγούδια θλιβερά, τραγούδια μοιρολόγια,
Πικρό που 'ναι το βάρημα, φαρμακερό το βόλι.
CXLVII. (147) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΟΥ

U.

Σαράντα κλέφτες είμαστε, σαράντα χαραμήδες· 431
Όλον τον όρκο κάμαμε μες στο άγιο βαγγέλιο,
Καν αρρωστήσ' ο σύντροφος, να τον βαστούν οι άλλοι.
Ήρθε καιρός κι αρρώστησε ο έρημος ο ξένος.
5 Συν δυο, συν τρεις κουβέντιαζαν, συν πέντε κουβεντιάζουν.
«Σαπήκαν τα γελέκια μας, φάγαμε τ' άρματά μας,
Λάτε κι ας τον αφήσομε τον έρημο τον ξένο.»
Κι αυτός τους αποκρίθηκε και τους γλυκομιλάει·
«Αδέρφια μου μ' αφήσετε στον έρημο τον λόγγο;
10 Για πάρτε με και σύρτε με σε μια ψηλή ραχούλα,
Να γλέπω νιους, να γλέπω νιους, να γλέπω παλικάρια,
Να γλέπω κι απ' τον τόπο μου την έρημη τη μάνα,
Να γλέπω και πώς χλίβεται, πώς χύνει μαύρα δάκρυα.
Στα παραθύρια κάθεται, τες στράτες αγναντεύει,
15 Τες στράτες και τα πέλαγα κι όλα τα κορφοβούνια.
Σαν περδικούλα χλίβεται, σαν το παπί μαδιέται,
Σαν του κοράκου τα φτερά, κάνει τη φορεσιά της.»
CLXVIII. (148) Η ΤΟΥ ΜΝΗΜΑΤΟΣ ΒΟΗ

ΚΥΠΡΟΣ.

Σύντας περάσεις τα βουνά και πας εις την Κιθρέαν,
Δεξιά μεριάν ένα στρατί σε βγάλει σ' ένα λόγγον,
Που τον σκεπάζουνε ιτιές, πεύκα και κυπαρίσσια.
Στην μέσην από τα δεντρά ένα ρυάκι ρέει.
5 Γλυκύν είναι το ρέμα του και καθαροσταλάζει·
Πήγαινε τότε τα πίσω του ρυαμιού και τρέχει,
Θε να σε βγάλλει, Γιώργο μου, σ' ένα μεγάλο σπίτιο.
Πέρνα δεξιά και θε να βρεις δυο μνήματα χτισμένα.
Μην τα πατήσεις, Γιώργο μου, τι κλαίουν και τα δυο τους,
10 Και βγάνουν άγριες φωνές και μπουμπουνάει ο λόγγος·
Τι φταίμε τα δυο έρημα, τα κακοσκοτωμένα;
Ποιος είναι κι ήρτε και πατεί την πλάκα του μνημάτου;
Δεν φτάνει που μας φάασιν δυο Τούρκοι σκοτωμένα,
Σύντας η μάνα στο βυζί μας είχε και τα δυο μας·
15 Μόν' ήρτονε να χάσομε και τον γλυκύν μας ύπνο·
Σκύψε ψηλή κυπάρισσος κι αρχίνα μοιρολόγια,
Κλάψε την ώρα την κακιάν οπούρταμε στον κόσμο,
Κλάψε τους μαύρους μας γονιούς, που κλαιν τον θάνατό μας,
Κλάψε τους χρόνους τους γλυκούς, που χάσαμε της νιότης,
20 Κλάψε τη μοίρα την κακή πούρτε να μας μαράνει,
Και καταριώσου το σκυλί που πήρε τη ζωή μας.
CXLIX. (149) Ο NEKPΟΣ

U. Ζαμπ. 697, 13. Kind.Eunom. III, 50. Anth. 25. Cfr. T. 352. Faur. II, 402. Πανδ. 85. Ευλ. 20 et Belloc: Bonaparte et les Grecs. p. 152.

Σαββάτο μέρα πίναμε την κυριακ' όλη μέρα
Και τη δευτέρα το ταχύ εσώθη το κρασί μας.
Κι ο καπετάνος μ' έστειλε κρασί να πα να φέρω.
Εγώ 'μαι ξένος κι ατσαμής, τη στράτα δεν την ξέρω,
5 Επήρα στράτες, ξώστρατες, χαμένα μονοπάτια·
Το μονοπάτι μ' έβγαλε σε μια παλιοκλησούλα,
Που 'ταν τα μνήματα δασιά, αδέρφια και ξαδέρφια·
Κι ένα μνήμ' ήτον ξέχωρα, ξεχωριστά 'πό τ' άλλα,
Δεν τούδα και το πάτησα απάνου στο κεφάλι,
10 Κι ακου' το μνήμα και βογκά και βαριαναστενάζει·
Αν είσαι Τούρκος, πάτει με· Εβριός, κορνιάχτισέ με·
Κι αν είσαι 'πό το αίμα μου, δυο λόγια να σου κρίνω.
«Τ' έχεις μνημούρι και βογκάς και βαριαναστενάζεις;
Μήνα το χώμα σε βαρεί κι η πέτρα σ' η μεγάλη;»
15 «Μηδέ το χώμα με βαρεί μηδ' η μεγάλη πέτρα.
Δεν εύρες τόπο να διαβείς και δρόμο να περάσεις;
Μόν' ήλθες και με πάτησες απάνου στο κεφάλι.
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, δεν ήμουν παλικάρι;
Τάχα δεν επερπάτησα νύχτα χωρίς φεγγάρι;
20 Τάχα δεν επολέμησα σαν άξιο παλικάρι;
Με δέκα πιθαμές σπαθί, με μιαν οργιάν τουφέκι;
Σαράντα Τούρκους έσφαξα σε τρία μερονύχτια
Κι άλλους σαράντα λάβωσα στον πόλεμον επάνω,
Μα το σπαθί τσακίστηκεν, εγίνη δυο κομμάτια·
25 Κι ένας εχτρός Τουρκόσκυλος με τ' άτι με προφταίνει,
Το γιαταγάνι τόβγαλε κι απάνου μου το σέρνει,
Το γιαταγάνι τόπιασα με το δεξί μου χέρι·
Κι έβγαλε την πιστόλα του κι απάνου μου τ' αδειάζει,
Στο χώμα και με ξάπλωσεν, εδώ που με κοιτάζεις.
30 Κλάψε με φίλε, κλάψε με, γιατ' είσαι βαφτισμένος.»

Inde a vs. 8 usque vs. 12 habet Z:
Δε μ' άρεσε για να διαβώ κι ουδέ για να περάσω,
Μόν' έκατζα κι εμέτρουνα τα μνήματα ποσά 'ναι·
Ήταν τα μνήματα εκατό, τα μάρμαρα διακόσια,
Κι ένα μνημούρι μοναχό, ξεχωριστά 'πό τ' άλλα.
Κάπως το παραπάτησα επάνου στο κεφάλι
Κι αυτό φωντίτσαν έβγαλε από τον κάτου κόσμο.

Κ. 29-31
Και μ' εξαπλώνει προύμυτα στου λαγκαδιού τον όχτο.
Κλάψε με, κλέφτη, κλάψε με, φέρε και τους δικούς σου
Στο χώμα τ' αλουλούδιστο, στο μαύρο μου το μνήμα.

F. habet vss. 1 — 17. Eul. vss. 18—30. Π. autem post vs. 8. hunc offert finem carminis:
Δεν το 'δα και το πάτησα ανάμεσ' απ' τα μάτια.
Κι είχε τα μάτια τ' ανοιχτά κι εμπήκε χώμα μέσα·
10 Αν είσαι νιος να χαίρεσαι, και νια να καμαρώνεις,
Κι αν είσαι γέρος σαν εμέ να κάθεσαι να κλαίεις.
Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, δεν ήμουν παλικάρι;
Τάχα δεν επερπάτησα τη νύχτα με φεγγάρι
Και την αυγούλα με δροσιά όσο να πάρ' ημέρα;
15 Τάχα δεν εκυνήγησα κι εγώ σ' τούτον τον τόπον;
Τα παλικάρια μ' ομπροστά κι εγώ πάω στη μέση
Κι επήγα κι αποκλείστηκα ψηλά σ' ένα καστράκι.
Τρεις μέρες κάνω πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
Κάνω γιουρούσι μια φορά, κάνω γιουρούσι πέντε·
20 Toν αδερφό μου σκότωσαν τον καπετάνο Γιάννη,
Κι αν κάμ' ο Θιος κι η Παναγιά κι οι άγιοι που 'ν' απάνω,
Να πιάσω το τουφέκι μου, να βγάλω το σπαθί μου,
Να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες,
Να κάμω και μια αρχόντισσα, να περπατεί να κλαίει.
CL. (150) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΟΥ

Πανδ. 76.

«Ανάθεμα σε Μπουγδανιά με τα ποτάμια που 'χεις'
Έχεις ποτάμι' απέραγα, βουνά κατακλεισμένα.
Κι έστειλα τον πετρίτη 432 μου, κυνήγι να μου φέρει,
Κι ουδ' ήλθε κι ουδ' εφάνηκε κι ουδέ κυνήγι φέρνει.
5 Διαλαλητάδες 433 έβαλα σ' όλα τα κατιλίκια· 434
Ποιος έχει βρόχια 435 στα βουνά κι αντίβεργα στους κάμπους,
Κι έπιασε τον πετρίτη μου κι έπιασε το πουλί μου;
Αν είναι νιος να χαίρεται και νιος να καμαρώνει,
Κι αν είν' κανένας γέροντας να κάθεται να κλαίει.
10 Τάχα δεν ήμουν κι εγώ νιος, δεν ήμουν παλικάρι;
Τάχα δεν επερπάτησα τη νύχτα με φεγγάρι
Και την αυγούλα με δροσιά, όντα λαλούν τ' αηδόνια;
Τ' αηδόνια πάνε στες φωλιές κι οι όμορφες να πλύνουν.
Κι επήρα το τουφέκι μου και ζώνω το σπαθί μου
15 Και κάνω τον ανήφορο σε μια ψηλή ραχούλα·
Κι επήγα και ξημέριασα μέσα στο μοναστήρι·
Σαράντα χρόνους έκαμα αρματολός και κλέφτης,
Και τώρα μούρτ' ο θάνατος και θέλω ν' απεθάνω.»
Τρεις λυγερές τον κέρναγαν και δυο μπιρμπιλομάτες.
20 Η μια κερνά με το γυαλί, κι η άλλη με την κούπα·
Κι η τρίτ' η ομορφήτερη με μαστραπά 436 'σημένιο.
«Σήκω, αφέντη μ', απ' τη γης και σήκω 'πό το στρώμα,
Να σε κερνάω δυο φορές, να σε κερνάσω πέντε.
Μη λες πως ήρτ' ο θάνατος και θέλεις να πεθάνεις.
25 Δεν είν' καιρός για θάνατο να θέλεις να ποθάνεις.»
«Σύρτε κορίτσια μ' στο καλό και στην καλή την ώρα,
Κι εγώ θα πάω στους πολλούς, θα πάω στον κάτω κόσμο.»
CLI. (151) Ο ΛΑΒΩΜΕΝΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ

Ζαμπ. 608, 14.

«Φάτε και πιέτε μπρε παιδιά και μην παραπονιέστε,
Τι 'γώ δεν έχω τίποτε, μόν' είμαι λαβωμένος.
Κακό που 'ναι το λάβωμα, κακό που 'ναι το βόλι.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω.
5 Βάλτε μ' εκεί στο κρύο νερό, στη ρίζα του πλατάνου,
Και φέρτε και γλυκό κρασί από τους παπαδάδες,
Να πλύνω τες λαβωματιές, ν' αλλάξω τους γιαράδες 437
Κι αν αποθάνω μπρε παιδιά, πέντ' έπηγαν για μένα,
Να διω να μη μ' αφήσετε στον έρημο τον τόπο·
10 Μόν' πάρτε με και σύρτε με στο πρώτο σταυροδρόμι,
Όθε διαβαίνουν φίλοι μου, περνούνε παλικάρια,
Τα παλικάρια να πονούν κι οι φίλοι μου να κλαίγουν.
CLII. (152) ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΟΥ

Faur. 1, 50. Ζαμπ. 606, 11. Kind. Anth. 22. Αγγελ. 59.

Ροβόλα κάτου στον γιαλό, κάτου στο περιγιάλι.
Βάλε τα χέρια σου κουπιά, τα στήθη σου τιμόνι
Και το λιγνό σου το κορμί βάλε το σαν καράβι
Κι αν κάμ' ο Θιος κι η Παναγιά να πλέξεις να περάσεις,
5 Να πας προς τα λημέρια μας οπόχομε καβούλι 438
Που ψήσαμε τα δυο τραγιά τον Φλώρα και τον Τόμπρα·
Κι αν σ' ερωτήσ' η συντροφιά τίποτε για τ' εμένα,
Μην τους ειπείς πως χάθηκα, πως πέθαν' ο καημένος,
Μονέ να πει παντρεύθηκα στα έρημα τα ξένα,
10 Πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γη γυναίκα,
Κι αυτά τα μαυροσκούληκα πήρα γυναικαδέρφια.
CLIII. (153) Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΚΛΕΦΤΟΥ

Ζαμπ. 600, 3. αγγ. 58.

«Μάνα σου λέω δεν ημπορώ τους Τούρκους να δουλεύω,
Δεν ημπορώ, δε δύναμαι, εμάλλιασ' η καρδιά μου·
Θα πάρω το τουφέκι μου, να πάω να γένω κλέφτης,
Να κατοικήσω στα βουνά και στες ψηλές ραχούλες,
5 Να 'χω τους λόγγους συντροφιά, με τα θεριά κουβένται,
Να 'χω τα χιόνια για σκεπή, τους βράχους για κρεβάτι,
Να 'χω με τα κλεφτόπουλα καθημερνό λημέρι.
Θα φύγω μάνα και μην κλαις, μόν' δώ' μου την ευχή σου,
Κι ευχήσου με μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω·
10 Και φύτεψε τρανταφυλλιά και μαύρο καρυοφύλλι, 439
Και πότιζέ τα ζάχαρη και πότιζέ τα μόσκο·
Κι όσο π' ανθίζουν μάνα μου και βγάνουνε λουλούδια,
Ο γιος σου δεν απέθανε και πολεμάει τους Τούρκους·
Κι αν έρθει μέρα θλιβερή, μέρα φαρμακωμένη,
15 Και μαραθούν τα δυο μαζί και πέσουν τα λουλούδια,
Τότε κι εγώ θα λαβωθώ, τα μαύρα να φορέσεις.»
Δώδεκα χρόνοι πέρασαν και δεκαπέντε μήνες,
Π' ανθίζαν τα τραντάφυλλα κι ανθίζαν τα μπουμπούκια.
Και μιαν αυγή 'νοιξάτικη, μια πρώτη του Μαΐου,
20 Που κελαηδούσαν τα πουλιά κι ο ουρανός γελούσε,
Με μιας αστράφτει και βροντά και γίνεται σκοτάδι·
Το καρυοφύλλι στέναξε, τρανταφυλλιά δακρύζει,
Με μιας ξεράθηκαν τα δυο κι επέσαν τα λουλούδια·
Μαζί μ' αυτά σωριάστηκε κι η δόλια του μανούλα.
CLIV. (154) Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΟΥ

Ζαμπ. 695, 126.

Ενύχτωσε κι εβράδιασε, πάησε και τούτ' η μέρα.
Σύρτε παιδιά μου για ψωμί πέρα στο μοναστήρι,
Και φέρτε και παλιό κρασί, κρασί τριοχρονίσιο,
Να πλύνω τες λαβωματιές, που τρων τα σώτικά μου.
5 Κι όσο να πάτε στο καλό, παιδιά μ', και να γυρίστε,
Για φέρτε μου τον ταμπουρά 440 να λιανοτραγουδήσω
Την πίκρα της λαβωματιάς και του βολιού το χάλι,
Να κάμω τη γυναίκα μου να βαριαναστενάξει·
Κι α δε μ' ευρείτε ζωντανό, παιδιά, μη μ' αρνηθείτε.
10 Τι για τ' εσάς στερεύομαι μάνα και συγγενάρια,
Μάνα για την κεροδοσιά, 441 γυναίκα για το ξόδι,
Παπάδες και πνεματικούς για το καλό το σχώριο.
Μόν' κλείστε μου τα μάτια μου, φιλήστε μ' ένας ένας,
Και κόψτε κλαριά, στρώστε μου κλαριά προσκεφαλάρι,
15 Φτιάστε και το κιβούρι 442 μου πλατύ για δυο νομάτους,
Να στέκ' ορτός να πολεμώ και δίπλα να γιομίζω.
CLV. (155) ΚΑΠΕΤΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ζαμπ. 673, 95.

Ένα καπετανόπουλο τρανό και ξακουσμένο,
Πόκοψ' αγάδωνε κορμιά, και μπέηδων κεφάλια,
Πόκαψε Τούρκισσων καρδιές, στον πόλεμο λαβώθη·
«Παιδιά, κι αν πάτε στο χωριό, στο έρημο βιλαέτι,
5 Τουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε,
Μη σας ακούσ' η μάνα μου κι η δόλια μου γυναίκα.
Κι αν σας ρωτήσουν για τ' εμέ, πρώτη φορά μην πείτε·
Κι αν σας διπλορωτήσουνε και δεύτερη και τρίτη,
Μην πείτε που σκοτώθηκα, να μην κακοκαρδίσουν,
10 Μόν' πέστε πως απέθανα απ' βαριά αρρώστια.
CLVI. (156) ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΟΥ

Πανδ. 18.

Παιδιά μου, μη σκανιάζεστε και μην παραπονιέστε·
Εγώ δεν έχω τίποτες, λίγο 'μαι λαβωμένος·
Πικρό είναι το λάβωμα, γλυκό 'ναι το μολύβι.
Τραβάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω·
5 Πάρτε με, παλικάρια μου λίγα κι αντρειωμένα·
Για πάρτε με και βγάλτε με σε μια ψηλή ραχούλα·
Και στρώστε μου χλωρά κλαδιά και βάλτε με να κάτσω.
Και φέρτε μου γλυκό κρασί από τους παπαδάδες,
Να πλύνω τη λαβωματιά οπού 'μαι λαβωμένος·
10 Και πάρτε το μαχαίρι μου τ' ασημοχάντσερό μου,
Και φκιάστε μου το μνήμα μου, και φκιάστε το κιβούρι,
Να 'ναι πλατύ, να 'ναι μακρύ, να παίρνει δυο νομάτους,
Να στέκ' ορτός να πολεμώ, να πέφτω, να γιομίζω.
Και στη δεξιά μου τη μεριά αφήστε παραθύρι,
15 Να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια.
CLVII. (157) Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

U. ΡΟΥΜΗΛΗ

Δεν πρέπει 'γώ να χαίρομαι μηδέ κρασί να πίνω,
Μόν' πρέπει να 'μαι σ' ερημιά, σ' ένα μαρμαροβούνι,
Να κείτομαι τα πίστομα, 443 να χύνω μαύρα δάκρυα,
Να γίνει λίμνη και γιαλός, να γίνω κρύα βρύση,
5 Για να 'ρχοντ' οι κομποτιανές, να πλένουν και λευκαίνουν·
Το τίνος είν' τ' άσπρο κορμί, κορμί χωρίς κεφάλι;
Άλλη το λέγει Τούρκικο, άλλη το λέγει Φράγκου·
Κείνο δεν είναι Τούρκικο, κείνο δεν είναι Φράγκου·
Παρ' είν' του Γιάννη το κορμί, οπού 'ναι ξαπλωμένο·
10 Μαύρα πουλιά το τρώγανε κι άσπρα το τριγυρίζαν,
Κι ένα πουλί θαλασσινό, αυτό δε θέλ' να φάγει.
Και το πουλί, καλό πουλί κάθεται και το κλαίγει·
«Κεφάλι κακοκέφαλο τι έπαθες καημένε;»
«Φάγε και συ πουλάκι μου 'π' αντρειωμένου πλάτη,
15 Να κάμεις πήχυ το φτερό και πιθαμή το νύχι,
Να πας και στην πατρίδα μου, να πεις και τα χαμπέρια.» 444
CLVIII. (158) Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΥΡΟΣ

Faur. IΙ, 139. Ζαμπ. 669, 89.

Στον Βαρδάρη, 445 στον Βαρδάρη και στου Βαρδαριού τον κάμπο
Δήμος ήτον ξαπλωμένος και του λέει ο πιστός μαύρος· 446
«Σήκ', αφέντη μου, να πάμε, γιατί φεύγ' η συντροφιά μας.»
«Δεν μπορώ, μαύρε, να πάγω, τι κοντεύω ν' απεθάνω·
5 Σύρε, σκάψε με τα νύχια, με τ' αργυροπέταλά σου,
Κι έπαρέ με με τα δόντια, ρίξε με μέσα στο χώμα.
Έπαρε και τ' άρματά μου, να τα πάγεις των δικών μου·
Έπαρε και το μαντίλι, το χρυσό το δαχτυλίδι,
Να το πάγεις της καλής μου, να με κλαί', όταν το βλέπει.»
CLIX. (159) Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΓΡΙΒΑΣ

Ζαμπ. 669, 90.

«Μπρέ Γιαννάκη, κυρ Γιαννάκη ποιος σ' ελάβωσε καημένε;»
«Μες στο Μπόμποβο πουκάτου τα σκυλ' οι Παραμυθιώτες.
Μόδεσαν και τ' άλογό μου ξέμακρα σε ρίζα δέντρου.
Κουώ τον γρίβα 447 χλιμιντράει· — «Σήκ', αφέντη, καβαλίκα.»
«Δεν μπορώ, καημένε γρίβα, γιατί μ' έχουν λαβωμένο
Τα σκυλιά οι Παραμυθιώτες στην καρδιά και στο κεφάλι.
Πάρε με, καημένε γρίβα, πάρε μ' αν πονείς για μένα,
Κάμε λάκκο με τα νύχια, ρίξε με και σκέπασέ με.»
CLX. (160) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥ

Ζαμπ. 647, 60.

Στου Θοδωράκη την αυλή, στου Μήτρου το σαράγι. 448
Κόσμος πολύς μαζώνεται, πολλ' είναι μαζωμένοι,
Μήνα και γάμος γίνεται μήνα και πανηγύρι;
Μήτε και γάμος γίνεται μήτε και πανηγύρι,
5 Μόν' είν' ο Μήτρος άρρωστος βαριά για να πεθάνει.
Εμπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δεν έχει,
Τον κλαιν τα παλικάρια του, τον κλαίει κι η αδερφή του,
Τον κλαίει κι η μανούλα του κι ο δόλιος τ' ο πατέρας.
«Αν θέλεις, Μήτρο, πάντρεμα, γυναίκα να σου δώσω.»
10 «Δε θέλω, μάνα, πάντρεμα, σκύψε να σε φιλήσω,
Να μόχεις έγνοια τα παιδιά, τα μαύρα παλικάρια,
Φέρε μου το σπαθάκι μου, μάνα, να το φιλήσω,
Και φέρε το τουφέκι μου να τ' αποχαιρετήσω.
O Χάρος μ' αρραβώνιασε, μ' έχ' αρραβωνιασμένο,
15 Μόχει την πλάκα πεθερά, το μνήμα για γυναίκα,
Κι αυτά τα μαυροσκούληκα αδέρφια και ξαδέρφια.»
CLXI. (161) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥ

U. Πανδ. 21., ΔΑΥΛΙΣ.

Να μη θέλ' έβγ' ο Θεριστής, να μη θέλ' έβγ' ο Μάης,
Που βλόγιασάνε τα παιδιά κι όλα τα παλικάρια
Κι όλα μανάδες είχανε και τα κουμανταρίζουν· 449
Κι ο Μήτρος μάνα δεν έχει, να τον κουμανταρίσει·
5 Στο παραθύρι κάθεται, στους κάμπους αγναντεύει,
Βλέπει συντρόφους που 'ρχονται, τον ταμπουρά 450 βαρώντας,
Τους ταμπουράδες παίζοντας κι ατούς τους τραγουδώντας.
Τον πήρε το παράπονο και κάθεται και κλαίει·
«Τραβάτε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω
10 Και φέρτε μου τον ταμπουρά, το χλιβερό παιγνίδι,
Να το βαρέσω χλιβερά και να το πω καημένος,
Που 'γώ μανούλα δεν έχω, να με κουμανταρίσει·
Κλάψετε, δέντρα και κλαδιά και σεις κοντοραχούλες
Και βρύσεις, που 'πινα νερό, όλες να μαραθείτε·
15 Κι εγώ πεθαίνω σήμερα, πάγω στον άλλο κόσμο.
CLXII. (162) ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΥ

Πανδ. 68.

«Εσείς πουλάκια μ' άγρια, άγρια κι ημερωμένα,
Διαβάτ' από τα Μαραζιά, του Καρπενή τα σπίτια.
Να πείτε της αγάπης μου, της αγαπητικής μου,
Να μην αλλάξει τη λαμπρή, στην εκκλησιά μην μπάει,
5 Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, να μην τα ρίξει πίσω,
Να μην τα βάλει τα φλωριά 451, να μην τα καμαρώσει,
Γιατ' είν' ο Μήτρος άρρωστος και θέλει ν' απεθάνει.
«Μήτρο μου, ντύσου κι άλλαξε και ντύσου κι αρματώσου,
Γιατί θε να 'ρθ' η Κυριακή να πάμε για τη νύφη.»
10 «Εγώ σας λέγω, δεν μπορώ, και σεις μου λέτε, σήκω;»
«Μήτρο μ,' σε κλαίει νύχτα κι αυγή, σε κλαίει το μεσημέρι,
Σε κλαίει κι ο πατέρας σου, που θέλεις να πεθάνεις,
Σε κλαίει και η μάνα σου κι η δόλι' η αδερφή σου,
Σε κλαίει κι η γυναίκα σου, που 'ν' αρραβωνιασμένη.»
15 «Εγώ σας λέγω, δεν μπορώ, και σεις μου λέτε σήκω;»
«Μήτρο μου; τι μου κάκιωσες, Μήτρο, τι μόχεις κάκια;»
«Εγώ σ' αφήνω την υγειά και πάω στον άλλο κόσμο.»
CLXIII. (163) ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΛΠΕΤΡΑ

Ζαμπ. 577, 102.

Ποιος θε ν' ακούσει κλάματα, δάκρυα και μοιριολόγια;
Μοιριολογιέται μια κυρά, του Κύλπετρ' η γυναίκα.
Σαν περδικούλα κάθεται και σαν παπί μαδιέται,
Σαν του κοράκου το φτερό βάφει τη φορεσιά της.
5 Στο παραθύρ' ανέβηκε, τα πέλαγ' αγναντεύει,
Βλέπει βαρκούλες κι έρχουνταν, καΐκια κι αρμενίζαν.
Βαρκούλες που διαβαίνετε, καΐκια που περνάτε,
Μην ίδετε τον Πέτρο μου, τον τσοβαϊρικό μου;» 452
«Εψές αργά τον είδαμε, τον παίρναν στου βεζίρη,
10 Τον παίρνανε δεμένονε εννιά μπουλουκμπασάδες.» 453
Βεζίρης τόνε ξέταζε και πάλε τον ξετάζει·
«Πες μου, να ζήσεις Κύλπετρα, μολόγα μου το βιο σου,
Να σου χαρίσω τη ζωήν εσέ και των παιδιών σου»
«Σα μου χαρίζεις τη ζωή, σου μολογώ το βιο μου·
15 Δώδεκα μούλες φόρτωσα ασήμι και λογάρι. 454
Κι αρίθμητα διαμαντικά, ζαφείρια και ρουμπίνια.»
Πρώτη σπαθιά που τόδωσε, του πήρε το κεφάλι.
CLXIV. (164) Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

Πανδ. 64. ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΛΙΣ.

Κάτου στες πέντε βρύσες και στο κρυό νερό
Ο Γιάννης ξαπλωμένος τ' Ανδριανόπουλο,
Κομμένος και σφαμένος κι ανεγνώριστος.
Τούρκοι τον τραγουδάνε και Ρωμιοί τον κλαιν,
5 Και πάρθενα κορίτσια τον μοιρολογούν·
«Γιάννη μ', δεν έχεις μάνα, μάνα κι αδελφή
Και μια καλή γυναίκα να σε κλαίει κι αυτή.»
«Το πώς δεν έχω μάνα, μάνα κι αδελφή
Και μια καλή γυναίκα να με κλαίει κι αυτή,
10 Εγώ ΄μ' ο αντρειωμένος, τ' Ανδριανόπουλο,
Που τρέμ' ο κόσμος όλος κι όλα τα χωριά
Και τρέμουν τρεις πασάδες που πολέμαα.»
CLXV. (165) ΓΕΩΡΓΟΣ

Τ. 340.

Βουνά πώς δε μαραίνεστε; λημέρια πώς δεν κλαίτε;
Τον Γιώργο τον εβάρεσαν ψηλά στο Μακρυκάμπι.
Τρία τουφέκια τόριξαν 'πό μες απ' τη Χωβάδα.
Τόνα τον πήρε ξώδερμα και τ' άλλο λιγολάκι,
5 Το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε μες στο στόμα.
Το στόμα τ' αίμα γιόμισε, τ' αχείλη του φαρμάκι,
Κι η γλώσσα τ' αηδονολαλεί σαν το χελιδονάκι·
«Πού 'στεω παλικαράκια μου λίγα και διαλεγμένα;
Το αίμα μου να πάρετε 'πό τους ντερβεναγάδες
10 Κι εδώ να μη μ' αφήσετε στον Τούρκικο τον τόπο,
Πόρχοντ' οι Τούρκοι και πατούν επάνω στο κεφάλι.
Μόν' πάρτε με και σύρτε με σε μια ψηλή ραχούλα,
Κόψτε κλαριά και στρώστε μου κλαριά προσκεφαλάδα.
Σκάψτε και το κιβούρι 455 μου ίσια για δυο νομάτους,
15 Να στέκ' ορτός να πολεμώ, καθώντας να γεμίζω.»
CLXVI. (166) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ TOY ΚΩΣΤΑΝΤΑ

Ζαμπ. 615, 24.

«Λεβέντες δυο, λεβέντες τρεις, λεβέντες που περνάτε
Μην είδετε τον Κωσταντά στους κάμπους καβαλάρη;»
«Εμείς εχτές τον είδαμε σ' ένα χορό πιασμένο
Και σήμερα τον είδαμε στον άμμο ξαπλωμένο.
5 Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρίζαν
Κι ένα πουλί, καλό πουλί δεν ήθελε να φάγει.»
«Φάτεω πουλιά μου, φάτε με, φάτε, χορτάστε μέτε,
Κι αφείτε μου τη γλώσσα μου και το δεξί μου χέρι,
Να κάμω τρία γράμματα, τρία φαρμακωμένα·
10 Το 'να να πάει στη μάνα μου, στη δόλια μου τη μάνα,
Και τ' άλλο στον πατέρα μου να κλάψουνε για μένα·
Το τρίτο το φαρμακερό να πάει στη σαστικιά μου. 456»
CLXVII. (167) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ

V. Πανδ. 20. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

Σηκώνομαι μια χαραυγή μαύρος από τον ύπνο,
Παίρνω νερό και νίβομαι μαντίλι και σφουγγιόμαι
Ακούω τα δέντρα και βροντούν και τες οξιές και τρίζουν,
Και τα λημέρια των κλεφτών και βαριαναστενάζουν.
Έκατσα και τες ρώτησα γλυκά σαν τη μητέρα·
«Τι έχετ', οξιές, που χλίβεστε, λημέρια που βουγκάτε;»
Κι εκείνα μ' αποκρίθηκαν βαριαναστεναγμένα·
«Εχάσαμε την κλεφτουριά και τον λεβέντη Κώστα,
Οπού 'χε δώδεκ' αδερφούς και τριάντα δυο ξαδέρφια,
10 Που 'φερνε σκλάβες παπαδιές με τες παπαδοπούλες,
Που 'φερνε και τες μπέισσες μ' αυτές τες μπεϊοπούλες.»
CLXVIII. (168) Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΚΛΕΦΤΟΥ

Ζαμπ. 693, 123. Τ. 435.

Αϊτός ξέβγαιν' από τη γη, καημέν' είν' τα φτερά του,
Κι άλλος αϊτός τον ρώταγε κι άλλος αϊτός του λέγει·
«Για πες μας, πες μας σταυραϊτέ, τι κάνουν οι δικοί μας;»
«Είδες εμέ το σταυραϊτό πώς είναι τα φτερά μου;
5 Έτσ' είν' της μάνας τα παιδιά, των αδερφιών τ' αδέρφια,
Έτσ' είν' των κακοριζικών τα πρώτα τους αϊτέρια,
Τα πρώτα τους και τα καλά, τα πολυαγαπημένα.
Για κάτσετε, σιγήσετε, να διούμε, ποιος μας λείπει;
Μας λείπ' ο κάλλιος του σπιτιού, ο πρωτονοικοκύρης,
10 Που 'ταν στο σπίτι φλάμπουρο 457, στην εκκλησιά φανάρι·
Το φλάμπουρο τσακίστηκε και το φανάρι σβύστη·
Κρίμα σ' εκείνο που 'πεσε κι αλιά 458 σ' εκειόν ποστάθη.»
CLXIX. (169) ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ

Σχιν.

Μες στα σαράντα......
Γιαννός ψυχομαχάει, βαριά κείτεται·
Κι όλα τα παλικάρια κι όλα τα παιδιά
Τον ερωτούν και λένε· «Γιάννο, πε μας το·
5 Μην έχεις, Γιάννο, μάνα, μάνα κι αδερφό;»
«Εγώ 'χω και μανούλα, έχω κι αδερφό,
Είμαι και παντρεμένος· να την πόρχεται
Με δυο παιδιά στα χέρια κι άλλο στην κοιλιά,
Και δυο μαύρα λιθάρια στηθοδέρνοντας»
10 «Δε σου το 'πα μπρε Γιάννο, πόλεμο μη θες;»
«Σώπα μωρή γυναίκα, μη με κατεχείς·
Δεν ήταν μήτε πέντε μήτε δεκοχτώ·
Μόν' έφτ' ήταν χιλιάδες, όλη η Τουρκιά·
Κι από εφτά χιλιάδες ένας γλίτωσε·
15 Που 'χε λαγού πηλάλι 459 και ζαρκοπήδαγε,
Και κείνος λαβωμένος και με λάβωσε.»
CLXX. (170) ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΤΑ ΚΛΕΦΤΩΝ

Ζαμπ. 661, 79.

Κλέφτες γίνηκαν μάζωξη και γίνηκαν μπουλούκι·
Φόρτωσαν γρόσια 460 στ' άλογα κι όλο φλωρί 461 στες μούλες,
Στη θάλασσα κατέβηκαν και σε καράβι μπαίνουν.
Καραβοκύρης μάργιολης 462 μ' όλον τον ταϊφά 463 του,
5 Σα δυο σαν τρεις κουβέντιαζαν κι εκρυφοκουβεντιάζαν.
«Βάλτε παιδιά μου τα κουπιά να βγούμε σε ζιαφέτι 464
Και πάρτε να ψαρέψετε εκειό το ξερονήσι.»
Σα δυο, σαν τρεις κουβέντιαζαν και ματακουβεντιάζαν.
Πήρε τους κλέφτες κι άραξε σ' εκειό το ξερονήσι,
10 Τους άφησε χωρίς ψωμί, χωρίς κανέν μεντάτι, 465
Και στες σαράντα ομπροστά γυρίζει το καράβι.
Βρίσκει τον Γιώργο ζωντανό, τον Λια που ψυχομάχα,
Κι ένας τον άλλο τρώγουνταν και κόκαλα μασούσαν.
CLXXI. (171) ΑΠΟΣΤΑΣΙΑ ΚΛΕΦΤΩΝ

Faur. ΙΙ, 330, Ζαμπ. 667, 86.

«Νικόλα κάτσε φρόνιμα σαν καπετάνος που 'σαι
Μην τα μαλώνεις τα παιδιά, τον κόπο τους μην παίρνεις,
Έβαλαν την κακή βουλή και θε να σε σκοτώσουν.»
Ποιος τα λογιάζει τα παιδιά και ποιος τα χαμπερίζει; 466
5 Αχ πότε να 'ρθ' η άνοιξη, να 'ρθει το καλοκαίρι,
Να βγω στα ξερολίβαδα και στα παλιά λημέρια,
Να πάρω και τη Μάρω μου, να πάρω την κοντούλα,
Να τήνε ντύσω στο φλωρί και στο μαργαριτάρι.»
Τα παλικάρια τ' άκουσαν, πολύ τους κακοφάνη,
10 Πως παρατάει τη συντροφιά και παίρνει την κοντούλα·
Τρεις τουφεκιές του δώσανε, τες τρεις φαρμακωμένες·
Βαρείτε τον τον κερατά, βαρείτε τον τον πούστη,
Οπού μας πήρε τα φλωριά, να παντρευτεί τη ρούσα, 467
Η ρούσα του 'ναι πιστολιά και το σπαθί κοντούλα.
CLXXII. (172) ΑΠΙΣΤΙΑ TOY ΚΑΠΕΤΑΝΟΥ

Faur. 11, 336. Ζαμπ. 698, 132.

Τα παλικάρια τα καλά συντρόφοι τα σκοτώνουν
Χωρίς κανένα φταίξιμον, χωρίς κακό κανένα.
Ο καπετάνος το σκυλί —η γη να μην το φάγει —
Παίρνει τα κεφαλάκια τους και ρίχνει τα κορμιά τους.
5 Στο σταυροδρόμι τα πετούν, κορμιά χωρίς κεφάλι·
Κι όσοι διαβάτες κι αν περνούν, κάθονται κι ερωτούνε·
«Παιδιά πού 'ν' τα γελέκια σας; πού 'ναι και τ' άρματά σας;»
«Δεν λες πού 'ν' τα κεφάλια μας; μόν' λες πού' ν' τ' άρματά μας;
Συντρόφοι πήραν τ' άρματα, και τα 'καμαν χαράτσι·
10 Κι ο καπετάνος το σκυλί — η γη να μην το φάγει —
Μας πήρε τα κεφάλια μας κι έριξε τα κορμιά μας.»
CLXXIII. (173) Η ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ

Ζαμπ. 631, 42., ΜΩΡΕΑ.

Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια,
Διψάει κι η δόλια η Αρετή ψηλά στα κορφοβούνια,
Δώδεκα μέρες νηστικιά και δέκα διψασμένη.
Κι η μάνα της της έλεγε κι η μάνα της της λέγει·
5 «Δος μ' Αρετή μ' τον λόγο σου για να σ' αρραβωνιάσω.»
«Δε σ' το 'πα, μάνα, μια φορά, δε σ' το 'πα τρεις και πέντε,
Δεν πάγω 'γώ στη Δήμιτσα κι ούτε στη Δημιτσάνα,
Θα πάγω στα Καλάβρυτα που 'ναι τα παλικάρια,
Οπού φορούν τα τσάμικα, τες ασημοπιστόλες,
10 Οπού φορούν τες φέρμελες 468 κι έχουν βαριά τουφέκια.»
CLXXIV. (174) Η ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛA

Σχιν. cfr. Τ. 161. Ζαμπ. 684, 110.

Ποιος είδε ψάρι σε βουνό κι ελάφι σε λιμάνι;
Ποιος είδε τέτοια λυγερή, τέτοια πανώρια κόρη,
Να προπατεί, να γράφεται δώδεκα χρόνους κλέφτης;
Κανένας δεν τη γνώρισε πως ήτανε κοράσι·
5 Και μιαν αυγή και μια λαμπρή, μια πίσημην ημέραν
Βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίξουν το λιθάρι,
Κι από το σείσμα το πολύ κι από τη λεβεντιά της
Εκόπη τ' ασημόκομπο κι εφάνη το βυζί της·
Κι άλλοι το λένε μάλαμα κι άλλοι το λεν ασήμι·
10 Μ' άνα μικρό κλεφτόπουλο εκείνο τη γνωρίζει·
«Μ' από δεν είναι μάλαμα, εκειό δεν είν' ασήμι,
Μόν' είν' της κόρης το βυζί που λάμπει σαν τον ήλιο.»
Κι οχ τα μαλλιά τον έπιασε και χάμου τόνε ρίχνει,
Και το σπαθί της έβγαλε και τον βαρεί στην πλάτη·
15 Και κείνος αναστέναξε μες από την καρδιά του·
«Πατέρας μου να το 'ξερε κι η μαύρη μ' η μανούλα.»
«Για πες μου πού' ν' η μάνα σου, για πες μου τον πατέρα.»
«Η μάνα μ' οχ τα Γιάννινα κι ο κύρης μ' οχ την Άρτα,
Κι έχω μιαν αδερφή μικράν, παράμορφη στον κόσμο.»
20 Σαν τ' άκουσε, ταράχτηκε η λυγερή η κόρη
Κι από τη γην τον σήκωσε, στην πλάτη της τον ρίχνει,
Και στον γιατρό τον πήγαινε για να τονε γιατρέψει·
«Γιατρέ που γιάτρεψες πολλούς νεκρούς κι αποθαμένους,
Γιάτρεψ' τον αδερφούλη μου, τα μάτια και το φως μου,
25 Που 'γώ γι' αυτήνον έκαμα δώδεκα χρόνους κλέφτης.»
«Στου Χάρου τις λαβωματιές βοτάνι δε χορτάει.»
Κι ευθύς τον λόγο που 'σωσε, η μαύρ' αναστενάζει
Και την πιστόλα έβγαλε κι απάνω της αδειάζει.
CLXXV. (175) Η ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ

Ζαμπ. 616, 7, 26.

Στον Αϊ-Ελιά, στον Πλάτανο, ψηλά στην κρυά τη βρύση
Έχουν οι κλέφτες μάζωμα, τα τριά καπιτανάτα,
Έχουν αρνιά που ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα,
Έχουνε και γλυκό κρασί για το καλό το κέφι,
5 Έχουν και κόρην όμορφη που τους κερνάει και πίνουν,
Κόρη σαν ήλιος όμορφη, ξανθή και μαυρομάτα.
Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ' αρματολούς και κλέφτες,
Κανείς δεν την εγνώριζεν από τη συντροφιά της·
Κι εκεί που ρίχνουνταν στες τρεις κι ερίχναν το λιθάρι,
10 Από τη ζώρη την πολλή κι απ' την πολλήν αντρειά της
Ξεθλυκωθήκαν τα κομπιά, τση βγήκαν τα τσαπράζια, 469
Και της φανήκαν τα βυζιά σαν κίτρα, σα λεϊμόνια.
Οι καπετάνοι την κοιτούν κι όλα τα παλικάρια,
Όνας τηράει τον άλλονε, το τι να πουν, δεν ξέρουν.
15 Αρχίνησαν και τη ρωτούν κι όλοι τήνε ξετάζουν·
«Κόρη μ', τι μάνα σ' έκαμε, τι μάνα σ' έχει κάμει;»
«Παιδιά μου μη θυμιάνεστε, μην παραξενευτείτε,
Κι εμέ μάνα μ' εγέννησε, μάνα σαν τη δική σας·
Έκαμα Τούρκες ορφανές, έκαμα Τούρκες χήρες,
20 Τώρα που βγήκ' ο κόρφος μου, καλόγρια πάω να γένω.»
CLXXVI. (176) Η ΔΙΑΜΑΝΤΩ

Ευλ. 30. Μ. 1, 320.

Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη;
Ποιος είδε κόρην εύμορφη στα κλέφτικα ντυμένη;
Δώδεκα χρόνους έκαμεν αρματολός και κλέφτης.
Κανείς δεν την εγνώρισε, πως ήταν η Διαμάντω.
5 Μια μέρα και μιαν εορτή και μια λαμπρήν ημέρα
Βγήκαν να παίξουν το σπαθί, να ρίξουν το λιθάρι.
Κι όπως επαίζαν το σπαθί κι ερίχναν το λιθάρι,
Εκόπη το θηλύκι της κι εφάνη το βυζί της.
Τότες ο ήλιος έλαμψε και το φεγγάρι στράφτει,
10 Κι ένα μικρό κλεφτόπουλο το βλέπει και γελάει.
«Τ' έχεις μωρέ κλεφτόπουλο κι όλο γελάς μ' εμένα;»
«Είδα τον ήλι' οπόλαμψε και το φεγγάρ' αστράφτει,
Είδα και τ' άσπρο σου βυζί που 'ν' άσπρο σαν το χιόνι.»
«Σώπα μωρέ κλεφτόπουλο και μην το μαρτυρήσεις,
15 Και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω,
Για να βαστάς το νταμασκί 470 και το χρυσό τουφέκι.»
«Εγώ δε θέλω ψυχογιός, βαριά να με πλουτίσεις,
Για να βαστώ το νταμασκί και το χρυσό τουφέκι,
Μόν' θέλω σε γυναίκα μου και να με πάρεις άντρα.»
20 Σαν τόνε πιάν' απ' τα μαλλιά, και τόνε ρίχνει κάτω…
«Άφσε με κόρ' απ' τα μαλλιά και πιάσε μ' απ' το χέρι,
Και να σου γένω ψυχογιός, πιστά να σε δουλέψω.»
CLXXVII. (177) Ο ΣΑΚΑΡΕΛΗΣ

U.

Δαγούταγας εκίνησε στον Νέπακτον επάνου,
Να κυνηγήσει πέρδικες μ' έν' εύμορφο σαΐνι. 471
Γιόμα 472 κάνει στο Νιόκαστρο και δείπνο στο Ρηγάνι,
Και τ' άλλο γέμα το καλό πηγαίνει στη Φαμίλα,
5 Στου Σακαρέλου το χωριό, του πρώτου καπετάνου.
Τον Σακαρέλ' απάντησε και τόνε χαιρετάει·
«Τι κάνεις, Σακαρέλι μου, πώς είν' τα παλικάρια;»
«Σε προσκυνούν Δαγούταγα και σου φιλούν το χέρι.»
Τον ψυχογιό του φώναξε, καφέ για να τους ψήσει·
10 Κι ο ψυχογιός τους κέρναε μ' ένα χρυσό φιλτσιάνι,
Τρεις πιστολιές του δώσανε πικρές φαρμακωμένες.
Η μια τον παίρνει στην καρδιά κι η αλλ' μέσα στο στόμα,
Κι η τρίτη η φαρμακερή στη μέση στο κεφάλι.
Το στόμα τ' αίμα γιόμισε κι η γλώσσα του λαλάει,
15 Η γλώσσα τ' αηδονολαλεί, σαν παλικάρι που 'ταν.
Τες δυο πιστόλες τ' έβγαλε απάνου στον Δαγούτην
Και το κεφάλι του 'κοψαν, τ' ασκέρι του Δαγούτη·
Και το πηγαίνουν στον πασά, στον ίδιον τον βεζίρη,
Χίλια φλωριά τους έδωσε, (το έτερον λείπει.)
CLXXVIII. (178) Ο ΚΥΡΙΤΣΗΣ MIXAΛΗΣ

Faur. Ι, 212. Ζαμπ. 704, 140.

Θέλω να κάτσω να σας πω, πολλά να θαμαχθείτε· 473
Τις ήτον που τον έλεγαν κυρίτσος ο Μιχάλης,
Είχε τον βιον αρίφνητο, την αφεντιά μεγάλη·
Και κάθουνταν στο σπίτι του, κακό δεν είχ' ο νους του.
5 Κι ένα ροκά διαβάσανε οι Τούρκοι στο ντιβάνι· 474
Που τυραννεύει τον ντουνιά, τον πόλεμο γυρεύει.
Σαν άκουσεν ο βασιλιάς για τον καλό Μιχάλη,
Μηνά τον καπουτσίμπαση 475, γοργά τον συντυχαίνει·
«Γοργά να πας στον Αχελόν στο σπίτι του Μιχάλη,
10 Κι εκεί μπροστά στην πόρτα του να δγεις να τον κρεμάσεις,
Και το μικρό του το παιδί να δγεις να τόνε πιάσεις·
Φυλάγου κι απ' το πράμα του βελόνι να μη χάσεις.»
Μεσάνυχτα ξεπόρτισε, στον Αχελόν επήγε,
Σαν το πουλί επέταξεν, σαν τη σαγίτα πήγε.
15 Τον είδε ο Μιχάλμπεης κι επροσηκώθηκέ τον.
«Καλώς ήρθες, αφέντη μου, κάτσε να φάμ' να πιούμε»
«Δεν ήρτ' εδώ για το φαγί ουδέ για το ποτήρι·
Τον λόγο που 'π' ο βασιλιάς, πρέπει να τόνε κάμω.»
Και το σκοινί επέταξε και τον λαιμό του βρήκε,
20 Κι ευθύς μπροστά στην πόρτα του πιάνει τον και κρεμνά τον,
Πιάνει και το μικρό παιδί, στα σίδερα το βάνει,
Μαζώνει κι όλο του το βιο, με δαύτα πάει στην Πόλη.
CLXXIX. (179) Ο ΙΑΝΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ

Ζαμπ. 616, 25.

Στους Καλαρρύτες τα βουνά σκώνονται μοιρολόγια,
Κι εκεί σιμά στα Γιάννινα μεγάλα ξόδι 476 ακούω·
Οντσάκι 477 των Καλαρρυτών πραματευτή μεγάλο
Τον Γιάννη Λάμπρο ξακουστό τον τρανοξακουσμένο
5 Στα Γιάννινα στη φυλακή τον έχουνε ρεέμι, 478
Κι αποφασίσαν τα σκυλιά τον δόλιο να κρεμάσουν·
Κι ένα πουλί σαν τ' άκουσεν επέταξε κι επήγε
Στα κάγκελα της φυλακής και τόδωσε χαμπέρι. 479
Πουλί πετώμεν' ήτανε κι ανθρώπινα λαλούσε·
10 «Γιάννο μ', αν έχεις κρίματα, κι αν έχεις αμαρτίες,
Για κράξε τον πνευματικό για να σε ξαγοράσει·
Κι αν έχεις και μηνύματα στο ταίρι σου να στείλεις,
Πες μου τα μένα Γιάννο μου, παγαίνω της τα λέγω.»
CLXXX. (180) Ο ΖΑΜΠΑΡΔΟΥΝΙΑΣ

Ζαμπ. 697, 130.

Εσείς πουλιά της Ρούμελης, κοτσύφια Ζαμπαρδούνιας,
Τον Μάη να μη λαλήσετε, στες ρεματιές μην πάτε,
Τι ο Ζαμπαρδούνιας πέθανε στης Ρούμελης τα μέρη,
Κι ήρταν τα παλικάρια του κι εφέραν τ' άρματά του,
5 Φέρνουν και μια πικρή γραφή στον πρωτοξάδερφό του.
Απόξου λέει τ' απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα·
«Να μόχεις έγνοια τα παιδιά, τ' άξια τα παλικάρια·
Τι μένα μ' έστειλ' ο πασάς στη Σόφια να πεθάνω,
Με τους Μοσκόβους 480 να βαλτώ, μ' αυτούς να πολεμήσω.
10 Παίρνω για νύφη μαύρη γη, την πέτρα συννυφάδα
Κι αυτά τα λιανοχάλικα τα κάνω συγγενάδια.»
CLXXXI. (181) Ο ΖΑΜΠΑΡΔΟΥΝΙΑΣ

Σχιν.

Εσείς πουλιά της Ρούμελης κι αηδόνια της Μπαρδούνιας
Τον Μάη να μη λαλήσετε μηδ' άνοιξη να φέρτε,
Γιατ' ο Μπαρδούνιας πέθανε στης Σόφιας το σεφέρι 481
Κι ήρταν τα παλικάρια του κι έφεραν τ' άρματά του·
5 Φέρει και μια πικρή γραφή σε τρεις μεριές καημένη
Κι απόξω λέγ' τ' απόγραμμα και μέσα λέγ' το γράμμα·
«Σε σε, Μπραίμη μ' αδελφέ, φιλέ μ' αγαπημένε,
Να μου 'χεις έγνοια το παιδί, τον πύργον της Μπαρδούνιας,
Τι μένα μ' έστειλ' ο πασάς στης Σόφιας το σεφέρι,
10 Στους πεθαμένους μπίμπασης 482 να 'μαι να τους φυλάγω.
Κι αν κάμ' ο Θιος κι ανοίξ' η γης να βγω στον όξω κόσμο,
Να 'ρτουν τα μπαϊράκια 483 μου, να πάω να πολεμήσω.»
CLXXXII. (182) Ο ΤΣΟΥΛΚΑΣ

Ζαμπ. G92, 122. Τ. 425.

Τρία πουλάκια κάθουνταν στον Έπαχτο 484 στη ράχη,
Το 'να τηράει τη Βόνιτσα, τ' άλλο τηράει τον κάμπο,
Το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει·
«Φύσα, μαΐστρο 485 δροσερέ, πουνέντε 486 δροσισμένε,
5 Για να δροσίσεις τα παιδιά του Τσούλκα του αντρειωμένου,
Που πολεμάει κατάκαμπα με δώδεκα χιλιάδες.
Τρεις μέρες είν' που μάχεται, τρεις νύχτες αγωνιέται
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι,
Τόσο που κάνει τα κομπιά βόλια του τουφεκιού του·
10 Τσούλκα, δε βγάνεις το σπαθί, δε ρίχνεσαι γιουρούσι; 487
Και το σπαθί του τράβηξε κι ερίχτηκε γιουρούσι.
Παίρνει τους Τούρκους στο κοντό σαν πρόβατα, σα γίδια,
Βάνει φωτιά και στα χωριά και την Τουρκιά σκορπίζει,
Κλαίγουνε μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.»

Τ. post vs. sextum haec habet :
Τρεις ημερούλες πολεμάει, ημέρες και τρεις νύχτες
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς καμιά βοήθεια.
10 Κι έλυσε τ' ασημόκομπα, βόλια του τουφεκιού του,
Και το σπαθί του τράβηξε και μπήκε μες στ' ασκέρι·
Κι ο Θιος του τον εφύλαξε απ' των Τουρκών το χέρι.
Βάνει φωτιά μες στα χωριά, τους Τούρκους τους σκοτώνει
Και στα λαγκάδια τα στενά όλους μέσα τους χώνει.
CLXXXIII. (183) Ο ΤΣΟΥΛΚΑΣ

Σχιν.

Φύσα, μαΐστρο 488 δροσερέ, μαΐστρο χαϊδεμένε,
Για να δροσίσεις τα παιδιά του Τσούλκα του καημένου,
Που πολεμά κατάκαμπα στα Γιάννινα στον κάμπο.
Τρία πουλάκια κάθουνται στου Τσούλκα το λημέρι,
5 Το 'να τηράει στα Γιάννινα, τ' άλλο μέσα στην Άρτα,
Το τρίτο το καλύτερο του Τσούλκα πάει και λέγει·
«Σήκω, Τσούλκα, να φύγoμε κι απόλυε τους τους σκλάβους·»
«Όσο 'ν' ο Τσούλκας ζωντανός, τους σκλάβους δεν αφήνει
Θα κάμω πόλεμο φρικτό, στον κόσμο να τ' ακούσουν.
10 Ντερβέναγας επλάκωσε με χίλιους πεντακόσιους.
Παιδιά χαζηρευθήκετε, πιάστε τα μετερίζια, 489
Τι θε να πολεμήσομε σαν τ' άξια παλικάρια.»
CLXXXIV. (184) Ο ΒΙΒΑΣ

U., ΡΟΥΜΕΛΗ.

Ζακόνι 490 το 'χουν τα βουνά και βρέχουν και χιονίζουν,
Το καλοκαίρι πράσινα και τον χειμώνα μαύρα.
Κανένας δεν τα χάρηκεν απ' τους καπεταναίους,
Κατσίγιαννος τα χάρηκε με τον Βίβα αντάμα·
5 Αντάμα τρων και πίνουνε, αντάμα χαιρετιούνται.
Κι ο Βίβας πίνει με γυαλί, με μαστραπά 491 σημένιο,
Κι ο δόλιος ο Κατσίγιαννος κάθεται μαραμένος,
Κι ο Βίβας τόνε ρώτησε και τον συχνορωτάει·
«Κατσίγιαννε, δε χαίρεσαι; δεν τραγουδάς; δεν πίνεις;»
10 «Το τι καλό 'χω να χαρώ, να πιω, να τραγουδήσω;
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο, που κοιμόμουν
Είχα μια γούνα κόκκινη απ' την κορφήν στα νύχια.
Το κόκκινο 'ναι γλήγορα απ' την αυγή στο γέμα. 492»
Κι ακόμα λόγος έστεκε και εσυχνοκρατείτο·
15 Κι η παγανιά 493 τους πλάκωσε απάνω στα λημέρια.
Μια μπαταριά 494 τους έδωσαν πικρή φαρμακωμένη,
Τον Βίβα παίρνει στην καρδιά, τον ψυχογιόν στο χέρι,
Τον δόλιον τον Κατσίγιαννον τον παίρνει στο κεφάλι.
Τ' ασκέρι του μαράθηκε.
CLXXXV. (185) Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ

Ζαμπ. 650, 66.

Καπετάν Νικηταρά,
Πόχεις στα νύχια σου φτερά,
Πιάνεις και γράφεις γράμματα·
«Τούρκοι για δώστε τ' άρματα.
5 Για δώστε Τούρκοι τ' άρματα
Να γλύσουν 495 τα παιδιά σας.»
«Τ' άρματα δεν τα δίνομε·
Το αίμα μας το χύνομε.»
CLXXXVI. (186) ΓΕΩΡΓΗΣ

Sand. ρ. 16. cfr. C. 33. ΜΩΡΕΑ

Τρία πουλάκια κάθουνται στο κάστρο της Πλατιάνας.
Το 'να τηράει την Κρίσταινα και τ' άλλο την Πλατιάνα,
Το τρίτο το καλύτερο του Γιώργη πάει και λέγει·
«Σήκου, Γιώργε, να φύγoμε, σήκου, Γιώργε, να πάμε·
5 Τ' ακουώ ταμπούρλα και βαρούν, τρομπέτες και λαλούνε.»
«Ας έρχονται»
«Γιώργε, πουλιέτ' η μπάλα 496 σου σαράντα κολονάτα 497,
Πουλιένται τα κουμπούρια 498 σου για πεντακόσια γρόσια.
Μπρε σαν πουλιένται, πάρτε τα ...
10 Κι αν δώσει ο Θιος κι η Παναγιά και σηκωθώ στα πόδια,
Θα κάψω την Ανδρίτσαινα, τα τρία Κανελόπλα
Και στην Πλατιάνα 'γώ περνώ, στον πύργο για να πάγω,
Οπώχω μι' αγαπητική» ...
CLXXXVII. (187) Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

Πανδ. 65. ΜΩΡΕΑ.

Τρία πουλάκια κάθουνται στον Άλονο στη ράχη,
Το 'να τηράει τα Νιζερά, τ' άλλο τη μέσα Μάνη,
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέγει·
«Ο Γιάννος τι να γίνηκε ο υιός του παπ' Αντρέα;
5 Ουδέ στη Μάνη φάνηκε, ουδέ στο 'ρημο Θιάκι,
Κι ουδέ στης Πάτρας τα χωριά, που τόχ' αρματολίκι.»
«Τάχα να μην περπάτησα κι εγώ σ' αυτόν τον τόπο;
Τα παλικάρια μου μπροστά μ' εξήντα, με τριάντα,
Και τώρα πάγω μοναχός και πάω να με κρεμάσουν·
10 Αφήνω γεια ψηλά βουνά και χαμηλοί μου κάμποι.
Αφήνω γεια τις Βλάχισσες και γεια τις Βλαχοπούλες,
Βρυσούλες με τα κρυά νερά να μην κρουσταλιαστείτε
Κι εγώ θα πάω να κρεμαστώ...
Εγώ 'μ' ο Γιάννος ξακουστός ο υιός του παπ' Αντρέα,
15 Μένα με ξέρ' ούλος Μοριάς, με ξέρ' η μέσα Μάνη,
Με ξέρουν και τα Τρίκαλα που τόχ' αρματολίκι.»
CLXXXVIII. (188) Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΑΝΝΗΣ

Πανδ. 34.

«Μ' εγέλασεν η χαραυγή τη νύχτα με φεγγάρι,
Κι εβγήκα νύχτα στο βουνό ψηλά στα κορφοβούνια
Κι ακουώ τον άνεμο κι ηχά και τα βουνά μαλώνουν·
Εσείς, βουνά των Γρεβενών και πεύκη του Μετσόβου,
5 Τ' έχετε και μαλώνετε, τ' έχετε και βριζέστε;
Μήνα τα χιόνια σας βαρούν, μήνα το κρυό νεράκι;»
«Μηδέ τα χιόνια μας βαρούν μηδ' είν' το κρυό νεράκι,
Μόν' βγήκαν κλέφτες στο μαντρί κι ο καπετάνος Γιάννης·
Και μας επήραν τα παιδιά και μας τα πήραν σκλάβους,
10 Χαλεύουνε 499 την ξαγορά πέντε χιλιάδες γρόσια,
Και θέλουνε το Μέτσοβο, θέλουνε το Ζαγόρι,
Και θέλουν και το Γρεβενό, να μένει καπετάνος.»
«Τρεις μέρες μόν' σας καρτερώ και τρία μερονύχτια
Και θέλω τον μουρασαλή 500, να γένω καπετάνος,
15 Να περπατώ στο Μέτσοβο, να πάγω στο Ζαγόρι,
Ζαγόρι που 'ναι ξακουστό στην πόλη ξακουσμένο.
Κι αλλώς να μην το κάμετε, κι αλλώς να μην το πείτε,
Βάνω φωτιά μες στα χωριά, καίω τα μοναστήρια.»
Τα βιλαέτια 501 τ' άκουσαν, πολ' αχαμνά τους ήρθε,
20 Τρέχουνε μες στα Γιάννινα, πηγαίνουν στον βεζίρη·
«Τ' είν το κακό που πάθαμε απ' τον καπτάνιο Γιάννη,
Που μας επήρε τα παιδιά και μας τα πήρε σκλάβους;»
CLXXXIX. (189) Ο ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗΣ

Ζαμπ. 639, 51.

Τίνος μανούλα θλίβεται; τίνος μανούλα κλαίει;
Του Γιώργ' η μάνα θλίβεται, του Γιώργ' η μάνα κλαίει.
Στο παραθύρι κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει·
Σ' όλο τον κόσμο ξαστεριά, σ' όλο τον κόσμο ήλιος,
5 Στα ριζοβούνια τ' Αχονού πολύς καπνός κι αντάρα·
Μήν' απ' τα χιόνια τα πολλά, μην' από τες βροχάδες;
Μήτ' απ' τα χιόνια τα πολλά, μήτ' από τες βροχάδες,
Τον Δεληγιώργη κλείσανε Τούρκοι εννιά χιλιάδες.
«Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε, τσουράκη 502 να σε κάμω.»
10 Δεν είμαι νύφη 503 Πατρινιά, να βγω να προσκυνήσω·
Χίλιες φορές το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει,
Παρά να δώσω τ' άρματα, το έρμο μου νταλιάνι. 504
CXC. (190) Ο ΡΟΥΠΑΚΙΑΣ

Ζαμπ. 661, 78.

Τι καπετάνος είσαι συ; δε ρίχνεις δύο τουφέκια,
Να μαζωχτεί τ' ασκέρι σου κι όλοι οι καπιταναίοι,
Να διούμε ποιος μας λείπεται από τα παλικάρια;
O Ρουπακιάς μας λείπεται με τον Γεροχουσάδα.
5 Σε τι βουνά να βρίσκονται, σε τι κοντοραχούλες;
Σαν πού να ψένουν πρόβατα, σαν πού να ψένουν γίδια;
Τους κλαίνε χώρες και χωριά, τους κλαίνε βιλαέτια,
Τους κλαίγ' η τσούπρα 505 του παπά, αυτ' η μαυροματούσα,
Αυτ' η φεγγαρομέτωπη και χαμηλοβλεπούσα,
10 Με τα μαλλάκια ξέπλεγα, τα χέρια σταυρωμένα.
Σαν την τρυγόνα θλίβεται, σαν το παπί μαδιέται.
CXCI. (191) Ο ΜΑΡΚΟΣ

Σχιν.

Ένα πουλί ροβόλαγε 506 από το Καρπενήσι,
Ελάλησε βραχιά, βραχιά, βραχιά και κακιωμένα.
Όσα πουλιά τ' ακούσανε, όλα τους πικραθήκαν,
Κι όσοι κάμποι τ' ακούσανε, τα δέντρα ξεραθήκαν·
5 Τ' ακούσανε δυο Έλληνες και τρεις παλιοκαστρίτες·
«Πες μας, πες μας πουλάκι μου κι ένα καλό μαντάτο·
Πες μας για τον αφέντη μας, τον πρωτοκαπετάνο.»
«Εχτές, προχτές προπέρναγα στου Σκόντρα το ντσαντήρι,
Κι άκουσα τον μουσαβερέ 507 του Μάρκου την κουβέντα.
10 Τον Μάρκον τον εσκότωσαν οι άπιστοι συντρόφοι.»
CXCII. (192) TO ΚΑΡΑΒΙ

Τ. 434. ΖΑΚΥΝΘΟΣ.

Στην πρύμνη βάνουν τον σταυρό, στην πλώρη το βαγγέλιο,
Την Παναγιά τη δέσποινα στο μεσινό κατάρτι·
«Μάινα 508 καράβι τα πανιά, μαϊνάρε τα κατάρτια.»
«Δεν μαϊνάρω 'γώ πανιά, πώς να τα ρίξω κάτου;
5 Μην είμαι κόρη λυγερή, να ρίξω τα μαλλιά μου,
Να κάμεις σκάλες ν' αναβείς, να πιάσεις τα βυζιά μου·
Είμαι καράβι ξακουστό, καράβι ξακουσμένο,
Στην Πόλη και στη Βενετιά είμαι ζωγραφισμένο.
Ας έρτουν δώδεκ' από μπρος και δώδεκ' από πίσω,
10 Και δεκοχτ' οχ τη μια μεριά και δεκοχτ' οχ την άλλη·
Τότες να δγεις τον πόλεμο , που κάνουν τα γαλιούνια. 509»
Μια μπαταριά 510 τους έδωσε, μια μπαταριά τους δίνει,
Γιομίζ' το πέλαο πανιά, η θάλασσα κουφάρια.
 

 

 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

 

1. Αγία Μαύρα | η Λευκάδα

2. ακρουμάζομαι ή κουρμάζομαι | ακούω με προσοχή

3. αλιά | αλίμονο

4. άλικο | ζωηρό κόκκινο χρώμα

5. αλούπι | αλεπού

6. αμάχη | έχθρα, μίσος, καβγάς, φιλονικία

7. αμπάζης | ηγούμενος

8. αντέτι | συνήθεια, έθιμο

9. απαντεχαίνω ή απαντυχαίνω ή παντεχαίνω ή παντυχαίνω | περιμένω

10. απαντέχω | περιμένω, προσμένω

11. αρτηρίζω | αυξάνω

12. ασκέρι | στρατός

13. άσπρα | νομίσματα, χρήματα

14. βαλής | διοικητής επαρχίας

15. Βαρδάρης | ο ποταμός Αξιός

16. βαρέμι | αποστροφή, κορεσμός (σ.σ.)

17. Βελής | γιος του Αλή πασά

18. βέργα | ναργιλές

19. Βέργια | Βέροια

20. βιλαέτι | διοικητική περιφέρεια

21. Βόϊβοντας ή βοεβόδας | διοικητής επαρχίας ή πόλης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του οποίου οι αρμοδιότητες σχετίζονταν με την είσπραξη των φόρων, τη διοίκηση και τη δημόσια ασφάλεια

22. βούλα | σφραγίδα

23. βρόχι | θηλιά, δίχτυ, παγίδα

24. Γαβρολίμνη ή Καβουρολίμνη | λίμνη της Αιτωλοακαρνανίας

25. γαζέπι | οργή, θυμός, αγανάκτηση, θύελλα, κακοκαιρία

26. γαλιόνι | είδος ιστιοφόρου

27. γέμα | γιόμα, μεσημέρι

28. γέρευε | γιατρευόταν

29. γέροντες | κοτσαμπάσηδες

30. γιαράς | πληγή, τραύμα

31. γιαταγάνι | πλατύ και καμπυλωτό σπαθί που το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι Άραβες και οι Τούρκοι

32. γιατάκι | το στρώμα, το κρεβάτι και γενικά το μέρος όπου κοιμάται κάποιος

33. γιόμα | μεσημέρι

34. γιοματίζω | τρώω μεσημεριανό

35. γιουρούσι | η ορμητική επίθεση ανάμεσα στα εχθρικά στρατεύματα

36. γιουρουστάω | κάνω γιουρούσι, ορμάω

37. γλύζω | γλιτώνω, ελευθερώνω

38. γρίβας | το ψαρί άλογο

39. γρόσι | νόμισμα

40. γύρμα | προφανώς εννοεί γέρμα, δύση

41. δαμασκί ή διμισκί | μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

42. διαλαλητής | κήρυκας, ντελάλης

43. δράζω ή δράττω ή δράχνω | πιάνω, αρπάζω

44. Έγριπος | η Χαλκίδα

45. Έλυμπος | Όλυμπος

46. Έπαχτος | η Ναύπακτος

47. Ευρύπολη | Νευρόπολη του ν. Φθιώτιδας

48. ζακόνι | συνήθεια, έθιμο

49. ζάρφι | μεταλλική (ή γυάλινη ή πορσελάνινη) θήκη για το φλιτζάνι του καφέ

50. ζάφτι, κάνω κάποιον ζάφτι | τον υποτάσσω στη θέλησή μου ή στη δύναμή μου

51. ζιαφέτι | το συμπόσιο, ευωχία, φαγοπότι, γλέντι

52. θαμάζω | θαυμάζω, εκπλήσσομαι

53. θιαμαίνομαι | παραξενεύομαι, απορώ

54. καβούλι | τόπος συνάντησης

55. καδής | Τούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο

56. καζαντίζω | κερδίζω πολλά χρήματα και σχηματίζω μεγάλη περιουσία

57. καζάς | επαρχία

58. καϊρέτι ή γαϊρέτι | ζήλος, προσπάθεια, φιλοτιμία, απόφαση, θάρρος, ενίσχυση, υπομονή

59. καλιοντζής | ναύτης τυφεκιοφόρος πολεμικού πλοίου

60. καπουτσίμπασης | υπασπιστής του σουλτάνου

61. καραμπογιά | μαύρου χρώματος

62. καραούλι | σκοπιά, φρουρά

63. Καρατάσι | τ' Άγραφα (;) (σ.σ.)

64. καρυοφύλλι ή καρυόφυλλο γαρίφαλο, μοσχοκάρφι

65. κατ(δ)ής | Τούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο

66. καταβόθρα | υπόγειος φυσικός αγωγός, όπου διοχετεύονται τα νερά των λιμνών ή των ποταμών και από όπου οδηγούνται στη θάλασσα ή αναβλύζουν σε άλλο σημείο της επιφάνειας της γης

67. κατιλίκι | το αξίωμα και η περιοχή δικαιοδοσίας ενός καδή

68. κεροδοσιά | το σύνολο των κεριών που προσφέρει η οικογένεια του εκλιπόντος κατά την τέλεση της κηδείας

69. κιαμέτι ή κιγιμέτι | πανδαιμόνιο, χαλασμός κόσμου, συντέλεια του κόσμου, ημέρα κρίσεως

70. κιβούρι | τάφος

71. κλάπα | κομμάτι ξύλου ή έλασμα το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως σε συνδέσεις, εδώ για τα πόδια, ποδοπέδες

72. κο(υ)νιάροι | τουρκική φυλή εγκαταστημένη στη Θεσσαλία και τη νότιο Μακεδονία

73. κόλι | περίπολος, φρουρά

74. κολονάτα | ιταλικό νόμισμα

75. κονάκι | το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου

76. κοναριά | κονιάροι, τουρκική φυλή εγκαταστημένη στη Θεσσαλία και τη νότιο Μακεδονία

77. κονεύω | εγκαθίσταμαι κάπου για διανυκτέρευση ή απλώς για ξεκούραση, φιλοξενώ

78. κονιάρικος ή κονιάρος | τουρκική φυλή στη Θεσσαλία κοντά στον Κίσσαβο (σ.σ.)

79. κονιάροι | τουρκική φυλή εγκαταστημένη στη Θεσσαλία και τη νότιο Μακεδονία

80. κονιορτός | σκόνη

81. κοντάρι | το κοντάρι ως όπλο παραπέμπει σε ακριτικό τραγούδι

82. κοπή | κοπάδι

83. κορβέτα | τρικάταρτο ιστιοφόρο πλοίο, πολεμικό ή εμπορικό, ενδιάμεσης κατηγορίας ανάμεσα στη φρεγάτα και στο μπρίκι

84. κοσί | γρήγορα, γρήγορο τρέξιμο

85. κουμαντάρω (-ίζω) | φροντίζω, διευθύνω, κυβερνώ, εξουσιάζω

86. κουμπούρια | όπλα

87. κουρμάζομαι ή ακουρμάζομαι | ακούω

88. κουρνιαχτός | κονιορτός, σκόνη

89. κουρσιούμι | μολυβένια μπίλια

90. κρένω = μιλώ, λέω, απαντώ

91. λαζαρίνα | είδος τουφεκιού

92. λακρεντίζω ή λακερντίζω | συζητώ

93. λεγένι | πλατιά λεκάνη για το πλύσιμο των χεριών

94. λέσι | το πτώμα ζώου, το ψοφίμι

95. λογάρι | χρήμα, πλούτος, θησαυρός

96. λουφές | μισθός, δώρο

97. λυγρές | λυγερές

98. Μαγιόρ | καπετάνιος

99. μάινα | πρόσταγμα για να χαλαρωθούν τα σκοινιά, να υποσταλούν τα πανιά

100. μαΐστρος | ο βορειοδυτικός άνεμος

101. Μαλεβός | κορυφή του όρους Πάρνωνα

102. μάργιολης ή μαργιόλη ή μαριόλης | κατεργάρης, πανούργος

103. μασκαράς | ηλίθιος, ανότηος, μωρός (σ.σ.)

104. μαστραπάς | κύπελλο

105. μαύρος | το άλογο

106. μεϊτάνι | αγρότης (σ.σ.) (;)· πλατεία, δημόσιος χώρος, δημοσιότητα (;)

107. μεντάτι ή ιμντάτι ή ιμινάτι | βοήθεια, συμπαράσταση, αρωγή

108. μεντέτ Αλλάχ| βόηθα Αλλάχ

109. μετερίζι | προφυλαγμένη θέση μάχης

110. μιλιόνια καριοφίλια | είδη όπλων

111. μοναστήρι | Πρόκειται για το μοναστήρι της Αγίας Μαλεβής

112. Μοσκόβους | Ρώσους

113. μουρασαλές | γραπτή απόφαση αναγνωρισμού ως καπετάνιο (αρματολό) επαρχίας

114. μουρτάτης | αρνησίθρησκος, αποστάτης, αλλαξόπιστος

115. μουσαβερές ή μουζακερές | σύσκεψη, συζήτηση

116. μουσελίμης | ο διοικητής μιας επαρχίας ή μικρής περιφέρειας που ασκούσε κυρίως καθήκοντα τοπάρχη

117. Μουχουρντάρης | σφραγιδοφύλακας

118. μπαϊρακ(χ)τάρης | σημαιοφόρος

119. μπαϊράκι | πολεμική σημαία

120. μπακσίσι ή μπαχσίσι | φιλοδώρημα

121. μπάλα | πάλα, πλατύ και κυρτό σπαθί

122. Μπαρδούνια | τα Μπαρδουνοχώρια στη Μάνη, στον σημερινό δήμο Σμήνους

123. μπαταριά | ομοβροντία

124. μπέλκι | ίσως

125. μπεργιαντές ή μπεργαντίνι | μικρό πλοίο συνοδείας, χαμηλό και χωρίς κουβέρτα και γέφυρα, το οποίο κινείται με πανιά και κουπιά

126. μπέσα | απιστία

127. μπιζερίζω ή μπεζερίζω ή μπεζερντίζω | αποκάμνω, βαριέμαι, στενοχωριέμαι, αηδιάζω

128. μπίμπασης | στρατιωτικός διοικητής ή αξιωματούχος

129. μπογάζι | στενό, πέρασμα, φαράγγι (για τη στεριά), πορθμός, θαλάσσια λωρίδα (για τη θάλασσα)

130. μπουγουρδί ή μπουγιουρντί | έγγραφη διαταγή από ανώτερο αξιωματούχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μήνυμα

131. μπουλούκμπασης | αρχηγός του μπουλουκιού, της ομάδας ενόπλων

132. μπράτιμος | λ. βουλγαρική στενός φίλος, οι στενοί φίλοι του γαμπρού που παρευρίσκονται στην εκκλησία

133. μπρατσιάζομαι | έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο, πιάνομαι στα χέρια

134. να γένουμε χαζίρι | να ετοιμαστούμε

135. Ναρκοτίνα | περιοχή της Αιτωλίας κοντά στα Κράβαρα και στο Λιδωρίκι (σ.σ.)

136. ντ(δ)αμασκί | μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

137. νταλιάνι | εμπροσθογεμές όπλο μικρού βεληνεκούς με κοντή κάννη

138. ντέβρι | περιοδεία

139. ντελής |τρελός, ανόητος

140. ντερβέναγας ή δερβέναγας | ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια

141. ντερβένι ή δερβένι | στενή ορεινή διάβαση

142. ντιβάν εφέντης | ο επικεφαλής του διβανιού, ο γραμματέας του πασά

143. ντιβάνι | η αίθουσα συνεδριάσεων της σουλτανικής κυβέρνησης, η Υψηλή Πύλη

144. ντουβλετής | κυβερνήτης

145. ντουνιάς | ο κόσμος

146. ντυβιτάρης ή τιβιτάρης ή ντιβικτάρης | αξίωμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας

147. νύφη να προσκυνήσω | σε πολλά μέρη της Ελλάδος συνηθίζεται κατά τους γάμους η νύμφη να προσκυνάει αυτούς που τη συγχαίρονται και της εύχονται

148. ξόδι | η κηδεία, η εξόδιος ακολουθία

149. ξυποδησιά | χωρίς παπούτσια, ξυπόλητη

150. οντάς | δωμάτιο

151. οντσάκι | στρατώνας γενιτσάρων

152. ορδί ή ορντί | στρατόπεδο, στρατός

153. παγανιά | η ομάδα των ατόμων που μετέχουν σε κυνήγι, σε παγίδευση ζώου ή ανθρώπου

154. παλάσκα | θήκη για φυσίγγια

155. παμπάσα ή παμπέσα ή μπαμπέσης | πανούργος, αναξιόπιστος

156. παρακλήτσιδες | στρατιώτες που καλούνται και επιστρατεύονται από κάθε πλευρά

157. πεζούρα και καβάλα | πεζικό και ιππικό

158. περβατώ | περπατώ

159. πεσκέσι ή πισκέσι | δώρο, φιλοδώρημα

160. πετρίτης | γεράκι

161. πηλάλι(α) | γρήγορο τρέξιμο, τρεχάλα

162. πίστομα ή απίστομα | μπρούμυτα

163. πλιάζικο ή πλιάτσικο | λάφυρα, λεία

164. πολλάϊτη | πολλά έτη

165. πόσι | κεντητό κάλυμμα του κεφαλιού, κεντητός σκούφος

166. πουνέντες | ο δυτικός άνεμος, ο ζέφυρος

167. πούπετα | πουθενά

168. προβοδίζω ή προβοδώ ή προβοδώνω | συνοδεύω για λίγο και ως ένα σημείο κάποιον που φεύγει

169. ρεέμι | όμηρος

170. ριζιμιό | που είναι βαθιά ριζωμένο στη γη

171. ριζωμνιό | που είναι βαθιά ριζωμένο στη γη

172. ριτσάλι ή ρετζάλι | μεσάζων, βασιλικός ακόλουθος

173. ροβολώ | κατεβαίνω τρέχοντας την πλαγιά ενός υψώματος· κατρακυλώ, κατηφορίζω

174. ρουμπιές | τουρκικό νόμισμα ισοδύναμο με 10 γρόσια

175. ρούσα | κοκκινομάλλα

176. σαΐνι | το γεράκι

177. σάμπρι ή σάπρι | υπομονή, κουράγιο

178. σαράγι ή σαράι | Το παλάτι ή το μέγαρο όπου διέμενε ο σουλτάνος, οποιοδήποτε κτίριο διαθέτει πολύ μεγάλους και πολυτελείς χώρους και θυμίζει σαράι

179. σαρμανίτσα | κούνια για μωρά

180. σαστικός, -α | αρραβωνιαστικός, -ά

181. σελαμέτι | σωτηρία

182. σελτές | μαλακό στρώμα, μαξιλάρι

183. σεράγι ή σαράγι ή σαράι | Το παλάτι ή το μέγαρο όπου διέμενε ο σουλτάνος, οποιοδήποτε κτίριο διαθέτει πολύ μεγάλους και πολυτελείς χώρους και θυμίζει σαράι

184. Σερβιά | Σέρβια του ν. Κοζάνης

185. σερμπέτι | γλυκό πιοτό

186. σερντάρης ή σερδάρης | αρχηγός, διοικητής, ο πρώτος

187. σεφέρι | η εκστρατεία, ο πόλεμος

188. σκιαέτι ή σκιαγέτι ή σκιέτι ή σουκαέτι | παράπονο, καταγγελία

189. σκουτέρης | αρχιβοσκός, αρχιτσέλιγκας

190. στρίζω | βγάζω οξύ ήχο (στριγκιός)

191. σύντα ή σίντα | πότε

192. ταή ή ταγή | η τροφή των ζώων

193. ταηφάς ή ταϊφάς | ομάδα πολεμιστών

194. ταμπουράς | λαϊκό μουσικό όργανο

195. ταμπούρι | φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα

196. τζαμπάς ή τσαμάς | τα μακριά μαλλιά, η κοτσίδα

197. τηράζω | βλέπω

198. τόπι | α. σφαιρικό βλήμα κανονιού. β. κανόνι

199. τορβάς | σακίδιο

200. τουμάνι | στη γυναικεία φορεσιά των Ιωαννίνων το τουμάνι ήταν η εξωτερική βράκα και ήταν ραμμένη με βαριά μεταξωτά υφάσματα, παντελόνι ναυτικών

201. τουμρούκι ή τρουμπούκι | κορμός, κούτσουρο, όργανο βασανισμού

202. τσ(ζ)οβαϊρικό | πολύτιμος λίθος, κόσμημα, εδώ: τον χρυσό μου

203. τσαούσης | υπαξιωματικός, λοχίας

204. Τσαπουρνιά | Χωριό της Εύβοιας (σ.σ.)

205. τσαπράζια ή τζαπράζια | τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος

206. τσέγκι | μάχη

207. τσελάτης | δήμιος

208. τσελεμπής | ευγενής, κύριος, λεβέντης

209. τσελίκι | χάλυβας

210. τσηλίκι ή τσελίκι ή τζελίκι | χάλυβας

211. τσιράκι | αυτός που έχει προσκολληθεί σε κάποιον ανώτερό του, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του με αντάλλαγμα κάποιο προσωπικό όφελος, μαθητευόμενος τεχνίτης

212. τσούπρα | η κόρη

213. τσουράκη | έμπιστος, οπαδός, ευνοούμενος

214. τσοχαδαραίος ή τσοχανταραίος | επίλεκτος σωματοφύλακας ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα

215. τσοχανταραίος | επίλεκτος σωματοφύλακας ντυμένος με επίσημα τσόχινα υφάσματα

216. φερμάνι ή φιρμάνι | σουλτανικό διάταγμα, εντολή

217. φέρμελη | ανδρικό γιλέκο κεντημένο με μετάξι ή στολισμένο με χρυσό, που φοριόταν με τη φουστανέλα

218. Φήβα | Θήβα

219. φλάμπουρο | λάβαρο, είδος πολεμικής σημαίας

220. φλωρί ή φλουρί | χρυσό νόμισμα

221. φουσκούνια | τα πετσιά τα οποία κρατούν την ουρά του αλόγου (σ.σ.)

222. χαϊμαλί | φυλαχτό που το κρεμούν από τον λαιμό

223. χαϊντούτης | αγροίκος, ληστής

224. χάκι | δίκη (σ.σ.)

225. χαλεύω | επιζητώ επίμονα

226. χαμπα(ε)ρίζω | καταλαβαίνω, δίνω σημασία, υπολογίζω

227. χαμπάρι ή χαμπέρι | είδηση, νέο, πληροφορία

228. χαντζ(τσ)άρι | μακρύ και πλατύ μαχαίρι, με ελαφρά κυρτωμένη ράχη

229. χαντσής ή χατζής | τιμητικός τίτλος που παίρνει ένας ορθόδοξος χριστιανός, όταν επισκεφτεί ως προσκυνητής τους Άγιους Tόπους

230. χαραμής | κλέφτης, ληστής

231. χαράτσωμα | επιβολή φόρου

232. χαρατσώνω | επιβάλλω χαράτσι, φόρο

233. χάσι | τιμάριο με έσοδα πάνω από εκατό χιλιάδες άσπρα το χρόνο

234. χασνατάρης | θησαυροφύλακας

235. χάψη ή χαπίσι | η φυλακή

236. χλίβομαι | θλίβομαι

237. χολώνω | θυμώνω, εξοργίζομαι

238. χουγιάζω ή χουχουτίζω | φωνάζω δυνατά

 

αρχή