ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Γεωργίου Χασιώτη


 
Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Δε συμπεριλήφτηκαν το 22ο, το 50ο και το 64ο.
Το βιβλίο.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.

1. Ο ΚΛΕΦΤΗΣ 
Ποιος θέλ' ν’ ακούσει κλιάματα, δάκρυα και μοιρολόγια!
διαβάτ' από τη Ράψιανη, που μέσ' από τη χώρα,
ν’ ακούσετε μια παπαδιά, τη μάνα του Βασίλη,
πώς κλαίει, πώς μοιριολογάει, πώς χύνει μαύρα δάκρυα·
«Κάτσε, γιε μου Βασίλη μου, να γένεις νοικοκύρης·»
«εγώ, μάνα μ’ δεν κάθουμαι, χαράτσι 1 δεν πληρώνω,
να γένω σκλάβος στην Τουρκιά, κοπέλι 2 στους γερόντους· 3
εγώ θέλω τομ πόλεμο, θέλω και το ντουφέκι.
τον λόγο δεν απόσωσε και συντυχιά δεν παίρνει,
ένα χαρτί τον έρχεται από τον Μπουκουβάλλα·
«Να ‘ρθεις, να ‘ρθεις, Βασίλη μου, ιμτάτι 4 να μου κάνεις.»
Πέντε παιδιά ξεχώρισαν και ο Βασίλης έξι,
και βάνουν κι αρματώνουνται με τα χρυσά γιλέκια,
και ζώνουν τα λαμπρά σπαθιά και παίρνουν τα ντουφέκια,
στον Έλυμπο 5 ξημέρωσαν, στον Έλυμπο στη ράχη,
και βρίσκουν το κρυό νερό και τον παχύ τον ίσκιο,
κάτσαν και μπαρμπερίζουνταν, χτένιζαν τα μαλλιά τους,
και στο γυαλί 6 γυαλίζουνται και στρίφτουν το μουστάκι·
κι ένας τον άλλον έλεγαν, και ένας τον άλλον λέγουν,
«κεφάλι’ όμορφα πόχουμε με τους μακρούς τσιαμπάδες, 7
και πρέπουν για τα Τρίκαλα, και πρέπουν για τη Λάρσα.»
«στοχιά 8 τον λόγο, μπράτιμε 9, στοχιά στον λόγο που είπες.»
Και τη Δευτέρα την αυγή μην είχε ξημερώσει·
επιάστηκαν στομ πόλεμο, επιάστηκαν στο τσέγκι, 10
πέφτουν ντουφέκια σα βροχή, κουρσιούμια 11 σα χαλάζι·
τρία ντουφέκια ρίχνουνται και τον Βασίλη κρούουν,
το ‘να τομ παίρνει στο πλευρό, και τ’ άλλο στο κεφάλι,
το τρίτο το φαρμακερό, ανάμεσα στα στήθια.
2. Ο ΚΛΕΦΤΗΣ 

Θέλετε δέντρ' ανθίσετε, θέλετε ξεραθείτε,
στον ίσκιο σας δεν κάθουμαι κι ουδέ λημέρι κάνω,
μουν' καϊτερώ την άνοιξη, τον Μάη, το καλοκαίρι,
ν’ ανθίσει ο γράβος 12 κι η οξιά να σκιώνουν τα λημέρια,
να βγουν οι Βλάχοι στα βουνά, να βγουν κι οι βλαχοπούλες
να βγουν και τα κλεφτόπουλα να πιάσουν κάνα σκλάβο,
Πιάνουν και δέν' έναν παπά, ένα γέρο ‘κονόμο,
κι η παπαδιά πηγαίν' κοντά και τους παρακαλάει·
3. Η ΣΥΝΤΑΞΙΣ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ 

Ο Μάρτι(ο)ς εκοσάρισε 13 κι Απρίλι(ο)ς δεν εφάνη,
και τα κλαριά εφούντουσαν κι η άνοιξις δεν ήρθε,
κι οι κλέφτες κάνουν σύνταξη στης Καζανιάς τον πύργο,
στη ράχη, στο κατάραχο μοιράζουνται τα κόλια· 14
ο Τσιάπος αχ 15 το Μέτσοβο κι ο Ζάκας αχ την Τίστα,
κι ο Γιώργος αχ τα Γρεβενά κι ο Νάσιος αχ τα Χάσια·
ο Ζιάκας πάνει στ’ Άγραφα, κι ο γιος του πάν' στον Βάλτο,
τα μαύρα τα Τσιαπόπουλα πήραν την Κατερίνη·
κι εκεί που τρώγαν κι έπιναν, κι εκεί π' χαροκοπούσαν 16
ο Σωτηράκης έλε(γ)εν, ο πρώτος καπετάνος·
«παιδιά σε τούτη τη χαρά, θελά μας έρθει λύπη,
θέλα μας πάρουν το ψωμί, θέλα μας κυνηγήσουν,
πιάστε νταπούρια 17 δυνατά, κι ένα καλό ντουφέκι
να κάνουμ' έναν πόλεμο ...
4. ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ 

Το μάθεταν τι γίνηκε τούτο το καλοκαίρι;
εχάλασαν εννιά χωριά, εννιά κεφαλοχώρια,
εχάλασαν κι έναν παπά από τον ά(γ)ιο Πέτρο
ένα παιδί του σκότωσαν, τ άλλο το πήραν σκλάβο,
εγώ τα γίδια τόσφαξα, εγώ τα πρόβατά του,
την πρώτη νύφ’ εφίλησα, την πρώτη θυγατέρα,
τα πεντακόσια δυο φλωριά, οπούχε στην κασέλα,
εγώ λουφέδες 18 τα 'δωκα, λουφέ στα παλικάρια,
τι τόκανα του κερατά, και κλαίεται αχ τ' εμένα!
5. ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΚΛΕΦΤΟΥ 

Σαράντα παλικάρια κι ένας γέροντας
καθόντανε στη μέση και τα διάταζε·
«καλά μου παλικάρια, άξια στ’ άρματα·
αυτού που περβατάτε 19 όλο φρόνιμα·
γέρο σκλάβο μην πάρτε, μήτ' ανύπαντρο,
πάρτε τους παντρεμένους, και τους νιόγαμπρους·
περάστε κι απ’ τη στάνη κι απ’ τα πρόβατα,
και πάρτε μου τον γιο μου, τον μικρότερο,
πόχει λαγού ποδάρι, δράκου δύναμη,
ξέρει τα μονοπάτια που περνούσαμε,
ξέρει και τα λημέρια που λημεριάζαμε
και τις κρύες βρυσούλες που παίρναμε νερό.
6. ΚΟΡΗ ΚΛΕΦΤΗΣ 

Ποιος είδεν ήλιο που βραδύ κι άστρο το μεσημέρι,
ποιος είδε κόρ' ανύπαντρη να πά(γ)ει με τους κλέφτες!
δώδεκα χρόνους έκανε αρματολός και κλέφτης,
κανένας δεν την λόγιαζε από τα παλικάρια,
και μια λαμπρή, μια πασχαλιά, μια 'πίσημη ημέρα,
βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίξουν το λιθάρι,
κι η κόρ από το ζόρι της κι από τη λεβεντιά της,
της ξεθ(ε)λικώθη το κομπί και φάν(η)κε το βουζί της,
άλλος το λέγει μάλαμα, κι άλλος το λέγ’ ασήμι,
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο στάθηκε και τους λέ(γ)ει·
«δεν είναι ‘κείνο μάλαμα, δεν είν' εκείν' ασήμι,
μουν’ είν' της κόρης το βουζί, της κόρης το μαστάρι.
— τσώπα 20, τσώπα, κλεφτόπουλο, έξυπνο παλικάρι,
κι εγώ θέλω να παντρευτώ, να πάρω σένα άντρα.
7. Ο ΟΡΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΛΕΦΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ 

Σαράντα κλέφτες ήμασταν, σαράντα δυο νομάτοι,
όλ' έναν όρκο κάναμαν μες στ' άγιο το Βαγγέλιο·
«αν αρρωστήσ' ο σύντροφος να τον φυλά(του)ν’ οι άλλοι·»
ήρθε καιρός κι αρρώστησεν ο δόλιος μας ο πρώτος·
σαράντα μέρες κάναμαν, σαράντα μερονύχτια,
σε δυο, σε τρεις κουβέντιαζαν, σε πέντε κουβεντιάζουν,
«παιδιά να τον αφήκουμε τον δόλιο μας τομ πρώτο.»
Κι αυτός δόλιος τους άκουσε, τους κράζει και τους λέ(γ)ει.
«παιδιά μ’ να μη μ’ αφήκετε στον έρημο τον τόπο,
βγαίνουν τ’ αρκούδια και με σκι(ζ)ούν, οι λύκοι και με τρώγουν,
μούν’ πάρτε με και σύρτε με ψηλά σ’ εκείν’ τη ράχη,
που ‘ναι να πεύκια τα ψηλά κι οι μαρμαρένιες βρύσες·
σκάψ(ε)τε πλατιά, σκάψ(ε)τε βαθιά ίσια για δυο νομάτους
και στη δεξιά μου τη μεριά αφήστε παραθύρι,
να στέκ’ ορθός να πολεμώ, και δίπλα να γιομίζω,
να ‘ρχουνται τα κλεφτόπουλα να με καλημεράνε
να μπαίν’, να βγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τα αηδόνια,
να λέ(γ)ω πως ήρθ’ η άνοιξη, ήρθε το καλοκαίρι».
8. Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ 

Καλότυχα μωρέ βουνά, και σεις κρύες βρυσούλες,
όπου κλέφτες δεν έχετε, και κλέφτες δε φορείτε·
τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απόειπε,
πρώτος κλέφτης τον άρπαξεν, ο πρώτος αδερφός του,
μαύρο μαχαίριν έβγαλε και στην καρδιά το βάνει,
κι αφόντας τον ελάβωσε κάθεται και ρωτάει·
«καλέ μ’ πούθ' είν' τα τόπια σου 21, πούθε τα πατρικά σου;»
— η μάνα μου Σεργιώτισα 22, κι αφέντης μου Πολίτης 23,
είχα και Γιάννην αδερφό, 'σηκώθη πρώτος κλέφτης·
και τότες τον εγνώρισε όπου ήταν αδερφός του,
στην αγκαλιά τον άρπαξε και στον γιατρό πηγαίνει·
«γιατρέ, πολλούς εγιάτρεψες, σφαγμένοι, λαβωμένοι
ακόμ' αυτόν τον νιούτσικο θέλω να τον γιατρέψεις.»
— εγώ πολλούς εγιάτρεψα, σφαγμένοι, λαβωμένοι,
αμά 24 τούτος ο νιούτσικος δεν έχει γιατρεμόνε·
έχ' αδερφίτσα χαντζαριά, 25 μέσα στα φυλλοκάρδια.
9. Ο ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ 

Ενύσταξα, μπρ' αξάδερφε, και θέλω να πλαγιάσω
και συ κάτσε κι αγνάντευε από ψηλή ραχούλα·
έχω κιαβούλι 26 σήμερα, έχω κιαβούλι βράδυ·
όσου να ‘ρθει ο αρχηγός, ο καπετάν Γιωργάκης,
να μας μοιράσει τον λουφέ 27 πόχουμε δουλεμένο,
και πάρτε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
όσου να ξεχειμάσουμε, να καλανταμωθούμε,
στον αγ’-Ηλιά, στον πλάτανο, και στις κρύες βρυσούλες
να πιάσουμε ντερβέν’ 28 καλό …

10. Η ΓΙΩΡΓΑΚΑΙΝΑ 

Σήμερα μέρα του Γιωργού γίνεται πανηγύρι,
λάβωσαν τη Γιωργάκαινα μες στο δεξί το χέρι·
στέκ' ο Γιωργάκης την ρωτάει, στέκει και την ‘ξετάζει.
«πες μου, μωρή Γιωργάκαινα, πες μου, μωρή καημένη,
πώς αγροικάς τους πόνους σου και τις λαβωματιές σου;
— Γιωργάκη, μη παιδεύεσαι, μη χάνεις τα φλωριά σου.
11. Ο ΝΑΝΝΟΣ 

Βγήκεν ο Νάννος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
και παλικάρια μάζωνε όλ' Αρβανιτοπαίδια·
τα μάζωνε, τα σύναζε, τα ‘κανε τρεις χιλιάδες,
κι όλη μέρα τους έλε(γ)ε κι όλη μέρα τους λέ(γ)ει·
δε θέλω κλέφτες για τραγιά, και κλέφτες για κριάρια,
μούν' θέλω κλέφτες για σπαθί και κλέφτες για ντουφέκι,
τριών μερών περβάτημα 29 τρεις ώρες να το παίρνουν,
να πάμε να πατήσουμε του Νικολού τα σπίτια,
πόχει τα γρόσια 30 τα πολλά, και τα καλά τα σπίτια.
— καλώς τον Νάννο πόρχεται, καλώς τα παλικάρια
το τι γυρεύουν τα παιδιά, το τι τα παλικάρια;
— γρόσια γυρεύουν τα παιδιά, φλωριά 31 τα παλικάρια,
κι ο Νάννος θέλει την κυρά να κοιμηθεί αντάμα.
12. Ο ΦΛΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ 

Ξύπνα, καημέν' Αναστασιά, ξύπνα, καημένη χήρα,
ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά, ν’ ανάψεις το λυχνάρι
στρώσε τα στρώματα πλατιά όσου για δυο νομάτοι,
να πλύνω τους γεράδες 32 μου και τις λαβωματιές μου.
— καλά ήσουν, Φλώρε μ', στα βουνά, στους κάμπους τι γυρεύεις;
— Αντρίκος με παράγγελε και μόστειλε και γράμμα·
«να ‘ρθεις, Φλώρε μ’, στομ πόλεμο, να ‘ρθεις να με βοηθήσεις,
να σου χαρίσω δυο χωριά στης Λεβαδιάς τον κάμπο.»
Κι ο Φλώρος ο περήφανος, άξιος κι αντρειωμένος,
σαν έκανε κι αχύμησε στη μες στους Λειβαδιώτες,
τρία ντουφέκια τόριξαν όλα με το φαρμάκι·
το ‘να τομ πήρε ξώδερμα και τ’ άλλο στο ποδάρι,
το τρίτο το φαρμακερό, τομ πήρε στην καρδιά του,
κι εκίνησε το αίμα του σα σιγαλό ποτάμι·
κι η γλώσσα τ' αηδονολαλεί, αηδονολαλεί και λέ(γ)ει·
«ντουφέκι μου περήφανο, με τα πολλά παφίλια, 33
τάχα το ποιος θα σε χαρεί από τους Λειβαδιώτες.»
13. TOΥ ΧΡΗΣΤΟΥ Η ΓΥΝΗ 

Μα το κακό οπού είδα 'γώ στου Χρήστου τη γυναίκα·
Τούρκοι την παν αχ τα μαλλιά, γενίτσαρ’ αχ τα χέρια·
κι ο Χρήστος την αγνάντευε από ψηλή ραχούλα,
«που πας ψηλή, που πας λιγνή, που πας καμαρωμένη;
—στη Λάρ(ισ)σα πάνω, Χρήστο μου, Τούρκα για να με κάνουν·
κι εγώ Τούρκα δε γίνουμαι, τζαμί δεν προσκυνάω,
τ’ έχω τομ πεθερό παπά, τα συγγενίδια διάκους·
κάλλια να ιδώ το αίμα μου στη γης για να κινήσει,
πέρι να ιδούν τα μάτια μου τούρκος να τα φιλήσει.
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απόειπε,
χίλια κομμάτια τ(η)ν’ έκαναν και χίλια κομματσούλια.
14. Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ 

Τίνος μανούλα φλίβεται, τίνος μανούλα κλαίει;
Τ' Ανδρούτσου η μάνα, φλίβεται, τ’ Ανδρούτσου η μάνα κλαίει·
πόχει δυο γιους αρματολούς, δυο γιους καπετανέους·
με τα βουνά εμάλωνε και με τα χιλιδόνια·
«βουνά, να μη χιονίσετε, κούκοι, να βουβαθείτε,
και σεις κορίτσια του Δαδιού στα μαύρα να ντυθείτε·
να πείτε της Ανδρούτσαινας, της μικροπαντρεμένης,
να μην αλλάξει τη Λαμπρή, στην εκκλησιά μημ πάγει,
να μη τα πλέξει τα μαλλιά τ(η)ς, στις πλάτες μη τα ρίξει,
τι τον Αντρούτσο κλείσανε στο μέγα μαναστήρι·
Αρβανιτιά μαζεύεται σαν φύλλα, σαν χορτάρια,
φέρνουν τόπια 34 αχ τον Έγριπο 35, κανόνια αχ την Αθήνα,
να ρίξουν, να χτυπήσουνε το μέγα μαναστήρι·
κι Αντρούτσος μέσα έπινε, στον νου του δεν το βάνει,
«για φάτε, πιέτε, μπρε παιδιά, χαρείτε να χαρούμε,
και πάρτε ζώστε το σπαθί, στομ πόλεμο να βγούμε,
Αρβανιτιά μας πλάκωσε και θέλ' να μας βαρέσει»
Στη μέση εγιουρούστισε 36 με το σπαθί στο χέρι,
‘ξήντ’ Αρβανίτες έκοψε, δέκα μπουλουκπασιάδες, 37
και πάλι πίσω γύρισε στο μέγα μαναστήρι.
15. Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΘΑΝΑΣΗΣ 

Ποιος είδε ήλιο που βραδιού, κι άστρι το μεσημέρι,
ποιος είδε τον Καράμπιλο, τον Καπετάν Θανάση;
— εμείς εψές τον είδαμε μες στο καινούριο χάνι, 38
πέντε χαντσήδες τον κερνούν, και τρεις τον κουβεντιάζουν,
«πού ήσουν εψές, Καράμπιλε, που ήσουν εψές Θανάση;
— εψές ήμουν στη μάνα μου, εψές στην αδερφή μου,
κι απόψε μου ‘ρθε μια γραφή με πέντε βούλες μέσα,
πως έκαψαν τημ Παλιορή, το μέγα μαναστήρι,
επήραν γρόσια 39 και φλωριά 40, πήραν καραγροσάκια,
πήραν και τη Γιωργάκαινα με δώδεκα νυφάδες.»
Όλες η νύφες περβατούν 41, όλες οι νύφαις κρένουν,
κι η νύφη η μικρότερη δεν περβατεί δεν κρένει.
— γιατί, νύφη μ' δεν περβατείς, δεν τραγουδείς, δεν κρένεις;
— το τι καλό 'χω να χαρώ, να τραγουδώ, να πίνω·
ούτε τα ρούχα μου βαρούν, ούτε τα σιχαντρίκια, 42
μούν’ μου βαρεί το αίμα μου, το αίμα της αγάπης.
16. ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΙ ΒΕΛΗ-ΓΚΕΚΑΣ 

Αυτού που πας, μαύρο πουλί, και μαύρο χιλιδόνι,
χαιρέτα μας τ(ου)ς αρματολούς κι αυτόν τον Κατσιαντώνη·
δεν είν' ο περσινός καιρός να κάνει όπως θέλει·
βγήκεν ένας ντριβέναγας, 43 αυτός ο Βελή-Γκέκας,
ζητεί κεφάλια κλέφτικα να ‘ναι και ξακουσμένα.
— όπου να τα ‘βρ' ο κερατάς, ας τα ‘βρει κι ας τα πάρει.
Κι ο Βελή-Γκέκας έπινε μες στου παπά το σπίτι,
παπαδοπούλα τον κερνά, και τον κερνά και πίνει,
κερνά με κούπες, με γυαλιά, με μαστραπά 44 φλωρένιο.
Κι απάν' στο φάγ και απάν’ στο πιει, κι απάνου στο ζιαφέτι, 45
εκεί χαμπέρ' 46 του πήγανε γι’ αυτόν τον Κατσιαντώνη.
κι ευτύς ορθός σηκώνεται και το ποτήρ’ αφήνει,
παίρνει και ζώνει το σπαθί και παίρνει το ντουφέκι,
και πιάνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.
Κι ο Κατσιαντώνης το ‘μαθε, κάποιο πουλί του το είπε,
τα παλικάρι’ φώναξε, τα παλικάρια κράζει:
«Πιάστε τον τόπο δυνατά και βάλτε μετερίζια, 47
ο Βελή-Γκέκας έρχεται και θέλ' να μας βαρέσει.»
κι ο Κατσιαντώνης φώναζεν από ψηλή ραχούλα,
— πού πας, Βελή μ’ ντριβέναγα, με δίχως τον ταϊφά 48 σου;
δεν είν' εδώ τα Γιάννινα, δεν είν’ εδώ ραγιάδες,
για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ ‘ναι τα ψηλά βουνά, που κρύβουνται οι κλέφτες.
— εγώ κλέφτες δεν σκιάζουμαι, νουδέ τον Κατσιαντώνη.»
Κι ο Κατσαντώνης, «μπρε σκυλί, σκυλί μαγαρισμένο. 49»
μια μπαταριά 50 του έδωκε τη μια μεριά, την άλλη·
το στόμα τ' αίμα γιόμωσε, τ’ αχείλι του φαρμάκι·
τα παλικάρια φώναζε, τα παλικάρια κράζει,
για να του πάρουν τ άρματα, και τ' όμορφο κεφάλι,
να μη το πάρ' η κλεφτουριά κι αυτός ο Κατσαντώνης.
17. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΣΟΥΛΙ 

Στη μέση στα Τσιαρίτσαινα, στη μέσ' από τη χώρα
μπουλουκπασιάδες 51 κάθουνταν όλου Μαργαριτιώτες,
κι ακούρμεναν 52 τομ πόλεμο, πώς πολεμάν στο Σούλι·
ρίνουν τα τόπια 53 σα βροχή, γκιουλέδες 54 σα χαλάζι,
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμο του θαλάσσου·
πώς πολεμάν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν κι οι άντροι,
πώς πολεμάει η Τσιαβέλλαινα σαν πρώτος καπετάνος,
σέρνει φουσέκια 55 στημ ποδιά, στουρνάρια 56 στο ζουνάρι.
18. ΤΑ BOΥNA ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ 

Τ’ έχουν του Σούλιου τα βουνά, και στέκουν μαραμένα,
μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας;
κι ούδε χαλάζι τα βαρεί, κι ουδέ βαρύς χειμώνας,
αχ των κλεφτών τα κλιάματα κι από τα μοιρολόγια,
σίντας 57 βήκεν ο Σουφ αγάς, κι αυτός ο Σουφ αράπης,
όσοι κλέφτες κι αν τ’ άκουσαν όλοι επροσκυνήσαν,
κι ο Ζαχαράκης το σκυλί, δε θέλ' να προσκυνήσει,
«δεν σε φοβούμαι, Σουφ αγά, κι εσένα, Σουφ αράπη,
χίλιους έχω στο Σκάλωμα, χίλιους στο Καρπενήσι,
και πεντακόσιους δυο κοντά, κι είμαι κι εγώ ατός μου.»
19. ΕΛΕΝΗ ΜΠΟΤΣΑΡΗ 

Όλες οι καπετάνισσες, κι όλες οι μαυρομάτες,
όλες εσκλαβωθήκανε και τις επήραν σκλάβες,
κι αυτή η Λέν' του Μπότσιαρη, αυτή η μαυρομάτα,
αυτή δεν εσκλαβώθηκε, δεν την επήραν σκλάβα·
πέντε Τούρκοι την κυνηγούν και πέντε γιανιτσάροι,
γυρίζ ἠ Λένη και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει·
«Τούρκοι μου, μη παιδεύεστε, μη χάνετε τον κόπο,
εγώ είμαι Λέν' του Μπότσιαρη και αδερφή του Μάρκου,
σέρνω ντουφέκι ντιμισκί, 58 πιστόλες ασημένιες,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια.»
20 Η ΛΙΑΚΑΙΝΑ 

Πώς λάμπ' ο ήλιος στα βουνά και το φεγγάρ' στους κάμπους,
έτσ' έλαμπε κι η Λιάκαινα μέσα στους Αρβανίτες·
σαράντα Τούρκοι την κρατούν, κι εξήντα την ξιτάζουν,
κι ένα μικρό Τουρκόπουλο, πολύ την ερωτούσε·
«Λιάκαινα, δεν παντρεύεσαι, άντρα Τούρκο να πάρεις;»
— «κάλλια να ιδώ το αίμα μου στη γης να κοκκινίσει,
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.»
21. Η ΓΥΝΗ ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ 

Μα την τρομάρα που είδα 'γώ στου Λιάκου τη γυναίκα,
‘ξήντ' Αρβανίτες την κρατούν και δέκα την ξιτάζουν·
«Λιάκαινα δεν παντρεύεσαι, Τούρκον άντρα να πάρεις;»
— «κάλλια να ιδώ το αίμα μου στη γης να κοκκινίσει,
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.»
Κι ο Λιάκος την αγνάτευε από το καραούλι
τον μαύρο του ερώταε, τον μαύρο του ρωτάει·
«δύνασαι, μαύρε μ’ δύνασαι να βγάλεις την κυρά σου;»
— «δύναμ' ο μαύρος, δύναμαι, εγώ να σου τη βγάλω,
να μ' αυγατίσεις την ταή 59 σαράντα πέντε χούφτες,
και δέσε με ίγκλες 60 δώδεκα, κουσκούνια 61 δεκαπέντε.»
Σαν κίνησαν και πάησαν σαν τ' άξια παλικάρια
βάνει στα κάπλα 62 την κυρά και φεύγει της φευγάλας.
23. ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΖΙΧΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ 

Τ’ έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμένα,
μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας·
— ούδε χαλάζι τα βαρεί, ουδέ βαρύς χειμώνας·
ο Νικοτσάρας τα βαρεί με τρία βιλαέτια· 63
με Σέρρας και μ' Αράχοβα, με δώδεκα νταμπούρια· 64
24. Ο ΤΣΙΑΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΙΨΑΣ 

Ο ήλιος εσκοτείνιασε και το φεγγάρ' εχάθη,
κι ο καθαρός αυγερινός εβγήκε ματωμένος·
τα τρία εκουβέντιαζαν, τα τρί' αράδ' αράδα,
«τίνος είν’, τ' άσπρο το κορμί, που ‘ναι χωρίς κεφάλι;
γυρίζ’ ο ήλιος και τους λέ(γ)ει, και λέ(γ)ει του φεγγάρου·
«εψές όντας βασίλεψα πίσω ‘πού μια ραχούλα,
και το Γιωργάκ’ απάργιακα, 65 κορμί δίχως κεφάλι,
κι άκουσα και ψιλή φωνή από το Μακρυνόρου·»
«που είσαι, Τσιάρα μπράτιμε, 66 και Τρίψα παλικάρι;
θέλα μας πιάσουν ζωντανους, θελά μας πάρουν σκλάβους,
βάλτε φωτιά στην εκκλησιά, κάψ(ε)τε την Παναγία,
χίλια φλωριά να της χρωστώ, καινούργια να τη φκιάσω.»
25. Ο ΓΙΑΚΩΒΑΚΗΣ 

Σ όλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ όλο τον τόπο ήλιος,
στην έρημη την Πρύμαντη ένα βαρύ σκουτάδι,
μήνα ο ήλιος χάθηκε, μήνα και το φεγγάρι;
— ν’ ούδε ο ήλιος χάθηκε, ν’ ούδε και το φεγγάρι,
τον Γιακωβάκη σκότωσαν στην Πρύμαντ’ από κάτω·
τρία ντουφέκια τόδωκαν, τα τρί' αράδ' αράδα,
το ‘να τομ πήρε ξώδερμα, και τ’ άλλο μες στη μέση,
το τρίτο το φαρμακερό τομ πήρε στο κεφάλι·
το στόμα τ' αίμα γιόμουσε, τ’ αχείλι του φαρμάκι,
κι η γλώσσα τ αηδονολαλεί, αηδονολαλεί και λέ(γ)ει·
«το πού είστε, παλικάρια μου, λίγα κι αντρειωμένα,
πάρτε μου το κεφάλι μου να μη το πάρουν άλλοι.»
26. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ TOΥ ΔΗΜΑΚΗ 

Του κυρ Δημάκη τα παιδιά, τα δυο τα πήραν κλέφτες,
τα πήραν και τα πά(γ)ησαν στον Έλυμπο στη ράχη,
τα βάνουν γράφουν γράμματα, τα στέλουν στον Δημάκη,
να κάνει τ' άσπρα 67 έτοιμα, τις δώδεκα χιλιάδες,
κάνει γελέκια εκατό και φέσια πεντακόσια·
τα 'τοίμασε, τα πά(γ)ησε στον Έλυμπο στη ράχη,
εκεί κάναν δεν εύρηκε από τους χαραμήδες, 68
βρίσκει τον κούκο που λαλάει, θλιβά, θλιβά του λέ(γ)ει,
«καλή μερά σου, κούκε μου.» —«καλώς τον κυρ Δημάκη.»
— «εδώ κάναν δεν ηύρα ‘γώ από τους χαραμήδες.»
Στην απεκείθε τη μεριά δυο 'δέρφια ήταν θαμμένα,
κι απάνω στα γκιβούρια τους κλήμα ήταν φυτεμένο·
κάνει σταφύλια ροζακιά και το κρασί μοσκάτο,
κι όσες μανάδες κι αν το πιουν ποτέ παιδί δεν κάνουν·
να του ‘χε πιει κι η μάνα μου, μη μ' έχε κάν' κι εμένα·
κάλλια ήταν να μη μ’ έκανε παρά που μ' έχει κάνει,
τι είδαν τα ματάκια μου στον Έλυμπο στη ράχη.
27. Ο ΔΗΜΑΚΗΣ 

Τρία μπαργιάκια 69 έβγαιναν 'που μέσ' από τημ Πόλη,
και τον Δημάκ’ εγύρευαν, βοϊβόντα 70 να τον κάνουν·
βοϊβόντα και ντρεβέναγα 71 σ’ όλα τα κατηλίκια. 72
— εγώ, παιδιά μου, γέρασα, βοϊβόντας δεν μου πρέπει,
βοϊβόντας και ντρεβέναγας σ’ όλα τα κατηλίκια·
μούν’ έχω γιους για πόλεμο, παιδιά για το ντουφέκι,
έχω και μικρό-Κώσταντα που σέρνει το μπαϊράκι.
— Δημάκ' θέλουμε ορμηνειά για να μας ορμηνέψεις.
— παιδιά μ' σαν θέλτε ορμηνειά και να σας ορμηνέψω,
βάλτε βίγλα 73 στο Κίσιρλι, βίγλα στημ Πλαταμώνα,
βάλτε και μια παλιόβιγλα στης Λάρσας το γιουφύρι,
εκεί διαβαίν' ο Κιούρπασιας με δεκοχτώ χιλιάδες.
— κι ακόμα ζας, μπρε Κιούρπασια, κι ακόμα, μπρε καημένε;
— κι ακόμα ζας, Δημάκη. — κι ακόμα, μπρε καημένε.
Σαν έπιακαν τομ πόλεμο, το τρομερό ντουφέκι,
τρεις μέρες κάνουν πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες·
μετρούντ' οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες,
μετρούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις νομάτοι.
28. Ο ΤΑΣΟΥΛΑΣ 

Ανάθεμα σε, γεροντιά, 74 και σεις μεγαλιωμένοι,
με τα χαρτιά που στέλνετε στον μαύρο τον Τασιούλα·
«να ‘ρθεις να ‘ρθεις, Τασιούλα μου, να ‘ρθεις να προσκυνήσεις,
μη σου χαλάσουνε τον γιο κι άλλονε γιο δεν έχεις»,
τομ πήρε το παράπονο, και μια ντροπή του κόσμου,
τον ψυχογιό του φώναζε, τον ψυχογιό φωνάζει,
«για ζώσου, γιε μου, το σπαθί και πάρε το ντουφέκι,
κι άιντε να πάμε στομ πασιά, να πάν’ να προσκυνήσω.»
Στον δρόμον όπου πά(γ)αινε, στον δρόμο που πηγαίνει,
βρίσκει τομ Μπέη ομπροστά και τον πολυχρονάει·
«πολλά σου χρόνια, Μπέη μου.» — «καλώς τον τον Τασιούλα·
Τασιούλα, τι μας άργησες, να ‘ρθεις να προσκυνήσεις;
— τι να σου πω, μπρε Μπέη μου, τι να σου μολο(γ)ήσω,
δεν μας αφήνουν τα βουνά κι αυτές οι κρύες βρύσες.
Kαι τον τσελάτ’ 75 εφώναξε και του τσελάτη λέ(γ)ει:
«τσελάτη, τρούχα 76 το σπαθί, να κόψεις τον Τασιούλα.»
κι ο ψυχογιός σαν τα ήκουσε, βαριά του κακοφάνη,
από ψηλά ν’ επήδησε στο καλτερίμ’ 77 ευρέθη·
«σ’ αφήνω γεια, Τασιούλα μου, κι εκεί ν’ ανταμωθούμε,
κι αυτόν τον Μπέη το σκυλί, τον άπιστο τον σκύλο,
θα σου τον πιάκω ζωντανό κομμάτια να τον κάνω,
να τον μοιράσω στα κλαριά, τα όρνια, να τον φάνε.
29. Ο ΓΙΩΤΗΣ 

Μ’ εγέλασεν η χαραγή, τ’ άστρι και το φεγγάρι,
και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
κι έγειρα ν’ αποκοιμηθώ, λίγον ύπνο να πάρω,
'κούγω τα πεύκα που βροντούν και τις οξιές που τρίζουν,
και τα γιατάκια 78 των κλεφτών, λέγουν του καπετάνιου·
«σήκου απάνου, Γιώτη μου, και μη βαριά κοιμάσαι,
η παγανιά 79 μας πλάκωσε θέλει να μας βαρέσει.»
— για πιάστε με να σηκωθώ, και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε μου τον ταμπουρά 80 να τον γλυκολαλήσω,
να 'πω τα ντέρτια 81 της καρδιάς και τα παράπονά μου·
εγώ κλέφτης γεννήθηκα, κλέφτης θελά πεθάνω,
παιδιά να μη μ’ αφήσετε στον έρημο τον τόπο,
τ’ έρχοντ’ οι λύκοι και με τρων, τ' αρκούδια και με σκίζουν,
μούν’ πάρτε με και σύρτε με ψηλά στις κρύες βρύσες,
να ‘χω τα δέντρα συντροφιά και τα πουλιά για φίλους,
για να λαλούν κάθε πουρνό, και κάθε μεσημέρι,
για να ξυπνούν την κλεφτουριά ν’ αλλάζουν το λημέρι.
30. Ο ΚΙΤΣΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ 

Τρίτη, Τετράδη φλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, μην είχε ξημερώσει·
πάνει ο Κίτσος στομ πασιά κι ανέφ(η)κε στον Βεζίρη,
πάνει να βγάλει μπουγιουρτί 82 να πάν’ στο Βουργαρέλι,
στην Άρτα πάει κι εκόνεψε, 83 σ’ ενού παπά το σπίτι,
κι εκ' έκατσε να φάει ψωμί, να πικρογιοματίσει,
κι αυτός ο Γώγος το σκυλί, να του ‘χε πέσ' το χέρι.
— «καλημέρα σου, βλάμη 84 μου.» — «καλώς τον βλάμη που ‘ρθε.»
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απόειπε,
τρία ντουφέκια τόδωσε, τα τρί' αράδ' αράδα,
το να τομ πήρε ξώδερμα και τ’ άλλο στις παλάσκες, 85
το τρίτο το φαρμακερό τομ πήρε στο κεφάλι,
το στόμα τ’ αίμα γιόμουσε, τ' αχείλι του φαρμάκι,
κι η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί, αηδονολαλεί και λέ(γ)ει·
«πού είστε, παλικάρια μου, πιστά κι αντρειωμένα,
γυρίστε πίσω πάρτε μου το έρμο το κεφάλι,
μη μου το πάρουν η Τουρκιά, και μου το παν στημ Πόλη,
το βλέπ(ου)ν’ οχτροί και χαίρουνται, σκλάβοι και καμαρώνουν,
το βλέπ' κι η μαύρη μάνα μου και σκούζει και φωνάζει·
«κεφάλι, πού ‘ναι το κορμί, κεφάλι, πού ‘ν’ τα χέρια!»
31. Ν. ΤΣΙΟΒΑΡΑΣ 

Για ιδέστε μαύρα σύγνεφα, κι ένα κομμάτ' αντάρα·
κι αυτό δεν είναι σύγνεφα, ουδέ κομμάτ' αντάρα,
είναι καράβι του γιαλού, πόρχετ’ από τημ Πόλη·
ρωτάτε για τον Νικολή, τον Νικολή Τσιουβάρα,
που ήταν στον Λούρο αρματολός, στο Καρπενήσι κλέφτης,
σέρνει μπαϊράκια 86 πράσινα, πράσινα και γαλάζια,
σέρνει σταυρό στον κόρφο του, σταυρό μαλαματένιο.
32. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΑΡΝΙΚΙΩΤΗΣ 

Πουλί μου, πούθεν έρχεσαι, και πούθε κατεβαίνεις;
μην έρχεσ' από τ' Άγραφα και τον καημένο Βάλτο,
μηνά είδες κλέφτες πουθενά, μηνά είδες χαραμήδες, 87
μηνά είδες τα Κομπόπουλα, τον Γιάννη Ζαρνικώτη;
— εψές προψές τον είδαμε στου Ράικου το γιουφύρι,
τους Βλάχους εκουρμέκιαζε 88 τους Βλάχους κουρμεκιάζει,
τους πήρε πέντε πρόβατα, πέντε καλά κριάρια,
πήρε τη στέρφη κάλεσια 89 με το λαμπρό κουδούνι.
33. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ 

Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στην Κουτρουμίτσα,
μοιργιολογούσαν κι έλεγαν, μοιργιολογούν και λέγουν·
«τι ‘ν’ τα μπαργιάκια 90 πόρχουνται από τη Ρωμιοράχη;»
Κι ο Γιάννης χαμογέλασε, ταράζει το κεφάλι,
από το σπίτι πέρασε, το σπίτι το δικό του,
παίρνει και ζώνει το σπαθί, και ζώνει το ντουφέκι,
κι η μάνα του τον έλεγε, κι η μάνα του του λέγει·
«πού πας, Γιάννη μου, μοναχός χωρίς άλλον κοντά σου;»
— «και τι τους θέλω τους πολλούς, πάνω και μοναχός μου·»
Βάνει και σκούζει μια βολά σαν άλογο βαρβάτο·
«πού πάτε, σκύλ' Αρβανιτιά, και σκυλο-Κολονιάτες;
εγώ είμαι Γιάννης του παπά, παπ(ά) αχ τη Σαμαρίνα.»
34. Ο ΛΑΠΑΣ ΚΑΙ Η ΝΥΦΟΥΛΑ 

Πού ήσουν, περιστερούλα μου, τόσον καιρό χαμένη;
— πήγα να μάσω κάστανα μαζί με την αγούρω,
κι ο Λάπας μας εβίγλωσεν 91 από το καραούλι· 92
«Κορίτσια μαυρομάτικα, ελάτε παραπάνου,
κάτι να σας ρωτήσουμε, κάτι να σας ειπούμε·
μήνα ‘ναι Τούρκοι στο χωριό, μήνα ντρεβεναγάδες;» 93
— πού ξέρουμε, μπαρπούλη μου, αν είναι κι αν δεν είναι!
— και ποιος έχει γλυκό κρασί, κι έν' όμορφο κοράσιο;
— παπάς έχει γλυκό κρασί, κι έν’ όμορφο κοράσιο.
— Παπά, ψωμί, παπά κρασί, να πιουν τα παλικάρια,
παπά μ’ τη θυγατέρα σου, τη θέλ’ ο καπετάνος.
— εγώ, παιδί μ’ τημ πάντρεψα, τριών μερών νυφούλα...
— για πιάστε, δέστε τομ παπά, και σφίξτε του τα χέρια.
Έτρεξε και την ήφερε σαν πέρδικα γραμμένη,
π’ αγνάντια τους προσκύνησε, κοντά τους χαιρετάει·
κι όλοι φλωριά 94 την κέρασαν κι ο πρώτος δαχτυλίδι,
στα γόνατα την έπαιρνε, στα μάτια την φιλούσε.
«Κόρη μ' για δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις καπετάνο;»
— κάλλια να σκάσ' ο μαύρος σου, πέρι τον λόγο που είπες·
εγώ ‘χ’ άντρα πραματευτή, και πεθερό κουτζιάπασ(η),
έχω και μάνα παπαδιά, και παπαδιά θα γίνω.
Κι από το χέρ' την άρπαξε και στο βουνό παγαίνει·
να φέρουμε και τον παπά για να μας στεφανώσει.
35. Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ Ο ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΗ ΠΑΣΑΣ 

Άνοιξε, γλώσσα μ' άνοιξε, και συ, πικρό μ’ αχείλι,
πες μου δυο λόγια σπλαχνικά του Στέργιου Ταϊσίλη·
«ο Στέργιος, ο Σαλονικιός ήταν καταραμένος,
και δύσης και ανατολής ήταν θεοργισμένος·
ήταν σοφός μα πονηρός, ήταν και επιτήδειος,
τον δαίμον' είχε δάσκαλο, κι αυτός ήταν ο ίδιος·
ο δαίμονας σα γάιδαρον αυτόν τον ετραβούσε,
κι εκεί που θα τον πά(γ)αινε ποτέ δεν το θαρρούσε,
του είπε «να πας στα Γιάννινα, να σμίξεις τον Βεζίρη,
και να σ' εντύσει μάλαμα, φλωρί και τσιουβαήρι 95
και να του πεις τ’ Αλή πασά, ήρθα να καζαντίσω, 96
αυτό τ’ αθάνατο νερό εγώ να σε ποτίσω·
θα φκιάσ' αθάνατο νερό, να πιεις να μη πεθάνεις,
κι εμένα που είμαι σκλάβος σου σε τι τιμή με βάνεις;»
«— ή θα σε ντύσω μάλαμα, ή θα σε ασημιώσω,
ή μια τριχιά 97 μες στον λαιμό πισκέσι 98 θα σου δώσω.
κι οποίος να κρένει ψέματα σε τούτο το ζαμάνι, 99
στομ Πλάτανο στα Γύφτικα, τον βάνω στο μεϊντάνι, 100
εγέλαεν Αλή πασιάς με τούτον τον μουρντάρη, 101
του έλε(γ)ε θα σου στείλω 'γώ πισκέσι το τριχιάρι.
μαντάμ εγώ γεννήθηκα, ελπίζω να πεθάνω,
και το δικό μου το κορμί στο μνήμα θα το βάνω·
εγώ σε τέτοια πράματα χαζνέδες 102 δε λυπούμαι,
μα αυτό τ’ αθάνατο νερό αδύνατο να πιούμε·
μου φαίνετ’ είναι ψέματα αυτά που θα μιλήσεις,
και μια τριχιά μες στον λαιμό αυτήν θα καζαντήσεις·
Τοιμάζονταν, ο Στέργιος μας, άνοιγε τα χαρτιά του,
να ιδούμε τα κατοπινά, τα υστερνά γραφτά του.
Δέκα παιδιά μαξούμικα 103 γυρεύει του Βεζίρη·
κι επρόσταξεν Αλή πασιάς, του τα ‘καναν χαζίρι·
τα δέκα τα μαξούμικα που βγήκε να γυρέψει,
με κάντιο 104 και με ζάχαρη ο Στέργιος να τα θρέψει,
για να τους πάρει την πυτιά 105, να βάλει να τη βράσει,
μ' αυτά τ’ αθάνατο νερό ο Στέργιος για να φκιάσει·
τρεις χρόνους επαιδεύτηκε θεού καταραμένος,
και της Μπουνίλας 106 την ιτιά εκέρδισ' ο καημένος.
36. Ο ΒΕΛΗ ΠΑΣΑΣ ΚΑΙ ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ 

Τρία πουλάκια κάθουνταν στον Έλυμπο στη ράχη,
τόνα τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το μικρότερο μοιριολογάει και λέ(γ)ει:
«τι ‘ν’ το κακό που πάθαμαν, εμείς οι μαύροι κλέφτες,
μας χάλασ' ο Βελή Πασιάς, μας πήρε τις γυναίκες,
στον Τούρναβο της πά(γ)ησε, στον Τούρναβον τις πάνουν,
ομπρός πηγαίν’ η Λιούλαινα κι οπίσω η συμφώ της
και παραπίσω η Κώσταινα με το παιδί στα χέρια,
σαν μήλο, σαν τραντάφυλλο, σαν νεραντζιά κομμένη.
βγαίνουν κυράδες την τηρούν από τα παραθύρια·
— «ποιες είν’ αυτές οπόρχουνται στην Πόρτα, 107 στο Σαράι;» 108
— «κυράδες, τι λογιάζετε, κυράδες τι τηράτε;
εμείς είμεστε κλέφτισσες, γυναίκες των Λαζαίων.»
Στέκ' ο πασιάς και τις ρωτάει από το παραθύρι·
«γυναίκες που είν’ οι άντροι σας, κι οι καπηταναρέοι;
— είναι ψηλά στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια.
— πάρτε τις δυο φ(υ)λακώστε τες, βάλ(ε)τε τες στο μπουντρούμι· 109
βάλτε κι αυτή την Κώσταινα ψηλά μες στο χαρέμι.
— άφες μ', άφες μ’, αφέντη μου, δυο λόγια να σου κρήνω, 110
να γράψω μια πικρή γραφή στον Καπετάνη Κώστα:
«εσύ Κώστα μ’ στον Έλυμπο, ψηλά στα κυπαρίσσια,
κι η Κώσταινα στον Τούρναβο σε τούρκικο χαρέμι.»
37. ΑΛΗ ΠΑΣΣΑΣ 

Να ήταν οι κάμποι θάλασσα και τα βουνά ποτάμια,
να πνίγουνταν ο τάταρης 111 που φέρνει τα φιρμάνια. 112
και το φιρμάνι ν’ έγραφε, το πρώτο το χαμπέρι, 113
«για σήκου, γέρ' Αλή πασιά, να πας στο Τιπελένι.»
—με τι κουβέτ' 114 με τι καρδιά, να πά(γ)ω στο Τιπελένι,
δε 'φήνω ‘γώ τα Γιάννινα, το κιαμέτ’ 115 να γένη».
Αλή πασιάς σηκώθηκε στην Ώρα πά(γ)ει να κάτσει,
βλέπει τ’ ασκέρια πόφεγαν κι αρχίνησε να κλάψει.
«Μη φέγετε, μωρέ παιδιά, μη μπαίνετε στο κρίμα,
πολύ το νταγιαντίσετε, 116 βαστάτε κι ένα μήνα·
έχω ελπίδα στον θεγώ (Θεό;) να μόρθει το μιντάτι, 117
κι αν σας γελάσω, μπρε παιδιά, ρίξτε με στο χαντάκι.
Πού πας, μωρέ Ρεσίτ πασιά, με τα μεγάλα φρύδια!
μένα με λεν Αλή πασιά, σε τρων τα μαύρα φίδια·
πού πας, μωρέ Ρεσίτ πασιά, και συ παλιο-Κονιάρη, 118
μένα με λεν Αλή πασιά, το άξιο παλικάρι.
38. ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ 

Τι ‘ν’ το κακό οπόκαμες σ' εμένα την καημένη,
που μ' έχ' η μάνα μ’ μοναχή και αρραβωνιασμένη,
θελά με κάνει παπαδιά, παπά θελά μου δώσει·
ανάθεμα σε, γεροντιά, 119 και σεις κοτζαμπασήδες,
βάνετε Τούρκ(ου)ς αρματολούς, Τούρκους μπουλουπασιάδες 120
κι επιάσεταν τομ πόλεμο με τους Μαργαριτιώτες·
πάνουν οι Τούρκ' ανύπαντροι, γυρίζουν παντρεμένοι,
πάνουν κορίτσια για νερό, γυρίζουν φιλημένα.
39. ΤΗΣ ΩΡΓΙΑΣ Η ΑΛΩΣΙΣ 

Σ’ όσα κάστρα κι αν επήγα και περπάτησα,
σαν της Ουργιάς το κάστρο, κάστρο δεν ηύρα,
κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό,
σαράντα πύργους έχει ασημόχυτους,
κι άλλους σαράντα πέντε μαλαμόχυτους·
Τούρκοι το τρο(γ)υρίζουν χρόνους δώδεκα
δεν μπόρ(ου)ν’ να το πατήσουν το μαργιόρι 121 μου.
κι ένα μικρό Τουρκάκι Ρουμιογέννητο·
«εγώ να το πατήσω τι μου δίνετε;
— χίλια φλωριά στην τσέπη κι άλογο καλό,
και την κυρά οπώχει, τζιάπα 122 σου κι αυτή.
Τους πύργους, πύργους πάνει και μοιριολογάει·
«ανοίξτε μου της χήρας και της ορφανής.» .
— «Γυναίκ' ανακομπιάζει», κόρη φώναξε:
«ανοίξτε μου της χήρας και της ορφανής,
που είμ’ αγκαστρωμένη και στο μήνα μου.
Σαν άνοιξεν η πόρτα χίλιοι μπήκανε,
άλλοι στ’ άσπρα 123 χυθήκαν, κι άλλοι στα φλουριά, 124
κι αυτός μέσα στην κόρη. …
40. ΤΟΥ ΝΑΣΙΟΥ 

Πάνω την άκρη του γιαλού, την άκρη το ποτάμι,
βρίσκω λημέρια κλέφτικα, όλου χορταριασμένα,
βρίσκω του Νάσιου τα μαλλιά, του Νάσιου το κεφάλι·
με πήρε το παράπονο, και κάθουμαι και κλαίω·
έκατσα και το ξέταζα (ε)κάτσα και το ξετάζω·
«κεφάλι, πού ‘ναι το κορμί , κορμί που ‘ναι τα χέρια;
— το πήρανε και τό 'θαψαν σε χέρισο 125 χωράφι,
ήρθε καιρός να δουλευτεί το χέρισο χωράφι,
τ' αλέτρι βγάζει κόκαλα και το γυνί 126 κεφάλι.
41 Ο ΣΕΥΣΤΑΘΑΣ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΟΣ ΤΡΟΜΠΟΥΚΗΣ 

Ανάθεμα σε, Σεύσταθα, κι εσέν' Δήμο Τρομπούκη,
που πιάσεταν τομ πόλεμο με τους Μαργαριτιώτες·
πάνουν οι Τούρκ' ανύπαντροι, γυρίζουν παντρεμένοι,
κι ένα μικρό Τουρκόπουλο, μια κόρη κυνηγούσε,
στον Α(ι)-Γιώργ’ ανέβαινε, στου α(γι) Γιωργιού τη σκάλα,
και τον σταυρό της έκανε κατά τον α(γ)ι Γιώργη·
«πολλές φορές που μ’ έγλυσες 127 αχ των Τουρκών τα χέρια,
κι ακόμα τώρα γλύσε με αχ των Τουρκών τα χέρια,
να φέρω λίτρα μάλαμα και δυο λίτρες ασήμι.»
Ανοίξανε τα μάρμαρα και μπήκ’ η κόρη μέσα·
κι ανέβ’ το Τουρκόπουλο στου α(γ)ι Γιώργ' τη σκάλα·
κάν' τον σταυρό χριστιανικά κατά τον α(γ)ι Γιώργη·
«α(γ)ι Γιώργη μου, Στεργιανέ, μεγάλο τ’ όνομά σου,
σου φέρν' αμάξι το κερί κι αμάξι το λιβάνι.»
Και άνοιξε το μάρμαρο και βήκ’ η κόρη όξου.
42. ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ 

Τρία 'δερφάκια γιόρταζαν τον ά(γ)ιο Κωνσταντίνο,
έχουν την τάβλ' από φλωρί και το σινί 128 'σημένιο·
πουλάκι πά(γ)ησε κι έκατσε δεξιά μεριά στην τάβλα,
δεν ελαλούσε σαν πουλί, κι ουδέ σα χιλιδόνι,
μούν’ ελαλούσε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα·
«εσείς τρώτε και πίνετε, και Τούρκοι σας κουρσεύουν,
πήραν του Κώστα τα παιδιά, του Μήτρου τη γυναίκα,
πήραν και του Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη·
σήκου, μωρέ Βλαχόπουλε, για να τους κυνηγήσεις.»
Στα γόνατα εστάθ(η)κε και ζώστ(η)κε τ άρματά του
δεξιά μεργιά τους έκοφτε, δεξιά τους θεμονιάζει. 129
43. Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΙΤΣΟΣ ΤΣΑΒΕΛΛΑΣ 

Πρώιμα μας ήρθεν η Τουρκιά, μας ηύρε σκορπισμένους·
ο πρώτος είν' ο Κιουταχής από τον βασιλέα,
εσύναξε τ’ ασκέρι 130 του, κι όλους τους μπουλουκτσήδες, 131
και τα ριτζάλια 132 τ(η)ς Αρβαντιάς, όλα με την αράδα
στο Μαυρονόρους πέρασαν, στο Μεσολόγγι πάνουν.
Κίτσος Τσαβέλλας φώναξεν από το παραθύρι·
«πού πας, πού πας, μπρε Κιουταχή, με τους παλιο-κονιάρους; 133
εδώ το λένε Καραλή, το λένε Μεσολόγγι,
να μη χαθεί τ’ ασκέρι σου κι εσένα το κεφάλι.
— όλο τ' ασκέρι μ’ να χαθεί κι εμένα το κεφάλι,
στο Μεσολόγγι θέλα μπω ....»
44. Ο ΣΑΤΡΑΖΑΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ 

Ανοίξτε, δέντρα και κλαριά, και σεις κοντοραχούλες,
ο σατραζέμης 134 θα διαβεί, πάνει στο Μεσολόγγι·
στα Γιάννινα απέρασε, στην Άρτα εδειπνούσε,
κι αυτού στην Καντηλόβρυση μοιράζει μπουλουχτσίτκα 135
και τον Δημήτρη φώναξε και τον Δημήτρη κράζει·
«Δημήτρη μ’, πώς το βρίσκομε αυτό το Μεσολόγγι;»
— αφέντη μου, μη σκάζεσαι, και ίτσιου 136 μη φοβάσαι
μπροστά βάλε τη Γκιεκιουριά, στη μέση τ(ου)ς Αρβανίτες
και παραπίσ' η κλεφτουριά με τα καπιτανάτα.
45. Ο ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ 

Ένα πουλάκι ξέβγαινε που μέσ' αχ’ την Αθήνα,
ράχη σε ράχη περβατεί, 137 λημέρι σε λημέρι,
θέλει του Μάρκου το ουρδί, 138 του Μάρκου το λημέρι,
κι άλλο πουλάκι του 'λεγε, κι άλλο πουλί του λέ(γ)ει
«τον Μάρκο τον εσκότωσαν μέσα στο Μεσολόγγι,
στ’ Αντελικό τον πήγαιναν, να πάνουν να τον θάψουν,
χίλιοι παπάδες που μπροστά κι εξήντα δεσποτάδες,
χίλια κορίτσια ξέπλεγα κοντά μοιριολογώντας,
κι η Μάρκαινα από κοντά με το παιδί στα χέρια.
«Μάρκο, π’ αφήνεις τα παιδιά, το έρημο λημέρι;

46. Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΙΝΑ 

Πατήσανε τ’ Αντελικό, πήραν το Μισολόγγι,
πήραν μανάδες με παιδιά, και πεθερές με νύφες,
πήραν μια αρχοντοπεθερά με δώδεκα νυφάδες·
πήραν την Κωνσταντίναινα τριών μερών λεχώνα·
δεν ηύρε πέτρα να σταθεί, λιθάρι ν’ ακομπήσει,
να λυσο-δέσει το παιδί, να το χορτάσει γάλα.
«αν είστε Τούρκ' αφήστε με, χίλια φλωριά 139 σας δίνω,
να λυσω-δέσω το παιδί, να το χορτάσω γάλα·
πέτρα μ' σ' αφήνω το παιδί, στο κάνω τεσελίμι, 140
κι ανίσως και ματαδιαβώ να στήσω μαναστήρι.»
47. ΑΛΕΞΗΣ ΝΟΥΤΣΟΣ 

Επρασινίσαν τα κλαριά κι ελάλησε κι ο κούκος,
κι Αλέξης δεν εφάνηκε να βγει προς το Ζαγόρι,
να βάλ' τους Τούρκους ομπροστά, και τους Ρωμιούς που πίσω,
και τον Κασίμη στο πλευρό, ν’ ανάφτει το τσιμπούκι
«εσείς πουλιά αχ’ τα Γιάννινα, κι αηδόνι' αχ’ το Ζαγόρι,
εσείς δουλειά δεν έχετε τούτο το καλοκαίρι,
δεν πάτε προς τη Λεβαδιά, τη μαύρη την Αθήνα,
να ιδείτε και να μάθετε για αυτόν τον Κυρ-Αλέξη;
—εψές, προψές τον είδαμε στο χάνι 141 της Βεντίτσας,
μαύρα πουλιά τον έτρωγαν, κι άσπρα τον τρο(γ)υρίζαν·
κι ένα πουλί, μαύρο πουλί, κάθεται και τον κλαίει,
«να του ήξερε η μάνα σου, και η κουρεμαδιά 142 σου,
μην άλλαζαν τημ Πασχαλιά και τα φλωριά 143 μη βάναν.»
48 Ο ΤΑΗΡ-ΑΜΠΑΖΗΣ ΚΑΙ Η ΜΠΕΪΣΣΑ 

Ποιος θέλ' ν’ ακούσει κλιάματα, δάκρυα και μοιριολόγια,
διαβάτ' αχ την Αρβανιτιά, κι αχ τ' Αρβανιτοχώρια,
ν’ ακούσετε μια Μπέισσα, και μια κυρά μεγάλη
πώς κλαίει και μοιριολογάει, πώς χύνει μαύρα δάκρυα,
στο μοιριολόγι του 'λεγε, στο μοιριολόγι του λέ(γ)ει.
«ανάθεμά σε, Ρούμελη, με τον Ταήρ-Αμπάζη,
που με χηρέψεταν μικρή και χήρα δε μου πρέπει»
βάνει και γράφει μπουγιουρτιά 144 για τ’ Αρβανιτοχώρια·
«σ’ εσέν’ Σαήμπη αδερφέ, σ' εσένα σελιχτάρη, 145
μεντάτι 146 να μου γίνετε τούτο το καλοκαίρι,
για να πάρω το αίμα μου, να βγάλω και το άχτι» 147
49. Η ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ 

Κοιμάτ’ αστρί, κοιμάτ' αυγή, κοιμάται νιο φεγγάρι,
κοιμάται η καπετάνισσα, νύφη του Κοντογιάννη,
μες στα χρυσά παπλώματα, μες στα χρυσά σεντόνια·
να την ξυπνήσω ντρέπουμαι, να της το ειπώ φοβούμαι·
«τον καπετάνο σκότωσαν και τον αντραδερφό σου,
ξύπνα μούρ’ καπετάνισσα, ξύπνα μουρή καημένη.»
Να την δροσίσω με νερό, φοβούμαι μη κρυώσει,
να την δροσίσω με κρασί, φοβούμαι μη μεθύσει,
να την δροσίσω με ρακί, φοβούμαι μην ανάψει.
«ξύπνα μούρ' καπετάνισσα, ξύπνα μουρή καημένη,
μαύρο χαμπέρι σου ήφερα ...»
51. Η ΜΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΚΑΙ Ο ΜΠΕΗΣ 

Εκίνησαν τρεις λυγερές και τρεις γαλανομάτες,
παν να λευκάνουν τα πανιά στης Κόνιτσας τη βρύση,
και μια την άλλη έλε(γ)ε, και μια την άλλη λέ(γ)ει.
«Μωρές που πάμε μοναχές, γυναίκες δίχως άντρες;
ν’ εδώ ‘ναι το τουρκόδρομο, δρόμος των Αρβανίτων.»
Τον λόγο δεν απόσωσε τον λόγο δεν απόειπε·
«μώρ' για κι οι Τούρκοι πόρχονται, μώρ' για κι οι Αρβανίτες·»
— Κρουστάλω, μάσε τα πανιά, Μαρούσιω τη σατγέτα, 148
και συ, Μαρία του παπά, στη σέλα καβαλίκα,
να κάνης τούρκα πεθερά, να πάρεις τούρκον άντρα,
— κόψε με, Μπέη μ' κόψε με, το γαίμα μου χαλάλι, 149
κάλλια να διω το γαίμα μου, στη γης να κοκκινίσει,
παρά να δουν τα μάτια μου, Τούρκος να με φιλήσει.
52. Ο ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ 

Δεν μπορ’ ο μαύρος, δεν μπορώ, δεν μπόρ' να νταγιαντήσω 150
της φυλακής τα βάσανα, της φυλακής τα ντέρτια, 151
μέρα και νύχτα κατα(γ)ή, στη γης αξαπλωμένος·
σάπισε το κορμάκι μου και το δεξί το χέρι·
παρακαλώ τημ Παναγιά, και τον ά(γ)ιο Σωτήρη
να γένει κάνα σύνταγμα, να βγουν οι φ(υ)λακωμένοι,
να βγω και μέσα στ’ Άγραφα, στον καπετάν Σωτήρη·
τον έχω βλάμη 152 κι αδερφό, και βλάμη στο βαγγέλιο:
κι αυτός εστάθ(η)κε άπιστος, σαν πονηρός οπού ήταν·
Μπροστά τού παίρνει τ' άρματα, τού παίρνει το ντουφέκι,
τρία νουφέκια τόριξαν, τα τρί' αράδα, αράδα,
το ‘να τομ πήρε ξώδερμα, και τ’ άλλο στο ζουνάρι,
το τρίτο το φαρμακερό, τομ πήρε στο κεφάλι,
το στόμα τ' αίμα γιόμουσε, το στόμα του φαρμάκι.
53. Ο ΚΑΤΑΡΑΧΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΤΖΗ ΠΕΤΡΟΣ 

Συντάζετ' ο Καταραχιάς μέσ' από τη Ρουσσία,
μαζών' ασκέρι διαλεχτό, αδέρφια κι αξαδέρφια,
πάνει κατ' Ασπροπόταμο, πάνει στο Μεσολόγγι,
να πάν' να βρει Ζιακόπουλα, κι αυτόν τον Χατζή Πέτρου,
να ιδούνε πώς το βρίσκουνε τούτο το καλοκαίρι,
τα γράμματα μάς έρχουνται από τη βασιλεία·
«πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τον τόπο στέργια 153
μη χαλαστούν τα Γιάννινα, μη χαλαστεί ο τόπος,
όσου να ‘ρθει απόκριση από τη βασιλεία ...
54. Η ΚΑΛΑΜΠΑΚΑ ΚΑΙ Ο ΧΑΤΖΗ ΠΕΤΡΟΣ 

Τ’ έχεις, καημένε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις,
μήνα διψάς για αίματα, μήνα διψάς για λέσια; 154
έβγα ψηλά στον Κόζιακο, ψηλά στην Καλαμπάκα,
κι αγνάντεψε τημ ποταμιά κατά την κρύα βρύση,
να ιδείς κρεάσια 155 Τούρκικα, κορμιά δίχως κεφάλια·
κλείσανε τον Αλιάμπεη με τέσσερες χιλιάδες,
πέφτουν ντουφέκια σα βροχή, κανόνια σαν χαλάζι,
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σαν τη ψιλή βροχούλα,
βάστα, μπρε Χατζή Πέτρο μου, το λιάπικο 156 ντουφέκι.
55. Ο Θ. ΓΡΙΒΑΣ 

Ήμουν παιδί κι εγέρασα, αρματολός και κλέφτης,
κι όσους πολέμους έκανα εγώ και τ’ άρματά μου,
π(ου)θενά δεν αντροπιάστηκα κι εγώ και τ’ άρματά μου·
και τώρα στα γεράματα στον τόπο του Γιαννίνου,
σ’ αυτό το έρμο Κοτσολιό σ’ μιανού παπά το σπίτι·
κι άλλος παπάς με πρόδωσε στ’ Αβδή πασιά το στόμα
τη μέρα νύχτα έκανε, νιζάμι 157 κι Αρβανίτες,
τα καραούλια 158 ν έπιασε και στιάει τα μπαϊράκια, 159
και μια γιουρτή ξημέρωνε, ήταν και τ’ όνομά μου.
Ά(γ)ι Θόδωρος μ’ εξύπνησε και άνοιξε τημ πόρτα,
γλέπω τους Τούρκους ομπροστά, νιζάμι κι Αρβανίτες,
«το τι άνθρωποι είστε σεις, τώρα όλη τη νύχτα;
— εμείς μεντάτι 160 σου ‘ρθαμαν από τη βασιλεία.»
Ευθύς τημ πόρταν έκλεισε ξυπνάει τα παλικάρια·
«πιάστε, παιδιά μ’ τομ πόλεμο, πιάστε και το ντουφέκι.»
56. Ο ΚΑΡΑΦΗΛ-ΜΠΕΗΣ ΚΑΙ Θ. ΓΡΙΒΑΣ 

Πέστε του Καραφήλ-μπεη, για πέστε του του Μπέη,
να κάνει λίγο σύνταγμα στους δόλιους Αρβανίτες,
να πιάσουμε το Μέτσοβο κι αυτά τα τρία χάνια, 161
το τ’ ήρθ’ ο Γρίβας το σκυλί, κι ο όφιος της Ελλάδας,
σαράντα ράχες έπιασε, σαράντα ραχοπούλες,
και το γιουφύρι έπιασε, τη σκάλα του Μετσόβου,
κι αυτός ο Καντοκόκαλης με τον Δημήτρη Τσάπο,
τον Καραφήλ-μπεη βάρεσαν, με όλο τον ταϊφά 162 του.
Κι οι Μετσοβίτες τα σκυλιά, κι αυτ' οι κοτσιαμπασήδες
πιάνουν και γράφουν μια γραφή στ’ Αβδή πασιά τα χέρια
«βάστα, καημέν' Αβδή πασιά, 'κόμα πέντ' έξη ώρες,
τον Γρίβα θα στον χώσουμε στα χέρια τα δικά σου.»
Κι οι φυλαχτάδες π’ φύλαγαν πιάνουν τον χαρτοφόρο, 163
παίρνουν τις βούλες, τα χαρτιά, στον Γρίβα τα πα(γ)αίνουν·
«που είσαι Γρίβα, αρχηγέ, και συ μπρε καπιτάνε,
θελά μας δώσουν ζωντανούς στ' Αβδή πασιά τα χέρια.»
Κι ο Γρίβας χαμογέλασε, χαμόγελο μεγάλο,
τους Μετσοβίτες φώναξε, και τους κουτσιαμπασήδες·
«τι είν’ το κακό που κάνεταν σε τούτ’ τη μαύρη χώρα;»
Σηκώθ’ ο Γρίβας κι έφυγε με όλον τον ταϊφά του,
κανένας δε βαρέθηκε, κανένας δεν εχάθ(η)κε.
57. ΝΤΕΛΗ ΧΟΥΣΙΟΣ 

Λάλησε, κούκε μ', λάλησε, λάλησε πως λαλούσες
— τι να λαλήσω, τι να ειπώ, τι να σας μολο(γ)ήσω·
ο Ντελή Χούσιος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
τα παλικάρια μάζωνε, όλ' Αρβανιτοπαίδια,
με τα σπαθιά τα ντιμισκιά, 164 ντουφέκια καριοφίλια,
«παιδιά μ' σαν θέλτε λεβεντιά, και κλέφτες να γενείτε,
βάλτε τσιολίκι 165 στην καρδιά, και σίδερα στα πόδια,
τριών μερών περπατησιά να πάμε για μια νύχτα,
να πάμε να πατήσουμε του Νικολού(;) τα σπίτια·
πόχει τα άσπρα 166 τα πολλά, φλωριά 167 και καραγρόσια.
Γεια σου, χαρά σου, Νικολό, — καλώς τον Ντελή Χούσιο
— κριάρια θέλουν τα παιδιά, κρασί τα παλικάρια.»
58. Ο ΚΑΚΑΡΑΝΣΤΑΣ ΚΑΙ ΑΙ ΦΡΑΓΓΑΔΕΣ 

Λάλησε, κούκε μ' λάλησε, καθώς λαλούσες πρώτα.
—τι να λαλήσω, τι να ειπώ, και τι να μολο(γ)ήσω,
ο Κακαράντσας στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια,
όλο ασκέρι σύνταζε, κι όλ’ Αρβανιτοπαίδια,
με τα σπαθιά τα ντιμισκιά 168, ντουφέκια καριοφίλια,
«άιστε παιδιά μ' μη σκιάζεστε και ίτσιου 169 μη φοβάστε,
βάλτε τσολίκι 170 στην καρδιά, και σίδερο στα πόδια
και άιστε να πατήσουμε τις έρημες Φραγγάδες,»
Κι ο Κωσταράς τους έ(λ)εγε, κι ο Κωσταράς τους λέ(γ)ει·
«σύρτε, παιδιά μ', δεν έρχουμαι στις έρημες Φραγγάδες.
τ’ έχω αδέρφια δώδεκα με τ’ ά(γ)ιο το βαγγέλιο,
εβάφτισα κι ένα παιδί, το λένε Δημητράκη.»
Σαν κίνησαν και πά(γ)ησαν, σαν κίνησαν και πάνουν,
στο μεσοχώρι κόνεψαν, βαρούν και τις καμπάνες,
τους άρχοντες εφώναξαν, τους άρχοντες φωνάζουν·
«καλησπέρα σας, άρχοντες.» — «καλώς τα παλικάρια,
παιδιά μ' το πούθεν έρχεστε και πόθεν απερνάτε;»
— «ο αρχηγός μας έστειλε για την ελευθερία.»
Και τον κυρ-Γιώργη άρπαξαν, κι αυτόν τον κυρ-Μπινιούκα,
«στα σπίτια σας μας έστειλεν ο Θωδωράκης Γρίβας.»
59. Ο Θ. ΖΑΚΑΣ 

Εσείς βουνά του Γρεβενού, και πεύκα του Μετσόβου,
λίγο για χαμηλώσετε ένα ντουφέκι τόπο,
για να φανούν τα Γρεβενά κι αυτό το μέγα Σπήλιο,
πώς πολεμάει η κλεφτουριά με Τούρκικο ντουφέκι,
πώς πολεμούν οι γΈλληνοι ζάρκοι 171 και στο γελέκι·
τρεις μέρες κάνουν πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς κανέν’ μεντάτι. 172
— Βάστα, Ζιάκα μ' τομ πόλεμο, βάστα και το ντουφέκι.
τι να βαστάξω, μπρε παιδιά, και τι να νταγιαντήσω; 173
ο τζουπχανές 174 εσώθηκε, με τι να πολεμήσω!
άιστε, παιδιά μ’ να φύγουμε, στην Καλαπάκα πάμε,
εκεί που είν’ οι αρχηγοί, που ‘ναι κι ο Χατζή Πέτρος.
— Καλημέρα σου, αρχηγέ. — καλώς τον γερο-Ζιάκα·
Ζιάκα μ' δεν το 'κανες καλά π’ άφ(η)σες το μέγα Σπήλιο,
και το πατεί η Αρβανιτιά, το χαίρουνται οι τούρκοι.
— εδώ δεν είν’ αράπηδες να πάρουμε τα τόπια, 175
μούν’ είναι ο Αβδή πασιάς με το νιζάμ 176 ασκέρι.
60. Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΥ ΠΕΤΑ 

Τρία πουλάκια κάθουνταν στης Άρτας το γιουφύρι,
το ‘να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο κατά του Πέτα,
το τρίτο το μικότερο, μοιριολογάει και λέ(γ)ει.
«δεν βρίσκετ’ ένας χριστιανός στου Πέτα να μηνύσει,
πολλή Τουρκιά συνάζεται του Πέτα να βαρέσει,
ο Τσέλιος πάν’ από μπροστά και το νιζάμι 177 πίσω
τα καραούλια 178 φώναζαν όλα με την αράδα,
«πολλή Τουρκιά μας πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.»
61. Ο ΖΙΚΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΓΙΑ 

Εσείς πουλιά του Κουπακιού, κι αηδόνια του Γιαννίνου,
διαβάτ’ από την Αηδονιά κι από το Λάκκα Σούλι,
ν’ ακούστ' αντρίκια κλιάματα, γυναίκεια μοιριολόγια.
πώς κλαίει ο Μπούγιας το παιδί τ’, τον γιόκα του τον Ζίκο·
«Δε σ' του είπα, Ζίκο, μια και δυο, δε σ’ του είπα τρεις και πέντε,
στα Γιάννινα μην κατεβείς κάτ’ απ’ το Λάκα Σούλι,
γιατί οι Τούρκ' είναι πολλοί, σε πιάνουν σε σκοτώνουν·
κι αυτός δεν αφικράστηκε τ’ αφέντη του τα λόγια.»
Τρί' αρτσουάλια 179 έριξαν με Τούρκους με Ρωμαίους,
κανένα δεν του πιάστηκε, κανένα δεν του πιάνουν·
τον Ζίκο τον εκρέμασαν, ψηλά στα Λιθαρίτσια.
62. ΜΠΙΡΜΠΙΛΗΣ ΚΑΙ ΧΟΥΣΝΗ ΠΑΣΑΣ 

Μας ήρθ' η άνοιξη πικρή,
— πες το, μπρε κούκε, μια φορά,
το καλοκαίρι μαύρο,
— πες το, μπριμπίλη μ’ πες το,
μας ήρθε κι ο χινόπωρος, πικρός φαρμακωμένος·
Χουσνή πασιάς μας πλάκωσε με χίλιους πεντακόσιους,
στο Πουργονάτ’ εκόνεψε 180 και έκανε κονάκι,
πιάνει και δέν’ τους μπέηδες και όλους τους αγάδες
«θέλω Μπιρμπίλη ζωντανό, και τον Ρεσούλη Κάπου.»
τους έπιασαν, τους έδεσαν, στα Γιάννινα τους πάνουν,
στο μιντζιλίσι 181 τ(ου)ς έβγαλαν, εκεί για να τους κρίνουν,
το μιντζιλίσι έκρινε, να παν να τους κρεμάσουν·
ψιλή λαλίτσαν έβγαλε όσου κι αν ημπορούσε,
«να το ‘ξερα, Χουσνή πασιά, όπου θα με κρεμάσεις,
στα άρματα θ' απέθνησκα, θε να ήμουν παλικάρι ...
— Μπερπίλη μ’ τράβα τη θηλειά, και κλώτσα το καλάθι».
63. ΑΕΤΟΙ 

Τρεις αϊτοί, τρεις σταυραϊτοί, τρία καλά πουλάκια,
οι τρεις κλαίουν τα ντέρτια 182 τους και τα παράπονά τους.
«ένας έπιε πολύ κρασί, τον έπιασ' το κεφάλι·
ο άλλος έχασε τα π)ου)λιά με όλη τη φωλιά τους·
κι ο άλλος παραγέρασε και δεν μπορ’ να πετάξει·
γυρίζ' αυτός ο γέροντας και τους παρηγοράει:
«εσύ πόπιες πολύ κρασί, πιε κι άλλο για να γιάνεις,
και συ πόχασες τα πουλιά, πουλί 'σαι κι άλλα κάνεις·
τι κάνω 'γώ που γέρασα, δεν μπόρω να πετάξω,
γλέπω τα πλά(γ)ια πόβουσκα, τα δέντρα που κοιμούμουν,
γλέπω τις βρύσες πόπινα κρύο, γλυκό νεράκι.»
κι άλλος αϊτός εκάθουνταν σε πέτρινο λιθάρι,
κι εκράταε στα νύχια του ανθρώπινο κεφάλι,
βολές, βολές το τσίμπαε, και το συχνορωτάει,
«κεφάλι, κακοκέφαλο, κι ανθρώπινο κεφάλι,
κεφάλι, τι κακό ‘κανες και σ’ έχουνε κομμένο;
— αϊτέ μου κι αν μ' ερώτησες, να σου το μαρτυρήσω,
εγώ ήμουνε κοντσιάμπασης κι έριχνα τα δευτέρια, 183
ρίχνω τους πλούσιους κάνα δυο, και τους φτωχούς πέντ’ έξι
τη χήρα την κακόμοιρη, τη ρίχνω δεκαπέντε·
στους πλούσιους τρώ(γ)ω το σμιγό 184 και στους φτωχούς καθάριο,
στη χήρα την κακόμοιρη, με την ψιλή τη σήτα, 185
της παίρνω και την κόρη της να κοιμηθούμε αντάμα:
αυτάτανε τα κρίματα και μ' έχουνε κομμένο.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ 
28. Ο ΖΑΧΟΣ, Ο ΜΑΡΑΣΛΗΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΠΟΥΛΙΟΣ 

Το λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλά(γ)ια,
το λέει κι ένα κλεφτόπουλο στου Ζάχου το λημέρι.
«Ροβόλα, Ζάχο μ' τα βουνά, και πόλεμο μη κάνεις,
πολλή Τουρκιά ξεμούτρισε, πεζούρα και καβάλα,
όσου να ‘ρθει ο Μαρασλής κι αυτός ο Μάρκο-Πούλιος».
Κι ένας αϊτός που τ’ άκουσε στον Ζάχο πά(γ)ει και λέει:
«ο Πούλιος σας εγέλασε κι αρνήθη το βαγγέλιο,
κι ο Μαρασλής επλάκωσε μ’ εξήντα παλικάρια».
Τον λόγο δεν απόσωσε και η συντυχιά κρατιόνταν,
κι ο Μαρασλής ροβόλαε τους κάμπους καβαλάρης.
Πετάει ο Ζάχος το σπαθί και ρίχνει το ντουφέκι,
κι ο Μαρασλής από κοντά στους Τούρκους καβαλάρης
«Χόρτασε, Ζάχο, την Τουρκιά, άφησε κι εμένα λίγους.»
29. Ο ΠΑΛΛΑΣ 

Κλαίν' τα βουνά με τη χιονιά, και οι κάμποι τον χειμώνα,
κλαίει κι ο Πάλλας, κλαίεται, παρηγοριά δεν έχει,
δεν έχει χέρι για σπαθί, και μάτι για σημάδι,
αρματολού παλικαριά, και κλέφτικο καμάρι.
«Μη κλαίτε, μαύρα μου παιδιά, καημένα παλικάρια,
εξήντα χρόνι’ αμαρτωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης,
να κυνηγάω την Τουρκιά, να πιάνω τους πασάδες
δεν το ‘χω πως εγέρασα, και πως θε να πεθάνω, 
μόν' το ‘χω ντέρτι στην καρδιά, κι ένα βαρύ μαράζι, 
πως σαν το μάθουν οι άπιστοι θα μπουν στο σύνορό μου,
να μου πατήσουν τα χωριά, το πατρικό μου κόλι.
Κόψτε μου το κεφάλι μου, βάλτε το στην κοτρόνα, 
να κατεβούνε τα πουλιά, να το μοιριολογήσουν, 
να κατεβούν κι οι σταυραϊτοί, στα νύχια να το πάρουν
να πάνε να τ' αποθέσουνε ταμπούρι στη φωλιά τους,
κι αν κατεβούν οι άπιστοι στα χώματα του Πάλλα, 
να πάρουν, να το ρίξουνε ανάμεσα στ' ασκέρια,
για να το ιδούν οι άπιστοι, και πίσω να γυρίσουν.»
Εκ της εκθέσεως της εν Κωνσταντινουπόλει εξεταστικής επιτροπής επί των Διαγωνισμάτων Θεσσαλίας και Ηπείρου του 1863 αποσπώμεν τα εξής δύο φερόμενα ως δημοτικά της Ηπείρου άσματα. 
30. Ο ΤΣΟΒΑΡΑΣ 

(Πρβλ. σελ. 110 άσμα 31.)

Βαρκούλα ν εκατέβαινε του Λούρου το ποτάμι,
τα ρέματα ροβόλαγαν και η βαρκούλα τρέχει·
καταμεσής του ποταμού στον πόρο του Τσοβάρα
τα ρέματα ροβόλαγαν και στάθηκ' η βαρκούλα,
γιατί δεξιά του ποταμού σ’ ένα δεντρί μεγάλο, 
ένα πουλί, μαύρο πουλί, σαν απ' ανθρώπου στόμα
στριγκιά φωνήν εξέβγαλε κι οι λόγγ' ηχολογούσαν·
«καραβοκύλη σαν θα βγεις έξου που το ποτάμι
διαλάλησε στην Πρέβεζα, στη Βόνιτσα, στον Βάλτο,
να μάθουν πως εσκότωσαν τον Καπετάν Τσοβάρα.
πέρναγε ψες με δυο παιδιά στην Άρτα να παγαίνει
κι εδώ κερτέρι το ‘καμαν κακοί Μαργαριτιώτες,
είκοσι βόλια το ‘ριξαν, τα τρία τον επήραν
το ‘να τομ πήρε στο μερί, τ' άλλο στο δεξί χέρι,
το τρίτο το μικρότερο τον τρύπησε τ' αστήθι:
ψιλή φωνίστα ν έβγαλε, ψιλή φωνίτσα βγάζει:
Μαργαριτιώτες άπιστοι, νυχτοπαλικαράδες,
εγώ αν σκότωσα πολλούς, από τους ιδικούς σας
παλικαρίσια το ‘κανα, δε σκότωνα τη νύχτα,
το ξέρ' όλη η Λάμαρη, ο Λούρος, το Φανάρι.»
31. ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΣ 

Στης ά(γ)ι Μαρίνας τα βουνά, της Εριβοιάς τους κάμπους,
ν εκεί που πέντε δεν πατούν και δέκα δε διαβαίνουν, 
εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι αρματωμένος
με τετριμίδες (;) στο σπαθί και φούντες στο ντουφέκι,
εξήντα δράκους σκότωσα κι εξήντα λαβωμένους.
μούν' πέτυχα και ένα στοιχειό σε μια ψηλή ραχούλα,
είχε σταυρό στα κέρατα, φεγγάρι στα καπούλια,
σειέται και σειoύνται τα βουνά, σειέται και σειoύνται οι κάμποι,
ταράζει τα ποδάρια του, τα δέντρα ξεριζώνει,
στριγκιά φωνήν εφώναξε, βουγκάν βουνά και ράχες·
«κι εδώ που πέντε δεν πατούν και δέκα δε διαβαίνουν,
τι χάλευες μονάχος σου πεζός κι αρματωμένος;»
32. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΕΛΦΟΣ 

(Πρβλ. σελ. 95 άσμα 8)

Ο Γιάννης και πραματευτής, ο Γιάννης ο στρατιώτης
από ψηλά κατέβαινε κι από τα κορφοβούνια,
–λέει μουν’ και μοναχός. 
Σέρνει πουλάρια αφόρτωτα, μουλάρια φορτωμένα·
κι η μούλα η χρυσοπέταλη βαστάει τον νιον αφέντη,
βαστάει τον νιο πραματευτή, βαστάει τον νιο λεβέντη,
–λέει μουν’ και μοναχός. 
Στη στράτα οπού πήγαινε, στη στράτα που παγαίνει,
αποκοιμήθ' ο νιούτσικος στης μούλας τα καπούλια,
κι η μούλα παραστράτησε κι απ' άλλη στράτα πάει,
–λέει μουν’ και μοναχός. 
Κι όντας εξύπνησεν ο νιος τη μούλα του μαλώνει·
«μούλα μ’ εδώ που μ' έφερες σε κλέφτικα λημέρια, 
τάχα μην είναι κλέφτες 'δω, μην είναι χαραμήδες,»
–λέει μουν’ και μοναχός. 
Τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απόειπε, 
να σου κι οι κλέφτες πόρχουνταν σαράντα δυο νομάτοι,
όλοι κοκκινοσκούφηδες, στη λέρα φορτωμένοι,
–λέει μουν’ και μοναχός. 
Τέσσεροι πάν’ από μπροστά και δώδεκ’ από πίσω,
πιάνουν να ξεφουρτώσουνε τα έρημα μουλάρια,
να ιδούν μην έχει τίποτες κρυμμένο στα σακιά του,
–λέει μουν’ και μοναχός. 
Στέκει και τους περικαλεί να μην τα ξεφορτώσουν
«παιδιά μη ξεφορτώνετε τα έρημα μουλάρια,
γιατ' είμ' ο έρμος μοναχός, δε μπόρ’ να τα φορτώσω,»
–λέει μουν’ και μοναχός. 
Κι ο καπετάνος θύμωσε, στέκεται και του λέγει,
«βρε ιδές του σκύλου τόνε γιο, της κούρβας το κοπέλι,
δεν κλαίει τη ζωίτσα του που θελά τον σκοτώσουν,
μούν’ κλαίει το ξεφόρτωμα, που δεν μπόρ' να φορτώσει,
-λέει μουν’ και μοναχός.
Μπρε που είστε, παλικάρια μου, φωνάζ' ο καπετάνος,
βαρείτε τον μια χαντσαριά στον τόπο ν' απομείνει»
–λέει μουν’ και μοναχός. 
Κι αυτοί τον λυπηθήκανε τι ήταν αντρειωμένος,
κι ο καπετάνος χύθηκε σαν τ' άγριο το λιοντάρι,
έβγαλε το μαχαίρι του μια μαχαιριά του δίνει,
–λέει μουν’ και μοναχός. 
Κι αυτός βαριαναστέναξε κι όσο μπορεί φωνάζει·
«που είσαι, κύρη μ' να με ιδείς, μάνα μου, να με κλάψεις.»
–λέει μουν’ και μοναχός. 
Κι ο καπετάνος άρχισε να τον γλυκορωτάει,
«πες μου να ζήσεις, νιούτσικε, πούθε τα πατρικά σου,
και πούθεν είν' η μάνα σου γραφή για να της γράψω.»
- λέει μουν’ και μοναχός. 
Κι εκείνος αποκρίθηκε με πικραμέν' αχείλι·
«η μάνα μ' είναι Αρτινή, ο κύρης μ' απ' την Κρήτη,
κι έχ’ αδερφό στην ξενιτιά που λείπει δέκα χρόνια,
κι άλλοι μου λεν απέθανε, κι άλλοι μου λεν εχάθη,
κι άλλοι μου λεν τ' είν' χαραμής και με τους κλέφτες πάει.»
-λέει μουν’ και μοναχός. 
Κι ο καπετάνος τρόμαξε, στην αγκαλιά τον παίρνει, 
στον ώμο του τον έκοψε και στο γιατρό τον πάνει,
-λέει μουν’ και μοναχός. 
«Γιατρέ, πολλούς εγιάτρεψες σφαγμένους και κομμένους, 
γιάτρεψε και τον Γιάννη μου, τον μαχαιροσφαγμένο. 
–έχ’ αδερφούλα μαχαιριά και γιατρεμμό δεν έχει.»
-λέει μουν’ και μοναχός. 
Κι από το χέρι τον κρατεί 'στ’ άλλο γιατρό τον πάει 
«γιατρέ, που γιάτρεψες πολλούς κομμένους, λαβωμένους,
γιάτρεψε και τον Γιάννη μου, τον αδελφούτσικό μου.»
-λέει μουν’ και μοναχός. 
— Αυτή 'ν' αδερφοχαντσαριά και γιατρεμμό δεν έχει.
— για πάρε τα μουλάρια μας, σύρε τα του κυρού μας.
— και πώς να ειπώ του κύρη μας, πώς της πικρής μας μάνας, 
τον αδερφό μου έσφαξα κι επήρα τα μουλάρια!»
-λέει μουν’ και μοναχός. 
Χρυσό μαχαίρι ν έβγαλε απ’ αργυρό φηκάρι,
ψιλή φωνίτσαν έβγαλε και στην καρδιά το μπήγει 
«Μαστόροι μου περίφημοι πετροπελεκητάδες, 
να πελεκήστε μάρμαρα, να φκιάστ’ ένα γκιβούρι, 
να ‘ναι πλατύ, να ‘ναι στενό, ίσια με δυο νομάτοι,
κι από ζερβιά δεξιά μεριά ν' αφήστε παραθύρια,
-λέει μουν’ και μοναχός. 
Να μπαίν' ο ήλιος την αυγή, δροσιά το μεσημέρι, 
να μπαίν’ να βγαίνει το πουλί, να φέρνει τα μαντάτα, 
να γράφω στη φτερούγα του της μαύρης μας μανούλας»
–λέει μουν’ και μοναχός.
33. Ο ΒΕΛΗ-ΠΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ  

(Πρβλ. σελ. 113 άσμα 26.)

Τρία πουλάκια κάθουνταν στον Έλυμπο στη ράχη, 
το ‘να τηράει τη θάλασσα, τ' άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει,
«τι 'ν' το κακό που πάθαμαν εμείς οι μαύροι κλέφτες, 
μας χάλασ’ ο Βελή Πασιάς, μας πήρε τις γυναίκες,
στον Τούρναβο τις πάγαιναν στον Τούρναβο τις πάνουν
μπροστά παγαίν' η Δήμαινα, πίσω η συννυφάδα, 
και παραπίσω η Κώσταινα με το παιδί στα χέρια 
σαν μήλο, σαν τραντάφυλλο, σαν του Μαϊού οι γοντσέδες.
Βελή πασιάς αγνάντευε από το παραθύρι,
τσοχανταρέους φώναξε, στέλνει και τους ρωτάει
«ποιες είν' αυτές οι κλέφτισσες, μωροί τσοχανταρέοι;»
— κλέφτισσες είν' αφέντη μου, γυναίκες των Λαζαίων.»
τον Μωραΐτη εφώναξε στ' αυτί του κουβεντιάζει,
«πάρε τις δυο τις κλέφτισσες και σύρ' τες στα μπουντρούμια·
πάρε κι αυτή την Kώσταινα φέρε την στο χαρέμι.»
σκύφτει του κάνει τεμενά και του φιλεί το χέρι,
«πολύ ζωή σου, ντοβλετλιού, να ζήσεις χίλια χρόνια,
άφσ' με να γράψω μια γραφή με το ξηρό μου χέρι·
να στείλω μέσ' τα Γιαννινα στον Κώστα τον χιντζίρη· 186
Κώστα μ’ γιατί ζουλάθηκες και περβατείς χαμένος;
μηδέ για σπίτι σε πονεί, μηδέ για τον υιό σου,
μήτε και για τον Τούρναβο που σ' έχουν σκλαβωμένο! 
Κασήμ-αγάς σ' εγέλασε, σε πάνει στο μεντζίλι, 187
Μπραήμ-σαράτσης σ' έδεσε, σου πήρε τις πιστόλες,
Κασήμ-νταντής από μπροστά, Χαρίσ’ Λιάσκας 'πο πίσω,
και παραπίσω Κωσταντής σαν μήλο μαραμένο,

και τον τζιλάτη εφώναξε του πήρε το κεφάλι,
34. ΑΛΗ ΠΑΣΣΑΣ 

Φιρμάν’ από την Πόλη, από τον βασιλιά,
να ροβολάν Πασιάδες με τον Ρεσίτ-Πασιά. 
έρχουνται να βαρέσουν τον Αλή ντουνιά·
παίρνουν πέντ' έξι τόπια, τόπια βασιλικά,
στο Ναματζάι τα βάνουν κι όξω στομ Πλάτανο,
την κούλια να γκρεμίσουν, τα κάστρα να πατούν, 
γράφει χαρτιά και στέλνει σ’ εσέν' Ταΐρ-αγά,
φυλάξε μου την Κιάφα και τον Ισήμ Πασιά,
εγώ για τούτο δίνω βενέτικα φλωριά, 
θέλω για να γλιτρώσω τον εδικό μ’ ραγιά·
εγώ για τούτο βγάζω χαϊντούτ(ι)δες 188 στα βουνά, 
να σηκωθεί η Μάνια και η λοιπή Μωριά·
να ‘ρθούν για να βαρέσουν την χαλντουπαριά· 189
βαρείτε τον Αράπη, τον καπετάν Πασιά, 
θέλει να μου χαλάσει τον εδικόν μ' ραγιά.»
35. ΕΤΕΡΟΝ 

Αρβανίτες παινεμένοι,
που 'ν' Αλή πασιάς, καημένοι,
που ήταν οχ το Τεπελένι,
άλλος τέτοιος δε θα γένει,
που ήταν άξιο παλικάρι,
της Αρβανιτιάς καμάρι.
κι εις τημ Πόλη ‘να λιοντάρι·
ήταν άξιος παινεμένος,
και στην Πόλη ξαϊκουσμένος.
και γιανίτσαρης γραμμένος.
ωχ αμάν, Ρουσίτ Αχμέτη,
μη τους κάνεις μερχαμέτι· 190
γιατ' είν' κάλπικο μιλέτι.
ωχ αμάν, Σουλτάν Μαχμούτη,
όλους βάλ’ τους στο παλούκι
αχ! ο Άγος, ο Γκοτόσης,
ο Ταΐρης και προδότης.
ρώτα τον Θανάση Βάγια,
να σ’ τα ειπεί με την αράδα.
ρώτα την Βασιλική,
να σου δώσει το κλειδί:
ρώτα και τον οβριό
να σου δώσ' λογαριασμό.
36. ΒΕΛΗ-ΒΕΗΣ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΟΙ 

Τρία πουλάκια κάθουνταν το Μέτσοβο στη ράχη· 
το ‘να τηράει στα Γιάννινα, τ’ άλλο στο μαναστήρι,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέγει·
«τι ‘ν’ το κακό που πάθαμε εμείς οι Αρβανίτες·
μας κάκιωσε κι ο βασιλιάς, μας πήρε σε γαζέπι, 191
γράφει φιρμάνια φλιβερά στέλνει στον σατραζέμη, 192
κι ο σατραζέμ(η)ς μάς έστειλε ένα χρυσό φιρμάνι,
γράφει και του Μαχμούτ-πασιά, γράφει και του παιδιού του,
«Σ’ εσέν' Μαχμούτ, μπασ-κεχαγιά, κι Εμίν πασιά παιδί μου,
να στείλεις τον Βελή-μπεη μ' όλους τους μπιμπασήδες, 193
να στείλεις τον Ασλάν-μπεη, να ‘ρθούν στο μαναστήρι,
να πάρουν τα ταχβίλια 194 τους, να πάρουν τα δεφτέρια,
για να τους δώσω τον λουφέ να πάνουν στη δουλειά τους,
γιατί μ' εδούλεψαν μπιστά να τους ευχαριστήσω.»
σαν τα ‘καναν κι εκίνησαν με μια χαρά μεγάλη, 
στο μαναστήρι πάγαιναν, στον σατραζέμη πάνουν, 
σκύφτουν του κάνουν τεμενά και του φιλούν το χέρι.
«καλώς τον τον Βελή-μπεη, καλώς το το παιδί μου, 
καλώς τον τον Ασλάν-μπεη, τ’ άξιο το παλικάρι,
καλώς τους μπιμπασήδες μου, καλώς τους λεβεντάδες·
πολλά σκιαγέτια 195 μου έφεραν 'π' όλα τα βιλαέτια·
χαλάσεταν τα Γιάννινα και όλα τα Ζαγόρια, 
χαλάσεταν την Κόζιανη που ήταν ξακουσμένη.
— αλήθεια, αλήθεια, αφέντη μου, να μας το συμπαθήσεις.
— εγώ σας εσυμπάθησα γιατ' εις’ όλοι δικοί μου.
Βελήκο, σ' έκανα πασιά να πας στο Σαλονίκη,
κι εσέν' παιδί μ’ Ασλάν-μπεη, σόδωσα τα ντιρβένια·
‘τοιμάσου, γίνου έτοιμος και σύρε να τα έχεις·
και σας, μπουλούκμπασήδες μου, να σας ευχαριστήσω.» 
τον μιραλάη εφώναξε στ' αυτί τον κουβεντιάζει,
«ζιαφέτ’ να καν τ’ Βελή-μπεη μ' όλους τους μπιμπασήδες.»
ευτύς ζιαφέτ τους έκανε και όλους τους φωνάζει.
σηκώθηκαν και πάησαν με μια χαρά μεγάλη, 
κι εκεί που κοντοζύγωσαν να δώσουν το σελιάμι 196
μια παταριά τους έδωκαν μια παταριά τους δίνουν·
Βελή- μπεης σκοτώθηκε μ' όσους είχε κοντά του·
Ασλάν-μπεης νταβράντισε 197 τ' άτι καβαλικεύει·
Μπαϊράμ-πασιάς τον κυνηγάει, του παίρνει το κεφάλι.
οι Αρβανίταις πόβαναν σκουτιά όλο χρυσάφι,
ήταν και ζουλουμτζιάρηδες 198 δεν έκαναν νισάφι, 
δεν εφοβούνταν τον θεό ούτε τον Μωχαμέτη,
στον φουκαρά δεν έκαναν ολότελα μερχαμέτι, 199
και το ψωμί του φουκαρά τους έπιασε στα μάτια,
στο μαναστήρ' τους λιάνισαν τους έκαναν κομμάτια.
37. Ο ΛΙΑΚΟΣ ΚΟΥΤΑΒΑΣ 

Ιμήν πσσιάς εξέβγαινε από την Αλασσόνα, 
πιάνει και γράφει γράμματα, στέλνει των καπετάνων·
«Σ’ εσένα Λιάκο Κουταβά, σ’ εσένα καπετάνε, 
τώμος να ιδείς το γράμμα μου να ‘ρθεις να προσκυνήσεις, 
να σου χαρίσω το ψωμί, το δόλι’ αρματολίκι,
να βγούμε ντέβρι στα χωριά κατά τ' Αγραφοχώρια.» 
κι ο Λιάκος τ' αποκρίθηκε, πίσω του φανερώνει· 
όσο ‘ν' ο Λιάκος ζωντανός πασιά δεν προσκυνάει, 
πασιά 'χ' ο Λιάκος το σπαθί, βεζίρη το ντουφέκι.»
τα παλικάρια φώναξε όλα με την αράδα, 
«παιδιά, για σιάστε τα σπαθιά, γυαλίστε τα ντουφέκια,
βάλτε στερνάρια με φωτιά, μολύβια με φαρμάκι,
τ’ ο Ιμήν πασιάς μας έρχεται και θε να μας βαρέσει, 
θελά μας πιάσει ζωντανούς για να μας παλουκώσει.»
τα παλικάρια φώναξαν όλα με την αράδα, 
«Διάκο μου, μην τους σκιάζεσαι, στο νου σου μην τους βάνεις.»
κι ο Λιάκος όλ' αγνάντευε τον κάμπο του Τρικάλου,
γλέπει στρατέμματα πολλά απάνου του που ‘ρχόνταν.
ο Σέμης ήρχουνταν μ' αυτά και ο Αμπάζ Λαλιώτης,
και παραπίσ' ο Ιμήν πασιάς με δυο, με τρεις χιλιάδες
ήταν ασκέρι ταχτικό, ήταν καβαλαρία.
κι όντας εκοντοζύγωσαν κι επιάστη το ντουφέκι,
ο Λιάκος τους εφώναξε, ψιλή φωνίτσα βγάνει·
«που πας, μπρε Ιμήν πασιά σκυλί, που πας μωρέ χαλτούπη; 200
εγώ είμαι ο Λιάκος Κουταβάς με τ’ άξια παλικάρια.»
Τον Λιάκο τον εκλείσανε ψηλά σε μια ‘κλησούλα,
κι ο Ιμήν πασιάς εφώναξε, κι ο Τμήν πασιάς φωνάζει
«πιάστε τον τόπο δυνατά μην τύχει και μας φύγει.» 
κι ο Λιάκος τ' αποκρίνεται, κι ο Λιάκος του φωνάζει·
 «παρακαλούσα τον Θεό όσου να σκοτιδιάσει,
να ιδούν του Λιάκου το σπαθί, το κλέφτικο ντουφέκι.
Σαν έκανε και νύχτωσε, πήρε να σκοτιδιάσει,
ψιλή φωνίτσα ν έβαλε και βγάζουν τα σπαθιά τους,
κι ίσια γιουρούσι έκανε στου Ιμήν πασιά τ' ασκέρι,
βάνουν τον Σιέμην ομπροστά και τον Αμπάζ Λαλιώτη.
κι ο Ιμήν πασιάς σαν το ήκουσε βαριά του κακοφάνη·
«θέλω τον Λιάκο ζωντανό να ιδώ τ(η)ν, παλικαριά του.»
ν εκεί που τον κατέτρεχαν ψηλά στα κορφοβούνια,
ντερβέναγας απέραγε τον Λιάκο κυνηγάει,
κι ο Λιάκος τον αγνάντευε από ψηλή ραχούλα,
και γλέπει τον ντερβέναγα που κάνει μεσημέρι,
έχουν αρνάκια στα σουβλιά, κριάρια που ψενόνταν,
κι ο Λιάκος αποφάσισε, λέει της συντροφιάς του
«για να τους ψήσω τα αρνιά να ιδώ τ(η)μ παλληκαριά τους.
38. ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΑΙ 

Δε σ’ το είπα η δόλια μάνα σου, η δόλια αδερφή σου,
με τον ραγιά μην πιάνεσαι και με τους Ζαγορίσιους,
τ’ οι Ζαγορίσ’ είναι κακοί, δουλεύουν μέσ' στην Πόλη,
κάνουν κλάψα στο βασιλιά, κλάψα στον σατραζέμη. 201
«Αμάν! αμάν, αφέντη μου, από τους Αρβανίτες,
 μας χάλασαν την Κοζανή, το δόλιο το Ζαγόρι, 
μας έκαψαν τα Γιάννινα, το δόλιο βιλαέτι!»
κι ο σατραζέμης έκραξε του Ιμήν πασιά του κράζει,
στα Γιάννινα τον έστειλε, στα Γιάννινα τον στέλνει, 
για να ζαπώσει τ(η)ν Αρβανιτιά μ' όλους τους Αρβανίτες.
και στα Μπιτώλια τ(ου)ς έστειλε και στα Μπιτώλια τ(ου)ς στέλνει.
39. ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΚΛΕΠΤΩΝ 

Παιδιά, πήρε χινόπωρος, παιδιά, πήρ' ο χειμώνας,
και πού θα ξεχειμάσουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες!
πά(γ)ησ' ο καιρός που ξέραμε, πά(γ)ησαν τα καλοκαίρια,
που ήταν Κονιάρ' αρματολοί, Κονιάρ' ντιρβεναγάδες.
φέτο ‘ν' ο Σουλεημάν-αγάς, ο γιος του Μέτζο-Αμπάζη.
τον λόγο δεν απόσωσε, τον λόγο δεν απόειπε,
τους έπιασαν, τους έδεσαν, στα Τρίκαλα τους πάγουν,
κι ο Σουλεημάνης πρόσταξε να παν να τους κρεμάσουν.

 

 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

η. Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδώματος, εδώ

 

1. ακούρμεναν | άκουγαν

2. αμά | αλλά

3. απάργιακα | παρατήρησα, εγκατέλειψα

4. αρτσουάλια | αναφορά (σ.σ.)

5. ασκέρι | στρατός

6. άσπρα | νομίσματα, χρήματα

7. αχ’ | απ’, από

8. άχτι | εκδίκηση

9. βίγλα | σκοπιά ή σκοπός, εβίγλωσε: είδε από τη βίγλα

10. βιλαέτι | διοικητική περιφέρεια

11. βλάμης | αδελφοποιτός, σταυραδερφός, φίλος, σύντροφος

12. βόιβοντας ή βοεβόδας | διοικητής επαρχίας ή πόλης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του οποίου οι αρμοδιότητες σχετίζονταν με την είσπραξη των φόρων, τη διοίκηση και τη δημόσια ασφάλεια

13. γαζέπι | (τουρκ.) απροσδόκητος συμφορά. (σ.σ.)

14. γεράς ή γιαράς | πληγή, τραύμα

15. γέροντες | προεστοί, κοτζαμπάσηδες

16. γιατάκι | το στρώμα, το κρεβάτι και γενικά το μέρος όπου κοιμάται κάποιος

17. γιουρουστάω | κάνω γιουρούσι, ορμάω

18. γκιουλές | οβίδα

19. γράβος ή γαύρος | είδος δένδρου που φτάνει τα 12 μ. ύψος

20. γρόσι | νόμισμα

21. γυαλί | καθρέφτης

22. δαμασκί ή διμισκί | μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

23. δευτέρι ή διφτέρι | κατάστιχο οικονομικής διαχείρισης

24. έγλυσες | γλίτωσες

25. Έγριπος | η Χαλκίδα

26. εκοσάρισε | εικοσάρισε, έφτασε στο εικοστό έτος

27. Έλυμπος | Όλυμπος

28. ζαμάνι | χρόνος

29. ζάρκος ή ζόρκος | γυμνός

30. ζιαφέτι | το συμπόσιο, ευωχία, φαγοπότι, γλέντι

31. ζουλουμτζιάρηδες | (τουρκ. ζουλουμκιάρ) επιζήμιοι, άδικοι. (σ.σ.)

32. θημωνιάζω | βάζω σε σωρό τα δεμάτια των σιτηρών ή του χόρτου

33. ίγκλα | ζώνη για το σαμάρι

34. ιμτάτι ή μεντάτι | βοήθεια

35. ίτσιου | καθόλου

36. καβούλι | συγκέντρωση

37. καζαντίζω | κερδίζω πολλά χρήματα

38. κάλεσια | το πρόβατο που έχει μαύρα μάτια

39. καλτερίμι ή γκαλτερίμι | λιθόστρωτος δρόμος

40. κάντιο | κρυσταλλική ζάχαρη, γλυκό

41. κάπλα | καπούλια

42. καραούλι | σκοπιά, φρουρά

43. κατηλίκι | το αξίωμα και η περιοχή δικαιοδοσίας ενός καδή

44. κιαμέτι ή κιγιμέτι | πανδαιμόνιο, χαλασμός κόσμου, συντέλεια του κόσμου, ημέρα κρίσεως

45. κόλι | η περίπολος

46. κονεύω | εγκαθίσταμαι κάπου για διανυκτέρευση ή απλώς για ξεκούραση, φιλοξενώ

47. κονιάροι | τουρκική φυλή εγκαταστημένη στη Θεσσαλία και τη νότιο Μακεδονία

48. κοπέλι | δούλος, υπηρέτης

49. κουβέτι | δύναμη

50. κουμέρκι ή κορμέκι | τελωνείο, κουρμεκιάζω: βάζω τελωνειακό φόρο

51. κουρεμαδιά ή κο(υ)ρημαδιά | χήρα

52. κουρσιούμι | μολυβένια μπίλια

53. κουσκούνι | ζώνη για το σαμάρι

54. κρεάσια | κρέατα

55. κρήνω | κρένω, λέω

56. λέσι | το πτώμα ζώου, το ψοφίμι

57. Λιάπης | εξισλαμισμένος Αλβανός

58. λουφές | μισθός

59. μαγαρίζω | λερώνω, ιδίως με κόπρα, μολύνω, μιαίνω

60. μαξούμικα | νήπια

61. μαριόλος | απατεώνας

62. μαστραπάς | κύπελλο

63. μεϊντάνι | πλατεία

64. μεντάτι ή ιμντάτι ή ιμινάτι | βοήθεια, συμπαράσταση, αρωγή

65. μεντζίλι | τρέξιμο, δρόμος

66. μερχαμέτ | (τουρκ.) ευσπλαχνία, έλεος

67. μετερίζι | προφυλαγμένη θέση μάχης

68. μιντζιλίσι | δικαστήριο

69. μουρντάρης | βρομιάρης

70. μπαϊράκι | πολεμική σημαία

71. μπαταριά | ομοβροντία

72. μπίμπασης | (τουρκ. μπίμπασι), χιλίαρχος

73. μπουγουρδί ή μπουγιουρντί | έγγραφη διαταγή από ανώτερο αξιωματούχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μήνυμα

74. μπουλούκμπασης | αρχηγός του μπουλουκιού, της ομάδας ενόπλων

75. μπουλουκτσής | αρχηγός του μπουλουκιού, μικρό τμήματος άτακτου στρατού

76. μπουλουκτσίτκα | μισθός άτακτου στρατού

77. Μπουνίλα | τοποθεσία κοντά στα Γιάννινα, και της Μπουνίλας την ιτιά εκέρδισ' ο καημένος | τον κρέμασαν στην ιτιά του χωριού

78. μπουντρούμι | φυλακή

79. μπράτιμος | λ. βουλγαρική στενός φίλος, στα βλάχικα: αδερφός φύσει ή θέσει

80. νιζάμι | τακτικός στρατός

81. νταβραντώ | (τουρκ.) αντέχω (σ.σ.)

82. νταγιαντίζω ή νταγιαντώ | στηρίζω, στηρίζομαι, αντέχω, υπομένω, βοηθώ

83. ντερβέναγας ή δερβέναγας | ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια

84. ντερβένι ή δερβένι | στενή ορεινή διάβαση

85. ντέρτι | στενοχώρια, βάσανο, καημός συνήθως ερωτικός

86. ορδί | στρατόπεδο

87. παγανιά | η ομάδα των ατόμων που μετέχουν σε κυνήγι, σε παγίδευση ζώου ή ανθρώπου, η ενέδρα

88. παλάσκα | θήκη για φυσίγγια

89. παφίλια | οι ορειχάλκινες ζώνες και τα κοσμήματα που περιβάλλουν το όπλο

90. περβατώ | περπατώ

91. πεσκέσι ή πισκέσι | δώρο, φιλοδώρημα

92. Πολίτης | από την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη

93. Πόρτα | η Υψηλή Πύλη, η κυβέρνηση

94. πούθ' είν' τα τόπια σου | από ποιο τόπο είσαι, κατάγεσαι

95. πυτιά | μαγιά, φυσική ή τεχνητή, που βάζουν στο γάλα για να πήξει, να γίνει τυρί ή γιαούρτι

96. ριτσάλης | σύμβουλος

97. σαράγι ή σαράι | Το παλάτι ή το μέγαρο όπου διέμενε ο σουλτάνος, οποιοδήποτε κτίριο διαθέτει πολύ μεγάλους και πολυτελείς χώρους και θυμίζει σαράι

98. σατγέτα | ζακέτα (;)

99. σατραζέμης | (τουρκ. σατραζάμ), βεζίρης, πρωθυπουργός. (σ.σ.)

100. σελάμ | (αραβ. = ειρήνη) επί χαιρετισμού = χαίρε (σ.σ.)

101. σελιχτάρης | σφραγιδοφύλακας

102. Σεργιώτισα | από τις Σέρρες

103. σήτα | κόσκινο μέσα από το οποίο περνούν το αλεύρι για να το ξεχωρίσουν από τα πίτουρα

104. σι(υ)χαντρίκια | κόσμημα με σειρές από χρυσές μικρές χάντρες ή πολύτιμες πέτρες ή φλωριά

105. σινί | είδος μεγάλου χάλκινου ή σιδερένιου στρογγυλού και σχετικά ρηχού ταψιού

106. σίντας | όταν

107. σκιαγέτια | (τουρκ.) τα δι’ αναφοράς παράπονα (σ.σ.)

108. σμιγό | αλεύρι σμιγιό: αλεύρι με διάφορες προσμίξεις

109. στέργια | στερεά

110. στουρνάρι | α. πυριτόλιθος, (στουρναρόπετρα = τσακμακόπετρα) β. κάθε σκληρή και κοφτερή πέτρα

111. στοχιά | αστοχία

112. ταή ή ταγή | η τροφή των ζώων

113. ταϊφάς | ομάδα πολεμιστών

114. ταμπουράς | λαϊκό μουσικό όργανο

115. ταμπούρι ή νταμπούρι | φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα

116. τάταρης | ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος

117. ταχβίλι-α | (τουρκ.), ένδειξις, έγγραφο (σ.σ.)

118. τεσελίμι ή τεσλίμι | παράδοση, στο κάνω τεσελίμι: στο παραδίνω

119. τζαμπάς ή τσαμάς | τα μακριά μαλλιά, η κοτσίδα

120. τζιάπα, τσιάμπα, τσάμπα | χάρισμα, δωρεάν

121. τζουπχανές ή τζεμπχανές ή τζεμπιχανές | πυριτιδαποθήκη, αποθήκη όπλων, πολεμοφόδια

122. τόπια | α. σφαιρικό βλήμα κανονιού. β. κανόνι

123. τριχιά ή τριχάρι | σχοινί

124. τρουχάω | τροχίζω, ακονίζω

125. τσέγκι | μάχη

126. τσελάτης ή τζελάτης | δήμιος

127. τσελίκι | χάλυβας

128. τσιουβαήρι ή τζοβαΐρι |κόσμημα

129. τσώπα | σώπα

130. υνί | μεταλλικό εξάρτημα του αρότρου, αιχμηρή μεταλλική πλάκα

131. φιρμάνι ή φερμάνι | σουλτανικό διάταγμα

132. φλωρί ή φλουρί | χρυσό νόμισμα

133. φουσέκι ή φισέκι | φυσίγγιο

134. χαζινές ή χαζνές | θησαυροφυλάκιο, δεξαμενή νερού

135. χαϊντούτης | κακούργος, τυχοδιώκτης, πονηρός. (σ.σ.)

136. χαλάλι | δίκαιο, συγχωρεμένο

137. χαλντούπης - χαλντουπαριά |(τουρκ.) εθνικόν τουρκικής καταγωγής εν Ασία επαρχίας· μτφρ. υβριστικόν επί ανθρώπου χονδρού τους τρόπους, την μορφήν και τα ήθη. (σ.σ.)

138. χαμπάρι ή χαμπέρι | είδηση, νέο, πληροφορία

139. χαμπέρι | είδηση, νέο, πληροφορία

140. χάνι | οίκημα με μεγάλη εσωτερική αυλή, όπου στάθμευαν και διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες και τα ζώα τους

141. χαντζάρι | μακρύ και πλατύ μαχαίρι, με ελαφρά κυρτωμένη ράχη

142. χαραμής | κλέφτης, ληστής

143. χαράτσι | κεφαλικός φόρος

144. χαροκοπώ | διασκεδάζω

145. χαρτοφόρος | ταχυδρόμος

146. χέρσο | ακαλλιέργητο

147. χιντζίρης | βέβηλος, άπιστος

 

αρχή