ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Συλλογές ιστορικών δημοτικών τραγουδιών

Συλλογή Απόστολου Μελαχρινού


 
Δημοτικά Τραγούδια, 1946
Έγινε ορθογραφική αναπροσαρμογή.
Δε συμπεριλήφτηκαν όσα από τα τραγούδια βρίσκονται στις συλλογές του Passow και του Fauriel.
Το βιβλίο.

Πληκτρολογήστε τη λέξη που ψάχνετε

Σύρτε στον πίνακα για να δείτε όλο το περιεχόμενο.


Ο τυφλός λυριστής της Μεθώνης ή τραγούδια του Παναγή Γιάννου, Πυργείου.
(Από την ανέκδοτη συλλογή του Μ. Γ. Σχινά, γραμμένη στην Κορώνη στα 1828.)
1. 

Αφοκρασθείτε να σας πω στην Κρήτη τι εγίνη,
μες στις εννιά του Φλεβαριού, Σαββάτο μέρα εγίνη·
εκεί εγίνη πόλεμος κι εβάσταξε τρεις ώρες,
κείνο δεν ήταν πόλεμος παρά θεού κατάρα,
μικροί μεγάλοι φώναξαν: τι 'ναι τούτο το θάμα!
'ξ αμαρτιών μας ήτανε αυτήν’ η καταδίκη
για να κοπεί τόσος λαός εδώ μέσα στην Κρήτη,
στην Κρήτη την περάμορφη την πολυξακουσμένη,
τριάντα χιλιάδες ήσανε χαθήκανε καημένοι.
Εκεί η γης εβόιζε κι έτρεμε σαν καλάμι
από το αίμα το πολύ που 'τρεχε σαν ποτάμι.
Όσοι έλειπαν στην ξενιτιά, έλειπαν στη δουλειά τους,
άλλες κλαίγαν τους άντρες τους και άλλες τα παιδιά τους.
Όσες μανούλες τα παιδιά τα 'χαν στην αγκαλιά τους,
επήγαν και τα κόβανε απάν' στα γόνατά τους.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά, κυράδες, παλικάρια,
επήγαν και τους έκοβαν επάνω στα δουβάρια.
Ποιος είχε πέτρινη καρδιά να στέκει να κοιτάζει
από το αίμα το πολύ να μην αναστενάζει;
Πύργους και κιόσκια εκάψανε ομορφοκαμωμένα,
σημάδια δεν εφάνηκαν που τα 'χανε φτιασμένα.
Εχάλασαν το κάστρο της που είχαν οι αγάδες,
ήσανε μέσα οι άρχοντες, όλοι οι πραματευτάδες
κάψαν τον άγιο Μηνά, που 'ταν παλαίιο χτίριο,
που ήταν, μεγάλη η χάρη του, και μέγα μοναστήρι.
Χριστέ μου παντοδύναμε, κάμε το έλεός σου
και γλίτωνε τους χριστιανούς πάντα από τον θυμό σου.
2. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΕΧΑΓΙΑΜΠΕΗ 

Τρεις περδικούλες κάθουνται μες στον Βωδιά στη ράχη
μοιριολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογάν και λένε
πο βγήκ' ο Κεχαγιάμπεης με τέσσερις χιλιάδες
έκαψε χώρες και χωριά, τέσσερα βιλαέτια, 1
την Πάτρα την περίμορφη, Βοστίτσα την καημένη,
Κόρθο, κολώνα του Μοριά, Άργος το ξακουσμένο.
Πήραν μανούλες με παιδιά, σκλάβωσαν παλικάρια
και πήγαν στην Τροπολιτσά σημάδια των τουρκώνε.
Κιαμήλμπεης τους μάλωνε, Κιαμήλμπεης τους λέγει·
— Γιατί μόκαψες τα χωριά, εχάλασες τες χώρες
έκοψες τους τσοπάνηδες, όλους τους ζευγολάτες,
τώρα σα θέλεις πόλεμον έβγα να πολεμήσεις
οπού 'v' οι κλέφτες οι πολλοί, είν' ο Κολοκοτρώνης,
να ιδείς του Πάνου το σπαθί, Γενναίου το τουφέκι,
πώς πολεμάν κατάκαμπα με διχοστά 2 μιντάτι. 3
Και την αυγή σηκώθηκαν επήγαν στο Βαλτέτσι,
επιάσανε τον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ.
Ολονυχτίς πολέμαγαν, όσ' πο βγήκ' ο ήλιος,
πικρό γιουρούσι 4 εκάμανε να πάνε στα ταμπούρια 5
μά 'βγαλε ο Πάνος το σπαθί με όλο του τ’ ασκέρι, 6
βάνει τους Τούρκους ομπροστά σαν τη κοπή 7 τα γίδια
πέντε χιλιάδες χάλασαν όσο να μπουν στο κάστρο,
τους πήραν τον τσιμπεανέ 8 και όλους τους χαζνέδες. 9
Κλαίνε μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες,
εκλαίγαν τα χαρέμια τους π' ανάμειναν χηράδες·
πικρή τους ηύρ' η άνοιξη, το καλοκαίρι μαύρο
το δόλιο το χινόπωρο πικρό, φαρμακωμένο.
3. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΗ 

Να 'τανε ημέρα βροχερή κι η νύχτα ποντισμένη
όντας εβάνα τη βουλή στη Ρούμελη να πάνε,
εκάψαν χώρες και χωριά, χώρες και βιλαέτια,
εκάψαν την Παραμυθιά, του Μαύρο Μαργαρίτι.
Οι Αρβανίτες το 'μαθαν πως έρχονται Μανιάτες
επήγαν και τους έκλεισαν στο έρημο Φανάρι,
Τρεις μέρες κάνου πόλεμο με διχοστά μιντάτι,
μα σώσαν τον τσιμπεανέ, κι έσωσαν την μπαρούτη
και τα σπαθιά τραβήξανε, τους Τούρκους κυνηγάνε.
Τρεις ώρες τους επήγανε πίσω μέσα στον κάμπο
και πίσω Μαύρος γύρισε να πάγει στο ταμπούρι.
Πικρό καρτέρι τού είχανε τρεις Τούρκοι μες στα βούρλα
μια μπαταριά 10 του ρίξανε, πικρή φαρμακεμένη
ψιλή φωνίτσα έβαλε και βαριαναστενάζει·
— Πού να 'βρω 'γώ γραμματικό να 'ναι παραπονιάρης,
να φτιάσει μια πικρή γραφή σε τρεις μεριές καημένη
να στείλω μες την Τσίμοβα στους Μαυρομιχαλιάνους,
να πει και του Πετρόμπεη, όλων των εδικών μου
να κυνηγήσει την Τουρκιά, το γένος να γλιτώσουν.
Εμένα με σκοτώσανε στο έρημο Φανάρι
οπ’ είστε φίλοι κλάψετε κι οπ' είστε εχθροί χαρείτε
τον Κυριακούλη σκότωσαν, τ’ άξιο το παλικάρι,
πόδενε το μουστάκι του πίσ’ από το κεφάλι,
δε ματαφάνη πουθενά τέτοιο παλικάρι.
4. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΗΛΙΑ 

Σ' ούλο τον κόσμο ξαστεριά, σ' ούλο τον κόσμον ήλιος,
στη βουλιασμένη Κάρυστο πολύ 'ναι βουρκωμένο,
πο κίνησε κι ο Μπεϊζαδές στην Έγριπο 11 να πάγει,
Μα πήγε κι αποκλείστηκε στην Κάρυστο στον Μύλο
Λεπνώτης τον εγέλασε του 'καμε απιστία.
— Ηλία μου, πολέμησε σαν παλικάρι οπού 'σαι.
Επιάσανε τον πόλεμο αφ’ την αυγή ως το γιόμα 12
μα 'σωσε τον τσιμπεανέ, μα 'σωσε την μπαρούτη.
Ο Λίας βγάνει το σπαθί κι έπεσε μες τ’ ασκέρι,
δέκα περσιάνους 13 έκοψε και τρεις μπουλουκμπασιάδες, 14
μια μπαταριά τον ρίξανε, το κόψανε το χέρι.
Ψιλή φωνίτσα έβαλε και βαριαναστενάζει·
— Δεν είν’ πουλί πετούμενο να τρέχει στον αέρα
να πα να πει του μπάρμπα μου, του δόλιου μου πατέρα
μιντάτι να μου στείλουνε μια 'κοσαριά νομάτους,
ίσως και με γλιτώσουνε απ’ των Τουρκών τα χέρια.
Του πήραν το κεφάλι του στην Κάρυστο το πάνε,
όσ' είστε φίλοι κλάψετε κι όσ' είστ' εχθροί χαρείτε,
κλάψε κι εσύ Πετρόμπεη για τέτοιο παλικάρι.
Τον κλαίνε χώρες και χωριά, όλ’ οι καπεταναίοι,
τον κλαιν τα παλικάρια του κι ο δόλιος του πατέρας.
5. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΙΑΜΗΛΜΠΕΗ 

Θέλτε ν’ ακούστε κλάιματα, δάκρυα και μοιρολόγια,
περάστε απ’ την Αναπνογιά κι από το Πεντασκούφι,
εκεί ν’ ακούστε κλάιματα, τούρκικα μοιρολόγια
πώς κλαιν για τον Κιαμήλπεη που όριζε την Κόθρο 15.
Κλαίνε τα χάνια γι' άλογα και τα τσαμιά για Τούρκους
στη μαύρη την Τριπολιτσά τους έχουνε κλεισμένους,
και πώς εγελαστήκανε και αφήκαν τα χαρέμια.
Κιαμήλμπεης τους φώναξε, Κιαμήλμπεης τους λέγει·
— Δεν είν' κανένας πουθενά να πα στη μαύρη Κόρθο,
να πα να πει της μπέγαινας, να πει και των παιδιών μου
ποτέ τους μη με καρτερούν και μη μ’ απαντυχαίνουν· 16
εδώ που εκλεισθήκαμε όλοι θε να χαθούμε.
Εσκούξανε και φώναζαν, για τον Κιαμήλ εφέντη,
τ’ είν' το κακό που γίνεται τον φετινό τον χρόνο,
που σκώθηκεν η κλεφτουριά κι εκλείσανε τα Κάστρα,
χαλάσανε τα σπίτια μας και δε γυρεύουν άσπρα. 17
6. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΝΑΠΛΙΟΥ 

Τρεις Τουρκοπούλες κάθουντα μέσα στο Παλαμήδι
μοιριολογούσαν κι έλεγαν, μοιριολογούν και λέγουν
— Τι είν' το κακό που γίνεται τον φετινό τον χρόνο;
μας έκλεισαν οι Έλληνες και θέλει να χαθούμε.
Ένα πουλάκι κάθεται μέσα στα Πενταδέλφια,
δεν εκηλάδει σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
παρά εκηλάδει κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα.
— Ανάπλι, δώσε τα κλειδιά, Ανάπλι, παραδώσου.
— Τι 'ναι που λες, πουλάκι μου, πώς τα κλειδιά να δώσω;
δεν είν' εδώ Τριπολιτσά να μπείτε με ρεσάλτα, 18
εδώ 'ν’ τ’ 'Ανάπλι φοβερό και κάστρο ξακουσμένο.
Στις τέσσερις του Δικεμβριού, τις τέσσερις του μήνα,
ο Στάικος βάνει μια φωνή και λέγει του Νικήτα.
— Τώρα 'ναι ώρα Έλληνες να μπούμε μες στο κάστρο.
Και το Σαββάτο την αυγή μπήκαν στο Παλαμήδι,
οι Έλληνες φωνάζανε γύρισαν τα κανόνια·
— Πού 'σαι, καημένε Αλίμπεη, έβγα να προσκυνήσεις
ότι δεν έχεις γλιτωμό τώρ' αφ' το Παλαμήδι.
— Παρακαλώ σας, βρε παιδιά και Στάικο Καπετάνιο
για να με ταγιαντίσετε 19 ακόμα δυο ημέρες.
Και τους εδώσαν ορισμό για να τους καρτερέψουν
και τη Δευτέρα την αυγή Αλίμπεης φωνάζει·
— Κοπιάστε μέσα Έλληνες, όλ' οι καπεταναίοι
και να σας δώσω τα κλειδιά να βγω από τ’ Ανάπλι.
Και τα καράβια εφέρανε Υδραίοι και Πετσαίοι,
τους Τούρκους εβαρκάρανε στη Σμύρνη να τους πάνε.
Κουπάντασι 20 τους έριξαν, στη βουλιασμένη Σμύρνη
ανάμεσα στα δυο νησιά έγιν' ο θάνατός τους.
Σαν πρόβατα βουλιάζανε, σαν ψάρια λαχταρίζουν
οπού τους εφωνάζανε στο πέλαγος τους ρίχνουν.
Γιόμισ' η θάλασσα κορμιά, κι ο άμμος τα κουφάρια.
7. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΕΤΙΜΕΖΑ ( ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ) 

Θέλτε ν’ ακούστε κλάιματα, δάκρυα και μοιρολόγια;
Περάστε από τα Σουδενά κι απ’ τους Πετιμεζαίους,
εκεί ν’ ακούστε κλάιματα, δάκρυα μοιρολόγια
πώς κλαιν για τον Πετιμεζά και για τον Σωτηράκη.
Στη σκάλα βγήκαν κι έκατσαν τους Έλληνας ρωτάνε.
— Πες μας για τον Πετιμεζά και για τον Σωτηράκη
σε τι ταμπούρια πολεμάν σε ποια βαθιά λαγκάδια;
— Μες του Λαλιώτ' επήγανε τους Τούρκους καρτερούνε
επιάσανε τον πόλεμο, απ’ την αυγή ως το βράδυ,
ο Νικολάκης φώναξε και ο Βασίλης λέγει.
— Μη ξεκαμπίσεις, μπάρμπα μου, και πέσεις μες στον κάμπο
κι οι Αρβανίτες τα σκυλιά μας έχουνε χωσάδα.
Κι αυτήνος δεν αγροίκησε τον λόγο του Βασίλη
μα το σπαθί του ετράβηξε κι έπεσε μες στον κάμπο.
Μια μπαταριά του ρίξανε του κόψανε το πόδι,
στα γόνατα γονάτισε και το σπαθί του παίζει,
κι οι ατλήδες 21 τον εζώσανε τον έβαλαν στη μέση.
— Ρίξε, Αναγνώστη, τ’ άρματα χαλάλι 22 τη ζωή σου.
— Τι λέτε βρε παλιόσκυλα, πώς να σας προσκυνήσω,
εγώ 'μαι ο Πετιμεζάς και θα σας πολεμήσω.
Μια μπαταριά του έριξαν όλοι με τες κουμπούρες,
του πήραν το κεφάλι του το πήγανε στην Κόρθο.
Όσ' είστε φίλοι κλάψετε κι όσ' είστ' οχτροί χαρείτε
Πετιμεζάς σκοτώθηκε ο πρώτος Καπετάνιος
τον κλαίνε χώρες και χωριά όλοι Πετιμεζαίοι.
8. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΑ 

Ούλες οι μάνες χλίβουνται κι ούλες παρηγοριούνται
του Γιώργη η μάνα χλίβεται, παρηγοριά δεν έχει
πο κόψαν τον υγιούλην της κι άλλον υγιόν δεν έχει.
Στο παραθύρι κάθεται τους κάμπους αγναντεύει.
βλέπει τους κάμπους πράσινους και τα βουνά π’ ασπρίζουν
Καν αφ' τα χιόνια τα πολλά, καν αφ' τα κουρκουσάλια. 23
Μαδέ αφ’ τα χιόνια τα πολλά ηδ' αφ’ τα κουρκουσάλια
ο Μαύρος Γιώργης πολεμά στην Κάπελη στου Λάλα
σαν τον εκλείσανε πολλοί, ως χίλιοι πεντακόσοι.
Κι ο δόλιος Γιώργης μοναχός με δεκατρείς νομάτους,
Μακρυπανάγος φώναξε, Καραγιωργάκης λέγει·
— Βάστα, Γιωργή, τον πόλεμο όσο να 'ρθει μιντάτι.
— Τι να βαστάξω, βρε παιδιά, και τι ναν ταγιαντίσω;
Τρεις ημερούλες νηστικός και πέντε διψασμένος.
Ο Μετσαράπης φώναξε, Χασάν Φλιδάς του λέγει.
— Έβγα, Γιωργή, προσκύνησε και θε να σε χαλάσω.
— Τι λες, μπρε παλαιόσκυλο, πώς να σε προσκυνήσω;
Εγώ 'μαι ο Γιώργης του Γιαννά και θα σε πολεμήσω,
τίγαρις 24 είμαι νιόνυμφη 25 να 'βγω να προσκυνήσω
να λύσεις τα θηλύκια μου, στον κόρφο μου ν’ απλώσεις;
Τώρα να δεις τον πόλεμο, του Γιώργη το ντουφέκι.
Στα δόντια βάνει το σπαθί στα χέρια το τουφέκι,
πικρό γιουρούσι έκαμε κι έπεσε μες τ’ ασκέρι,
μια μπαταριά του ρίξανε με τρία ασημένια βόλια.
Ψιλή φωνίτσαν έβγαλεν και βαριαναστενάζει·
— Βρε, πού 'στε, παλικάρια μου λίγα και διαλεγμένα,
σύρτε πείτε της μάνας μου της δόλιας μου γυναίκας,
να μην αλλάξει τη Λαμπρή και τα φλουριά φορέσει,
κι εμένα με σκοτώσανε στην Κάπελη, στου Λάλα,
ποτέ της μη με καρτερεί και μη μ’ απαντυχαίνει.
9. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΟΤΑΡΑ 

Τρία πουλάκια κάθουνται στα Τρίκαλα στη ράχη
μοιριολογούσαν κι έλεγαν μοιριολογούν και λένε.
— Θε μου και τι να γίνηκεν ο στρατηγός της Κόρθος!
Ουδέ στην Κόρθο φαίνεται ουδέ στο Πεντεσκούφι,
ασκέρι του εσύνταξε ως χίλιους πεντακόσιους,
εκίνησε κι εδιάβηκε στη βουλιασμένη Αθήνα,
εννιά ταμπούρια πήρανε κλείσαν το μοναστήρι·
ρίχνουν τα τόπια 26 σαν βροχή, οι πόμπες σα χαλάζι.
Οι Αρβανίτες φώναζαν μες απ’ το μοναστήρι·
— Κάμε νισάφι, 27 Νοταρά, στεριάς και του πελάγου.
— Τι λέτε, βρε παλιόσκυλα και σεις παλιαρβανίτες,
που θα σας πιάσω ζωντανούς και σκλάβους θα σας πάρω.
Την Κυριακήν ξημέρωσε, να μη 'χε ξημερώσει
πο πιάσανε τον πόλεμο, κατέβηκαν στον κάμπο.
Και οι ατλήδες ήλθανε τους έβαλαν στη μέση.
Τα παλικάρια εμίλησε, σα μάνα, σαν πατέρας·
— Παιδιά, ζωστείτε τα σπαθιά, και πιάστε τα ταμπούρια,
σήμερα είν' ο πόλεμος, σήμερα θα σωθούμε,
και οι ατλήδες ήρθανε, μας έβαλαν στη μέση.
Ο Γιάννης βγάνει το σπαθί κι έκαμε το γιουρούσι,
μια μπαταριά του ρίξανε, του κόψανε το χέρι.
— Ρίξε, Γιάννη μου, τ’ άρματα, για να σ' ελευτερώσω.
— Τι λέτε, μπρε παλιόκυλα, πώς να σας προσκυνήσω,
εγώ 'μ' ο Γιάννης Νοταράς 'και θα σας πολεμήσω.
Κι οι Τούρκοι οπού τ’ ακούσανε πολύ τους βαρυφάνη,
μια μπαταριά του ρίξανε του πήραν το κεφάλι.
— Βρε, πού 'στε παλικάρια μου, εσείς παιδιά δικά μου,
σύρτε πείτε της μάνας μου, του δόλιου μου πατέρα,
ποτέ της μη με καρτερεί και μη μ’ απαντυχαίνει,
κι εμένα με σκοτώσανε στη βουλιασμένη Αθήνα.
Όσ' είστε φίλοι κλάψετε κι όσ' είστε οχτροί χαρείτε
κι εσείς καημένοι Κορθηνοί να μαυροφορεθείτε
πο σκότωσαν τον στρατηγό τον αρχηγό της Κόρθος,
πότανε τριαντάφυλλο κι όμορφο κυπαρίσσι
και μες στης Κόρθος τον Καζά καμάρα με τη βρύση.
10. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΥ 

Να 'ταν ημέρα βροχερή και νύχτα ποντισμένη,
όντας εβάλα τη βουλή στο Νιόκαστρο να πάνε.
Την Κυριακή αποκλείστηκε μέσα στο Ναβαρίνο,
ρίχνουν τα τόπια σαν βροχή μέσ' από τα καράβια.
Μπαρήμ πασάς εφώναξε λέγει του Χατζηχρήστου·
— Έβγα, Χρήστο, προσκύνησε, τι θε να σε χαλάσω.
— Τι λες, μωρέ Μπραήμ πασά, πώς να σε προσκυνήσω;
Έχω σαΐνια 28 διαλεχτά και θα σε πολεμήσω.
Και ο δεσπότης τόλεγε, και ο δεσπότης λέγει·
— Αϊδέ, Χρήστο, να φύγουμε, στο Νιόκαστρο να πάμε.
Στ' άτι του εκαβαλίκεψε στο Ναβαρίνο βγαίνει,
άκουσε την ανταραχή, ακούει τους λαβωμένους
και πίσω μαύρος γύρισε μπροστά για να τους πάρει·
— Αϊδέ τ’ αδέρφια χριστιανοί για να λευθερωθούμε.
Εκίνησαν κι επήγαιναν, στο Νιόκαστρο να μείνουν·
στη στράταν οπ' επήγαιναν, στο έρημο Κρεμμύδι
μπροστά καρτέρι του 'χανε ως δώδεκα χιλιάδες.
Μα το σπαθί του τράβηξε, έπεσε μες τ’ ασκέρι,
πέντε πασάδες έκοψε, δεκάξι μπιμπασήδες. 29
Πιάνουν τον Χρήστο ζωντανό, μαζί με τον δεσπότη,
τους πάνε στον Μπραήμ πασά και τους ξαναρωτάει·
— Δε σ' το 'πα, Χρήστο, μια βολά, δε σ' το 'πα τρεις και πέντε,
πως θα σε πιάσω ζωντανό και σκλάβο θα σε πάρω;
— Δεν το 'λπιζα, Μπραήμ πασά, σκλάβος να καταντήσω
νάθε σωθώ στον πόλεμο, δεν είχα κασαβέτι 30
παρά που εκατάντησα σκλάβος στους αραπάδες.
Τον κλαίνε χώρες και χωριά, όλ' οι καπεταναίοι,
τον κλαιν τα παλικάρια του …
11. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ 

Να 'ταν ημέρα βροχερή και νύχτα ποντισμένη
όντας εβάλα τη βουλή όλ' οι καπεταναίοι·
πήγαν να πολεμήσουνε μες στην αγια-Μαρίνα.
Ο Μπότσαρης εφώναξε, λέγει των καπταναίων
από βραδύ ως σηκώθηκε στες τρεις του μεσανύχτου·
— Όσ' αγαπάτε τον Χριστό, όσ' είστε βαφτισμένοι
τουφέκι να μη ρίξετε σε τούτο το γιουρούσι.
Μόν' τα σπαθιά τραβήξανε και μπήκαν στα τσαντίρια,
πιάνουν του Σκόδρα το παιδί με τρεις μπουλουκμπασάδες,
Ομέρ Βρυώνης φώναξε, Ομέρ Βρυώνης λέγει.
— Δεν το 'λπιζα, βρε Μπότσαρη, να 'ρθεις τώρα τη νύχτα.
— Τι λες, βρε παλιομέρμπεη, ογλάνι 31 των πασάδων
α δε σε πιάσω ζωντανό και σκλάβο να σε πάρω.
Ψιλή φωνίτσα έβγαλε και λέγει του Ζυγούρη.
Όλους τους Τούρκους ζωντανούς, στα χέρια τους πασάδες.
Δύο χιλιάδες χάλασαν στο πρώτο τους γιουρούσι
στο παραδευτερότερο πικρό φαρμακεμένο.
μια μπαταριά του ρίξανε, τη νύχτα π' αποκρίθη·
— Βρε, πού 'στε, Κώστα μου αδερφέ, Γιωργούλα αγαπημένε,
να κυνηγήστε την Τουρκιά το Γένος να γλιτώστε.
Σαν πρόβατα τους παν μπροστά, κι έκοψαν οχτακόσους
κι άλλους σαράντα σκότωσεν ο Μάρκος λαβωμένος.
Γύρισαν τον επήρανε τον παν στο Μισολόγγι,
επήγαν τον εθάψανε με πέντε δεσποτάδες.
Όλοι να τον σχωρέσετε μ' εξόλη σας καρδία
γιατ' έκανε στους χριστιανούς μεγάλ' ελευθερία
και τώρα τον εσκότωσαν μες στην αγια-Μαρίνα.
12. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΙΣΟΛΟΓΠΟΥ 

Μπραήμ πασάς βάνει βουλή να πάει στο Μισολόγγι.
Επήγε και τ’ απόκλεισε στεριάς και του πελάγου,
ρίχνουν τα τόπια σαν βροχή κι οι πόμπες σα χαλάζι.
Μπραήμ πασάς εφώναζε μέσα από τα καράβια·
— Πού 'στε, Σουλιώτ' εξακουστοί, μέσα στο Μισολόγγι;
Εβγάτε, φέρτε τα κλειδιά, ελάτε, προσκυνάτε
γιατί θα σας χαλάσουμε ωσάν τους Νιοκαστρίτες.
— Δεν είν’ εδώ το Νιόκαστρο, δεν είν' η Καλαμάτα
εδώ 'ν’ Σουλιώτες ξακουστοί, εδώ 'ν’ το Μισολόγγι,
πόσωσε την Αρβανιτιά και ξέβγαλε τους Τούρκους.
Μα πιάσανε τον πόλεμο και το σφικτό σεφέρι, 32
Τρεις μέρες κάνουν πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Ανάθεμα τη τη βουλή, όλους τους αφεντάδες
που δεν έστειλαν ζαϊρέ, 33 δεν έστειλαν μιντάτι.
Ένας προδότης το σκυλί πάγει και τους προδώνει
πως σώσανε τον ζαϊρέ, θα βγούνε απ’ το κάστρο.
Και τη Δευτέρα την αυγή βάνει και διαλαλούνε·
— Ακούτε όλ' οι Έλληνες, όλ' οι καπεταναίοι.
Βάλτε τες φαμελιές μπροστά για να μη τες σκλαβώσουν,
τι εσώσαμε τον ζαϊρέ και θε να μας σκλαβώσουν.
Πικρό γιουρούσι εκάμανε να βγουν από το κάστρο,
τους πείκασ' ο Μπραήμ πασάς πως ήθελαν να φύγουν,
μπροστά βάνει τους τακτικούς, οπίσω οι ατλήδες
τους Αρβανίτες στα πλευρά για να βαστούν τον τόπο.
Πήραν μανούλες με παιδιά, σκότωσαν παλικάρια.
Όσ’ είστε φίλοι κλάψετε κι όσ' είστε οχτροί χαρείτε
και σεις κακοσουλιώτισσες να λεροφορεθείτε,
πο σκότωσαν τους άντρες σας και πήραν τα παιδιά σας.
Το κρίμα τόχουν οι άρχοντες, Ανδρέας ο Ζαΐμης
που δεν έστειλε ζαϊρέ για να μας ταγιαντίσει.
13. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ 

Τρεις περδικούλες κάθουνται στο κάστρο της Αθήνας
μα 'χαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα,
μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λένε.
— Τρίτη Τετράδη χλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή θλιβότατη, Σαββάτο πικραμένο,
βάλαν νησιώτες τη βουλή, κατέβηκαν στον κάμπο,
μα πιάσανε τον πόλεμο το Κρητικό τουφέκι,
χέρια με χέρια πιάσθηκαν, με τα σπαθιά βαρώνται.
Καραϊσκάκης τ’ άκουσε, πολύ του βαροφάνη,
στο άτ' του εκαβαλίκεψε και του Νικήτα λέγει·
— Όλοι τραβάτε τα σπαθιά κι αφήστε τα τουφέκια
να πιάσομ' τον Κιντάχ πασά με τους Δερεμπεήδες,
εσφάγηκαν τ’ αδέρφια μας χαθήκαν τα ορδιά 34 μας.
Πρώτο γιουρούσι που έκαμε να πάγει στο ταμπούρι,
μια μπαταριά του ρίξανε μες από το ταμούρι.
Σαν δένδρι εραγίσθηκε σαν κυπαρίσσι πέφτει·
— Βρε, πού 'στε, παλικάρια μου, όλ' οι καπεταναίοι
τώρα να μη κιοτέψετε 35 ορδιά μ’ μη σκορπισθείτε
και χαλαστούν οι χριστιανοί, τούς πάρτε στην ψυχή σας.
Και τα ταμπούρια πιάσετε βαρείτε τους μουρτάτες 36
εγώ θα πάω στην Κούλουρη ψηλά στον Αϊ-Δημήτρη,
έχω γιατρούς βασιλικούς θα πα να με γιατρέψουν
κι α δεν περάσω, βρε παιδιά, όλοι να με σχωρέστε.
Τον κλαίνε χώρες και χωριά, όλ' οι καπεταναίοι,
τον κλαιν τα παλικάρια του κι οι δόλιοι Λειβαδίτες,
οπού τον είχαν αρχηγό και δόλιο καπετάνιο
και τώρα τον εσκότωσαν στη βουλιασμένη Αθήνα.
ΣΗΜ. Τα 13 αυτά τραγούδια τα πήρα από ένα τετράδιο του Μιχ. Γ. Σχινά, που το έγραψε ο ίδιος με το χέρι του στην Κορώνη κατά το 1828, όπως τ’ άκουσε από τον τυφλό τραγουδιστή Παναγιώτη Γιάννου.
Το τετράδιο αυτό μου το έδωσε για να το τυπώσω στη συλλογή μου ο απόγονός του και τελευταίος κληρονόμος του, υποστράτηγος Αλ. Σχινάς ευγενικότατος άνθρωπος, που τον ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά.
Ο Μιχ. Γ. Σχινάς γεννημένος στην Πόλη στα 1792, σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, που την εποχή εκείνη, πριν καεί το ιδιόχτητο χτίριό της, βρισκότανε στον Κουρούτσεσμε (Ξηροκρήνη,) του Βοσπόρου.
Ο Μιχ. Σχινάς είναι από τους Έλληνες που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στη συλλογή δημοτικών τραγουδιών. Είχε καταρτίσει μια πρώτη συλλογή από δημοτικά τραγούδια, που την έδωσε στο Χαξ-τάουζεν, όταν είχε σκοπό κατά το 1814 να τυπώσει μια συλλογή πριν από την έκδοση των δημοτικών του Φωριέλ. Η συλλογή αυτή του Χαξ, παρόλες τις προτροπές του Γκαίτε δεν έγινε βολετό να τυπωθεί τότες κι ύστερ' από πολλές περιπέτειες τυπώθηκε στα 1935. Αντίγραφο ωστόσο των τραγουδιών που είχε δώσει ο Μιχ. Γ Σχινάς στο Χαξ. έδωσε στο Θείρσιο. Όταν ο Πάσωβ θέλησε να κάμει ένα corpus όλων των δημοτικών τραγουδιών, πήρε και τα τραγούδια αυτά που τα βρήκε στα χαρτιά του Θείρσιου και τα τύπωσε, βάζον­τας κάτω από κάθε τίτλο τραγουδιού τα γράμματα Σχιν. για να δείξει την προέλευσή τους, όπως έκανε και για όλα τ’ άλλα τραγούδια.
ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

2. ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΙΣΣΑΒΟΥ 
(Χάξ. IX.)

Ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν,
τα δυο βουνά εμάλωναν, τα δυο βουνά μαλώνουν.
Γυρίζ' ο Γεροέλυμπος και λέγει του Κισσάβου.
— Μη με μαλώνεις, Κίσσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
Εγώ είμαι Γεροέλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
πόχω σαράντα δυο κορφές, εξήντα δυο βρυσούλες·
πάσα βρύση και φλάμπουρο, πάσα κλαδί και κλέφτης
κι απάνω στην κορφούλα μου κι απάνω στην κορφή μου
χρυσός αετός εκάθοταν, χρυσός αετός εκάθη.
Βαστούσε και στα νύχια του κεφάλι απ’ αντρειωμένο,
— Κεφάλι μου παράμορφο, κεφάλι απ’ αντρειωμένο,
το πώς, αχ, εκατάντησες στα χέρια τα δικά μου;
— Πουλί μου, κι αν με ρώτησες, κι εγώ να ομολογήσω.
Σαράντα κλέφτες ήμασταν, σαράντα παλικάρια,
όλοι ν’ όρκον εκάμαμεν στο άγιο ευαγγέλιο·
σαν αρρωστήσει και κανείς, όλοι να τον σηκώσουν.
Ήρθε καιρός κι αρρώστησα, μ’ αφήκαν στα λαγκάδια.
6. Οι ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ 

( Συλ. Λάμ. ύλη. Αρχ. 2684)

— Που ήσουν περιστερούλα μου τόσον καιρό χαϊμένη;
— Πήγα να μάσω κάστανα μαζί με τη Βασίλω.
Κι οι κλέφτες μας αγνάντευαν από το καραούλι. 37
— Κορίτσια μαυρομάτικα για ελάτε παραπάνω
κάτι θα σας ρωτήσουμε και κάτι θα σας πούμε
μπα κι ήρθαν Τούρκοι στο χωριό, μπα κι ήρθαν Αρβανίτες;
— Εμείς, μπάρμπα δεν ξέρουμε ή ήρθαν ή δεν ήρθαν
εμείς ταχύ εβγήκαμε από μέσα από τη χώρα
τούρκον πουθενά δεν είδαμε ουδέ κι απ’ Αρβανίτες.
— Σύρτε κοπέλες στο καλό κι ανθρώπου μην το πείτε.
14. ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ (Τ. 435) 

Σήμερα, Δήμο μ', πασκαλιά, σήμερα πανηγύρι·
τα παλικάρια χαίρονται και ρίχνουν στο σημάδι,
και συ, Δήμο μ', στα Γιάννινα στην πόρτα του βιζίρη,
στον άλυσο, στο κούτζουρο, στο έρημο τρουμπούκι. 38
Κι όλος ο κόσμος το 'λεγαν και Τούρκοι και Ρωμαίοι·
— Δήμο μου, κάτσε φρόνιμα, να 'χεις τ’ αρματολίκι.
— Και τι κακό σας έκαμα και κλαίετε από μένα;
Να δώκει ο Θεός κι η Παναγιά κι αφέντης Άγι Γιώργης,
να γιάνει το χεράκι μου να ζώσω το σπαθί μου.
Πότε να 'ρθει ν η άνοιξη να 'ρθει το καλοκαίρι,
που να φουντώσουν τα κλαδιά, να κλειουν τα μονοπάτια
να πάρω το τουφέκι μου, να ζώσω το σπαθί μου,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
να ψένω στείρα πρόβατα κι όλο παχιά κριάρια,
να κάμω μάνες δίχως γιους, νυφάδες δίχως άντρες.
17. Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΜΗ 

(σελ. αρχ. 2588)

Εσείς πουλιά του Γρεβενού κι αηδόνια του Μετσόβου,
εσείς καλά τον ξέρατε αυτόν τον παπα-Θύμιο
που ήταν μικρός στα γράμματα μικρός στα πινακίδια
και τώρα στα γεράματα εβγήκε πρώτος κλέφτης.
Όλα τα κάστρα πάτησε κι όλα τα μοναστήρια
και του Βαρλάμη το κελί δεν μπόρειε να πατήσει.
Τι ήταν ψηλά σε μάρμαρο ψηλά σ' ένα λιθάρι,
τον γούμενο εφώναξε τον γούμενο φωνάζει·
— Κατέβα κάτω γούμενε να μας ξεμολογήσεις
τι έχουμε έναν άρρωστο βαριά για να πεθάνει.
20. ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ 

(Fauriel. J, 12.)

Τι 'ναι ο αχός που γίνεται κι η ταραχή μεγάλη;
Μηνά βουβάλια σφάζονται, μηνά θεριά μαλώνουν;
Κι ουδέ βουβάλια σφάζονται, κι ουδέ θεριά μαλώνουν.
ο Μπουκουβάλας πολεμάει με χίλιους πεντακόσιους
στη μέση στο Κεράσσοβο και στην καινούρια χώρα,
Ξανθή κόρη εχούγιαξεν 39 από το παραθύρι·
— Πάψε, Γιάννη μ', τον πόλεμο και πάψε τα τουφέκια,
να κατακάτσ' ο κονιαρχτός, να σηκωθεί η αντάρα,
να μετρηθεί τ’ ασκέρι σου, να ιδούμε, πόσοι λείπουν.
Μετρούντ’ οι Τούρκοι τρεις βολές και λείπουν πεντακόσιοι,
μετρούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις νομάτοι.
Κάνε σε γάμο πήγανε, κάνε σε πανηγύρι.
Μηδέ σε γάμο πήγανε, μηδέ σε πανήγυρι.
Ο ένας λείπει στο νερό κι ο άλλος πάει στο σπίτι.
Να κι ο Γιαννάκης, πόρχεται επάνω στ' άλογό του,
μες στα λιβάδια τρέχοντας, με το σπαθί στο χέρι.
22. ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΟΥ 

( Χαξ. Χ III )

Επήγαν και πλακώσανε του Νικολού τα σπίτια.
πόχει τα άσπρα τα πολλά, τ’ αρίθμητα κοπάδια.
— Γεια σου, χαρά σου Νικολό· —Καλώς τον Άγο που 'λθε.
— Ψωμί μα θέλουν τα παιδιά, κρασί τα παλικάρια,
κι ατός μου θέλω πέντ' αρνιά και τέσσερα κριάρια.
Κι όσο να στρέψει ο Νικολός να φέρει τα κριάρια,
φωτιά έβαλαν στες γωνιές, το πράγμα του ερημώσαν,
Κι ο Νικολός ο τρομερός κατόπι τους πηγαίνει·
— Για στάσου, βρε Άγο, να σου πω, στάσου να σου λαλήσω
Τα παλικάρια τα καλά δε φεύγουν σα γυναίκες,
μόν' αντρειωμένα πολεμούν με τ’ άρματα στο χέρι.

25. ΤΟΥ ΖΗΔΡΟΥ 

( Μαν. τομ. Α, 79.)

Ένα πουλάκι κάθουνταν στου Ζήδρου το κεφάλι,
δεν ελαλούσε σαν πουλί σαν όλα τα πουλάκια,
μόν’ ελαλούσε κι έλεγεν ανθρώπινη λαλίτσα:
— Ζήδρο μου, εσ' ήσουν φρόνιμος, ήσουν και παλικάρι,
ήσουν και πρώτος έπαρχος σ' όλα τα μοναστήρια,
κι όσα βουνά περπάτησες όλα βοτάνια ν ήταν
δεν το 'ξερες κακόμοιρε να φας να μη πεθάνεις;
— Τι λες, μωρέ πουλάκι, αυτού, γιατί με καταριέσαι;
Σαράντα χρόνους έζησα αρματολός και κλέφτης
κι άλλους σαράντα να 'ζουνα πάλι θε να πεθάνω.
Δεν το 'χω πως θε να χαθώ, και πως θε να πεθάνω
μόν’ το 'χω σε παράπονο, και σ' εντροπή μεγάλη
που θα το μάθει ν η Τουρκιά να πάει στην Αλασσόνα
να μου χαλάσει τα χωριά τ’ έρημα βιλαέτια.
Παρακαλώ τη συντροφιά κι όλα τα παλικάρια
να μου γνοιαστούν το σπίτι μου, να σφάζουνε τους Τούρκους
να μου κοιτάζουν το παιδί, τον μαύρο τον Δημήτρη
που 'ναι μικρό κι ανήλικο κι από κλεφτιά δεν ξέρει.
26. ΤΟΥ ΖΗΔΡΟΥ 

(Χάξ. XVII.)

Ο Ζήδρος κάμει τη χαρά, χαρά για τον υγιό του·
κι όλους τους κλέφτες κάλεσε και όλα τα πρωτάτα.
τον Λάπα δεν τον κάλεσε τ’ άξιο το παλικάρι.
κι ο Λάπας πάει ακάλεστος με ζωντανό ελάφι
στ' ασήμι και στο μάλαμα και στο μαργαριτάρι.
— Καλή μερά σου, Ζήδρο μου. — Καλώς τον Λάπα που 'ρθε.
30. Ο ΝΑΝΝΟΣ 

(Χαξ. XLII α )

Ανέβ' ο Νάννος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
και παλικάρια μάζευε, Βουλγάρους κι Αρβανίτες
και τα Μοραϊτόπουλα με τα πολλά τ’ ασήμια
κι ολημερίς τους δίδαξε, κι ολονυχτίς τους λέγει·
— Βάλτε το ατσάλι εμπροστά, τα σίδερα στα πόδια.
Δε θέλω κλέφτες να 'μαστε για γίδες, για κριάρια,
μόν' θέλω κλέφτες να 'μαστε γι’ ασήμι, για λογάρι. 40
Πέντε μερών προβάτημα 41, μ' ολημερνά να πάμε,
να πάμε να πατήσομε της Νικολούς το σπίτι,
που 'χει τα άσπρα της Βλαχιάς, της Βουλγαριάς τα γρόσια· 42
Στην στράταν οπού 'πήγαινε, τον θεόν επαρακάλει·
— Θεέ μου, να βρω τη Νικολού στο στρώμα να κοιμάται,
ξεβράκωτη, ξεζώνωτη και ξεμαντηλωμένη.
Καθώς επαρεκάλεσε, πάγει και την ευρίσκει·
— Γεια σου, χαρά σου Νικολού.— Καλώς τονε, τον Νάννο.
— Ψωμί θέλουνε τα παιδιά, κρασί τα παλικάρια,
και ατός μου θέλω πέντε αρνιά και δυο παλιοκριάρια,
— Μετά χαράς σου, Νάννο μου, να στείλω να τα φέρω.
— Ψωμί δε θέλουν τα παιδιά, κρασί τα παλικάρια,
μηδέ κι ατός μου πέντε αρνιά, τα δυο παλιοκριάρια,
μόν' θέλομ' τ’ άσπρα της Βλαχιάς, της Βουλγαριάς τα γρόσια.
Πέντε καμήλες φόρτωσε και τέσσερα μουλάρια
και στο βουνόν ανέβηκε, να πάει να τα μοιράσουν.
34. ΤΟΥ ΚΑΛΙΑΚΟΥΔΑ 

(Χαξ. XIV.)

Πολλή μαυρίλα πλάκωσε από το Μεσολόγγι.
Μη να 'ναι ο Φώτος πόρχεται μη να 'ναι ο ψυχογιός μου;
Μηδέ ο Φώτος πόρχεται μηδέ ο ψυχογιός σου,
ο Μιτζεμπόνος πλάκωσε με τέσσαρες χιλιάδες.
Τον Καλιακούδα έκλεισε μέσα στην Καβρολίμνη.
Κι εκεί που πολεμούσανε σαν άξια παλικάρια,
ο Καλιακούδας χούμιξε 43 με το σπαθί στο χέρι.
Πολλών επήρε τη ζωή, πολλούς ετζαλαπάτει. 44
Τον Καλιακούδα βάρεσαν επάνω στο κεφάλι.
Φωνή μεγάλη έβγαλε, όσο κι αν εδυνάστη· 45
—Πού είσαι, Γεωργάκη ψυχογιέ, πού είσαι παιδί δικό μου;
Έλα να πάρεις τ’ άρματα, τα έρημα τζαπράζια. 46
και πάρε και την κόρδα μου, κόψε μου το κεφάλι,
να μην το πάνε του πασά, να πάρουνε μπαξίσι. 47
36. Ο ΣΤΟΥΡΝΑΡΗΣ 

( Legr. 54. 82 )

Βουνά μου απ’ τ’ Ασπροπόταμο με τα πολλά τα χιόνια,
τα χιόνια μην τα λιώσετε όσο να 'ρθουν και τ’ άλλα·
τ’ είν' ο Στουρνάρης άρρωστος βαριά για να πεθάνει·
και τους γιατρούς εκάλεσε να τον αποφασίσουν,
κι από τα παλικάρια του εκάλεσε τον πρώτο,
— Έλα, Φοντούλη αδερφέ και πρώτο παλικάρι,
έλα κάθου στα γόνατα, έλα κάθου σιμά μου·
σ' αφήνω διάτα το παιδί, το μικροχαϊδεμένο,
τ’ είναι μικρό κι ανήξερο, τ’ άρματα δεν γνωρίζει·
να μ' έχεις ένοια τα χωριά και το καπετανλίκι,
γέροντες 48 θέλουν χάιδεμα, κι οι αγάδες θέλουν άσπρα,
κι ο καπιτάνος δόκιμος για να τους κυβερνήσει.
37. ΤΟΥ ΒΕΛΙΓΚΕΚΑ 

( Χαξ. IV. )

Στες δεκαπέντε του Μαγιού, στες δεκαοχτώ τ’ Αυγούστου
ο Βελιγκέκας έτρωγε σ' ενού παπά το σπίτι·
εκεί χαμπέρια 49 του 'φεραν από τον Κατζαντώνη
κι ευθύς ορθός ευρέθηκε, γραμματικό φωνάζει·
— Για δος μου, μπίρο μ’, το σπαθί μ' και δος μου το τουφέκι.
Κι ο Βελιγκέκας κίνησε με δεκοχτώ νομάτους·
κι ο Κατζαντώνης το σκυλί του 'καμε το καρτέρι.
— Πού πας, Βελή μπουλούκμπαση, ριτζάλι 50 του βεζίρη;
Δεν είν' τα Νικολόπουλα, μόν' είν' ο Κατζαντώνης,
που πήραν φρίμα τ’ Άγραφα κι όλο το Μουλαλήκι.
Τρία τουφέκια του 'δωσαν, τα τρί' αράδα αράδα,
το 'να τον πήρε ξώδερμα και τ’ άλλο στο ζωνάρι,
κι ο Κατζαντώνης το σκυλί τον χτύπσε στο κεφάλι.
Το στόμα αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι
κι η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί, και λέγει·
— Το πού 'στε, παλικάρια μου, και συ βρε ψυχογιέ μου;
για πάρτε το κεφάλι μου, το έρημο κεφάλι,
να μη το πάρ’ η κλεφτουριά κι αυτός ο Κατζαντώνης,
Το γλέπουν 'χτροί και χαίρουνται και φίλοι και λυπούνται,
τ’ ακούει κι η γυναίκα μου και βαριαναστενάζει.
38. Ο ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ 

( Legr. 63. )

Απόψ' είδα στον ύπνο μου στον ύπνο που κοιμούμουν’,
πέντε ποτάμια πέρναγα, τα πέντε αράδ' αράδα·
το 'να ποτάμ’ ήταν θολό, θολό κι αιματωμένο,
κι εγώ μαύρος εφώναζα, όσο κι αν ημπορούσα·
— Παιδιά μου, κάμετε καρδιά και πέρα να ριχτούμε,
τους Τούρκους θα βαρέσομε, θα πάρομε και σκλάβους.
Kι από τον ύπνο ξύπνησα, σαν τρομαγμένο λάφι,
κι ακούω μια ψιλή φωνή, ψιλή κι αντρειωμένη,
το καραούλι φώναζε, το καραούλι κράζει·
— Για σήκου, Κατσαντώνη μου, για σήκου, καπετάνε·
μας πρόδωκαν, μας πλάκωσαν οι σκυλοαρβανίτες,
—Με τι ποδάρια να σταθώ, με τι χέρι να πιάσω
το έρημο τουφέκι μου το μαύρο το σπαθί μου!
— Έλα, Γεωργάκη αδερφέ, κι έπαρε τα κεφάλι,
να μη το πάγουν στον πασά, στον σκύλο τον Βεζίρη·
σύρε να βρεις το κόλι 51 μου, να βρεις τον Λεπενιώτη.
Τι να σε κάμω, Σουφ - αγά, πέντε γροσιών Αράπη!
Ανάθεμα την ευλογιά που μ' έκαμε κουφάρι!
και σ' έδειχνα, παλιότουρκε, ποιος είν' ο Κατσαντώνης.
Αφήν’ οπίσω τα παιδιά κι αυτόν τον Λεπενιώτη,
να ξαγοράσει το αίμα μου με τούρκικα κεφάλια.
40. Ο ΝΙΚΟΤΣΑΡΑΣ 

(Legr. 60.)

Ένα πουλάκι ξέβγαινε 'πό μέσα από τη Βέροια,
ράχη σε ράχη περπατεί, λημέρι σε λημέρι·
κι οι κλέφτες το ερώταγαν, κι οι κλέφτες το ρωτούσι.
— Πουλάκι, πόθεν έρχεσαι, και πόθεν κατεβαίνεις;
— Από τη Βέροια έρχομαι, στ' Άγραφα κατεβαίνω·
πάω να βρω τον Νικολό, να σφίξω τον Σταμάτη,
να πω τα χαιρετίματα από τον Νικοτσάρα·
τρεις μέρες κάμει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
πέρα στο Ξηρολίβαδο, στους πάγους και στα χιόνια.
— Ακούστε, παλικάρια μου, φωνάζει ο Νικοτσάρας,
βάλτε τσελίκι 52 στην καρδιά, και σίδερα στα πόδια,
και πάρτε τα τουφέκια σας, βγάλτε και τα σπαθιά σας,
γιουρούσι για να κάμομε, να φτάσομε στο Πράβι,
τον άλυσο να κόψομε και πέρα να ριχτούμε,
ζερβιά μεριά τον ποταμό να πάρομε, παιδιά μου,
να βρούμε τα Λαζόπουλα, τον καπετάν Λαμπράκη.
Ευθύς γιουρούσι έκαμαν, κι έφτασαν στο γεφύρι,
και με το δαμασκί 53 σπαθί ο Νικοτσάρας κόφτει
τον άλυσο του γεφυριού, κι εδιάβηκαν αντίκρυ.
42. ΚΑΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΗ ΘΑΝΑΤΟΣ 

(Χαξ. XVI.)

Πολλά τουφέκια πέφτουνε στου Λαύδανου τη βρύση.
Μη να 'ν' σε γάμο, σε χαρά; μη να 'ν' σε πανηγύρι;
Ουδέ σε γάμο πέφτουνε ουδέ σε πανηγύρι,
τον Κατσικογιάννη έκλεισαν κι αυτόν τον Αποστόλη.
— Δε σ' το είπαν, καπετάνιο μου, και σένα Αποστόλη;
Τούρκο μην κάμεις αδελφό, Τούρκο μην κάμεις φίλο.
Κι ο βλάμης 54 σου έγιν' άπιστος και θε να σε προδώσει.
Ασκέρι ο Βέγκος μάζωξε κι ήλθε να σε σκοτώσει.
— Δεν το 'ξερα, βρε κερατά, πως θα να με προδώσεις.
Σε είχα βλάμη κι αδελφό και πολύ σε αγαπούσα·
47. ΤΗΣ ΛΟΥΚΑΙΝΑΣ 

(Χαξ. XV)

Ένα πουλί επέταξε πέρα στην Άγια Μαύρα
κι αγνάντεψε τη Λούκαινα, τη θλιβερή Διομάντου,
πώς κλαίει και μοιρολογά και χύνει μαύρα δάκρυα,
Σαν του κοράκου τα φτερά μαύρα φορέματ' έχει.
Στο παραθύρι κάθοτουν το πέλαγο κοιτάζει,
εκεί βαρκούλες που 'ρχονταν, καΐκια κι απεργούσαν,
— Καΐκια μου, βαρκούλες μου, χρυσά μου πιργαντίνια, 55
μην είδατε τσ' αρματολούς, τον καπετάνο Λούκα;
— Τι μας ρωτά η κακόμοιρη, τι μας ρωτά η καημένη;
εχτές ταχιά περάσαμε από την Καβρολίμνη
κι ακούσαμε τον πόλεμο του καπιτάνιου Λούκα
και μια φωνήν ακούσαμε λυπητερά και λέγει·
Τον Καλιακούδα λάβωσαν επάνω στο κεφάλι.
49. Η ΜΑΝΑ ΤΩΝ ΛΑΖΑΙΩΝ 

(Legr. 64)

Σε κορφοβούνι κάθουμουν, μαύρος, αγρυπνισμένος,
με το τουφέκι στο πλευρό και το σπαθί ζωσμένο,
κι εκεί προς τα χαράγματα, κι εκεί προς την αυγούλα,
βλέπω τον ήλιο πόβγαινε κι εχρύσωνε τες ράχες,
κι εκεί που διαλογίζουμουν σε ποιο λημέρ' να πάγω,
ακούω μια ψιλή φωνή, γυναικεία μοιρολόγια.
ήταν η καπετάνισσα, η μάνα των Λαζαίων,
σ' ένα λοφίδι κάθουνταν, ξέπλεγα τα μαλλιά της.
Μοιρολογούσε κι έλεγε μοιρολογάει και λέγει·
— Για πάψτε λίγο τη φωνή, αηδόνια του Ολύμπου,
και σεις πλατάνια φουντωτά, φέτος να μαραθείτε.
Τι ζουρλαμάδα, βρε παιδιά, σας ήλθε στο κεφάλι,
κι αφήσατε τον Όλυμπο, το πατρικό σας κόλι,
και να πλανιέστε στον γιαλό, μες στα παλιοκαΐκια;
Καμάρι των αρματολών ο Όλυμπός μας είναι·
εκεί λιοντάρια κάθονται, εκεί θηριά φωλεύουν.
Ανάθεμά σ', Αλή πασά, σκυλί φαρμακωμένο!
μέρα και νύκτα κυνηγάς τους μαύρους τους Λαζαίους.
Να σκάσεις, βρε παλιότουρκε, και συ, παλιοαρβανίτη·
στους Τούρκους οι αρματολοί ποτέ δεν προσκυνούσι.
Κατάρα να 'χετε, παιδιά, τα σώματα μη λιώσουν,
όσο να ζείτε, την Τουρκιά να μη την προσκυνάτε,
50. Ο ΚΑΠΙΤΑΝΟΣ ΜΑΛΑΜΟΣ 

(Legr. 52, 80)

Μαλάμος εροβόλαε να πα να προσκυνήσει,
οι γέροντες πάγουν μπροστά, κατόπιν ο Μαλάμος·
στον δρόμον όπου πήγαιναν, στον δρόμο που πηγαίνουν,
Μαλάμος κοντοστάθηκε, τους γέροντας φωνάζει·
— Για σταματάτε, γέροντες, κάτι θα σας ρωτήσω.
απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμούμουν’,
το δαμασκί μου το σπαθί εράγισε στη μέση
και το μακρύ τουφέκι μου δεν έτρωγε μπαρούτι.
Το όνειρό μου, γέροντες, είναι κακό σημάδι,
για τούτο σας σταμάτησα, να πάτε στο καλό σας·
κι εγώ πηγαίνω στα βουνά κι εις τα παλιά λημέρια,
να ζω με τα κρύα νερά, στα δέντρα τεντωμένος,
οι Τούρκοι είναι άπιστοι, τον λόγο δε φυλάγουν,
κι όσοι κλέφτες προσκύνησαν, τους πήραν τα κεφάλια.
52. ΤΟΥ ΒΑΡΤΖΟΓΗ 

(Χάξ. Χ.)

Σηκώνομαι πολύ ταχιά, δυο ώρες όσο να φέξει.
Παίρνω νερό και νίβομαι, νερό να ξαγρυπνήσω,
'κούγω τα πεύκα και βροντούν και τες οξιές και τρίζουν
και τα γιατάκια των κλεφτών κλαίγουν για τον Βαρτζόγη.
— Για σήκ' απ’ αύτου, Γιώτη μου, και μη βαριά κοιμάσαι,
τι η παγανιά 56 μας πλάκωσε και θέλει μας βαρέσει.
— Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
και φέρτε μου γλυκό κρασί να πιω για να μεθύσω,
να ειπώ τραγούδια θλιβερά, τραγούδια λυπημένα·
τι να σας 'πω, μωρέ παιδιά, τι να σας 'μολογήσω,
φαρμακερό το λάβωμα, πικρό και το μολύβι.
55. Ο ΝΙΚΟΛΟΣ ΤΣΟΒΑΡΑΣ 

(Legr. 53 80.)

Λάλησε, κούκε, λάλησε· λάλα, καημέν' αηδόνι,
λαλάτε σε ακροπέλαγος που πλέουν τα καράβια,
ρωτάτε για τον Νικολό, τον Νικολό Τσουβάρα,
που 'τον στον Λούρ' αρματολός στο Καρπενήσι κλέφτης·
είχε φλάμπουρο 57 κόκκινο, κόκκινο και γαλάζιο,
είχε σταυρό, είχε Χριστό, είχε και Παναγία.
— Εψές, προψές ακούσαμε τα βροντερά τουφέκια,
κι είδαμε πως εβάρεσε τους Τούρκους μες στον Λούρο·
κι επήρε σκλάβους δεκοχτώ, κι αυτόν τον Μουσελίμη·
πήρε μουλάρια δώδεκα μ' ασήμι φορτωμένα,
κι εκείθε πέρα διάβηκε, πέρα κατά τον Βάλτο,
πήγε να κάμει τη Λαμπρή και το Χριστός ανέστη,
να ψήσει το σφαχτάρι του, κόκκιν' αυγά να φάγει,
και να χορέψουν τα παιδιά να ρίξουν στο σημάδι.
56 Ο ΤΣΟΛΚΑΣ ΚΑΠΕΤΑΝΟΣ 

(Legr. 59.)

Τράβα αέρα δροσερά, τράβα χαμηλωμένα,
για να δροσίσεις τα παιδιά, τον Τσόλκα καπετάνο,
που πολεμά κατακαμπίς και καίεται στον ήλιο,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κάνα μεντάτι.
Πουλάκι επήγε κι έκατσε στου Τσόλκα το λημέρι,
κι ουδέ λαλούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια,
μόνο λαλούσε κι έλεγε, μ’ ανθρώπινη φωνίτσα·
—Σήκω, Τσόλκα, να φύγομε· σήκω, Τσόλκα, να πάμε,
πολλή Τουρκιά μας πλάκωσε και θε να μας σκοτώσει.
Κι ο Τσόκλας χαμογέλασε, το πόσι 58 του στραβώνει,
και στρίφει το μουστάκι του, κλώθει και τα μαλλιά του.
— Τι λες, τι λες, πουλάκι μου, μωρέ χαμενοπούλι;
όσο είν' ο Τσόλκας ζωντανός τους Τούρκους δε φοβάται,
κι αμέτρητοι, πουλάκι μου, ας παν να 'ρθουν και άλλοι.
Τα παλικάρια φώναξε, τα παλικάρια λέγει·
— Πού είσθε, παλικάρια μου άξια κι αντρειωμένα,
αγάλια αγάλια ρίχνετε, παιδιά μου, τα τουφέκια,
τι ζαερές μας έρχεται απ’ τα βουνά της Γκούρας,
μας στέλνουν οι πρωτόγεροι, ο Δήμος και ο Κώστας.
Κι αυτοί τον αποκρίνονται κι αντιλογιά του δίνουν
— Τι πόλεμο να κάμομε, βρε Τσόλκα καπετάνο,
στ' αλωναριού τα κάματα, στ' αυγούστου το λιοπύρι,
π’ ανάψαν τα τουφέκια μας, δεν τρώγουν το μπαρούτι;
Κι ο Τσόλκας εξεσπάθωσε, κράζει τα παλικάρια·
— Τραβάτε όλοι τα σπαθιά, και πέρα να διαβούμε,
να μάθουν πόλεις και χωριά τον Τσόλκα καπετάνον,
το πώς αυτός πολέμησε με τρεις χιλιάδες Τούρκους,
στα χίλια χρόνια του Χριστού και στα πτακόσια εξήντα,
στ' αλωναριού τα κάματα, στ' αυγούστου το λιοπύρι.
Τρεις μέρες κάμει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κάνα μεντάτι,
μες απ’ τους Τούρκους διάβηκε μ' όλα τα παλικάρια,
σαν το ξιφτέρι 59 πέταξε ψηλά στα κορφοβούνια.
59. ΔΕΛΑΣ ΚΑΠΙΤΑΝΟΣ 

(Legr. 55, 82.)

Άσπρα χαρτιά μας ήρθαν, μαύρα γράμματα,
μέσα ν’ από την Πόλη κι απ’ τον βασιλιά·
— Όσοι κλέφτες κι αν είστε στα ψηλά βουνά,
όλοι να προσκυνήστε στον Χαλήλ Αγά,
κι αρματολοί να είστε στα Ρωμιά χωριά.
Όσοι κλέφτες κι αν τ’ άκουσαν, προσκυνήσαν·
ο Δέλας καπιτάνος δεν προσκύνησε·
μόν’ πήρε δίπλ' απάνου, δίπλα τα βουνά,
στα κλέφτικα λημέρια και κρύα νερά.
Στον δρόμο που πηγαίνει, κει που πήγαινε,
ευρίσκει ένα γέρον εκατόχρονο.
— Έλα μαζί μου γέρο, πάμε στην κλεφτιά,
χαράτσι 60 να μη δώσεις στην παλιοτουρκιά.
— Δεν ημπορώ, παιδί μου, γιατί γέρασα,
μόν' πάρε τον υγιό μου τον τρανήτερο,
που ξέρ' τα μονοπάτια κι όλα τα βουνά·
έχει σαράντα χρόνια που δεν προσκυνά,
χαράτσι δεν πληρώνει στην παλιοτουρκιά.
60. Ο ΚΑΠΙΤΑΝΟΣ ΦΛΩΡΟΣ 

(Legr. 57.)

Κοιμάται η καπετάνισσα μες στον βαθύ τον ύπνο.
Για φέρτε μουσχοκάρυδα να την πετροβολήσω,
κι ίσως την πάρει μυρωδιά και θέλει να ξυπνήσει.
— Ξύπνα, μώρ’ καπετάνισσα, ξύπνα και μην κοιμάσαι·
ξύπνα, ν’ ανάψεις το κερί, ν’ ανάψεις το λυχνάρι,
να δούμε τες λαβωματιές που μ' έχουν λαβωμένο,
— Δε σ' είπα, Φλώρο μ’ μια φορά, δε σ' είπα τρεις και πέντε,
καλά, 'σαι, Φλώρο, στα βουνά, καλά, 'σαι στο λημέρι,
και συ δεν αφηκράσθηκες της γυναικός τα λόγια·
Τι χάλευες, 61 τι γύρευες μες στου Δαδιού τον κάμπο;
Στον κάμπο σκλάβοι κάθουνται, που προσκυνάν τους τούρκους
και στα βουνά αρματολοί, αρματολοί και κλέφτες·
για φέρτε μου λινόπανο, να δέσω τις πληγές του·
κι αν δώσει ο θεός κι η Παναγιά να γιάνουν οι πληγές σου,
μην αστοχάς τον ορμηνειά, της γυναικός τα λόγια.
60. α ΤΟΥ ΤΖΟΛΑΚΗ 

(Χαξ. XII.)

Τζολάκης μ' αέρ’ αρμένιζε στη Ζαγορά να πάγει,
να κάμει Πάσχα και Λαμπρή μ' όλα τα παλικάρια.
Στον δρόμον οπού πήγαινε, αγνάντια στην Κασσάντρα,
πέντε κάτεργα 'πάντησε κι αυτά τον φοβερίζουν
— Τζοκάκη, μάϊνα 62 τα πανιά, Τζοκάκη, βάλ' τα κάτω.
— Πώς να μαϊνάρω τα πανιά και να τα βάλω κάτω,
που 'μαι Τζολάκης ξακουστός, Τζολάκη με ονομάζουν;
Στην πόλη και στη Μοσκοβιά μ' έχουν ιστορισμένο.
Ελάτε δυο 'πο μια μεριά και δυο από την πρώρη
και το καλό σας κάτεργο, ας έρθει από την πρύμη.
Κι ακόμα λόγος έστεκε και συντυχιά κρατιότουν,
τρεις μπαταριές του ρίξανε κι οι τρεις φαρμακεμένες,
η μια τον πήρε στην καρδιά κι η άλλη στο πλεμόνι
κι η τρίτ’ η φαρμακότερη τον πήρε στο κεφάλι.
Το στόμα αίμα γέμισε, τ’ αχείλι του φαρμάκι
κι η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί σαν πετροχελιδόνι·
— Ομπρός, βρε παλικάρια μου, ομπρός και μη φοβάστε.
να φθάσετε στη Ζαγορά σαν παλικάρια που 'στε.
κι αν σας ρωτήσουνε για με κι αν είν’ και σας ξετάζουν,
μην πείτε πως σκοτώθηκα στον πόλεμον ετούτον,
μόν’ πείτε, πίσω απόμεινα λογαριασμό να κάμω.
61. ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΕΠΕΝΙΩΤΗ 

(Παραλλαγή του Γ. Αινιάνα. Βλαχογ. Προπ. 133)

Εσείς πουλι' άγρια κι ήμερα, άγρια κι ημερωμένα,
εσείς δουλειάν δεν έχετε αυτού στα Βαλτοχώρια.
Διαβάτ' επάνω στ' Άγραφα, ψηλά στα Βλαχοχώρια
να βρείτε τους αρματολούς και τους Λεπενιωταίους,
σε τι βουνά να βρίσκονται, σε τι κεφαλοχώρια.
Ο Νίκο Θέος φώναξε 'πο μες από τον πύργο·
— Βαρείτε τους αρματολούς και τους Λεπενιωταίους!
Γυναίκες δεν ορίζομε, κορίτσια και νυφάδες !
Κι ο Λεπενιώτης φώναξε και λέει του Νίκο Θέου·
Νίκο, σαν είχες πόλεμον, δε μόστελνες χαμπέρι
να μάσω τα μπουλούκια 63 μου, που τα 'χω σκορπισμένα,
τον Τσιόγκα στη Νευρόπολι, Φραγκίστα στη Ρεντίνα
κι αυτόν τον Γιάννη Παταριά, που 'ναι στο πέρα κόλι,
για να 'βλεπες τον πόλεμο, το κλέφτικο τουφέκι!
62. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ 

(Παραλλαγή του Ανδ. Καρκαβίτσα ( Προπ. 134)

Συχνολαλούνε τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια,
κι ο Λεπενιώτης άρρωστος, στο χέρι λαβωμένος.
Τον κλαίει η νύχτα κι η αυγή, τον κλαίει το μεσημέρι,
τον κλαιν και τρεις αρχόντισσες από το Μισολόγγι·
τον έκλαιγε κι η μάνα του κι όλη η συντροφιά του·
— Κώστα μου, τάξε τάματα σ’ όλα τα μοναστήρια,
χίλια φλουριά 64 μες τον Προυσά και χίλια στην Τατάρνα.
— Αφέντη μ' Αϊ-Δητήτρη μου από τη Βαριτάδα,
αν δε σε φκιάσω ολόχρυσον, αν δε σε ζωγραφήσω!
Να γέρευε το χέρι μου και το δεξί μου πόδι.
κι αν δεν το κάψω τον Φουρνά, μιαν ώρα να μη ζήσω.
63. Ο ΑΕΤΟΣ 

(Κριαρ. Κρητ. 248)

Σε ψηλό βουνό σε ριζιμιό 65 χαράκι
κάθεταν αητός βρεμένος χιονισμένος
και περακαλεί τον Ήλιο ν’ ανατείλει.
— Ήλιε ανάτειλε, ήλιε λάψε και δώσ' μου
για να λύσουνε χιόν' άπου τα φτερά μου
και τα κρούσταλλα απού τ’ ακράνυχά μου.
64. ΤΗΣ ΤΡΙΧΑΣ ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ 

(Πανδ. τ’. ΙΔ 535)

Της νύκτας οι Αρματολοί και της αυγής οι Κλέφτες,
ολονυκτίς κουρσεύανε και τες αυγές κοιμόνται·
κοιμόνται στα δασά κλαριά και στους παχιούς τους ίσκιους
Μα είχαν αρνιά και ψένανε, κριάρια σουβλισμένα,
μα είχαν κι ένα γλυκό κρασί από το Μοναστήρι.
Κι ένας τον άλλον έλεγε κι ένας τον άλλον λέει.
— Καλά τρώμε και πίνουμε και ψηλοτραγουδάμε,
δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας,
να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι,
που εκεί περνάει ένας πασάς με τους αλυσωμένους,
να κόψουμε τον άλυσο, να βγουν οι χαψωμένοι, 66
να βγει της χήρας το παιδί και της Μαριώς ο άνδρας;

 

Για την ερμηνεία των λέξεων χρησιμοποιήθηκαν:

α. Ηλεκτρονικό λεξικό (παράλληλη αναζήτηση) Λ.Κ.Ν. Τριανταφυλλίδη (Ελεύθερο)

β. Μεγάλο Ηλεκτρονικό λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας, Πατάκη, ΜΗΛΝΕΓ (Συνδρομητικό)

γ. Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, περ. Β', τόμος 24ος, 1959 και 25ος, 1960

δ. Μπέρμπερη Ασπασία, Μορφολογική Προσαρμογή και Λεξικοσημασιολογικός Δανεισμός των Τούρκικων Δανείων στα Αρχεία του Αλή Πασά, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2017

ε. Ορφανός Βασίλης, Τουρκικά Δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library, 2020

στ. Arnoldus Passow, Τραγούδια Ρωμαίικα, Popularia Carmina, Graeciae Recentioris, 1860

ζ. Χασιώτης Γεώργιος, Συλλογή των κατά την Ήπειρον Δημοτικών Ασμάτων, 1866

η. Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδώματος, εδώ

 

1. απαντεχαίνω ή απαντυχαίνω | περιμένω

2. ασκέρι | στρατός

3. άσπρα | νομίσματα, χρήματα

4. ατλής | ιππέας, καβαλάρης, έφιππος

5. βιλαέτι | διοικητική περιφέρεια

6. βλάμης | αδερφοποιτός, σταυραδερφός

7. γέροντες | προεστοί, κοτσαμπάσηδες

8. γιόμα | μεσημέρι

9. γιουρούσι | η ορμητική επίθεση ανάμεσα στα εχθρικά στρατεύματα

10. γρόσι | νόμισμα

11. δαμασκί ή διμισκί | μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου

12. διχοστά | δίχως, χωρίς

13. Έγριπος | η Χαλκίδα

14. εδυνάστη | δύναμαι, μπορώ

15. ετζαλαπάτει | τζαλαπατώ, τσαλαπατώ, πατώ βίαια

16. ζαϊρές | οι προμήθειες, τα εφόδια, οι ζωοτροφές

17. κάνω νισάφι | δείχνω έλεος, ευσπλαχνία

18. καραούλι | σκοπιά, φρουρά

19. κασαβέτι | ανησυχία, φροντίδα, λύπη

20. κιοτεύω | δειλιάζω

21. κόλι | φρουρός, περίπολος

22. κοπή | κοπάδι

23. Κόρθος | η Κόρινθος

24. Κουπάντασι ή Κουσάντασι | η Νέα Έφεσος, παράλια πόλη κοντά στην Αρχαία Έφεσο και τη Σμύρνη

25. κουρκουσάλια | λεπτό χαλάζι

26. λογάρι | χρήματα, θησαυρός, περιουσία, πλούτος

27. μάινα | πρόσταγμα για να χαλαρωθούν τα σκοινιά, να κατεβούν τα πανιά

28. μιντάτι ή ιμντάτι ή εμτάτι ή μεντάτι | βοήθεια, αρωγή

29. μουρτάτης | αρνησίθρησκος, αποστάτης, αλλαξόπιστος

30. μπαξίσι | φιλοδώρημα

31. μπαταριά | ομοβροντία

32. μπίμπασης | στρατιωτικός διοικητής ή αξιωματούχος

33. μπουλούκι | μικρό τμήμα άτακτου στρατού

34. μπουλούκμπασης | αρχηγός του μπουλουκιού, της ομάδας ενόπλων

35. νιόνυμφη | σε πολλά μέρη της Ελλάδος συνηθίζεται κατά τους γάμους η νύφη να προσκυνάει αυτούς που τη συγχαίρονται και της εύχονται

36. νταγιαντίζω ή νταγιαντώ | στηρίζω, στηρίζομαι, αντέχω, υπομένω, βοηθώ

37. ξιφτέρι | γεράκι

38. ογλάνι | αυτός που χρησιμοποιείται από κάποιον ως όργανο των συμφερόντων του

39. ορδί | στρατόπεδο

40. παγανιά | η ενέδρα, η ομάδα των ατόμων που μετέχουν σε κυνήγι, σε παγίδευση ζώου ή ανθρώπου

41. περβατώ ή πορβατώ | περπατώ

42. περσιάνοι | Οθωμανοί

43. πιργαντίνι | μικρό πλοίο συνοδείας, χαμηλό και χωρίς κουβέρτα και γέφυρα, το οποίο κινείται με πανιά και κουπιά

44. πόσι | κεντητό κάλυμμα του κεφαλιού, κεντητός σκούφος, που φορούσαν συνήθως οι αρματολοί

45. ρεσάλτο | έφοδος

46. ριζιμιό | που είναι βαθιά ριζωμένο στη γη

47. ριτζάλης | (λ. τουρκ. και αλβαν.) σύμβουλος

48. σαΐνι | το γεράκι

49. σεφέρι | η εκστρατεία, ο πόλεμος

50. ταμπούρι | φυσικό ή τεχνητό οχύρωμα

51. τζουπχανές ή τζεμπχανές ή τζεμπιχανές | πυριτιδαποθήκη, αποθήκη όπλων, πολεμοφόδια

52. τίγαρις | μήγαρι, μήπως

53. τόπια | α. σφαιρικό βλήμα κανονιού. β. κανόνι

54. τουμρούκι ή τρουμπούκι | κορμός, κούτσουρο, όργανο βασανισμού

55. τσαπράζια ή τζαπράζια | τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος

56. τσελίκι | χάλυβας

57. φλάμπουρο | λάβαρο, είδος πολεμικής σημαίας

58. φλωρί ή φλουρί | χρυσό νόμισμα

59. χαλάλι | δίκαιο, συγχωρεμένο

60. χαλεύω | επιζητώ επίμονα να εντοπίσω κάποιον ή κάτι

61. χαμπέρι | είδηση, νέο, πληροφορία

62. χαράτσι | κεφαλικός φόρος

63. χασινές ή χαζινές | ταμείο (;)

64. χαψωμένοι | φυλακισμένοι, ρ. χαψώνω

65. χουγιάζω ή χουχουτίζω | φωνάζω δυνατά

66. χουμάει – χυμάει | ορμάει

 

αρχή