ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ

Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ


 

Πληροφορίες για τον Αργύρη Εφταλιώτη εδώ

 

 

Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ

ΔΡΑΜΑ

 

To δραματάκι αυτό γράφηκε σ' εποχή που φαίνουνταν ανάγκη να προσέχουμε όχι μονάχα το υλικό μας να είνε εθνικό, μα κι η παράστασή του, και μάλιστα να γίνεται αυτή η παράσταση με τρόπο που να πηγαίνη ο συγγραφέας το δρόμο του δίχως να σέρνη μαζί του σκουριασμένες αλυσίδες περασμένων κανόνων.

Από τότες όμως βγήκανε μερικά έργα που αν και δεν ανέβηκαν όλα στη σκηνή, ανέβηκαν όμως κάμποσο στη φιλολογία, ας είνε καλά η εθνική τους η χρωματιά. Κι ίσως καταντάει πια τώρα σα χαμένος κόπος να δείχνουμε «τον ήλιο με το λυχνάρι». Ο «Βουρκόλακας» ξανατυπώνεται σήμερα μόνο και μόνο για να μπορή να τονε διαβάζη όποιος επιθυμεί.

Να παρασταθή κι αυτός στη σκηνή σα δύσκολο πράμα, αφού συχνά πυκνά ξεπέφτει από γοργό διάλογο σε μακρινές ομιλίες που δεν τις σηκώνει το θέατρο. Μήτ' αυτό όμως μήτε τάλλα ψεγάδια του δεν προσπάθησα να τα λιγοστέψω όσο μπορούσα, αφού σκοπός μου δεν είτανε να δείξω δραματικό πρότυπο παρά μόνο το δρόμο.

Όσο για τα κάπως λυρικά του προσόντα, σ’ αυτό απάνω βρίσκεται ο «Βουρκόλακας» με λαμπρή συντροφιά, που μάλιστα και δεν του αξίζει.

Περιττό να ξηγηθή πως η ουσία του έργου είνε παρμένη από το περιξάκουστο τραγούδι του «Νεκρού αδερφού». Αν και γνωστό σ' Ανατολή και Δύση, το βάζουμε κι αυτό δίπλα σαν είδος Εισαγωγή, για να ξέρη ο αναγνώστης τι να προσμένη.

Α.Ε.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ «Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ»

Μάννα με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη,

Την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη·

Την είχες δώδεκα χρονών κι ήλιος δεν σου την είδε·

Στα σκοτεινά την έλουζες, στάφεγγα την επλέκες,

Στ’ άστρη και στον αυγερινό τσ' έφκιανες τα σγουρά της.

Οπού σου φέραν προξενιάν από τη Βαβυλώνη,

Να την παντρέψης στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα.

Οχτώ αδερφοί δε θέλουνε, κι ο Κωσταντίνος θέλει.

«Δος τηνα, μάννα, δος τηνα την Αρετή στα ξένα,

Στα ξένα 'κει που περβατώ, στα ξένα που πηγαίνω,

Νάχω και γω παρηγοριά, νάχω και γω κονάκι.»

«Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απηλογήθης.

Κι α μώρθη, γυιε μου, θάνατος, κι α μώρθη, γυιε μου, αρρώστια,

Κι αν τύχη πίκρα για χαρά, ποιος θα μου τηνε φέρη;»

Το Θιο της έβαλ' εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους,

Αν τύχη κι έρθη θάνατος, αν τύχη κι έρθη αρρώστια,

Κι αν έρθη πίκρα για χαρά, να πάη να τηνε φέρη.

 

Και σαν τηνε παντρέψανε την Αρετή στα ξένα,

Και μπήκε χρόνος δύσεχτος και μήνας οργισμένος,

Κι έπεσε το θανατικό κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,

Βρέθηκ' η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μυρολογάει,

Στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.

«Σήκω, Κωσταντινάκη μου, την Αρετή μου θέλω·

Το Θιο μούβαλες εγγυτή και τους Αγιούς Μαρτύρους,

Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πας να μου τη φέρης.»

 

Τανάθεμα τον έβγαλε μέσ’ από το κιβούρι,

Κάνει το σύννεφο άλογο και τάστρο σαλιβάρι

Και το φεγγάρι συντροφιά, και πάει να τηνε φέρη.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.

Βρίσκει την και χτενίζουνταν όξω στο φεγγαράκι.

Από μακριά τη χαιρετάει κι από μακριά της λέει·

«Περβάτησ, Αρετούλα μου, κι η μάννα μας σε θέλει.»

«Αλλοίμον’, αδερφάκι μου, και τι 'νε τούτ’ η ώρα!

Ανίσως κι είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου,

Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι.»

«Περβάτησ’, Αρετούλα μου, κι έλα καταπώς είσαι.»

 

Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν,

Ακούν πουλιά και κελαϊδούν, ακούν πουλιά και λένε·

«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!»

«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;

Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!»

«Λωλά πουλιά κι ας κελαϊδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.»

«Τι βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα,

Να περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!»

«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;

Πώς περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!»

«Πουλάκια 'νε κι ας κελαϊδούν, πουλάκια 'νε κι ας λένε.»

«Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις!»

«Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Αη-Γιάνη,

Και θέμιασέ μας ο παππάς με περισσό λιβάνι.»

Και παραμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε.

«Ω Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις,

Τέτοιαν πανώρια λυγερή να σέρνη απεθαμμένος!»

Τάκουσε πάλε η λυγερή και ράγισε η καρδιά της·

«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;

Πες μου, πούν’ τα μαλλάκια σου, το πηγουρό μουστάκι;»

«Μεγάλη αρρώστια μ' έβρηκε, μ’ έρριξε του θανάτου·

Μου πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.»

 

Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο,

Και τα σπιτοπαράθυρα πούταν αραχνιασμένα.

«Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, και να την Αρετή σου.»

«Αν είσαι χάρος, διάβαινε, κι άλλα παιδιά δεν έχω.

Η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.»

«Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, κι εγώ 'μαι ο Κωσταντής σου.

Εγγυτή σούβαλα το Θεό και τους Αγιούς Μαρτύρους,

Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πάω να σου τη φέρω.»

 

Κι ώσπου να βγη στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της.


 

Ο ΒΟΥΡΚΟΛΑΚΑΣ

ΔΡΑΜΑ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΠΡΑΞΕΣ

 

ΠΡΟΣΩΠΑ

Κωνσταντής, Σαράντης, Θανάσης: γυιοι της Δέσπως

Κράλης πραματευτής της Βαβυλώνας

Στεφανής κατόπι πάτερ Συνέσιος

Κεριάκος αγωγιάτης

Δέσπω, Γαρουφαλιά, Περμαθιώ, Πιπινιώ: γειτόνισσες

Φάντασμα της Αγια-Μαρίνας

Παλικάρια, Κορίτσια, Βιολιτζήδες

 

Τόπος, χωριό της Ανατολής.

 

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

Δρόμος του χωριού. Από ταριστερά η ξώπορτα του σπιτιού της Δέσπως με την αυλή μέσα. Αντίκρυ το περιβόλι της Δέσπως με το σπίτι πλάγι. Δεξιά τα σπίτια της Περμαθιώς και της Πιπινιώς. Οι δυο γειτόνισσες κάθουνται στα κατώφλια τους, βράδυ βράδυ.

 

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

 

Πιπ. Μ' έτρωγε κι όλο μ' έτρωγε ταυτί μου από το πρωί. Αρραβώνας μυρίζει πάλι.

Περμ. Ταυτί σου εσένα σε τρώει μόνο σαν αποδεχτή κι ύστερα τα μαντάτα. Στον κλήδωνα να τα λες αυτά.

Πιπ. Να μη χαρώ το Μαριώ μου, σου λέω, τίποτις δεν άκουσα. Αμέ να μη μπορούμε δα και μεις να δούμε δεντρί, και να στοχαστούμε τι λογής λουλούδι θα βγάλη;

Περμ. Α! δεν άκουσες, μόνο είδες κάτι! Τα μάτια σου τοίχους τρυπούν και κρυφοθωρούνε, και συ yι' αυτιά μου μιλάς.

Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη, κι άδικα με κολάζεις. Ψυχή δεν τρύπησα τοίχο να κοιτάξω. Τώρα πια δεν κρύβουνται τα κορίτσια σα θεν αγάπες, κι έννοια σου. Στον καιρό μας είταν αυτά. Κι αμέ δε θυμάσαι, καημένη, τότες που ήρθ' ο Γληγόρης μου από τη ξενιτειά, τι κακό έγινε ώσπου να μου πάρει το πρώτο φιλί; Σαν τρελλός με κυνηγούσε μες στην αυλή. Η παρέα τριγύρω, και γω με το δίσκο στα χέρια να χώνουμαι από δω κι από κει, ώσπου πρόβαλε στη μέση η θεια μου η Βαρβάρα και φώναζε πως αυτά μαθές δεν ταιριάζουνε σε τιμημένα κορίτσια.

Περμ. Κακόν καιρό νάχης, που τα είπες και τα ξανάειπες χιλιάδες φορές, κι έρχεσαι πάλι και μου τα στρώνεις σα να είνε τα νυφικά σου. Ξέχαστα μια και καλή, που χήρεψες και κουβαριάστηκες, κι ακόμα γνώση δεν έβαλες.

Πιπ. Αι, καψούλα μου, Βασιλικός κι α μαραθή…

Περμ. Να μαραθής και να ξεραθής.

Πιπ. Περίδρομος να σε κόψη! που δεν αφίνεις μια χριστιανή να θυμηθή και τα νιάτα της.

Περμ. Μωρή τα νιάτα σου θ' ακούμε ή τον αρραβώνα μαθές;

Πιπ. Από τόνα ήθελα νάρθουμε στάλλο. Και συ πάλε μας κάνεις δα την ανήξερη!

Περμ. Αστροπελέκι να πέση και να με κάψη, ανίσως κι άκουσα τίποτις. Ένα γαμπρό ξέρω στη γειτονιά μας, κι αυτός είναι της Τρυποβράκας ο γιος.

Πιπ. Τώρα μας ξύπνησες και του λόγου σου. Ο κόσμος τόχει τούμπανο και συ μας τόβγαλες για κρυφό. Έλα, μωρή, πιο κοντά, γιατί κι οι τοίχοι αυτιάζουνται. Ο Στεφανής μωρή είναι, ο Στεφανής, ο Στεφανής!

Περμ. Στα όρη, στα βουνά, και στα κλαδιά, και στα ξερά τα δέντρα! Και με ποιάνα!

Πιπ. Να! εκεί που στέκουμουν απόψε και θέμιαζ' από το παράθυρο, γυρίζω, και τι να δω εκειδά κατά το περιβόλι της Κερα-Δέσπως! Το Στεφανή μας κι έκοβε βόλτες απέξω! Τώρα, είταν η Αρετούλ' από μέσα, δεν είταν, ένας Θεός το ξέρει. Μα γυναίκα που είδε κι έπαθε πολλά στη ζωή της δε χρειάζεται δα και δάσκαλο να της πει πως δυο και δυο κάνουν τέσσερα!

Περμ. Από το Θιο να το βρης, που αβάνιασες το πιο τιμημένο κορίτσι μας δίχως να δης δα και τίποτις!

Πιπ. Μηγαρή σου είπα γω πάλι πως τάψησαν κιόλας; Αρραβώνας, σου είπα, μυρίζει.

Περμ. Τέτοιον αρραβώνα για τις κόρες σου να τονέ φυλάγης, κι όχι για της Ανατολής το καμάρι.

Πιπ. Ναι, είδες δα, λίγα μας έφτειαξες και συ στον καιρό σου, τότες που τον άφινες τον έρμο σου και —έλα Χριστέ και Παναγιά μου!

Περμ. Όχι μόνο σαν και σένα, που πριχού να σου δώση και δαχτυλίδι, δος του και σου τραγούδαγε αμανέδες κάτω από το σπίτι σου.

Πιπ. Χάρη νάχης τον Αη-Γιάνη, που πήγα και λειτουργήθηκα σήμερις, και δεν ξεχυμίζω μαθές τώρα με τα νύχια μου να τα χύσω τα μάτια σου που η γλώσσα σου νισάφι δεν έχει.

Περμ. (χαμηλά). Και δεν κοιτάζεις, θεότυφλη, να τηνέ δης την κοπέλλα στο παραθύρι της εκειδά, που στέκεται ολομόναχη;

Πιπ. Και δεν τονέ βλέπεις και το Στεφανή μέσα στο περιβόλι κοντά στις πορτοκαλιές; Κοίτα τον τον αξετσίπωτο, και μη μου ψέλνης πια πως δεν ξέρουν κι οι αρχοντοπούλες από κρύφιες αγάπες. Μωρή, και ποιο λουλούδι δε ζύγωσε μέλισσα να το βυζάξη, μα φτωχομενεξές είτανε, μα αρχοντικό γιασουμί! Έλα τώρα και χώσου μέσα να κρυφοδούμε αποπάνω, μην τύχη και μας νοιώσουν και τους χαλάσουμε τις δουλειές.

(Μπαίνουν και κρύβουνται απάνω στο σπίτι της Πιπινιώς, κοντά σε παράθυρο που βλέπει στο περιβόλι).

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια· πιο σκοτεινά. Ο Στεφανής ανάμεσα στις πορτοκαλιές. Η Αρετούλα στο παράθυρο δίχως να τονέ βλέπη.

 

ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΣΤΕΦΑΝΗΣ

 

Αρετ. Ήθελα να ξέρω, σα με γεννούσε η μάννα μου, τι πουλί να κελαϊδούσε μέσα σ' αυτοδά το περιβόλι, και με μάγεψε, και να κλείσω το βράδυ παράθυρο δεν μπορώ δίχως να σκύψω και να το γλυκοδώ! Και γιατί μαθές να μου πη η στρίγλα εκείνη η γύφτισσα πως θα ταφήσω τακριβό μου το σπιτικό και θα μισέψω στα ξένα, μα πως θα μεταγυρίσω, λέει, πάλε στον τόπο μου, και θάρθω, με πρωτοτάξιδο καράβι που θάχη σύννεφα για πανιά! Κι άξαφνα σα να βούρκωσε η καημένη κι έκαμνε να φύγη, μα κοντοστάθηκε πάλι και ξαναγύρισε, και μου λέει πως σε καλά χέρια θα πέσω και να μην πολυνοιάζουμαι! Ανάθεμα την ώρα που φάνηκε και με παραζάλισε στα καλά καθούμενα! Μα έννοια της δα και δε θα βγουν τα φαρμακεμένα της τα λόγια. Μύριοι ανέμοι να φυσήξουνε δε με βγάζουν από την πονεμένη αυτή φωλίτσα μου. Σ' αυτά τα θεμέλια μέσα είνε ριζωμένη η καρδιά μου, μ' αυτό ταγέρι γλυκοθρέφεται η ψυχή μου. (Τηράει το Στεφανή). Να σαλεύη τάχα κάποιος εκειδά πέρα ή φάντασμα βλέπω; Αχ, ο ίδιος πάλι! Ταθεόφοβο το παιδί, που πρέπει να πατήσω ένα ξεφωνητό και να τονέ διώξω, κι ως τόσο δε βαστάει η καρδιά μου! (αψά). Σύρε, σύρε να μη σε νοιώσουν, κακόμοιρε, και μ' αφάνισες! Στέλνε όσα θες μηνύματα με τους προξενητάδες, μα μην πολεμάς από παράθυρα να μου ψέλνης αγάπες, κι έχουν πίκρες τα κρυφογύρευτα τα φιλιά.

Στέφ. Η δική μου η αγάπη αγκύλια δεν ξέρει· ξέρει μονάχα το βαθιόκοβο το μαχαίρι που σιγοχώνεις στα σπλάγχνα μου μέσα. Πες μου, Αρετούλα μου, φως μου, γιατί αρνιέσαι να μ' αγαπήσης; τι λαχταρεί η καρδούλα σου και δεν τόχω, ψυχή μου; Αν είνε αγάπη λεβέντικη, πρόσταξέ με να περπατήξω στις φλόγες, σε γκρεμνούς να τρέξω να πέσω, φείδια να πάω και ν' αγκαλιάσω, στην πίσσα μέσα να βράσω.

Αρετ. Κι α δε λείψης απ’ αυτό σου το κόλασμα, βράζει από τώρα η πίσσα που μπορεί και δυο ψυχές αντίς μια να παραλάβη στα βάθια της.

Στέφ. Γιατί να το λες αυτό, Αρετούλα; Που σ' αγάπησα τάχα; Εγώ κακός δεν είμαι. Γιατί να κολαστώ και γιατί να κολάσω; Εγώ από τη στιγμή που σ' αγάπησα έγιν' αρνί μονάχο, σαν κορίτσι απονήρευτος είμαι. Πες μου, Αρετούλα. Μπορεί να πάη στην Κόλαση παιδί που χαμογελάει της μάννας; Στην Κόλαση πάει η μάννα που το γλυκοχαδεύει; Πες μου· ταηδόνια που κελαϊδούν την αγάπη τους στην Κόλαση μαθές πάνε;

Αρετ. Ντροπή και καταφρόνιο μελετάς να μας φέρης, και για πουλάκια μου κουβεντιάζεις; Αυτό το πουλάκι που βλέπεις έχει μάννα κι αδέρφια, και κει να πας να κελαϊδής τα τραγούδια σου.

Στέφ. Το ξέρεις πως θα φρενιάσουν, και γι' αυτό μου το λες. Μήτε να την ακούσουνε δε θα καταδεχτούν τη φτωχική προξενειά μου. Με τρώγ' η αγάπη σου, Αρετούλα, και σωτηριά πια δε βλέπω άλλη παρά το ναι σου και την κρύφια στεφάνωση.

Αρετ. Να μην τύχη και σε ξανακούσω, καημένε! Να με κλέψη, λέει! Χριστός και Παναγιά! Σύρε και φύγε, αθεόφοβε, γιατί φώναξα κιόλας (Σφαλνάει το παράθυρο η Αρετούλα).

Στέφ. (μονάχος). Μ' ένα της χαμόγελο την άρπαξε την καρδιά μου, και τη σέρνει τώρα και τη ματοπληγώνει σε πέτρες και πέτρες! Τονειριάστηκα πως είταν αγάπης χαμόγελο, και πιάστηκα! Μου χώθηκε, αχ, τόσο βαθιά το μαγεμένο ταγκίστρι, που σπαρταρώ τώρα και ξετινάζουμαι να γλυτώσω, και δεν μπορώ. Δεν μπορώ ν' ανεσάνω. Ματώνουν τα σπλάχνα μου, κι ο νους μου στρεφογυρίζει. Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος… Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό! Άνοιξε να φέξη πάλι ο κόσμος, ναναστηθή η ψυχή μου. Λυπήσου με, Αρετούλα, και χάνουμαι. Σαν το κερί τη λυώνεις τη νιότη μου, αυτή τη νιότη που πλάστηκε για τα σένα. Μην το πης πως είμαι της φτώχειας αγώρι, γεια μόνο νάχουν αυτά τα χέρια, που μπορούν παλάτι να χτίσουν και να κάθεσαι μέσα μυριοκαμάρωτη.

Αχ, του κάκου! Κατεβαίνει το σκοτάδι στη γης και τη σαβανώνει. Βασίλεψ' ο ήλιος τουρανού, βασίλεψε κι ο δικός μου ήλιος. Γλυκοφέγγουν ως τόσο απομέσα τα σπίτια. Αχτινοβολούν ταμίλητα ταστέρια. Μουρμουρίζουν ταμπελοβάθρακα, και το νερό της βρύσης, ακοίμητος μάρτυρας της αιώνιας αγάπης που ζωντανεύει τον κόσμο, κατρακυλάει και πάει σαν τις ώρες ευτυχισμένης ζωής. Η ζωή μου εμένα θάχη ώρες δύσεχτες και βαριές. Θα γυρεύουνε να περάσουνε και να φύγουν, και πού να φύγουν! Λίμνη, λίμνη βαθιά και θολή την έκαμες τη ζωή μου, εσύ που με δροσοβόλαγες με τα λόγια σου, και το πίστευα πως ο Θεός με πονούσε! Ο Θεός! Αχ, και να τόξερα, γιατί μου την έδωσε ο Θεός αυτή τη λαχτάρα! Τι μου την άναψε τέτοια φωτιά! Έλα εσύ, ψυχή του πατέρα μου, που χρόνια τονε λειτουργούσες, έλα και πες μου, γιατί αυτό το μεγάλο το κρίμα! (Ακουμπάει σε δέντρο, ύστερα τραβιέται και χάνεται στα βάθια σιγά σιγά).

ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια. Οι δυο γειτόνισσες βγαίνουν από την πόρτα της Πιπινιώς.

 

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

 

Περμ. Ανάθεμά σε παλιογλωσσού, που πήρες έτσι στο λαιμό σου το παινεμένο μας το κορίτσι. Και δεν είδες πως κλείστηκε μέσα δίχως μήτε ματιά να του ρίξη; Έτσι μου θάρρεψες πως είναι σαν τη μούρη σου κι οι αρχόντισσες! Κρίμα μονάχα που δεν τονε μυρίστηκε ο κυρ-Κωσταντής τον προκομμένο το Στεφανή σου, που έμαθε δα κι αυτός να διαβάζη ψαλτήρι και μου λιμπίστηκε αρχοντοπούλες! Σα να το ξέχασε πως είτανε μυρολογίστρα η θεια του.

Πιπ. Δαιμόνιο και τι δαιμόνιο τον έχει πιασμένο! Γλήγορα θα τον ακούσουμε στο μοναστήρι κι αυτόν. Τονε ζούρλαναν τα γράμματα το δύστυχο. Ίσως τράβηξε κιόλας να πάη να πνίξη κανέναν τότες που ξεκίνησε από το δέντρο που γύρευε ναγκαλιάση σαν του σφάληξε το παράθυρο το κορίτσι. Μωρή, καλά κι έπαιζαν από την αυγή τα ματόκλαδά μου! Ακούς εσύ, λέει! Λεβέντικες αγάπες ορέχτηκε το παπαδοπαίδι. Κι αμέ δεν πάει να φαίνη! Καλά του τάψαλε το κορίτσι, μωρή, όχι σαν και μας, που ξεμυαλιστήκαμε πρι να καλοξέρουμε πούθε—έλα, Χριστέ και Παναγιά!

Περμ. Για λόγου σου να τα λες αυτά, κι όχι για μένα που —

Πιπ. Που τα γνώριζες μαθές όλα εσύ!

(Τρέχει η Περμαθιώ να χτυπήση την Πιπινιώ, και χώνουνται κι οι δυο τους μέσα στης Πιπινιώς).

ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ

Χαγιάτι της Δέσπως. Νύχτα. Η Δέσπω κάθεται στο μιντέρι και κλώθει. Πλάγι της πλέχνει η Αρετούλα. Ο Κωσταντής κάθεται κοντά σε παράθυρο και κοιτάζει κάποτες έξω.

 

ΔΕΣΠΩ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ

 

Δέσπω. Τι να είτανε μαθές αυτό τόνειρο! Ένα καράβι, θεόρατο καράβι, και μέσα κόσμος αμέτρητος, κι όλο το σπιτικό μας μαζί. Και να μην είναι, λέει, θάλασσα παρά να είναι στεριά, και να γλιστράη το καράβι και να τρέχη με μια γληγοράδα, σαν όνειρο! Και να μην ανοίγη στόμα ψυχή να μιλήση, μόνο να κάθουνται κει μέσα όλοι αμίλητοι κι ολόχλωμοι. Χριστέ και Παναγιά μου! (Αποθέτει ταδράχτι δίπλα και κάνει το σταυρό της). Άσκημο, άσκημο όνειρο.

Αρετ. Αχ, πως μ' αποτρομάζεις, μάννα, μ' αυτά σου τα όνειρα!

Κωστ. Και να δης που θα βγουν το μήνα που δεν έχει σάββατο.

Δέσπω. Ας είμαι ως τόσο καλά που πήγα και το είπα της Γαρουφαλιάς άμα σηκώθηκα, να μην αληθέψη το έρμο. Έβαλες, Αρετούλα μου, νερό στη φωτιά; Πήγαινε, κόρη μου, βάλτο, να σε λούσω απόψε στου φεγγαριού τις αχτίδες, να τα κάμω στην αστροφεγγιά τα σγουρά σου. Σήκω, αγάπη μου, κι έχε το νου σου και στο φαεί των παιδιών. Άργησαν οι βλογημένοι, και πρέπει να μποδίστηκαν κάπου.

Αρετ. Σε ξέρω, μαννούλα, και πια δε με γελάς. Κάτι θες να του κρυφομιλήσης πάλε του Κωσταντή. Ήθελα και γω να σου πω κάτι, μα καλύτερα όχι. (Σηκώνεται νάβγη).

Δέσπω. Σαν τι λογής;

Αρετ. (μονάχη της). Γιατί να τον καταλαλήσω το δύστυχο! Αυτός κακό δεν είχε στο νου του. Είτανε μια τρέλλα, μα θαρρώ πως γατρεύτηκε πια ως τώρα. (αψά). Τίποτις, μάννα, τίποτις. Έτσι το είπα. (Βγαίνει).

Δέσπω. Ο Θεός να μας φυλάη! Είδες εσύ, Κωσταντή μου, ποτέ σου τέτοια ομορφιά;

Κωστ. Την παραχαδεύεις, σου λέω, μάννα, και θα μας τη χαλάσης. Καμάρωνε την όσο θες απομέσα σου, μα μην της τα λες. Το παιδί είνε βοτάνι, κι όσο το χαδεύεις μαραίνεται κι αποζαρώνει. Πότιζέ το στη ρίζα του, δίνε του ήλιο κι αγέρι όσο θες, μα μην το πολυαγγίζης.

Δέσπω. Να είσουνα μάννα, θα τόννοιωθες τι θα πει μονάκριβη κόρη. Είνε κι ο αποξύστης μας, Κωσταντή, κι έχει κι αυτό να πει. Τριώ μηνών τηνέ βύζανα σάνε συχωρέθηκε ο μακαρίτης ο κύρης σου. Και γύρισε και μου είπε ο καημένος — Δέσπω, η Αρετούλα στα χέρια σου. Και σφάληξε τα μάτια του και πια δεν τα ξανάνοιξε. Το θυμάσαι. Δώδεκα χρονών αγώρι σ' είχα τότες. Πέρασαν τα χρόνια και φύγανε. Μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κι η Αρετούλα μας έγινε κοπέλλα κι αυτή. Αι, καιρός είνε, γιόκα μου, εσένα, σου το λέγω που είσαι κι ο πιο γνωστικός μου, να της βρούμε γαμπρό που να της αξίζη.

Κωστ. (σηκώνεται). Αυτή τη δουλειά να την αφήσης απάνω μου. Εγώ θα τη βγάλω πέρα. Οι γαμπροί δεν γίνουνται άψε σβύσε. Χρειάζεται υπομονή το κυνήγι τους. Εγώ θα τονε βρω το γαμπρό κι έννοια σου. Και του λόγου σου πια κοίταζε τα συγύρια της.

Δέσπω. Ναι, δε σου λέω, παιδί μου, μα ξέρουμε κάτι και μεις οι γυναίκες. Εκείνο που έχω μες στην καρδιά μου και με τρώει είνε, μην τύχη και πέση το πουλάκι μας σάπονα χέρια. Χίλιες φορές καλύτερα να το θάψω παρά να το ρίξω απάνω στ' αγκάθια το χαδεμένο μου. Αγάπη, Κωσταντή μου, και καλή γνώμη. Κι όλα τάλλα έρχουνται μοναχά τους. Να σου πω τώρα. Είνε ένα παλληκάρι που πάει να λωλαθή με την αδερφή σου. Δεν αποκότησε να μας κάμει, λέει, προξενειά, γιατί είνε, λέει, από φτωχικό σόγι, και φοβούνται πως δεν θα πούμε το ναι. Μα τόμαθα από μέρος καλό πως μας θεν. Η Κουταλιανή μου το ξεμυστηρεύτηκε. Πες μου τώρα, Κωσταντάκη μου· μια κι είνε όμορφο και τίμιο και καλόγνωμο το παιδί —και το ξέρω πως είναι— δεν έχουμε μαθές βιος και για κείνονε;

Κωστ. Να μην τα ξανακούσω τα προξενήματα της Κουταλιανής που ανακατώνεται στις δουλειές των άλλωνε σαν την όρνιθα μες σταλώνι. Να πάω vα τα πιάσω τ' αυτιά της και να τα σέρνω ώσπου αίμα να στάζουνε. Να την πριονίσω την ασυμμάζευτη γλώσσα της, που σε βρήκε μαλακόκαρδη και σ' έπαιξε στα χεράκια της πάλι η θεοκατάρατη. Και συ, από τη βιάση σου να παντρέψης και καλά την κόρη σου, θα τηνέ δώσης κανενός ζητιάνου σιγά σιγά.

Δέσπω. Άκουσε με, Κωσταντή, και ζητιάνος δεν είναι. Είνε παιδί καλομαθημένο και γραμματιζούμενο.

Κωστ. Γραμματιζούμενο; Μπας κι είναι ο Στεφανής;

Δέσπω. Κι αν είναι, τι, Κωσταντή μου;

Κωστ. Μη χερότερα! Να μπη να μας θρονιαστή δω μέσα και της μυρολογίστρας τ' ανίψι! Μα ας γυρέψουμε και τον καντηλανάφτη να τελειώνη. Κάλλιο να ρημάξη, εγώ σου λέω, αυτό το σπίτι, κάλλιο γεροντοκόριτσο να πλανιέται και να ξενοδουλεύη η αδερφή μου, ταποφάγια της γειτονιάς να μαζεύη και να φτωχοθρέφεται, παρά να βλέπω Στεφανήδες μπροστά της! Δεν την έχω την αδερφή μου εγώ για τέτοιες γενιές. Μήτε τη φαμελιά μου για τέτοια συμπεθεριά δεν την έχω. Και να της πης της φιλενάδας σου της Κουταλιανής να πάη να τα λέη αυτά στη Βρύση, εκεί που το θολώνουν το τρεχάμενο το νερό οι γλωσσούδες οι πλύστρες με τα βρώμικα λόγια τους. Αυτό το σπίτι χτίστηκε σε θεμέλι' αρχοντάδικα, κι αρχοντάδικη στέγη του πρέπει.

Δέσπω. Παιδί μου, σε τιμώ και σε σέβουμαι για την ξακουσμένη τη φρονιμάδα σου. Ήταν όμως πικρά τα λόγια σου, κι έχυσαν άδικη χολή σε καρδιές που δεν τις γνώρισες σαν και μένα, που είμαι γυναίκα και καθεμέρα τις βλέπω και τις ακούγω. Μέσα στα φτωχικά τα καλύβια λάμπουν κάποτες περλάντια, χίλιες φορές πιο ατίμητα από το διαμάντι αυτό που φορείς. Πετράδια που δεν τα πιάνει ανθρώπου λόγος, γιατ' είναι ουράνια στολίδια και τα διαφεντεύει ο Θεός. Με μια καλή καρδιά όλου του κόσμου τα στολίδια δεν παραβγαίνουνε. Μην τα λησμονής αυτά που σου λέω, παιδί μου, και σα γύρης απόψε, άφησε τη γνώση σου να τονε διώξη τον ύπνο μιαν ώρα και να φέρη την αλήθεια καθάρια στο νου σου, για χάρη της ακριβής μας της Αρετούλας.

Κωστ. Άφινέ τα τώρα, μάννα μου, άφινέ τα. Πάω να δω αν ακούστηκαν αυτοί οι δυο ταξιδιώτες μας. Είτανε νάρθουν πρωί κι ακόμα δε φάνηκαν. Πρέπει να τους κράτησε άλλη μια βραδιά στη χώρα ο Κράλης που ήρθε για δουλειές από τη Βαβυλώνα. Το ξέρεις πως είνε παλιός μου φίλος ο Κράλης, από τον καιρό που άρχισα να ταξιδεύω στα μέρη τους. (Μονάχος του). Και βγάζει κι εκατό Στεφανήδες από την τσέπη του (Βγαίνει).

ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια.

 

ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ

 

Δέσπω. Έχει το αίμα του μακαρίτη· θαρρώ πως τονέ βλέπω μπροστά μου σαν ξεφωνίζη. Μα είνε μάλαμα η καρδιά του· κάκια τι θα πει δεν το ξέρει. Είνε η περηφάνεια, η περηφάνεια που τηνε σκοτίζει κάποτες και τη θολώνει την καλωσύνη του (Μπαίνει η Αρετούλα).

Αρετ. Μαννούλα, εσείς με τα ξεφωνητά σας και γω λούζουμουν μονάχη μου. Για δες τα μαλλιά μου πως θρούνε σαν το μετάξι. Καθίζω τώρα και μου τα πλέχνεις, να σε χαρώ, γιατί όπου να είνε θα φανούνε κι οι άλλοι.

Δέσπω. Έπαρε το μαξιλάρι και κάθισε, κόρη μου, γιατί βαραίν' η καρδιά μου, κι όταν σ' έχω σιμά μου, γίνουμαι και γω χαρούμενη σαν και σένα. Έτσι μούρχεται να σ' έχω πάντα σιμά μου. Τονέ ζουλεύω τον καλότυχο που θα σε κάμει δική του.

Αρετ. Καλέ μαννούλα, τι λες; Εγώ παντρειές και γαμπρούς δε θέλω. Και να σου πω, μάννα μου, αν είνε να πάρω άντρα, η καρδιά μου μου λέει να τονέ διαλέξω ατή μου, μα το ξέρω πάλε πως αυτά στον κόσμο δε γίνουνται, και λέω, παρά να μου φυτεύουν ξένες αγάπες ταδέρφια μου, κάλλιο να μένω στην αγκαλιά σου που την έχω χάρισμ' από το θεό.

Δέσπω (Μπλέχνοντας τα μαλλιά της). Κι α σαφίνανε να διαλέξης, Αρετούλα, ποιόνα θα διάλεγες;

Αρετ. Με κάνεις και γελώ, καημένη μάννα! Σα να είνε δα κι οι γαμπροί κεράσια, να βλέπης και να διαλέγης.

Δέσπω. Μα απ’ όσα μαθές παλληκάρια είδες, ποιόνα διαλέγεις; Έτσι, για χάζι.

Αρετ. Αν είνε για χάζι, να σου το πω. Έχει της στεφάνωσης τόνομα —

Δέσπω (μονάχη της). Ο Στεφανής!

Αρετ. Είν' όμορφος, είνε πρόσχαρος, μα ο καημένος από σόγι δεν είνε. (γελώντας) Αι, δεν τον βρήκες ακόμα;

Δέσπω. Της μάνας ο νους κι από του αϊτού το μάτι κόβει πιο μακριά. Και τι σ' έκαμε, παιδί μου, να διαλέξης του μακαρίτη του παπα-Χαραλάμπη το γιο;

Αρετ. Και γιατί, μαννούλα μου, να σου το βαστάξω κρυφό, που δε φταίγω. Ο ίδιος ήρθε δεύτερη φορά απόψε στο περιβόλι και μου το είπε πως μ' αγαπά. Και του απολογήθηκα πως νάρθη να σε βρει, γιατί εγώ προξενήτρα δική μου δε γίνουμαι· και τούκλεισα το παράθυρο —

Δέσπω (σηκώνεται ταραγμένη). Ξεθαρρεσιά του κι αδιαντροπιά του! Και τόση ώρα να μη μου το λες! Και να μην τονε διώχτης με τις φωνές σου, μόνο να του λες και για προξενειές! Αθεόφοβη, αθεόφοβη! και τι κακό θα μας έβρη αν τακούση κι ο κόσμος.

Αρετ. Ήθελα, μάννα, μα δεν κοτούσα να τονε διώξω, γιατί — να, τονε σπλαχνίζουμουν. Τα λόγια του είταν άκακα, πονετικά· γιατί εγώ να του πικρομιλώ; Μα πάλι ούτε του γλυκομίλησα. Στη μάννα μου του είπα να πάη.

Δέσπω. Αχ, Αρετούλα, δεν τον έμαθες ακόμη τον κόσμο, και πήγες κι έπεσες σε παγίδα μεγάλη και φοβερή. (Χτυπάει η ξώθυρα). Άρπα το φανάρι και τρέχα ν' ανοίξης την πόρτα. Πρέπει να είναι ταδέρφια σου. Ύστερα πάλι τα ξαναλέμε. Πρόσεχε μόνο να μην τακούση, καημένη, ο Κωσταντής, γιατί χαθήκαμε. (Βγαίνει η Αρετούλα με το φανάρι. Μονάχη της η Δέσπω). Τόξερε πως δεν θα τον ακούσουμε, και πήγε ίσια στο κορίτσι ο αδιάντροπος, που από το Θεό να το βρει! Α δεν είτανε για το παιδί μου που σα να το πόνεσε και μπορεί μαθές να το πάρει κατάκαρδα, ατή μου θα πήγαινα να τον πιάσω τον αθεόφοβο! Την Κουταλιανή θα πάω να βάλω να του τα πει. Μα η αγάπη πάλε δεν είναι μάτια μονάχα που δεν έχει, δεν έχει μήτε αυτιά. Μπορεί να μας την κλέψη κιόλας και με το ζόρι. Να γυρίσω πάλε του Κωσταντή τα μυαλά, αργάτης και πάλι δε σώνει! Ίσως κάλλιο να κλείσω τα μάτια, μου, και να τη δώσω πρι να μας βγούνε και πομπές. Και πια τρέχα γύρευε τότες! Αλλοίμονο μια και λείψη ο αληθινός ο στύλος από το σπίτι! Μεγάλο λόγο να μην ξεστομίσω, μα δεν την είχε ο μακαρίτης αυτή την κατηραμένη την περηφάνεια. Να ζούσε κείνος, θα το πέρναμε μαθές το χρυσόκαρδο αυτό παλληκάρι, και θα καταστάλαζε η ψυχή μας μια και καλή. (Κοντοστέκεται). Αντρίκιες φωνές και γέλοια. Πρέπει νάρθανε.

ΕΧΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια.

 

Μπαίνει ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΚΡΑΛΗΣ

 

Δέσπω. Καλώς τους και πάλι καλώς τους! Μα γιατί δα και τόση άργητα; Ή τάχα για να μας φέρετε κι άλλον ένα λεβέντη μαζί σας; Από το γελαζούμενο πρόσωπό του το νοιώθω πως είνε ο φίλος του Κωσταντή μου, ο κυρ-Κράλης από τη Βαβυλώνα.

Κράλ. Καλά ταπομάντεψες, αρχόντισσα. Μ' έφεραν τα γλυκοαίματα παιδιά σου να σας δω και να σας γνωρίσω, μια κι ήρθα στα μέρη σας.

Δέσπω. Και γιατί να μην ερθήτε από τα χτες; Ποιος ξέρει τι πατινάδες εκεί στη χώρα! Μα έχουμε δα και μεις ξοχές και παιχνίδια, κι όσο για περιβόλια, όρεξη νάχετε. Θαρρώ οι δυο αυτοί οι ξεφαντωτάδες μου φταίνε. Αν είχατε μαζί σας τον Κωσταντή, ίσια εδώ θα σας έφερνε.

Κωστ. Κράλη, τι βλέπεις τη μάννα μου. Σου τα είπα χίλιες φορές. Αυτές οι μαννάδες σα δεν έχουν τα παιδιά τους δεμένα να τα τραβούνε σα σκυλάκια μαζί τους, ησυχία δε βρίσκουνε. Μα τώρα δεν μπορώ να πω πως δεν έχει και δίκιο. Δε δυνήθηκα να κατεβώ απατός μου στη χώρα, κι άρχιζα να υποψιάζουμαι πως θα ξεφύγης πάλι δίχως να σ' αξιωθούμε στο σπιτικό μας. Μόνο που γλήγορα θα μ' έχης πάλι στη Βαβυλώνα.

Δέσπω. Στη Βαβυλώνα! Χριστέ και Παναγιά!

Κωστ. Νάτα! Δε σου τάλεγα; Μπορεί τώρα ναρχινήσουμε και τα μυρολόγια. Κι έτσι θα πουληθούν οι καρποί μας και θα βγάλουμε και παράδες.

Σαρ. Αι, μάννα, εμείς πεινούμε. Πάμε νάλλάξουμε τώρα, κι ύστερα τα μιλούμε και για τη Βαβυλώνα. Ο Θανάσης πήγε να κοιτάξη τα ζα, κι όπου να είνε θα μας φανή. Έλα, Κράλη, γιατί ξεκολλημό δε θα βρης (Βγαίνει Σαράντης και Κράλης).

ΕΒΔΟΜΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια.

 

ΔΕΣΠΩ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΘΑΝΑΣΗΣ

 

Κωστ. Αι, πώς σου φαίνεται; Είχα δίκιο ή όχι; Είδες τέτοιο λεβέντη εσύ ποτέ σου;

Δέσπω. Καλός κι άγιος μου φαίνεται, Κωσταντή μου. Αν το ρωτάς όμως αυτό για την Αρετούλα, σα δύσκολο το βλέπω, ν' αφήση μαθές τη Βαβυλώνα και τις αρχοντιές του και νάρθη να φυλακιστή στο χωριό μας.

Κωστ. Νάρθη και να φυλακιστή! Και ποιος το είπε: Αμέ και τι θαρρείς πως ονειρεύουμαι τόσα χρόνια άλλο, παρά νάχω κι ένα δικό μου σπιτικό στη Βαβυλώνα, της αδερφής μου το σπιτικό, και να κάμνω κονάκι, που χρόνος δε διαβαίνει δίχως να πλανιέμαι στα μακρινά εκείνα τα μέρη. Να σου πω, μάννα, τα βαρέθηκα πια τα χάνια της ξενιτειάς. Θέλω, σαν πηγαίνω, να βρίσκω δικό μου σπίτι. Ως τώρα είχα του Κράλη ταρχοντικό, μα να· παντρεύεται κι αυτός αλλού αύριο και τονέ χάνω. Σαν έχω την Αρετούλα εκεί με τα παιδάκια της και πηγαινοέρχουμαι, και συ πιο κοντά της θα είσαι που θα τη βλέπω δα και για λόγου σου, θάχω και γω μια παρηγοριά μες στα ξένα.

Δέσπω. Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απολογήθης. Στον άμμο πηγαίνεις και θεμελιώνεις τα στερνά της μάνας σου και της αδερφής σου, κι αφίνεις κατόπι την τύχη κι ας κάμει ό,τι θέλει μαζί τους, τη μπόρα κι ας τις παίρνη κι ας τις ανεμοσκορπάη! Η πίκρα του χωρισμού πως θα είνε θάνατος για τα μένα, δε λέω τίποτις. Ίσως το συνηθίσω κι αυτό το φαρμάκι με τον καιρό, σα συλλογιέμαι πως είνε και για δικό σου καλό. Μ' αν τύχη κι έρθη θανατικό, αν τύχη και μπη μαθές αρρώστια μέσα σ' αυτό το σπίτι και το ρημάξη και πολεμώ με το χάρο ολομόναχη, και γυρίζω τα μισοσβυσμένα μου μάτια να δω ένα χαμόγελο δίπλα μου, ν' ακούσω μια προσευκή, ν' απλώσω το μαραμένο μου χέρι και να ψάξω ένα χέρι πονετικό — ποιος θα μου τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα μου;

Κωστ. Εγώ θα σου τηνέ φέρω! Το Θεό σου βάζω εγγυτή και τους Αγιούς μαρτύρους, πως αν τύχη κι έρθη πίκρα για χαρά αν τύχη κι έρθει αρρώστια, ο χάρος να το 'χη τριγυρισμένο το σπιτικό μας, στα δόντια του μέσα να σπαρταρούμε, στη μαύρη τη γης να μας κρυοσέρνη, τα σπλάχνα της να μας μαυροτρώνε, πάλι θα κάμω ζωή και φτερά και θα σου τηνε φέρω την Αρετούλα.

Δέσπω. Έχουν τα λόγια σου της Μοίρας τη δύναμη κι ό,τι να πω κι ό,τι να φωνάξω, το βλέπω πως θα γίνη το θέλημά σου, παιδί μου. Γραφτό της είνε της μάνας να φέρνη στον κόσμο χαρές, και να καταπίνη φαρμάκια. Γεννάς, αναθρέφεις και χάνεις! Βλέπω και δε βλέπω το σύννεφο που μαυρίζει ομπροστά μου. Η ψυχή μας δεν τις χωρεί τις μεγάλες τις συφορές. Αν τις χωρούσε, θα γινόμαστε μύρια κομμάτια με τόνομα του κακού μονάχα. Οι μέρες και τα χρόνια του χωρισμού θα την κατασταλάζουνε λίγη λίγη την πίκρα, κι έτσι θα χωρέση μες στην καρδιά μου. Εσείς θα τη χαίρεστε τη μονάκριβή μου, και γω θα σιγολυώνω μέσα σ' αυτούς τους έρμους τοίχους.

Κωστ. Αι, μάννα! Στα μυρολόγια θα το ρίξουμε τώρα, πούχουμε και μουσαφίρη σπίτι;

Δέσπω. Αχ, και μας μουσαφιρεύει ανάκουστα βάσανα!

Κωστ. Μια και να τη δης την Αρετούλα σου νύφη, όλα παράδεισος θα σου φαίνουνται πάλι. Έτσι είστε σεις οι μαννάδες. Από μέσα χαίρεστε, και δος του δάκρυα απόξω. Ως τόσο η Αρετούλα πού είνε; Τόστρηψε, άμα σήκωσα το φανάρι για να την καλοδή ο γαμπρός. Πρέπει να πήγε να στολιστή.

Δέσπω. Θα βγη με την ώρα της, σα χρειαστούμε το δίσκο. Όλα θα γίνουνε με την τάξη τους. Πάγω απατή μου να της πω τα ξαφνικά τα μαντάτα, ώσπου να τοιμασθούν κι οι άλλοι για το πρωτάκουστο αυτό φαγοπότι. (Βγαίνει).

Κωστ. (μονάχος). Η δουλειά έγινε. Της φάνηκε βαρύ της γριάς, μα πάλι καλά βάσταξε. Τώρα καιρός δε μας μένει. Απόψε τα παιχνίδια, κι αύριο τη στεφάνωση κιόλας. Ο Κράλης ξεκινάει τη δευτέρα, και μονάχος του δεν έχει να φύγη. (Μπαίνει ο Θανάσης). Τα βόλεψες τάλογα, Θανάση; Κι άλλα θα χρειαστούμε για τα προικιά, μα στέλνουμε τον Κεριάκο απόψε και μας τα φέρνει από τη χώρα. Εσύ τώρα να πας στα παιχνίδια.

Θανάσης. Να μας ζήσης που μας τα τέλειωσες μια χαρά. Κι είταν ώρα μας μα το ναι, γιατί ο κόσμος όξω μας την πάντρευε κιόλας με τον έναν και με τον άλλον.

Κωστ. Ο κόσμος είναι καθρέφτης που σκύβεις και βλέπεις μέσα το νου σου προτού ν' ανοίξης το στόμα σου και να μιλήσης. Ξεχνάς καμιά φορά το σκοπό σου; Βγαίνεις και τονε ρωτάς τον κόσμο, τι έχεις να πης ή να κάμης. Σε παίρνει τότες από το χέρι και σε σέρνει σε μύριους γκρεμνούς ο καλόβουλος αυτός κόσμος, που σ' αγαπάει κι όλο για το καλό σου χολοσκάνει και νοιάζεται. Έτσι τραβούν και τη μισοζώντανη τη μυίγα τα μερμήγκια σαν πέσουν απάνω της και την κατρακυλούνε μες στη φωλιά τους να κάμουν πανηγύρι απάνω της. Άφινέ τον τον κόσμο, και τρέχα στα παιχνίδια, σου λέω. Στάσου! Πάω εγώ σε λιγάκι. Σύρε εσύ τώρα ναλλάξης να φάμε, και τότες. (Βγαίνουνε).

ΟΓΔΟΗ ΣΚΗΝΗ

Ταβέρνα. Ο Στεφανής κάθεται μονάχος του παρέξω. Παλικάρια κι άλλοι χωριανοί παραμέσα.

 

ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ύστερα ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ

 

Α'. Παλικ. Τράκα το και συ, μωρέ Στεφανή, τράκα το, κι άφινε τους γέρους που παντρευτήκανε νιαρές κοπέλλες να συλλογιούνται. (Τον τραβάει παραμέσα). Έλα να σε κεράσω, μωρή κλαμένη Παναγιά, που διώχτεις τους ποντικούς σα μας ψέλνης Χερουβικό. Δος του ένα κρασί, μωρέ Γιάνη, αυτουνού του μισοκακόμοιρου. Γλέντι δε θα δούμε α δεν του τανάψουμε κι αυτουνού τα καντήλια. (Παίρνει ποτήρι και του το δίνει).

Στεφ. Να σε χαρώ, δεν μπορώ. Αν είμουν καλά, αλάκερη πλώσκα την άδειαζα για χατήρι σου.

Β'. Παλικ. Μην τον ακούς το μαριόλο, κι έχει πολλά η σκούφια του μέσα. Σιγανό ποτάμι είναι αυτός, κι έννοια σου. Μου τα είπε όλα μια ψυχή που σε είδε απόψε, μωρέ θεομπαίχτη, κι α δεν πιης το κρασί, σου τα βγάζω, καημένε. (Ο Στεφανής κάνει να φύγη). Βάστα τονε, γεια σου, δεν έχει να φύγη. Θα το πιη το κρασί, κι ύστερα θα μας τραγουδήση κιόλας ταναγνωστάκι.

Στεφ. Αφήστε με, να σας χαρώ, κι είμαι ανήμπορος.

Β’ Παλικ. Εσύ άρρωστος, μωρέ κατεργάρη; Τίνος τα ψέλνεις αυτά; Τάχα να σε χτύπησ' η πούλια, εκεί ανάμεσα στις πορτοκαλιές;

Α’ Παλικ. Πιε το, καψούλη, και τόχυσα πάνω σου. (Ο Στεφανής πίνει).

Β' Παλικ. Με τις υγειές σου. Έλα το τραγούδι τώρα.

Όλοι (γελώντας). Το τραγούδι, το τραγούδι.

Στεφ. Μα, παιδιά μου, δεν έχω φωνή για τραγούδι.

Β' Παλικ. Φωνή δεν έχεις; Μωρέ και ποιος είναι που μας φυλάει ως το μεσημέρι στην εκκλησιά; (του κρυφομιλάει): Έλα, τραγούδα να ξεσκάσης, καημένε, δεν τους το λέω και μη φοβάσαι.

Γ' Παλικ. Άλλο ένα κρασί θέλει, λέει. Κρασί, κρασί φέρτε του! (Του φέρνουν ποτήρι).

Στεφ. Εσείς βαλθήκατε και καλά να με μεθήστε απόψε. (Πίνει).

Όλοι. Το τραγούδι τώρα, το τραγούδι! (του φέρνουνε ταμπουρά).

Στεφ. (μοναχός του). Βαριά και λαβωμένη καρδιά, τραγούδα τους να κάμουνε γλέντι με τα βάσανά μου. (Παίρνει τον ταμπουρά και τραγουδάει):

Από τη μάννα το μωρό,

Από τη γης βγαίνει λουλούδι,

Απ’ το πηγάδι το νερό,

Κι απ’ την αγάπη το τραγούδι.

Όλοι (τραγουδούν). Κι απ’ την αγάπη το τραγούδι.

Στεφ.

Μα το τραγούδι όσο γλυκό,

Όσο χαρόκαρδο κι α βγαίνη,

Έχει ένα μάγιο μυστικό,

Η γλύκα του να σε πικραίνη.

Όλοι. Η γλύκα του να σε πικραίνη.

(Μπαίνει ο Κωσταντής).

Κωστ. Γεια σας, παιδιά, κι ακονίζετε τάρματά σας και γι' άλλο ξεφάντωμα.

Α' Παλικ. Γεια σου, αφεντικό, αλέστα όλοι μας για την αφεντειά σου.

Κωστ. Απόψε γίνεται ο αρραβώνας της αδερφής μου με τον κυρ-Κράλη από τη Βαβυλώνα και βάλτε φωτιά να καή!

Όλοι (σηκώνουνται και φωνάζουν). Ας καή, κι ο κυρ-Κωστάκης να είναι καλά.

Στεφ. (μονάχος του). Πούθε κατέβηκες, αστροπελέκι μου, και δε σ' έννοιωσα, ώσπου με κομμάτιασες και πήγα! Πούθε ξεπρόβαλες, ανεμοστρόβιλε, και μου τονε συνεπήρες το νου μου; Να φύγω, να φύγω απ’ αυτή τη φωτιά που όλο με τριγυρνάει και με πνίγει. Να μην τακούγω τα λόγια τους που σαν οχιές με κρυφοδαγκάνουνε. (Βγαίνει).

Κωστ. Φέρε των παιδιών κρασί μπρούσικο, Γιάνη, και πες του κυρ-Μήτρου να τα κουρντίση, κι ίσια στο δικό μας με τα παιχνίδια!

Όλοι (πίνοντας). Καλά στεφανώματα, αφεντικό, και να σου ζήσουνε, να γεράσουνε!

(Έρχεται Βιολιτζής και Λαγουτατζής).

Κωστ. Μπρος, παιχνίδια, και πίσω παλικάρια.

(Βγαίνουνε τραγουδώντας απάνω στο σκοπό των παιχνιδιώνε).

Μια πέρδικα — μια πέρδικα, μονακριβή

Την είχε η μα — την είχε η μάννα στο κλουβί,

έρχεται άγουρος την παίρνει,

και στα ξένα τηνε φέρνει.

Στα ξένα και — στα ξένα και στα μακρινά,

περνούνε χώ — περνούνε χώρες και βουνά,

μα δε βρήκανε κονάκι

σαν κι αυτό το χωριουδάκι.

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ

ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στης Δέσπως. Χαγιάτι. Φώτα αναμμένα. Παίζουν τα παιχνίδια.

ΔΕΣΠΩ, ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΣΑΡΑΝΤΗΣ, ΘΑΝΑΣΗΣ, ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ

(Στης πόρτας το κατώφλι γειτόνισσες και κοιτάζουνε)

 

Κωστ. Μην το λυπάστε, παιδιά, το κρασί. Πλημμύρα το κρασί, και χαλάζι το μάλαμα! (Πετάει νομίσματα στους βιολιτζήδες). Μάννα, η νύφη, η νύφη να βγη να κεράση πάλε.

(Μπαίνει η Αρετούλα στολισμένη με το δίσκο και πηγαίνει στον Κράλη. Σταματούν τα βιολιά).

Κράλης (Παίρνει ποτήρι), Στην υγειά σου, πεθερά μου, γεια σας, αδέρφια. (Βλέποντας την Αρετούλα). Καλώς να σε βρω. Θα μας κάμης τη χάρη να πιης και του λόγου σου;

Αρετ. (σιγανά). Καλώς να ορίσης.

(Ο Κράλης πίνει, η Αρετούλα βάζει το δίσκο σε τραπεζάκι και παίρνει ποτήρι). Με τις υγειές σου και καλώς όρισες. (Γυρίζει και βλέπει τον Κωσταντή). Καλώς να σε βρω, Κωσταντή.

Κωστ. Καλώς να ορίσης, Αρετούλα. (Η Αρετούλα πίνει, ύστερα παίρνει το δίσκο και πηγαίνει στον Κωσταντή). Με τις υγειές σου, Αρετούλα, και καλώς όρισες. Έτσι να μας γεμίζης πάντα χαρές, κι από τα ξένα ακόμη να μας φέγγης σαν ήλιος που να νυχτώνη και πάλι να χρυσώνεται το χωριό μας. Τι λες κι εσύ, μάννα. Κοίταξε τον τον ήλιο που θα μας γλυκοφέγγη (δείχτοντας την Αρετούλα), κοίταξε και τον Αυγερινό αντικρύ της (δείχτοντας τον Κράλη).

Δέσπω. Με την ευκή μου, παιδιά μου, με την ευκή μου να είνε, κι ας τονε σκεπάζουν κάποτες τον ήλιο και σύννεφα.

Κωστ. Μαννούλα, τι λες; Άσπρη μέρα μας ξημερώνει και σύννεφα βλέπεις; Καλώς να σε βρω, χρυσή μου γριά, ίσως και μας ξανάμπη στον τόπο της η καρδούλα σου.

Δέσπω. Καλώς να ορίσης, αγώρι μου. (Πίνει ο Κωσταντής. Η Αρετούλα πηγαίνει στη Δέσπω). Με τις υγειές σου και καλώς όρισες, Κωσταντή μου, και να σε χαιρούμαστε, χρυσέ μου γαμπρέ. Ας την κάμει κι ο Θεός την καρδιά μας πέλαγο, που να βουλιάζουν οι λύπες και ν' αρμενίζουν οι ελπίδες, κι ας μην αράζουνε. (Πίνει η Δέσπω, βγαίνει η Αρετούλα).

Κωστ. Βλέπω, μάννα, και σε ξανανασταίν' η χαρά, και τα γλυκαίνει τα λόγια σου. Μας βαλσάμωσαν οι πονεμένες ευκές σου και μοσκομύρισε το σπίτι παρηγοριά. Παίξτε, παίξτε, μαγεμένα παιχνίδια. Παλικάρια μου, εσείς σηκωθήτε στον τραγουδηστό το χορό. Ας βουήξη η χαρά μας κι ας την ακούσουν οι κάμποι και τα βουνά. Έξω το μαντίλι, αδέρφια, και στο χορό. (Ξαναπαίζουν τα παιχνίδια. Παίρνει ο Κωσταντής ταδέρφια του και τους άλλους και χορεύουν).

Βιολιτζής (τραγουδάει παίζοντας:) Θαμάζουμαι το κρυό νερό,

Κωστ. (τραγουδάει) Το νεραντζοφίλημα.

Βιολ. (τραγουδάει) Οπόθε κατεβαίνει,

Κράλ. (τραγουδάει) Νεραντζοφιλημένη.

Βιολ. (τραγουδάει) Από γκρεμνό γκρεμίζεται,

Σαράντ. (τραγουδάει) Το νεραντζοφίλημα.

Βιολ. (τραγουδάει) Στο περιβόλι μπαίνει,

Θαν. (τραγουδάει) Νεραντζοφιλημένη.

Κωστ. Με μέθησε, μάννα μου, η χαρά σου, κι άλλος άνθρωπος έγινα. Σήκω, γλυκειά μου μάννα, σήκω κι έμπα κι εσύ στο χορό. Σήκω, να το δω με τα μάτια μου πως είνε χαρά κι όχι λύπη της Αρετούλας ο γάμος. (Την τραβάει να χορέψη).

Δέσπω. Ο χορός θέλει νιάτα, παιδί μου, θέλει και νου ανάλαφρο από συλλογές. Κάλλιο νάρθη η νύφη και να μπη στο χορό για τη μάννα της.

Κωστ. Και μάννα και κόρη, Αρετούλα, πού είσαι; Ελάτε να μου το δείξετε πως τη νοιώθετε τη χρυσή μας τη μοίρα. (Μπαίνει η Αρετούλα, και σμίγει στο χορό με τη Δέσπω).

Βιολ. (τραγουδάει) Ποτίζει δένδρα και κλωνιά,

Όλοι (τραγουδάνε) Το νεραντζοφίλημα.

Βιολ. (τραγουδάει) Ποτίζει λεμονίτσες,

Όλοι (τραγουδάνε) Νεραντζοφιλημένη.

Κωστ. (ρίχνοντας νομίσματα στους βιολιτζήδες). Να μου ζήτε, και μάννα και κόρη. Από νεραντζιά δε φούντωσε τέτοιο δροσάτο κλωνάρι. Ως τόσο παιδιά μου, νύχτα σαν ετούτη κι από μέρα πιο λαμπερή δεν την είδαν τα μάτια μου. Ως και το φεγγάρι τη ζούλεψε τη χαρά μας. Στην πατινάδα, παιδιά, να το καταλάβη κι ο ουρανός. Κράλη, να το δης το χωριό μας με τ' ολοφέγγαρο, και να μείνη μες στην ψυχή σου.

Κράλης. Να μας ξανακεράση πρώτα η νύφη, κι ό,τι προστάζεις κατόπι. (Η Αρετούλα κερνάει). Αρετούλα μου, τώρα πια το νοιώθω πως είσαι δική μου· γιατί εγώ το είπα και με κερνάς. Η καινούργια η πατρίδα σου θα τραντάξη με την ομορφιά σου. Κορώνα μου και καμάρι θα σέχω, με του πουλιού το γάλα θα το θρέφω ταγγελικό σου κορμί. Θάρχεται να μας βλέπη ο Κωσταντής, και θα παίρνη μαζί του τα φυλλοκάρδια μας για παρηγοριά της μαννούλας.

Δέσπω. Άμποτες, παιδάκια μου, άμποτες. Αν είχε λόγια ο πόνος της αγάπης, γαμπρέ μου, θα μπορούσα να σου παραστήσω αυτή την ώρα το τι σου δίνω. Την ψυχή μου βγάζω και την αποθέτω στα χέρια σου! Μα είνε μπιστεμένα χέρια, και διαλεγμένα από τον άξιο τον Κωσταντή μου. Αυτό με γλυτώνει και δε βουλιάζω, δεν πνίγουμαι· μόνο δυναμώνω κι ανεβαίνω στα κύματα, και βλέπω ήλιο και φως και χαρά, χαρά για λόγου σου, που θα το καμαρώνης αυτό το στολίδι μας. Αν είχαμε την καλή την τύχη να ζουν οι γονιοί σου, θα είτανε μεγαλείτερη η παρηγοριά μας. Μα δε μας είτανε γραμμένο αυτό το καλό, ίσως για να μας φανερώση πιο καλύτερα ο Θεός την τρυφερή σου αγάπη.

Κράλ. Να μη συλλογιέσαι άλλο, μάννα, παρά πως το πουλάκι σας θα περάση από τόνα στ' άλλο χρυσό κλουβί. Διπλή έννοια θα το διαφεντεύη σαν τόχω σιμά μου, γιατί παίρνω μαζί μου και τη λαχτάρα σου.

Κωστ. Κράλη μου, είσαι μάλαμα, κι η ψυχή μου σε χαίρεται. Τη γλυκοπότισες τη μάννα, κι έγινε δροσοθρεμμένος βασιλικός. Έτσι δροσερή να μένη κι η αγάπη μας, Κράλη, κι έτσι αγκαλιαστοί να ζούμε πάντα, κι ας είναι και με το νου. Σαράντη μου και Θανάση, ελάτε, αδέρφια μου, κι είμαστε βασιλιάδες απόψε. Στην πατινάδα, παιδιά, ομπρός παιχνίδια, και τραγουδάτε μας, παλικάρια. (Βγαίνουν τα παιχνίδια, κι ακολουθούν οι άντρες τραγουδώντας).

Μια πέρδικα, — μια πέρδικα μονάκριβη,

Την είχε η μα — την είχε η μάννα στο κλουβί,

έρχεται άγουρος την παίρνει,

και στα ξένα τηνε φέρνει.

Στα ξένα και ― στα ξένα και στα μακρινά,

περνούνε χώ ― περνούνε χώρες και βουνά,

μα δε βρήκανε κονάκι,

σαν κι αυτό το χωριουδάκι.

 

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

Στην κάμαρα της Αρετούλας. Στέκεται η Αρετούλα, και κοιτάζοντας κάποτε στον καθρέφτη βγάζει τα διαμαντικά της και τα φλουριά της.

 

ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ

 

Αρετ. Χρόνος δεν τα φέρνει όσα μιαν ώρα μπορεί και τα φέρνει. Από τη στιγμή που χτύπησε η θύρα, και πήγα ν' ανοίξω, δέκα χρόνια μεγάλωσα. Τι κάνω δε νοιώθω. Τι συλλογιέμαι δεν ξέρω. Είνε δεν είναι τρεις ώρες που τονέ βασάνιζε κρύφιος πόνος το νου μου για το φτωχό το παλικάρι που μου πρωτοείπε της αγάπης τα λόγια, κι άξαφνα πέφτει μια μπόρα, καινούριες έννοιες και παραζάλες, που τον έπνιξαν εκείνον τον πόνο σαν πεταλούδα. Λόγο πια δεν άνοιξε το στόμα της να μου πη για κείνη την τρέλλα η κακόμοιρ' η μάννα, τότες που ανέβηκε με τα μεγάλα τα μαντάτα· πως είτανε, λέει, ο γαμπρός αυτός με ταδέρφια μου, και να βάλω τα νυφικά! Πήγανε να με τρελλάνουνε με τη βιάση τους, και καλά να στολιστώ και να βγω, με το δίσκο. Ποιος ξέρει τι κούτσουρο του φάνηκα σαν πρωτοβγήκα μπροστά του! Όσο για μένα, δεν μπορώ και να πω πως δε μ' άρεσε. Σα να τον πόνεσα, κι ας είναι και ξένος. Να το το δαχτυλίδι του. Της Βαβυλώνας χρυσό δαχτυλίδι! Πού να είνε ως τόσο η Βαβυλώνα! Πρέπει να είνε πολύ μακριά! Το μέτρησα το μάκρος της με τα δάκρια της μάνας μου. Μα το θέλει ο Κωσταντής, και του Κωσταντή ο λόγος είναι Βαγγέλιο. Είνε, θα πης, και το παλικάρι πονετικό. Ως τόσο η Βαβυλώνα — που να είνε η Βαβυλώνα! Τι παράξενο όνομα! Αχ η γύφτισσα! η καταραμένη η γύφτισσα! Σήμερα το πρωί μου τα προφήτευε απάνω σ' αυτό το χέρι! Θα πάω, λέει, στα ξένα, μα θα γυρίσω με καράβι που θάχη —έλα, Χριστέ μου! Ανατριχίλα με πιάνει! (Μπαίνει η Δέσπω).

Δέσπω. Τι κάνεις, παιδί μου;

Αρετ. Η παραζάλη με λώλανε, καθώς φαίνεται, και παραλαλώ. Κοιτάζοντας αυτές τις πλεξούδες, μαννούλα, έλεγα να σου κόψω μια να σου την αφήσω, να θυμάσαι την Αρετή σου.

Δέσπω. Της μάνας ο νους είναι δεμένος, παιδί μου, με τέτοιες πλεξούδες αρίθμητες. Είνε μυριόκλωνο δίχτυ που τόχει η λαχτάρα πλεγμένο, από τη στιγμή που βυζάξη το πρωτογέννητό της ως την ώρα που την αναπάψη ο Χάρος. Κόρη μου, για δάκρια τώρα δεν ήρθα· έχουμε χρόνους και χρόνους για δάκρια κατόπι. Ήθελα να σου μιλήσω δυο λόγια, κι ώρα πιο βολικώτερη δε θα βρω. Αύριο γίνεται η στεφάνωση, και την άλλη ξεκινάτε για το μακρινό το ταξίδι. Ήταν κι αυτό της μοίρας μου, να γίνη ο γάμος σαν το πουλάκι μου πεταχτός. Και καλά να μισέψετε, λέει, την άλλη μέρα. Ας φαγωθούν τα συκώτια μου εμένα κι ας γίνη το θέλημά τους. Θάρθουν ως τόσο ταδέρφια σου ως τη χώρα μαζί σας. Το ξέρω πως θα βρη μιαν ώρα να σε καθοδηγέψη ο Κωσταντής. Μα είνε κάτι πράματα, κόρη μου, που ο γνωστικώτερος αδερφός του κόσμου να τα πη δε φτάνει ο νους του, κι ως τόσο η μάννα τα συλλογιέται και τα βλέπει σαν ταστέρια που φέγγουνε στα μεσούρανα, γιατί τέλος δεν έχει η αγάπη της. Κάθισε, κόρη μου, κι άκου. Ο άντρας είναι το πιο ήμερο αρνάκι που βόσκησε απάνω στη γης, και το πιο άγριο θεριό που τη ρημάζει. Μα το κακό δεν είναι δίχως και τη γιατρειά του. Έχει μια ψιλή ψιλή τριχίτσα στο κεφάλι του κάθε άντρας, και καταπώς την τραβήξη η γυναίκα αυτή την τριχίτσα, πηγαίνει ο καλός της. Την τραβάει κατά την αγάπη; Γυρίζει τότες ήμερα και σε γλείφει ταρνάκι. Τηνέ σέρνεις κατά το πάθος; Σα λιοντάρι ξεχυμίζει να το ξεμερδίση το ταίρι του. Τίποτις άλλο να σου πω δεν έχω, παιδί μου, όλα του κάκου είνε σαν δεν τηνε βαστάς πιδέξια στο χεράκι σου αυτή την τριχίτσα.

Αρετ. Έννοια σου, μάννα, κι α δεν είνε για την αγάπη του, για τη δική σου την αγάπη θα τα θυμούμαι τα λόγια σου. Ως και του χωρισμού τον καημό μέσα μου θα τον πνίγω να μην κακοκαρδίζω τον άντρα μου.

Δέσπω. Όχι, τίποτας, παιδί μου, τίποτας να μην κρύβης. Τούκρυψες μια καρφοβελώνα; Μια και να το μυριστή, είναι καλός του σπιτιού τα θεμέλια να ρίξη για να τη βρει. Για όνομα Θεού, κόρη μου, τίποτας να μην κρύβης από τον άντρα σου. Τον έχασες, μια και το νοιώση πως έχεις κρυφούς καημούς. Του λες τους καημούς σου; Πάλι τονέ χάνεις, και μαζεύεις τρις χερότερα βάσανα στο κεφάλι σου. Κάλλιο να μην έχης καθόλου, καθόλου καημούς. Τι καλό θα σου κάμουν! Και γιατί να χολοσκάνης του κάκου, ακριβή μου. Εσένα η ζωή σου σαν ατάραγο ποτάμι θα τρέχη. Θα σ' αγαπάη ο καλός σου, ό,τι του γυρεύεις δικό σου θα είνε. Α θέλη ο Θεός, θα σας έρθουνε αγγελούδια κατόπι, και θα πλημμυρίση ο νους σας από έννοιες που τις φέρν' η αγάπη. Μην το θαρρής, Αρετούλα, πως θα το παραξηλώσω και γω. Θάχω και γω ταδερφάκια σου να με παρηγορούν, έχω και του Κωσταντή μας το τάξιμο, πως θα σε φέρη κοντά μου ανίσως και πάθουμε τίποτις. Είνε τώρα μεσάνυχτα περασμένα. Πήγαινε να συχάσης, παιδί μου, να μη φαίνεσαι κι αύριο αποσταμένη. Ταδέρφια σου θα γλεντίζουν ως το ταχύ. Εγώ με τη Γαρουφαλιά και με τις άλλες γειτόνισσες τα βολέβω, και θα τάχουμε μια ομορφιά όλα πριχού να φέξη. Καληνύχτα σου, ακριβή μου.

Αρετ. Καληνύχτα, μανούλα, μα να μου το τάξης πως θα πλαγιάσης και συ λιγάκι.

Δέσπω. Έννοια σου, έννοια σου, αγάπη μου. (Μονάχη της). Θα πλαγιάσω η δόλια μια και καλή. (Βγαίνει).

 

ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στα ξώχωρα του χωριού κοντά στην Αγια-Μαρίνα. Νύχτα· φεγγάρι.

 

ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ύστερα ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ

 

Στεφ. Μ' έδιωξαν τα παιχνίδια! Μ' έδιωξε η χαρά! Ως εδώ μ' έδιωξε, ως στης Αγια-Μαρίνας τη γειτονιά. Με φωνάζανε να μπω στην παρέα και να τους τραγουδώ! Αν είχα φωνή για τραγούδι, θα την έκανα βροντή που να τους σκορπάη κατάρες. (Παίζουνε μακριά τα παιχνίδια). Τακούγω, ακόμα τακούγω! Με κυνηγούνε, με κυνηγούν οι χαρές τους! Φείδια έγιναν οι χαρές τους και σφυρίζουν κατόπι μου. Να φύγω, να φύγω να μην τακούγω. Στα δάση να σύρω, να γίνω θεριό, να πιάνω ζευγαρωμένα πουλιά και να τα σπαράζω. Φωτιά να γίνω και να καίγω τους κάμπους, που ν' ανεβαίνη ο καπνός να σκεπάζη τον ουρανό, και ψυχή πια να μη βλέπη παρηγοριά. Να μην το βλέπη πια κανένας το γιγαντένιο αυτό το ψέμα, τον ουρανόν αυτόν, που την είδε ξάστερη την αγάπη μου, που τον είδε τον μεγάλο καημό μου, κι ως τόσο έμεινε λαμπερός κι ασάλευτος, σα να μην έσβυσ' ένα αστέρι, σα να μη ράγισε μια καρδιά. Είνε, λέει, καμωμένες οι καρδιές για να σκάνουνε! Να σκάση λοιπόν κι ο ουρανός και να γίνη θρούβαλα! Να πλαντάξη ο κόσμος και να ξολοθρευτή. Ψυχή να μην απομείνη, να μας τσαμπουνίζη πως βασιλεύει αλήθεια και δίκιο και πως νικάει η αγάπη.

Της άνοιξα σα μωρό παιδί την καρδιά μου. Άγγελος μονάχος. Της φανέρωσα όλη μου τη λαχτάρα. Είπε κι όχι, είπε και ναι. Φαρμάκι το όχι της, φαρμακωμένο το ναι της! Μήνυσα δυο λόγια της μάννας, ίσως και συμπονέση, σα μάννα που είνε. Να τος ο πόνος της! Πατινάδα έγινε και πήρε τους δρόμους, να μου τον απολωλάνη το νου μου.

Τακούγω τα παιχνίδια! τακούγω τα ξεφαντώματα! Εκατό χηρώνε μυρολόγια δε σπαράζουν καθώς αυτά τα τραγούδια!

Τρέλλα με συνεπαίρνει! Πέφτω, πέφτω, γκρεμνιούμαι, και τέλος δε βρίσκω. Κατακέφαλα πέφτω, τώρα λέγω πως θα κατακρίσω με τους βράχους και θα σκορπιστούν τα μυαλά μου, κι ως τόσο πετραδάκι δεν ανταμώνω μες στατέλειωτα βάθια. Σαν το πουλί τριγύρω στο φείδι στρεφογυρίζει ο νους μου. Αχ, και να είταν ο Χάρος αυτό το φείδι! Είνε ο πόνος, ανάθεμά τον, ο πόνος! Ο κόσμος όλος πεθαίνει, κι αυτός βασιλεύει. (Συλλογιέται). Να τους σκοτώσω, θα πης! Να τους σκοτώσω, να βουβαθούν αυτές οι χαρές. Ψεύτρα, παρηγοριά! Που σκοτώνει, του αλλονού τη χαρά, ζωντανεύει τον πόνο του. Απελπισία, απελπισία, και τίποτις άλλο. Αυτή θα είναι η αγάπη μου εμένα. Θάχω τη σπαραχτική της φωνή για τραγούδι μου, και για προσκέφαλό μου την παγωμένη της αγκαλιά. (Καθίζει σε πέτρα). Μα αν έρχουνταν τώρα τάφταιγο το κορίτσι να πη πως τον ξέφυγε τον ξένο, πως τους άφησε κι ήρθε να φύγη μαζί μου, να ζήση μαζί μου, πως δε βάσταξε να μ' αφήση έρμο και μονάχο! Ποιος λέει πως είναι αδύνατο τέτοιο θάμα, πως τέτοια ελπίδα είναι κι από την τρέλλα μου μεγαλήτερη τρέλλα! Ποιος δεν είδε παράξενα και παράλογα όνειρα, κι ως τόσο αληθέψανε. Μηγαρίς αν τα έβλεπα στον ύπνο μου πως θαγαπήσω, και πως θα μου φέρουν από τη Βαβυλώνα φαρμάκι να με ποτίσουνε, θα το πίστευα; Ας γύρω, ας γύρω κι ας παρακαλέσω τον Ύπνο να με πάρει στη μαύρη του αγκαλιά. Σώπασαν τα παιγνίδια. Μια κόρη δε με λυπήθηκε, ίσως ο Ύπνος με λυπηθή.

(Πλαγιάζει. Στον ύπνο του παρουσιάζεται η Αγια-Μαρίνα με την όψη της Αρετούλας).

Ay. Μαρ. Όνειρο γύρεψες, κι όνειρο σου φέρνω, εσένα που, αν τα πίστευε τα λόγια σου εκείνος που μ' έστειλε, θα σε γκρέμιζε ίσια στη Κόλαση, να ταγίζης δαιμόνους με τη χολή σου. (Ο Στεφανής απλώνει, τα χέρια στον ύπνο του). Μην ταπλώνης τα χέρια σου. Να καθαριστούνε πρώτα αυτά τα χέρια με τάγιο μύρο του μαρτυριού. Κοιτάζεις την όψη μου, κι ο νους σου λαφροπετάει στην καταφρονεμένη σου την αγάπη, που την έχεις ιερώτερη κι απόνα μαρτύριο. Βλέπε κάλλιο το στεφάνι που φέγγει γύρω στο πρόσωπό μου. Κάλλιο άκουγε τον πόνο που βγαίνει με τη φωνή μου. Πόνο μήτε για σένα μήτε για μένα, μόνο για τους μύριους που θα τους σκεπάση αυτό το χώμα. Ως πότε θα συλλογιέται ο ταπεινωμένος αυτός λαός το τιποτένιο του το εγώ, σα να μην είναι στημένος σε μαρτύρων αμέτρητα κόκκαλα; Ως πότε το κάθε παιδί του θα κατρακυλάη μαζί με τα θολωμένα νερά που τον πλημμυρίζουν; Ανασήκωσε το κεφάλι σου και δες γύρω σου τους μισοπνιγμένους, κι άπλωσε χέρι να τους γλυτώσης. Λησμόνησε το εγώ σου, και θυμήσου τα βασανισμένα ταδέρφια σου. Φέρνε τους τη χαρά, να φεύγη ο πόνος σου. Αγάπησε τον κόσμο, νάχης αγάπη που ζούλια δεν ξέρει, που όλος ο κόσμος να την κλονίση δε σώνει. Εγώ είμαι η Αρετούλα σου, ναι. Μα δε με γέννησε Δέσπω εμένα. Ο αρραβωνιαστικός μου εμένα είναι απάνω, τόσο απάνω που μήτε τόνειρό σου δεν τονέ φτάνει. Είνε ταστέρι της καλωσύνης ο ουράνιος αυτός ο γαμπρός. Η αγάπη του όρια δεν έχει. Όλο τον κόσμο τονέ χωρεί η καρδιά του, ως και την Κόλαση με τους μύριους και μύριους αμαρτωλούς της. Στόματα γυρεύει να κηρύξουνε στη γης την αληθινή την αγάπη, χέρια γυρεύει να βοηθήσουν τα τυραννισμένα παιδιά του. Φόρεσε τα μαύρα τα σημάδια της αγιωσύνης, και γύριζε μέσα στο δύστυχο το χωριό μας που ο χάρος είναι γραμμένο να το κάμει φωλιά του. Άπειρο είνε το θανατικό που τοιμάζει, κι άπειρη αγάπη χρειάζεται. Σήκω και πάρε της αληθινής της αγάπης το μαύρο το δρόμο.

(Φεύγει η Αγ. Μαρίνα).

Στεφ. (Σηκώνεται και κοιτάζει γύρω του). Αλήθεια είταν ή όνειρο; Πρόσωπο της Αρετούλας, μα στάση, φορέματα, στεφάνι, σαν της Αγια-Μαρίνας την εικόνα, εκεί στο ξωκκλήσι. Φωνή γυναικήσια με λόγια Θεού. Λόγια που τονέ σκορπίσανε σαν ανάλαφρη μούχλα τον πόνο μου. Μένει περίλυπη η καρδιά, μα η απελπισία πια δεν τα χτυπάει εκεί μέσα τάγρια φτερά της. Καθούμουνα κι άκουγα σα φταιξιάρης. Αρνί αθώος θαρρούσα πως είμουν, κι αυτή ανήμερο θεριό με ζουγράφησε. Μάρτυρας, και δαίμονα μ' έκαμε! Πως την έχασα την καλοτυχιά μου, κι ως τόσο μου την παράστησε αθάνατη την καλοτυχιά, γιατί θρέφεται με του κόσμου τα βάσανα. Μιλούσε σα να τριγύριζαν τον τόπο μας μεγάλα δεινά. Για θανατικά μου μιλούσε. Δίχως άλλο η Αγια-Μαρίνα είταν κι ήρθε να με γλυτώση δείχτοντάς μου της αγάπης το δρόμο. Μαύρο δρόμο τον είπε. Μαύρα τα είπε και τα σημάδια της αγιωσύνης. (Συλλογιέται). Τα ράσα, τα ράσα θα με γλυτώσουνε. Μ' αυτά θα πηγαίνω να την παρακαλώ για ψυχές που θα φτερουγίζουνε στον άλλο τον κόσμο παράκαιρα. Δίχως άλλο, φοβερό κακό μας προσμένει. Το πιστεύω εγώ αυτό καθώς πιστεύω τη χάρη της. Λόγο δεν έβγαλε που δεν είχε της αλήθειας τη δύναμη. Συφορά, συφορά θα μας έρθη… Ίσια στη χώρα, στη Μητρόπολη ίσια κι ίσια. Εκεί θα γίνη εμένα ο γάμος μου. Έχε γεια, Κόσμε, με τα καλά σου, ζήτησα να τα κάμω δικά μου και σαν άμμος γλίστρησαν από τα δάχτυλά μου ανάμεσα. Πηγαίνω σε κόσμο, που αν δεν έχη τις χάρες σου, έχει όμως αλάθευτο γιατρικό για τα βάσανά σου.

(Περνάει ο Κεριάκος με μουλάρι ομπρός του).

Κερ. Τρέχα, έρμο, που ακόμα δεν άρχισες και μου κάνεις και νάζια. Τρέχα να μη σου τα κάμω χουσάφι τα μπούτια σου. (Χτυπάει το ζω). Τρέχα, καψούλικο, τώρα που τόχουμε το φεγγάρι. Κουνήσου, ανάθεμά σε, ψοφήμι. (Βλέπει το Στεφανή). Καλησπέρα, αφεντικό. —Στάσου, τσαναμπέτικο, στάσου! —Πώς σου φαίνεται το φεγγάρι, αφεντικό; Θα τόχουμε ώσπου να φέξη ή θα μας μαζέψη σύννεφα πάλε; —Στάσου που να σε πάρ' η κατάρα!

Στεφ. Καλησπέρα, Κεριάκο. Μη φοβάσαι για τον καιρό. Κι α θέλη ο Θεός;

Κερ. Για τη χώρα, να φέρω κι άλλα ζα της νύφης και του γαμπρού. Πάσκισα να στείλω το γιο μου για να φάγω και γω κεσκέκι, μα δεν της ήρθε της Κερα-Δέσπως. Θέλει, λέει, να τάχη την άλλη μέρα σίγουρα, γιατί βιάζουνται. Αλλονού παπά Βαγγέλιο πάλε αυτός ο γαμπρός. Να μη σου δίνη, λέει, καιρό μήτε να χορέψης. Ας το χαίρεσ' η αφεντιά σου, που θα είσαι δω αύριο. Ως τόσο να μην είσαι με την παρέα! Τον κόσμο χαλάνε στην πίσω την ενοριά.

Στεφ. Είμαι για ταξίδι και γω. Και γω για τη χώρα. Πάμε μαζί. Πόσα είνε ταγώγι σου;

Κερ. Αφεντικό, παζάρια δεν κάνω. Το ξέρεις το ζω μου. Σαν κοκκώνα πηγαίνει. Παραπάτημα τι θα πη δεν το ξέρει. Είν' από σόγι κι αυτό. Ο κύρης του είταν ο μεγαλήτερος γάδαρος του χωριού.— Στάσου ανάθεμα σε, παλιοψοφήμι! —Παζάρια δεν κάνω, αφεντικό. Κοίταξέ το, που και καλά να ξεκινήση γυρεύει.

Στεφ. Σου δίνω ένα φλουρί, σου δίνω κατόπι και την ευκή μου, Κεριάκο.

Κερ. Ας είσαι καλά για το φλουρί, αφεντικό, μα η ευκή από πού κι ως πού;

Στεφ. Ήταν παπάς ο πατέρας μου, Κεριάκο· γιατί τάχατες να μην παπαδέψω και γω;

Κερ. Ήταν παπάς, και καλός παπάς ο μακαρίτης, αφεντικό. Δεν τα ξέχασ' ακόμα τα λόγια του τότες που χήρεψα κι έμεινα με δύο ορφανά στο πλευρό μου. Μα του λόγου σου, αφεντικό, παπάς, τέτοιο παλικάρι!

Στεφ. Ίσια ίσια παλικάρια χρειάζεται κι ο Θεός, καλέ μου Κεριάκο. Πάω να δώσω στο Θεό τη ζωή μου, και να το πης και στους δικούς μου σα μεταγυρίσης, να ξέρουν πού είμαι. Γλήγορα θα με ξαναδούν. Αλλοίμονο, και γλήγορα θα με χρειαστούν. Κάμε το σταυρό σου, Κεριάκο, γιατί μας έρχεται μεγάλο θανατικό. Κατέβηκε η Αγια-Μαρίνα στον ύπνο μου και μου το φανέρωσε.

Κερ. (Αφίνει του χαλιναριού το σκοινί και σταυροκοπιέται). Τη χάρη της νάχουμε! Τι 'νε τούτα που ακούγω! Να γιατί με ξεκούφανε απόψε κι ο σκύλος! Τα παιχνίδια περνούσαν, κι αυτός δος του κι ούρλιαζε, όλο ούρλιαζε. Έσκυψε κι η κόρη μου να πάρει την αληκάτη της, και τι να δη σιμά στο λυχνάρι! Το καθρεφτάκι της καταγής, και μέσα το πρόσωπό της! Τη χάρη σου νάχουμε, Αγια-Μαρίνα μου, ή βουρκόλακας είναι ή θάνατος.— Στάσου, παλιομούλαρο, που να σε κόψη περίδρομος.

Στεφ. Κουράγιο, Κεριάκο μου, κι έχει ο Θεός. Μη χασομερούμε ως τόσο. Πάμε, και στο δρόμο τα λέμε. Ίσως μας λυπηθή ο Μεγαλοδύναμος. Ίσως μας στέλνει αυτά τα μηνύματα να μας φρονιμέψη. Τράβα το ζω σου, κι ανεβαίνω κάτω κει στην πεζούλα. (Ξεκινούν).

Κερ. (Από μακριά). Τρέχα, γουρσούζικο, τρέχα που μου λιμπίστηκες αγκάθια τέτοιες ώρες και συ.

 

ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Αυγή.

 

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

 

Περμ. (Στο κατώφλι της). Πού είσαι; Σε κουκούλωσε και πήγε το πάπλωμα σήμερα, που να σε κουκουλώση ο χάρος! Το χωριό άνω κάτω, και συ παράθυρο ακόμα δεν άνοιξες. (Ανοίγει της Πιπινιώς το παράθυρο.)

Πιπ. Καλημέρα.

Περμ. Να τα καλύψης. Κατέβα να σου τη μαυρίσω τη ράχη σου, που μια φορά πήγες να μυριστής και συ αρραβώνα, και πήγε στραβά η μύτη σου σαν τη μούρη σου.

Πιπ. Και δεν το βλέπεις, κουτόμυαλη; Δε βλέπεις πως το φοβήθηκαν το παπαδοπαίδι και μάνη μάνη τα ταιριάξανε μ' αυτόν τον ξένο, μην τύχη και ρεζιλευτή το κορίτσι; Έννοια σου δα, και σαν πήγα και γω στα παιχνίδια, να! — τα είχα στημένα ταυτιά μου. Κάτι άκουσα, κι έννοια σου.

Περμ. Και πότες βγήκες εσύ ψεύτρα να βγης και τώρα!

Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη! Κάθεσαι τώρα και συλλογιέσαι ποιος τάννοιωσε και ποιος δεν τάννοιωσε, και δε συλλογιέσαι πως γίνεται μεγάλος γάμος στη γειτονιά. Κι έχουμε να δούμε δουλειές και δουλειές! Όπου κι αν είνε αρχινάει το στολίδι της νύφης.

Περμ. Συλλογιέσαι το γλέντι, και δεν πάει ο νου σου στα χάλια της δόλιας αυτής αρχόντισσας, που έχει μαθές ψυχή κι αυτή. Χίλια μεταξωτά σεντόνια και παπλώματα δεν τη σκεπάζουν την πίκρα του χωρισμού.

Πιπ. Το βόλεψαν κι αυτό και μη σε μέλη. Όλα τάκουσα και τα ξέρω. Να τα είχα ταυτιά μου στο μαγερειό, σαν έφυγαν τα παιχνίδια. Άνοιγε τις τσίπες με τη ματσόβεργα και τάλεγε της Γαρουφαλιάς η μάννα της Αρετούλας. Ως το πρώτο λάλημα παρεστέκουμουν κι ανακάτωνα το κεσκέκι.

Περμ. Μωρή καλά και μου είπες για λάλημα πετεινού. Είδες εσύ, λέει, να σηκώνεσαι από το στρώμα και ν' ακούς την όρνιθά σου να κακναρίζη πρωί πρωί! Και να της φωνάζω, κι αυτή όλο να κακναρίζη! Πήγα και την έσφαξα την έρμη πρι να μας έρθη κανένα κακό.

Πιπ. Καλά 'καμες, καημένη, γιατί ξέρεις τι; Δε μ' αρέσει καθόλου το προψεσινό τόνειρο της κερα-Δέσπως, που τόλεγε της Γαρουφαλιάς σα σηκώθηκε. Κι όσο το συλλογιέμαι, το πετσί μου ανατριχιάζει. Σα να μισοφοβήθηκε, θαρρώ, κι η αφεντιά της, και ρώτηξε το γιο της τον Κωσταντή, πως ανίσως κι έρθη πίκρα για χαρά, ποιος θα τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα. Και της έταξε, λέει, ο Κωσταντής πως ό,τι κακό κι αν τους έρθη, θα πάη αυτός να τη φέρη πίσω, κι έτσι σύχασε, λέει, η καρδιά της. Ως τόσο ακούγω σύρτα φέρτα από τώρα μες στην αυλή τους.

Περμ. Χμ! Έβγα, τρέχα μην τύχη και σε ξεχάσουν, που ψυχή δεν αφίνεις απείραχτη μες στη γειτονιά. Τρέχα, και τα λαχτάρησε η κερα-Δέσπω τα μούτρα σου. Άλλη έννοια, βλέπεις, δεν είχε κι άλλη χολή τέτοια μέρα.

Πιπ. Μωρή ζουλεύεις, ζουλεύεις και μου τα λες αυτά. (Χτυπάει τους γρόθους της στραβομουριάζοντας, κι η Περμαθιώ της δίνει τύφλες).

ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στο χαγιάτι της κερα-Δέσπως. Η νύφη κάθεται στο μιντέρι χαμηλοβλεπούσα, και τη στολίζουνε κορίτσια.

 

ΔΕΣΠΩ, ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ, κατόπι ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ΑΔΕΡΦΙΑ και ΒΙΟΛΙΤΖΗΔΕΣ απέξω.

 

Κορίτσια (τραγουδούν).

Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα,

Σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα.

Δέσπω. (Σιγανά της Γαρουφαλιάς). Αχ, αϊτός μαθές είναι, και την αρπάζει την ακριβή μας και πετάει απάνω από κύματα κι από βουνά να τη σφαλήξη μες στη φωλιά του την πλουμιστή μας την περιστέρα.

Γαρουφ. Να μη σ' ακούση, κερά μου, το κορίτσι, και στάξη δάκριο απάνω στα νυφικά της. Κοίτα την, κερά μου, και πες μου αν είδες ποτές σου τέτοιον ήλιον να λαμπροφέγγη. (Αψά). Τραγουδάτε, κορίτσια, που να σας δω νύφες και σας σαν τη ζουλεμένη την Αρετούλα.

Κορίτσια (τραγουδούν).

Όντας σε γέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη

Και σούδωκε την ομορφιά, και πάλι ματανέβη.

Πιπ. (από την πόρτα, χαμηλά). Μωρή είδες εσύ ποτές σου τέτοιο ματόφρυδο;

Περμ. Σκάσε, ν' ακούσουμε τα τραγούδια, μωρή.

Δέσπω (χαμηλά της Γαρουφαλιάς). Σα ψέματα μου φαίνουνται όλα, Γαρουφαλιά μου! Είμαι σαστισμένη, και δεν το νοιώθω το μαχαίρι που στα βάθια με σφάζει. Το ξέρω πως κομμάτια με κόβει, κι ως τόσο πόνο δεν νοιώθω. Πέτρα έγινα, και μήτε στάλα δάκριο δε στάζουν τα μάτια μου.

Γαρουφ. Ο Θεός μας τη δίνει αυτή τη χάρη, κερά μου, σαν πλακώνουνε μεγάλοι καημοί. Είνε μεγάλος ο πόνος σου, κερα-Δέσπω, μα στοχάσου μια και τι χαρές που σ' απαντέχουνε σα μεταγυρίση καμιά μέρα ο Κωσταντάκης και τη φέρη με το πρώτο πρώτο αγγονάκι σου. Τι γελάτε εσείς, μαριολοκόριτσα, που ο νους σας είναι πιώτερο στους γαμπρούς παρά στις νύφες; τάχα να σώθηκαν τα τραγούδια σας;

Κορίτσια (τραγουδούν).

Εσένα νύφη πρέπει σου κορώνα στο κεφάλι.

(Μπαίνει ο Κωσταντής)

Κωστ. Ακόμα εσείς; Έρχουνται τα παιχνίδια. Ο γαμπρός και η παρέα στην εκκλησιά. Πάνε να καούν οι μισές λαμπάδες.

Γαρουφ. Ένα τραγούδι ακόμα, κυρ-Κωσταντάκη, και τελειώνουμε. Είνε της μάνας αυτό το τραγούδι.

Κωστ. Μαννούλα, βασιλιάς γίνουμαι να σε βλέπω έτσι χαρούμενη. Κοίτα την τη νυφούλα πώς καμαρώνει κι αυτή. Να τακούσουμε και το τραγούδι της μάνας, ας πέση κι η χρυσή αυτή βροχή να μας ράνη.

Δέσπω. Πήτε το σεις για τα μένα, κορίτσια. Πήτε το σεις με τη λυγερή σας φωνή. Κάλλιο να τον ακούγω τον καημό μου και να παρηγοριέμαι, παρά να τον τραγουδώ και να πικραίνω κι άλλες καρδιές.

Γαρουφ. (του Κωσταντή). Ας το πουν, ας το πουν τα κορίτσια. Καλό θα της κάμει, κυρ-Κωσταντή, καλό θα της κάμει.

Κορίτσια. (τραγουδούν).

Ανοίξαν οι εφτά ουρανοί, τα δώδεκα Βαγγέλια,

Και πήραν το παιδάκι μου από τα δυο μου χέρια.

Γαρουφ. (ραντίζοντας με ροδόσταμα τη νύφη και τους άλλους). Έτσι να σας περεχούν οι καλοτυχιές, χρυσή νυφούλα, και διαμαντένια Δέσπω, κι αργυρέ Κωσταντή. (Ζυγώνουν τα παιχνίδια). Σηκωθήτε πια κι ήρθ' η ώρα. Στο καλό και να μας πολυχρονίσουνε. (Έρχουνται ως την πόρτα τα παιχνίδια με το Σαράντη, το Θανάση, και μέρος της παρέας. Βγαίν'η νύφη με τα κορίτσια, ακολουθάει η μάννα με τον Κωσταντή, τις γειτόνισσες κλ. Την ώρα που βγαίνει η νύφη, ακούγουνται τα τραγούδια των βιολιτζήδων απέξω).

Ώρα καλή να δώση ο Θιος

Και των αγιώνε η χάρη,

Να φέγγης πάντα λαμπερή

Σαν ταργυρό φεγγάρι.

ΕΧΤΗ ΣΚΗΝΗ

Τα ίδια.

 

ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ

 

Γαρουφ. (μονάχη της). Είδα πολλούς γάμους, μα σαν και τούτον άλλο δεν είδα. Πιώτερες κλάψες παρά χαρές. Το φαρμάκεψαν τα δάκρια αυτό το ροδόσταμα. Δεν την καταλαβαίνω μα το ναι τέτοια βιάση. Αντίς να τη συνηθίσουν την κακόσυρτη την αρχόντισσα στον καημό της, να πηγαίνουνε να τη σπαράζουνε μέσα σ' ένα μερόνυχτο. Καλά δα που βρέθηκα και γω να της δώσω λίγη βοήθεια. Τι θάκανε δίχως εμένα και γω δεν ξέρω. Μάτι δε σφαλήξαμε όλη νύχτα. Κι απόψε πάλε τα ίδια. Όσο για το ταχύ, ο Θεός πια να μας λυπάται. Αν το βαστάξη η αρχόντισσα κι αύριο, από χάρο πια φόβο δεν έχει. Η Παναγιά να τη δυναμώνη τη δόλια, να μην της έρθει και τίποτις. (Μπαίνει ο Κεριάκος). Από πού ξεφύτρωσες εσύ τώρα! Να μην τάφερες τάλογα από κανένα χωριό;

Κερ. Τι χωριό και τι ξεχωριό! Οληνυχτής ταξίδευα με το φεγγαράκι. Πρι να προβάλη ο ήλιος ξεκίνησ' από τη χώρα, και να 'μαι τώρα. Αμέ τι θαρρείς; Έτσι μονάχα, θα γίνεται γάμος και γω θα γυρίζω μες στα βουνά;

Γαρουφ. Και δε μου λες πώς ξεμωράθηκες και συ στα γεράματά σου;

Κερ. Στα γεράματά μου εγώ είδα δυο μεγάλα θάματα. Ένα, να τρελλαίνεται ο κυρ-Κωσταντής και να φαρμακώνη τη μάννα του, κι άλλο, να καλογερεύη ο Στεφανής.

Γαρουφ. Ο Στεφανής!

Κερ. Ναι, ο Στεφανής· το μορφοπαίδι που την αγαπούσε την Αρετούλα, και πήγε να σκάση από το κακό του, κι ήρθε, λέει, η Αγια-Μαρίνα στον ύπνο του και του είπε να γίνη καλόγερος, γιατί θα χρειαστή παπάδες ο τόπος με το θανατικό που μας έρχεται.

Γαρουφ. Τρελλάθηκες, Κεριάκο!

Κερ. Μακάρι να είταν τρελλού φαντασιά, κι όχι κορμί σπαρταριστό, ο Στεφανής που καβαλίκεψε το μουλάρι μου και κατέβηκε στη Μητρόπολη. Μακάρι να είταν της χολής του σταλαματιά τόνειρό του εψές αργά πρι να μ' ανταμώση, μακάρι να είταν ίσκιωμα, και να μην τάβλεπα με τα μάτια μου τέσσερα λείψανα στη χώρα που τα κουβαλούσαν πρωί χαραυγή, να μην τα δη ο κόσμος κι αποτρομάξη. Γαρουφ. Χριστέ μου και Παναγιά μου! Τι μαύρες μέρες μας απαντέχουν και τι κακό μας ζυγώνει! Αμέ και τι νοιαζούμαστε γάμους, και δεν αρχινούμε τα μυρολόγια! Πώς δεν την αφίνουμε την αρχόντισσα να μυρολογάη και να δέρνεται, να συνηθίση κι αυτή κι εμείς για τα χερώτερα που μας έρχουνται. (Συλλογιέται). Μάτια τέσσερα, καημένε, λόγος να μη σου ξεφύγη. Να ξεκινήση πρώτα η νύφη και να γλυτώση από το χάρο, αν είναι γραμμένο να φτάση ως εδώ το δρεπάνι του. Στη χώρα δεν κονεύουνε μήτ' ένα μερόνυχτο. Πολύ φόβο δεν έχουν εκεί. Μ' αν τακούση η κερα-Δέσπω, θα την πιάση τρομάρα. Εσύ και γω να τα ξέρουμε μονάχοι μας. Ακούς;

Κερ. Έννοια σου δα κι άχυρα δεν τρώγω. Μόνο μια χάρη, Γαρουφαλίτσα μου. Να μου δώσης του γάμου φαεί. Ψοφώ της πείνας.

Γαρουφ. Σύρε να περιδρομιαστής κάτω στο μαγερειό, που ο χάρος μας τριγυρνάει και συ για την κοιλιά συλλογιέσαι. (Βγαίνει ο Κεριάκος. Μονάχη της). Κι ο καημένος ο Στεφανής! Κάτι σα να μυρίστηκα και γω στης Καλαματιανής το νυχτέρι. Αχ, και τι κόσμος! Πέτρα πάνω στην πέτρα κατακυλάνε τα πάθια του στο κεφάλι σου, και νου δε σου αφίνουνε να τον καλονοιώσης το χαλασμό που γίνεται ολοτρόγυρα. Τι κόσμος, τι κόσμος! (Βγαίνει).

ΕΒΔΟΜΗ ΣΚΗΝΗ

Ταποταχύ πρωινή. Στην αυλή της Δέσπως.

 

ΚΡΑΛΗΣ, ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ, ύστερα ΚΕΡΙΑΚΟΣ, ύστερα ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ΔΕΣΠΩ, ΑΔΕΡΦΙΑ

 

Κωστ. Το γλέντι πήγε ως την ώρα καλά, χρυσέ μου γαμπρέ, κι η γριά μας ύστερ’ από τη στεφάνωση ξαναχόρεψε κιόλας. Μα σήμερα μας ξημερώνει δύστροπη μέρα, και δύστροπη την κάνουν κάτι αναποδιές που δε βγαίνουν κι από το χέρι μας. Ακούγω πως στη χώρα μεγάλο θανατικό, και μια να το πάρει ταυτί της γριάς, θάλασσα όλα. Εγώ λέω, εμείς ταδέρφια για καλό κακό ναπομείνουμε σιμά της και να μη σας συντροφέψουμε. Τραβήξτε σεις μονάχοι, κι από τάλογα ίσια στο καραβάνι.

Κράλης. Και πούθε ήρθαν, Κωσταντή, αυτά τα μαύρα μαντάτα;

Κωστ. Ο αγωγιάτης μας τάφερε. Το είπε της θεια Γαρουφαλιάς, κι αυτή σαν τονέ σταύρωσε το γέρο να μην το πει κανενού, και της έταξε ο γέρος πως θα μείνη κρυφό, το φύλαξε μέσα της βαθιά βαθιά σαν πετραδάκι στον πάτο της θάλασσας. Μα το πετραδάκι άρχισε να μεγαλώνη, και μεγάλωσε, μεγάλωσε, ώσπου έγινε βουνό κι ανέβηκε και πρόβαλε απόξω μεγάλο μεγάλο ίσια μ' ένα νησί! Ο Θεός μας λυπήθηκε κι άλλος δεν την άκουσε εξόν από μένα. Την έδιωξ' από το σπίτι πριν ξεσπάση και μας ξετινάξη καπνούς και φλόγες αυτό το βουνό. Εμείς τώρα πρέπει να μείνουμε στη μάννα κοντά. Πήγα και της είπα πως για παρηγοριά της θα μείνουμε.

Κράλης. Αδερφέ μου, ό,τι σου λέει η μεγάλη σου γνώση.

Κωστ. Γλήγορα θα μ' έχης στο καλορριζικό σου, και τότες — πρώτα ο Θεός — ταποσώνουμε το ξεφάντωμα. Να ο Κεριάκος με τάλογα όξω. Κατεβαίνουν κι οι γυναίκες. Από την αυγή συγυρίστηκαν όλα.

Κράλης. Ας πάγω να φιλήσω το χέρι της μάνας, κι ύστερα σέρνω γω παραμπρός, να μην πολυβαστάξη το βάσανο. Αυτές οι δουλειές χρειάζουνται γληγοράδα. (Πηγαίνει μέσα ο Κράλης. Φαίνεται στην οξώπορτα ο Κεριάκος).

Κωστ. Έτοιμα όλα, Κεριάκο;

Κερ. Όξω είνε τάλογ' αφεντικό, κι όλα τα προικιά φορτωμένα. Έχουμε, λέει, και κρύους κεφτέδες για το μισό το δρόμο.

Κωστ. Αυτό σώνει, για να γίνουν αστραπή τάλογά σου ως τα μισά. Πάρε αυτό το φλουρί, για να τρέξουνε γρήγορα ως το τέλος. (Χαμηλά). Και κοίταξε να μην αργοπορήστε μες στη χώρα. Ίσια στο καραβάνι, κι από μέρος που να μη φαίνουνται λείψανα.

Κερ. Έννοια σου, αφεντικό, μη φοβάσαι.

Κράλης. (Βγαίνοντας από το σπίτι βιαστικά). Έχε γεια, Κωσταντή μου. (Φιλιούνται).

Κωστ. Στο καλό, αδερφέ, κι ο Θεός μαζί σου.

(Βγαίνει ο Κράλης με τον Κεριάκο από την οξώπορτα. Την ίδια στιγμή βγαίνει από το σπίτι μες στην αυλή η Αρετούλα, κι η Δέσπω βασταγμένη από το Σαράντη και το Θανάση).

Αρετ. Κωσταντή μου, αχ Κωσταντή μου! Φεύγω και σας αφίνω!

Κωστ. Πνίξε τον πόνο σου, Αρετούλα, πνίξ' τονα για το χατίρι της μάνας μας. (Την αγκαλιάζει).

Δέσπω. Σώπα, εσύ, ακριβή μου, κι άφινέτα εμένα τα μυρολόγια. Μην κλαίτε, παιδιά μου, αν κλαίτε σεις και στενάζετε, η μάννα σας τι να κάμει! Δόστε μου τα μένα τα δάκριά σας, που δε μούμειναν της κακόμοιρης! Δόστε μου τα να κλάψω, και να την πλημμυρίσω αυτή την αυλή που ανάθρεψα τη μονάκριβή μου.

Αρετ. (Αφίνει τον Κωσταντή και πέφτει στην αγκαλιά της μάνας. Ταδέρφια στέκουνται δακρισμένα). Μαννούλα, μαννούλα, τι μεγάλος καημός που μας ήρθε! Ποιος τόλεγε, τότες που με φεγγαροχτένιζες και μιλούσαμε για χαρές, πως οι χαρές αυτές είταν πίκρες που ταίρι δεν έχουν.

Κωστ. (Παίρνοντας την Αρετούλα από το χέρι). Αρετούλα μου, λυπήσου, καημένη, τη μάννα μας, λυπήσου ταδέρφια σου που είμαστε και μεις αίμα της. Για το δικό σου καλό γίνετ' αυτό το μαρτύριο. Πολλές αυγές δε θα φέξουν και θα κάθεσαι βασίλισσα μες σταρχοντικό σου. Τρεις μήνες και θα μ' έχης κοντά σου, και ποιος θα σε πιάνη πια τότες! (Ξεκινάει κατά την οξώπορτα με την Αρετούλα).

Αρετ. Σαφίνω, γλυκό μου σπιτάκι, και σεις λουλούδια και βότανα που γλυκοπότιζα, μαραθήτε πια τώρα και σεις, σαν κι εμένα που με ξερρίζωσαν από το πολυαγαπημένο μου χώμα να με φυτέψουνε στάχαρο το περιβόλι της ξενιτειάς. (Βγαίνει με τον Κωσταντή).

Δέσπω. (ακολουθώντας ακκουμπησμένη στους ώμους του Σαράντη και του Θανάση). Άνοιξε, ουρανέ, και δες μας, και πες αν είδες λείψανα να βγαίνουν από σπίτι με τόση θλίψη, αν άκουσες ποτές σου πικρότερα μυρολόγια. Πες μου αν είδες μάννα να τη σφάζη μεγαλήτερος πόνος, σαν κι αυτή τη μάννα, που άλλο κρίμα δεν τη βαραίνει παρά η αγάπη του πρωτογέννητου τ' αγοριού της, αγάπη, που για χάρη της στέλνω τη μονάκριβή μου στα μαύρα τα ξένα. Αχ και νάξερα, κόρη μου, πως θα με συχωρέσης γι' αυτό το κρίμα, κι ας πέθαινα, ας πέθαινα να μην κλαίγω τη στέρησή σου. (Γέρνει το κεφάλι της στου Σαράντη τον ώμο. Ο Σαράντης κι ο Θανάσης τη βγάζουνε σιγοπερπατώντας).

 

ΤΡΙΤΗ ΠΡΑΞΗ

ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΚΑΤΟΠΙ

ΠΡΩΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Λείψανο από μακριά γυρίζει την κόχη του δρόμου. Ψαλμωδίες από μπρος, κι από πίσω σιγανά μυρολόγια. Οι γειτόνισσες στέκουνται και κοιτάζουνε λυπημένες.

 

ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ

 

Περμ. (Στο κατώφλι της, σφουγγίζοντας τα μάτια με την ποδιά της). Αχ, και να είχες μάτια να τα δης αυτά, Κωσταντάκη, που σε κουβαλούνε, κι έννοια δεν την έχεις τη ρήμαξη που αφίνεις μέσα στ' αρχοντικό σου. Ποιος τόλεγε, Πιπινιώ μου, πως σε τρία φεγγάρια μέσα είτανε γραμμένο να τα φάη το χώμα και τα τρία ταδέρφια. (Χάνουνται οι ψαλμωδίες και τα μυρολόγια).

Πιπ. Και πού έκαμε μαθές νισάφι ο απόνετος ο χάρος να κάμη και δω. Πέντε πέντε και δέκα δέκα τους θερίζει μαζί καθεμέρα. Ως και ταργαστήρια κλείστηκαν πια. Ψυχή πια δε βγαίνει στο δρόμο. Ρημάχτηκε το χωριό, κι άλλο δεν ακούς παρά μυρολόγια, άλλο δε βλέπεις παρά ξυλοκρέββατα, και τον Πάτερ Συνέσιο που περπατάει από μπρος και σιγοψέλνει. Κι ύστερα από κάθε θάψιμο τρέχει, λέει, από σπίτι σε σπίτι με την άγια μετάληψη για τους φτωχούς που ψυχομαχούν. Άγιος είνε, καημένη, και κολαζόμαστε τη βραδινή που μιλούσε της Αρετούλας. Θυμάσαι;

Περμ. Και δε θυμάμαι; Και δεν το συλλογίστηκα χίλιες φορές, να μην τους καταράστηκε τότες, σαν άγιος που είνε;

Πιπ. Από πού κι ως πού να καταραστή, αθεόφοβη, που είταν ο πρώτος να πάη στης κερά Δέσπως σα συχωρέθηκε ο Σαράντης! Αγιασμένο άνθρωπο είχαμε στο χωριό μας, και τώρα το νοιώθουμε, που δε μας μένει ψυχή να τον προσκυνήση. (Κάνει το σταυρό της).

Περμ. Τη χάρη του νάχουμε. Δεν πήγε, λέει, με τούτο το λείψανο, για νάρθη, λέει, να παρηγορήση την κερα-Δέσπω, που δε μπορούσε η δύστυχη να βγη και να δώση στερνό φιλί του παιδιού της. Να τος που πρόβαλε κιόλας. Τη χάρη του νάχουμε. (Κάνει το σταυρό της).

Πιπ. Ο Θεός να μας τον πολυχρονίζη, κοίταξε πως έρχεται με τα χαμηλωμένα τα μάτια. Πάμε, καημένη, μαζί του και μεις να πούμε δυο λόγια της καλής μας αρχόντισσας. Είμουνα η πρώτη που πήγα στο γάμο της κόρης της, πρώτη θα πάγω και στη μεγάλη αυτή τη θλίψη της.

Συνέσ. Καλημέρα, χριστιανές μου. Να μην έχετε τίποτις, και σας βλέπω κλαμμένες; Είστε καλά όλες δω; Να μη χρειάζεστε τίποτις; (τονέ σιμώνουν οι δυο γειτόνισσες και φιλούνε τα ράσα του). Τι πάθετε, χριστιανές μου; Να μην ήρθε ο Χάρος στο σπιτικό σας;

Περμ. Χαριτωμένε μου δάσκαλε, που ν' αγιάσουν τα πεθαμμένα σου, παρακάλειε και για τα μας τις αμαρτωλές, να γλυτώσουμε από το θανατικό.

Πιπ. Ίσια με το μπόγι σου λαμπάδα σου τάζω, χαριτωμένε μου άγιε, μια και να περάση αυτή η φουρτούνα.

Συνέσ. Τις λαμπάδες, χριστιανή μου, στους αληθινούς τους άγιους, που είναι μεγάλη τους η σπλαχνιά. Εμείς οι αμαρτωλοί άλλο δεν έχουμε να δώσουμε παρά την προσευκή μας και την αγάπη μας σε τέτοιες μέρες που μας φανερώνει ο Μεγαλοδύναμος την οργή του. Πήτε μου, είστε καλά; Σας φοβερίζει η αρρώστια;

Περμ. Δόξα νάχη ο Θεός, ως την ώρα καλά, δάσκαλε. Μα σε κείνο ταρχοντικό ο Χάρος έκαμε φοβερό πανηγύρι, τάφαγε όλα τα παλικάρια της Κερά Δέσπως. Ό,τι έβγαλαν του Κωστάκη το λείψανο. Πηγαίνουμε να την παρηγορέσουμε την κακόσυρτη, πούμεινε ολομόναχη σαν την καλαμιά μες στο ξεροκάμπι.

Συνέσ. Τα ξέρω, τα ξέρω. Μεγάλη και φοβερή συφορά. Τάλλα δυο παιδιά της τα συνόδεψα στο στερνό τους ταξίδι, τον Κωσταντή της δεν πήγε η καρδιά μου να τονέ διαβάσω απατός μου. Κάλλιο, είπα, στης χαροκαμένης που ζη, ακόμα, ίσως και της δώσω στάλα παρηγοριά. (Φτάνουνε στην πόρτα της Δέσπως). Σταθήτε· μη μπήτε ακόμα εσείς· ελάτε λίγο κατόπι. Δε θα τα βαστάξη τόσα πρόσωπα δακρισμένα. Είναι παρηγοριές που βασανίζουν κι από τη λύπη χερότερα. (Μπαίνει στης Δέσπως).

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΗΝΗ

Χαγιάτι της Δέσπως. Η Δέσπω μαυροφορεμένη κάθεται και μυρολογάει. Η Γαρουφαλιά στέκεται πλάγι της.

 

ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ

 

Δέσπω. Αχ και πάλι αχ! Άλλο από το αχ να πω πια δεν έχω. Σώθηκαν τα λόγια, κι ο πόνος πληθαίνει. Φουσκώνει ο πόνος, πέλαγο γίνεται και με πνίγει, βράχος άψυχος έγινα και τα βαστώ τα τόσα του κύματα, που με δέρνουνε, με δέρνουν, και να με λυώσουνε δε μπορούν. Τα παιδιά μου τα συνεπήρε η οργή τους, και γω ορθοστέκουμαι ακόμα και ζω κι ανεσαίνω μέσα στη φοβερή τη φουρτούνα.

Αχ, Αρετούλα μου, Αρετούλα! Τι όνειρα να λογιάζης μέσ' απ' το ξενιτεμένο σου στρώμα! Κι ως τόσο μύριους και μύριους ζωντανοθαμμένους να ονειρεύεσαι, αρίθμητους πλακωμένους και να βογκούνε, πάλε δε θα σου παρασταίνουν το βογκητό της καρδιάς μου.

Αχ Κωσταντάκη μου, Κωσταντάκη! Έφυγες, και πια δε θα ξανάρθης στη μάννα σου. Έρμη την αφήκες και δίχως παιδί στο πλευρό της.

Τρέλλα, τρέλλα με πιάνει! Ας έρθη κι ας με πάρ' η τρέλλα στα τετράνοιχτά της φτερά, κι ας με σύρη στανάθεμα! Σκόρπα τον, τρέλλα, το νου μου! Μαύρο σύννεφο κάμε τονα, κι ας ξεσπάση να χύση κατακλυσμό δάκρια πάνω στα μνήματα των παιδιώ μου!

Γαρουφ. Κερά μου, για χάρη της μονάκριβης κόρης σου, και για την ψυχή των αγοριώ σου που τα πήρ' ο Θεός κοντά του, μην αφίνης τη θλίψη να σε παρασέρνη σε τόσο βάθος. Κάμε καρδιά, κερα-Δέσπω, και μην ξεχνάς πόσες μάννες μυρολογάνε μαζί σου αυτές τες μέρες.

Δέσπω. Όσες μάννες κι αν είναι, ας έρθουν κι ας ανοίξουν τα φυλλοκάρδια τους. Σαν αστέρια θα φέγγουνε μπροστά στο βαθύ το σκοτάδι που καταχνιάζει το νου μου. (Μπαίνει ο Συνέσιος). Δάσκαλε, γλυκέ μου δάσκαλε, που βλέπω το πονετικό πρόσωπό σου, και πάλε ο σπαραγμός δε μ' αφίνει! Δες τα τα μαύρα μου χάλια, και σύρε να παρακαλέσης το Θεό να στείλη το Χάρο να με γλυτώση.

Συνέσ. Ο μεγάλος ο Θεός να σε λυπηθή, κερα-Δέσπω. Αυτός μόνος δύνεται να σε βοηθήση. Τάκουσα πως έμεινες μονάχη, κι ήρθα να σου πω πως μονάχη δεν είσαι, πως έχεις πάντα τον Πλάστη μαζί σου. Εκείνος το ξέρει γιατί μας παίρνει τις πιο αγαπημένες ψυχές μας. Ίσως για να μας διδάξη την μεγαλήτερη την αγάπη που μας κάνει παιδιά του. Κερά μου, κοίταξε με μένα τι έχασα. Ήρθε μέρα που την είχα χαμένη όλη μου τη ζωή. Σίμωσα το Θεό, και μου χάρισε την αγάπη όλου του κόσμου. Στάλα του δίνω, και με πέλαγο με πλερώνει. Έχε το Θεό στη καρδιά σου, κερά μου, και θα ταξιωθής το φως που γυρεύει η τυρρανισμένη ψυχή σου σε τέτοιο σκοτάδι απέραντο.

Δέσπω. Αχ, μου ζητάς αγιωσύνη, κι άλλη δεν ξέρω από της μάνας την αγιωσύνη, μήτε άλλο μαρτύριο, μήτε άλλη αγάπη που τέλος δεν έχει. Στην άκρη του κόσμου μου πήραν την κόρη μου, κι έρχεται κι ο Χάρος και μου αρπάζει ταδέρφια της από την αγκαλιά μου, να μαρτυρήσω, ν' αγιάσω! Φτάνει πια τα μαρτύρια, σώνουν τα βάσανα. Θάματα, θάματα μου πρέπουνε τώρα. Εσύ, ταγαπημένο παιδί του Θεού που δείχτεις με τη μεγάλη καρδιά σου τι θησαυρό μας φύλαγε η μοίρα μας και τον αρνηθήκαμε για τη φοβερή αυτή Κόλαση, που είνε ο στεναγμός σου θυμίαμα κι ο λόγος σου ψαλμωδία, κάμε κι αυτή τη θυσία, βάσταξέ το κι αυτό το μαρτύριο. Έπαρε τον πόνο που με φλογίζει και κάμε τον προσευκή στο κελλί σου, και πες του Μεγαλοδύναμου πως είνε άδικο τόσο βάσανο, πως δεν κλαίγω για τάγιο του θέλημα, κλαίγω που έφυγαν και μάφησαν τα παιδιά μου δίχως παρηγοριά, δίχως την Αρετούλα μου. Παρακάλεσε να την ακούσω τη γλυκειά της τη φωνή, να τα δω τα γλυκά της μάτια, κι ας βγη και μένα η ψυχή μου κατόπι. (Μπαίνουν οι δυο γειτόνισσες). Τρέξτε και σεις, γειτόνισσές μου, κι ανάψτε λαμπάδες, τάξτε στους Αγιούς τις έρμες αυτές αρχοντιές μου, να γίνη το θάμα και νάρθη η Αρετούλα, γιατί πεθαίνω. Πεθαίνω και σωτηριά πια δεν έχω. Όλα της γης τα φαρμάκια τα κρύβ' η αρρώστια μου. (Γέρνει στην αγκαλιά της Γαρουφαλιάς).

Συνέσ. Ας βγούμε, χριστιανές μου, κι, ας την αφήσουμε μονάχη της, ίσως και τη σπλαχνιστή ο Θεός και τη φέρη στο νου της. Πάμε να γονατίσουμε και να προσευχηθούμε. Από το χέρι μας τίποτις άλλο δε βγαίνει. (Βγαίνει Συνέσιος, Περμαθιώ και Πιπινιώ).

ΤΡΙΤΗ ΣΚΗΝΗ

Κοιμητήριο της Αγια-Μαρίνας. Νύχτα.

 

ΔΕΣΠΩ, ύστερα ΣΥΝΕΣΙΟΣ

 

Δέσπω (περπατώντας μονάχη κατά τα μνήματα των παιδιών της). Και πού να βρει μάννα του παιδιού της την πλάκα σε τόσα νιαρόστρωτα μνήματα και με τέτοιο σκοτάδι! Πλάγι σταδερφάκια του είπα να τονέ βάλουν, εκείνα θα μου πουν που είναι ο Κωσταντής μας. Αχ, Σαράντη μου και Θανάση, άχαρη και κρύα συντροφιά που την έχετ' απόψε! Κι ως τόσο δεν μπορεί να μην έτριξαν τασάλευτα κόκκαλά σας σαν ήρθε και πλάγιασε δίπλα σας! Δεν μπορεί να μην το νοιώσατε πως απάνω στο σπίτι μας είναι τώρα ο τάφος, και μέσα σ' αυτό το χώμα γίνεται το σκοταδερό το νυχτέρι.

Παράξενο να μη με πιάνη τρομάρα! Να μην τονέ θολώνη φόβος το νου μου! Σίδερο, σίδερο μ' έκαμ' ο Χάρος, και μήτε μέσα στη σπηλιά του δε με τρομάζει ταχόρταγο το θεριό. Και πού να με τρομάξη, που άλλη ελπίδα δεν έχω! Ψεύτικη ελπίδα κι αυτή! Αν είτανε βλαστάρι τρυφερό η ζωή μου, ένας του ανασασμός θα με μάραινε, μια του δρεπανιά θα με θέριζε. Τον παρακαλείς το Χάρο, και δε σε παίρνει. Τονέ φοβάσαι, σαΐτα γίνεται και σε προφταίνει.

Να τα τα τρία καντήλια, να το το τρίδιπλο μνήμα. Να το το χώμα που τα μαυροτρώει τα σπλάχνα μου! Τρίκλωνο δέντρο, που τόρριξε το ποτάμι και το συνεπήρε, κι αφήκε την άχαρη αυτή ρίζα.

Μήτε βογκητό δεν ακούγω! μήτε μάννα δε φωνάζουν πια τα χειλάκια τους! Έχουνε δεν έχουνε μάννα, το ίδιο τους κάνει τώρα.

Να είναι τάχα φωνή τους η απέραντη αυτή σιωπή; Γίνεται μάννα να σας μυρολογάη, παιδάκια μου, και σεις ασάλευτα να την αποδέχεστε την τόση ανεμοζάλη; Γίνεται, Κωσταντή μου, να σε τράβηξε ο Χάρος σε τέτοια βάθια, που να μην το κλονίζη μήτε ο στεναγμός μου το ναρκωμένο κορμί σου; Κωσταντή, φρόνιμε Κωσταντή μου! Μίλησέ μου από τα κατακλείδια της γης και πες μου πώς τη νοιώθεις τη ρήμαξή μου! Πες μου πως δεν το στοχάστηκες αυτό το κακό! Πες μου πως το θυμάσαι το τάξιμό σου, πως απ’ όλο σου το χώμα βαρύτερα σε πλακώνει αυτό το τάξιμο! Η Αρετούλα μας, Κωσταντή μου, η Αρετούλα! Να την που ήρθε η πίκρα, να τον που ήρθ' ο Χάρος! Έλιωσα και πήγα στο μυρολόγι, και κόρη δεν έχω να κλάψη μαζί μου, να λαφρύνη τον πόνο μου που τον αγριεύει η μοναξιά, και λες είναι άνεμος και φυσομανάει σ' ολομόναχα δάσια.

Ξύπνησε, Κωσταντάκη μου, και φέρε μου πίσω την Αρετούλα! Το Θεό και τους Αγιούς τους έχεις βαλμένους μαρτύρους. Μήτε του Χάρου η δύναμη δεν μπορεί ένα τέτοιο τάξιμο να θάψη. Αν πέταξε η ψυχή σου εκεί που ζωντανού δε φτάνει φωνή, ο πόνος αυτός που με δέρνει ας γίνη ψυχή σου, να ζωντανέψης και νακούσης το παρακάλιο της μάννας σου. Έβγα να σου φυσήξω ζωή με τους στεναγμούς μου, να σπαρταρήξ' η νεκρωμένη καρδιά σου, να φρίξη ο νους σου, πουλί να γίνης πετάμενο και να φέρης από τα ξένα την αδερφή σου.

(Φαίνεται ο Συνέσιος από μακριά).

Συνέσ. (μονάχος του). Σα να μ' έστειλε ο Θεός και τη βρίσκω τη δύστυχη στην τρομερή αυτή μοναξιά.

Δέσπω. Μήτε βογκητό μήτε στεναγμός δεν ανεβαίνει από το μαύρο το χώμα. Έρμη, έρμη έμεινα πια στον κόσμο! Ας σύρω και ας ρίξω στον γκρεμνό το κορμί μου, τα όρνια να το φαν και να πετάξουνε στα ξένα να της πουν της Αρετούλας ταμέτρητα βάσανά μου. (Ξεκινάει).

Συνέσ. (μονάχος του). Να της μιλήσω, θα την παρατρομάξω, κι είναι ο νους της φαρφουρί πυρωμένο που ταγγίζεις και σκάνει. Ας την ακολουθήσω, ίσως και χρειαστή βοήθεια στο δρόμο της. (Ακολουθάει τη Δέσπω και βγαίνουν).

ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια. Σκουντάει την πλάκα και βγαίνει ο Κωσταντής βουρκολακιασμένος.

 

Κωστ. Τανάθεμα με σήκωσε από το βαθύ μου τον ύπνο. Τέτοιο ανάθεμα ποιος τάφος να το βαστάξη! Βουνό να κατρακυλήσης απάνω του, και πάλε ξεσπάνει ο τάφος και ξαναφέρνει στον κόσμο μια λάκερη κόλαση.

Φωνή τρομερή με ζωντάνεψε, αν είναι ζωή αυτός, του θανάτου ο θάνατος. Την άκουγα τη φωνή της, και γύρευα να ξεσκίσω την παγωμένη μου σάρκα, να τα τραβήξω σύρριζα τα μισοχυμένα μαλλιά μου. Και καθώς πολεμούσα να σαλέψω, ν' απλώσω τα χέρια, ν' ανοίξω το στόμα, και να φωνάξω πως τακούγω τα σπαραχτικά της τα λόγια, κατέβαιναν άλλα λόγια πιο τρομερώτερα και ταποσβόλωναν το κορμί μου. Αγκομαχούσε μέσα μου απέραντος πόνος, κι ως τόσο βογκητό δεν έβγαινε να της πει πως φτάνει, φτάνει ο απελπισμένος θρήνος, γιατί σηκώνετ' ο γιος της να της ξαναφέρη την Αρετούλα, που την πήρ' από πλάγι της και από 'να Χάρο πιο άκαρδα.

Τάκουσα κατόπι το μυρολόγι που διάβαινε κι έφευγε σαν ανέμου βουητό. Δράκο μ' έκαμε τότες ο πόνος, και το ξετίναξα το λιθάρι και ξαναπρόβαλα στον απάνω κόσμο.

Σα να τρεμουλιάζουν ταστέρια στην όψη μου. Σα να μουχλιάζη ταγέρι τριγύρω μου. Σβύνουν τα καντήλια και σωπαίνουν οι τρουξαλλίδες. Από το κορμί μου σκορπιέται φαρμακωμένη κρυάδα που τάφος δεν τηνέ γνώρισε. Πώς να με δη, να με σιμώση, και να μη ξαφνιστή ταθώο το πλάσμα, που του είχα και γω μια αγάπη, κι ας είταν αγάπη που ρημάζει καρδιές!

Κι αν πάλι την κρύψω την κόλαση που μέσα μου βράζει, μα τα λιβάνια που μυρίζουν ακόμα, ταραχνιασμένο το πρόσωπο, τα σβυσμένα τα μάτια, τα χωματιασμένα τα σάβανα — ποιος μάγος θα μου τα κρύψη!

Εσύ, μαύρη νύχτα, θα με σκεπάσης. Εσείς ανέμοι, θα μου δώστε τα φτερά σας, και σεις, σύννεφα, το σκοτάδι σας. (Χάνεται μέσα σε σύννεφα).

ΠΕΜΠΤΗ ΣΚΗΝΗ

Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως.

 

ΣΥΝΕΣΙΟΣ, ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

 

Συνέσ. (Βγαίνει από την πόρτα της Δέσπως με φανάρι στο χέρι). Έχετε το νου σας, καλές μου, στη χαροκαμένη την αρχόντισσα. Την αφήκα με τη Γαρουφαλιά, αφού την καθησύχασα με δυο λόγια, κι ελπίζω πως δε θα της ξανάρθη το φρένιασμα της απελπισιάς. Έτρεχα με τρομάρα κατόπι της, σα βγήκε από το κοιμητήριο, και να την προφτάξω δεν είχα δύναμη. Ο θεός με φώτισε και πήρα το μονοπάτι και βρέθηκα ομπροστά της τη στιγμή που χύμιζε όξω φρενών κατά τον γκρεμνό. Την έφερα πίσω, και της έταξα πως ολονυχτής θα προσεύκουμαι για νάρθη πίσω η κόρη της. Η προσευκή μου, χριστιανές μου, πρέπει να γίνη ταξίδι. Άλλος δε μένει να τη φέρη την ταλαίπωρη κόρη από τέτοια μακρινή ξενιτειά. Πηγαίνω ατός μου κι αφίνω την τύχη της μάνας στα χέρια του Παντοδύναμου. Αχ, και νάρθη, και τι να βρει! Ολοτρόγυρα θάνατο και τη μάννα της σαλεμένη!

Πιπ. (της Περαμθιώς). Δε σου τάλεγα πως σάλεψε ο νους της; (Στο Συνέσιο). Ο Χριστός κι οι Αγιοί μαζί σου, μεγαλόχαρή μου ψυχή, που τέλος δεν έχει η καλωσύνη σου.

Συνέσ. (μονάχος του πηγαίνοντας). Κι α δε με είχε δυναμωμένο η άγια μας η πίστη, α δε με είχαν καμωμένο πέτρα του κόσμου οι συφορές, θάλεγα κάλλιο στο μνήμα και γω, παρά να την ξαναδώ ξένη σε ξένα χέρια, και να την ποτίζω τέτοια φαρμάκια. (Φεύγει).

Περμ. Πάει να μας δείξη πάλι την αγιωσύνη του. Πολεμάει να γλυτώση την αρχόντισσα, μα πού να προφτάξη, που θέλει μέρες και μέρες να πάη και νάρθη!... Ανατριχιάζω, καημένη, και δε συμμαζεύουμαι από την τρεμούλα. Και τέτοιο σκοτάδι! Φέρ' ένα φανάρι από μέσα να καθίσουμε στο κατώφλι αυτουδά! Α μας χρειαστούνε, η Γαρουφαλιά θανοίξη το παραθύρι και θα φωνάξη. Πού ύπνος πια τέτοιες ώρες!

Πιπ. (φέρνει φανάρι και καθίζουν). Τι παράξενη νύχτα και τι κρύο σκοτάδι, σα να γερνούνε στον αέρα φαντάσματα. Ας κάμουμε το σταυρό μας κι ας μείνουμε δω καμμιάν ώρα, ώσπου να λαλήξη κι ο πετεινός.

Περμ. Να πάη, λέει, ολομόναχη στο κοιμητήριο και να μυρολογάη απάνω από τα παιδιά της, κι ύστερα να γυρεύη να γκρεμιστή! Κι ας την πάνε στο Μοναστήρι μια και καλή την κακόσυρτη, νάχουν την έννοια της οι καλόγριες.

Πιπ. Στάσου — άκουσες τίποτις από κει μεριά; Είδες τίποτις;

Περμ. Άμε στο καλό και συ που είσαι απατή σου για το Μοναστήρι. Τι νακούσω και τι να δω!

Πιπ. Καλέ κοίτα εκειδά κατά το μεγάλο το δρόμο! Δε βλέπεις εκεί μια φωτερή καταχνιά, και μέσα της ένας καβαλλάρης με γυναίκα στο πλάγι του; Σα μαύρος ίσκιος περνάει τις ιτιές κι έρχεται κατά το χωριό. Κι έρχεται μαζί του κι η καταχνιά σα σύννεφο που το φυσούν οι ανέμοι. Σήκω, καημένη, και πάμε μέσα να προσκυνήσουμε. Ο Χάρος πρέπει να είναι και μαζεύει πάλι διαβάτες για τον άλλο τον κόσμο. (Σηκώνεται και μπαίνουνε στο σπίτι της Πιπινιώς).

Περμ. (σκύβοντας από την πόρτα). Τίποτις δε βλέπω, και του κάκου με τρόμαξες. Τι να είνε ως τόσο οι θεοσκότεινες αυτές οι ραβδιές που τινάζουνται από πάνω κι ίσια στο δρόμο μας πέφτουν! Πάμε, καημένη, να κάνουμε μετάνοιες και να θεμιάσουμε, η χάρη της Παναγιάς να μας φυλάη κι αυτή τη νύχτα. (Μπαίνει και μανταλώνει την πόρτα).

ΕΧΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ίδια.

Η Αρετούλα φαίνεται στο βάθος τον δρόμου μονάχη της με μαλλιά ξέπλεκα κι αμελημένα φορέματα.

 

ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ

 

Αρετ. Όνειρο πρέπει να είναι, κι ως τόσο ψέμα, δεν είναι! Να τος ο δρόμος μας, να την του σπιτιού μας η θύρα! Τι θα πης, μαννούλα μου, να με δης άξαφνα μπροστά σου με τέτοια τρομάρα στο πρόσωπο! Μ' άφησε ο Κωσταντής ολομόναχη, ότι σιμώσαμε το χωριό, ότι ακούσαμε μια φωνή που σιγοδιάβαζε μέσα στο Κοιμητήριο, και χάθηκε από μπρος μου μαζί με το φρενιασμένο τάλογο που περνούσε θάλασσες και βουνά. Γίνεται να μην είναι όνειρα όλα αυτά; Είμουνα στο σπιτάκι μου απόψε. Έλειπε ο καλός μου, που θα γυρίση ο δύστυχος και σαν παιδί θα με κράζη και δε θα με βρίσκη! Όχι, όχι· δε γίνεται. Όνειρο είναι. Και μέσα στόνειρο, άλλο ένα, που τανιστορώ κι αγριεύω σαν αυτή τη δύστροπη νύχτα. Καθούμουνα μονάχη στο παράθυρο. Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κι η μάννα μας σε θέλει».— «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κι είναι για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου. Κι αν είναι πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι» . Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κι ήρθαμε. Και διαβαίνοντας από τις ιτιές εκεί κάτω, ξυπνούν τα πουλιά και μιλάνε μ' ανθρώπινη λαλιά και φωνάζουν «Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη πεθαμμένος! » — «Ακούς» του κάνω «Κωσταντή, τι λένε τα πουλάκια;» — «Πουλάκια 'νε» μου ξαναλέει «πουλάκια 'νε κι ας λένε.» — «Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου» του κράζω τρομασμένα «φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις». — «Εχτές βραδύς επήγαμε» μου λέει «στον Αη-Γιάννη, και θέμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και λέγοντάς μου τέτοια λόγια με κατεβάζει αντικρύ στην Αγια-Μαρίνα, και χάνεται σαν ίσκιωμα από μπρος μου!

Ανέβηκα το χωριό τρέμοντας ολομόναχη μέσα στα σκοτεινά… Όνειρο μέσα στόνειρο πρέπει να είταν! Ως τόσο να τον ο δρόμος μας! Να την η θύρα μας! Μισοφέγγει ένα παράθυρο και το βλέπω το σπίτι μας. Το βλέπω, και να φωνάξω δε μπορώ να μου ανοίξουν… Τουρτουρίζουν τα δόντια μου! Σύγκρυα με περέχυσε ο βλογημένος ο Κωσταντής! Πάγος μονάχος το κορμί του!... Όνειρο μαύρο και φοβερό!... Τον ονειρεύτηκα πεθαμμένο τον Κωσταντή!... Κι ακόμα όνειρο βλέπω, και θαρρώ πως πεθαίνω τώρα και γω!... Αχ, και να μπορούσα να ξυπνήσω και να γλυτώσω! Να δω τον ακριβό μου στο πλάγι μου και να λαφρωθώ, να ξαναξυπνήσω, να είμαι πάλι στον κόσμο!... Ως τόσο να την η πόρτα μας! Να το το σπίτι! Ο Κωσταντής μου το είπε καθάρια πως η μάννα με θέλει… Τι να με θέλη τέτοια ώρα παράξενη!... Τι να είνε αυτό το κακό που ζητάει να με θανατώση πρι να το μάθω!... Φοβερό κι ατέλειωτο όνειρο!... Να φωνάξω, να ξυπνήσω, να γλυτώσω από το βάσανο, να κράξω τη μάννα να με ξυπνήση και να με σώση… (φωνάζει) Μαννούλα, μαννούλα, ξύπνα με, και πεθαίνω! Ο Κωσταντής μας είναι που μ' έρριξε μέσα σ' αυτή την κρύα την καταχνιά, που πάει να με πνίξη. Ξύπνα με, μάννα, να ξαναβρεθώ στο σπιτάκι μου! Ο ακριβός μου, ο ακριβός μου! Θα λωλαθή, να το μάθη πως πέθανα! Πέθανα, μαννούλα, και ξύπνα με! (Πέφτει κοντά στην πόρτα).

Γαρουφ. Είτανε γυναικήσιες φωνές.

Δέσπω. Ο Χάρος έχει πάλι βαλμένο το μαύρο του χέρι. Παιδιά δε μου μένουνε να του δώσω, ανοίξτε του να μπη και να πάρει εμένα. (Σκύβει η Γαρουφαλιά κι οι δυο γειτόνισσες με τα φανάρια, και βλέπουν την Αρετούλα).

Αρετ. (με μισοπνιγμένη φωνή). Πεθαίνω, πεθαίνω, μαννούλα!

Δέσπω. Αρετούλα μου! (Πέφτει απάνω της, και πεθαίνουν κι οι δυο τους).