ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ

Η ΜΑΖΩΧΤΡΑ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


 

Η Η ΜΑΖΩΧΤΡΑ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ εκδόθηκαν το 1900.

Πληροφορίες για τον Αργύρη Εφταλιώτη εδώ

 

 


 

ΚΡΗΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

— Την ώρα δεν έβλεπα να ’ρθεις, να μου τα πεις, λέγω του φίλου μου τις προάλλες, ό,τι μεταγύρισε από πεταχτό ταξίδι ως την Κρήτη.

— Μην το θαρρείς δα πως είναι κι εύκολο να τα περιγράφω, μάλιστα καταπώς το ’καμ' αυτό το ταξίδι. Μήτε μολύβι, μήτε χαρτί. Έτσι, με τα μάτια και με το νου, αρπαχτά — απολογιέται ο λιοκαμένος μου φίλος.

—Και τι καλύτερο; ζωντανά πράματα· τα γραμμένα τα βρίσκουμε κι απ’ αλλού. Να μου τα πεις όμως με το νι και με το σίγμα. Έτσι, να θαρρέψω πως ταξιδεύω κι εγώ στην Κρήτη.

— Αυτό να το βγάλεις από το νου σου· αδύνατο. Ο μεγαλύτερος ο τεχνίτης ένα πράμα ξέρει και παρασταίνει με τρόπο που χωρεί στο νου σου καταπώς είναι—τον άνθρωπο και τ’ ανθρώπινα. Τ’ άλλα, τ’ απέξω, τοποθεσίες και θέες, ό,τι θέλει ας κάμει, πλανερά θα τα παραστήσει. Όχι ως δεν τάχει αυτός αληθινά εικονισμένα μες στο δικό του το νου· αυτός τα φυλάει μια μορφιά στοιβασμένα. Η δική σου όμως η φαντασία, μια και τ’ αποδεχτεί στα φτερούγια της, παίρνει δρόμο και τα κολνάει όπου της κατέβη. Μήτε όπου της κατέβη, παρά όπου το μνημονικό σου τήνε φυσήξει. Ας καθίσω τώρα εγώ κι ας σου παραστήσω, να πούμε, την Κάντανο. Θα ξυπνήσουνε μέσα σου μύριες παλιές σκηνές ανάλογες, θ’ αρπάξει η φαντασία σου μια ή και πιότερες, και θα σου σκαρώσει μιαν Κάντανο, που να τήνε δεις την αληθινή καμιά μέρα, θα γελάς με τη ψεύτικη την εικόνα που είχες παρμένη από τον τεχνίτη σου. Για δαύτο κι ο τεχνίτης, ξέροντάς το αυτό που σου λέω, τι κάμνει; Όλο ανάλογα ξετρυπώνει και βρίσκει, να σου παραστήσει με κάποια αλήθεια το τι δεν είδες. Όλο εικόνες και σύγκρισες.

— Απελπισία το λοιπόν! Κάνω του φίλου μου. Κι ωστόσο δε μ’ έπεισες. Ο καλός ο τεχνίτης ποτές δε σφάλλει. Δεν πάω να πω πως δεν είσαι καλός τεχνίτης· μια όμως κι ανέβασες το ζήτημα στ’ αψηλά, πρέπει να σου αποδείξω πως λαθεύεις. Κοίταξε τον Όμηρο —

— Γεια σου, τον Όμηρο, αντισκόβει ο φίλος. Πού και πότε είναι μεγάλος ο πατέρας της τέχνης κι αληθινός; Όταν ιστορεί ανθρώπινες πράξες κι ανθρώπινους λογισμούς. Σε κάμνει και τα νοιώθεις κατάβαθα κι αυτά και τ’ απόκρυφά τους τα ελατήρια. Γίνεται η ψυχή σου ένα μαζί τους. Σε συνεπαίρνει μ’ αυτόν τον τρόπο κι ο Όμηρος κι ο Σαιξπήρος κι όλοι τους, επειδή μέσ’ από τα φυλλοκάρδια σου το παίρνουν το υλικό τους. Την ψυχή σου ιστορούνε. Πάρε όμως δυο καλούς ζουγράφους· φαντάσου πως δε διάβασαν ποτές τους μήτ’ Όμηρο μήτε Ντάντε. Βάλ’ τους να διαβάσουν. Κλείσ’ τους έπειτα μέσα σε ξέχωρες κάμαρες, και πες τους να ζουγραφίσουν, ας πούμε το νησί της Καλυψώς κι έναν κύκλο της Κόλασης, καταπώς τα παράλαβαν από τον Όμηρο κι από τον Ντάντε. Πάρ’ τις εικόνες τους ύστερα και κάμε σύγκριση —

— Κατάλαβα, του είπα, πρέπει να πάω και γω στην Κρήτη και να τα δω. Κρίμας τη λαχτάρα που σ’ απάντεχα τόσον καιρό να τ’ ακούσω.

— Να σου πω τι θα κάμω, αποκρίνεται ο φίλος με χαμόγελο παρηγορητικό. Θα σου περιγράψω άκρες μέσες ό,τι μου πέσει εύκολο, αφού και τεχνίτης δε λέγω πως είμαι. Να μη γεμίσω και το νου σου ψεύτικες ζουγραφιές. Έπειτα θα σου δηγηθώ ένα πολύ περίεργο ιστορικό που τ’ άκουσα εκεί κάτω, και που ίσως σου παραστήσει μιαν όψη της Κρητικής της ζωής.

— Λαμπρά. Και σε τι γλώσσα, να πούμε;

— Σε τι γλώσσα; Να, σ’ αυτή τη γλώσσα που σου μιλώ. Αγκαλά εκείνος που μου τα δηγήθηκε — ένας δικηγόρος σπουδασμένος, αν αγαπάς, στην Αθήνα, — παράχωνε κάπου και μερικές φρασούλες της καθαρεύουσας, σαν ξένος που ήμουνα, βλέπεις.

— Λοιπόν όχι στο Κρητικό το ιδίωμα!

— Άλλο πάλε αυτό! Κι ήθελες τάχα να τη χάψω μέσα σε δέκα μέρες τη γλώσσα τους; Το πολύ, να σου πω μερικές λέξες. Να! Σαν τουφεκίσουν κανένα, λεν πως του «παίξανε μια μπαλλοτέ».

— «Μπαρουθιά» το ’ξερα γω. Έτσι το ’λεγαν οι Σφακιανοί μια φορά. Πήγες και στα Σφακιά;

— Δεν μπόρεσα ως εκεί. Άλλη ιστορία.

— Του κάκου· μαζί να ξαναπάμε· ν’ ανεβούμε τότε και στα Σφακιά, ν’ ακούσουμε και τα χαριτωμένα τραγούδια τους, αφού οι «μπαρουθιές» τους παν πια και πάνε, δόξα να ’χει ο θεός.! Το θυμάσαι το λιανοτράγουδο;

 

Το κυπαρίσσι ρέγουμαι, το μυρισμένο ξύρο,

Όπου σου μοιάζει, μάθια μου, στο μάκρος και στο ψήρο.

 

— Καθώς βλέπω, δουλειά δε θα κάμουμε, λέει ο φίλος ανυπόμονα.

— Τώρα κι ομπρός λοιπόν, του απαντώ, εγώ σωπαίνω και συ λαλείς.

Κι αρχίζει ο φίλος.

— Από τα Χανιά ξεκινήσαμε με μουλάρια, ο αγωγιάτης — ένας ως εκεί απάνω — κι εγώ. Είχαμε γράμματα για τον Πέτρο το Μελουδάκη, νομικό στην Άγια Ειρήνη. Μήτε τουφέκι, μήτε μαχαίρι, μήτε ραβδί μαζί μας δεν πήραμε. Κάμποσοι Οθωμανοί στα ξώχωρα, κι είχαν πιασμένες τις κοντοραχούλες, με τα τουφέκια στον ώμο. Κατέβηκ’ ένας τους, μου ζήτησε καπνό, του ’δωκα μερικά τσιγάρα, τέλειωσε. Παρακείθε, μήτε ψυχή Οθωμανός. Πήραμε τα μονοπάτια, αρχίσαμε τ’ ανέβασμα, και το πρώτο πράμα που ’πιασε το μάτι μου, εξόν από τις φυσικές ομορφιές, κι αυτές τις αφήνουμε, ήταν η ρήμαξη κι η καταστροφή. Ελιές σύρριζα κομμένες, ή και καμένες, κι ακόμα παραμέσα· όπου χωριό και χαλάσματα. Λυπητερό θέαμα! Τα ’βλεπες τα καημένα τα παραβλάσταρα κι ανάβλεπαν τρυφερά κι ολόχυμα, σα να το είχε βάλει πείσμα η φύση να τη σκεπάσει την ανθρώπινη τη βαρβαροσύνη.

Γης Μαδιάμ ο Παράδεισος εκείνος! Κι οι κάτοικοί του, οι αγγελόκορμοι εκείνοι οι λεβέντηδες, δίχως νόμο, δίχως τρόπο, δίχως Κυβέρνηση, κι ωστόσο ησυχία παντού, παντού ειρήνη κι απαντεχιά. Ως και στις χλωρασιές απάνω τα ’βλεπες τα πρόβατα κι έβοσκαν αναπαμένα κι αυτά, σα να μην έτυχε τίποτις. Το τουφέκι ωστόσο πάντα στον ώμο. Πού να τ’ αφήσει Κρητικός το τουφέκι, που με δαύτο γεννήθηκε και μεγάλωσε. Αν είναι πράμα που να τους συμπονάει άνθρωπος τώρα που βλέπουν οι δύστυχοι χαραυγή άσπρης μέρας, είναι που δε θα κρέμεται πια το Μαρτίνι κι ο Γκρας πίσω από τον ώμο τους.

— Και σε ποιο χωριό πρωτοσταθήκατε;

— Στ’ Αλικιανού. Το θυμάσαι το μέρος από τα προπερσινά. Εκεί σαν πας, θα δεις ασυνήθιστο πράμα· να τρέχει το ποτάμι μαβή σαν τη θάλασσα. Είναι εξαιτίας που κατεβάζει από τα βουνά τριγύρω και στρώνει κάτω μολυβιά χαλίκια σκιστόπετρα.

Τώρα κι ομπρός αρχίζαμε κι ανεβαίναμε στα γερά. Σταματήσαμε και κονέψαμε στους δοξασμένους τους Λάκκους. Ξέρεις πως οι Λακκιώτες —

— Τα ξέρω, τα ξέρω· από το δωδέκατο τον αιώνα μάλιστα. Άλλες ιστορίες αυτές.

— Τ’ αφήνουμε λοιπόν και σκαλώνουμε παραπάνω, κατά τον Ομαλό. Απλάδα κι αυτή περιξάκουστη, ως τρεις χιλιάδες πόδια του ύψου, τέσσερα μίλια φάρδος, και πέντ’ έξι μάκρος, και τα βουνά ολοτρόγυρα ακόμη πιο απόψηλα και πιο περήφανα. Αν έχεις όρεξη να σταθείς και να κοιτάξεις πίσωθέ σου καθώς ζυγώνεις τον Ομαλό, θ’ αγναντέψεις το πέλαγο, τ’ ακρωτήρι, τον Κάβο Σπάδα—όλα ξετυλίγουνται στα μακριά σα «ζουγραφισμένα», που λέει ο κόσμος. Στον Ομαλό απάνω ανταμώσαμε και τον αρχηγό το Χατζημιχάλη μέσα στα βουνίσια φωλιάσματά του. Τώρα χτίζει έναν πύργο εκεί, να πηγαίνει, λέει, ο κόσμος και να παίρνει αγέρι. Μας κέρασε μαστίχα ο χρυσόκαρδος ο καπετάνος, μας έκοψε καρπούζι, μας έφερε και καρύδια. Τα ’σπανε τα καρύδια με τα σιδερένια του δόντια ο καλότυχος, που ’λεγες κι ήταν παξιμαδάκια. Χαμογέλασε και μου είπε με τη βροντερή του φωνή πως φόβο δεν έχει, σαν άκουσε πως φοβήθηκα μην τύχε και σπάσει τα δόντια του.

Τ’ άλλο το κόνεμά μας ήτανε στην Αγιά Ειρήνη, από την παρακείθε πλαγιά του βουνού, δίπλα στ’ Απανωχώρι. Εκεί το λοιπόν μπρος στο Καφενείο, αντάμωσα τον καλό μου τον Πέτρο που σου ’λεγα παραπάνω. Ήρθε κατόπι κι ο αδερφός του ο Παυλής, δικηγόρος κι αυτός, και μας βρήκε.

— Και φορούσανε Κρητικά οι δικηγόροι αυτοί;

— Δηλαδή μισά μισά, μάλιστα ο Παυλής. Στιβάνια στα πόδια, το κεφάλι τυλιγμένο με μαύρο μαντίλι, στενά όμως φορεμένος κι αυτός, καθώς ο αδερφός του, ο πιο κοσμογυρισμένος από τους δυο. Μ’ αποδεχτήκανε λοιπόν και με περιποιήθηκαν και τα δυο τ’ αδέρφια με τη φιλοξενία που την ξέρεις κι από τα δικά σας τα μέρη. Άλλο πράμα αυτή η καλοσύνη. Του πουλιού το γάλα να σου πω πως μου βρήκανε, θα σε γελάσω. Γάλα όμως πρόβειο και μυζήθρες και καρύδια και κάστανα και γουρουνάκια κι αυγά, σου τα δίνουν οι Κρητικοί με την παλικαρίσια καρδιά τους, και το χαίρουνται ολόψυχα σαν τα καλοδέχεσαι. Να μη σου τα πολυλογώ, τα ταιριάξαμε με τα δυο τ’ αδέρφια, και τους πήρα μαζί μου στο ταξίδι.

Πρώτος μας σταθμός ύστερ’ απ’ την Αγιά Ειρήνη, παίρνοντας το φρύδι του κατοπινού του βουνού, ήταν η Κάντανο, γνωστή σου κι αυτή από πρόπερσι· αγκαλά παλαιικό μέρος κι αυτό. Πολιτεία άλλοτες, περιφέρεια τώρα, με πεντ’ έξι χωριά. Ωριόφαντος τόπος. Θεόρατη λακκωματιά, ως έξι μίλια μάκρος, καστανιές γεμάτη στα βάθια της, κι αψηλόκορμες ελιές στα βουνόπλαγα, πηχτές και φουντωμένες κι από τις δυο τις μεριές.

— Κι αποκάτου οι Σφακιανές οι μαζώχτρες που έρχουνται, λέει, από τον Άη-Γιάννη να βγάλουν το μεροκάματο. Και δεν τις ρώτηξες α βγάζει κι ο τόπος τους λάδι;

— Εγώ δεν τις είδα. Μα και να τις έβλεπα, θα τους έβγαζα μα την αλήθεια το σκούφο μου, κι όχι από κοινή ευγένεια, παρ’ από σέβας, που γεννούν τέτοιους δράκους. Ας είναι. Από την Κάντανο τραβήξαμε σύνταχα το πρωί δυτικά, κατά τα Κισαμιώτικα τα χωριά. Ποια χωριά είδαμε, μη ρωτάς. Κι όχι πως πειράζει σ’ αυτή την περιγραφή, μα έρχεται, βλέπεις, κατόπι η ιστορία, κι επειδή μου περνάει υποψία πως μπορεί να τα γράψεις, και γράφοντάς τα να παραχώσεις και μερικά που εγώ δεν τα είπα, κάλλιο να μείνουν τα κατατόπια δίχως ονόματα.

Μείναμε σύφωνοι και σε τούτο, και πήγε ο φίλος ομπρός.

— Το χωριό λοιπόν που πήγαμε και κατασταλάξαμε βράδυ βράδυ, θα σου το βαφτίσω Παραμυθιά. Κι αυτό ανάμεσα σε βουνά, εδώ κι εκεί στημένα σαν πύργοι, που λες και τα διαφεντεύουν τα χωριουδάκια που τα ’χουν αγκαλιασμένα μες στα πλευρά τους. Ελιές και δω στις βουνοπλαγιές, καστανιές και δω κάτω στα βαθιά τα λακκώματα. Κατασκέπαστα τα κορφοβούνια ή με χλωρασιές ή μ’ αρείκι, καταστόλιστες οι ραχούλες με θυμάρια και με κουμαριές και με βάτους, ως κάτω στα ριζοβούνια, όπου δεν τυχαίνει να ’χουνε λιόδεντρα φυτεμένα.

— Μα αυτά είπαμε να μην τα λέμε. Έπειτα τ’ απομαντεύω κι από τα δικά μας.

— Ένα δυο άλλα όμως δε θα τα μαντέψεις α δε σου τα πω. Πρώτο, τα σπιτάκια τους — χάρβαλα τα πιότερα τώρα — δεν είναι σαν τα δικά σας, τα «σπιτάλια». Είναι τόσα δα καλυβάκια. Ένα χαμώγι, και μια κάμαρα από πάνω του, που γίνεται κατά την ανάγκη σαλόνι, νυφιάτικη κάμαρα ή και ξενώνας, όταν έχει μουσαφιρέους. Μερικά σεντούκια κοντά στους τοίχους αραδιασμένα, κανέναν πάγκο παράπλευρα με τον τοίχο κι αυτόνα, δύο τρία σκαμνιά ή καρέγλες, από κείνες με το μονό τ’ ακουμπίδι, τραπέζι, και το κρεβάτι στην κώχη. Σκάλα λιθόχτιστη απέξω, σκαλί κι από μέσα που σ’ ανεβάζει στην ίδια την κάμαρα. Κάτω πάλε στο χαμώγι η καθημερινή η ζωή.

— Μακάρι, μα το ναι; να τα είχαμε κι εμείς οι άλλοι νησιώτες τέτοια σπίτια, και κανένα παλιοτούφεκο κρεμασμένο στον τοίχο. Εμείς όχι τουφέκι, μα μήτε Κολοκοτρώνικη σουγιά δεν κρατούμε απάνω μας. Άφησέ μας εμάς, και λέγε μου για τους Κρητικούς.

— Σα να το ’ξερες πως για δαύτους ήθελα τώρα να πω δυο λόγια. Είναι λοιπόν, που λες, αγγελοκάμωτοι στ’ αλήθεια οι Κρητικοί. Όχι να πεις και πολύ αψηλόκορμοι, σαν το τραγούδι σου· μα θαρρείς και τεχνίτης το ’χυσε το κορμί τους — τέτοια συμμετρία. Πόδια και χέρια ψιλοκάμωτα και μικρουλά. Τα μάτια τους ζωηρά κι ολόξυπνα, που λες το καθένα τους κι απόνα ρωτηματικό. Όλα τα ρωτούν κι όλα να τα μάθουνε γυρεύουνε. Στόμα σύμμετρο κι αυτό και πρόσχαρο, μισό κοσμογνωρισιά, μισό γλύκα και καλοσύνη. Και μια γοργάδα! Σκαρφαλώνουνε τα βουνά γοργοπόδαροι, σα να τα ’χουνε φτερουγιασμένα καθώς ο Ερμής.

— Και τα φορέματά τους;

— Τα ξέρεις από τους κατακαημένους τους Πρόσφυγες. Στα μέρη που πέρασα, τους έβλεπα με μαύρο μαντίλι περιτυλιγμένο στο κεφάλι τους αντίς φέσι ή σκούφο (οι Οθωμανοί άσπρο μαντίλι), με κοντοβράκια και με στιβάνια που ανέβαιναν ως τα γόνατα. Στο ζωνάρι χωμένο πιστόλι κι ασπρομάνικο λάζο, και στον ώμο τουφέκι.

Τέτοιος φαινότανε, κι έτσι ήτανε φορεμένος ο καλός μου ο Γιάννης που μας φιλοξένησε στην Παραμυθιά. Έλειπε σαν μπήκαμε στ’ απλοϊκό σπιτικό του. Μας αποδέχτηκε η κερά του, νιόπαντρη κοπέλα ως δεκαφτά χρονών. Όχι κι ομορφιά που να τρελαθείς, μα πρόσχαρη και σβέλτη κι αυτή, καθώς όλες τους, που σαν τις ζορκάδες τις έβλεπα και πετιούνταν από δω κι από κει, στις ελιές, στα κάστανα, στις νεροσυρμές, στα κοπάδια—παντού. Μας καλωσόρισε κι η γριά η μάνα τους συσταζούμενη γυναίκα και γνωστικιά. Όσο για τα γυναικίσια τα φορέματα, δε μου φάνηκαν και πολύ διαφορετικά απ’ αυτά που βλέπουμε σε κοντινότερά μας χωριά.

— Τα ξέρω κι αυτά. Παντού τώρα κρυφογλιστράει η μόδα και τους τ’ αλλάζει.

— Ωστόσο έχουν κι οι γυναίκες τους τον Κρητικό τον αέρα, κι ας μη φορούν πια όλες στιβάνια ως τα γόνατα, καθώς οι άντρες. Ό,τι λοιπό βγήκε το συνηθισμένο το γλυκό κι ο καφές, να κι ο νοικοκύρης ο Γιάννης και μπαίνει, και μας καλωσορίζει κι αυτός. Αποθέτει το τουφέκι, καθίζει, αρχινάει η κουβέντα. Με μάγεψε μα την αλήθεια αυτός ο άνθρωπος, που καθώς είπα, είναι της Κρητικής της ομορφιάς και της λεβεντιάς εικόνα πιστή. Ο μαυριδερός μου ο Γιάννης, ο λιγόλογος, ο αρχοντικός. Κάτι μου ’λεγε το πονετικό εκείνο το πρόσωπο, τα κατάμαυρα μάτια του, που γλυκαστράφτανε στου λυχναριού τις αχτίδες, το ήμερο και στοχαστικό του χαμόγελο, κάτι που μ’ αποτραβούσε, και στη ψυχή του μέσα γύρευε να με κατεβάσει, να γνωρίσω τα φυλλοκάρδια του, και να μάθω τον κρύφιο του πόνο.

Τέλος, καθίσαμε στο φαγί. Μονάχα οι άντρες όμως. Οι γυναίκες, μάνα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισσαμιώτικο. Μαζί του κατέβαινε η σαλάτα που κολυμπούσε στο λάδι, μαζί του τ’ αυγά τα τηγανιτά, μαζί του το κομματιαστό το γουρουνάκι, το τυρί, τα κάστανα, τα καρύδια — τίποτις μονάχο του δεν κατέβαινε. Και κάθε φορά «Εισυγεία!» Την μπουκάλα ο κυρ-Γιάννης στο πλάγι, και δωσ’ του Κισαμιώτικο. Κατά το τέλος περουνιάζει κι απόνα κοψίδι κρέας και τα προσφέρνει τω γυναικώνε με ποτήρι κρασί. Τιμητικό συνήθειο κι αυτό. Προσηκώθηκαν οι γυναίκες κι ήπιαν, αφού μας προσχαιρέτησαν όλους με την αράδα.

— Τώρα να σε κεράσω κι εγώ, που τα δηγάσαι με τόση όρεξη, λέγω του φίλου.

— Ναι, να με κεράσεις. Να την ανιστορήσω τη μαγική εκείνη ζωή. Που λες. Σαν αποφάγαμε, και το γλεντίσαμε με τα κάστανα τα ο φ τ ά, καθώς τα λεν, και με το Κισαμιώτικο, μας καλονύχτισαν, και πλαγιάσαμε. Εγώ στο κρεβάτι, οι άλλοι στον πάγκο, ή και κατάχαμα. Τη νύχτα, βρίσκοντας εγώ το κρεβάτι σαν άβολο, σηκώθηκα και πλάγιασα στην άλλη την άκρη του πάγκου. Ξυπνάει κατόπι ο Πέτρος, και τηρώντας αδειανό το κρεβάτι (έφεγγε η καντήλα), ανατινάζεται στο ποδάρι και μου φωνάζει «τι γενήκατε!» Φοβήθηκε ο δύστυχος μην έπαθα τίποτις, μα γλήγορα τον καθησύχασα με το τράντασμα του γέλιου μου, και πρέπει να τους ξύπνησα και τους αλλουνούς αποκάτω.

Τ’ αποταχύ, σάνε σηκωθήκαμε και προγεματίσαμε, και ξανάπιαμε πάλε κρασί, και μας πρόσφερε η γριά ζεμπίλι γεμάτο κάστανα για το δρόμο, ξεκινήσαμε κατά την Κάντανο, πήραμε σα να πούμε πάλε την πίσω γύρα, παραστρατώντας κάποτε να κοιτάξουμε κανένα χωριό. Και σ’ άλλες τρεις τέσσερεις μέρες μέσα, είμαστε στα Χανιά.

— Κι η ιστορία;

— Τώρα κι η ιστορία. Σα βγήκαμε το λοιπόν και ξεκινήσαμε, κάνω εγώ του Πέτρου — Τι όμορφο παλληκάρι, και τι συμπαθητικό, αυτός ο Γιάννης!

— Και να τήραγες τον αδερφό του τον Πανάγο, απολογιέται ο Πέτρος. Και ν’ άκουγες και την ιστορία τους.

Ίσα ίσα ώρα για ιστορίες. Τους κουρντίζω λοιπόν και τους δύο τους κι αρχίζουνε. Όσα αποξεχνούσε ο ένας τ’ απόσων’ ο άλλος, κι έτσι κάμαμε κάμποσο δρόμο. Και για να νιώσεις και συ κάτι από ζωή Κρητική—ας είναι και τόσο δα—σου τα ξαναλέγω τώρα με λίγα λόγια.

 

Η ΜΑΖΩΧΤΡΑ

1

Τα έλουζε ο ήλιος από τον καταμεσήμερο θρόνο του τα λιόδεντρα της Παραμυθιάς, του πρόσχαρου εκείνου χωριού, που σκαλωμένο σε μιαν από τις βουνοπλαγιές του Κισσάμου, ξάστραφτε δίπλα στα δέντρα σα να γύρευε να δείξει την ομορφιά του μ’ ερωτιάρικη περηφάνια στ’ αντικρινό το βουνό. Πλούσια η χρονιά, άλλο τίποτις καρπό τον Οχτώβρη εκείνο τα φουντωμένα κλωνιά, που καθώς έπαιζε ο μεσημερίτης ανάμεσα στα μύρια ξανθόφυλλά τους, θάρρειες και κάθε φύλλου τρεμούλιασμα ξεφανέρωνε κι από μια ελιά, καλοθρεμμένη, βαθοπόρφυρη, με τ’ αργυρόλαμπο χνούδι.

Όντας Σαββάτο μέρα, οι πιότερες οι μαζώχτρες ήταν παγεμένες να νοιαστούνε τα σπιτικά τους. Μια και μονάχη κοπέλα απόμενε στου Πανάγου τα δέντρα, να μαζώξει τ’ απομεινάρια, πρι να σημάνει Σπερνός. Δεν είχε και σπιτικό να πολυνοιαστεί η λυγερή μας Παραμυθιώτισσα. Άλλο στον κόσμο δεν είχε παρά τη θεια της την Πασκαλιά, ζαροπρόσωπη και σκυφτή γριά, που σφαλισμένη μες στο καλύβι της κατά την άλλη άκρη του χωριού, περνούσε τις μερούλες της με τα γουρουνάκια της, έχοντας μαζί της και τη μαζώχτρα την Ασήμω, σαν ορφανεμένη που ήταν από γονιούς, τουρκοφαγωμένους χρόνια πολλά. Δεν πολυσυφωνούσαν τα χνώτα τους όμως. Η θεια όλο με τα γουρουνάκια της, με τα ορνίθια της και με τις άλλες δουλείτσες της, η καθεμιά τους αλύπητος κόπανος απάνω στο παιχνιδιάρικο το κεφάλι της ανιψιάς. Αφορμή λοιπό ν’ αποτελειώσει το μάζωμα, την άφηνε τη γριά η Ασήμω να νοικοκυρεύεται απατή της.

Πήρε δεν πήρε τ’ αυτί της του μεσημεριού το ναμάζι (είχε κι Οθωμανούς η Παραμυθιά), κι αφήνει το μάζωμα η Ασήμω, σακούλι και καλάθι μισόγεμα, και με το λίγο φαΐ της ροβολάει, κατά τις καστανιές στη λακκωματιά. Ήθελε να ραχατέψει η Ασήμω. Ήθελε να το ρίξει στην ξαπλωσιά δυο στιγμές και να ζήσει, να βυθιστεί στα χαδευτικά τα ονείρατα, που το κορίτσι, και μαζώχτρα να είναι, πρέπει να τα γυρέψει.

Παράξενο πλάσμα η Ασήμω και μαγικό. Σα να μην ήτανε για τέτοια λογής μαζώματα γεννημένη.

Τα χέρια της, θα πεις, ροζωμένα, από το τρίβε τρίβε στο χώμα· μα πάντα μικρουλά και χυτά. Τα στιβάνια της όχι της ώρας, κι ίσως στραβοπατημένα λιγάκι. Μα κι αυτά μικροκάμωτα. Και δίχως άλλο, αν κατείχε η μαζώχτρα μας από τ’ αληθινά τα μάγια της τέχνης, θα τήνε βλέπαμε τώρα ξυπόλυτη κι ανεμοπόδαρη, καθώς κατέβαινε στα παράμερα εκείνα λημέρια. Δεν έφεγγαν, από την πάστρα οι ποδιές της, που δω και κει ο αψύς ο χυμός της ελιάς τις είχε στυμμένες. Τα θεόμαυρά της μαλλιά, η πίσσα εκείνη η ψιλόχνουδη κι η μαλακόφεγγη, κατέβαινε κι έπαιζε όπως τύχαινε απάνω στις τορνευτές ωμοπλάτες της. Ως και τα κατάμεστα της τα στήθια τα χαδεύανε μερικές πλεξούδες. Μα απ’ όλα πιο ελκυστικό και πιο νεραϊδίστικο φαίνουνταν το πρόσωπό της, κι ας ήταν και λιοκαμένο. Χαμηλωμένα καθώς γέρναν τα μεγάλα της μάτια, αδύνατο να τα κοιτάξεις απάνω στη γοργή της περπατηξιά· τα ’κρινες όμως από τα πηχτά, τα μαύρα ματόκλαδα, καθώς και τα φρύδια. Κι όσο για τη μιλιά τους (αφού μιλούν και τα μάτια), την απείκαζες από το γελαστό μα και μαριόλικο στόμα, από τα μισανοιγμένα τα χείλη, από τα χνουδερά και παχουλούτσικα μάγουλα. Ένα και μονάχο ψεγάδι στο παράμορφο εκείνο το πρόσωπο, που κι αυτό για καλό της ομορφιάς καταντούσε. Το λαξευτό της σαγόνι δεν είχε τη στρογγυλάδα που βρίσκεις στ’ αρχαία τ’ αγάλματα. Όσο για τη μύτη δεν πείραζε. Η τέλειά της η συμμετρία της έσωνε.

Δεν άργησε να ζυγώσει τα δάση της σύδεντρης εκείνης κοιλάδας. Κοντοστέκεται, ρίχνει περίγυρα σιγανή ματιά, και διαλέγει πηχτόκλαδη και πλατύσκιωτη καστανιά. Εκεί από κάτω καθίζει, και γεύεται τ’ απλοϊκό της φαγί. Άψε σβήσε το γιόμα της. Λες κι ήτανε πουλί και τσίμπησε μερικά ψίχουλα. Ξαναδένει στο μεσάλι ό,τι απόμεινε, και τηράει πάλε γύρω με μάτια σα νυσταγμένα, ορθάνοιχτα όμως και γαλήνη γεμάτα· θάλασσα σωστή, όσο θέλεις βαθιά, μα αυτή την ώρα ατάραγη κι ακυμάτιστη. Δε βλέπει ψυχή πουθενά! Της ήρθε όρεξη να πλαγιάσει απάνω σε μερικά, κιτρινόφυλλα που θάρρειες πρόλαβαν και πέσανε, να της δώσουνε στρώμα πιο ταιριαστό. Τα πιότερα φύλλα γλυκόπαιζαν ακόμα το ’να με τ’ άλλο απάνω στους κλώνους. Πλάγιασε η Ασήμω ανάστηθα και ξένοιαστα, και κοίταζε την ολοπράσινη στέγωσή της, αναγυρισμένα τα δυο της μπράτσα ζερβόδεξα, και τα δάχτυλα μπλεγμένα απάνω στην αναμαλλιασμένη κορφή της. Τήραγε τα φύλλα που σάλευαν και που σαλεύοντας άφηναν κάθε λίγο και ξεγλιστρούσαν απ’ ανάμεσά τους αχτίδες που αστράφτανε στα μισοκλεισμένα της μάτια σαν πρώτου νερού διαμάντια. Μα μ’ όρεξη ακόμη πιο παιχνιδιάρικη κοίταζ’ ένα τσαμπάκι σταφύλι, μέρος φαγωμένο από κοτσύφους ή από σφίγγες, μέρος κιτρινόφεγγο και κατάλαμπρο, που το φύλαγε διαφεντεμένο από κλέφτες ή εργάτες μήνες και μήνες μεγάλη κληματαριά, της καστανιάς εκείνης αχώριστη κι αγκαλιαστή φιλενάδα. Το λόγιαζε τ’ ορεχτικό το τσαμπί και στα χείλη της χόρευαν αμίλητες χάρες, κρυφοί αντίλαλοι της καρδιάς. Ήσυχος ήταν και σιγανός, μα βαθύς κι ο ανασασμός της.

Παράξενη την είπα και μαγικιά τότες που έπαιρνε τον κατήφορο βεργολύγερη και γοργοπόδαρη. Μα τα πιο αξετίμωτα μάγια της, κρυμμένα εκείνη την ώρα στα φυλλοκάρδια της μέσα, δεν τ’ αγνάντευες τότες σαν τώρα, που λες και τα ’βγαζε και σα στολίδια τα ξετύλιγε και τα γλυκοκαμάρωνε.

Πολλά, θα μου πεις, τα τόσα παινέδια για μια μαζώχτρα. Το σκαρί της όμως δεν ήταν από μαζώχτρες. Εκεί καταστάλαξε, μα πούθε ξεκίνησε, ένας Θεός το κατέχει. Α με πολυσφίξεις, θα σου αποκριθώ πώς ξεκίνησε από λαμπρότερων αιώνων αγκάλες, από τα μακαρισμένα τα χρόνια που οι αθάνατοί μας τεχνίτες βρίσκανε πρότυπα όπου κι αν πρωτογύρευαν. Και τάχα τι παράξενο να κατέβαινε από τα δοξασμένα εκείνα τα ύψη; Όλα τα είχε της ελληνικής ομορφιάς, εξόν το κατιτίς εκείνο που είναι της σκλαβιάς κι όχι της λευτεριάς, της ψυχής κι όχι της μορφής, μα έχει δεν έχει θ’ ανέβει και στη μορφή, και πότε σ’ όλη την όψη μας περιχυέται, πότε δυο τρία της μέρη διαλέγει και φωλιάζει εκεί μέσα. Από την πανώρια εκείνη τη μαζώχτρα διάλεξε τα ψιλούτσικα τα χείλη, το σαγόνι το μυτερό, τα παράπηχτα φρύδια.

Άραγες θ’ αποκοιμούνταν εκεί και θα ονειρευότανε στ’ αλήθεια; Άραγες θα σηκώνουνταν αμέσως και θα ξαναπήγαινε στην αγγαρεία της; Ποιος το ξέρει. Συνέβηκε όμως κάτι που την ξάφνισε απάνω στο γλυκονείριασμά της.

 

2

 

Την ώρα ίσια ίσια που η Ασήμω χωνότανε μέσα στα μεσημεριανά κατατόπια της, ξεκινούσε κι ο Πανάγος από το σπίτι να ρίξει μια ματιά στις δουλειές του. Το χωριό, καθώς είδαμε, δεν ήταν και πολύ μακριά. Πήρε το μονοπάτι και πότε διαβαίνοντας από βάτους ανάμεσα, πότε από θυμάρια κι από ρίγανες, πότε πάλε πηδώντας λιθάρια ξερά και γυμνά, ζυγώνει τα λιοφυτεμένα βουνόπλαγα. Δεν άργησε να βρεθεί, στα δικά του τα δέντρα. Ανεβοκατέβαινε, σεριάνιζε, κι απολογάριαζε τα μαξούλια του.

Άλλο άγαλμα πάλε αυτός. Ως είκοσι τριώ χρονών παλικάρι. Εσείς, που τα μετράτε με το διαβήτη, κοπιάστε να του βρείτε ψεγάδι στο πρόσωπο το μαυριδερό, στο κυπαρισσένιο κορμί, στη δαχτυλιδένια τη μέση. Μονομιάς θα το δείτε, πως ο ίδιος ο μάστορης που έπλασε της Ασήμως την ομορφιά, έχυσε και του Πανάγου τη χάρη. Μα του Πανάγου με κάτι πιότερη γνωρισιά. Την ομορφιά, την περέχυνε κάποια σα μελαχολία, σα σοβαρότη, που έλειπε ολότελα από της μαζώχτρας την όψη. Έπειτα χείλη πιο παχουλούτσικα, σαγόνι πιο στρογγυλωτό. Το μουστάκι του πάλε, το καστανό, το ψιλόχνουδο, το πηχτουλό, σου παρουσίαζε αντροσύνη και ζεστασιά, που τα ψιλογραμμένα τα φρύδια δεν τήνε δείχνανε. Όσο για τα μαύρα του μάτια, τα στοχαστικά και τα γοργοκίνητα, τέλος δεν είχε η λυπητερή διαφανάδα τους. Με το Κρητικό το μαυρομάντιλο τυλιγμένο περίγυρα στην κορφή του, δεν τα πολυστερούσουνα τα σγουρά του. Στερούσουν όμως, αν τύχαινε κι ήθελες μάθημα τέχνης από το φυσικό, στερούσουν τα σκέλια, κρυμμένα καθώς ήταν μες στα μακριά τα στιβάνια.

Στέκετ' ομπρός στο μισόγεμο το σακούλι ο Πανάγος. Γνωρίζοντας τις συνήθειες της λυγερής, το μαντεύει κατά πού τράβηξε, και τηράει μαριόλικα προς τα κάτω. Η ώρα το είχε; της ηλικίας ήταν; Της μοίρας του; Αναπόφευγη λαχτάρα τόνε συνεπαίρνει να κινήσει και να βρει την κοπέλα. Ίσως και λιγουλή περιέργεια. Τράβηξε τον κάτω το δρόμο δίχως δεύτερη συλλογή. Άμα ζύγωσε τη δασωμένη κοιλάδα, άρχισε κι αλαφροπάταγε σα να κυνηγούσε περδίκι, τηρώντας από παντού. Την είδε δεν την είδε, και χώθηκε πίσωθε χοντρόκορμης καστανιάς. Ήταν ό,τι τέλειωνε το ψωμί της. Στέκουνταν ασάλευτος, ανάσαστος, τα μάτια στηλωμένα απάνω της, μισανοιγμένα τα γελαζούμενα χείλη του, ως είκοσι βήματα μακριά. Δεν του ξέφυγε μήτ’ ένα της κίνημα. Όλα τα είδε, τ’ αποκαμάρωσε, τα ’νοιωσε. Ίδρος ψιλός τον περέχυνε τότες που η Ασήμω κοίταζε το σταφύλι. Σύφλογη λαχτάρα τον περιτύλιξε και του στέγνωνε το λαρύγγι. Από στοχαζούμενος εργάτης του κόσμου έγινε μονομιάς ο Πανάγος αχαλίνωτος ποιητής, παιχνίδι της φαντασίας. Μήτε τ’ ονειρεύουνταν, πρι να ξεκινήσει από το σπίτι του, τέτοιο απερίμενο απάντημα. Νοικοκύρης συσταζούμενος καθώς ήτανε, μ’ αδέρφια και με φαμελιά καλονόματη στο χωριό του, άλλη έννοια δεν είχε ως την ώρα παρά τις ελιές του και το τουφέκι του.

Από τη στιγμή όμως που πήγε και βρήκε το χτήμα του έρημο, γύρω τριγύρω μήτε ψυχή, κι ωστόσο ο κόσμος γεμάτος ζωή κι ομορφιά, γεμάτος χίλια δυο μάγια που η φύση τα στένει να ξυπνήσει τη νιότη και να της θυμίσει πως την κρατάει αιώνια της σκλάβα, κάτι σαν τρέλα τον άδραξε τον Πανάγο και τον κατρακύλησε τον κατήφορο. Το γνώριζε πως άλλη μαζώχτρα δεν έμνησκε τώρα παρά την Ασήμω. Τα γνώριζε τα κρύφια της καταπότια. Την ήξερε την Ασήμω από παιδί. Θα πεις, μια και βγήκανε στον κόσμο, άλλαξαν κι οι δρόμοι τους πια. Ο Πανάγος με την παρέα του, η Ασήμω με τις μαζώχτρες της. Κάθε όμως φορά που το ’βρισκε βολικό η Ασήμω, μα στο μάζωμα ήτανε, μα στο χωριό, μα στο πανηγύρι, του κρυφοπέταγε φλογερές ματιές. Το σκαρί της, το αίμα της, η ψυχή της όλη, αρχοντόπουλο γύρευε. Και ποιος τον ξεπερνούσε τον Πανάγο στην αρχοντιά και στη λεβεντιά; Καμώνουνταν τον κουτό ο γνωστικός ο Πανάγος, είναι αλήθεια. Μα δεν μπορούσε και να μην τα βλέπει, να μην τα νοιώθει. Κι έτσι ήρθε ώρα και πλημμύρισαν την καρδιά του, και ξεχείλισαν, κι έπνιξαν το λογισμό του οι μελετημένες εκείνες οι μαριολιές της.

Και να καταλάβεις πως ο Πανάγος δεν το σκόπευε να το ρίξει σε τέτοιο γλέντι, να μπλέξει, σε βρόχια κρύφιας αγάπης, μα ας ήτανε και προς ώρας, — να που δε νοιάστηκε να παραγγείλει να μην αφήσουνε το λαγωνικό του και ξεπορτίσει και τρέξει κατόπι του. Παρ’ άμα γύρισε το σκυλί από τις γειτονικές του περιοδείες, και δεν βρήκε τον αφέντη του σπίτι, πήρε το μονοπάτι κι αυτός, και πρι ν’ αποτραβήξει, ας ήταν και μια φορά, την ξεκρεμασμένη του γλώσσα, σκύβε σκύβε και μύριζε μύριζε βρέθηκε μέσα στα λιόδεντρα. Από κει πάλε μια και δυο και στις καστανιές. Και πρι να τον πάρει του Πανάγου το μάτι, κοντοστέκεται ο Πιστός ως δέκα βήματα δεξά του, ακουμπάει στα πισωμέρια του μια στιγμή, τινάζει αστραπές από τα ολόξυπνα μάτια του, και δώσ’ του ένα ολόχαρο αλύχτισμα. Ολόρθη αμέσως από τη μια η ξαφνισμένη η Ασήμω, ξύλο μονάχο από την άλλη ο Πανάγος! Κοιταχτήκανε κατάματα μια στιγμή.

— Με ξίπασες, καημένε, του κάνει η Ασήμω, συμμαζεύοντας τα τσακισμένα της φορέματα και μαλλιά.

— Τι τήραες εκεί απάνω; της λέει ο Πανάγος, και στο πρόσωπό του συνανταμώνουνταν το χαμόγελο της αγάπης με το κοκκίνισμα της ντροπής.

— Το σταφύλι, απολογιέται η μαζώχτρα, και χαμηλώνει τα μάτια.

— Το σταφύλι λαχτάρησες; της ξαναλέει ζυγώνοντας, καθώς πηδούσε ο σκύλος στα γόνατά του λαχανιασμένος. Εγώ να σου το κατεβάσω το σταφύλι.

Αποθέτει χάμω το τουφέκι, κι ώσπου να γυρίσεις να δεις, βρέθηκε στο δέντρο απάνω. Κόβει το σταφύλι, και το πετάει στην ανοιγμένη ποδιά της.

— Δε σκορπίστηκαν οι ρώγες, φωνάζει η μαζώχτρα από κάτω, κρατώντας στο χέρι το κεχλιμπαρένιο τσαμπί αψηλά, αψηλά, και με ξέθαρρο γέλιο δείχνοντας τ’ αψεγάδιαστα δόντια της.

Σαν κατέβηκε ο Πανάγος, δεν ήταν πια και πολύ θολωμένος ο νους του· δεν απορούσε τι να κάμει και τι να πει· παρά εκεί που το κράταγε αυτή ακόμα το τσαμπί και το γλυκοκοίταζε, σκύβει να φιλήσει το χνουδάτο της μάγουλο. Έβαλε τον αγκώνα της η Ασήμω, σα να τον αποσπρώξει. Πιάνει τότες εκείνος το χέρι της και το γλυκοσφίγγει. Αυτό το γλυκοσφίξιμο, αυτή η αμίλητη η προξενιά της κρύφιας αγάπης, τα ’καμε όλα τα γνωστικά του συστήματα, όλους τους σοβαρούς λογισμούς του και τις νοικοκυρεμένες ξαποφασιές του — όλα φωτιά και φλόγα τα γύρισε. Μέθυσε ο Πανάγος κακό μεθύσι. Όσο για την Ασήμω, μεθυσμένη καθώς ήταν τώρα και χρόνια, και μεθύσι ακόμα πιο σημαντικότερο, της φιλοδοξίας και της μεγαλωσιάς, φόβο δεν είχε πια τώρα. Αφήκε δίχως την παραμικρή συμμάζεψη τ’ ολόζεστό της αίμα και πήρε βράση και βράση. Τόνε δαιμόνιζε ο φλογερός ο ανασασμός της, τα ολοκόκκινα μάγουλα, τα σύνυγρα μάτια. Δολώματα όλα λογαριασμένα με τετραπέρατη τέχνη, μα όχι και με το ζόρι φερμένα. Όση γνωρισιά κι απόφαση από μέσα, άλλη τόση γλύκα και τρυφεροσύνη απ’ έξω. Στεκότανε σα μεγαλογυναίκα μα την αλήθεια, με λογισμούς ανώτερους και πιο ξεδιαλυσμένους από κοινής μαζώχτρας. Δεν τον κοίταγε τώρα κατάματα, παρά χάμου πάλε οι ματιές της. Ίσως και διαλογίζουνταν ακόμα τ’ όνειρο της ζωής της, πώς να το πετύχει καλύτερα. Ωστόσο το χέρι της τ’ άφηνε πάντα στου λεβέντη το χέρι. Μισακούμπησε τέλος στον ώμο του και το συλλογισμένο κεφάλι της. Αυτό σα να τον ξύπνησε τον Πανάγο. Σα να συνέφερε μια στιγμή. Μα ό,τι έκαμε να συμμαζευτεί, να κι αρχίζει ο σκύλος, που χοροπηδούσε ως την ώρα τριγύρω τους, και γλείφει τ’ άλλο της το χεράκι, που κράταγε το τσαμπί· λες κι ήρθαν όλα και τη βοηθήσανε την Ασήμω. Δεν έσωνε πια του Πανάγου η γνώση να τα χαλάσει τα μάγια της. Θέλοντας μη θέλοντας άπλωσε κι έβαλε τα δυο του χέρια γύρω στο μαλακό της λαιμό. Τον ξαναείδε τότες και κείνη κατάματα με μάτια που κολυμπούσανε στην αγάπη.

— Θα με πάρεις; τόνε ρωτάει σιγά σιγά.

— Ακούς εκεί; και πώς όχι, πουλί μου; Μηγαρής δεν τους ξέρουμε τους γονιούς σου; Ένα μετά μας ήταν και κείνοι.

— Άλλο τώρα δε θέλω, αυτό μου σώνει. Πάρ’ το εσύ το τσαμπί. Τι δε σου αξίζει εσένα!

Και του το ’βαζε στο στόμα του ρώγα ρώγα, και τον γλυκοκοίταζε καθώς μάνα γλυκοκοιτάζει το μονάκριβό της βυζάνοντάς το.

Πέρασε κάμποση ώρα. Σήμαινε ο Σπερνός κι ο Πανάγος με την Ασήμω ξανανεβαίνανε στο χτήμα, αρραβωνιασμένοι ανάμεσά τους.

 

3

 

Ήταν πια βράδυ βράδυ σα γύριζε η Ασήμω στο φτωχικό της, όξω κι όξω του χωριού δίπλα σε θολή ρεματιά,—καταδεχάμενος τόπος για γουρουνάκια, για χήνες και για ορνίθια. Την ηύρε τη θεια της και συμμάζωνε τη φτερουγιαστή φαμελιά της, να καταλαγιάσουνε πρι να σκοτεινιάσει. Στέκουνταν καταμεσής χωραφιού και τα φώναζε, το κάθε είδος στη γλώσσα του, — τα έρμα της, καθώς τα ’λεγε.

— Έλα, έλα και θα σου πω, της κράζει η Ασήμω. Άφηνέ τα τα κοτόπουλα κι έρχουνται μοναχά τους. Έλα, και θα το δεις το πουλί που σου φέρνω.

Ζυγώνει σιγοπερπατώντας η σκυφτή γριούλα, και της λέει.

— Τι ’ναι μαθές αυτά που γυρεύεις πάλε να μου πουλήσεις στα γεράματά μου; Πώς γίνεται και δε μου ’φερες μαθές ξύλα απόψε; Τα γόνατά μου κοπήκανε μάζευε μάζευε κούτσουρα.

— Να παράδες, που τη γρίνα δεν μπορείς να τη ξεχάσεις και μια βραδιά. Τρέχα και πες κανενός να σου φέρει. Τι με λογιάζεις έτσι; δεν τα ’κλεψα· το μεροδούλι μου είναι.

— Το μεροδούλι σου; κι αμέ ύστερα; ανακράζει η γριά τρεμάμενη και σαν πλαντασμένη.

— Ύστερα; Έχει ο Θεός και για ύστερα. Ως από βδομάδα μπορεί να είμαι και νύφη. Και τότες πια λέω του γαμπρού και σου φτιάνει και σένα φουστάνι, που πας να μείνεις…

— Έλα στο νου σου, κορίτσι μου! Σαββάτο βράδυ κιόλας. Και σταυροκοπιέται.

— Δε σ’ απογελώ, κι έννοια σου. Λωλή δεν είμαι. Το είπα, το ξανάειπα, πως θα γίνει, κι έγινε. Και μ’ αρχοντόπουλο, όχι παίξε γέλασε. Τον Πανάγο, θεια, τον Πανάγο!

Και χτυπούσε τον ένα γρόθο απάνω στον άλλο, τάχα να δείξει πως πέρασε το θέλημά της.

Φαινότανε σα Μαινάδα, σαν τρελή Αφροδίτη, με τέτοια ομορφιά και με τέτοια φερσίματα, σαν έβγαλε τα στιβάνια της, και στεκάμενη γυμνόποδη και γυμναστράγαλη, ξεμάλλιαγη και δρώμενη ακόμ’ από τη ζεστασιά, λαλούσε της θειας της αυτά τα λόγια με μάτια ορθάνοιχτα και με σαν παλικαρίσια κορμοστασιά.

Όλη εκείνη τη βραδινή την πέρασε η θεια-Πασκαλιά στης γειτονιάς τα κατώφλια. Όχι και πως πολυπήγαιν’ εκεί, γιατί όντας λιγάκι ξεμωραμένη την πείραζαν, κι έτσι την απόφευγε την πολλή συντροφιά. Απόψε όμως άλλο πράμα. Πήγε και παραπήγε. Δώσ’ του ψαλίδισμα η γλώσσα της για το ριζικό της ανιψιάς της. Έτρεξαν και μερικές να τήνε συχαρούν την Ασήμω. Απομείνανε θα πεις δίχως ξύλα, απομείνανε και δίχως κάτι ψώνια για την αποταχινή. Μα δε χαλνούσε κι ο κόσμος με δαύτα. Έτσι λέγανε μια μια οι γειτόνισσες, και τους φέρνανε δανεικά. Ως και ψωμί δανεικό τους κουβάλησαν.

Κομπόδεμα λοιπόν η μαζώχτρα η Ασήμω, κομπόδεμα η θεια της η Πασκαλιά, κομπόδεμα κι οι γειτόνοι.

Την Κεριακή η Ασήμω την πέρασε, σα δεν πετιούνταν καμιά να τήνε δει και να τη μακαρίσει, βγάζοντας κι αραδιάζοντας όσα προικιά τα είχε από χρόνια θησαυρισμένα, και μετρώντας τα και ψάχνοντάς τα. Σεντόνια βαμπακομέταξα νυφικά, παπλώματα μυριόπλουμα και μυριοκόλλητα, μαντιλάκια στο μάγκανο χρυσοκεντημένα, κάλτσες λευκοβάμπακες, καπνοσακούλες μετάξι πλεγμένες πολυχρωμάτιστες, ζώνες, πουκάμισα μπιμπιλωτά, φαρδομάνικα και φαρδόλαιμα, βρακοζώνες αντρίκιες και γυναικίσιες, άλλα για λόγου της, άλλα για το γαμπρό και για τους συμπεθέρους, — τι δεν έκρυβε το προικοσεντούκι της φτωχής, μα νοικοκυρεμένης Ασήμως. Τ’ άνοιγε, τ’ άπλωνε, τα ’βλεπε, τα ξανάβλεπε, τα ξαναδίπλωνε, τ’ απόθετε πάλε σαν άγια λείψανα μες στο σεντούκι, και φορεμένη καθώς ήτανε σήμερα τ’ ασπροκάθαρα κεριακάτικά της, λουσμένη κι όσο γίνεται στολισμένη, άξιζε να την κοιτάζει άνθρωπος με τις ώρες, άφησε πια την περίλαμπρη ομορφιά της, μα για τ’ αναγάλλιασμα εκείνο που αλαφροπέταγε απάνω στο περήφανο πρόσωπό της, που αλήθεψε το χαδεμένο της όνειρο. Και κάθε φορά που τα δίπλωνε τα μοσκομυρισμένα συγύρια της και τα ξαναστοίβαζε, κοντοστέκουνταν και λίγο και συλλογιότανε το τι ερωτιάρικα λόγια θα του ξαναπεί αύριο του καλού της σαν τον ανταμώσει το βράδυ καταπώς συφωνήσανε, και ποια μέρα θα βάλουνε κιόλας για τον καθαυτό τον αρραβώνα, που πρέπει να τελεστεί κι αυτός με την τάξη του, να την αναγνωρίσουνε νύφη τους κι οι συμπεθέροι.

Στην εκκλησιά πάλε εκείνη την πρωινή, που από τον όρθρο πήγε και στάθηκε η θεια-Πασκαλιά στο στασίδι της, μεγάλο και πολύ σούσουρο τ’ απολείτουργο. Μα και στη λειτουργιά, απάνω κάτι μουρμουρητά κρυφοδιάβηκαν από δω κι από κει, κι ώσπου να πει ο Παπα-Χαράλαμπος το στερνό στερνό του Αμήν, το ’ξερε όλη η εκκλησιά, γυναίκες, άντρες, ψαλτάδες, ίσως κι ο ίδιος ο παπάς, πως ο Πανάγος κι η Ασήμω τα ψήσανε.

Σαν κατέβηκαν οι άντρες στο καφενείο να πιουν τον καφέ τους, ήρθε δεν ήρθε ο Πανάγος με το μικρό του αδερφό το Γιάννη, και τραβάει το σκαμνί του κοντά τους ένας λεβέντης κάτι πιο μεγαλύτερος από τον Πανάγο, το ίδιο το σουσούμι απάνω κάτω, μα σαν πιο ξανθουλός, πιο ανοιχτόκαρδος, πιο γελαζούμενος· ίσως και λιγάκι πιο παχουλός.

— Είναι αλήθεια αυτά που ακούγω; σκύβει και κρυφορωτάει τον Πανάγο.

— Τι άκουσες;

— Να· πως η Ασήμω της θεια-Πασκαλιάς λέει… Κάμνει αμέσως το σταυρό του περίλυπα χαμογελώντας ο Πανάγος, και,

— Να μην το πει κανείς πως έχει και τίποτις από τον κόσμο κρυφό, απολογιέται του αξαδέρφου του του Μιχάλη. Μα στάσου δα, βλογημένε, να προλάβω και να σε ρωτήξω τη γνώμη σου πρώτα.

Ο Πανάγος κι ο Μιχάλης ήταν πρώτ’ αξαδέρφια συγγένεια, μα στην αγάπη και στην ξεφαντωσιά πιότερο παρ’ αδέρφια. Τίποτις δεν καταπιάνουνταν ο ένας, δίχως να το πρωτοπεί του αλλουνού. Κατάντησε να τους λένε τους δυο τους «διπλάρια», ή κάτι τέτοιο. Όπου ο ένας, εκεί κι ο άλλος, μα γλέντι ήτανε, μα κυνήγι, πόλεμος, σκοτωμός. Αχώριστοι σ’ όλα τους.

Κάθισε, και πίνοντας τον καφέ του, του αποξήγησε τη δουλειά, ο Πανάγος, άκρες μέσες, μιλώντας του χαμηλόφωνα πάντα.

— Πιάστηκα στα βρόχια της, ξαναείπε, τι τα θες. Α βγεις έξω και πεις του ήλιου πως δεν καψώνει, πες μου και μένα πως η καρδιά μου είναι πέτρα ομπρός στην ομορφιά της.

— Μωρέ τι πέτρα και τι ξεπέτρα, που ο κόσμος σ’ έχει κιόλας αρρεβωνιασμένο, κι ακόμα πιότερο. Τήνε γλυκοφίλησες, λέει, απανωτά, και σ’ έκαμε, λέει, και σκαρφάλωσες μια θεόρατη καστανιά σα νυφίτσα να της κόψεις ένα τσαμπί, κι ύστερα, λέει…

— Σήκω, σήκω να πάμε σπίτι σου, και σου τα λέω. Δεν αξίζει εδώ. Κοίταξε πως αυτιάζουνται όλοι τους.

Σηκώθηκαν οι τρεις τους, κι ίσια στου Μιχάλη το σπίτι. Η Μιχάλαινα, ό,τι γύρισε κι αυτή από τη λειτουργιά. Έβγαζε τη σκέπη της και την απόθετε απάνω σε σεντούκια μαζί με το μαντιλάκι της, και τ’ αντίδωρο μέσα τυλιγμένο, για τη γριά τη μάνα της απάνω.

Λες και σαν ορθόκορμη κι αρματωμένη Αθηνά στάθηκε μπροστά, στον Πανάγο άμα τον είδε κι έμπαινε στο χαμώγι, και μετρώντας τον πατόκορφα με τα θεογάλανα εκείνα τα μάτια της, μόνο που δεν τον έτρωγε καθώς του φώναζε η αρχοντικιά, η ασπρόδερμη κι η φεγγαροπρόσωπη η Μιχάλαινα.

— Τι ’ναι μαθές αυτά που αντιλαλήξανε πάλε μέσα στον κόσμο! Δεν είναι καμώματ’ αυτά, και να λείψεις. Ρεζίλι μαθές πολεμάς να μας κάμεις!

Του ’κοψε μονομιάς τον ανασασμό σαν άνεμος η χολοβρασμένη η Μιχάλαινα. Κι όχι πως ήταν ο Πανάγος από κείνους που τους συνεπαίρνει μιας γυναίκας φωνοκόπι, ας είναι και της ανοιχτομίλητης της Μιχάλαινας. Μα καθώς είδαμε, ο Πανάγος ήτανε δυο λογιώ. Δυο μεριές τις είχε. Τη μια, γνώση, ζύγισμα, στοχασιά. Την άλλη, ίσως την πιο μικρότερη, φωτιά κι αγάπη και πάθος. Από την ώρα που χωρίστηκε από την Ασήμω ο Πανάγος, άρχιζε η γνωστική η μεριά και δούλευε, όλο δούλευε μες στα κατάβαθα του λογισμού του. Σαράκι τον έτρωγε· και τι σαράκι; τρυπάνι και τον διαπερνούσε το νου του. Ησυχία δεν του άφηνε η γνώση. Τόσο, που τη νύχτα εκείνη — ακοίμητη νύχτα — αναπετάχτηκε μιαν ώρα από το κρεβάτι, έκαμε ένα τσιγάρο, και πίνοντάς το ανάκραζε ολομόναχος — Μωρέ στο διάβολο, και να γεννιούμουνα μπούφος!

Όσα του ’ψελνε αυτή την πρωινή η Μιχάλαινα, κι ακόμη πιο χερότερα, τα είχε πωμένα ο ίδιος του εαυτού του χίλιες φορές αποβραδίς κι απονυχτίς. Με τι συνείδηση τώρα και με τι δυνατογνωμιά να της εναντιωθεί της μανιασμένης του αξαδέρφης.

Ο Μιχάλης καθώς κι ο Γιάννης σωπαίνανε. Το ’ξεραν πως σε καλού δικηγόρου χέρια βρίσκουνταν η δουλειά τους.

— Είναι καλή αυτή για τη ράχη του, μουρμούριζε ο Μιχάλης κάτω από το ξανθουλό του μουστάκι.

Στεκότανε σαν παιδί φταιξιάρικο ο Πανάγος.

— Αλί μας, κι αλί μας! ξεφώνιζε η Μιχάλαινα, σέρνοντας τα κόκκινα μάγουλά της με τα δυο της χέρια. Που θα βάλουμε στα σπιτικά μας και την ψυχοπαίδα της γουρουνούς!

— Σώνει σου, Βασιλική, γυρίζει και της κάνει ο Πανάγος. Μωρό παιδί δεν είμαι, να με σκιάζεις δα και με τέτοιες κοροϊδίες. Κι από μένα καλύτερα το ξέρεις πούθε έρχεται η Ασήμω.

— Ναι. Σάματις δεν τη γλυκόβλεπαν οι Τούρκοι τη μάνα της! Άσ’ τα Πανάγο, άσ’ τα! Όσο τα σκαλίζεις… άσ’ τα, σου λέω.

Κι άπλωσε το χέρι της και ξαναπήρε το μαντίλι από τη σεντούκα, να δώσει δουλειά στα ταραγμένα της νεύρα.

— Μα αν της το ’ταξα; Ξαναλέει ο Πανάγος με καρδιοχτύπι, σα να ’ριχνε τη στερνή του την τουφεκιά.

— Και τι μ’ αυτό; γυρίζει και του κραίνει η Μιχάλαινα με σουφρωμένα φρύδια και με χείλη που στάζανε φαρμάκι.— Και τι μ’ αυτό; Μηγαρής τίμια σου φέρθηκε αυτή να σε μπλέξει στη βρακοζώνη της; Και δεν το κατέχω τάχα πως χρόνους και χρόνους σε παραμόνευε να σε πιάσει, κι είχε δεν είχε το κατάφερε να σε κωλοσύρει εχτές εκεί κάτου σαν- πεινασμένο γατί;

Μείνανε μερική ώρα όλοι τους αμίλητοι, όλοι στεκάμενοι ο ένας αντίκρυ του άλλου, μες στο χαμώγι. Κι ότι σάλευε ο Πανάγος τ' αχείλι του κάτι να πει, κάτι να μουρμουρίσει, χτυπάει από πάνω η γριά—ήταν ανήμπορη αυτή κι έμενε σπίτι—και φωνάζει πως να μην κρυώσει ο καφές.

Ανέβηκαν, κι άλλαξαν ομιλία. Ελιές, μαζώματα, λαγούς, κάστανα, κυνήγι, Τούρκους, τουφεκιές, μπαλλοτές, κι έτσι πέρασε κάμποση ώρα. Σάνε γύρισε μεσημέρι και σηκώθηκαν τα δυο τ’ αδέρφια να κινήσουν κατά το σπίτι τους, τους ξεπροβόδωναν ο Μιχάλης κι η γυναίκα του ως όξω από την πόρτα, και δώσ’  του πια τότε μουρμουρητά, και χειρονομίες.

— Άφησέ με και τα βολεύω, ακούστηκε κι έλεγε ο Πανάγος πηγαίνοντας.

 

4

 

Σαν έφεξε Δευτέρα κι ο κόσμος ξεκινούσε να πάει στη δουλειά του, δεν περνούσε πια το δρόμο με το καλάθι η Ασήμω καθώς πάντα, να τραβήξει κατά τα δέντρα, ν’ ανταμώσει συντρόφισσες, και να κόβουνε και να ράβουνε διαβαίνοντας. Αλλού ταξίδευε τώρα ο νους της. Έπρεπε τώρα να σκαρώσει νοικοκεριό, να διαρμίσει το σπιτικό της, να βαστάξει και κάποια θέση. Κομμάτι και το βαρύ, να την ψηφάει κι ο κόσμος. Σφαλιέται λοιπό μες στο καλύβι της, κι αρχινάει και ξεσκονίζει ανέμες, ρόκες, αδράχτια, μαγκάνους. Είχε κι η γριούλα κάτι δικά της να νοιαστεί. Περνώντας κι αυτή καλή μαγείρισσα—και ποια νησιώτισσα δε γεννήθηκε με τη μασιά και με τη σκάρα στο χέρι!—αφήνει τα γουρουνάκια και τις όρνιθες στην τύχη τους, και καταπιάνεται τα πιο απόβαθα μυστήρια της παινεμένης της τέχνης. Ανοίγει τσίπες, τσακίζει αμύγδαλα, γουδοτρίβει κανέλλες και κόκκινες ζάχαρες—όλα για τα μπουρέκια και για τ’ άλλα γλυκίσματα που θα χρειαστούνε όπου και να είναι. Πρόβαλαν και δυο τρεις άλλες γριές από τη γειτονιά, και της πρόσφερναν, άλλη συβουλή, άλλη γνώμη, κι άλλη την καλή της ευκή, αν και κρυφοτρώγουνταν όλες τους κι από κάποια ζούλια, και σαν τύχαινε βολικό, χτυπούσαν και τα ρουθούνια τους μπαινοβγαίνοντας. Φανερά να το δείξουνε, δεν πολυταίριαζε. Έπειτα, ποιος το ’ξερε και τι καλό μπορούσε να τους κάμει καμιά μέρα η Ασήμω;

Μια από τις παντογνώστριες αυτές, ό,τι μίσεψε από της Ασήμως, ύστερ’ από κάμποση ώρα κουβέντα το τι πρέπει να γίνεται και τι να μη γίνεται σαν αρραβωνιάζεται κορίτσι, να τήνε πάλε στο κατώφλι λαχανιασμένη, κομμένο το χρώμα της, την ποδιά της στα χέρια, σα να την κυνηγούσανε Τούρκοι.

— Μωρή τι έπαθες, που θεός να σ’ εύρει, κράζει η Ασήμω από μέσα, εκεί που σκάλιζε τα κοριτσίστικα σύνεργά της.

— Άμε και τι να μην πάθω, κακόμοιρη, που έρχεται και μου λέει ο γερο-Σταμάτης μου, ό,τι ανέβηκε από του Φώτη το καπελιό, πως είναι λέει όλα ψέματα, και δεν το ’χει σκοπό ο αφέντης μας ο Πανάγος, μήτε το είχε ποτές του. Ο Θεός να με βγάλει ψεύτρα, μα τ’ άκουσε από μέρος που δεν έχει να πεις, από τον αξάδερφό του τον κυρ-Μιχάλη λέει τ’ άκουσε. Ύστερα, λέει, κατέβηκε κι ο Πανάγος στο καπελιό, λέει, και του πάτησε ένα βρισίδι, λέει, του Σταμάτη μου που αποκότησε και τόνε συχάρηκε, που δε μεταγίνεται, λέει. Μωρή και δε μου λες, μορφούλα μου, πως είσαι θεόλωλη και μας έφερες έτσι δα άνω κάτω δίχως λόγο στα καλά καθούμενα; Μωρή, και δεν τρέχεις στις ελιές σου, κακόσυρτη, και δεν αφήνεις τις ρόκες και τα προικιά, μην πάτε και ψοφήστε της πείνας, κι εσύ κι η θεια σου;

Και λέγοντας τα αυτά μεγαλόφωνα η φοβερόγλωσση η γειτόνισσα κράταγε τις χέρες της ακουμπισμένες απάνω στους γόφους της, που ’λεγες και το μαντίλι της έριχνε να πιάσει γερή λογομάχητα, και να τις αποστομώσει μια και καλή και τις δυο, θεια κι ανιψιά. Κι όχι από κακογνωμιά κι από παράλογο πείσμα, παρά να ξεθυμάνει, που είχε κι αυτή κόρη για παντρειά, κι όχι γαμπρό, μα μήτε δαυλό, που λέει ο λόγος, δεν μπόρειε να της βρει.

Δεν έγινε η αποθυμιά της γειτόνισσας. Χύμηξε ολόχλωμη κι αμίλητη η Ασήμω, και με μια της σκουντιά σφάληξε την πόρτα καταμπροστά της. Ξεφώνιζε η γειτόνισσα απέξω, μα τα ξεφωνητά της λίγο λίγο αδυνάτιζαν, καθώς έφευγε και πήγαινε. Έμεινε τότες η θεια κι η ανιψιά μαρμαρωμένες, κοιτώντας η μια την άλληνα.

— Τρέχα να δεις, αλήθεια είναι ή ψέματα, λέει η Ασήμω της θειας της προσεχτικά, σαν πολεμιστής που ακούγει προδοσία και στέλνει υποταχτικό του να δει τι τρέχει.

Βγαίνει η γριά με το ραβδί της, τρομαγμένη και κακώς έχοντας. Δεν άργησε να γυρίσει. Ήρθε ολότρεμη, δακρυσμένη, δεμένη η γλώσσα της, κι έπεσε χάμου και στηθοδερνότανε σα μοιρολογίστρα. Μήτε λόγο η πλανταγμένη η Ασήμω. Σκυλοπνίγουνταν η ψυχή της μέσα σε λαβωμένης περηφάνιας φριχτή αγωνία. Μήτε φωνή, μήτ’ αναστεναγμό δεν μπορούσε να βγάλει· παρ’ αρπάζει τη μαγουλήκα της, το ρίχτει απάνω της, και πετιέται όξω. Γύρισε δεξά κατά τη γειτονική την εξοχή, και πρι να τη μυριστεί άνθρωπος χάθηκε μες σε ρουμάνια και πίσω από δέντρα.

Ανέβαινε τ’ ανηφορικά μονοπάτια σαν τη λωλή. Λες και στο κορφοβούνι γύρευε να σκαλώσει, ν’ αγναντέψει τον κόσμο περίγυρα, και να τόνε φτύσει με στόμα φαρμακωμένο. Τέτοια λύσσα έβραζε μέσα της.

Κι ωστόσο ποτές η Ασήμω δε φάνηκε ομορφότερη, τα μάτια της ποτές δε σπιθοβόλησαν πιο αστραφτερά από τη φοβερή εκείνη τη βραδινή. Διάβαινε χαμόδεντρα, πηδούσε λιθάρια, ανεβοκατέβαινε λακωσιές, σκαρφάλωνε βράχους, σαν αγρίμι κυνηγημένο από τη φωλιά του, που ’λεγες τρύπα γύρευε να γλυτώσει. Ζυγώνει σε μέρος που ξάνοιγαν οι βράχοι εκεί απάνω, κι έκαμναν είδος δώμα. Στέκοντας εκεί είχες τα τούρκικα τα σπίτια καταδεξά λίγο παρακάτου, τα τούρκικα τα λιόδεντρα πάνωθέ τους από την ίδια μεριά, ολόγυμνα καταρράχια και βοσκιές πίσωθε, χαμόδεντρα πάλε και κουμαριές και θυμάρια κατά τ’ αριστερά. Μέρος που το σύχναζαν οι βοσκοί, το σύχναζαν κι όσοι βγαίνανε στους λαγούς ή στο χορτομάζωμα. Απλωσιά χορτάρι καταμεσή στα κρεμαστά εκείνα τα βράχια, και μονοπάτι από κάτου ως είκοσι πόδια βάθος. Κάθισε στο δώμα εκείνο απάνω μια στιγμή η Ασήμω, και τήραγε στα μακριά το κάτω χωριό, το χριστιανικό, κι άκουγε τα λαλητά που γεμίζουν τον αέρα σε κάθε χωριού γειτονιά, απ’ άντρες κι από γυναίκες, από παιδιά κι από γέρους, από σκυλιά κι από λογής λογής ζώα και πετάμενα, κάθε βράδυ στο γέρμα του ήλιου και πρι να πάρει απόνυχτο. Κι απ’ όλα το μεγαλύτερο το βουητό και το πιο ατέλειωτο φωνοκόπι το ’βγαζαν οι γυναίκες που μαζεύουνταν κείνη την ώρα στη βρύση απέξω από το χωριό, να νεροκουβαλήσουν.

Δαιμονισμένα τσιρίγματα κι ακράτητα γέλια έπαιρνε στα φτερούγια του ο αέρας και τα σκόρπαγε στις τέσσερες άκρες του κόσμου. Τ’ άκουγε η Ασήμω, και θαρρώντας τα πως ήταν του κόσμου η κατάκριση κι η καταλαλιά για τη συφορά της, σπαράζουνταν τα συκώτια της, θόλωνε ο νους της, κι έτσι της ερχότανε ν’ ανατιναχτεί και να γκρεμιστεί από την άκρη του βράχου, και μαζί με τα κόκαλά της να σπάσει κάθε της λαχτάρα και κάθ’ ελπίδα μια και καλή. Κι εκεί πάλε που συλλογιότανε τέτοια, πέφτει το μάτι της κατά τη λακκωματιά εκεί κάτω, τη λογιάζει ως την άλλη της άκρη, κατά την πέρα μεριά του χωριού, και τηρώντας τις θεόρατες δεντροκορφές που τη σκέπαζαν, ανιστόρησε άξαφνα το προχτεσινό της αντάμωμα, και της ήρθε απαρηγόρητο κλάμα. Σα να τα ’βρισκε ωστόσο παιδακίσια τα δάκρυα σε τέτοια σκληρή συφορά. Τα σφουγγίζει μάνι μάνι με την ποδιά της, και μπαίνει σε βαθιά συλλογή. Αμίλητη, ανάκουγη, ασάλευτη, και μήτε ανασασμό. Κι εκεί που κάθουνταν έτσι, αθώρητη κι αγνώριστη ζουγραφιά, ακούγει ποδοβολητό από κάτω. Κάμνει πως σκύβει, και βλέπει δυο λεβέντηδες κι ανεβαίνουν το μονοπάτι, τα τουφέκια στον ώμο. Ήταν ο αδερφός του Πανάγου ο Γιάννης κι ο αξάδερφός του ο Μιχάλης. Βγαίνανε στους λαγούς. Αποσταμένοι κι οι δυο τους με τον ανήφορο, ανεβαίνανε σιγανά σιγανά. Δυο τρεις στιγμές ακόμα, κι αντιδιαβαίνει και τρίτος. Ήταν ο Πανάγος. Ίσια ίσια την ώρα που συφώνησε ν’ ανταμώσει την Ασήμω στην πέρα τη μεριά του χωριού, κατά το χτήμα του. Φριχτή ανατριχίλα την έπιασε τη λυσσασμένη μαζώχτρα. Της ήρθε ν’ αρπάξει λιθάρι και να το κατρακυλήσει καταπάνω του. Αποτραβιέται δυο βήματα παραπίσω, μην τύχη και τήνε δει. Έτσι, σα να το σκόπευε κιόλας. Πέρασε ωστόσο ο Πανάγος άβλαβος κι άγκιχτος, κι έμεινε η Ασήμω στεκάμενη ακόμη στ’ απλάδι σαν παραλογιασμένη, σαν υπνοβάτρα που ένοιωθε και δεν ένοιωθε. Υπνοβάτρα που κάποιου φοβερού βραχνά προσταγή λες κι άκουγε μες στον παραδαρμένο της νου. Κάτι που καταντούσε στιγμή με τη στιγμή από υπνοφαντασιά στοχασμός, κι από στοχασμός μελετημένη απόφαση. Να τον παίδεψει με τρόπο χίλιες φορές πιο σκληρότερο από ’να παλιολίθαρο· να του κρυφοχύσει στα σπλάχνα, του αρρώστια αγιάτρευτη, στρίγλα να γίνει και να γεμίσει το σπιτικό του ρήμαξη και θανατικό, κι όχι με δυσκολόβρητα βότανα και μαμούνια, παρά με μόνο το φοβερό φαρμάκι της γλώσσας της.

Έφεγγε πια τώρα στο μέτωπό της κάποια παρηγοριά. Σαν αχτίδα της κατέβηκε από κόσμους μυστικούς και τη μέρεψε. Δεν ψυχοπονούσε πια η Ασήμω. Όχι δα και πως γιατρεύτηκε μια και καλή ο βαθυρρίζωτος πόνος της, μα σκάλιζε σκάλιζε μες στα πικραμένα της φυλλοκάρδια, βρήκε κι έβγαλε αξετίμωτο βάλσαμο, την εγδίκηση, τη γυναικίσια την εγδίκηση, που τύφλα να ’χει μπροστά της το πιο φαρμακωμένο χαντζάρι ή το πιο αλάθευτο βόλι.

Φίδι πια τώρα ωριόπλουμο και μυριολύγιστο το κορμί της, τίγρη το μάτι της, μάγισσα το πονηρό της χαμόγελο, νυχτονεράιδα το σύνολό της, καθώς ροβόλαγε πίσω κατά το χωριό.

Βρέθηκε στη γειτονιά της ό,τι σκοτείνιαζε. Όλες γυρισμένες και μαζωμένες στις θύρες τους ν’ ακούσουνε τα μαντάτα, να πουν το κοντό τους και το μακρύ τους απάνω σε καθετίς, ως και για τα μελλούμενα του νησιού.

Σώπασαν όλες και κρυφοχαμογελούσανε βλέποντας η μια την άλλη μαριόλικα, καθώς είδαν την Ασήμω κι αντιδιάβαινε. Εκείνη όμως, τ’ αυτί της τώρα δεν έδρωνε. Ένα μαζί τους έτοιμη να παραβγεί κι η Ασήμω στα ξεφωνητά και στα γέλια.

— Μπα! Τάχατες πρωταπριλιάτικη μας την έπαιζες χειμωνιάτικο τις προάλλες, και μας βγαίνεις έτσι ξένοιαστη τώρα, σα να μην έγινε τίποτις; της λέει μια από τις πιο γνώριμές της.

— Μωρή, και δεν το χαίρεσαι που πήγαινα, να πιαστώ απατή μου στα βρόχια του, παρά φοβήθηκες μην τύχει και γελάστηκες; σκύβει και της λέει της φιλενάδας εκεί που καθότανε με δυο άλλες στο κατώφλι της πόρτας της ανακούρκουδα, καταπώς κάμνουν οι χωριανές. — Μου γλυκομίλησε ο άνομος, και το πήρα κομπόδεμα σαν άμυαλη που ήμουνα, και σα να μην το είχα μυρισμένο κι από τα πριν πως αυτός τα ’χει ψημένα με τη Μιχάλαινα χρόνους και χρόνους τώρα, από τότες που ήτανε να την πάρει γυναίκα του και χάλασε ο αρρεβώνας, εξαιτίας που ήταν ανήλικος, που να μην το ’σωνε να χρονιάσει.

— Χριστέ και Παναγιά μου! φωνάζουν κι οι τρεις τους.

— Χριστέ και Παναγιά μου! ανασηκώνεται και μεταφωνάζει η μια τους, η παχύτερη, η αψηλότερη, κι η πιο αθυρόστομη της παρέας. —Τώρα τα νοιώθω τα τόσα και τόσα που πήρε το μάτι μου και σήμερα μαθές που τους είδα πάλι με του ήλιου τ’ ανάβλεμμα όξω από το χωριό κατά του Πανάγου τα δέντρα, πρι να κατεβούν οι μαζώχτρες. Ο Θεός να φυλάει τις κοπελιές μας από τέτοιους!

Το καινούριο αυτό το σούσουρο, το μεγαλύτερο, το ’φαγε μονομιάς τ’ άλλο, το μικρότερο. Μήτε Βεζίρης να ήτανε η Ασήμω δεν θα τα κατάφερνε πιο ομορφότερα. Με δυο της κρυφές σαϊτιές γλύτωσε το κεφάλι της από το φοβερό το περιγέλιο του κόσμου, και χαντάκωσε τον Πανάγο μες σε χίλιες φορές πιο φοβερότερη καταβόθρα.

 

5

 

Καθώς όταν ψοφίμι πεταχτεί σε κατοικημένα λημέρια, κι αρχίζει ώρα με την ώρα και φορτώνεται ο αέρας θανάσιμη βόχα, έτσι και στο χωριό μας το ήμερο, το γελαστό, το καθάριο, μια και του ’χυσε στάλα η λυσσασμένη η μαζώχτρα από τα σπλάγχνα της, λες κι άνεμος φύσηξε και μετάδωκε το μόλυσμα από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι, από στόμα σ’ αυτί. Βούηξε η Παραμυθιά με την άτιμη την καταλαλιά, βούηξαν και τα τριγύρω χωριά. Όλοι τ’ άκουγαν το τρομερό το κρυφό, όλοι το ’κριναν και το κατάκριναν και το ψιλολογούσαν. Όλοι, εξόν εκείνοι που έπρεπε πρώτα πρώτα κάτι να μάθουν, κάτι να τους σφυρίξει κανένας φίλος αληθινός, που αν είναι και ψέματα, να διαφεντέψουνε την τιμή τους οι άμοιροι.

Ωστόσο βρέθηκε σε δυο μέρες μέσα κι αυτός ο ήρωας.

Βρέθηκε ο Μανόλης, ο πιστός ο δουλευτής του Δημήτρη, του αψύ, του πεισματάρη κι ανάποδου, του χολερικού αδερφού του Μιχάλη. Ο Μανόλης, που του κλάδευε και του μπόλιαζε αμίμητα τις ελιές του, που του ξετρύπωνε περίφημα τους λαγούς του, που και στις εθνικές απάνω τις μαχητές πρώτος μυρίζουνταν και μηνούσε του κυρ-Δημήτρη τούρκικα κατατόπια, τούρκικες μπροσκάδες και παραμονέματα και σκοπούς, αυτός και τώρα πήγε και τα πρόφταξε του αφέντη του μ’ όλα τα στολίδια και τ’ αποσώσματα που τα κολνούσε ο καθένας δηγώντας τους του γειτόνου του.

Θειαφοκέρι ο Δημήτρης σαν το πρωτάκουσε! Αμέσως, και δίχως μήτε στιγμή συλλογή, τα κόλλησε κι αυτουνού ο νους του στο χαλασμένον εκείνον τον αρρεβώνα. Δεν ξεστόμισε μήτε λέξη ώρα πολλή, παρά συγκρατούσε κλεισμένα τα τρεμάμενα χείλη του, σα να του ’μπηγες σιγανή σουβλιά στα συκώτια του.

— Πήγαινε στη δουλειά σου, γυρίζει τέλος και λέει του δούλου προσταχτικά. Ψέματα είναι. Και να το λες και συ πως είναι κακόβουλες καταλαλιές των εχτρώ μας.

— Έννοια σου, αφέντη.

Και δρόμο ο Μανόλης, τρομαγμένος με την όψη του κυρ-Δημήτρη.

Δεν έμεινε τότες μήτε ο Δημήτρης ανάπραγος· παρά μια και δυο και τρέχει να βρει τον αδερφό του το Μιχάλη. Έβραζε μέσα του πηγαίνοντας. Έβραζε μέσα του όχι έτσι σαν αδερφός, μα σα να ήταν ο ίδιος ο Μιχάλης και ζούλευε. Τόσο γκαρδιακά την είχε παρμένη την τύχη του αδερφού του στα χέρια του, από τότες που του προξένεψε τη Βασιλική για γυναίκα, και τους νοιαζότανε και τους δυο σαν παιδιά του, να μη βρέξει και να μη στάξει, χήρος όντας αυτός και δίχως παιδί.

Θάμα μα την αλήθεια που δεν του ήρθε και ξαφνικό. Όλα τα δαιμόνια της υποψίας ξυπνήσανε μέσα στον ταραγμένο του νου και του ’σφαζαν άντερα, συκώτια, καρδιές. Φρένιασε ο Δημήτρης και πήγε. Όντας οξύθυμος από φυσικό του, κόρωσε μέσα του οργή λυσσάρικη κι αχαλίνωτη. Τίποτις δε ζύγιαζε, τίποτις δεν ήθελε να ζυγιάσει μήτε να κρίνει. Λες και μ’ ένα παράλογο, θεότρελο πήδημα ο νους του τον έφερε σε μια και μονάχη κρίση κι απόφαση, την κακή και την άδικη. Και πάλε μ’ ένα της χτύπο η καρδιά του του γέννησε μια και μονάχη όρεξη, να χυμήξει ατός του, κι από το καρύδι δράχνοντάς την τη νύφη του τη Μιχάλαινα, να την πνίξει σαν όρνιθα, να γλυτώσουν από την ατιμία κι ο αδερφός του κι αυτός. Την αχάριστη τη σκύλα, τη δίγνωμη, τη διπρόσωπη, την κοκκινομαλλού. Ως και τα μαλλιά της από ξανθουλά τα ’βλεπε τώρα κόκκινα ο Δημήτρης.

Τον αντάμωσε το Μιχάλη στο χτήμα μεσημέρι γυρισμένο, τώρα και δυο ώρες. Στάθηκε ομπρός του, αμίλητος πάντα, πάντα ολότρεμος. Τον αγνάντευε κατά πρόσωπο με ματιά κρύα, σουβλερή, ανατριχιάρικη, σα Χάρου ματιά.

— Τι έπαθες, βρε Δημήτρη; μπας και δεν είσαι καλά; ρωτάει ο Μιχάλης.

— Έλα παραόξω και σου λέω, αποκρίνεται ο Δημήτρης γοργά και μισοπνιγμένα.

Αποτραβήχτηκαν τα δυο αδέρφια σε παράμερη κώχη, και σαν αγριοκοίταςε δίπλα κατά το χωριό ο Δημήτρης, και μουρμουρίζοντας αντίθεες βλαστημιές έφτυσε στον αέρα, σα να ’βλεπε κάποιον εκεί που λόγους δεν είχε να του παραστήσει το μίσος του, γυρίζει και λέει του αδερφού του.

— Μωρέ Μιχάλη, κοιμάσαι, καημένε!

— Πες μου τι τρέχει, και με πέθανες.

— Μωρέ και να μη το μυριστείς τόσον καιρό πως είν' άπιστη η σκύλα;

— Ποια, βρε χριστιανέ; Η γυναίκα μου;

— Άμε και ποια άλλη, κακόμοιρε, που έπρεπε μα το Θεό, καλογερόπαππας να γίνεις μ’ αυτά τα μυαλά, κι όχι άντρας, κι άντρας τέτοιας γυναίκας.

Έτρεμε πατόκορφα ο Δημήτρης.

— Έλα στο νου σου, βρε αδερφούλη μου, τι ’ναι που κάθεσαι και μου κρένεις τώρα; Και με ποιόνα θ’ απιστήσει κι από πού ως πού;

— Από πού ως πού; αναπετιέται και φωνάζει ο Δημήτρης. Να, από τ’ αλλήθωρά σου μάτια ως του Πανάγου την μπερμπαντιά.

— Ο Πανάγος!

Και χαμογελώντας ο Μιχάλης, σα να σηκώθηκε μεγάλο βάρος από τα στήθια του, ξαναλέει μ’ ανάλαφρο ανασασμό.

— Δεν είναι πράματ’ αυτά, μωρέ Δημήτρη, να κάθεσαι και να τα ξαναλές σαν αυτές εκεί τις μαζώχτρες, μόνε να πάμε και να μάθουμε ποιος το πρωτόβγαλε και να τόνε γδάρουμε ολοζώντανο.

— Να σου πω, Μιχάλη. Είσαι παιδί, και πάντα θα είσαι. Εδώ παίξε γέλασε δεν είναι. Δεν είσαι και μονάχος εσύ, είναι όλο το σόγι. Και να πας αμέσως κιόλας να του την παίξεις τη μπαλλοτέ να γλυτώνουμε.

Του τα είπε αυτά σιγανά κι αποφασισμένα.

— Μα αν ήτανε να κάμω τέτοιο πράμα, θα πρωτοάρχιζα από τη γυναίκα μου. Άμε στο καλό, βλογημένε, δεν είναι πράματα, σου λέω. Δεν την ξέρεις τη Βασιλική, τέλειωσε. Μήτε τον Πανάγο δεν τον ξέρεις.

Και γύρισε το στενοχωρημένο του πρόσωπο κατά την άλλη μεριά.

— Εγώ δεν τους ξέρω; απολογιέται ο Δημήτρης τραβώντας τον αδερφό του από το μανίκι. Βρήκες άνθρωπο να μη τους μυρίζεται τους…

Έπειτα με φωνή σοβαρότερη και τρεμουλιαστή

— Να πας, σου λέω, να τον ξεπαστρέψεις. Όρκο το ’καμα, άλλο δεν έχει.

Τον ήξερε ο Μιχάλης το Δημήτρη, πως δε χωράτευε. Άρχιζε και μαζευότανε στη ψυχή του θεοσκότεινη αντάρα. Και πώς να τον καταπείσει τον αδερφό του πως λάθευε, πώς να διαφαντέψει την ησυχία του και την καλοτυχιά του, που σε μια στιγμή μέσα την έβλεπε και κατρακυλούσε στην καταβόθρα!

Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε ο δύστυχος, κι ύστερα

— Να σου πω τι θα κάμω, γυρίζει και του λέει του Δημήτρη. Θα πάω και θα του στήσω παγίδα, κι αν είναι αλήθεια, τους έφαγα και τους δυο.

— Τρέχα το λοιπόν και στήνε παγίδες. Το πολύ θα περάσουμε άλλη μιαν άτιμη μέρα.

— Ως τη νύχτα θα το ξέρουμε. Ή ζωή ή θάνατος.

Και παίρνει δρόμο ο Μιχάλης, αφήνοντας πίσωθε το Δημήτρη.

Ήτανε να τόνε λυπάσαι το χρυσόκαρδο το Μιχάλη. Τρία χρόνια τώρα παντρεμένος, τρία χρόνια το σπιτικό του παράδεισος, με την ακριβή του Βασιλική, δυνατόγνωμη θα πεις γυναίκα—και κάμποσο αντρίκια, όσο εκείνος πάλε ήτανε μαλακόκαρδος και καλόβολος, όμως με τετρακόσα πάντα κι αυτός. Ωστόσο μάλαμα η ζωή τους, κι ας κυβερνούσε η γυναίκα και παραπάνω. Ταίριαζαν και τα γούστα τους. Ως και στο καλοφάγι την ίδια όρεξη είχαν. Κι όσο για πίστη κι αγάπη, πέτρα μονάχη η καρδιά της. Και τώρα, λέει, μόνο και μόνο γιατί ξεπρόβαλαν οι παλιόγλωσσες και τους κατατρέχουνε, να πηγαίνει, λέει, στο καθάριο του σπίτι και να στήνει τέτοιες βρομοπαγίδες! Και να το μυρίζουνταν η Βασιλική, τι θεριό θα γινότανε! Και με το δίκιο της η κακόμοιρη, που την καταχώνιασε κι αυτήν ο απόνετος ο κόσμος μες στην καταβόθρα της ατιμίας, μαζί με τόσες και τόσες άλλες, δίχως να φταίγει, δίχως μήτε να τ’ ονειρεύεται!

Ήτανε να τόνε λυπάσαι τον κακότυχο το Μιχάλη.

Πήγε κι αντάμωσε πρώτα τον Πανάγο στα δέντρα του. Του λέει να περάσει στις έντεκα ώρες το βράδυ από το σπίτι του και να βγούνε στους λαγούς. Όμορφη βραδινή, και το φεγγάρι μισόγεμο.

— Αμέ, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Πανάγος με το στοχαζούμενό του χαμόγελο, και καμώνοντας πως ξύνει το κεφάλι του κατά το δεξί του αυτί, έτσι από λεβεντιά.

Από του Πανάγου τα δένδρα ίσια σπίτι του ο Μιχάλης.

Έμπαινε σα φταιξιάρης, δέκα ώρες απάνω κάτω. Λέει της Βασιλικής

— Βασίλω, απόψε πάω στους λαγούς με τον Πανάγο μαζί. Του είπα να ’ρθει εδώ στις έντεκα. Τώρα είναι δεν είναι δέκα. Σέρνω εγώ κι αναβαίνω το βουνό, και πες του, σαν έρθει, να μ’ ανταμώσει εκεί που πήγαμε τη Δευτέρα. Εκείνος ξέρει.

— Καλά, Μιχάλη μου, και σαν τι ώρα να βάλω τραπέζι;

— Ε, τη συνηθισμένη μας ώρα. Κράτησε ωστόσο μέσα το σκύλο, να τόνε φέρει ο Πανάγος. Αν ίσως και με χάσει ο ένας, να με βρει ο άλλος.

Και με το τουφέκι στον ώμο βγαίνει και κλει την πόρτα ο Μιχάλης.

Παράπλευρα του σπιτιού, ως δέκα βήματα μακριά, είχε είδος αχούρι, σιτοβολώνα, κι αμπάρι ο Μιχάλης για τις ελιές. Εκεί μέσα κρυφοχώνεται, κλειέται, κι απαντέχει τον Πανάγο, τηρώντας από τις χαραμάδες, να δει το τι θα κάμει. Θα μπει μέσα, ή θα πάρει ίσια το βουνό;

Πότε του ερχόντανε γέλια με την κουταμάδα του, και πότε ραγίζουνταν τα συκώτια, του ανιστορώντας το τι λυπητερή δουλειά καταπιάστηκε. Ώρα είναι και θα περάσει, μουρμούριζε ο δύστυχος κι ησύχαζε. Με τα πολλά, πέρασε η άχαρη αυτή ώρα.

Έρχεται ο Πανάγος με το τουφέκι στις έντεκα, και φωνάζει από μακριά, το Μιχάλη. Ανοίγει η Μιχάλαινα την πόρτα, και καθώς ξεχύμηξε ο Πιστός και τον έγλειφε, του έλεγ’ εκείνη πως ο Μιχάλης ξεκίνησε τώρα και μιαν ώρα και τον απαντέχει στο βουνό απάνω.

— Και γιατί δεν μπαίνεις μια στιγμή μέσα; ξαναλέει η Βασιλική.

Αναφτερούγιασε από τρόμο ο Μιχάλης σαν τ’ άκουσε το κάλεσμ’ αυτό της Βασιλικής, και μόνο που δεν έπεσε χάμω.

— Όχι· κάλλιο να πάγω, γιατί θα προσμένει.

Και τράβηξε ο Πανάγος τον ανήφορο μαζί με το σκύλο.

Ήταν εκείνη την ώρα ο Μιχάλης με το Σουλτάνο γενιά. Κρυφοπήδηξε χαρούμενος από τ’ αχούρι στο δρόμο, κι ώσπου ν’ ανέβει ο Πανάγος στο μέρος που είπανε, σκαλώσαντας ο Μιχάλης από μέρη αδιάβατα σαν την Ασήμω το δευτερόβραδο, κάθουνταν ανάμεσα στα χαμόδεντρα και ψιλοτραγουδούσε, απαντέχοντας τον Πανάγο ερχάμενο από το καθαυτό μονοπάτι.

Έκαμαν ως μια ώρα με τους λαγούς. Χτυπήσανε δυο. Γυρίζει τότες ο Μιχάλης και κάνει του αξαδέρφου του:

— Πανάγο μου, κέφι έχω απόψε. Έρχεσαι να τα χτυπήσουμε κάτου και να πάμε να το στρώσουμε γλέντι μ’ αυτούς τους λαγούς, απόψε κιόλας;

— Ακούς λέει; και τι καλύτερο.

Και σε μισήν ώρα μέσα ο Μιχάλης με τον Πανάγο στο σπίτι του, κι η Μιχάλαινα στο χαμώγι και μαγείρευε τους λαγούς. Σκαρώνουν κέφι με τη μαστίχα, και σαν ανέβηκε το φαΐ, πήρε δρόμο το γλέντι. Το κατέβαζαν αλύπητα το Κισσαμιώτικο. Ήπιε κι η Βασιλική και ξανάπιε μαζί με την περουνιά που συνηθίζουν εκεί και προσφέρνουνε στις γυναίκες με το κρασί.

— Γυναίκα, φωνάζει άξαφνα ο Μιχάλης, κάθε μέρα τέτοιο ξεφάντωμα δε γίνεται. Τα Παιχνίδια! Να ’ρθουν και τα Παιχνίδια!

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και πήγαινε καπνός το βιολί, βρόνταγε το λαούτο, και δώσ’ του χορό οι λεβέντηδες, δώσ’ του χορό κι η Μιχάλαινα, οδηγώντας το γυριστό απατή της, πυργόστεκη, με το μαντίλι στο χέρι, που το στριφογύριζε και πήγαινε ομπρός.

Ανέβηκαν και δυο τρεις άλλοι φίλοι κατόπι, που ή έτυχε να μην τα γνωρίζουν ακόμα τα λαλούμενα, ή καμώνουνταν πως δεν τα γνωρίζανε για να το γλεντήσουν, και κόλλησαν κι αυτοί στο χορό.

Ήρθαν έπειτα κι από τ’ άλλα τα σπιτικά τους, αδερφοξάδερφα της Μιχάλαινας, άντρες και γυναίκες, κι έτσι γέμισε το σπίτι φωνές και τραγούδια. Ως κι η γριά, που πάντα στο κρεβάτι η καημένη, ως κι αυτή χτυπούσε τα κοκαλιασμένα της παλάμια, κι αναγάλλιαζε δείχνοντας το ’να και μονάχο της δόντι.

Πανηγύρι σωστό. Αντιλαλούσαν τα ξεφωνητά τους κάτω και κάτω στο δρόμο.

Απάνω σε κείνη την ώρα να κι ο Δημήτρης, που ξεμύτισε από τ’ αραχνιασμένο του σπίτι να δει τι μαντάτα η παγίδα. Κι αντίς παγίδα, τι βλέπει και τι ακούγει! Φαγοπότια και ξεφαντώματα! Τρέλα και τρέλα του ήρθε. Είχε γνώση και βαστάχτηκε όμως, κι όχι από καλογνωμιά, παρά να μη γίνει φοβερότερο σούσουρο. Βαστάχτηκε, και τράβηξε από τον κάτω το δρόμο, εκεί που ήτανε μαζεμένος ο κόσμος και τους σεριάνιζε, ίσως και δει, ίσως και πάρει τ’ αυτί του τίποτις μες στα σκοτεινά. Σα να γύρευε και καλά να τις πυργώσει τις φλόγες που κορώνανε μέσα του.

— Και ποιος να είναι ο γαμπρός απόψε; πετιέται και λέει μια γυναικίσια φωνή από το σκοτάδι από μέσα.

Ήταν η μαζώχτρα η Ασήμω. Άλλο τόσο το χαίρουνταν απέξω αυτή το ξεφάντωμα, σα να το ’καμαν εξεπίτηδες, να τα πιστέψει ο κόσμος.

Του ’σωναν του Δημήτρη αυτά τα λόγια. Τράβηξε ίσια σπίτι του. Την πέρασε ποδοβολώντας απάνω και κάτω ως την αυγή.

 

6

 

Σηκώθηκε ο Μιχάλης κάτι πιο αργότερα από τη συνηθισμένη του ώρα. Κι ότι ξεπρόβαλε από την πόρτα του, ανταμώνει το Δημήτρη ερχάμενο από το σπίτι του να δει τι απόγινε· κι όχι και τι απόγινε, παρά τι θ’ απογίνει, ύστερ’ από τ’ αποσπερινά.

Τον αποδέχτηκε ο Μιχάλης πασίχαρος.

— Έλα μέσα, να πιεις έναν καφέ, του κάνει. Και σα συγυρίζει η Βασιλική τη γριά απάνω τα λέμε κιόλας.

— Εγώ εκεί μέσα; Χίλιες φορές καλύτερα εκειδά κάτω· δείχνοντας κατά την εκκλησιά, που ήταν και τα μνημούρια. Πάμε όξω, στη μοναξιά. Εκεί που δε βλέπουμε και μούτρα να τα ντρεπούμαστε.

Και λέγοντάς τα αυτά, κατρακύλησαν και δυο κόμποι από τα ξαγρυπνισμένα του μάτια απάνω στα κατάχλωμα μάγουλά του.

Η αγρυπνιά, η χολόσκαση που δεν πέρασε ακόμα το θέλημά του, παρά διάβαινε ακόμα μέσα στους δρόμους ατιμασμένος, καθώς θάρρειε, και ντροπιασμένος, όλ’ αυτά σα να του μαλάκωσαν την καρδιά, ή καλύτερα, σα να του την έλιωσαν. Όση λύσσα τον έσφαζε χτες, άλλη τόση θλίψη και ψυχοπονεσιά τόνε βασάνιζε σήμερα. Δεν ήταν και να πεις πως δεν τον αγαπούσε τον αδερφό του. Τον αγαπούσε, και μάλιστα, καθώς είδαμε, σαν είδος αδερφή του. Έτσι τον είχε και στο νου του και στην καρδιά του, σα γυναίκα. Για δαύτο δα το θάρρειε και χρέος του να τόνε νοιάζεται και να τον αρμηνεύει.

— Έχω να σου πω και να σου πω, Δημητράκη μου, κάνει ο Μιχάλης, που θα γενεί περιβόλι η καρδιά σου.

— Αχ, παιδί μου, αποκρίνεται ο Δημήτρης αναστενάζοντας και στηλώνοντας στον τοίχο τα θολωμένα του μάτια, έπρεπε ή εσύ να γεννηθείς πιο άντρας ή εγώ πιο παιδί. Τα ξέρω, μη μου τα λες. Διάβηκα και τ’ άκουσα και τα καμάρωσα τα ξεφαντώματα ψες. Πιο καλύτερα και πιο ταιριαστά για τους εχτρούς μας δεν μπορούσανε να γίνουνε.

— Μα άκου δα πρώτα! Του την έστησα, που λες, μια μορφιά την παγίδα, και —

— Άσ’ τα, άσ’ τα! ανακράζει ο Δημήτρης. Έπειτα γυρίζοντας και κοιτάζοντάς τονα σοβαρά και συλλογισμένα.

— Η γυναίκα σου κι αυτός σ’ αγοράζουν και σε πουλούνε δέκα φορές πρι να το μυριστείς εσύ, κακομοιριασμένε! Μωρέ, άκου δω· γεννήθηκες από τη μακαρίτισσα τη μάνα μας, ή δε γεννήθηκες; Και δεν το θυμάσαι, καημένε, σα μας το ’λεγε και το ξανάλεγε, «Κάλλιο να βγουν τα μάτια σου παρά τ’ όνομά σου;»

Άρχιζε πάλε και του μάτωνε την καρδιά, και του σπάραζε τα σωθικά η σκληρή, η σφαχτερή, η σιδερένια η φωνή του Δημήτρη. Σα να το ’νοιωθε πια πως ελπίδα δεν είχε, πως στη ζωή του από πάνω ξάπλωσε τα μαύρα και τα διάπλατα της φτερούγια η συφορά και την απόδιωξε την ελπίδα.

Του πέρασε μια στιγμή από το νου του ν’ αφήσει τον αδερφό του μέσα στο δρόμο και να ξεκόψει. Ν’ αποχωριστεί εκείνον παρά την ευτυχία του. Να τρέξει και να σταθεί σαν πύργος σιμά στη γυναίκα του, να της τα πει, να κηρυχτεί ανοιχτά σύμμαχός της, και με το τουφέκι στο χέρι να τη γλυτώσει από τους καταλαλητάδες της, μα ας είναι κι αδέρφια.

Τα κλωθογύριζε αυτά μες στο νου του, μα δεν ήτανε κι άθρωπος να βγάζει πέρα τέτοιες δουλειές. Τούρκοι να ήταν άλλο πράμα. Ο Τούρκος δε χρειάζεται και πολύ θάρρος ηθικό. Και σα να το ’ξερε πως αυτό το δώρο δεν το είχε από τη μοίρα του, τρεμούλιαζε η καρδιά του και κρυφοπονούσε σαν κοριτοιού.

Τον έπιασε βαθιά κι αξετίναχτη στενοχώρια. Δεν μπορούσε πια να βαστάξει. Αχ και να ’βρισκε μιαν αφορμή και να τον ξαπολύσει, να χωριστούνε. Ν’ απομοναχιαστεί κάπου, να πέσει χάμου και να κλείσει τα μάτια του, τα μάτια του λογισμού του, και ν’ απομείνει έτσι ξερό λιθάρι, ας είναι και μια στιγμή. Τα υποψιάστηκε όλ’ αυτά ο πονηρός ο Δημήτρης. Τον έβλεπε τον ίδρο τον ψιλό που περέχυνε του Μιχάλη το πρόσωπο, τις άκουγε τις απανωτές ρουθουνιές του. Στοχάστηκε πως καλύτερα ν’ αφήσει, την ομιλία για πιο βολικότερη ώρα.

— Αν είχες δουλειά, να κοιτάξεις, του λέει, πήγαινε τώρα, και τα λέμε άλλη φορά.

— Ναι, κάτι θέλω να κοιτάξω, αποκρίνεται ο Μιχάλης. Το βράδυ έρχουμαι και τα λέμε.

Κι έτσι αφήνει το Δημήτρη, και παίρνει τον άλλο δρόμο ανάλαφρος και παρηγορημένος, σα να ξύπνησε από βραχνά φοβερό.

— Σε ξέρω κι έννοια σου, κακόμοιρε, μουρμούριζε ο Δημήτρης, όταν έμεινε μοναχός του. Πρι να βραδιάσει αυτή η μέρα, θα ξαναγυρίσεις και θα μου ζητάς συβουλές. Κουρέλι το ’καμε τ’ όνομά σου ο κόσμος, και γλήγορα θα το δεις.

Τράβηξε ο Δημήτρης κατά το σπίτι του, κι ο Μιχάλης πάλε κατά τ’ αργαστήρια.

Πηγαίνοντας κατά τ’ αργαστήρια, ανταμώνει ο Μιχάλης τον Πανάγο, ό,τι γύριζε από το καφενείο. Τ’ αποξεχνάει όλα μες σε μια στιγμή και γλυκοχαιρετάει τον αξάδερφό του.

— Και για πού; ρωτάει ο Μιχάλης.

— Ανέβαινα σπίτι σου, απολογιέται ο Πανάγος με τα μετρημένα του λόγια, να σε πάρω να πάμε στην εκκλησιά.

— Στην εκκλησιά; Πέμπτη μέρα; Τι μπας και θα παντρευτείς;

— Όχι, ξεμολογιέμαι.

— Ε και τι; ξομολόγος είμαι;

— Άφηνέ τα. Τάχατες δεν τ’ άκουσες; Τι τον ανήξερο μας κάμνεις :

— Μήτε θέλω να τα ξανακούσω, αποκρίνεται ο Μιχάλης, σαν μπήκε στο νόημα. Παρά όποιος βρομόγλωσσος τα ’βγαλε, αυτός ας πηγαίνει κι ας γυρεύει από το Θεό συχώριο.

Κι έκαμε να τον τραβήξει προς τα κάτω μαζί του.

— Πιστεύεις δεν πιστεύεις, Μιχάλη, εδώ δεν έχει. Πρέπει να σου ανοίξω τα φυλλοκάρδια μου μπροστά στο Θεό, και να τα δεις. Έπειτα δεν είσαι μονάχα εσύ, είναι και τ’ αδέρφια σου, το συγγενολόγι μας όλο.

— Βρε παιδί μου, μην τύχει και βαστάει ακόμα μέσα σου το κρασί; Έμενα πια το κεφάλι μου δε γυρίζει. Έλα κάτου να σφίξουμε μια, κι εκεί τα λέμε.

— Του κάκου· χρέος μου να το διαφεντέψω τ’ όνομά σου, και τίποτις δε με γυρίζει από το σκοπό μου. Μια βδομάδα δεν είναι που με δασκάλευες το τι να κάμω, τότες που τα ’χασα με τη μαζώχτρα· και το ’καμα.

Αράδα, σου τώρα να μ’ ακούσεις και συ, και να ’ρθεις μαζί μου.

Είχε δεν είχε, τον πήρε και πήγαν ως το κελί του εφημέριου  μέσα στης εκκλησιάς την αυλή. Κάθουνταν ο γέρος ο πάτερ Χαράλαμπος στο πεζούλι του, και μάζευε μέσα του ήλιο για το χειμώνα. Ζυγώνει μονάχος του πρώτα ο Πανάγος, και χώνουνται στην κουβέντα. Εκεί που αυτοί κουβέντιαζαν, ο Μιχάλης, δεμένα τα χέρια του πίσω, σεργιάνιζε τριγύρω στην εκκλησιά και κοίταζε τα πάμπολλα μνήματα, τις λιγοστές πλάκες, το βαθύ και τ’ ολόγεμο χωνευτήρι. Στάθηκε και λόγιαζε τα κιτρινιασμένα τα κόκαλα, του καθενού μακαρίτη σε ξέχωρο σακί τυλιγμένα, σακί σάπιο και ξεπαραλυμένο εδώ και κει, με τα κόκαλα μισοβγαλμένα από την κάθε του τρύπα. Λογής λογής κόκαλα. Αντρίκια, γυναικίσια, παιδιακίσια, και γέρικα. Τα ’βλεπε ο Μιχάλης συλλογισμένος και τα χείλη του κρυφοσφύριζαν. Ρώταγε άραγες η ψυχή του σαν πόσα κόκαλα εκεί μέσα τα είχε το βόλι σκισμένα; δεν το ρώταγε; Θεός το ξέρει. Τα χείλη του χαμηλοσφύριζαν όμως. Ίσως το γνωστικό εκείνο το σφύριγμα που σκεπάζει κάποτες βαθιούς στοχασμούς και βαθύτερους πόνους.

Εκεί απάνω τόνε φωνάζει ο Πανάγος. Ανοιγμένη η εκκλησιά σαν ξαναφάνηκε. Μπήκανε μέσα κι οι τρεις τους. Έκαμαν το σταυρό τους και φίλησαν το κόνισμα του Άγιου. Έδειχνε το δρόμο ο εφημέριος, ακολουθούσε ο Πανάγος, κατόπι ο Μιχάλης. Πήγαν ως μπροστά στο Ιερό. Στάθηκαν οι δυο οι λεβέντηδες απέξω, αμίλητοι. Κοίταζε ο Πανάγος κατά το Ιερό, που έμπαινε μόνος του ο παπάς. Κοίταζε ο Μιχάλης παραδίπλα τα λιολουσμένα παράθυρα, και τις πολυχρώματες τις αχτίδες που πέφτανε στα στασίδια, περνώντας από τον κρουσταλλωτό πολυέλαιο. Τι σκοπούς είχαν οι δυο τους, μήτε καλοήξερε, μήτε ρωτούσε. Αγκαλά νοιώθοντάς το πως ήτανε για καλό, κι όχι πάλε για λόγου του, παρά να ξεγλυτώσει κι η Βασιλική του από το φοβερό το ψεγάδιασμα, κι ο αδερφός του από την κόλαση που ’βραζε μέσα του, έκαμνε υπομονή και περίμενε.

Προβάλλει τέλος από την Άγια Θύρα ο γέρος, ο εφημέριος με το πετραχήλι περασμένο στους ώμους του και με το Βαγγέλιο στο χέρι, και κατεβαίνει ένα σκαλοπάτι. Τους γνέφει, και ζυγώνουν τα δυο τ’ αξαδέρφια.

— Πανάγο, λέει τότες ο σεβάσμιος ο γέρος, Πανάγο, που ο πατέρας σου έπεσε σ’ αυτά τα χώματα για Πίστη και για Πατρίδα, και που τα κόκαλά του αναπαύουνται σ’ αυτή την περιοχή σωριασμένα. Σε ξεμολόγησα στο κελί μου, και στα κόκαλα εκείνα μου τ’ ορκίστηκες πως είναι αθώα η ψυχή σου από κάθε κρίμα με την πολυάκριβη του ξαδέρφου σου του Μιχάλη, και πως μήτε στο νου σου δεν το ’βαλες τέτοιο μεγάλο κρίμα. Τώρα να δευτερώσεις τον όρκο σου και στο Βαγγέλιο απάνω, και φιλώντας το να γυρίσεις και ν’ αγναντέψεις κατάματα τον αξάδερφό σου, και να του φανερώσεις ξάστερη την αλήθεια.

Άκουσε ο Πανάγος αμέσως την προσταγή. Έκαμε τρεις φορές το σταυρό του, φίλησε το Βαγγέλιο, κατόπι το χέρι του ιερέα, και τέλος γυρίζοντας κατά το Μιχάλη ανοίγει τα χέρια του και τον αγκαλιάζει και τόνε φιλάει και τόνε λούζει με τα δάκρυά του, φωνάζοντας πως είναι αθώος, κι ας το πιστέψουν όσοι πιστεύουνε Χριστό και Βαγγέλιο.

Έμειναν οι δυο τους αγκαλιασμένοι και δακρυοπερεχυμένοι κάμποση ώρα. Καλά καλά μήτε ο γέρος ο εφημέριος δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα. Τους διάβασε μιαν ευκή αποθέτοντας την άκρη του πετραχηλιού του απάνω τους, και σαν αποτέλειωσε κι η ευκή, ξανάκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν κατά τη θύρα με βήματα σιγανά.

Σαν ξανανταμωθήκανε στο νάρθηκα οι τρεις τους, τους λέει ο πάτερ Χαράλαμπος στρεφογυρίζοντας τα κάτασπρά του μαλλιά και χώνοντάς τα μέσα στο καλιμαύκι του, να μην τόνε νοιάζουνται τον κόσμο πια τώρα, γιατί ατός του θα πάει και θα πει τα χρειαζούμενα εκεί που πρέπει, και γλήγορα θ’ αποτραβήξει την ουρά του ο Τρισκατάρατος, που ζήτηξε με το Χριστό να τα βάλει, μα το φως το διώχνει πάντα το σκότος. Εκεί απάνω απάγγειλε και δυο τρία ρητά.

 — Στου Δημήτρη, στου Δημήτρη να πρωτοπάς, γέροντα, ήταν τα πρώτα λόγια που μπόρεσε και ξεστόμισε ο Μιχάλης ύστερ’ από τόση μιλησιά. — Στου Δημήτρη.— Και σφούγγιζε τα βρεμένα του μάτια.

Ξεκίνησαν αμέσως κι οι τρεις τους. Τα δυο τ’ αξαδέρφια κατά τα λιόδεντρα, ο πάτερ Χαράλαμπος προς του Δημήτρη το σπίτι.

 

7

 

Κατά τα σπερώματα μαζεύτηκαν οι Παραμυθιώτες στου Φώτη το καπελιό, καθώς κάθε βράδυ. Τα μισά τα σκαμνιά του πιασμένα κιόλας. Αρχίνιζε και δούλευε ο Φώτης. Τσιγκρίζανε τα ποτήρια του. Κοντά στα ποτήρια, τις προσταγές και τα γοργοχτυπήματα της μασιάς, ήτανε και το βαριόηχο, τ’ ακατάπαυτο λαλητό, η χάβρα εκείνη που δεν μπορούσε να λείψει ποτές, μα ας ήτανε και για πήδημα ψύλλου. Και τώρα είχαν οι Παραμυθιώτες ψύλλους και ψύλλους! Πρώτο πρώτο, η δουλειά του Πανάγου, έπειτα και κάτι διαφορές που ξεφύτρωσαν πάλε ανάμεσα Τούρκους και Χριστιανούς. Δεν ήταν εποχή εκείνη για μαχητές. Δεν το θέλανε μήτε από το ’να το μέρος μήτ’ από τ’ άλλο. Βαριεστημένος ο κόσμος από το μεγάλο τον πόλεμο του ’60, που τόνε θυμούνταν ακόμα, που τα ’νοιωθαν ακόμα τα φοβερά του σημάδια, που μόλις τώρα και μερικούς χρόνους άρχιζαν κι έδιναν καρπό τ’ αναβλαστημένα τα λιόδεντρα, όσα είχαν κοπεί, έτρεμαν όλοι τους μην τύχει και ξεσπάσει τίποτις ταραχή σε καιρούς που έπρεπε να δουλέψουν και να οικονομήσουνε για πιο καλορίζικες ώρες. Σα να το ’ξεραν οι βαριόμοιροι πως δεν αργούσαν οι ώρες εκείνες.

Απάνω σ’ αυτή τη λογοτριβή αντιδιαβαίνουν και δυο τρεις Τούρκοι, πηγαινάμενοι κατά τη δική τους μεριά από την εξοχή. Τους φωνάζουνε μέσα οι δικοί μας και τους φιλεύουν.

— Μωρέ Χουσεήνη, φωνάζει κάποιος δικός μας του ενός, που να του ’βγαζες τ’ άσπρο μαντίλι, μήτε στ’ όνειρό σου δε θα τον έλεγες Τούρκο, μωρέ Χουσεήνη, τι ’ναι πάλε αυτά που ακούγω; Πήρες, λέει, την καλύτερή μας μαζώχτρα, την Ασήμω, για τα δέντρα σου; Άιντε, χαλάλι σου. Κοίταξε μονάχα να μην την τουρκέψεις, καημένε —

— Στο διάβολο πια, κι αν τη τουρκέψει, λέει ένας άλλος. Ας την παντρευτεί κιόλας να γλυτώσουμε. Πέρασε δεν πέρασε το πανηγύρι της εκείνο τις προάλλες, και ρίχτηκε τ’ ανιψιού μου εψές, εκεί που σεριάνιζε το ξεφάντωμα. Και στο δρόμο μέσα η αθεόφοβη. Θα της βάλει γνώση ο Χουσεήνης της ξεμυαλισμένης, κι έννοια σου.

Και δώσ’ του γέλια ο Χουσεήνης, που σαν αληθινός Κρητικός έπαιρνε κι αυτός από χωρατά.

Ύστερ’ απ’ αυτή την κουβέντα, άνοιξε ομιλία για την άλλη την ιστορία, του Πανάγου. Πότε πρόφταξε και πήρε το γύρο της η καινούρια η όψη που της κάθισε ο πάτερ Χαράλαμπος και μάλιστα δίχως φημερίδα, είναι κι αυτό θάμα που μονάχα στα χωριά γίνεται. Ως κι οι τρεις οι Τούρκοι το ξέρανε, πως ήταν ψέματα και πως έγινε λάθος, κι ανακατέψανε στην υπόθεση μέσα τη Μιχάλαινα, λέει, αντίς τη Μαζώχτρα! Ένας τους όμως, ο πιο δυσκολόπιστος, είπε πως αν ήταν εκείνος στου Μιχάλη τη θέση, θα του την έπαιζε του Πανάγου την μπαλλοτέ, κι ας πάει να λέει ο Ιμάμης.

— Όχι δα, μην το λες αυτό, Μουσταφά, δεν είναι πράμα που να το πεις, αντισκόβει ο τρίτος ο Τούρκος.

Μ’ άλλους λόγους, μήτε οι τρεις οι Τούρκοι δε συφωνούσανε, τι ήτανε το σωστό και τι το στραβό.

Οι δικοί μας πάλε, α ρωτούσες εννιά τους, οι γνώμες ήτανε δέκα. Άλλος ήθελε τον Πανάγο «μπαλλοτεμένο», άλλος το Μιχάλη, τη Μιχάλαινα τρίτος, τέταρτος και τους τρεις, πέμπτος κι έχτος μόνο τους δυο, έβδομος, κανένανε, και τέλος ακούσαντας μερικοί και για του Δημήτρη τη μάνητα, λέγανε πως εκείνος τη χρειάζουνταν τη παίδεψη, που δεν τους άφηνε τους Χριστιανούς στην ησυχία τους, τώρα που είχαν και την ευκή του παπά, παρά γύρευε να βγάλει νόμους δικούς του. Και δώσ’ του κρασί και μαστίχα.

— Σαν πήρε απόνυχτο, μια ώρα απάνω κάτω—πηγαιμένοι τώρα οι Τούρκοι—φάνηκαν και τα δυο τ’ αδέρφια, Μιχάλης και Δημήτρης, έπειτα κι ο Πανάγος με τον αδερφό του το Γιάννη, παρέα κι οι τέσσερεις. Κατέβηκαν ύστερα και κάτι άλλ’ αξαδέρφια και συμπεθέροι, και γέμισε μια λάκερη κώχη από το σόγι τους. Σα να λέμε μανιφέστο κι από τις δυο τις μεριές, πως ομόνοιασαν. Καμώματα του καλοκάγαθου του εφημέριου  που δούλεψε ολημερίς σαν τον Απόστολο Παύλο, τρέχοντας από του ενού στ’ αλλονού το σπίτι, κι αποξηγώντας την αλήθεια και βλογώντας κι αγαπίζοντας.—Όμως με τόση τρεμούρα και παπατρεχωσύνη, που κι όσες γυναίκες δε σύφερε να τα ξέρουν, άρχιζαν και τους έμπαιναν υποψίες πως κάτι τρέχει. Και καλά που βρέθηκαν οι τούρκικες  εκείνες οι διαφορές και τα φόρτωσαν όλα απάνω τους. Κι έτσι έμεινε η Μιχάλαινα, και μερικές άλλες παντρεμένες και λεύτερες, άγνωρες κι ήσυχες μέσα στο μεγάλο το σούσουρο που έπαιρνε κι έδινε.

Κάθισαν, κεράστηκαν, έβγαλαν τα καπνά τους, τα λέγανε, και περνούσε η ώρα. Οι άλλες οι παρέες πάλε, τα δικά τους κι αυτοί, τώρα όμως διαφορετικές ομιλίες. Τώρα τα βάλανε με κάποιο σκαρτάδο πατριώτη τους—Νικολής τ’ όνομά του— που δεν παντρευότανε, λέει, αυτός, μην τύχει και νοιώσει η γυναίκα του πως φοβάται τα λείψανα και του πάρει, λέει, τον αέρα! Και τράνταζε από τα γέλια του Φώτη το καπελιό.

Ο Δημήτρης ωστόσο, από τα κατάβαθα της κώχης του και καθώς παίρνανε δρόμο οι κουβέντες, μερικά πράματα τα παρατήρησε, ή και θάρρεψε πως τα παρατήρησε. Πρώτα που το φωνοκόπι, που άκουγε από μακριά σαν κατέβαινε στο σκοτάδι, σταμάτησε μονομιάς άμα φάνηκε η παρέα τους. Δεύτερο που σα φάνηκαν και κατάπεσε η οχλοβοή, πέρασε από στόμα, σε στόμα σιγανό και γοργό μουρμουρητό σαν άξαφνο σαγανάκι. Και τρίτο οι μεγαλόφωνες πάλε οι νοστιμιές, που ξανάρχισαν τώρα, ήτανε σα να λέγανε τάχατες πέρα βρέχει. Τα γύριζε όλ’ αυτά μες στο νου του ο Δημήτρης, και κάπνιζε αμίλητα το τσιγάρο του.

Ήρθε η ώρα του φαγητού, και σαν έγινε και το στερνό στερνό κέρασμα, σηκώθηκαν και τράβηξαν πάλε κατά τα μέρη τους.

Του κάκου πολεμήσανε να τον καταφέρουν το Δημήτρη οι άλλοι να ’ρθει κι αυτός ως του αδερφού του και να πιει ένα ποδαράτο στην υγειά του Μιχάλη και της Μιχάλαινας. Βρίσκοντας αφορμή το κεφάλι του που πονούσε, λέει, από την αποψεσινή την αγρυπνιά, τράβηξε αυτός ίσια σπίτι του. Οι άλλοι όλοι μπήκανε στης Μιχάλαινας. Ήταν εκεί μαζεμένες και μερικές αξαδέρφες, αντραδέρφες, γυναικαδέρφες, και συννυφάδες, προσμένοντας τους άντρες τους από το καπελιό. Μεγάλο γλέντι δεν έγινε, ξαποσταμένοι όντας οι πιότεροι από τ’ απονύχτερα ξεφαντώματα. Κατέβηκαν όμως αρκετούτσικες «τσικουδιές» στο ποδάρι, κι ύστερ’ από κάμποση ώρα χωριστήκανε με γέλια και με φωνές, η ανοιχτόκαρδη η Μιχάλαινα πάντα πρώτη.

 

8

 

Με του φεγγαριού τις λαμπερές τις αχτίδες, με τις σύδεντρες τις βουνοπλαγιές που ξαπλωνόντανε φωτολουσμένες κι από τις δυο μεριές, με τ’ αγέρι που γλυκοφυσούσε από την κοιλάδα κατάμπροστα, με τα κουδούνια των κοπαδιών που βροντοκοπούσαν απάνω στις γυμνές βουνοκορφούλες τριγύρω, ήτανε να μένει άνθρωπος στο ξάστερο και να το νοιώθει πως υπάρχει και πως χαίρεται κόσμο, ως και να πλαγιάσει εκεί και να νανουρίζεται. Μα—σημάδι κι αυτό της ζωής του χωριού—δεν αποτρελαίνεται ο κόσμος εκεί με τέτοια φυσικά νανουρίσματα κι ονειριάσματα, παρά κοιτάζει την ωριόφαντη τη φύση καθώς κοπέλα κοιτάζει τα ξέσκεπα κάλλη της στον καθρέφτη. Δικά της και σήμερα κι αύριο. Να τα καμαρώνει, ναι, και να τα κρυφοχαίρεται που μπορεί να της φέρουνε και γαμπρό. Μα όχι και να χάνει το νου της με δαύτα, ή και τον ύπνο της. Αυτά ας πηγαίνει—κι ας τα κάμνει ο αγαπητικός της κοπέλας. Έτσι και με τη Φύση. Ας πάει κι ας την αποθαμάζει, ας τη ζωγραφίζει, κι ας τρελαίνεται ο ζωγράφος κι ο ποιητής με τα μάγια της. Το χωριατόπουλο σώνει να τ’ αφήνεις να χαίρεται το κρασί του, το τραγούδι, την κουβέντα και το τουφέκι του, κι όλα του χωριού τα κάλλη σου τα χαρίζει. Δεν τα νοιώθει, καθώς μήτε το λυγερό του κορμί δεν το καλονοιώθει πως είναι άγαλμα κάποτες.

Όσο για το Δημήτρη, ακόμα χειρότερα. Διάβαινε απ’ ανάμεσα από τις ομορφιές εκείνες σκυφτός, στραβομουριασμένος, αγριοβλέμματος, βουρκόλακας μονάχος. Γύριζε κάποτε τα θολωμένα του μάτια και κοίταζε κατά τις ελιές. Μια φορά, λίγα βήματα πρι να μπει σπίτι του, κοντοστάθηκε. Κάτι μουρμούριζε μονάχος του, κάτι στριφογύριζε μέσα στο ζαλισμένο του νου. Ζαλισμένο από τη ζούλια—ζούλια τρις χερότερη κι από της αγάπης τη ζούλια, αφού δεν είχε και μια στιγμή αλησμονησιάς και τρυφεροσύνης. Σαν όρνιο στα σπλάχνα του νυχωμένο τον κρυφότρωγε ο στοχασμός πως του την κλέψανε μια για πάντα την τιμή της περήφανης φαμελιάς του, την τιμή που με το αίμα της καρδιάς τους την είχανε θεμελιωμένη γονιοί και προπάπποι, και να βρεθεί τώρα, λέει, ένας άνομος και να γίνει αφορμή να πέσει ολόσωμη θρούβαλα! Και μέσα σε τέτοια ανιστόρητη συφορά, να γυρεύουνε, λέει, παπάδες και διάκοι να τα μπαλώσουνε με ψευτοπαρηγοριές και με κεράσματα. Σκυλί γινότανε να το συλλογιστεί μοναχά!

Ξεκίνησε πάλε και χώθηκε σαν κλέφτης μέσα στο σπίτι του. Το λυχνάρι, αναμμένο κι η γριά η πεθερά του στο τηγάνι αντίκρυ στης φωτιάς την αναλαμπή. Ο μόνος άνθρωπος που τα καλογνώριζε τα φυσικά του και κάπως τον κυβερνούσε, ήταν αυτή η γριά. Τήνε σέβουνταν, ίσως και τήνε φοβότανε λιγάκι ο Δημήτρης την κερά Φρόσω. Μα και πόλεμος να ήτανε και σφαγή να πλάκωνε, ο Δημήτρης έπρεπε να πάρει και της πεθεράς του τη γνώμη πρι ν’ αποφασίσει. Έπειτα, δεν τα ’λεγε και του βρόντου η γριά. Τετρακόσια τα είχε κι αυτή, σαν τόσες άλλες ζαρωματιασμένες νησιώτισσες.

Τα είχε μάθει κι η θεια η Φρόσω τα βρώμικα από κείνη την ταχινή. Μα γνώριζε και τις ενέργειες του παπα-Χαραλάμπη. Ο εφημέριος μάλιστα σε κείνηνα πρωτοπήγε σα γύρευε το Δημήτρη να τα βολέψει μαζί του. Κι ίσως να τα γνώριζε από τα πριν η γριά, κάτι θα σοφίζουνταν, κάτι θα προλάβαινε.

Σαν κλέφτης μπήκε ο Δημήτρης, και σα μωρό παιδί καμώνουνταν πως δεν είχε πια τίποτις, πως έστρωσαν όλα.

— Και στο γύρισμα σου πέρασες από της Βασιλικής; ρωτάει η γριά.

— Και πήγα και θα ξαναπάγω. Μισά ψέματα μισές αλήθειες, να γλυτώσει μια ώρ’ αρχύτερα απ’ ανωφέλευτες ομιλίες. Τι τον έμελε να ’λεγε και ψέματα. Τη ζωή του όλη ψεύτικη τήνε θάρρειε. Ο κόσμος όλος, από τον παπά και κάτω, με ψεύτικα, σκαρώματα πολεμούσε να τον καταπείσει πως έλαμπε ακόμα ολόστεκη η τιμή του, που αυτός την ήξερε βουτημένη στην κοπριά.

 

9

 

Κάθισε στο τραπέζι, έκαμε πως έφαγε, έκαμε πως ήπιε, να περάσ’ η βραδιά. Μιλήσανε για κάτι σπιτοδουλειές, και σαν κοντέψανε μεσάνυχτα, είπε της γριάς να του στρώσει στην απάνω την κάμαρα, να κοιμηθεί μ’ ανοιχτά παράθυρα, ίσως και του περάσει ο πονοκέφαλος. Μεσάνυχτα γυρισμένα, όλο το σπίτι ησύχαζε. Η γριά κάτω με τους δουλευτάδες, ο Δημήτρης απάνω, ξαπλωμένος κι αυτός στο στρώμα, όξω από το πάπλωμα όμως, με τα ρούχα, καταπώς ήταν. Πού ύπνος και πού ανάπαψη! Άμ' άρχισε κι άκουγε ταχτικά κι απανωτά ρουχαλίσματα από κάτω, τινάζεται απάνω, και στ’ ακροπόδια του περπατώντας πάει και καθίζει κοντά σε παράθυρο. Ανάβει ένα τσιγάρο και κοιτάζει όξω. Κοιμητήρι αυτή την ώρα τ’ ολοζώντανο το χωριό. Βασιλεμένο και το φεγγάρι, ξάνοιγες δεν ξάνοιγες τα μέρη της εξοχής γύρω, λιόδεντρα από χλωρασιές, βράχους από χαμόδεντρα. Τα βουνορράχια ωστόσο τις άπλωναν καθάριες τις φιδωτές τους γραμμές, κι απάνωθέ τους λαμποκοπούσε ο ξάστερος ουρανός με τα μύρια καντήλια του.

Μέσα στο χωριό μήτε πετεινός δε λαλούσε ακόμα.

— Πού είναι τώρα όλες εκείνες οι βρομόγλωσσες, και σε τι λογής όνειρα μέσα να ψαλιδίζουν! έλεγε μονάχος του.

Ξαναπλαγιάζει και κάμνει πάλε να κοιμηθεί. Του ’ρχεται είδος βύθος, πιότερο ξύπνος παρά ύπνος, κι αντίς όνειρα, πράματα και σκηνές που τ’ αγνάντεψε ή τ’ άκουσε ή τα υποψιάστηκε μες στο μερόνυχτο. Έβλεπε τον Πανάγο με τη Βασιλική μες στη νυφοκάμαρά της στα βραδινά τα σκοτάδια, κι η γριά, η ξεμωραμένη η μάνα της η κερά Μαριώ, να θαρρεί πως είναι ο Μιχάλης! Και δώσ’ του μια περεχυσιά ψιλό ίδρο! Έβλεπε το ξεφάντωμα πιο αργότερα, το Μιχάλη μεθυσμένο στουπί να πετάει αλύπητα τον παρά στα παιχνίδια, το λυγερό τον Πανάγο να σφιχτοκρατάει το χέρι της Βασιλικής στο χορό, και κείνη ξετσίπωτη, δαιμονισμένη, λυσσασμένη, γοργόνα μονάχη, να κλωθογυρίζει το μαντίλι και να το φέρνει γύρο, να τσακίζει τη μέση της και ν’ ανεβοκατεβάζει τα στήθια της, να πέφτει ο αχνός του γοργού της ανασασμού απάνω στον αγαπητικό της—κι ο κόσμος απέξω να κοιτάζει, ν’ ακούγει, να σκάνει στα γέλια, και ν’ απορεί το τι έπαθε μαθές, όχι πια ο χαζός ο Μιχάλης, μα το γνωστικό τ’ αδέρφι του ο Δημήτρης, που δεν έρχεται να το σταματήσει το μεγάλο το σκάνταλο.

Έβλεπε κατόπι—μέσα στο φοβερό, τον ατέλειωτον εκείνο το βραχνά—έβλεπε τον πάτερ Χαράλαμπο μόνο που δε βλογούσε την αμαρτία με το Βαγγέλιο στο χέρι, που άκουγε τις ψευτιές του Πανάγου και τις σκέπαζε με το πετραχήλι του, κι ύστερα να τρέχει και να τις φέρνει αντίδωρο, λέει, ποιανού; — του Δημήτρη!

Και στερνά στερνά η βραδινή, η τρομερή η βραδινή κάτω στο καπελιό, όλο το χωριό να τους κοιτάζει και να μουρμουρίζει, και κεινού να πέφτει το πρόσωπό του από ντροπή, κι ύστερα να ξανανεβαίνουνε στης Μιχάλαινας και να ξαναρχίζουν το γλέντι αντίς να μοιρολογάνε, πού πάει και πάει η τιμή τους... Αχ! ξεφωνίζει μια απάνω στο φριχτό αυτό στοχασμό, και συνεφέρνει με το βουητό του αναστεναγμού του.

— Δεν είναι ζωή αυτή, του κάκου, μουρμουρίζει, και πετιέται πάλε απάνω να κοιτάξει την ώρα.

Λαλούσαν τώρα οι πετεινοί απ’ άκρη σ’ άκρη του χωριού, και γλυκόφεγγε η ανατολή. Ώρες πρέπει να κειτότανε βυθισμένος, δίχως να ξέρει κι αυτός. Τέλειωσε δεν τέλειωσε άλλο ένα τσιγάρο, και χαμογελούσε πια ροδοβαμμένος ο ουρανός, αναγάλλιαζαν πορφυρόχρυσα τα βουνά. Αντιλαλούσανε φωνές από τόπο σε τόπο, οι εργάτες που άρχιζαν και ξυπνούσαν, οι γυναίκες που τους τοίμαζαν το φαΐ.

Και στο χαμώγι του κάτω, και κει μουρμουρητά και σαλέματα.

Κατεβάζει το τουφέκι του, χώνει στη ζώνη πιστολομάχαιρο, ξαναμαντιλώνει το κεφάλι του, κι ίσια κάτου, από τη ξώσκαλα που έχει κάθε σπίτι στα μέρη εκείνα. Από την Κεριακή αξούριστος, αγουροπρησμένα τα μάτια του με την ξαγρυπνιά, σα νυχτοκλέφτης φαινότανε.

Περνάει απόδιπλ’ από του Μιχάλη, ανταμώνει ένα του άνθρωπο παραόξω που μάζευε καψόξυλα για τη φωτιά της Μιχάλαινας, και τόνε στέλνει να πάει να φωνάξει τον αδερφό του.

— Μα, αφέντη, κάνει ο δουλευτής, λογιάζοντας ολόγυρα στον αέρα και θέλοντας να πει πως δεν καλοξημέρωσ’ ακόμα.

— Πες του να κατέβει και θα πάμε κυνήγι.

Άλλο ένα τσιγάρο, και φάνηκε ο Μιχάλης με το τουφέκι κι αυτός.

— Μα έναν καφέ, αδερφέ μου. Έλα πρώτα μέσα. Την άναψε κιόλας η Βασιλική τη φωτιά.

— Πάμε τώρα που ’χει κυνήγι, κι ύστερα γυρίζουμε και τον πίνουμε.

— Πάει καλά, κι έτσι γίνεται.

Και ξεκίνησαν όξω προς τα δικά τους τα λιόδεντρα. Αντίς όμως να πηγαίνει ως τέλος από το συνηθισμένο το μονοπάτι ο Δημήτρης, εκεί που γύριζε κάπως το βουνό και στράβωνε ο δρόμος, αρχίζει και σκαρφαλώνει τα καταράχια δεξιά.

— Ώρα καλή, φωνάζει ο Μιχάλης. Πού θα πας απ’ αυτού;

— Έλα μαζί μου και βλέπεις. Από τα χτες το ξετρύπωσα το κατατόπι αυτό.

Σκάλωσαν κάμποσο. Άξαφνα βρεθήκανε σε μικρό δισκάρι, τριγυρισμένο βράχους κι αυτό.

— Κάθισε τώρα, λέει ο Δημήτρης. Όπου και να είναι θα περάσει ο Πανάγος. Την ξέρεις την ώρα του σαν έχει μάζωμα. Ξεκινάει αυτός πριν τους δουλευτάδες του. Να, από κειδά θα περάσει. Μια του παίζεις, και γλύτωσε η τιμή μας.

— Δημήτρη! ξεφωνίζει περίτρομος ο Μιχάλης. Έπειτα κάπως παραπονιάρικα και με παρακάλιο — Έλα στο νου σου, αδερφούλη μου, ξαναλέει.

— Δεν έχει αδερφούλη ξαδερφούλη! σηκώνεται και κράζει μανιασμένα ο Δημήτρης. Μας έκλεψαν την τιμή μας, να την η γιατρειά. Κι έδειχνε το τουφέκι του.

— Μα δε σου το ’λεγα μαθέ και προχτές, πως αν ήταν αλήθεια —

— Αλήθεια, ψέματα! Ή τόνε σκοτώνεις, ή… σε σκοτώνω, του λέει ο Δημήτρης με χαμηλή και με βραχνιασμένη φωνή, τραβώντας το πιστόλι του από τη ζώνη του μέσα..

Δεν ήτανε μήτε το πιστόλι, μήτε τη ζωή του που συλλογίστηκε ο Μιχάλης. Συλλογίστηκε πρώτα πρώτα τη Βασιλική του ο δύστυχος. Την ανυποψίαστη τη γυναίκα του, που μήτε να τήνε δει δε γύρισε τρέχοντας ν’ ανταμώσει τον αδερφό του.

Μάρμαρο έμεινε ο Μιχάλης. Λες και τόνε μάγεψε ο Δημήτρης με την παγωμένη ματιά του, με την απάνθρωπη του φωνή. Αυτός, που τον τρόμαζε Τούρκος σαν τα ’βαζε μαζί του, τώρα με του αδερφού του τη φοβέρα λαφιάστηκε, τα ’χασε, και με σπαραχτική αγωνία απορούσε ποιος να θυσιαστεί, αυτός κι η γυναίκα του, ή ο ακριβός του ο Πανάγος, το γνωστικό του αγόρι, που ως τα προχτές ακόμα σα γονιός το νοιαζότανε να μην πέσει σε μιας μαζώχτρας νύχια, και κείνος τον άκουγε, κι ωστόσο που να το φαντάζεται τώρα —

Και καθώς γοργόσκιζαν το νου του οι αστραπεροί αυτοί λογισμοί, ακούγονται περπατηξιές από κάτου, και να ο Πανάγος.

Δε γύρισε ο Μιχάλης να ξαναδεί το Δημήτρη, πίσωθέ του, κρυμμένο τώρα μπροστά σε λιθάρι. Την ένοιωθε όμως τη τρομερή του ματιά, τις άκουγε τις κρυφομίλητές του φοβέρες. Και σκύβοντας από πίσω απ’ άλλο λιθάρι, παίρνει σημάδι κι αφήνει την τουφεκιά.

Έπεσε αμέσως ανάστηθα από το δεινό καρδιοχτύπι. Φαινότανε σα σκοτωμένος ο ίδιος.

Σαν πήρε μερικούς ανασασμούς και συνέφερε, λογιάζει δίπλα του και λείπει ο Δημήτρης. Δεν πήγε αμέσως ο νους του στο σκοπό του Δημήτρη. Ανασηκώνεται να κοιτάξει κάτω στο μονοπάτι, και βλέπει του δόλιου του Πανάγου το κεφάλι ξέχωρο από το κορμί, και το Δημήτρη που σκάλωνε πάλι τους βράχους.

— Πάμε τώρα να πιούμε της Βασιλικής τον καφέ· λέει λαχανιασμένα σαν ξανανέβηκε. Τώρα ναι. Είναι νύφη μου η Βασιλική. Να τραβήξουμε όμως από τα ρομάνια εκείνα, να κυνηγήσουμε κιόλας. Για τον Πανάγο σου, ας πάνε να σκοτίζουνται οι Τούρκοι που του ’κοψαν το κεφάλι.

Και σαν αποσκούπισε το μαχαίρι στα χόρτα, σηκώθηκαν και πήραν τον απάνω το δρόμο.

Ώσπου να ’ρθ’ η ώρα που βγαίνουν οι δουλευτάδες, τα δυο τ’ αδέρφια ροβολούσαν κατά το χωριό από την άλλη την πλευρά με δυο ζευγάρια κοτσύφους.

 

10

 

Ό,τι άνοιξε τα παράθυρα του ο Φώτης, και τα κοπέλια του, άλλος σκούπιζε τα τσιγαροκόμματα της αποψεσινής συντροφιάς, άλλος διάρμιζε τα ποτήρια και τα καφκιά, να και χώνεται μέσα σαΐτα ο Μανόλης, του Δημήτρη ο δουλευτής, λαχανιασμένος, σκουνισμένος, κατάχλωμος.

— Φονικό! κράζει του Φώτη. Ό,τι πήγαινα στις ελιές, και στο μισό το δρόμο στρωμένος ο κυρ-Πανάγος! Αλλού αυτός κι αλλού το κεφάλι του.

— Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης.

Μετά το Μανόλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ’ άλλοι, ώσπου γέμισε το καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιά—ως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούιζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό.

Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη.

— Ξέρει ο Γιάννης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πεις. Πάρε κι από του Μιχάλη κανέναν, κι ανεβάστε το λείψανο στου αδερφού του.

Έπειτα πιο τρανόφωνα και με στοχαζούμενο ήθος.

— Και, παιδιά, μη πολύ σούσουρο, γιατί πόλεμος στ’ ανοιχτά δε συφέρνει τώρα. Έτσι μας μηνούν κι από τα Σφακιά κι από τους Λάκκους. Παρά να πάτε και να συμμαζέψτε τα γυναικόπαιδα, κι ύστερα συλλογιούμαστε.

Τον άκουσαν κι έτρεξαν καμπόσοι να κοιτάξουν τα σπιτικά τους. Πήρανε μαζί τους και τα γυναικόπαιδα που τριγύριζαν.

— Ένα κρασί στα παιδιά, προστάζει ο Δημήτρης του Φώτη. Να μου πείτε τώρα το τι ακούσατε χτες προχτές από τα τούρκικα. Τι έτρεξε;

— Να, πετιέται κι αποκρίνεται ένας τους. Εψές σαν μπήκανε μέσα ο Χουσεήνης, ο Μουσταφάς, κι ο άλλος ο Χασάνης, και κουβεντιάζανε με το συμπάθεια για τη ψευτιά εκείνη που κόλλησαν του Πανάγου και του αφέντη μας αποδώ (δείχνοντας το μαραμένο, το θεόνεκρο το Μιχάλη), γύρισε κι είπε ο Χασάνης πως αυτός αν ήταν ελόγου του, θα του την έπαιζε του κυρ-Πανάγου.

— Σα να είχε κάποιο νόημα αυτό που είπε ο μουρτάτης. Αφορμή θα γύρευε να σκεπάσει τις μπερμπατιές του, λέει άλλος.

— Αυτός θα είναι ο σκύλος, ξαναλέει τρίτος.

— Τσιμουδιά το λοιπόν, τους κάνει ο Δημήτρης. Αφήστε μου τη δουλειά εμένα. Αμέτε σεις όξω και κάμετε τον ανήξερο. Πέστε το και των αλλονώνε να σωπαίνουν, το τι θα κάμω. Όποιος ανοίξει στόμα, την τρώει την μπαλλοτέ.

Και ξεκινάει αμέσως κιόλας κατά όξω, από το μέρος που έβλεπε προς την τούρκικη τη μεριά. Ο Μιχάλης πάλε, κάμνοντας ο δύστυχος καρδιά με το στανιό, τράβηξε σπίτι του να πάρει τη γυναίκα του και να πάνε στου Γιάννη.

Τα ’ξερε τα τούρκικα τα κατατόπια ο Δημήτρης σαν τα δικά τους. Και το Χασάνη τόνε γνώριζε και τις συνήθειές του. Πηγαίνει απ’ ασύχναστα καταράχια και κρυφοχώνεται σε ρουμάνι που παράπλευρα περνούσε κάθε ταχυνή ο Χασάνης, διαβαίνοντας κι αυτός στις ελιές του. Η ώρα του κιόλας. Το πήρε απόφαση να κάμει απατός του την παίδεψη, μην τύχει και τα φέρει ο διάβολος και τους περάσει υποψία τους δικούς του. Άλλη μια μπαλλοτέ το λοιπό, να σκεπάσει την πρώτη. Το κακό έγινε που έγινε. Τώρα να καψομπαλωθεί και να συχάσει ο κόσμος.

Δεν παραμόνεψε πολλή ώρα. Μπαμ! και κάτω ο ανυποψίαστος ο Χασάνης, ό,τι αποτέλειωσε το ναμάζι του και ξεκινούσε με το γαδούρι.

Αστραπή ο Δημήτρης από βάτους, από θυμάρια, από βράχους και ρημοτοίχια, και βρίσκεται σπίτι του.

— Αχ, και τ’ άκουσες τα μαύρα τα μαντάτα; Του λέει η κερά Φρόσω η πεθερά του, άμα τον είδε.

— Και δεν τ’ άκουσα; Έτρεξα κιόλας και του την έπαιξα του βρωμόσκυλου. Την ίδια ώρα θα τους θάφτουνε και τους δυο.

Και της αποξήγησε τα γενάμενα.

Κουνούσε η γριά το μαγουληκωμένο κεφάλι της σα ν’ αγνάντευε μεγάλες συφορές ομπροστά της. Δεν ξεστόμισε τίποτις όμως, παρά του ’βαλε του Δημήτρη να φάει. Νίφτηκε ο Δημήτρης, και κάθισε κι έφαγε.

— Εγώ θα πάω τώρα στου Γιάννη, λέει η γριά. Είναι λέει απαρηγόρητος ο βαριόμοιρος. Και βράζουν λέει οι γαμπροί του από καράζι. Να πάω να τους τα ξεμυστηρευτώ, πρι να τρέξουν και μας τουφεκίσουν και κανέν’ άλλον Τούρκο και μας κατέβει τριπλή φουρτούνα.

Έμεινε μονάχος του ο Δημήτρης.

 

11

 

Πέρασε δεν πέρασε μιαν ώρα, και ροβολάει κατά την κάτω την άκρη του χωριού, τη Χριστιανική, ολότρεμη, σκιαγμένη, θειαφοκίτρινη η Ασήμω. Ό,τι ανέβηκε να μαζέψει στου Χουσεήνη, κι ακούστηκε στα μέρη της το δεύτερο το φονικό. Το πρώτο το είχε ακουσμένο πρι να ξεκινήσει από της θειας της, και τ’ αρμήνευε μοναχή της. Ή ο Μιχάλης, έλεγε τότε διαβαίνοντας, ή ο Δημήτρης. Ο Μιχάλης δεν μπορεί να είναι, αυτός ξεφάντωνε πάλε μαζί του εψές. Είναι ο Δημήτρης που μήτε τη μια μήτε την άλλη τη βραδινή δε φάνηκε στης Μιχάλαινας, από το θυμό του. Ο Δημήτρης είναι. Καλά του την έφτιαξε, του ψωροπερήφανου! Να μάθει αυτός.

Κι η θεόλαμπρη ομορφιά της, καθώς τα μουρμούριζε αυτά μονάχη της ανεβαίνοντας στου Χουσεήνη το χτήμα, ήταν αλλαγμένη καθώς αλλάζει ο ουρανός με τη συννεφιά. Έρχουνται ώρες που παίρνει τέτοια όψη η γυναίκα, που την ανιστορείς καθώς θα φαίνεται σα γεράσει, ζαρωμένη, με δίχως δόντι και δίχως χάρη. Τέτοια θάρρειες και φαίνουνταν η Ασήμω εκείνη την ώρα.

Τώρα όμως που με το δεύτερο φονικό τη συνεπήρε η τρομάρα, μονάχη χριστιανή εκεί απάνω μέσα στους Τούρκους, λυσσασμένους όλους με τ’ άξαφνο, τ’ αδόκητο το κακούργημα, ροβολώντας η Ασήμω από χαμόδεντρα κι από βράχους φαινότανε ζορκάδα πάλε λυγερή, γοργοκίνητη και περίτρομη, που την κυνηγούσε λιμασμένο θεριό να τη φάει.

Τρύπωσε μες στο καλύβι της θειας της. Τη βρήκε και τοιμαζότανε για το λείψανο.

Η θεια-Πασκαλιά δεν πολύπαιρνε από μαριολιές. Στα γουρουνάκια της περίφημη, καλή και για να πηγαίνει στην εκκλησιά, μα πιο μακρύτερα το μυαλό της δεν έφτανε. Κάτι άκουσε κι αυτή για το σκοτωμό του Πανάγου, μα να βάλει ο νους της δυο και δυο κοντά και να τα κάμει τέσσερα, αυτό δεν το κατάφερνε η θεια-Πασκαλιά. Συλλογίστηκε μονάχα να πάει στο λείψανο, κι έβαζε τη μαύρη της μαγουλήκα σαν έμπαινε η Ασήμω.

— Και τι θα κάμουμε μαθές τώρα σαν αγριέψουν οι Τούρκοι, που είμαστε και στου χωριού την άκρη! γυρίζει και λέει της Ασήμως σαν άκουσε το δεύτερο φονικό.

— Δε θα τα φαν τα γουρούνια σου οι Τούρκοι, κι έννοια σου. Μόνον τρέχα στο λείψανο. Στάσου! να ’ρθω κι εγώ.

Στοχάστηκε πως καλύτερα να πάει κι αυτή, μια και τους ξαπόλυκε τους Τούρκους, να τα ’χει καλά με τους Χριστιανούς, ανίσως και σηκωθεί πόλεμος. Έριξε λοιπόν κι αυτή ένα μαυρόρουχο από πάνω της, τυλίχτηκε μαυρομάντιλο, έγινε πεντάμορφη χωρίς να το ξέρει, και ξεκίνησε με τη θεια της, συνεφερμένη τώρ’ από την τρομάρα.

Ώσπου να κατασταλάξει στην εκκλησιά, τα ’μαθε όλα η Ασήμω. Το ’ξεραν όλοι οι χριστιανοί του Δημήτρη το κάμωμα. Και τι πείραζε και να το ’ξεραν. Όλοι τους ένα ήτανε στην τουρκομάχητ’ απάνω, γυναίκες κι άντρες, Ποιος τους τρελάθηκε να τον καταδώσει!

Μια ώρα να γυρίσει μεσημέρι, κατέβαινε το λείψανο, τα ξεφτέρια πρώτα πρώτα, έπειτα ο πάτερ Χαράλαμπος ψέλνοντας με το θυμιατό στο χέρι, κατόπι το ξυλοκρέβατο σηκωμένο από τέσσερες πανώριους λεβέντηδες, έπειτα οι γυναίκες της φαμελιάς, κι ανάμεσα τους μαυροφόρα η απαρηγόρητη η Βασιλική—που σαν πλερωμένη μοιρολογούσε—η κερά Φρόσω σκυφτή κι ανομίλητη, οι αδερφάδες του μακαρίτη σπαραγμένες και κείνες, κι άλλες πολλές. Κι ολοτρόγυρά τους οι άντρες όλοι με τα τουφέκια. Έλεγες κι ήτανε στράτεμα και κατέβαινε.

Καθώς περνούσε το λείψανο από τη θύρα της εκκλησιάς, που στεκόντανε μερικές από την παρακάτω τη γειτονιά κι απαντέχανε να περάσει και ν’ ακολουθήσουν κι αυτές, βλέποντας ένας την Ασήμω, ίσια ίσια κείνος που έλεγε την αποβραδινή στο καπελιό για τ’ ανίψι του πως η μαζώχτρα του ρίχτηκε, της πετάει μια βρισιά.

Ξαφνίστηκε η Ασήμω. Θάρρεψε πως την ένοιωσαν, στοχάστηκε πως κι α δεν την καλονοιώσανε δε θ’ αργήσουν, πως σήμερ’ αύριο κάποια μπορεί να προβάλει και να την καταδώσει ή του Δημήτρη ή του Μιχάλη πως αυτή την πρωτόβγαλε τη θανάσιμη την καταλαλιά, αποφασίζει λοιπόν αμέσως, πρι ν’ απολύσει η νεκρώσιμη η ακολουθία, να σύρει κατά το τουρκοχώρι και να σοφιστεί τρόπο να τα ψήσει μαζί με τους Τούρκους.

Σκύβει και λέει της θειας της πως μεταγυρίζει στο λιομάζωμα, κι ίσια στου Χουσεήνη το σπίτι. Ό,τι γύριζε ο Χουσεήνης από το σπίτι του Χασάνη, που τον είχαν ξαπλωμένο στη μέση και ξεφώνιζαν οι γυναίκες του. Μαύρος από θλίψη κι από θυμό. Έτσι του ήρθε να τραβήξει το λάζο του και να τα σπαράξει της Ασήμως τα στήθια, σαν την πήρε η άγρια ματιά του.

— Τόνε βρήκα το φονιά! προφταίνει αυτή και του κράζει. Κι έτρεξα με την ψυχή στο στόμα να το πω του αφέντη μου.

— Και ποιος είν’ ο φονιάς; Α βαστούσες τουφέκι, θα ’λεγα πως εσύ είσαι, βρομόπιστη. Άλλος χριστιανός εδώ απάνω δε φάνηκε σήμερις.

— Ο Δημήτρης! Ο κυρ-Δημήτρης! Του Μιχάλη ο αδερφός!

— Πήγαινε μέσα να φας. Άιντε, παλιογλωσσού, άιντε! Ανίσως όμως και μου λες ψέματα —

— Ψέματα; Να! Και σταυροκοπήθηκε.

— Να χαθείς από δω, σκυλόπιστη, που αποκοτάς να μου κάμεις και τον παλιοσταυρό σου!

Κι άφαντη η Ασήμω.

 

12

 

Έγερνε ο ήλιος κατά το βουνό, ως δυο ώρες να βασιλέψει. Όλοι οι δικοί συναγμένοι στου Γιάννη να παρηγορήσουνε τους θλιμμένους,, κι ας είχαν ατοί τους ανάγκη παρηγοριά, που τέτοιος πανώριος κρίνος σε μια δίσεχτη ώρα έπεσε και μαράθηκε. Η Μιχάλαινα μάλιστα που στ’ αλήθεια τον αγαπούσε σαν αδερφό της, τόσο κατάκαρδα το πήρε, που μήτε στιγμή δεν τον άφηνε το Μιχάλη να λείψει από σιμά της. Να του τα λέει και να του τα ξαναλέει, τα γλέντια, τα ξεφαντώματα, τις χάρες και τα γέλια, την καλοσύνη του και τη χρυσή του καρδιά, και να ’ρθει λέει ο μαύρος ο χάρος να τα ρημάξει όλα και να τα σκοτεινιάσει. Και ποιος πια να πάει και να σφαλιχτεί σπίτι του μέσα; Όλοι, όλοι να μείνουν απόψε στου Γιάννη, να νυχτερέψουν ανιστορώντας τα περασμένα, ίσως και βρούνε παρηγοριά.

Κάθε λόγος της χολοσκασμένης Βασιλικής δίστομο μαχαίρι στου Μιχάλη τα σπλάχνα. Κόλαση καθώς που ήταν η ψυχή του, ακόμα πιο φοβερότερη την έκαμνε το θέλημα της Βασιλικής — να νυχτερέψουνε στου Πανάγου το σπίτι! Τι να κάμει ωστόσο, το ’ριξε στο κρασί, κι έτσι σα να μούδιασε η ματωμένη καρδιά του.

Ο Δημήτρης ωστόσο σηκώθηκε να ’βγει όξω.

— Για που; ρωτούν οι άντρες.

— Να δούμε και τι χαμπάρια οι Τούρκοι.

— Μα δεν είπαμε να μη δείξουμε πόλεμο;

— Κι α δείξουν αυτοί; Κάποιος μας πρέπει να πάει και να δει το τι σκοπούς έχουν. Πηγαίνω εγώ.

Βγήκε, πέρασε από το καπελιό, κι αφού συναγροικήθηκε με μερικούς άλλους, τράβηξε κατά τα τούρκικα, από τόπους αδιάβατους πάντα, με σωστή λαγού περπατηξιά.

Χώθηκε ανάμεσα στα πλοκάμια ενός βάτου, ως διακόσια βήματα από του Σουλεημάνη τα δέντρα. Μάζευαν ελιές οι μαζώχτρες τους. Ο Τούρκος όμως δεν φαίνουνταν πουθενά.

Συλλογίστηκε ο Δημήτρης να κόψει δρόμο από δίπλα, και πηγαίνοντας τον τοίχο τοίχο από πίσω απ’ άλλα ρουμάνια να ρίξει ματιά κατά τα τούρκικα σπίτια, να μάθει τι κάμνουν, κι έπειτα να κατέβει από τ’ ασυνήθιστο μονοπάτι που ανεβοκατέβαινε κι η Ασήμω.

Και καθώς πέρναγε και λαφροπηδούσε από βάτο σε βάτο, από δέντρο σε δέντρο, σα δυσκολοθώρητο αγρίμι που ’πρεπε να είναι μαθημένο το μάτι σου να το ξεχωρίσει—Μπάμ! ο Σουλεημάνης, που τον παραμόνευε από δικό του κρυψώνα, ας είναι καλά η τετραπέρατη η Μαζώχτρα, που τόνε μυρίστηκε από την ώρα που πρωτανέβηκε και τα πρόφταξε του αφέντη της μια κουτρουβάλα λοιπόν, και κάτου ο Δημήτρης πρι να βραδιαστεί κι η δική του η τουφεκιά.

Κόβει το κεφάλι ο Τούρκος, το περιτυλίγει με ξεπαραλυμένο σακί, κι από σκοινί δεμένο τριγύρω το σφεντονίζει κάτω και κάτω, κατά τη Βρύση που ’βγαιναν κάθε βράδυ να νεροκουβαλήσουν οι Χριστιανοπούλες.

Το καναβάτσο ξεμπερδεύτηκε και πέταξε στο μισό το δρόμο, το κεφάλι όμως κατρακυλώντας κι αντιχτυπώντας από βράχο σε βράχο έφτασε στον τόπο που ήθελ’ ο Τούρκος. Το ’νοιωσε ο Χουσεήνης από τα φοβερά τσιριχτά εκεί κάτω πως βρέθηκε το σκιαχτερό του ριξίδι.

— Να μείνεις εσύ εδώ απάνω απόψε, γυρίζει και λέει της Ασήμως, και σέρνει τ’ ακέφαλο το κορμί μες στους βάτους. Δεν ξαναβρέθηκε ποτές το κορμί εκείνο.

Μ’ όλη τους τη χολόσκαση που είχαν ανήμερα κιόλας θαμμένο το Χασάνη, τόσο τη χάρηκαν την πλερωμή αυτή της ζημιάς τους, που σκαρώσανε σωστό πανηγύρι τη βραδινή εκείνη στα δαδοφωτισμένα λημέρια τους. Ακούγουνταν οι ταρμπούκες και τα τραγούδια ως την κάτω την ενοριά, την ώρα που κάμανε γύρο κι έβαλαν καταμεσής τη μαζώχτρα του Χουσεήνη, τη λυγερή την Ασήμω, και χόρεψε. Την κοίταζαν αγριόχαροι, την τρώγανε με τα μάτια τους και με τ’ ακόλαστά τους γνεψίματα, καθώς λύγιζε και τσακιζότανε με ξεβιδωμένους αρμούς, καθώς χαμογέλαγε και χαμηλόβλεπε ανεμίζοντας τα χαριτωμένα της μέλη, και πάλι στεκότανε μία στιγμή κοιτώντας τους και λωλαίνοντάς τους με τα μάτια της εκείνα που αστράφτανε μες στω δαδιών την αντιφεγγιά. Τους τα ’καμνε όλ’ αυτά, να γενεί τα χατίρι τους. Κι αν αποκοτούσε, ας μη χόρευε η Ασήμω· ας μην έβγαινε να τους μαλακώσει με τη μυριόχαρη παρουσία της. Μα και κάτι πιο ακριβότερα θα την πλέρωνε η μαζώχτρα την τούρκικη προστασία, μόνο που ο Χουσεήνης μαγείρευε κι αυτός ένα δικό του σκοπό μέσα του και δεν τα σήκωνε τα πολλά τους χαδέματα. Τη λογάριαζε για τον Πασά της Κίσσαμος αυτός.

Κάτου ωστόσο, στα Χριστιανικά τα λημέρια, θρήνους και κλάματα πάλε, πάλε ξεφωνήματα και στηθοδαρμούς οι γυναίκες, λύσσα και ξεφρένιασμα οι άντρες, σάνε φέρανε του Δημήτρη το κεφάλι ματοκυλισμένο, χωματιασμένο, αγνώριστο από τις λαβωματιές που αποδέχτηκε κατρακυλώντας τα καταράχια.

Σηκώθηκε η θλιμμένη η συντροφιά από το σπίτι του Γιάννη και τράβηξαν όλοι στης κερα-Φρόσως.

Γνωστικιά γυναίκα, η κερα-Φρόσω. —Τις απομάντευα, τις συφορές αυτές, έλεγε, τις είδα και στα νιάτα μου, Θεός το ξέρει και πόσες ακόμα φορές θα τα ξαναδώ και θα τα ξαναθρηνήσω.

Σηκώθηκε τότες είχε δεν είχε ο Μιχάλης κι έτρεξε να πάει να βρει το κορμί. Αδύνατο στάθηκε. Ν’ ανέβει ως τα τούρκικα, δεν του φάνηκε και πολύ γνωστικό, και δεν το συλλογίστηκε άσκημα. Πετιέται ως το καπελιό, να δει και να μάθει τι γίνεται. Ανάστατος ο κόσμος εκεί. Έκαμε καρδιά, και στάθηκε και τους είπε να μην το κουνήσουν, ειδεμή πέτρ’ απάνω στην πέτρα δε θ’ απομείνει, μήτε δέντρο απάνω στην ρίζα του. Μα κι άλλοι δέκα να πέσουνε με το παραμόνεμα, πάλε καιρός δεν είναι. Θα ’ρθει η ώρα τους, κι ας μη νοιάζουνται.

— Όσο για παραμόνεμα, δική μου αράδα, ξαναείπε βλέποντας τους χωριανούς ανοικονόμητους. Δική μου αράδα, και πάγω κιόλας, πρι να το μυριστούν οι γυναίκες.

Τους κέρασε, και τράβηξε όξω. Το ’βαλε στο νου του κάποιο να ρίξει κάτω, μα ας είναι όποιος είναι, ίσως και βρουν ησυχία. Ο φταιξάρης να βρεθεί; δύσκολο πράμα. Σκαλώνει λοιπόν κι ανεβαίνει με το φεγγάρι κατά κει που ήτανε μαζεμένοι οι αλλόπιστοι και κάμνανε ζιαφέτι. Σημαδεύει από κάμποσο αλάργα ένανε στεκάμενο παραόξω, του «παίζει» μια, και κάτου ο Χουσεήνης, πρι να ξημερωθεί και αυτουνού το βόλι.

Μια και δυο, πίσω στο καπελιό, και τα λέει. Κατόπι στης κερα-Φρόσως, και τους είπε και κει πως το βόλι του βρήκε το νοικοκύρη του. Ήταν τώρα το κεφάλι του Δημήτρη μεταφερμένο στην εκκλησιά, να κάμει ο πάτερ Χαράλαμπος τα πρεπούμενα. Έτσι το ’κρινε εύλογο η γριά, να μην παραλυπηθεί ο Μιχάλης.

Σκύβει ο Μιχάλης και κρυφολέει της Βασιλικής πως να ’ρθει μαζί του σπίτι, κι έχει να της πει. Η κυρα-Φρόσω που τίποτις δεν της ξέφευγε, απατή της πήγε και τους παρακινούσε να πάνε και να συχάσουν οι δυο τους ύστερ’ από τόσο παραδαρμό.

Τα μάντεψε η γριά. Ο Μιχάλης, μεθυσμένος τώρα όχι από κρασί παρ’ από τον ερεθισμό τέτοιας ματοκύλιστης μέρας, είναι αλήθεια πως δεν πολυπονούσε αυτή την ώρα η καρδιά του. Σαν πυργώσει ένα κακό, φεύγει ο ψυχόπονος κι έρχεται η αφοβιά της απελπισιάς. Τέσσερα φονικά μέσα σε μια μέρα, και τα δυο από το τουφέκι του, και το ’να αδερφικό, κι ωστόσο σίδερο η καρδιά του. Τ’ αυτί του δεν έδρωνε. Ένα βαθύ βαθύ σκουλήκι τον κρυφότρωγε πάντα όμως, της Βασιλικής του η έννοια. Τι θ’ απογίνει η γυναικούλα του, αν τύχαινε και τίποτις. Ήθελε λοιπόν τώρα να την έχει σιμά του μονάχος του την άγρια αυτή νύχτα. Κάτι σα να του κρυφόλεγε μέσα του πως ίσως ήταν η στερνή του στον κόσμο.

Κι ήτανε στ αλήθεια! Από τη μια έμπαινε σπίτι με την ακριβή του Μιχάλαινα, κι από την άλλη οι παραφρενιασμένοι οι Τούρκοι έστελναν την Ασήμω να πάει και να μάθει ποιος την έπαιξε τη στερνή τη μπαλλοτέ.

Έτρεξε η Ασήμω στης θειας της, κι απ’ άκρες μέσες που άκουσε από τη γριούλα βρήκε πάλε μονομιάς το φταιξάρη. Λέει της γριάς πως πάει ν’ απονυχτερέψει με του Χουσεήνη το χαρέμι, πως το ’ταξε και πρέπει, αφού το ψωμί τους τρώνε. Τσίριξε η γριά, ποιος την ακούγει!. Τράβηξε και ξαναπήγε ίσια στα τούρκικα.

Το τι ακλούθησε την αποταχυνή, δύσκολο δεν είναι να το μαντέψουμε τώρα. Βρέθηκε ο Μιχάλης ξερός ολίγο παρέξω από την πόρτα του πηγαινάμενος ν’ ανταμώσει την κυρα-Φρόσω στην εκκλησιά, ν’ ανάψουν ένα καντήλι στου Δημήτρη το μνήμα. Οι ίδιες ιστορίες, το ίδιο κακό, το ίδιο βουητό. Κατάντησε κόλαση η Παραμυθιά, που σαν τις αμαρτωλές ψυχές γόγγυζαν· κι αναστέναζαν όλοι τους, Χριστιανοί και Τούρκοι, γυναίκες κι άντρες. Και μέσα στις φωνές εκείνες και τους παραδαρμούς ξεχώριζες τα μοιρολόγια της χαροκαμένης Βασιλικής. Ράγιζαν οι πέτρες με τ’ απελπισμένα ξεφωνητά της, καθώς κουβαλιούνταν το λείψανο του Μιχάλη.

Έκλεισε η κερα-Φρόσω το έρημο σπιτικό της και κατέβηκε στης Μιχάλαινας να τη συντροφέψει και να πασκίσει να γελάσει τον πόνο της με τις ψεύτικες τις παρηγοριές.

 

13

 

Τις δυο τρεις μέρες που ακολούθησαν, ακατάπαυτο παραμόνεμα, απανωτές «μπαλλοτές», ατέλειωτα λείψανα, κι από τις δυο τις μεριές. Κατάντησαν ως πέντε πεσμένοι από του Πανάγου το σπιτικό, άλλοι πέντε από του Μιχάλη, κι ως εννιά Τούρκοι. Μαυροφόρεσε ο κόσμος, που ’λεγες και θανατικό πλάκωσε.

Πήγε η δουλειά ως τ’ αυτί του Πασά. Κι ο Δεσπότης με την προσταγή του Πασά γράφει του εφημέριου  και στέλνει Επίτροπο να γίνει κρίση και να βρεθεί ο φταιξάρης. Ο πάτερ Χαράλαμτος, μισαποθαμένος από τον τρόμο, ίσως κι από το διάβαζε διάβαζε ακολουθίες, δεν πέρασε από τον παραζαλισμένο του νου να καθίσει και να ξεδιαλύνει τη ρίζα και τη φύτρα του τρομερού του κακού που τους πλάκωσε, ίσως πάψει το βάσανο. Όσο για τους άλλους Παραμυθιώτες, πού καιρός και πού κεφάλι να στοχαστούνε και να κοιτάξουνε γύρω τους, ίσως και βρουν τον τρόπο! Όλοι φρενιασμένοι τρέχανε, όλοι ολόρθοι κοιμούνταν, με τις υποψίες, με τα παραμονέματα, με τις τουφεκιές.

Σαν έφτασε λοιπόν ο Επίτροπος με τα γράμματα, και κλείστηκαν και τα είπανε με τον εφημέριο μια βραδινή, και τόνε ρώταγε ο Επίτροπος το ’να και τ’ άλλο, έτυχε να ρωτήξει κι ανίσως κανένας Χριστιανός ή Χριστιανοπούλα βρίσκεται με τους Τούρκους. Στοχάστηκε πως δε γίνεται να πέφτουνε με τόση τάξη και γνωρισιά τα τούρκικα τα βόλια στους δικούς μας απάνω, και να μη δασκαλεύουνται οι Τούρκοι από κάπου.

Αποκρίθηκε ο εφημέριος πως είναι μια κόρη μαζώχτρα που τώρα και μερικές μέρες το ’ριξ’ εκεί απάνω εξαιτίας λέει που ζητούσε το μακαρίτη τον κυρ-Πανάγο να την πάρει, και την πειράζανε καθώς φαίνεται οι άλλες οι δουλεύτρες, και πήγε κι αυτή και μεροδούλευε στα τούρκικα τα δέντρα· και πως εξαιτίας πάλε που την έβρισε κάποιος άλλος, κόλλησε στα τούρκικα μια και καλή, κι έρχεται μονάχα, λέει, μια φορά το μερόνυχτο και φέρνει της θειας της ψωμί κι ελιές. Και το ’χει, λέει, μεγάλο καημό η γριά. Κι ήρθε, λέει, η κακόσυρτη στο κελί και τον παρεκάλειε τις προάλλες να πάει και να τη μεταπείσει, να μην τουρκέψει κιόλας η ανιψιά της. Μα δεν το θάρρεψε ο εφημέριος γνωστικό ν’ ανακατευτεί ώσπου να πάψει η μάχητα που τους έτρωγε τώρα.

— Να πάμε να τη δούμε αυτή τη γριά, λέει ο Επίτροπος. Απόψε κιόλας.

Κατεβήκανε στης θεια-Πασκαλιάς, και τη βρήκανε και συγύριζε κούτσουρα και τσουκάλια πριχού να πλαγιάσει. Ανατρόμαξε στην αρχή, θαρρέψαντας πως ήτανε Τούρκοι.

Κάθισαν κοντά στη φωτιά—λυχνάρι δεν είχε—κι άρχισε και την ψιλορωτούσε ο Επίτροπος το τι ήξερε. Μη καλονοιώθοντας η γριά την ουσία και το νόημα του τι γνώριζε, θωρώντας και τον παπά που του είχε μεγάλη ευλάβεια, τα κένωσε όλα του Επιτρόπου, πότε από τη μέση καταπιάνοντας τη δουλειά, πότε από το τέλος, και πότε πάλε από την αλφαβήτα. Από του Σαββάτου τ’ αντάμωμα. Ως και του σταφυλιού την ιστορία δεν την παράβλεψε.

Την άκουγε ο Επίτροπος, και τα στοίβαζε με τη σειρά τους μέσα στο λογισμό του.

Εκεί απάνω ανοίγει η πόρτα, και ποιος να προβάλει; Η Ασήμω.

Χύμηξε μέσα σαν ποντίκι. Άξαφνα τους βλέπει και κοντοστέκεται. Είχε κατέβει πάλε να δει και να μάθει.

Σα να της ήρθε να ξεχυμήξει και να γυρίσει πίσω.

Σηκώνεται ο Επίτροπος και σφαλνάει την πόρτα.

— Πούθε έρχεσαι τώρα; τη ρωτάει ο παπάς.

— Από της Χουσεήναινας, της χήρας. Έφερα της θειας μου φαΐ, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα και χαμηλόβλεπα η Ασήμω.

— Τώρα που είσ’ εδώ, κόρη μου, της λέει γελαζούμενα ο Επίτροπος—που σαν κοσμογυριστής που ήτανε βρήκε καιρό να καμαρώσει και την αγγελική ομορφιά της,—τώρα που είσ’ εδώ, πες μας, να σε χαρώ μια κι είναι μαζί μας κι ο Δάσκαλος· τι σ’ έκαμε και πήγες κι είπες πως ο Πανάγος τα είχε ψημένα με τη Μιχάλαινα;

Το γύρισε ο Επίτροπος από την υποψία στη βεβαιότητα, να την πιάσει.

— Ξέρω και γω, αφέντη μου, να, έτσι μου ήρθε.

Και χαμηλώνει πάλε τα μάτια.

— Και τίνος το είπες;

— Να· της Λεμωνής, της Μορφούλας, και της Λενιώς. Όλες μαζώχτρες. Έσυραν αυτές ύστερα και πήγανε, λέει, να μαζώξουνε στην Κάντανο, και καλά Χριστούγεννα πια.

Άρχιζε κι αναθάρρευε η Ασήμω. Η πολύ η ντροπαλάδα δεν ήτανε φυσικό της. Ήταν ο φόβος και τήνε συμμάζευε στην αρχή.

— Και τώρα για πού;

— Πίσω στης Χουσεήναινας. Δεν το είπα μαθές;

— Εγώ λέγω καλύτερα να ’ρθεις με το Δάσκαλο απόψε. Σε θέλει, κι έλα.

— Μα να τρέξω να το πω μια στιγμή.

— Όχι κάλλιο στο κελί τώρα, κι αύριο το λες.

Θέλοντας μη θέλοντας την πήρανε στο κελί, αφού καλονυχτίσανε τη θεια-Πασκαλιά.

Σκοπός του ήτανε του Επιτρόπου να την κουβαλήσει τ’ αποταχύ στου Δεσπότη, κι ας αποφασίσει εκείνος κι ο Πασάς το τι να την κάμουν.

 

14

 

Την πέρασε η Ασήμω στο κελί τη νυχτιά της. Δεν καλόξερε και γιατί την είχαν εκεί, μα κάτι έκοβε το μυαλό της και δεν έβρισκε ανάπαψη. Όντας όμως καλά φυλαγμένη, δεν μπορούσε και να ξεκόψει.

Το πρωί πρωί, ό,τι έφεξε, μεγάλο πάλε βουητό, μεγάλο κακό στο χωριό από τη μιαν άκρη ως την άλλη! Η μαζώχτρα! Η μαζώχτρα η Ασήμω τα ’φτιαξε όλα! Ψυχή δεν απόμεινε που δεν το ’ξερε πως την είχανε φυλακισμένη μες στο κελί, και πως θα τήνε φέρουνε του Δεσπότη. Ως και στα τούρκικα πήγε αστραπή το χαμπάρι.

Χριστιανοί και Τούρκοι, όλοι όξω φρενών, που ’γινε αφορμή μια μαζώχτρα και ρήμαξε το χωριό. Και τέτοια η λύσσα τους, που αδέρφιασαν Χριστιανοί και Τούρκοι ανήμερα και χύμηξαν ανακατωμένοι στης Εκκλησιάς την αυλή «να τη σπαράξουν τη σκύλα». Πού πια τώρα να τους εναντιωθεί εφημέριος, πού να δείξει στήθος Επίτροπος! Την έφεραν όξω σέρνοντάς την από τα μαύρα μαλλιά της. Ολότρεμη αυτή, και σαν το πουλί μπρος στη γάτα αποσκιασμένη κι ασάλευτη, μήτε λόγο μήτε γογγυτό δεν ξεστόμισε, παρά έπεσε λιγόθυμη στο κατώφλι της θύρας. Κι ότι κάμανε να της ξαναριχτούν οι αποτρελαμένοι οι Παραμυθιώτες, πρόβαλε η βαριόμοιρη η Μιχάλαινα μαυροφόρα πάντα, κατάχλωμη, και με τα μάτια κοκκινισμένα από το κλάψε κλάψε, και με φωνή τρεμάμενη τους παρακάλειε, Χριστιανούς και Τούρκους, να την αφήσουνε του Γέροντα και του Επιτρόπου.

Το σεβάστηκαν το θέλημα της χαροκαμένης κι αποτραβηχτήκανε με το στανιό και μ’ αγριεμένα μουρμουρητά οι Παραμυθιώτες. Εκεί όμως που κείτουνταν ακόμα η Ασήμω λιγόθυμη, έρχεται αλάθευτο βόλι μακρόθε και της τ’ αφήνει μια για πάντα κλεισμένα τα πανώρια της μάτια.

 

15

 

Πέρασε η μέρα εκείνη με τ’ άγρια τα ξεφαντώματα, που τάχα γλύτωσε το χωριό. Την αυριανή ωστόσο, σα συνέφερε πάλε ο κόσμος, άρχισαν και τα ξανασκάλιζαν και τα ξαναγύριζαν από τη μια κι από την άλλη, να μην είναι τάχα κι άλλος φταιξάρης. Δεν τους έσωνε η Μαζώχτρα. Με τα λόγια λοιπόν του ενού, με τις αβανιές του αλλουνού, αρχίζει κι ανάμεσα στις δυο φαμελιές, Πανάγου και Μιχάλη—όσοι δεν αποδιαβάστηκαν από τα πριν—η αναπόφευγη η λογοτριβή, το καράζι, η ζούλια, το μάλωμα. Αποφασισμένοι να παν κι αυτοί πριν την ώρα τους.

Μέρες και μέρες βάσταξε αναμεταξύ τους η μπροσκάδα, η μπαλλοτέ και το φονικό. Ώσπου άλλος άντρας δεν έμεινε μήτε από το ’να μέρος μήτε από τ’ άλλο παρά ένας και μονάχος, ο Γιάννης, ο λιγομίλητος, ο μελαχολικός, ο συλλογισμένος εκείνος ο Γιάννης μου.

 

 

αρχή

 



 

Από τη Ρέθυμνο ξεκίνησε, Αύγουστο μήνα του 1829, Άγγλος ταξιδιώτης μ’ άλογο καλό και μ’ οδηγό Σφακιανό—που κι άλλοτες την είχε γυρισμένη την Κρήτη μαζί του—και τραβούσε ίσια κατά το Διβάκι στα νότια. Πέρασε από τ' Αρκάδι, πήρε πλάγι τον ουρανόγγιχτο Ψηλορείτη, διάβηκε του Ασώματου την κοιλάδα, κι ώσπου να φτάσει στην Κρύα Βρύση, ήταν τα χαρτιά του γεμάτα σημείωσες αρχαιολογικές, τοπογραφικές, ιστορικές, καθετίς που ’βλεπε ή που άκουγε από χωρικούς κι από καλογέρους.

Σκοπός του αυτό το ταξίδι να μαζέψει υλικό για βιβλία δεν ήταν, αυτό το είχε καμωμένο σε ταξίδια πρωτυτερινά. Σκοπός του ήτανε να, πάει στ’ Αποδούλο, χωριουδάκι του Αμαριού, και να ξετρυπώσει μια φαμελιά που σε κείνα τα μέρη έπρεπε ακόμα να σώζεται. Έπρεπε να βρεθεί της Κυρίας Μπάρτλεης η μάνα κι ο πατέρας ή τουλάχιστο κάποιος της συγγενής. Σα δύσκολο πράμα να γυρεύεις, λέει, τη ρίζα και τη φύτρα μιανής Μπάρτλεης στ’ Αποδούλο της Κρήτης! Μα στον ακούραστο μας το Μυλόρδο, που ήταν καλός από δυο τρία μισοφαγωμένα ψηφιά, σε παλαιικό μαρμαροκόμματο απάνω ιστορίες αλάκερες να σκαρώνει, που κι από τα λόγια των Αμαριωτών αρχαιότητες μάζευε, σε κείνονα μήτε της Κυρά Μπάρτλεης το συγγενολόγι δε φαινότανε δύσκολο πράμα. Τόσο μάλιστα εύκολο το θαρρούσε, που αν τύχαινε και ταξιδεύαμε μαζί του γνωρίζοντας μονάχα όσα γνώριζε, κι ωστόσο τόνε βλέπαμε να ξεκαβαλικεύει με την ησυχία του έξω από το Αποδούλο και να γυρεύει Κυκλώπων τοίχους και Βενετιάνικους πύργους, γλήγορα θα λέγαμε πως ήρθε κι άλλος τρελός από τη Φραγκιά.

Ο πεντάξυπνος όμως ο Σφακιανός του, που πέτρα Κρητικιά δε σήκωνες να μην τόνε βρεις από κάτω, που έπραξε κι έπαθε πολλά στον καιρό του, τον ήξερε καλύτερ’ από μας το Μυλόρδο. Τον άφηνε και γύριζε, σκάλιζε, κι έγραφε έγραφε, ώσπου χαρτάκι άγραφο δεν του ’μνησκε πια όταν μπαίνανε στ’ Αποδούλο μια βραδινή, ό,τι βασίλευε ο ήλιος, αποσταμένοι κι οι τρεις τους, Μυλόρδος, άλογο, Σφακιανός.

Ρωτάει ο Μυλόρδος έναν Αποδουλίτη στου χωριού την άκρη (τα γνώριζε τα ρωμαίικα νερό) κατά πού βρίσκεται το σπίτι του Προεστού για να πάνε και να κονέψουνε.

— Πολλά τα έτη στ’ όνομά σας, απολογιέται ο χωριανός.

— Βλέπεις; δε σου το ’λεγα πως είστε Έλληνες; γυρίζει και λέει του Σφακιανού. Έτσι το είπε κι ο Ευριπίδης.

«Ω φως, προσειπείν γαρ σον όνομ’ έξεστί μοι».

— Μα να βρούμε και το σπίτι του Προεστού, του κάνει ο Σφακιανός.

— Ποιανού; του Καπετάν Αλεξαντράκη; πετιέται, και λέει ο χωριανός. Εγώ να σας πάω.

Δεν πέρασαν πολλά σπίτια για να φτάσουνε στο σπίτι του Προεστού. Χτύπησε την πόρτα ο χωριανός δυνατά και γοργά.

— Ποιος είναι; φωνάζει γυναικίσια φωνή από μέσα.

— Άνοιξε, κερά Φωτεινή, κι είναι ένας Μυλόρδος.

— Χριστέ και Παναγιά μου! Και τι να τον κάμω που είμαι ολομόναχη!

— Άνοιξε συ, και γω βρίσκω και τον Αφέντη, αποκρίνεται ο Αποδουλίτης απέξω.

Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Μυλόρδος, παίρνει ο Σφακιανός τ’ άλογο να το νοιαστεί σε διπλανό χωραφάκι, τρέχει κι ο χωρικός να φέρει τον Προεστό.

Συμμαζεμένη η Φωτεινή και λιγομίλητη στου ξένου την απερίμενη παρουσία. Άναψε το λυχνάρι, έκαμε τα, πρεπούμενα, έπειτα στάθηκε αντίκρυ του με τα χέρια δεμένα. Συνηθισμένος ο Μυλόρδος από τέτοια συστήματα, την παρεκάλεσε να μην κοπιάζει, μόνο ας τον αφήσει μονάχο ώσπου να ’ρθει κι ο νοικοκύρης.

Δεν έμεινε πολλήν ώρα μονάχος του ο Μυλόρδος, παρά πρι να προφτάσει να ξεδιαλύνει αν τ’ όνομα του χωριού είναι κι αυτό της αρχαιότητας απομεινάρι ή της σκλαβιάς απλό γέννημα, ήρθε ο Προεστός ο Αλεξαντράκης, και μαζί του κι ο Σφακιανός.

Αναρωτήθηκαν, κουβέντιασαν, καθίσανε στο φαΐ, άρχισε ύστερα το κρασί, κι από τη μια ομιλία στην άλλη βγήκε στη μέση κι η ακόλουθη ιστορία.

 

— Οχτώ χρόνια, γυρίζει και λέει ο κυρ-Αλεξαντράκης του Μυλόρδου—και με τέτοια πίκρα που πρώτη φορά καλοκοίταξε ο Άγγλος την πονοδαρμένη του όψη—οχτώ χρόνια, και πότε μας φαίνουνται οχτώ μήνες πότε ζωή αλάκερη. Μήνες, σα συλλογιζούμαστε τα μικρά μας που τα είχαμε εδωνά μέσα στο έρμο αυτό το σπιτικό· ζωή αλάκερη, σαν ανιστορούμε τ’ αμέτρητα τα μερόνυχτα που περάσαμε ολομόναχοι κλαίγοντας, ελπίζοντας, παρακαλώντας, και πάλι ξαναπέφτοντας στην απελπισιά.

— Δηλαδή από τα ’21; κάνει ο Μυλόρδος, πασκίζοντας να καθίσει τώρα κι αυτός διπλοπόδι, καθώς οι άλλοι.

—Από τα ’21, το χρόνο που άναψε η εφτάχρονη η φωτιά! Είμαστε από τους πρώτους που σηκωθήκαμ’ εδώ στην Κρήτη. Αλωνάρης του ’21. Το χορό ωστόσο μας τον πρωτοάνοιξαν οι Σφακιανοί από δω.

Παίρνουν φωτιά τα μάτια του Σφακιανού.

— Αλωνάρης του ’21, ξαναλέει ο Προεστός. Σηκώνουνται οι Σφακιανοί, και πού να τους βάλουν κάτω μονάχοι τους οι Χανιώτες! Μερμηγκιές έτρεξαν από τ’ ανατολικά του νησιού παντής λογής Μουσουλμάνοι να τους δώσουνε χέρι. Αρίθμητ’ άλογα, και μουλάρια μαζί τους, να κουβαλήσουν το βιος από τα Σφακιά.

Σφίγγει ένα κρασί εδώ πέρα ο Σφακιανός μ’ άγριο χαμόγελο.

— Πέρασαν κι από δώ· μα δεν μας πείραξαν τότες. Καιρό δεν είχανε για σφαγή και για ρήμαξη. Στο γύρισμά τους όμως, στην άξαφνη εκείνη την μπόρα…

— Με το συμπάθειο, αφέντη μου Προεστέ, αντισκόβει ο Σφακιανός, κρίμα θα είναι να μην τα πούμε της ευγενείας του όλα καταπώς έγιναν. Θα πεις του τα δηγήθηκα γω στα ταξίδια μας άκρες μέσες· μα ταιριάζει, θαρρώ, πρι να ’ρθεις στο μεταγύρισμά τους εκείνο, να πούμε τι δρόμο πήρε η δουλειά τω Σφακιών.

— Και ποίος ήτανε μαθές εκειδά να μας τα καλοπεί.

— Εγώ ήμουν εκεί, αναπετιέται και φωνάζει ο Σφακιανός.

— Άμε στο καλό, χριστιανέ, και με τρόμαξες, γυρίζει και του κάνει η κερα-Φωτεινή, που ως τότε σήκωνε το τραπέζι, μα σ’ αυτή την ομιλία απάνω ήταν καθισμένη με τ’ αργόχειρό της και άκουγε μ’ ατάραχη όψη, μα όχι πάλε και μ’ αδιαφορία, παρά να πούμε από στοχασιά και ποταγή στο θέλημα του Θεού. Μα έβλεπες και κάτι πιότερο στο πρόσωπο της φρόνιμης της Αποδουλίτισσας. Μισόφεγγε στα μάτια της κάποια ελπίδα, που τον άντρα της δεν τόνε φώτιζε· κάποια πίστη που σ’ αντρίκιες καρδιές εύκολα δε ριζώνει.

— Μα δεν είναι, κερά μου, να μη φωνάξει άνθρωπος, απολογιέται ο Σφακιανός. Ακούς εκεί, λέει, ποιος ήτανε να τα μαρτυρήσει! Θυμάσαι, δόξα να ’χει ο Θεός, Μυλόρδε μου, τότες που σε περνούσα από τον Ασκυφό, σαν αφήσαμε το Πρόσνερο και τραβήξαμε κατά το Κράπι κι από κείθε πήραμε τα στενά τω Σφακιών, εκείνα δα με τους πρίνους και με τα γυμνά τα βουνά κι από τις δυο τις πλευρές.

— Και δεν τα θυμούμαι τα κόκαλα τ’ ασπρισμένα στη χαράδρα μέσα;

— Γεια σου! Εκεί λοιπόν πρέπει να πάμε ν’ αρχίσουμε την ιστορία μας πρι να τη φέρουμε δω.

—Α συφωνεί ο κυρ-Αλεξαντράκης, λέει ο Μυλόρδος, ίσως καλύτερα έτσι. Έχω να τ’ ακούσω και κάμποσα χρόνια.

— Μπράβο, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Αλεξαντράκης· να τα καλομάθω και γω.

— Κρίμας που δεν είναι χειμώνας, να ψήνουμε και κάστανα, λέει η Κερά Φωτεινή εκεί που έραβε. Να σας φέρω όμως μερικούς πεπονόσπορους.

— Εγώ λέω να μας φέρεις κι άλλο κρασί, Φωτεινή, της κάνει ο Προεστός, γιατί του φίλου μας το λαρύγγι έχει να δουλέψει.

Ήρθε το κρασί, κι αρχίζει ο Σφακιανός.

—Ήταν αποφασισμένος ο πασάς, καθώς ξέρετε, να μας βάλει κάτω. Τρυγητή μήνα ξεκινάει με τη μερμηγκιά του κατά τον Ασκυφό. Πού να το σταματήσεις τέτοιο κακό! Έπιασαν οι δικοί μας τα δυτικά τα βουνά.

Καλοστρώνουνται οι φίλοι, μέσα στον κάμπο του Ασκυφού, και μας απαντέχουνε να κατεβούμε να τους προσκυνήσουμε. Εμείς πάλε είπαμε, παρά προσκύνημα κάλλιο την τέχνη μας την παλιά. Όλη νύχτα την περάσαμε τρέχοντας και ζητώντας βοήθεια από τα χωριά. Ως και στο Μάλαξα στείλαμε και φωνάξαμε τους μερικούς Ασκυφιώτες, που φύλαγαν εκείνο το κάστρο, να ’ρθουν κι αυτοί. Κι έτσι σαν ξημέρωσε και μαζευτήκαμε όλοι στον ξερόκαμπο, πρέπει να είμαστε καμιά πεντακοσαριά.

Φύλλο δεν ανεμίζουνταν εκείνη την πρωινή. Ό,τι πρόβαλε ο ήλιος, ξεκινήσαμε κατά τον κάμπο. Γεμάτος ο κάμπος Τουρκιά. Και τους έβλεπες δεν τους έβλεπες πίσω από τον καπνό που ανέβαινε πίσω από τα καμένα τα χωριά τριγύρω. Ένας μας αρχηγός τότες, ο Ρούσσος, παίρνει μερικούς του συντρόφους και μπαίνει στο σπίτι του, κατά το ριζοβούνι ως ένα βόλι μακριά από τον κάμπο. Μπαίνει και βρίσκει σφίδα γεμάτη κρασί. Όλοι μας ήπιαμε από το κρασί εκείνο. Αξέχαστη πρωινή. Ξαναμαζευούμαστε, ροβολούμε κατά τον κάμπο, κι αρχινούμε τη φωτιά, πίσω από κάτι χαμηλότοιχους. Άλλοι μας πάλε πήγαν κι έπιασαν τις Πέτρες και το Σταυροράχι λίγο παρακάτω, και χτυπούσανε σύγκαιρα από τη μεριά εκείνη. Οι Τούρκοι, που θαρρέψανε στην αρχή πως κατεβαίνουμε να προσπέσουμε, άμα πρωτάκουσαν τουφεκιές, λύσσαξαν και πήγαν. Όλο τους το σκυλολόγι σηκώθηκε στ’ άρματα, κι από την ώρα εκείνη ως τ’ απομεσήμερο πέφτανε χαλάζι τα βόλια τους στα ταμπούρια μας καταπάνω. Είχαν και τρία κανόνια. Οι δικές μας οι τουφεκιές δεν έκαμναν τόσο βουητό, μα μήτε και στον αέρα δεν πέφτανε.

Σιγά σιγά οι πεντακόσοι μας γίνουνται χίλιοι με τους χωριανούς που ολοένα μαζεύουνταν. Τρέχει τότες μια παρέα κατά τα βορινά του κάμπου και τους περεχάει κι από κει. Ξάφνισμα, και τρομάρα αμέσως οι Τούρκοι που βρίσκουνταν κατακεί. Κοντοστέκουνται μια στιγμή, κι ύστερα λάσπη! Τους τηρούν οι άλλοι κοντά μας, δρόμο κι αυτοί. Τους περνούμε τότες το κατόπι, και δώσ’ του βόλι στα πισινά τους καθώς τραβούσαν κατά το μονοπάτι που πάει στ’ Αποκόρωνα. Καθώς κατρακυλούσαν τα μέρη που ο λόγγος αρχινάει και στενεύει, παίρνουνε μερικοί μας δίπλα τα βουναράκια, και τρέχοντας σα λαγωνικά τους προκάνουμε ό,τι αρχίζανε και ξεμύτιζαν παρακάτω στη χαράδρα. Ένας ένας πέφτανε σαν τις μύγες. Κάμανε μια στιγμή να δείξουνε στήθος· μα γλήγορα το κατάλαβαν πως είναι χαμένοι, κι όπου φύγει φύγει πια τότες. Αφήνουν άλογα, μουλάρια, κανόνια, και παίρνουνε τα βουνά. Από το μέρος εκείνο του λόγγου ως το Κράπι στρωμένος ο τόπος νεκρούς. Βδομάδες και βδομάδες δεν μπορούσες να περάσεις από κει και να μη λιγοθυμήσεις από τη βρόμα.

Ως τον Αρμυρό τους ακολουθήσαμε. Κάμποσες μέρες γυρίζαμε τα βουνά και τους ξεπαστρεύαμε όσους βγήκαν από το δρόμο τους να γλυτώσουν. Ως χίλιοι τους πρέπει να πήγανε τότες. Καλά και κάνεις το σταυρό σου, κερά μου. Για το τιμημένο το σώμα και το αίμα του Χριστού πολεμούσαμε τότες, κι ο παπάς με τη σημαία μπροστά μπροστά. Σίδερο η καρδιά μας, σίδερο και τα κορμιά μας. Χάδεμα δε δεχούμαστε από τις γυναίκες μας τις μέρες εκείνες. Σαν έχει το νου του σε φιλιά και σ’ αγάπες ο Σφακιανός, βόλι πικρό τον προσμένει στον πόλεμο. Μήτ’ ένας μας δε σκοτώθηκε στον πόλεμο εκείνο.

 

Κάμποσες φορές τα είχε ακουσμένα αυτά ο Μυλόρδος, κι ωστόσο τα ’βγαλε πάλι τα χαρτιά του και σημείωσε μερικές αράδες. Οι άλλοι κάθονταν αμίλητοι και διαλογισμένοι.

— Αχ, τα πλερώσαμε όλα με γυναικόπαιδα και με σπιτικά, τότες που γυρίζανε λυσσασμένοι και έσερναν ανατολικά οι καταραμένοι! είπε με βαρύ αναστεναγμό ο Αλεξαντράκης. Κι ήρθε, θαρρώ, η ώρα ν’ ακούστε και το τι τράβηξε αυτό το χωριό, εκεί που κανένας μας μήτε τουφέκι πια δε σήκωνε μήτε σημαία δεν κράταγε.

— Την παλιά τους την τέχνη, φωνάζει ο Σφακιανός. Δεν μπορούσανε να δείρουν το γάδαρο κι έδειραν το σαμάρι.

— Όπου άντρας, μα νέος μα γέρος, τον έκοβαν. Όπου παιδί και γυναίκα, σκλαβιά κι ατιμιά.

— Κι ο Σερήφ Πασάς τα συχωρούσε μαθές αυτά; ρωτάει ανυπόμονα ο Μυλόρδος.

— Ο Πασάς; Και ποιος τόνε ρωτούσε τον Πασά; Αυτοί ήταν έξω φρενώ. Σαν μπόρα πλακώσανε φοβερή. Μόλις το πήρε τ’ αυτί μας τ’ άγριο της το βουητό και σκαρφαλώσαμε τον Ψηλορείτη σα γίδια. Μόνο μερικοί γέροι απομείνανε στο χωριό. Τους έσφαξαν όλους. Μα ας τα πούμε με τη σειρά τους αυτά τα δικά μας, να μάθετε και γιατί αυτή την ώρα δεν τη χαρούμαστε την κατακαημένη μας την Καλλίτσα.

Ανασηκώνεται εδώ άξαφνα ο Μυλόρδος μ’ ολοανοιχτά μάτια. Γλήγορα όμως συμμαζώχτηκε πάλι, ίσως να την καλακούσει την ιστορία.

— Είχαμε τότες θανατικό στο χωριό μας, λέει ο Προεστός. Τέσσερα από τα παιδιά μας τα είχε παρμένα Χάρος. Μας έμνησκαν τρία, η Καλλίτσα, ο Γιάννης, κι ο Κωστάκης, το βυζαστάρικό μας. Για να γλυτώσουμε τα δύο τα μεγαλύτερα από το θανατικό, τα βάζουμε σε παράμερο καλύβι λίγο έξω από το χωριό, κοντά σε μια γυναίκα που είχε και δικά της άλλα τρία παιδιά. Εμείς με το μικρό τον Κωστάκη μείναμε σπίτι. Τότες ήταν που ξέσπασε το κακό. Τις ακούγαμε από μακριά τις φωνές τους, και δίχως μήτε πόρτες να κλειδώνουν έφευγαν όλοι προς το βουνό. Εμείς όμως είχαμε και τ’ άλλα δυο τα μικρά να κοιτάξουμε, κι είπα της Φωτεινής να προσμείνει λιγάκι, να πάω να μιλήσω της γριάς στο καλύβι και να της πω να μη φοβάται. Τρέχω λοιπό σαν αστραπή στο καλύβι και τους λέω να μη νοιάζουνται, μόνο να κάθουνται μέσα κρυμμένοι, κι οι Τούρκοι δε θ’ ανέβουν ως εκεί απάνω. Ξαναγυρίζω κατόπι τρεχάτος στο σπίτι να πάρω τη γυναίκα μου με το μικρό μικρό και να φύγω. Ζυγώνω δε ζυγώνω, και τι να δω! Τούρκοι γεμάτο το σπίτι, και μόλις πρόφτασα να δω τη Φωτεινή μου που την κουβαλούσανε με τον Κωστάκη στην αγκαλιά της!

Πήρα τα βουνά, σαν τρελός.

Σημάδια στενοχώριας τώρα στην όψη της Φωτεινής, και πρι να πάει ομπρός ο Προεστός καμώθηκε πως κάτι ήθελε να φροντίσει, και σηκώθηκε και βγήκε από την κάμαρα.

— Καλά έκαμε και βγήκε, κάνει τότες ο Προεστός. Δεν της έρχεται να τ’ ακούγει, δε μου ’ρχεται και μένα να τα δηγούμαι μπροστά της. Την πήρανε σκλάβα με τον Κωστάκη στο Διβάκι. Ας είναι καλά ο αδερφός της που τη μάτιασε κει πέρα, και πήγε και τους αγόρασε και τους δυο πρι να τη στείλουν ως το Μισίρι.

Κι έτσι σαν πέρασε η φουρτούνα και κατεβήκαμε στο ρημαγμένο μας το χωριό, μου την έφεραν πάλι πίσω τη Φωτεινή με το στεροπαίδι της. Τ’ ανοίξαμε πάλε το σπιτικό μας. Αχ και τι σπιτικό! Δεκατισμένο από το θανατικό, που μας έφαγε τρία, κι από των άπιστων τη ρημαξιά, που μας άρπαξε άλλα δυο, την Καλλίτσα και το Γιανάκη. Δίκιο είχα γω σαν το ’λεγα, τότες που φεύγαμε, της γριάς του καλυβιού πως δε θα περάσουν από κει απάνω οι Τούρκοι. Και μήτε πέρασαν από κει. Σαν τ’ αστροπελέκι που κόβει ίσιο δρόμο και ξολοθρεύει, έτσι διάβηκαν κι έφυγαν. Κι ωστόσο ένας τους—ο Εξαποδός πρέπει να τόνε σκούντηξε—βγήκε από το δρόμο του να μαζέψει για το ζο του χορτάρι. Και μαζεύοντας παίρνει το μάτι του το καλύβι! Ζυγώνει σιγανά σιγανά μην τύχει κι ήταν άντρες εκεί κοντά. Χτυπάει και ρωτάει ποιος κατοικούσε εκεί μέσα κι αν είχε άντρες. Πρόβαλε η γυναίκα από το παράθυρο κι είπε όχι. Την προστάζει τότες να ξεμανταλώσει την πόρτα. Τι να κάμει η γυναίκα, ανοίγει την πόρτα. Άμα βεβαιώθηκε ο Τούρκος πως ήταν απροστάτευτο το καλύβι, χώθηκε μέσα. Δεν αφήκε μήτε γυναίκα μήτε παιδιά. Ίσια στο Διβάκι τους κουβάλησε και τους έξι. Και τώρα να δείτε το πιο παράξενο. Εκεί στο Διβάκι, σα χωρίστηκε πρώτα η γυναίκα με τα τρία παιδιά της από την Καλλίτσα κι από το Γιαννάκη, και κατόπι πάλε ο Γιανάκης από την Καλλίτσα, και τοιμάζουνταν ένας Αράπης να φορτώσει τη δύσμοιρη την κόρη μας και να την κατεβάσει στο λιμάνι για το Μισίρι, τι άλλο να δει η σκλαβωμένη η μάνα της από το παράθυρο του σπιτιού που την είχαν κλεισμένη, παρά την Καλλίτσα σε κοφίνι μέσα απάνω στ’ άλογο, ξεκινώντας για το ταξίδι της αλησμονησιάς και της ατιμίας! Τη βλέπει, τσιρίζει σαν τρελή, και πέφτει χάμω. Μα ποιος να την ακούσει, και ποιος να τη νοιαστεί! Μήτε την ξαναείδε πια μήτε την ξανάκουσε την Καλλίτσα της.

— Στάσου! αντισκόβει ο Μυλόρδος. Δεν την άκουσε η μικρή τη φωνή;

— Κι αν την άκουσε πού να το ξέρουμε! αποκρίνεται ο πατέρας γελώντας, σα να του ήρθε νόστιμο τέτοιο ρώτημα.

Εκεί απάνω ξαναμπαίνει κι η Φωτεινή.

— Ακούς τι μας ρωτάει η αφεντιά του; γυρίζει και της λέει· α σ’ άκουσε, λέει, η Καλλίτσα τότες που της φώναξες από το παράθυρο.

— Βέβαια πως μ’ άκουσε, απολογιέται ολόθαρρα η κερά και με μάτια που έλπιζαν πάντα. Την άκουσε τη φωνή μου κι η Καλλίτσα, την άκουσε κι ο Θεός. Και το λέω και το ξαναλέω πως η φωνή εκείνη που από τα φυλλοκάρδια μου τότες βγήκε, θα μου την φέρει την ακριβή μου μια μέρα.

— Ορίστε! Τα ίδια και πάλε τα ίδια! Όλο την απαντέχει, κι όλο έρχεται η Καλλίτσα. Κάποτες και το σπίτι το συγυρίζουμε για τον ερχομό της και…

— Σταθείτε, αφεντικό, να σας χαρώ, λέει τώρα ο Σφακιανός, γιατί σα να θέλει κάτι να μας πει από δω ο Μυλόρδος.

— Τίποτις, αποκρίνεται συλλογισμένα ο Άγγλος. Έλεγα μόνο να σας ρωτήσω α δε μάθετε τίποτις από τότες.

— Οχτώ χρόνια, Μυλόρδε μου, και άλλο δε μάθαμε παρά πως τήνε στείλανε στο Μισίρι. Όσο για τον αδερφό της το Γιαννάκη, αυτός έμεινε στο Μεγαλόκαστρο μ’ έναν Αγάν, και τούρκεψε, και τώρα μήτε να μας ξέρει πια δε θέλει.

— Αμέ ο Κωστάκης, το μικρό μικρό;

— Δεν την είπαμε ωστόσο του καημένου μας του Κωστάκη την τύχη, γυρίζει και λέει ο Προεστός της γυναίκας του. Και μα την αλήθεια δεν το παραξενεύουμαι, μια και γυρέψαμε να τα πούμε όλα σε μια βραδινή. Το χάσαμε και κείνο, Μυλόρδε, ειδεμή δε θα μας έβρισκες ολομόναχους τώρα. Έξι παιδιά, και τώρα στα γερατειά μας κανένα!

— Εκείνο μας το πήρε ο θεός σαν τα πρώτα, και δε μας πέφτει λόγος στο θέλημα του Θεού, λέει τώρα η Προεστίνα. Μα, η Καλλίτσα μου, η Καλλίτσα! Να, έτσι πάντα κατιτίς μου το κρυφολέει πως δεν την έχουμε χαμένη την Καλλίτσα για πάντα. Ως και στον ύπνο μου κάθε λίγο τη βλέπω. Τη βλέπω μες στο κοφίνι, τρέχω σαν τρελή να τη γλυτώσω, και μου ξεφεύγει πάντα τ’ άλογο το καταραμένο! Πόσες φορές του το ’πα του Προεστού μας να κινήσουμε μαθές ως το Μισίρι, να τη γυρέψουμε. Μα που ο τρόπος, και σαν πας, λέει, που να πρωτογυρέψεις! Και σε ποια χαρέμια θα σ’ αφήσουνε να μπεις! Κι αν τη βρεις, ποιος Πασάς θα σου τήνε δώσει, που τα γαλανά της τα μάτια μονάχα…

— Σπάνιο πράμα, γαλανά μάτια στην Κρήτη! παρατηράει ο Μυλόρδος.

— Να κάτι πιο βαθύτερα από τα δικά σας.

 

Ανάγκη δεν ήταν κι απ’ αυτό το σημάδι να καταλάβει ο Μυλόρδος πως βρισκότανε στης Κυρα-Μπάρτλεης το σπιτικό, και πως αντίκρυ του είχε τον πατέρα και τη μάνα της πανώριας εκείνης κόρης, που τώρα κι οχτώ χρόνους ταξιδεύοντας ο φίλος του ο Μπάρτλεης στο Κάιρο, τη μάτιασε στο Παζάρι κι από έναν Αράπη την αγόρασε μικρή μικρή, και την ανάθρεψε μ’ ένα και μονάχο σκοπό, να την κάμει συντρόφισσα της αρχοντικιάς του ζωής. Αυτά, όμως όλα, πώς να τα ξεστομίσει με τρόπο που να μην αποτρελαθούν από τη χαρά τους οι μυριοβασανισμένοι οι γονιοί της, αυτό ως την ώρα ο Μυλόρδος δεν το καλοσυλλογίστηκε τόσο λίγο ίσως το ’λπιζε να τους βρει.

Αποφάσισε λοιπό να τους καλονυχτίσει και να συχάσει αυτή τη νύχτα, αφού είπε και ξαναείπε της κερα-Φωτεινής πως καλά κάμνει κι ελπίζει πάντα.

Τ’ αποταχύ Μυλόρδος και Σφακιανός κάμνανε μακρινή ομιλία στου Προεστού την αυλή.

— Να πάρεις τ’ άλογο κι ίσια στη Ρέθυμνο. Ξέρεις πως εκεί έφτασε τις προάλλες μαζί μου από την Αλεξάντρεια ο Σιορ Μπάρτλεης με την κυρά του, και πως με προσμένουνε να γυρίσω και να ξεκινήσουμε μαζί για την Αγγλία. Να τους δώσεις αυτό το γράμμα, και να τους φέρεις εδώ και τους δυο τους μαζί με τους δούλους.

— Μα σαν τι μαθές να τρέχει; ρωτάει σαστισμένα ο Σφακιανός.

— Σαν τι να τρέχει; Κρίμας που είσαι και Σφακιανός! Και δεν το ’νοιωσες ακόμα πως η κερα-Μπάρτλεη που είδες στη Ρέθυμνο είναι Κρητικιά, και πως είναι η Καλλίτσα, η χαμένη η κόρη του Προεστού; Δεν το πήρε τ’ αυτί σου τ’ όνομά της τότες που τήνε φώναζε ο άντρας της να πει να σου φέρουν κρασί πρι να ξεκινήσουμε;

— Μεγάλος πως είναι ο Θεός το γνώριζα, Μυλόρδε μου, από κείνη τη δουλειά τη Σφακιανή· μα όχι και τόσο μεγάλος καθώς λέω πως είναι τώρα μ’ αυτό του το θάμα! Και του λόγου σου τι θα κάμεις ώσπου να γυρίσουμε πίσω;

— Βλέπω κι έχει ένα τεφτέρι ο Προεστός άγραφο. Το παίρνω μαζί μου, και πηγαίνω να καλοκοιτάξω αυτό το Καστρί εκεί κάτου, να δούμε, ήταν κι αυτό Πολιτεία Ελληνική ή όχι; Ως εκεί μπορώ και περπατώντας να πάω. Ωστόσο μη χάνεις καιρό εσύ.

Έφυγε ο Σφακιανός με τ’ άλογο, και καθώς τραγουδούσε έξω από το χωριό πηγαινάμενος, πρόβαλε ο Προεστός στην αυλή να προσκαλέσει το Μυλόρδο στο γλυκό και στον καφέ.

— Να με συμπαθήστε που πρέπει να καρτερέψω καμιά δυο μέρες εδώ, τους είπε απάνω στον καφέ ο Μυλόρδος, ώσπου να γυρίσει ο οδηγός μου με μερικούς συνταξιδιώτες που πρέπει να σας δουν και να σας γνωρίσουν. Είναι ένας άλλος Άγγλος κι η γυναίκα του, ρωμιοπούλα όμως αυτή, και μάλιστα Κρητικιά.

— Άμε στο καλό, άνθρωπε μου, φωνάζει μ’ ολόφεγγο πρόσωπο η Προεστίνα, που με κάμνεις και περνούνε λογιώ λογιώ στοχασμοί από το νου μου! Δε λέω πως δε θα μας ξανάρθει η Καλλίτσα, ο Εγγλέζος όμως αυτός —

— Ορίστε μας πάλε πρωί πρωί! μουρμουρίζει ο κυρ-Αλεξαντράκης.

— Καλέ αφήστε τη να ελπίζει και να προσμένει, γιατί όχι; Μήπως τάχα δεν την άκουσε τότες ο Θεός τη φωνή της; Γιατί τάχα να μην είναι η Καλλίτσα, αφού μάλιστα είναι και Κρητικιά η γυναίκα του φίλου μου;

— Να το! Δε σου το ’λεγα τόσα χρόνια; Ξεφωνίζει αφήνοντας τον καφέ της χάμου η κερα-Φωτεινή. Η Καλλίτσα, η Καλλίτσα μου έρχεται! αναπετιέται και ξαναφωνάζει σαν τρελαμένη. Η Καλλίτσα μου, κι ο Θεός μου τη φέρνει.

— Θα μου τη λωλάνετε τη γυναίκα μου, κυρ-Μυλόρδε, και καλύτερα να μη την πειράζετε έτσι.

— Μα εγώ σας λέω πως πρέπει να την ανάβω αυτή την ελπίδα, κι από ελπίδα βεβαιότητα να την κάμω πρέπει, γιατί η Καλλίτσα σας είναι αυτή που θα ’ρθει μεθαύριο με το φίλο μου τον Μπάρτλεη, τον άντρα της, σηκώθηκε κι είπε ο Μυλόρδος ήσυχα και σοβαρά σοβαρά.

Έμειναν αμίλητοι μια στιγμή κι οι δυο τους, πατέρας και μάνα.

Ώσπου όμως να ξανανοίξει το στόμα του ο Μυλόρδος, που έτρεμε μην τύχει και τους παραταράξει, βρέθηκε τ’ αντρόγυνο αγκαλιαστό, κι άλλο πια τώρα δεν άκουγες παρά κλάψες κι αναρρουφήματα.

— Να σας πω τώρα και κάτι άλλο, κάνει ο Μυλόρδος, να μη χασομεράτε και πολύ. Η κόρη σας τώρα είναι καλομαθημένη, έξι χρόνια στο σκολειό, κι άλλα δυο στην Αγγλία. Και ν’ αρχίστε αμέσως κιόλας να τοιμάζετε. Έχουν και δούλους. Κρεβάτια όσα μπορείτε. Να πάρτε μάλιστα και το σπίτι το διπλανό για καμιά βδομάδα. Από χρήματα να μη νοιάζεστε.

— Μια βδομάδα! Χριστέ και Παναγιά! Να το κουνήσουν δεν έχουν πια από δω πέρα! φωνάζει η κερα-Φωτεινή.

— Αυτά τα βολεύετε και σαν έρθουν. Ίσως σας πάρουν κι εσάς μαζί τους στην Αγγλία. Δουλειά τώρα. Εγώ πηγαίνω ως το Καστρί να γυρέψω αντίκες, και δε θα με ξαναδείτε ως μεθαύριο. Γεια σας.

— Μια στιγμή, να μου ζήσεις, Μυλόρδε, που μας έφερες τέτοια νεκρανάσταση! Μια στιγμή, να μας πεις τι λογής έτυχε αυτό το πρωτάκουστο! Από το χαρέμι μαθές την πήρε;

— Την πήρε από τα χέρια του Θεού και σας τη φέρνει τώρα. Τ’ άλλα τα μαθαίνετε από την ίδια σαν έρθει.

Και ξεκίνησε ο Μυλόρδος κατά το αγαπημένο του το Καστρί.

 

Μετά μερικές μέρες, εκεί που κοίταζαν και καμάρωναν κι έκοβαν κι έραβαν από μακριά οι καταχαρούμενοι οι Αποδουλιώτες περπατούσανε στο βασίλεμα του ήλιου κατά τα ξώχωρα του Αποδούλου δίπλα στο Ψηλορείτη, και σεργιάνιζαν τις ομορφιές ολοτρόγυρα, η περήφανη η Φωτεινή με την πεντάμορφη κόρη της, και κάπου σιμά τους κι ο Μπάρτλεης με το Μυλόρδο. Οι δυο οι γυναίκες κουβεντιάζανε για τα παλιά τους, κι οι δυο οι άντρες για αρχαιότητες.

Ο κυρ-Αλεξαντράκης με το Σφακιανό ακολουθούσανε μερικά βήματα κατόπι, μιλώντας ο ένας για τις σφαγές, ο άλλος για την αξέχαστη τη μάχη του Ασκυφού.

 

 

αρχή

 



 

Τρία χρόνια την πάλευε την Τουρκιά σα λυσσαγμένη η Τουρκοφάγα η Κρήτη μαζί με την αναστημένη την Ρωμιοσύνη. Τουφέκι δεν έπεφτε στο Μοριά ή στη Ρούμελη που δεν έβρισκε τον αντίλαλο του στ’ ακαταπόνετα τα Σφακιά. Τρία χρόνια σηκωνότανε και ξανάπεφτε το ηρωικό το νησί στην τρομερή, στην άνιση την παλαίστρα με το μυριόνυχο και το μυριόδοντο το θεριό. Ήρθε ο τέταρτος ο χρόνος, το δίσεχτο το ’24, και στην απελπισία του απάνω ο Μαχμούτης γυρεύει του Μεχμέτ Αλή την ταπεινωτική τη βοήθεια· κι ο αχόρταγος ο Μεχμέτ Αλής, ο χασάπης των Μαμελούκων, τι άλλο καλύτερο γύρευε; Σαν όνειρο το ’βλεπε μπροστά του ένα πέλαγο από αίμα, αριθμητές ρωμιοπούλες σκλαβωμένες, άλλα τόσα ρωμιόπουλα σφαγμένα, πυραμίδες κεφάλια, και το πιο σημαντικότερο, την αφεντιά του Πασά του Μοριά και της Κρήτης.

Σαν ακρίδες ξεκινούν από το Μισίρι και πλακώνουν απ’ άκρη σ’ άκρη του νησιού Αράπηδες και Τουρκαρβανίτες. Όσο και να τους δεκάτιζε το Κρητικό το μολύβι, μαθημένοι καθώς ήταν από πόλεμο ταχτικό, δεν αργήσανε να καταφέρουν όσα μια Τουρκιά δεν κατάφερε, να σαρώσουν τον τόπο, χωριά και χώρες να ρημάξουν, και χριστιανών κόκαλα να σκορπίσουν απάνω σε χώμα αιώνες ζυμωμένο στο αίμα.

Ο Χασάν Πασάς από την Ανατολική την πλευρά το είχε αρχινημένο το πανηγύρι του με τις δυο χιλιάδες νέους, γέρους και γυναικόπαιδα, που λες και με τη μυρουδιά τους ξετρύπωσαν τα σκυλιά του στου Μελάτου το σπήλιο. Ως την ακρογιαλιά κατέβαιναν οι φωνές όταν οι γέροι σφάζουνταν, οι γυναίκες κοπαδιαστά κουβαλιούντανε σκλάβες, οι άντρες αλυσόδετοι σέρνουνταν κατά τη Σπιναλόγκα, και μερικοί παπάδες, που μένανε μαζί τους για θάρρος και για παρηγοριά, δεματιασμένοι σα ξύλα ριχνότανε στη φωτιά!

Από τη δυτική την πλευρά, κατά το Σέλινο και το Κίσαμο, τ’ άρματα του Τομπάζη την είχανε χρυσωμένη των πολέμων εκείνων την ιστορία με τη στερνή τους τη δόξα. Ο Χουσεήνης, του Μεχμέτ Αλή ο γαμπρός, ήτανε φτασμένος, στην Κρήτη με χιλιάδες καινούργια αγρίμια, η φοβερή η μάχη της Αμουργέλας την είχε θαμμένη και θαμμένη των Κρητικών την ελπίδα, οι αδάμαστοι οι Σφακιανοί φώλιαζαν τραβηγμένοι στα ορεινά τους λημέρια, κι οι τετρακόσες οι ψυχές, που μαρτύρησαν φοβερό μαρτύριο στη σπηλιά του Μελιδονιού, ήταν και κείνες στα ουράνια σταλμένες και φτερουγίζανε μαζί με τα θύματα του Μελάτου.

Από το μυριοθρήνητο το Μελιδόνι αρχινάει η ιστορία μας, γιατί με τις τέσσερες κατοστές, πού ’πνιξαν οι αθεόφοβοι στον καπνό της φωτιάς που βάλανε στη μια και μονάχη τρύπα του σπήλιου, μαζί με κείνους πήγε κι ο Μανουσάκης της Μαριγής, ο νιόγαμπρος ο λεβέντης.

 

Κατέβαινε τα ματόβρεχτα μονοπάτια σαν τρελή η αρχοντοπούλα η Μαριγή μαζί μ’ άλλες χωριανές της πολλές. Όλες σκλάβες, όλες ορφανές από πατέρα κι από μάνα, έρημες όλες από πατρίδα κι από σπιτικό. Και να ήτανε να πεις πηγαίνανε σε μοναστήρι να κλειστούν ή και ζωντανές να θαφτούνε σαν το συγγενολόγι τους σε κάποιο σπήλιο κι αυτές! Σκοπός και τέλος του ταξιδιού τους ήταν η ατιμιά, το ζωντανό το μαρτύριο. Αρχηγός Τουρκαρβανίτης και μερικοί Τούρκοι μαζί του τις οδηγούσαν κατά τη Σούδα. Τρικάταρτο καράβι πρόσμενε εκεί να φορτώσει τη θλιβερή την πραμάτεια που από χώρες κι από χωριά παντούθε κατέβαινε. Της Κρήτης ο αφρός, των ανθών της το άνθος, τα πιο λαχταριστά και τα πιο διαλεχτά της κορίτσια, από κάθε μονοπάτι σέρνουνταν εκεί κάτου να φορτωθούν και να πουληθούνε σε Ασία και σ’ Αφρική, και μ’ άπονη σκουντιά να ριχτούνε στα βάθια του Χαρεμιού, δίχως μήτε θρησκείας παρηγοριά να φυλάξουνε, μήτε όνομα, μήτε άλλο της δόλιας πατρίδας τους φυλαχτάρι.

Τ’ ανιστορούσε η Μαριγή από τη μια το τι την περίμενε, θυμούνταν από την άλλη το ιερό το λείψανο που μαύρο και καρβουνιασμένο κειτότανε στου Μελιδονιού τη σπηλιά, το λείψανο του πονεμένου της Μανουσάκη, που ως και τη φωνή του την άκουγε ακόμα, τότες που στο σπίτι τους μέσα την παρακαλούσε να φύγουνε πρι να πλακώσει η αρβανιτιά, και κείνη πάσκιζε να μαζέψει και να πάρει τα νυφικά της, ώσπου πλάκωσαν τα θεριά, και θαρρώντας ο δόλιος πως έφυγε κι η Μαριγή με τη μάνα του, που την έβλεπε κι έτρεχε κατά το σπήλιο, αφήνει την αγαπημένη του πίσω και φεύγει, και κλειέται στο σπήλιο μαζί με τους άλλους, και σαν είδε ύστερα πως έλειπε η καλή του, τρέλα και τρέλα τον πήρε. Αχ, ήταν αργά πια τότες, η αρβανιτιά το είχε τριγυρισμένο το σπήλιο και το μπομπάρδιζε. Κι ένας μονάχος, που γλύτωσε από το μαρτύριο που ακολούθησε κατόπι και γύρισε στο ρημαγμένο το χωριό, την αντάμωσε κρυφά τη σκλαβωμένη τη Μαριγή και της τα είπε τα στερνά τα λόγια του Μανουσάκη. Τα συλλογιούνταν όλ’ αυτά η δύστυχη, και σαν απόκαμναν τα γόνατά της από τη θλίψη και από την τρεμούλα της κούρασης και την έσπρωχνε Τούρκος πίσωθέ της με την κάνα του τουφεκιού, θόλων’ ο νους της, πλημμύριζε η καρδιά της, και με χείλη στεγνά, με μάτια ορθάνοιχτα από την απελπισιά, σίμωνε τον Αρβανίτη τον αρχηγό, και με λόγια που πέτρες θα ράγιζαν τον παρακαλούσε τον άγριο να τη λυπηθεί και να την αφήσει να πάει ν’ αποθάνει κοντά στον αγαπημένο της.

Ξέσπαναν τότες στα γέλια οι Τούρκοι, κι αντιλαλούσαν οι λόγγοι με τ’ άσεμνα χωρατά τους.

 

Ήτανε βράδυ βράδυ, ο ήλιος έγερνε κατά τα κορφοβούνια, κι οι σκλαβωμένες οι Κρητικοπούλες κατέβαιναν αραδιαστές από το στερνό τους μονοπάτι αποσταμένες, πρησμένα τα πόδια τους, ξέπλεγα και σκόρπια τα μαύρα μαλλιά τους, που κάθε λίγο τα συμμαζεύανε με το μαγουλήκι μην τύχει και τις παρακοιτάζουν ξένοι, λησμονώντας πως μήτε η ομορφιά τους δεν ήτανε πια δική τους. Βλέποντας αντίκρυ στη θάλασσα η Μαριγή, σφίχτηκε η ψυχή της, κόμπωσε ο λαιμός της, σα να της έλεγε η άπονη, η απέραντη η θάλασσα πως μια για πάντα θα τη χωρίσει από τον τόπο της, από τα κόκαλα των αγαπημένων της, απ’ όλα όσα στον κόσμο λάτρεψε η καρδιά της.

Σε κάθε αποσταμένο τους πάτημα βγαίνανε αναστεναγμοί κι αναρρουφήματα από τη μιαν άκρη της αράδας ως την άλλη, όταν τ’ άγρια τα ξεφωνητά και τα γέλια των Τούρκων τις αφήνανε ν’ ακουστούνε.

Άλλη μισή ώρα, και περνούσαν από τ’ αράπικο το στρατόπεδο. Κοντοστάθηκαν αμέσως κι έκρυψαν τα πρόσωπά τους σα Χανούμισες, μην τύχη και τις καλοδεί και πέσει απάνω τους στρατιώτης. Φώναξε τότες ο Αρβανίτης να μη φοβούνται, έδωσαν οι Τούρκοι μερικές σκουντιές από πίσω, και ξανάρχισαν το διάβα τους πλάγι του στρατοπέδου.

Ο χαλασμός, καθώς είδαμε, τελειωμένος τώρα στην Κρήτη. Οι Σφακιανοί στα όρη κρυμμένοι, οι χώρες και τα χωριά καμένα, οι εκκλησιές γκρεμισμένες, άλλη δουλειά για τ’ αγρίμια του ο Χουσεήνης δεν είχε· τους άφηνε λοιπόν και ραχατεύανε ώσπου να ’ρθει η μαύρη η ώρα και του Μοριά. Κι έτσι το βράδυ βράδυ της μέρας εκείνης, που δεν τους έκαιγε πια το λιοπύρι, που ο μπάτης ψιλοφυσούσε, μοιρασμένοι σε παρέες οι στρατιώτες γλεντίζανε μέσα στην απλάδα με φαγοπότια και με παιχνίδια.

Σα λαγωνικά, που μυρίζοντας άξαφνα κυνήγι ζωντανεύει το μάτι τους και ξεχυμίζουν ανήσυχα και λαχανιασμένα από κάθε μεριά και πετούνε στον αέρα αλυχτήματα ανυπόμονα, έτσι χυμίζανε Τούρκοι κι Αράπηδες κατά τον δρόμο που περνούσαν οι παρθένες κι οι νιόπαντρες του παθιασμένου νησιού. Με τη φοβέρα όμως ο αρχηγός ο Τουρκαρβανίτης τους παραμέριζε.

Στην άκρη άκρη της πεδιάδας κατά τον γιαλό, κοντά στα καράβια, σε ξέχωρο μέσα χωράφι, μια από τις παρέες το γλέντιζε με τρόπο πιο ταιριαστό με το φυσικό της άγριας εκείνης φυλής. Κρητικόπουλο λεβέντικο κι αψηλόλιγνο, με τα χέρια δεμένα πιστάγκουνα και το σκοινί σε καρφί καλά κουμπωμένο, ακουμπούσε στον τοίχο του χωραφιού ασκούφωτο, φορέματα ξεσκισμένα και χωματιασμένα, στήθια ξετραχηλισμένα, πόδια ξυπόλυτα. Δέκα ως δώδεκα στρατιώτες από τους πιο διψασμένους του Χουσεήνη, μερικά βήματα μακριά στεκάμενοι στην αράδα, παραβγαίνανε στον αγώνα, ποιος να πρωτομπήξει το γυμνό του μαχαίρι στα στήθια του νέου. Έβλεπες και στέκουνταν ολόρθα δυο μαχαίρια, ένα στον ώμο του παιδιού κι ένα στο μερί, έτρεχε το αίμα, ένοιωθε δεν ένοιωθε το μισοζώντανο το παιδί από την αγωνία, από το τράντασμα που ’φερνε στα σωθικά του κάθε μαχαίρι που ξεχυνότανε καταπάνω του, άλλο χάμου να πέφτει, άλλο στον τοίχο να χτυπάει, κι άλλο να καρφώνεται στο βασανισμένο κορμί του.

Ο ήλιος βασίλευε με του μισαποθαμμένου του Ζανουλάκη τα μάτια την ώρα που διάβαινε του Τουρκαρβανίτη η συνοδιά να κατεβεί στο λιμάνι. Ρίχνει ξάφνω η Μαριγή κρύφια ματιά κατά το χωράφι· δεύτερη ματιά δεν χρειάστηκε. Ξεπετιέται σέρνοντας φωνή σπαραχτικιά σα να την έσφαζαν την ίδια τα Τούρκικα τα μαχαίρια, πηδάει μες στο χωράφι, και πριχού να νοιώσουν οι Αράπηδες πούθε ξεφύτρωσε τ’ αναπάντεχο εκείνο το φάντασμα, τον αγκάλιαζε η Μαριγή ξεφρενιασμένη και μοιρολογώντας τον αδερφό της, που τέσσερες μήνες τον είχε χαμένο, τον ξακουσμένο τον Ζανουλάκη, που κάθε μάχης του χρόνου εκείνου τον είχε τσουρουφλιασμένο η φωτιά.

— Αδερφάκι μου, Ζανουλάκη! Έπαρέ με μαζί σου να λείψει το κρίμα, έπαρέ με και φέρε με στον καλό μου!

Δεν μπόρεσε άλλο να πει. Και λόγια να είχε δε θα πρόφταινε. Σαν καπλάνια χυθήκανε καταπάνω της οι αγριεμένοι οι στρατιώτες. Έφεγγαν τ’ ακόλαστα μάτια τους από χαρά σα διαβολική, μύρια ουρλιάσματα βγάζανε τα ορθάνοιχτα στόματα τους, ο βαρύς ο αχνός της αναπνοής τους έλεγες και την έπνιγε, όση ζωή της έμενε σε τέτοιο τρυφερό κορμί της κακόμοιρης.

Γύρισε ο μισοζώντανος ο Ζανουλάκης, έριξε θολή ματιά στο φριχτό το κακούργημα, και με βαρύ και κλαψάρικο γογγυτό αφήνει το στερνό του ανασασμό.

Την ξύπνησε το γογγυτό εκείνο τη Μαριγή από σάστισμα κόλασης φοβερής. Λες κι ίσια στη ψυχή της τον έστειλε τον ηρωισμό του ο αδερφός της μ’ εκείνο το γογγυτό· λες και τ' Άγιο Πνέμα της κατέβηκε από τα ουράνια, και τη στεφάνωσε με την αθώρητη τη χάρη που γλυκαίνει του μαρτυρίου το θάνατο. Κι απάνω στο λογομαχητό του Τουρκαρβανίτη, που φώναζε πως για κοινούς Αράπηδες δεν την είχε τέτοια κοπέλα, κι απάνω σε μαχαιριές και μαλώματα αναμεταξύ τους, σέρνει μαχαίρι η Κρητικοπούλα από το κορμί του ξεψυχημένου της αδερφού και το χώνει στη μαύρη καρδιά της.

 

Μετά λίγη ώρα η συνοδιά κατέβαινε στο λιμάνι, κι οι Κρητικοπούλες που φορτωθήκανε στο τρικάταρτο το καράβι δεν ξανακούστηκαν πια με τα χαριτωμένα τους τα ονόματα.

Ξεκινώντας την άλλη μέρα το πλοίο, κοίταζαν οι κοπέλες το κορμί της αρχοντοπούλας απάνω στα κύματα δεμένο μαζί με τον αδερφό της το Ζανουλάκη. Τα κοίταζαν τα δυο τα κορμιά, και κάμνανε το σταυρό τους κρυφά από τους ναύτες — ίσως το στερνό στερνό χριστιανικό τους προσκύνημα.

 

 

αρχή

 



 

Τ’ άκουγε ο μικρός ο Παυλής πως είχε ένα όμορφο χωριό ως μιάμιση ώρα από το δικό του πίσω από τ’ αντικρυνό το βουνό, και το λόγιαζε με βαθιά λαχτάρα και με κάμποση στενοχώρια το βουνό εκείνο, που του ’κρυβε το χωριό και δεν τον άφηνε να δει από μακριά μήτε σπίτια μήτε παράθυρα ν’ αντιφέγγουνε με το βασίλεμα του ήλιου, καθώς γυάλιζαν άλλα χωριά σε όρη πιο μακρινότερα. Και το είχε καημό στα δεκάξι του χρόνια που δεν τον αφήνανε να πεταχτεί και να πάει να το σεργιανίσει ή μονάχος του ή και με σύντροφο, τώρα που ήταν κι ο δρόμος αμαξωτός· παρά μόλις ύστερ’ από μήνες και μήνες παρακάλια έστερξαν οι γονιοί του να ξεκινήσει με το νονό του, που είχε φίλους εκεί και συχνοπήγαινε για να τους βλέπει.

Μέτρο δεν είχε τότες η χαρά του Παυλή. Μήτε στον Άγιο Τάφο να πήγαινε. Κι άξιζε στ’ αλήθεια να ονειρεύεται τ’ όμορφο το χωριό, γιατί, άφησε που τα σπίτια του στέκουνταν το καθένα και στο περιβόλι του μέσα μέσα, άφησε που τρεχάμενα νερά το δρόσιζαν κι ακούραστα αηδόνια το γλέντιζαν, ήταν κι οι κάτοικοι του πιο ανοιχτόκαρδοι από τους χωριανούς του Παυλή, γεννημένους σε τόπο πιο γυμνό και πιο βουνίσιο, που λεμονιά κι α φύτρωνε, μήτε να φουντώσει μήτε να λουλουδίσει δε δύνουνταν.

Ξεκίνησε Παυλής και νονός από το σπίτι πρωί πρωί, πρι να πλακώσει το κάμα. Περπατάμενοι κι οι δυο τους. Ένα ζεμπίλι σε ραβδί περασμένο, μια ο ένας στον ώμο του μια ο άλλος, και πηγαίνανε.

Στο μισό το δρόμο, κατά την Αγία Λεμονή, ρημοκλήσι ανάμεσα στα δυο τα βουνά (ήτανε δυο τα βουνά, και όχι ένα καθώς φαίνουνταν από μακριά) μέσα στις λυγαριές, τις ασπαρτιές και τα μύρα, άνοιξαν το ζεμπίλι και τσίμπησαν κάτι δίπλα σε κρύα βρυσούλα.

Δεν μπορούσε ως τότε ο Παυλής να καλοκαθίσει και πολλήν ώρα· κάθε λίγο και κοίταζε κατά τ’ όμορφο το χωριό, ρωτώντας το νονό του πόσους γύρους ακόμα κάμνει ο δρόμος κι από που θα πρωτοφανούνε τα σπίτια.

— Άλλη μισή ώρα και θα προβάλει το χωριό σαν κοπέλα μπροστά μας.

Ο δρόμος τώρα κι ομπρός άλλαζε κάθε τόσο. Μια λιόδεντρα, μια χωράφια, κι άξαφνα μήτε λιόδεντρα μήτε χωράφια, παρά θεόρατοι λαξεμένοι βράχοι από την κάθε πλευρά. Και καθώς διαβαίνανε, μήτε πενήντα βήματα μπροστά τους δε βλέπανε με το να γύριζε ο δρόμος πότε δεξά πότε ζερβά στα βουνίσια εκείνα τα μέρη.

— Άλλη μια θα γυρίσουμε και θα φανεί το χωριό, λέει ο νονός του Παυλή.

Βγήκανε δεν βγήκανε από το λαξευτό το δρόμο, και ξεφυτρώνει μπροστά τους πεντάμορφη θέα. Κάμπος βαθύς και δεντροσκέπαστος, βουνά παρακείθε αραδιασμένα σαν κύματα γιγαντένια, από τα δεξά γάλα η θάλασσα με δυο ρημονήσια παράπλευρα στη στεριά, δίπλα στ’ ακρογιάλι τ’ όμορφο το χωριό, που φέγγανε τα σπίτια του σα γλάστρες με τα λουλούδια, και τέλος καταμεσής στα σπίτια εκείνα—παράξενο θάμα!—βράχος που στεκότανε σαν κολοσσός δίχως ταίρι, ουρανόγγιχτος κολοσσός, μήτε τέχνη μήτε συμμετρία, κι ωστόσο μεγαλείο που σ’ έκαμνε και τόνε σεβούσουνα. Κι απάνω απάνω στου Κολοσσού την κορφή μεγάλη κατάλευκη Εκκλησιά, κι απάνω στην Εκκλησιά το Καμπαναριό, κάτασπρο κι αυτό, λαφρόστεκο και χαριτωμένο.

Τ’ άκουσε αυτά πολλές φορές ο Παυλής και τα πρόσμενε· μα τόση δα πάλι ομορφιά δεν την έλπιζε. Ο καταμεσινός μάλιστα ο βράχος, ο μονόπετρος εκείνος ο δράκος, που μέσα στην αντηλιά φαινότανε σα σύννεφο, σαν καπνός, με την εκκλησιά σαν κορώνα στημένη στην περήφανη του κορφή, τέτοιο πράμα δεν το χώρειε η φαντασία του.

Στάθηκε ο Παυλής και τήραγε την τόση τη χάρη, τήραγε το χωριό, τον κάμπο, το πέλαγο, και τα δυο τα ρημονήσια, τις βαρκούλες και τα περάματα στα βάθια του κόρφου, και του φάνηκαν όλα σαν κόσμος καινούργιος, και το καίγουνταν που δεν ήρθε πρωτύτερα να τον ανακαλύψει αυτόν τον καινούργιο τον κόσμο, και το παραξενεύουνταν, πώς γίνεται να πηγαινοέρχουνται τόσοι και τόσοι από τ’ όμορφο το χωριό, και να μην έρθει κανένας τρελαμένος από τα μάγια του και με το ζόρι να τους πάρει και να τους δείξει τ’ όμορφο το χωριό!

Ροβόλησαν τον κατήφορο βιαστικά βιαστικά, και χωρίς να το νοιώσουνε βρεθήκανε ολόμπροστα στο χωριό. Τα παρατηρούσε όλα ο Παυλής μ’ αχόρταγη δίψα. Έβλεπε τα καταπράσινα περιβόλια, τις πορτοκαλιές, τα νόστιμα τα σπιτάκια, τα χωριατόπουλα που παραιτούσανε τα παιχνίδια τους και στεκόντανε να σεργιανίσουν τους ξένους, τις χωριατοπούλες που κρυφόσκυβαν από τα παράθυρα να τους καλοκοιτάξουνε διάβηκε τέλος και πλάγι του βράχου, και το καλοξέτασε το πέτρινο το θεριό, τ’ αμέτρητα τα λιθάρια που κρεμιούνταν από τις ράχες του, άλλα σα χτισμένα απ’ ανθρώπινο χέρι, άλλα, σα να τα ’βαλε ξεπίτηδες ο Θεός για να φοβερίζει τους αμαρτωλούς από κάτω· είδε και τη λιθόχτιστη τη σκάλα με τα σιδερένια τα κάγκελα που ανέβαιναν οι Χριστιανοί στους Σπερνούς και στις Λειτουργίες—τα καμάρωσε όλα από κοντά και τα θάμασε, και θ’ ανέβαινε δίχως άλλο να προσκυνήσει κι αυτός, μόνο που ο ήλιος τους παράδερνε τώρα κι ήταν κι οι δυο τους αποσταμένοι. Τραβήξανε λοιπόν κατά το φόρο, και κει πέρα σε φιλικό μαγαζί καθίσανε να ξεκουραστούν και να δροσιστούνε με το κρυόνερο που ’τρεχε στη μέση του φόρου, πρι να ξεκινήσουν κατά το σπίτι του αρχόντου του Μαυρουδή που τους είχε προσκαλεσμένους.

Σαν αποξεκουράστηκαν και δηγήθηκε στους χωριανούς ο νονός τα νέα που διάβασε στην Αμάθεια (έτσι την έλεγε την «Αμάλθεια»), σηκώθηκαν και τράβηξαν κατά του κυρ-Μαυρουδή.

Ήταν το σπίτι αυτό από την άλλη την άκρη σε ξέχωρο μέρος, με πατώματα όχι πιότερα από δυο, μα αερικό, ολόδροσο, αυλή μαρμαρόστρωτη μέσα, παράθυρα και θύρες ορθάνοιχτες από κάθε μεριά, που οπόθε κι αν κοίταζες έβλεπες το λαχταριστό περιβόλι.

Κατάμπροστα στη μεγάλη τη θύρα κάτω από πηχτόφυλες κληματαριές αντίκρυ στις πιο φουντωμένες πορτοκαλιές, με το σεντριβάνι στη μέση που μέρα νύχτα ξετίναζε τ’ άργυρά του νερά, εκεί κάθουνταν ο κυρ-Μαυρουδής, και με το κομπολόγι στο χέρι έδινε προσταγές του Περιβολάρη. Εκεί τον ανταμώσανε, Παυλής και νονός. Προσηκώθηκε ο άρχοντας, τους καλωσόρισε, και τους κάθισε πλάγι του.

Ως πενήντα πέντε χρονών άνθρωπος ο κυρ-Μαυρουδής. Ανοιχτόκαρδος, πρόσχαρος. Τίποτις δεν τόνε χολόσκανε, όλα στο χωρατό συνήθιζε και τα γύριζε. Αγκαλά και τι έννοιες τις είχε! Άλλο τίποτις αμπελοχώραφα και περιβόλια στον κάμπο, όμορφο σπίτι, ένα κοριτσάκι ακόμα πιο όμορφο ό,τι πατούσε τα δεκατρία, και τη γυναίκα του. Η γυναίκα του θα πείτε σα δύστροπη· μα το κορίτσι είχε πάρει από τον πατέρα κι όχι από τη μάνα. Όλη του λοιπόν η αγάπη στη Σμαράγδα του καταστάλαξε. Όσο για τη μάνα της την Αμερισούδα, για λόγου της άλλο δεν είχε παρά μαριόλικο χαμογέλιο κάθε φορά που αρχινούσε λογομαχητά, πότε με παρακόρες, πότε με γειτόνισσες, και κάποτες και με τη μικρή. Με τον ίδιο τον γέρο πολλά λόγια δεν είχε η αρχόντισσα. Το χαμογέλιο του εκείνο τήνε σκότωνε.

Σαν καθίσανε στο πεζούλι και τα λέγανε, βγήκε κι η Μαυρουδού με την κόρη της και καλωσόρισαν τους μουσαφιρέους. Έγιναν τ’ ανερωτήματα, είπε ο Παυλής τα μηνύματα της μετέρας του, πήρε κι ο γέρος την κόρη στα γόνατά του, ρωτώντες την αν το γνώριζε τ’ όμορφο εκείνο τ’ αγόρι. Αυτού απάνω στραβομουριάζει η Μαυρουδού και τραβιέται μέσα, τάχα να φέρει το δίσκο. Ήρθε ωστόσο και ο δίσκος με το νεράντζι, ήρθε κι ο αναπόφευγος ο καφές. Κατόπι άνοιξαν απέραντες ομιλίες οι γέροι για τα δημοτικά τους, φόρους, κρίσες, διαθήκες, το ’να, τ’ άλλο, και σ’ αυτό το μεταξύ ξαναμπήκε η γριά να δώσει χέρι στις παρακόρες, να γίνει της ανθρωπιάς το φαΐ. Μείναντας έτσι μονάχος ο Παυλής άρχισε να κόβει γύρους στο περιβόλι. Βλέποντάς τον η μικρή αναπηδάει κι αυτή και τρέχει σιμά του. Κι αφορμή από τα χρυσοκόκκινα τα ψάρια που κολυμπούσανε στου σαντριβανιού την ολοστρόγγυλη γούρνα, άρχισαν κι αυτοί τα λόγια, πρώτα λίγα λίγα και κοντουλά, κατόπι σαν πιότερα, ώσπου ξεθάρρεψαν και γελούσαν κιόλας απάνω στην ομιλία.

Τους κοίταζε ο κυρ-Μαυρουδής από την πεζούλα κι έλεγε του νονού.

— Να ζευγάρι για προξενιά! Ένα λόγο από τη μάνα του, και με πιάνεις.

— Μα δε βλέπεις, κυρ-Μαυρουδή, τι μωρό που είναι ακόμ’ αυτός;

Κι ήτανε στ’ αλήθεια μωρό ακόμα ο Παυλής, κι ας ήτανε και δεκάξι.

Η μικρή σβέλτα, γελαστή, και μισωριμασμένη σαν την αγορίδα ό,τι φουσκώνει, του λαλούσε και του γλυκογελούσε με μάτια όσο μαύρα, τόσο και λαμπερά. Ο ξανθουλός όμως, ο ντροπαλός ο Παυλής, την κοίταζε σα να ήταν αυτός κορίτσι, κι άμα της ξανοίγουνταν κρυφόβλεπε και τους γέρους, μην τύχει και δεν το ’κριναν εύλογο να παρακουβεντιάζει με τη μικρή.

Από λόγο σε λόγο, από δέντρο σε δέντρο, βρέθηκαν ακόμα παραόξω, κρύφτηκαν από τους γέρους, κι άλλο πια δεν έβλεπαν του σπιτιού παρά τ’ απάνω τα παράθυρα. Κυνηγούσανε πεταλούδες, παραμόνευαν πουλιά, γυρεύανε να ξετρυπώσουν τον τζίτζικα που τους ξεκούφαινε από παράμερη συκαμινιά, κι απάνω σ’ αυτή τη λαχτάρα τους ήρθε να σκαλώσουν το δέντρο και να δούνε τον τζίτζικα. Τ’ αντροκόριτσο η Σμαράγδα άρχισε αυτή πρώτη. Ό,τι έκαμνε όμως να σκαρφαλώσει, πετάει η μάνα της από το παράθυρο μια φωνή.

— Να ’ρθεις μέσα και σε θέλω, Σμαράγδα!

Πηδάει κάτω η Σμαράγδα, σιάζει τα μαλλιά της, και δρόμο.

Μείναντας μονάχος του ο Παυλής και στενοχωρημένος που έγινε αφορμή να τη μαλώσουνε τη μικρή, τι να κάμει, τραβάει προς τους γέρους. Οι γέροι όμως ακόμα τα δικά τους. Σα να μην ένοιωσαν αυτοί τίποτις. Ξαναρχίζει λοιπόν τις βόλτες, παίρνει γύρω το σπίτι να δει και το πίσω το περιβόλι. Στάθηκε κει και τήραγε τον απέραντο κάμπο και τ’ ατέλειωτα τα βουνά. Και καθώς τα κοίταζε σαν ονειριασμένος, ακούγει από πάνω κλάματα και φωνές. Μισοπνιγμένες φωνές, μισοπνιγμένα κλάματα· κάθε τόσο και θυμωμένο ξεφωνητό γυναικίσιο, που ανεβοκατέβαινε μαζί με τις χτυπησιές· μαζί με το ξεφωνητό ανεβοκατέβαινε και το κλάμα.

Ήταν η μάνα, και την έδερνε τη Σμαράγδα που ξεθαρρεύτηκε τόσο.

Ταράχτηκε ο μικρός, δε βαστούσε να τ’ ακούγει το σπαραχτικό αυτό φωνοκόπι. Του τα ’σκιζε τα συκώτια του. Αποτραβιέται σε κάτι μυρτιές μέσα μονάχος, αθώρητος. Με κεφάλι σκυμμένο στέκουνταν εκεί και το ’κλαιγε το κορίτσι που βασανίζουνταν εξαιτίας του. Έμεινε εκεί κάμποσο. Κι όσο το συλλογιούνταν πως παιδεύτηκε η Σμαράγδα με το να γύρεψε να του δείξει φιλία, άλλο τόσο την πονούσε, άλλο τόσο την αγαπούσε τη δόλια τη μικρούλα.

Σαν πέρασαν τα κλάματα κι οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα.

Φωνάζει άξαφνα ο νονός του, πού γυρίζει μέσα στον ήλιο. Σφουγγίζει τα μάτια, του ο Παυλής, και ξεκινώντας ρίχτει ματιά κατά τ’ απάνω προς την πισινή τη μεριά του σπιτιού. Και τι να δει; Τη Σμαράγδα κλαμένη, ταπεινωμένη, απελπισμένη! Τραβιέται το κορίτσι αμέσως να μη φανεί. Εκείνος ωστόσο το είδε, το πόνεσε, και ζωγραφιούνταν ο πόνος του στην όψη του όλη. Την αγαπούσε πια ο Παυλής τη Σμαράγδα.

Έρχεται μεσημέρι, καθίζουνε στο φαΐ. Τραπέζι μουσαφίρικο. Έβγαλε ο κυρ-Μαυρουδής το πιο παλιό του κρασί, παράθεκε η κερα-Μαυρουδού τα πιο ορεχτικά φαγητά της. Η μικρή στο πλάγι της μάνας της, ο Παυλής κι ο νονός αντικρύ. Της Σμαράγδως τα δάκρυα στεγνωμένα πια τώρα. Αγκαλά συμμαζεμένη πάντα με της μάνας της την όψη τη σοβαρή. Δεν πολυβάσταξε ωστόσο ο συμμαζεμός αυτός της μικρής· ήξερε να την ξαναφέρνει στα νερά του ο γέρος, κι οι νοστιμιές του έπαιρναν κι έδιναν πάλι.

— Έλα τώρα να μας πιεις κι ένα κρασί στην υγειά του Παυλή, της κάνει δίνοντάς της ποτήρι.

Το παίρνει η μικρή το ποτήρι, κι ό,τι έκαμε ν’ ανοίξει το στόμα της αλλαξοθωρίζει. Κάτω το ποτήρι κι αναβλέπει τη μάνα. Σύννεφο η μάνα κι αστροπελέκι. Της είχε κρυφοπατήσει το πόδι της κόρης της μην τύχει και ξεστομίσει τίποτις άπρεπο, κι έτσι την τρόμαξε τη μικρή.

Ο νονός αντίκρυ, που την ήξερε τη νοικοκερά, άνοιξε αμέσως κουβέντα με τον Παυλή για το βράχο, ως πόσα σκαλοπάτια μαθές να ’χει. Πού να τα ξεκολλήσει όμως τώρα τα μάτια, του από τη Σμαράγδα ο σαστισμένος ο Παυλής! Τ’ απομάντεψε το τι έτρεξε, και ντρέπουνταν αυτός για την κόρη. Δεν τα ’χασε όμως κι ολότελα, παρά παίρνει ποτήρι και λέει να πιούνε πρώτα στην υγειά της Σμαράγδας! Δώσ’ του τότες κάχλανα ο κυρ-Μαυρουδής! Με πρόσωπο ολόπυρο από τα γκαρδιακά του τα γέλια αρπάζει ποτήρι ο γέρος, και φωνάζει πως άμποτες να τόνε δει τον Παυλή και γαμπρό της Σμαράγδας του·

Μύριες θωριές η Αμερισούδα! Όσο συνηθισμένα και να τα είχε τα γέλια του γέρου, τώρα πια της μπαίνανε στα στήθια σαν αλύπητες μαχαιριές. Αυτή μαθές να γυρεύει να κυβερνήσει την κόρη της, κι ο πατέρας της να την αρρεβωνιάζει κιόλας έτσι μωρό παιδί μ’ άλλο μωρό παιδί στο τραπέζι απάνω, αυτό να το καταπιεί δεν δενήθηκε. Το φυσούσ’ αυτό και δεν κρύωνε. Άλλαζε κι όλο άλλαζε χρώματα. Κόλλησαν τα χείλη της, κι ανοιγόκλειαν τα ρουθούνια της. Της κατεβαίνει άξαφνα σα ζαλάδα. Ακουμπάει κατά τα πίσω με χέρια σφιγμένα, πείσμα γεμάτα. θολώνουν τα μάτια της, κομπώνει ο λαιμός της, κι απομένει ασάλευτη.

Την κοίταξαν όλοι τρομαγμένοι.

— Λιγοθυμιά είναι, κάνει ο κυρ-Μαυρουδής, τίποτις δεν έχει. Συχνά το παθαίνει αυτό. Και παίρνει νερό και της χύνει μια ποτηριά.

Μικρό ξετίναμα και τίποτις άλλο. Έμειναν τα μάτια στηλωμένα, θαμπά.

Σηκώθησαν όλοι, έτρεξε ο νονός στου γιατρού, ήρθε ο γιατρός, την είπε συγκοπή της καρδιάς. Οι γειτόνισσες την είπανε χολόσκαση.

Την έκλαψε ο χρυσός ο Μαυρουδής κάμποσο τη γυναίκα του. Την έκλαψε κι η Σμαράγδα. Έμεινε ο Παυλής να τους κάμει συντροφιά τη νύχτα εκείνη, γύρισε ο νονός να πει τα μαντάτα της μάνας, και να μην τον προσμένει.

 

Την ανέβαινε τ’ αποταχύ ο Παυλής την Εκκλησιά του όμορφου του χωριού μαζί με τη θλιβερή τη συνοδιά, που ακλουθούσε το λείψανο. Πού να το φανταστεί τέτοιο πάθημα σαν ξεκινούσε κατά τ’ όμορφο το χωριό! Στάθηκε σε μιαν άκρη εκεί απάνω στο Νάρθηκα του Ναού, και τηρώντας γύρο την πεντάμορφη θέα, σαν όνειρο ακόμα το θάρρευε. Όνειρο, γιατί πονούσε η καρδιά του, αντίς να χαίρεται. Πονούσε για τόσα και τόσα, και το χερότερο, που α δεν ερχότανε στο χωριό, δε θα ’σκαγε η χολή της αρχόντισσας. Συλλογίστηκε ύστερα τ’ αρφανό το κορίτσι και τον έπιασε θλίψη βαριά και μεγάλη. Έτσι του ερχόντανε να γκρεμιστεί από τα σιδερένια τα κάγκελα.

Ζυγώνει ο γέρος ο Μαυρουδής και τον παίρνει από το χέρι.

— Να πάρεις τώρα την μικρή μαζί σου και να πάτε σπίτι εσείς, του λέει. Εμείς οι μεγάλοι θα πάμε στο Κοιμητήριο.

Πήρε ο Παυλής τη Σμαράγδα και κατέβηκαν. Πήγανε σπίτι, καθίσανε στο πεζούλι, και πρόσμεναν το χαροκαμένο το γέρο. Έκλαιγε η μικρή, και την παρηγορούσε ο Παυλής. Σε λίγο σηκώθηκαν, τράβηξαν κατά το σιντριβάνι, τις πορτοκαλιές—ως και στις συκαμινιές πήγαν. Παν τα δάκρυα αμέσως. Ουρανός απριλιάτικος. Έτρεχαν από δε κι από κει. Ως και τον τζίτζικα ζητήσανε να τον πιάσουνε πάλι! Και σαν ήρθε ο γέρος, τη βρήκε τη μικρή του στη συκαμινιά μισοσκαλωμένη.

Στάθηκε από μακριά και την κοίταζε την κόρη του με συλλογισμένο χαμόγελο.

— Αυτή θα τόνε γιατρέψει τον πόνο μου, είπε μονάχος του, και κείνο τ’ αγόρι θα γίνει ο νοικοκύρης μας.

 

Περάσανε χρόνια, ως εφτά ή οχτώ. Ο Παυλής είχε μισέψει στη ξενιτιά, μα ήταν από πρόπερσι μεταγυρισμένος.

Στο πεζούλι απάνω του Μαυρουδή κάθουνταν η τρυφερόκαρδη η Σμαράγδα και βύζαινε το πρωτογέννητό της. Ο γέρος ο Μαυρουδής κλάδευε τις πορτοκαλιές, και πότε πότε συντύχαινε και της κόρης του. Αμέ ο Παυλής, της Σμαράγδας ο άντρας; Έλειπε αυτός στο δικό του το χωριό, που πήγε να φέρει τη γριά του να ξανακαμαρώσει το χαδεμένο τ’ αγγόνι της.

 

 

αρχή

 



 

Το είχε στο αίμα του ο γέρο Τραντάφυλλος να μη δαμάζεται από πίκρες. Η λαχτάρα, η ελπίδα, κι η δύναμη της χαράς γλυκοσπαρταρούσανε μέσα του πάντα. Τον έβλεπες κι έλεγες· να άνθρωπος που του αξίζει να ζει. Όχι γέλιο, όχι χαμόγελο, μικρό τρεμούλιασμα μονάχα στα χείλη του έσωνε να σε καταπείσει πως ήταν η ψυχή του περιβόλι από την Πρόνοια ορισμένο να θρέφει της χαράς τα λουλούδια.

Κι ωστόσο, καθώς όλα του κόσμου αλλιώτικα, έτσι κι η τύχη του χρυσόκαρδου εκείνου ανθρώπου. Μια σειρά φουρτούνες και συφορές η ζωή του. Ξενιτεύτηκε κι αυτός νιος καθώς οι πιότεροι του φτωχικού του νησιού. Σ’ ένα ξερονήσι ποιος να πρωτοζήσει! Έκαμνε κάθε αγόρι της προκοπής το σταυρό του και τράβαγε κατά την «Ανατολή». Καλλιφορνία ήταν τότες η Ανατολή.

Πέρασε εκεί κακορρίζικα χρόνια· κακορρίζικα με το να πλάκωσαν άξαφνα δύστροποι χρόνοι. Και σα να μην έσωναν οι κακές οι σοδιές, βρέθηκε να είναι τότες κι οι «Ζεϊμπέκοι» στη δόξα τους, και να πάρουν απάνω τους δεν μπορούσαν οι ξενιτεμένοι οι νησιώτες. Ο δικός μας ωστόσο, τ’ αυτί του δεν ίδρωνε. Όχι πως δεν τον έμελε· άλλο δεν ονειρεύουνταν παρά να γυρίσει κι αυτός με σαβούρα· μα οι αναποδιές εκείνες που άλλοι τις έπαιρναν κατάκαρδα, και μόνο που χεροτέρευαν την κακοτυχιά τους, ο Τραντάφυλλος τις είχε παιδιακίσια φυσήματα σε μεγάλη γαλήνη.

Σαν καλός έμπορος, τη ζωή του την περνούσε ανάμεσα σε σακούλια ρύζι και βαρέλια τριμμένη ζάχαρη. Κι αν καλοκάθιζε κάποτες, ήτανε για να γράψει στους δικούς του. Στην κάμαρα του απάνω από το μαγαζί ποτές δεν ανέβαινε, παρά για να κοιμηθεί.

Αυτή ήταν η ζωή του χρόνια πολλά. Ζωή που μπορούσε την ψυχή του ανθρώπου να την καταντήσει λυχνάρι μισόσβεστο, άγραφη πλάκα να τον κάμει το νου, θρύμματα την καρδιά, καράβι καθισμένο τον άνθρωπο. Ο Τραντάφυλλος όμως όχι· αυτός έλπιζε πάντα πως θα τόνε χαρεί τον κόσμο, κι ελπίζοντας τη χαίρουνταν τη ζωή του.

Βαριά, σκοτεινά, κι ατέλειωτα τα χρόνια εκείνα, κι ωστόσο περνούσαν. Και μην έχοντας η καρδιά του μήτε της αγάπης τα γλέντια μήτε της συντροφιάς τα καλά σε κείνο το Τουρκοχώρι, κρυφοσπαρταρούσε κατάβαθα για τις χαρές που θα ’ρθουνε μια μέρα, κι έτσι περνούσε ο καιρός.

Με φοβερές δυσκολίες, μ’ αδήγητους κόπους, και μ’ οικονομία νησιώτικη, μάζεψε μερικά, χρήματα, που τα λογάριαζε αρκετά για να γυρίσει, όχι δα και για πάντα, μα να παντρευτεί, ν’ αφήνει κατόπι το σπιτικό του, να μισεύει πάλι στην καρδιά εκείνη της Τουρκιάς, και να δουλεύει με την παρηγοριά πως κάθε Λαμπρή θα ξανάρχεται στ’ αγαπημένο του σπιτικό. Αυτός ήταν ο σκοπός, η έννοια του, η χαρά του.

Να μην το θαρρέψουμε όμως πως ήταν και λαφροπέταχτο πουλί της χαράς ο Τραντάφυλλος. Είχε την καρδιά του βαθιά, πολύ βαθιά ριζωμένη. Η φαντασία του δεν ήτανε σύννεφο· ή κι αν ήτανε, το χρύσωνε πάντα της χαράς ο ήλιος, ο ήλιος που θέρμαινε τον ακέριο του νου. Ανόητα κι ακατόρθωτα πράματα δεν ονειρεύουνταν ο Τραντάφυλλος. Ονειρεύουνταν πράμα φυσικό, καθημερινό, απλό, εύκολο, απαραίτητο πράμα. Κι ονειρεύοντάς το τ’ ανιστορούσε μ’ όλες του τις ομορφιές, ομορφιές που τόσο τις λάτρευε, που να βασταχτεί δεν μπορούσε, παρά ξεχείλιζε η καρδιά του με την ανιστόρηση μονάχη, άστραφτε η όψη του, το τραγούδι του καταντούσε κελάδημα, και γλέντι το γέλιο του.

Ήταν όμως η κατάσταση του μπλεγμένη, κι έπρεπε να γυρίσει τα χωριά να μαζέψει τουλάχιστο μέρος πρι να ξεκινήσει. Από χωριό σε χωριό, το κατάφερε να ξαναγυρίσει στα λημέρια του με κάμποσες χιλιάδες. Ως δυο ώρες όμως δρόμο από το Τουρκοχώρι του, καθώς κατέβαινε λόγγο βαθύ, απλώνει τη χέρα του ένας «Ζεϊμπέκης» κι αρπάζει το καπίστρι του αλόγου· του αντικρύζει πιστόλι άλλος, ψάχνει τα δισάκκια του τρίτος, και σε λίγη ώρα μένει ο Τραντάφυλλος με τ’ άλογο μονάχο και με το ρολόι του, που του τ’ άφηκαν επειδής ένας τους έτυχε να τον καλογνωρίζει.

Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμένος, απελπισμένος όμως όχι.— Ε, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύει και να ελπίζει.

Πέρασαν τα πέντε τα χρόνια, γύρισε στην πατρίδα, παντρεύτηκε, μεταγύρισε στην Ανατολή, πάλε ξαναήρθε στον τόπο του, όλα σ’ ένα χρόνο μέσα, κι η αλήθειαείναι πως είδε Θεού πρόσωπο τους δώδεκα αυτούς μήνες, την απογεύτηκε την αληθινή την καλοτυχιά. Γραφτό του ήταν όμως να μην πολυχρονίσει μήτ’ αυτό το μεγάλο το καλό. Απάνω στο δεύτερο χρόνο της παντρειάς του, εκεί που δούλευε στην Ανατολή, έρχουνται τα μαύρα τα μαντάτα πως την κόρη που του γεννήθηκε την πλέρωσε με το ταίρι του.

Σα χήρεψε, πήρε τη μικρή η αδερφή του και την ανάθρεφε. Μεγάλη παρηγοριά το κορίτσι, μα η πίκρα πάντα πίκρα, που παντρειά δε χάρηκε και φαμηλικές χαρές δεν απόλαψε· και που αντίς το σπιτικό του ν’ ανοίγει κάθε Λαμπρή και να τον αποδέχεται, έμενε νοικιασμένο σε ξένους, και τη μικρή του, που για χάρη της ξενιτεύουνταν τώρα, την έβρισκε κάθε τόσο και την αγκάλιαζε στης αδερφής του το σπίτι· καλής αδερφής, μα παντρεμένης κι αυτής, με ξέχωρη φαμελιά, ξέχωρα συμφέροντα, ξέχωρες ελπίδες.

Δεν έσωνε ωστόσο μήτ’ αυτή η αναποδιά να το σβήσει το φως της χαροκαμένης ψυχής του, κι η χαρά του, ισκιωμένη θα πείτε από βαθιά συλλογή, φεγγοβολούσε πάντα στο ήμερο πρόσωπο του και το χαρίτωνε με το συνηθισμένο του το χαμόγελο· και δεν ήταν και μικρό πράμα να δουλεύει τώρα για το καλό της μικρής.

Α δεν ήταν αληθινή η ιστορία αυτή, σα βαρετές θα ’πεφταν οι απανωτές οι συφορές του ήρωά μας από τη μια, κι από την άλλη τ’ αδάμαστο θάρρος του κι η αστείρευτη του ελπίδα. Μα όσο κι αν είναι αληθινά του Τραντάφυλλου τα παθήματα, ας το πούμε μια και καλή πως το κορίτσι εκείνο, που σαν εικόνα της μάνας του ζωντανή γλυκόφεγγε στα μάτια του αγαθού εκείνου μαρτύρου, πήγε κι αυτή στην πρώτη της γέννα σαν παντρεύτηκε· και για να ξαναπαρασταθεί στην εντέλεια το δράμα της μάνας, του αφήκε κι η κόρη ένα αγγονάκι του γέρου, μια μικρούλα δοσμένη σε ξένα χέρια κι αυτή, κι αυτή με ξενιτεμένες ευκές και με συγγενικά φιλιά αναθρεμμένη· γιατί αν και είχε πια ο γέρος ανάγκη, του κατάντησε δεύτερο φυσικό να ξενιτεύεται, ώσπου ωρίμασε στα γερά και μήτε να ταξιδεύει πια δεν μπορούσε, παρά καταστάλαξε στο νησί, ξανάνοιξε το σπίτι του ύστερ’ από τόσα και τόσα χρόνια κι έβαλε μέσα την εγγονή του, κοπέλα τώρα κι αυτή ώριμη για τις χαρές της ζωής.

Ήταν Αύγουστος μήνας, και μέσα στ’ αρχοντικό του απάνω σε μαλακό καναπέ κείτουνταν κατάχλωμος και ζαρωματιασμένος ο γέρος. Τα χέρια του σαλεύανε δε σαλεύανε, κι ωστόσο τα δάκτυλά του, που χρόνια τώρα η θέλησή του να τα πει δεν μπορούσε δικά της, τρέμανε σα μισόξερα φύλλα έτοιμα, να πέσουνε στη μάνα τη γης. Μα μήτε τα χείλη του δεν είχαν πια τώρα συμμαζεμό, κι άλλο δεν ιστορούσε η όψη του παρά τους πόνους και τ’ άλλα τα σημάδια του αλύπητου χρόνου. Και τους πόνους του όμως και τ’ άχαρα τα σημάδια τω γερατειών τα είχε καταπονεμένα η ελπίδα κι η χαρά που πάλι μπρος του, γλυκόφεγγε κι ίσως μάλιστα και τα χείλη που παρατρεμούλιαζαν ήταν από την πολλή τη χαρά. Εύλογη χαρά εκείνη την Κυριακή πρωί, γιατί όσο και να βαράκουγαν τώρα τ’ αυτιά του, τις ξεχώριζε τις λυγερές δοξαριές που  μηνούσαν το γύρισμα της νύφης από την εκκλησιά.

Ήταν ο γέρος συγκινημένος πολύ. Να πάει στη στεφάνωση της εγγονής του στάθηκε αδύνατο· την έβλεπε όμως τη χαρά ομπροστά του πάλι σπαρταριστή, τότες που μεταγύριζε η καταστόλιστη νύφη με τον καλό της, με τα κορίτσια που τη συνοδεύανε, με το συγγενολόγι που ακλουθούσε. Λόγιαζε ο δύστυχος κι από την άλλη το Χάρο κι ολοένα ζύγωνε, ολοένα μαύριζε δίπλα του. Ήταν η στερνή του χαρά. Στο στεφάνωμα να παρασταθεί δεν το κατάφερε· ας μαζέψει λοιπόν όσα κάτια του μνήσκανε κι ας σηκωθεί ν’ αλλάξει τα στεφάνια κι ο ίδιος. Μουρμούριζε την αποθυμιά του. Τη σεβάστηκαν την αποθυμιά, ξανάθεσαν τα στεφάνια στο γαμπρό και στη νύφη, τόνε σήκωσαν το γέρο στα πόδια του. Έκαμε δύναμη κι άπλωσε τα κοκαλιασμένα του χέρια ο γέρος. Τ’ άλλαξε τα στεφάνια. Δάκρυζε ο κόσμος τριγύρω. Στάθηκε ο γέρος μια στιγμή ολόρθος, πάντα τρεμουλιαστός και χλωμός, μα και γελαζούμενος πάντα. «Έγινε τ’ όνειρό μου», είπε «μα όχι όλο· ας βαρέσουν τώρα και τα βιολιά». Κι αρχίζουν αμέσως τα βιολιά τον παλιό το σκοπό, το σκοπό που πάντρεψε τον ίδιο το γέρο, την κόρη του, και τώρα την εγγονή. Ήταν η φωτεινότερη στιγμή της ζωής του. Πέλαγο φως περεχύθηκε στη γέρικη όψη του, καθώς από τα σύννεφα ξαφνική αντηλιά σε βασίλεμα χειμωνιάτικο. Ως τα φυλλοκάρδια του πέρασε ο αγαπημένος του ο σκοπός, που γι’ αυτόν έλπιζε, γι’ αυτόνα δούλευε και χαίρουνταν όλη του τη ζωή.

Παρατήρησε ο κόσμος την ταραχή της ψυχής του, και μήτε να τα κρύψουν πια δεν μπορούσαν τα δάκρυά τους.

Έκαμε να καθίσει ο γέρος· δεν μπορούσε πια να σταθεί. Και καθώς κάθιζε, μέσα στη μελωδία εκείνη που τον πλημμύριζε πέταξε η χαρούμενη του ψυχή στην αιώνια την ξενιτιά.

 

 

αρχή

 



 

— Τώρα να μας πεις, Καπετάν Σταμάτη, ένα πράμα που συχνά, θαρρώ, το δηγήθηκες, μα από το στόμα σου ποτές μου δεν τ’ άκουσα. Γιατί σε λεν Πολίτη;

— Ύστερ’ απ’ αυτό το καλό κρασί δεν χαλνώ την καρδιά σου, κάνει ο Καπετάνιος.

Και σα σηκωθήκαμ’ από το τραπέζι και καλοστρωθήκαμε, άρχισε και μας έλεγε.

«Ήμουν ως δεκάξι χρονών όταν πρωτομίσεψ’ από το χωριό μας. Αφήκα εκεί μάνα και μιαν αδερφή. Και δεν ξενιτευούμουνα μήτε για δουλειά· σκοπός της μακαρίτισσας ήτανε να με κάμει «μεγάλον άνθρωπο». Για την προίκα της αδερφής μου ανάγκη να βιαζούμαστε δεν ήταν, επειδή τα πρόβλεψε όλα ο μακαρίτης ο γέρος, και της είχε αφημένα ίσια ίσια τα χτήματα που ’βλεπες πέρσι σαν περνούσες από τα μέρη μας και ρωτούσες. Σκοπός μας λοιπόν ήτανε να σπουδάξω, και πια ή γιατρός ή και Δεσπότης αν ήθελε ο Θεός.

Δεκάξι χρονών αγόρι, αμούστακο σαν κορίτσι, αγνώριμο, με χίλια όνειρα και με δίχως κόσμου πείρα, κι ίσια στην Πόλη, στο Φανάρι, σε κάποιου κυρ-Φωτάκη, ενός που γνώριζε από τα παλιά το γέρο μου σαν ταξίδευε, και που τι ήταν η δουλειά του καλά καλά δεν το γνώριζα, ζουγράφιζε όμως κάποτες άγιες εικόνες, και με πολύ καμάρι τις κοίταζε κι άδικο δεν είχε, γιατί όλοι του οι Άγιοι Νικόλαοι — τη χάρη τους να ’χουμε — ο ένας από τον άλλονα μήτε τρίχα διαφορά!

Τι πράμα και τι κακό σαν την πρωτοείδα την Πόλη! Τι απέραντη μερμήγκια, τι λαμπρότη και τι ομορφιά! Εκείνα τα κυπαρίσσια, εκείνοι οι μιναρέδες κι οι θόλοι! Εκείνες οι φωνές και τα τρεχάματα στο Γεφύρι, σαν το πρωτοπάτησα και ξεκινούσα με το Σιορ Φωτάκη κατά το Φανάρι, Πού είναι η μάνα μου να τα δει όλ’ αυτά, πού η αδερφή μου, οι αξαδέρφες, να τα δουν, και να λένε κατόπι και τελειωμό να μην έχ’ η γλώσσα τους! Ως και τα δάκρυα μου ήρθαν ανιστορώντας, το τι θα λέγανε να τα ’βλεπαν οι δικοί μου!

Του Σιορ Φωτάκη όμως τίποτις δεν του ξεμυστηρεύουμουν. Πολίτης αυτός, έπειτα φίλος και του πατέρα, φαίνουνταν ομπρός μου σαν είδος άγιος—είδος άνθρωπος που πρέπει να ’χει σοφία και γνώση μέσα του με τις καραβιές. Καταδέχουνταν ωστόσο να με ρωτάει κάθε λίγο για τους δικούς μου, αν και δεν τους γνώριζε, εξόν τη μάνα μου που την είδε, θαρρώ, νύφη στον τόπο μας.

Φτάσαμε στο σπιτικό του, μου ’δειξε την κάμαρά μου, έβαλα μέσα τα λίγα μου πράματα που τα κουβαλούσε κατόπι μας ο Χαμάλης, με κατέβασ’ έπειτα στην τραπεζαρία που ήταν ώρα φαΐ. Εκεί η κερά του, εκεί κι η κόρη του, κορίτσι μελαχρινό και γαλανομάτικο, ως δεκάξι χρόνων κι αυτό. Άνοιξε το στόμα της κεράς κι έπεσαν βροχή πολίτικα λόγια, που τ’ άκουγα κι έλεγα, τι θα ’λεγε ανίσως κι άκουγε τις δικές μας τις χωριανές να μιλούνε! Παρακάτω στα λόγια δεν πήγαινε μήτε η μικρή. Και να μην τα πολυλογώ, σε κείνη τη συντροφιά εγώ ήμουνα το κορίτσι.

Σαν αποφάγαμε και πήραν οι κερές τ’ αργόχειρό τους, κάθισε ο Φωτάκης και μου ’ξήγησε τους σκοπούς του, σε ποιο Σκολειό θα με βάλει, σε ποια τάξη· θαρρεί, με ποιους δασκάλους ίσως, τι καλά που θα με νοιάζεται, κατά την αποθυμιά της μάνας μου που του τα είχε όλα γραμμένα, σαν παιδί του να με κοιτάζει, και με τ’ αζημίωτο μάλιστα, γιατί δυο μετζίτια ήτανε συφωνημένα να του στέλνουνται κάθε πρώτη. Κι έτσι απ’ αύριο κιόλας άρχισα να πηγαίνω στη «Μεγάλη Σχολή».

Έπιασα με την καρδιά μου τη δουλειά, και σε λίγο πρόδεψα τόσο, που διάβαζα Πολίτικη φημερίδα και την καταλάβαινα. Θυμούμαι που παραδίνουμουν το Χρυσόστομο. Ανέβαινα κάθε βράδυ στον ηλιακό του Σιορ Φωτάκη, άμα άρχιζαν οι γυναίκες τ’ αργόχειρό κι ο γέρος τις ζουγραφιές του και σπούδαζα. Τήραγα έπειτα γύρω, και θωρώντας την ομορφιά της περιξάκουστης Πόλης, ονειρεύουμουν από τώρα τις ιστορίες που θα είχα να δηγούμαι σα γυρίσω με το καλό. Μια τέτοια πανώρια βραδινή κάθουμουν απάνω στον ηλιακό και σεριάνιζα ύστερ’ από τις μελέτες μου. Η κερα-Φωτάκαινα με το ράψιμό της, ο κυρ-Φωτάκης με μιαν εικόνα που πολεμούσε να την αποτελειώσει κι ας ήτανε νύχτα—ζούσανε δε ζούσανε μήτε το ’ξερα μήτε ήθελα να το ξέρω. Άλλες φορές ακούγουνταν κάποτες η λαλιά της μικρής, μα τη βραδινή εκείνη μήτε η μικρή δεν ακούγουνταν. Και γιατί θαρρείς τάχα πως δεν ακούγουνταν; Ήταν από πίσω μου αυτή, μέσα στην απάνω την κάμαρα κι έπλεκε. Έπλεχνε με την καλτσοβελόνα και με το νου της.

Σταμάτησα το σιγανό μου σφύριγμα άμα την είδα. Ανέβηκε στα στήθια μου σαν παράξενο σύγκρυο. Θόλωσαν τα μάτια μου και μήτε πια τον Τοπχανέ δεν μπορούσα να δω. Το παρατήρησε αυτή δεν το παρατήρησε, ποιος το ξέρει. Αφήκε όμως το πλέξιμό της και κίνησε κατά όξω. Βασιλεμένος ο ήλιος ώρα πολλή. Άρχιζαν και τρεμούλιαζαν τ’ άστρα. Ίσια κοντά μου ζυγώνει η αθεόφοβη! Τουρτούριζε το σιαγόνι μου από το σύγκρυο. Ήρθε κι ακούμπησε στα κάγκελα του ηλιακού πλάγι μου. Έτρεμα και πήγαινα. Στέγνωνε ο λαιμός μου, κι ένας βώλος μου την έπνιγε την καρδιά μου.

— Βλέπεις τι όμορφη που είναι η Πόλη μας; γυρίζει και μου κάνει με μάτια που γλυκαστράφτανε. Να γίνεις Πολίτης και συ.

— Είμαι Πολίτης, έκαμα καρδιά και της είπα.

— Μα Πολίτης για πάντα, μου αποκρίνεται, και σύγκαιρα σκουντάει το πλευρό μου με τ’ αγκωνάκι της.

Μου ήρθε σαν είδος τρέλα· έτσι να χυμήξω και να την πάρω στην αγκαλιά μου. Και θα το ’καμνα ίσως αυτό, μόνο που θάρρεψα πως μου φανερώθηκε άξαφνα η όψη της μάνας μου! Πάει αμέσως και τρέλα κι ανατριχίλα! Μπήκε μέσα μου μια παλικαριά, μια ξαποφασιά, σαν κείνη που μου ήρχουνταν κατόπι στις θαλασσινές τις φουρτούνες απάνω.

Βρίσκω αφορμή και τρέχω στην κάμαρά μου.

Ίσια στο κρεβάτι μου χώθηκα. Όλη τη νύχτα συλλογή στο κρεβάτι. Ν’ αλλάξω σπίτι και να γλυτώσω από τη γαλανομάτα τη Νεράιδα, καλό κι άγιο. Ν’ αλλάξω καρδιά και να γλυτώσω από την αγάπη της, από τη δύναμη την κρύφια της ομορφιάς της που ξεπρόβαλε και με λώλανε την αξέχαστη εκείνη βραδινή, δύσκολο, ίσως αδύνατο! άλλο δεν τήραγα ομπρός μου παρ’ αφανισμό, αφανισμό για μάνα, για πατρίδα, για καθετίς. Παίρνω λοιπόν απόφαση μεγάλη και σοβαρή. Να φύγω μια και καλή από την Πόλη!

Μήτε λέξη σε κανένα σαν ξημέρωσε· μόνο μαζεύω τα πράματά μου, τα δίνω ενός χαμάλη, και ξεκινώ κατά τη σκάλα.

Βρίσκω καΐκι Μοσκονησιώτικο, πηδώ μέσα, και τα ξεκενώνω όλα του καραβοκύρη. Έπρεπε να τα πω, να ξεσκάσω. Ζήτησε να με καταπείσει να γυρίσω στον τόπο μου, και όχι πάλε σε ξενιτιές. Του κάκου. Παρά τέτοια ντροπή, να γυρίσω και να με περιγελάει το χωριό, κάλλιο ναύτης αγνώριστος, ώσπου να με βοηθήσει ο Θεός να γίνω και γω κάτι.

Με βοήθησε ο Θεός. Γύρισα στον τόπο μου μερικά χρόνια κατόπι καπετάνιος, και με πάντρεψε η γριά μου. Ήτανε μαζί μου κι ο Μοσκοννησιώτης ο καραβοκύρης, κι αυτός ήταν που με βάφτισε Πολίτη, ο κανάγιας ».

 

 

αρχή

 



 

Σιδερένιο κορμί ο γέρος ο Τραμουντάνας και κοκαλιασμένη ψυχή. Ξενιτεμένος κι αυτός από μικρός. Τι τον έβγαλε από τον τόπο του, δεν ήταν και δύσκολο να τ’ απομαντέψεις. Τι τον έριξε όμως σε χώρες θεοσκότεινες και ψυχρές, χώρες στ’ αλήθεια ξένες, που ψυχή να σε συμπονέσει δεν βρίσκεται, μα και να λουβιάσεις, εξόν ίσως καμιά δροσόλευκη παραμάνα στο νοσοκομείο, σε τόπους που κι αγάπη να βρεις, έρχεται κι αυτή και σου φαρμακεύει άλλες αγάπες, που για να μην πεθάνεις της πείνας δουλεύεις όσην ώρα δεν κείτεσαι στο κρεβάτι αποσταμένος, που να μείνεις μισήν ώρα καθάριος αδύνατο πράμα, αφού κι ο αέρας που ανεσαίνεις είναι μισός καπνίλα, που ως και τα πλεμόνια του ανθρώπου μαυρίζουνε μια για πάντα — τι τον έκαμε τον Τραμουντάνα κι έσυρε στα νιάτα του εκεί απάνω, που τον αντάμωσα χρόνους και χρόνους κατόπι ξένοιαστο, πέτρα μονάχη, λησμονησιάρη, δίχως μήτε φυλαχτήρι από μάνα ή αδερφή, δίχως άλλο της πατρίδας σημάδι παρά το μαυριδερό του το πρόσωπο—τι τον πέταξε σε τέτοια πολύκοσμη ερημιά, ήταν κι είναι ακόμα μυστήριο, που για να το ξεδιαλύνω του κάκου ρώτηξα πολλούς σαν και λόγου του. Δίχως πόρεψη, δίχως μέσα, δίχως άλλο σκοπό παρά να ’ρθουν και ν’ αποδείξουν ως πού πηγαίνει η ρωμαίικη η τρέλα, το έρμο και το τυφλό το «Έχει ο Θεός», σάματις τρελάθηκε κι ο Θεός μαζί τους.

Είναι, λέει, το «επιχειρηματικό» της Ρωμαίικης της φυλής και τους σκουντάει, τους ρίχνει όξω κι όξω, ως τον άγιο Φραγκίσκο τους φέρνει, ως την Πολυνησία τους ξεβράζει, σε κάθε ακρογιάλι σαν ψόφιες ακρίδες τους στρώνει, άλλους λουκούμια να πουλούν, άλλους φορτιά να σηκώνουν, άλλους άλλα βάσανα να τραβάνε, και τέλος να ρουφιούνται από το παντοδύναμο τ’ αγγλοσαξονικό το θεριό και να χάνουνται.

Ένας λοιπόν απ’ αυτούς τους ηρώους ήταν κι ο Τραμουντάνας. Τύχαινε συχνά πυκνά να τον ανταμώνω στα ξενικά του λημέρια. Σπίτι του να πάγω ποτές δεν ταίριασε, είναι αλήθεια. Άκουγα όμως πως με την Ιρλανδέζα του τη γυναίκα δεν κακοπερνούσε, γιατί, έτυχε η κερά ν’ αγαπάει το πιοτό, και το γλέντιζε πάντα μ’ άλλες γειτόνισσες που τ’ αγαπούσαν κι αυτές. Ο φίλος πάλι του άρεζαν τα χαρτιά! Πήγαινε λοιπόν κάθε βράδυ σ’ ενός πατριώτη, που δουλειά του ήτανε να βυζάνει τους δικούς του με μια βρόμικη τράπουλα, μάλιστα τους νιοφερμένους. Κι έτσι ο Τραμουντάνας ζωή σπιτικιά δεν πολύβλεπε, και δεν κακοπερνούσε με τη γριά του. Δούλευε ωστόσο ολημερίς. Δουλειά και δουλειά! Πότε δέματα ξεφόρτωνε, πότε γλυκά και πωρικά πουλούσε. Ναύτης στα νιάτα του, τον αψηφούσε το βοριά σα στεκότανε με τις ώρες στους τέσσερεις δρόμους μπροστά στο φορτωμένο τραπέζι του, προσκαλώντας τον κάθε διαβάτη ν’ αγοράσει τα μπαγιάτικά του λουκούμια..

Τον κοίταζα κάποτες από μακριά και συλλογιούμουνα, σαν τι λογής αγόρι να φαίνουνταν τη μέρα που μίσευε από το φτωχικό του τόπο με την ευκή της μαύρης του μάνας!

— Τι σ’ έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τόνε ρώτηξα μια φορά.

— Τι σ’ έκαμε κι ήρθες του λόγου σου! Να! Τύχη γύρευα κι ήρθα.

— Και πότε λες να ξαναγυρίσεις να τους δεις τους δικούς σου;

— Τους δικούς μου; (και δώσ’ του γέλια!) Οι δικοί μου τώρα όλοι στον άλλον κόσμο. Ήμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάνα μου· πατέρα δε γνώρισα. Τ’ αδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τ’ ακουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είναι τώρα εδώ. Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω.

— Μα δε λαχτάρας μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του;

— Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είναι καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ πέρα και ν’ αρρωστήσω, έχει νοσοκομείο.

— Όχι, όχι, να μην πεθάνεις εδώ· στην πατρίδα σου να πας, ν’ αναπαυτείς κοντά στους δικούς σου.

— Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω;

— Μαζί και κείνη.

Κι άρχιζε πάλε τα γέλια ο Τραμουντάνας, και τρίβοντας τα ροζωμένα του χέρια να τα ζεστάνει, προσκαλούσε τους διαβάτες ν’ αγοράσουνε πωρικά.

 

Έρχεται μια μέρα ένας κλητήρας με γραμματάκι και με προσκαλεί στο νοσοκομείο. Μπαίνω σ’ αμάξι και πηγαίνω. Μου λέει ο επιστάτης πως είναι μέσα ένας γέρος πατριώτης μου πολύ άρρωστος, και στο βύθο του απάνω παραλαλεί στη γλώσσα του. Μένει, λέει, κι η γυναίκα του πλάγι του, μα αυτή στουπί μεθυσμένη φαντάζεται πως ο γέρος της αφήνει παραγγελιές, και μάλιστα θαρρεί πως μιλεί και για κάτι χρήματα που τα ’χει, λέει, ο γέρος κρυμμένα. Με φωνάξανε λοιπό να παρασταθώ και ν’ ακούσω τη διαθήκη του γέρου.

Ανεβαίνω, μπαίνω στην κάμαρα· ο Τραμουντάνας ψυχομαχούσε παραλαλώντας, κι η γριά του μαλλοσερνότανε.

— Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά.

Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω·

«… Μωρέ Γιάννη, πάμε να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; Τ’ άκουσες πώς κελαηδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά. Τι; δεν μπορείς να σκαλώσεις μια τέτοια ελίτσα; και τι θα πεις α σου σκαρφαλώσω εγώ αυτό τον πλάτανο; Μια και δυο, και στην κορφή του με βρίσκεις... Αργήσαμε, καημένε, και θα λέει η μάνα, τι πάθαμε. Στάσου, βάλ’ το μες στο καλάθι, σκέπασ’ το καλά μην πετάξει… Ίσια σπίτι τώρα, ειδεμή την πάθαμε, θα πάει σκολειό να ρωτάει τι γενήκαμε … κι ο καινούριος ο δάσκαλος δε χωρατεύει. Εγώ το μαθαίνω και στο δρόμο το μάθημα. Φρρρ — κι απ’ όξω το ’μαθα… Για δες την τη μαριόλα στο παράθυρο πάλι! Αχ, θα με πεθάνει αυτή. Της το ’ταξε, μικρούλα μου, η μάνα μου της μάνας σου σα γεννήθηκες, μα και να μη σου το ’ταζε, πάλι θα σ’ έπαιρνα. Αγάπη μου, πότε θα ξενιτευτώ να κάμω σερμαγιά και να γυρίσω με τα χρυσά νυφικά σου; Φεύγεις εσύ τώρα! Έννοια σου, και θα σε πιάσω πάλι στο περιβόλι σαν ποτίζεις και θα σε λιώσω στο τσίμπημα!

» Τηγανίτες! Χρόνια και χρόνια να φάω το πρωί τηγανίτες! ακόμα δεν έφεξε κι αυτές αχνίζουν κιόλας στο τραπεζάκι. Πού ’ν’ τος ο Γιάννης; Αμ’ η Φροσύνη; Την ακαμάτα! κοιμάται ακόμα· πάμε να την ξυπνήσουμε. Πού ’ν' το σφουγγάρι; Θα τρομάξει, λες; Ναι, βλέπεις, φαρφουρί ήταν και θα ραγίσει! Την κατεργάρα! κοίταξε γόβες, λέει, που μου κέντησε! Θα πεις, έχουμε κι αυτηνής τα προικιά να συλλογιστούμε. Αχ, εσύ αγάπη μου! εσύ φως μου! Πέντε χρόνια είπαμε, βάλε κι άλλα πέντε για την αδερφή! Πέντε και πέντε, δέκα. Είμαι τώρα δεκαπέντε· και δέκα, είκοσι πέντε. Θα ’σαι και συ τότες είκοσι δυο. Μια χαρά. Να σου τώρα και μια τσιμπιά! Πού να το πιάσεις τέτοιο σαχίνι! Θα το πω της Φροσύνης να της την πατήσει την τσιμπιά.

»Στον τρύγο, στον τρύγο! Πάει ο ώμος μου, σήκωνε σήκωνε κόφες! Δόξα να ’χει ο Θεός που ’φαγα πάλι σταφύλι! Όχι σαν κι αυτά που πουλώ! Να, μωρέ παλιοεγγλέζοι, σταφύλι, να φάτε και να καταλάβετε γλύκα! Δες τες, δες τες! Κι οι δυο τους οι σουσουράδες πώς πατούνε σταφύλια στη γούρνα! Και δώσ’ του η μάνα ν’ ανακατεύει αλευριά! Σα να το ξέρει η καημένη πως δε θα μ’ έχει του χρόνου… Ταξίδι, ταξίδι… Για δες μαντιλάκια, κάλτσες, ως και βελόνια και κλωστή μου ’βαλε. Να κι ένα κυδώνι, θεοκίτρινο! Ανασταίνεσαι να το μυρίζεις μονάχα. Να κι οι γόβες! Όχι, όχι, να μην τα δω τώρα. Να τα βλέπω ύστερα και να τις θυμάμαι.

» Αχ, νύχτα που την πέρασα! μήτε στιγμή δεν έκλεισα μάτι, μα θαρρώ και μήτε άλλος κανένας. Για δες, ως και φαΐ μου ’τοιμάσανε για το δρόμο. Και τι να της πω της γριάς! Να τηνα! τ’ άρχισε κιόλας το κλάμα! Ας κάνω πως χαίρουμαι τώρα εγώ, να την παρηγορήσω. Έννοια σου, μάνα, και σε πέντε χρόνια θα μ’ έχεις. Θα παντρέψουμε τη Φροσύνη, άλλα πέντε χρόνια ξενιτιά, και τότες πια με στεφανώνεις και μένα… Μ’ έπνιξαν, μ’ έπνιξαν τα φιλιά της. Έχε γεια, μανούλα μου, έχετε γεια όλοι σας, Φροσύνη, Γιάννη, αγάπη μου, έχετε γεια… — Αχ, μωρέ, πικρός που είναι αυτός ο αναθεματισμένος ο χωρισμός! Ένα πράμα κομπώνει εδώ στο λαιμό μου, εδώ, εδώ…»

Και δεν μπόρεσε άλλα να πει.

 

 

αρχή

 



 

Την πέρασε την ζωή του κι ο γέρος ο Ανέστης στη ξενιτιά, ζωή παραδαρμένη, καραβοτσακισμένη ζωή. Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κι ένοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, το ’καμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακίσια λημέρια του.

Αλλιώτικος γέρος αυτός ο Ανέστης! Για του κόσμου τα μεγαλεία δεν τον πολυέμελε κιόλας· ωστόσο να γυρίσει από τα ξένα και να φυτρώσει ανάμεσα στους δικούς του με τέτοια χάλια ύστερ’ από χρόνους και χρόνους αγωνία και βάσανο, δεν του ερχότανε και πολύ. Θα πεις οι καθαυτό οι δικοί του συχωρεμένοι όλοι, κι άλλους απ’ ανίψια και τέτοιους δε θ’ αντάμωνε πια, εξόν ίσως δυο τρεις αξαδέρφους, γέρους κι αυτούς· μα πάλε από δω το γύριζε, από κει το γύριζε, δεν του πήγαινε. Τ’ όνειρό του ήτανε να ξαναφανεί, στην πατρίδα του, μα να είναι και κάτι. Δεν το κατάφερε τ’ όνειρο; Τι να πηγαίνει πια τώρα και να τους δείχνει τη γύμνια του! Έλα όμως που δεν το ’θελε και να πεθάνει στα ξένα! Να ζήσει στα ξένα, ναι· με το σήμερα, με το αύριο, ζεις στα ξένα. Μα να πεθάνεις στα ξένα; Να σε παραχώσουνε, λέει, μέσα στην κρύα εκείνη τη λάσπη, και σύγκαιρα οι πατριώτες του να γλυκοκοιμούνται μέσα στο μοσχομυρισμένο τους χώμα—αυτό δεν μπορούσε να το βαστάξει ο γέρος.

Τ’ ονειρευότανε λοιπόν και το λαχταρούσε ν’ αποθάνει στον τόπο του, κι έτσι ξεκίνησε, με τ’ απομεινάρια του είναι του. Να πάει όμως μέσα στο χωριό και να πει πως εγώ είμαι ο Τάδες, αυτό δεν τ’ αποκοτούσε.

— Έπειτα είναι κι αργά. Ποιος θα με πονέσει πια τώρα! έλεγε μονάχος του καθώς άραζε το βαπόρι σε λιμάνι που γειτόνευε με τ’ αγαπημένο νησί του.

Μόλις πάτησε πόδι στη χώρα εκείνη, κι ίσια στο Σπιτάλι μαζί με το έχει του.

— Να μείνουν αυτά εδώ, τους λέει τους ανθρώπους εκεί. Έμενα δε μου είναι και πολύ χρειαζούμενα. Ο πρώτος που αναλάβει κι είναι έτοιμος να μισέψει, του τα χαρίζετε.

Και γίνεται άφαντος ο Γέρο-Ανέστης.

Τραβάει κατά τη σκάλα, βρίσκει πέραμα, και σ’ ένα μερόνυχτο μέσα τηράει τις ολόχαρες ακρογιαλιές του νησιού του.

Εκεί που η Πλάση λες και λούζεται κάθε ταχυνή και λαμπροφοριέται θεοφώτεινη, ολοκάθαρη και παρθένα, που μήτε κουρέλι μήτε παλιόχαρτο πολιτισμού δεν βλέπει απάνω στ’ ασπρογάλαζα τα χαλίκια που στρώνονται στην ακρογιαλιά, εκεί που στα πρώτα του χρόνια ο γέρος μας έπαιζε μ’ ανάλαφρη καρδιά και μ’ αξέννοιαστο νου, εκεί ξαναβρέθηκε τώρα καταδαμασμένος από του χρόνου τ’ ακαταπόνετο χέρι, σκυφτός, ζαρωματιασμένος, βουλιασμένα τα μάτια του, τα χέρια τρεμάμενα. Παράμερη εξοχή, που το καλοκαίρι μονάχα τη θυμούνται οι χωριανοί και τη διαλέγουνε για τα ξεφαντώματά τους. Τώρα όμως, άνοιξη ακόμα, ο γέρος ο Ανέστης πλανιότανε ολομόναχος στη λησμονημένη εκείνη γωνιά, του κόσμου, βγάζοντας ξεφωνήματα κι ακατανόητα λόγια κάθε φοράν που αγνάντευε βράχο ήχωράφι ή κορφοβούνι τριγύρω και του θύμιζε της νιότης τα χρόνια. Μια πα στην άλλη μαζευότανε στον αναγαλλιασμένο του νου οι παλιές οι ιστορίες, τα παλιά τα γλέντια, τα περασμένα τα πρόσωπα και τα πράματα, που κάθε κύμα έλεγες και τα τραγούδαγε με το γλυκό του μουρμουρητό, εκεί που πλαγιασμένος τώρα στον ήλιο μισοάνοιγε κάθε λίγο τ’ αδυνατισμένα του μάτια να τις δει άλλη μια και να τις χύσει μες στη ψυχή του τις ανάλλαγες, τις αγέραστες ομορφιές της πατρίδας του.

Θα ’λεγες πως αναστήθηκε μαζί με το νου του και τ’ αποσταμένο κορμί του, κι ωστόσο, καταπονεμένο τόσους χρόνους από τη βαριά τη ξενιτιά, και τώρα πάλι μ’ άξαφνης καρδιάς καρδιοχτύπια συνταραγμένο, χεροτέρευε αντίς να καλυτερέψει, ή σαν το φύλλο τρεμούλιαζε.

Μόλις το βράδυ βράδυ, σαν άρχισε το σκοτάδι και πλάκωνε, κι αυτός ακόμα λόγιαζε με μάτια ονειριασμένα τ’ αντικρινά τα βουνά ενός άλλου νησιού, καταπόρφυρα με την αντιφεγγιά του βασιλεμένου του ήλιου, μόλις τότε το στοχάστηκε πως όταν ξεπήδηξε από το καΐκι κι έσυρε κατά την εξοχή, δε νοιάστηκε μήτ’ ενός μερόνυχτου ψωμί να πάρει μαζί του.

— Κι α μείνω και νηστικός μια νυχτιά, τι πειράζει! λέει τότες. Θα με θρέψει της πατρίδας τ’ αγέρι ως το ταχύ.

Κι αποκοιμήθηκε στην ακρογιαλιά, δίπλα στης θάλασσας το νανούρισμα, μαγεμένος ο νους του με τις μύριες εικόνες που τις ανιστορούσε όλες εκείνες τις ώρες.

Δεν τα ξανάνοιξε πια τα βαρεμένα του μάτια ο γέρος. Πιο γνωστικό κι από πολλούς φίλους το κύμα, απάνω στη μεγαλύτερη την καλοτυχιά της πονοδαρμένης εκείνης ψυχής, τήνε νανούρισε με το μουρμουρητό του και την έστειλε μια και καλή στον αιώνιο τον ύπνο.

 

 

αρχή