ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


 

Πληροφορίες για τον Εμμανουήλ Ροΐδη εδώ

Ροΐδης
Εμμαλουήλ Ροΐδης

 

Τα «Διηγήματα» που ακολουθούν είναι αντιγραμμένα από το βιβλίο «Διηγήματα», των εκδόσεων ΦΕΞΗ του 1911.

Ο τίτλος Διηγήματα ίσως είναι λίγο παραπλανητικός, αφού τα κείμενα δεν αποτελούν διηγήματα με τη λογοτεχνική έννοια του όρου, αλλά χρονογραφήματα που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά. Σε κάποια ενυπάρχουν κάποια στοιχεία αφήγησης (π.χ. η Ιστορία ενός τουφεκισμού, Η πρώτη του μονομαχία), κάποια είναι χρονογραφήματα συνδυασμένα με κριτική (π.χ. Επιστολή Αγγλίδος περί γλυπτικής) και ένα από αυτά (Η μηλιά) είναι παραμύθι και είναι μάλιστα το μοναδικό γραμμένο σε δημοτική.



 

ΤΑ ΕΦΗΜΕΡΑ

Φυλλομετρών ημέραν τινά τας περί τα ζώα ιστορίας του Αριστοτέλους έτυχε ν’ αναγνώσω εν αυταίς τα εξής:

«Περί τον Ύπανιν ποταμόν, τον περί Βόσπορον Κιμμέριον, υπό τροπάς θερινάς καταφέρονται υπό του ποταμού οίον θύλακοι μείζους ρωγών, εξ ων ρηγνυμένων εξέρχεται ζώον πτερωτόν τετράπουν ζη δε και πέτεται μέχρι δείλης, καταφερομένου δε του ηλίου απομαραίνεται και άμα δυομένου αποθνήσκει, βιώσαν ημέραν μίαν, διό και καλείται εφήμερον. (Περί τα ζώα Ιστορ. Ε'., ιθ)». Πρώτην φοράν ήκουον περί των ημεροβίων τούτων τετραπόδων των γενομένων εκ των ρωγών· επειδή δε εγένετο λόγος εις την αυτήν σελίδα περί «κωνώπων, α γίνονται εκ της περί το όξος ιλύος» και περί σαλαμάνδρας, «η δια πυρός βαδίζουσα κατασβέννυσι το πυρ», έκλινα να κατατάξω και τα εφήμερα εις την κατηγορίαν των παραδόξων ακουσμάτων. Δεν ηξεύρω όμως πώς έτυχε να εγχαραχθή εις την μνήμην μου το αριστοτελικόν τούτο χωρίον και πώς με ήγαγεν έπειτα να εξετάσω τίνα πράγματι είναι τα εφήμερα ταύτα.

Εύκολος υπήρξεν η ικανοποίησις της περιεργείας μου, διότι το χωρίον τούτο του Σταγειρίτου είχεν ελκύση από πολλού πλην της εμής την προσοχήν πλήθους φυσιοδιφών. Κατά τας ερεύνας αυτών τα εφήμερα πράγματα υπάρχουσι, και μάλιστα αφθονούσιν όχι μόνον εις τον Ύπανιν του Κιμμερίου Βοσπόρου, αλλά και εις πάντα σχεδόν άλλον της Ευρώπης ποταμόν. Είναι δε ταύτα τετράπτερα έντομα του είδους των νευροπτέρων, διανύοντα εντός του ύδατος την εμβρυώδη περίοδον του βίου των, εξερχόμενα έπειτα τέλεια εξ αυτού και επί τινας μόνον ώρας ζώντα.

Μέχρι του Ρεωμύρου επιστεύετο, ότι τα έντομα ταύτα δεν συζεύγονται, μη έχοντα καιρόν προς τούτο, αλλ’ ο φυσιοδίφης ούτος απέδειξε, και έπειτα παρά των άλλων εβεβαιώθη, ότι ο έρως είναι απ' εναντίας η μόνη του βραχυτάτου βίου των ασχολία. Αφ' ετέρου όμως δεν περισσεύει εις αυτά καιρός προς φαγητόν, και δια τούτο ίσως εθεώρησε περιττόν η Θεία Πρόνοια να τα προικίση διά στόματος καταλλήλου προς κατάποσιν τροφής.

Τα έντομα ταύτα διήρεσαν οι επιστήμονες εις γένη και είδη, κατεμέτρηοαν το μήκος της νευρικής αλύσου των γαγγλίων των, διέκριναν τους ταρσούς αυτών και ηρίθμησαν τα εν τη κοιλία των ωά, τα οποία ευρέθησαν οκτακόσια.

Τα εφήμερα δύναται τις να παρατηρήση προ πάντων τας μεσημβρινός ώρας του θέρους, εξορμώντα εκ του ύδατος ανά πυκνά σμήνη και ομοιάζοντα μικράς καταλεύκους πεταλούδας δύο περίπου εκατοστομέτρων μήκους. Εις τινας χώρας και ιδίως εν Βελγίω και ενιαχού της Γαλλίας είναι κατά τας υγράς ημέρας του θέρους τόσον πολλά, ώστε σχηματίζουσι νεφελώδη θόλον υπεράνω του ρύακος ή της λίμνης. Τα νέφη ταύτα μένουσι μετέωρα επί τρεις ώρας, όσον δηλ. διαρκεί ο βίος των αποτελούντων ταύτα ζωυφίων, περί δε την δύσιν της μόνης αυτών ημέρας τα πτώματα αυτών αρχίζουσι να καταπίπτωσιν ως μικραί νιφάδες χιόνος, τας οποίας καταπίνουσιν απλήστως οι ιχθύες. Τα εφήμερα ουδέποτε αναπαύονται, αλλ’ η ζωή αυτών συνοψίζεται εις εν μόνον τρίωρον ή τετράωρον πτερύγισμα. Ολίγας δε στιγμάς προ του θανάτου, καταπίπτουσιν εκ της γαστρός της θηλείας εν σχήματι βότρυος τα ωά, τα επί τινας στιγμάς επιπλέοντα και έπειτα βυθιζόμενα εις το ύδωρ του ποταμού. Σοφός τις φυσιοδίφης, ο Μαρέσιος (Desmarets), αν ενθυμούμαι καλώς, ωθούμενος υπό της περιεργείας, επεχείρησε και κατόρθωσε να χωρίση τα άρρενα εφήμερα από των θηλέων, και τότε ο βίος αυτών παρετάθη από τεσσάρων εις εικοσιτέσσαρας ώρας, μετά τας οποίας τα θύματα ταύτα της επιστήμης απέθαναν παρθένα εκ της λύπης πιθανώς και της πλήξεως, αντί ν’ αποθάνωσιν εξ υπερβολής έρωτος και ηδυπαθείας, ως ώρισεν αυτοίς ο πανάγαθος Θεός. Τοιαύτη είναι η ανελλιπής των εφημέρων βιογραφία, η όσον και ο βίος αυτών βραχεία.

***

Θερινήν τινα ημέραν, προ ετών πολλών, δεν ενθυμούμαι ακριβώς πόσων, αφού επρογευμάτισα ευθύμως μετά τίνων φίλων εις το παρά την όχθην του Κηφισσού, του έχοντος τότε ύδωρ, εστιατόριον της Κολοκυνθούς, αφήκα αυτούς παραδιδομένους εις την μακαριότητα του μεταμεσημβρινού ύπνου και ηκολούθησα μόνος την άγουσαν εις τα Σεπόλια παρά την όχθην του ρύακος οδόν. Αφού επί τινα ώραν επεριπάτησα, κατέφυγα προς ανάπαυσιν υπό την σκιάν υπερκειμένου του ρεύματος δένδρου. Ήτο ημέρα Κυριακή, ώρα περί την δευτέραν μετά μεσημβρίαν, και εκ τούτου απόλυτος επεκράτει περί εμέ σιωπή και ερημία. Ο καύσων δεν ήτο υπερβολικός· τον ήλιον εσκίαζον λευκά τινα νέφη και ελαφρά εκ διαλειμμάτων πνοή ανέμου έσειε τα καλάμια και τα έκαμνε να συγκύπτωσι προς άλληλα, ως αν εκρυφομίλουν. Αλλά την προσοχήν μου είλκυσε προ πάντων το πλήθος των υπεράνω του ύδατος ισταμένων εντόμων και ιδίως αι απειράριθμοι χρυσαλλίδες. Ουδαμού έτυχε να ίδω τόσον πολλάς, τόσον μικράς και τόσον ομοιομόρφους λευκάς. Το πλήθος και η λευκότης αυτών ανεκάλεσαν εις την μνήμην μου όσα είχον αναγνώση περί των εφημέρων, και μετ' αυτών όσας η τύχη των εντόμων τούτων μοι υπηγόρευσε πολλάκις, εν συγκρίσει προς την ανθρωπίνην, μελαγχολικάς σκέψεις. Γνωστόν είναι ότι μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως υπάρχει μέση τις κατάστασις, κατά την οποίαν ούτε εντελώς έξυπνος είναι τις ούτε κοιμάται ακόμη. Εις τοιαύτην τινά κατάστασιν αποχαυνώσεως, ουχί αμοίρου ηδυπαθείας, με είχε βυθίση η μόνωσις, η ηρεμία, κατά τι δε ίσως και οι ατμοί των δυο ή τριών κατά το πρόγευμα ποτηρίων οίνου. Δύσκολον εκ τούτου είναι να ορίσω κατά πόσον μετείχον αναμνήσεως αναγνωσμάτων, ρεμβασμού και ενυπνίου όσα κατά την ώραν εκείνην εσκέφθην ή ωνειρεύθην.

Μ’ εφάνη ότι αι πτερυγίζουσαι υπεράνω του ρεύματος του Κηφισσού χρυσαλλίδες και τ’ άλλα περιβομβούντα γύρω μου πτερωτά έντομα ήσαν εφήμερα, ότι ο βόμβος αυτών ήτο γνώριμος εις εμέ γλώσσα, και ότι τελείως κατενόουν τον εξής μεταξύ δύο εξ αυτών διάλογον·

— Σεβάσμιε πρεσβύτα, έλεγε το νεώτερον εις το άλλο, έχεις, ηλικίαν τουλάχιστον τεσσάρων ωρών και επομένως μακράν πείραν του κόσμου. Ευδόκησε λοιπόν να με συμβουλεύσης, εμέ τον νέον και άπειρον, τι πρέπει να κάμω διά να ευτυχήσω.

— Τέκνον μου, απήντησε ο ερωτώμενος, αληθές είναι ότι είμαι γέρων· όχι όμως όσον φαίνομαι. Τα πάθη και αι λύπαι μ’ έκαμαν να γηράσω προώρως. Δεν έχω ηλικίαν ανωτέραν τριών ωρών. Πολλά όμως είδον και υπέφερα κατά το διάστημα τούτο. Θα σε είπω τα σφάλματα, τα οποία με κατέστησαν δυστυχή και ειμπορείς συ ν’ αποφύγης και να ευτυχήσης. Ως δύνασαι να παρατηρήσης, η κεφαλή μου είναι μεγαλειτέρα της ιδικής σου και της των άλλων εφημέρων και εντός αυτής εφύτρωσαν και ανεπτύχθησαν αλλόκοτοί τινες ιδέαι, διά τας οποίας δεν θα υπήρχε τόπος εντός κεφαλής συνήθους μεγέθους. Όπως συ, υπήρξα και εγώ νέος, αλλά έχασα την νεότητά μου.

Ολίγον μετά την γέννησίν μου απήντησα ωραιοτάτην εφημέρισσαν· είχε ηλικίαν δέκα λεπτών και εγώ ενός τετάρτου της ώρας. Ήτο δε διά τους δύο η αληθινή του έρωτος εποχή. Αλλ’ αντί να της εκθέσω καθαρά και χωρίς περιφράσεις τι επιθυμώ παρ’ αυτής, επεθύμησα, ως έχων μεγαλειτέραν κεφαλήν, να διακριθώ των συνήθων εραστών, να φανώ μεγαλόκαρδος, υπερευαίσθητος, ποιητικός. Εκείνη ήτο φιλάρεσκος και κάπως φαντασμένη και επίστευσεν, ότι ήτο αληθώς αξία των ύμνων τους οποίους ετόνιζα εις τιμήν της. Όταν λοιπόν, αφού την απέθεσα, ηθέλησα να την μεταχειρισθώ ως εύμορφην θνητήν, ενόμισεν ότι επέβαλεν εις αυτήν η αποθέωσις να υποκριθή ολίγην αντίστασιν εις τους πόθους μου, και εγώ ο μεγαλοκέφαλος βλαξ, αντί να αψηφήσω την σκιάν εκείνην αντιστάσεως και να προβώ από των μεταφυσικών εις τα φυσικά, ως η ερωμένη μου ήλπιζε βεβαίως και επεθύμει, ήρχισα να παραπονούμαι και να μεμψιμοιρώ, να γίνωμαι ελεγειακός, μονότονος και επί τέλους ανιαρός. Κατ' εκείνην την στιγμήν επτερύγισε πλησίον μας άλλος τις νέος εφήμερος, πολύ φρονιμώτερός μου, αν και η κεφαλή του ήτο μικροτέρα, όστις χωρίς πολλά προοίμια και περιττά λόγια, ήρπασε την λατρευτήν μου από την μέσην. Τους είδα ν' απομακρύνωνται πληρέστατα συνεννοημένοι, και μάλιστα αγκαλιασμένοι και απέμεινα ταπεινωμένος, απαρηγόρητος, κατησχυμένος, καταρώμενος την άπιστον και την Θείαν Πρόνοιαν και ευρίσκων ατελεύτητον τον αναμένοντά με δίωρον ακόμη βίον. Εις θρήνους και παράπονα έχασα μίαν ώραν, κατά το διάστημα της οποίας εύκολον ήτο ν' ανεύρω δέκα άλλας εφημέρους, προθύμους να με αποζημιώσουν διά την απώλειαν της μιας. Όταν ενόησα επί τέλους το σφάλμα μου, τούτο ήτο ανεπανόρθωτον, διότι ήμην ήδη γέρων εις ηλικίαν δυο ωρών. Αι νέαι εφήμεροι διήρχοντο πλησίον μου χωρίς να με κυττάξουν, ή αν έστρεφον προς εμέ το βλέμμα, τούτο ήτο ψυχρόν ή και περιφρονητικόν. Αλλ’ αρκετά σ' εφλυάρησα, νεανίσκε μου, ενώ αι στιγμαί σου είναι πολύτιμοι. Θα ήτο κίνδυνος να σε κάμω να περιπέσης εις το σφάλμα, από το οποίον ζητώ να σε προφυλάξω, αν σε ωμίλουν μακρότερον περί αυτού. Εγεννήθης προ ημισείας ώρας και δεν έχεις καιρόν να χάσης. Ιδού, βλέπω μίαν εφήμερον, η οποία διερχομένη πλησίον μας σ' εκύτταξε μετά συμπαθείας. Πέταξε να την φθάσης. Αλλ’ αισθάνομαι ότι έφθασεν η τελευταία μου στιγμή. Χαίρε, μικρέ μου φίλε.

Ταύτα λέγων περιεδινήθη ο πρεσβύτης ως κροκίς λευκού ερίου εις τον αέρα και έπεσεν άπνους εις το νερόν, καθ' ην στιγμήν κατέφθανεν ο σύντροφός του την υποδειχθείσαν εφήμερον και περιεπτύσσετο αυτήν τόσον σφιγκτά, ώστε εφαίνετο το ζεύγος εν μόνον έντομον με οκτώ πτερά.

Όνειρον πιθανώς ήτο του αισθηματικού εκείνου εφημέρου μου η μωρία και η κακή τύχη, αφού ο Θεός μόνον τα ημέτερον λογικόν γένος έπλασε δεκτικόν τοιούτων παραλογισμών. Αλλ’ αν ήτο εκείνο όνειρον, βέβαιον απ’ εναντίας και αναμφισβήτητον είναι ότι δεν υπάρχουσιν άλλα ούτε επίγεια, ούτε υδρόβια ουδ’ εναέρια πλάσματα ζηλευτότερα των εφημέρων. Γεννώνται, αγαπώσι και αποθνήσκουσιν ανταλλάσσοντα φίλημα, εις το οποίον εξατμίζεται η μικρά αυτών ψυχή. Ουδέν άλλο έχουσιν εις τον κόσμον να πράξωσιν, ουδέ περί των συνεπειών των φιλημάτων αυτών να φροντίσωσιν, αφού αρκεί ν' αφήση η θήλεια να καταπέσωσιν εις το ύδωρ τα ωά της διά ν' ασφλισθή των απογόνων της η τύχη. Μόνα τα εφήμερα δεν κινδυνεύουσι να προσκρούσωσιν εις μακράν αντίστασιν ερωμένης, διά τον λόγον ότι είναι ακαταμάχητον το επιχείρημα «Κυρία μου, δεν έχομεν καιρόν». Αλλ’ ουδέ έριδας έχουσι να φοβώνται, ούτε ζηλείαν γνωρίζουσιν, ούτε αστασίαν, ούτε ψυχρότητα, ούτε εγκατάλειψιν ή απιστίαν, διά τον λόγον ότι ουδέ διά ταύτας δεν περισσεύει καιρός. Είναι τα μόνα πλάσματα, διά τα οποία είναι ο έρως ρόδον άνευ ακανθών. Πώς δε να μη θεωρήσωμεν ως μέγιστον αυτών ευτύχημα, ότι ουδέν ούτε πράττουσιν, ούτε αισθάνονται δις κατά το διάστημα του βίου αυτών, ενώ πάσα ημών απόλαυσις, οσάκις επαναλαμβάνεται, αποβάλλει μέγα μέρος του προτέρου αυτής θελγήτρου; Η ηδονή ημών δύναται να ομοιωθή προς ποτήριον γενναίου οίνου, το οποίον πίνομεν κατά μικράς δόσεις και μετά πάσαν ρόφησιν γεμίζομεν δι' ύδατος το ποτήριον, μέχρις ου καταντήσωσιν ανούσιον απόπλυμα αι τελευταίοι.

Όσον ακριβέστερον εξετάζω τα πράγματα τόσον μάλλον κλίνω να πιστεύσω, ότι το εφήμερον είναι το μόνον του Θεού πλάσμα, εις το οποίον δεν αρμόζει το δυνάμενον περί των λοιπών και προ πάντων περί του ανθρώπου να ρηθή, ότι κάλλιον θα ήτο να μη γεννηθή.

Μόνον το εφήμερον περί ουδενός έχει να σκεφθή ή ν' αποφασίση· ζη την μικράν αυτού ζωήν πτερυγίζον χωρίς ουδέποτε να σταθή ή να στραφή να κυττάξη προς δεξιάν ή αριστεράν· το τέλος του επέρχεται άνευ νόσου, άνευ οδύνης και άνευ τρόμου του θανάτου· δεν αισθάνεται εξαντλουμένας του σώματος και της ψυχής του τας δυνάμεις, αλλ’ αποθνήσκει διά μιας εντός δευτερολέπτου, κατά την διάρκειαν ερωτικού σπασμού.

Κατ' αντίθεσιν προς το τρισόλβιον τούτο έντομον αναγκαζόμεθα ημείς δεκάκις της ημέρας να σκεπτώμεθα και ν' αποφασίζωμεν περί παντοίων πραγμάτων. Την απόφασιν παρακολουθεί πλειστάκις η μετάνοια, η δε ταλάντευσις και έλλειψις αποφάσεως είναι βάσανος οδυνηρά. Τον βίον ημών ευρίσκομεν βραχύν, αλλά συγχρόνως και πάσαν ώραν αυτού μακράν. Μόνα εξ όλων των ζώντων έχουσι τα εφήμερα το πλεονέκτημα να μη τρώγωσι, του δε ανθρώπου ο πολυσύνθετος επιούσιος άρτος κατήντησε σήμερον τοσούτον δυσπόριστος, ώστε μη εξαρκούντος πλέον του Θεού αναγκάζονται πολλοί να ζητήσωσιν αυτόν παρά του διαβόλου.

Ως τα τάγματα κατά στρατιωτικήν επιθεώρησιν, ούτω παρήλαυνον αλλεπάλληλοι εις την μνήμην μου όλαι αι αθλιότητες του ανθρωπίνου βίου. Αύται είναι τόσον γνωσταί και αναμφισβήτητοι και τοσάκις περιεγράφησαν και εθρηνήθησαν από του Εκκλησιαστού και του Ιερεμίου μέχρι του Σοπεγχάουερ και Λεοπάρδη, ώστε κατήντησαν κοινοί τύποι. Κατ' ουδέν όμως συνετέλεσεν η πείρα εις συνετισμόν των λεγομένων λογικών όντων και ουδεμία παρ' αυτών κατεβλήθη προσπάθεια, όπως περιορισθή η εγκειμένη τη ανθρωπίνη φύσει αθλιότης εις τον ελάχιστον αυτής όρον. Ο βίος ομολογείται πάλη κατά παντοίων δεινών και ο μόνος τρόπος μετριασμού αυτών θα ήτο να περισυλλεχθή και συσταλή, ούτως ειπείν, ο υφιστάμενος ταύτα, ώστε να παρουσιάζη μικροτέραν όσον το δυνατόν επιφάνειαν εις τας πληγάς· αντί τούτου ουδέν άλλο φαίνεται επιζητών ή μόνην την επέκτασιν αυτής, ήτοι την αύξησιν των φροντίδων και των βασάνων του. Μη αρκούμενος να ζήση και ν’ αποθάνη όπου έτυχε να γεννηθή, περιέρχεται την γην όλην, καταβαίνει εις τα σπλάχνα αυτής και τους βυθούς της θαλάσσης ή ζητεί ν’ ανυψωθή εις τον αέρα, να ζήση ου μόνον ως επίγειον πλάσμα, αλλά και ως οψάριον ή πτηνόν. Θέλει να παρευρίσκεται πανταχού ον μόνον διαδοχικώς, αλλά και συγχρόνως. Πας φλύαρος αντί να ενοχλή διά της αδολεσχίας του μόνους τους ακροατάς του, κατορθώνει διά των ανταποκρίσεων αυτού ή διά του τύπου να φλυαρή συγχρόνως εν Παρισίοις, εν Ρώμη, εν Πετρουπόλει, εν Νέα Υόρκη και Πεκίνω.

Όπως εν τω χώρω, ούτω ζητεί να επετείνη την επιφάνειαν αυτού και εν τω χρόνω. Την διάρκειαν του βίου αυτού ευρίσκει πολύ βραχείαν. Αληθές είναι ότι διέρχεται τα τρία τέταρτα αυτής χασμώμενος ή στενάζων, αλλ’ εβδομήκοντα ή ογδοήκοντα έτη δεν αρκούσιν εις αυτόν διά να χορτάση τα χασμήματα και τους στεναγμούς. Επί πολλούς αιώνας ανεζήτουν αντίδοτον κατά του θανάτου οι αλχημισταί, και από των χρόνων του Ουφελάνδου κατετάχθη εις τας επιστήμας η λεγομένη Μακροβιωτική. Αν πιστεύσωμεν τους ιατρούς και τας στατιστικάς, κατωρθώθη ήδη εις τινας χώρας και ιδίως την Αγγλίαν η παράτασις του πριν συνήθους μέσου όρου του βίου κατά δύο ή τρία έτη. Ουδ' ως σταγών όμως ύδατος δύναται να θεωρηθή η τριάς αύτη ετών εν συγκρίσει προς την βασανίζουσαν τον άνθρωπον δίψαν εκτάσεως της διαρκείας αυτού, την οποίαν δεν δύναται επί του παρόντος να ικανοποιήση άλλως ή φανταζόμενος εν οίον δήποτε είδος υπάρξεως εν σπέρματι προγενεστέρας της γεννήσεως, ή άλλο παρατεινόμενον μετά τον θάνατον αυτού.

Δεν εννοώ διά τούτων ούτε την πυθαγόρειον μετεμψύχωσιν, ούτε το περί αθανασίας της ψυχής Χριστιανικόν δόγμα, αλλ’ άλλο τι τελείως άσχετον προς την φιλοσοφίαν και την θρησκείαν, την μανίαν της καταγωγής εξ επιφανών προγόνων και τον πόθον της κληροδοτήσεως διαρκούς μνήμης της διαβάσεως ημών διά του κόσμου εις τας έπειτα γενεάς. Πολλοί εναβρύνονται πιστεύοντες, ότι το υποκείμενον αυτών προϋπήρχε λανθάνον παρά τοις ενδόξοις προγόνοις, οίτινες εγέννησαν τους μέλλοντας να γεννήσωσιν αυτούς, κατορθούντες ούτω να επεκτείνωσιν επί τινας αιώνας την ύπαρξιν αυτών εν τω παρελθόντι. Τούτων η μωρία είναι προφανής· αλλ’ αν εξετάσωμεν ακριβώς τα πράγματα δύσκολον είναι να θεωρήσωμεν ως ολιγώτερον μωρούς τους φλεγόμενους υπό του πόθου επιβιώσεως του ονόματος αυτών παρά τοις μεταγενέστεροις. Αλλόκοτον όσον και κοινόν είναι το αίσθημα το άγον ημάς να μεριμνώμεν περί γεγονότων, τα οποία ενδέχεται να επέλθωσιν, ότε δεν θα υπάρχωμεν πλέον, και ν' αποδίδωμεν μεγάλην σημασίαν εις την περί ημών γνώμην ανθρώπων, οίτινες δεν εγεννήθησαν ακόμη. Μεθύομεν προκαταβολικώς δι' οίνου, τον οποίον ουδέποτε θα πίωμεν. Ο πάγκοινος και ανεκρίζωτος εκ της καρδίας ημών πόθος μακράς υπάρξεως μ’ εφαίνετο κατά την στιγμήν εκείνην τόσον άτοπος και παράλογος, ώστε ησχυνόμην ν' ανήκω εις το μωρόν και τρισάθλιον ανθρώπινον γένος και εζήλευα τας πετώσας υπεράνω του ρεύματος μικράς χρυσαλλίδας, τοις οποίας επέμενα να ταυτίζω μετά των τρισολβίων εφημέρων.

(Ημερολόγιον «Νεολόγου» Αθηνών 1828)

 

 

αρχή

 


 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΤΟΥΦΕΚΙΣΜΟΥ

Αφίνοντες άθικτον το πολύπλοκον ζήτημα της ανάγκης της θανατικής ποινής, τούτο μόνον αρκούμεθα περί των τελευταίων αθρόων καρατομήσεων να παρατηρήσωμεν, ότι προς επιτυχίαν του κυριωτάτου αυτής σκοπού, ήτοι της εκφοβίσεως των υποψηφίων φονέων, εθεωρήθησαν πανταχού και πάντοτε δυο τινά ως απαραίτητα, η εφαρμογή της φοβεράς ποινής, εφ' όσον είναι ακόμη νωπή η εκ του κακουργήματος εντύπωσις, και η εκτέλεσις αυτής εις τον τόπον όπου τούτο διεπράχθη. Την αγγελίαν της απορρίψεως της αναιρέσεως και της αιτήσεως χάριτος κομίζει εν Γαλλία εις τον κατάδικον αυτός ο ιερεύς ο επιφορτισμένος να τον εξομολογήση, ακολουθούμενος παρά πόδας υπό του δημίου. Μεταξύ του φόνου του αρχιεπισκόπου των Παρισίων και της καρατομήσεως του φονέως εμεσολάβησαν ένδεκα μόνον ημέραι, εντός των οποίων ανεκρίθη, εδικάσθη, κατεδικάσθη και απεκεφαλίσθη. Η τοιαύτη σπουδή ήτο αληθώς κάπως έκτακτος, αλλά και ο συνήθης μέσος όρος του μεταξύ της καταδίκης και της εκτελέσεως αυτής χρόνου σπανίως υπερβαίνει τας δύο εβδομάδας, ως δύναται τις να πεισθή αναπολών εις την μνήμην του τα κατά την καρατόμησιν του Λαπομμερί, του Τρόπμαν, του Δεβιέζ, του Πράδον, του Πραντζίνη και των άλλων ονομαστών κακούργων. Και εφ’ όσον μεν η υπόθεσις ευρίσκεται εκκρεμής προ του ακυρωτικού, ο κατάδικος δύναται ευλόγως να ελπίζη, άμα δε ουδέν έχει πλέον να ελπίση, η απελπισία του δεν παρατείνεται πέραν της ημισείας ώρας, όση δηλ. απαιτείται διά να ενδυθή, εξομολογηθή και να μεταβή εκεί όπου επήχθη η λαιμητόμος. Ούτω γίνεται και εις την Αυστρίαν, την Ιταλίαν, την Αγγλίαν και την Γερμανίαν με μόνην την διαφοράν ότι εις τα δύο τελευταία κράτη είναι ακόμη βραχύτεραι αι προθεσμίαι. Η εντός ωρισμένου και ουχί μακρού χρόνου εκτέλεσις της θανατικής αποφάσεως εθεωρήθη πανταχού επιβαλλομένη, όχι μόνον προς επιτυχίαν του σκοπού της ποινής αλλά και υπό του οφειλομένου εις τον μέλλοντα να την υπομείνη ανθρωπίνου οίκτου. Εις τι τω όντι δύναται να χρησιμεύση η παράτασις της αγωνίας του ουδέν πλέον δικαιουμένου να ελπίζη;

Τα ανωτέρω, τα απανταχού ισχύοντα, φαίνονται τόσον αναμφισβητήτως δίκαια, φιλάνθρωπα και ορθά, ώστε άλυτον αίνιγμα απομένει πως μόνον αι Ελληνικαί κυβερνήσεις κατώρθωσαν να προτιμήσωσι τα ακριβώς εναντία. Η μετά πάροδον ολοκλήρων ετών θανάτωσις του φονέως έχει αυτούς εκείνους τους εν αρχή μετ' αδημονίας ερωτώντας «διατί δεν κόπτουν το θηρίον», να ερωτώσι «διατί σφάζεται ο άνθρωπος», αφού λησμονηθή το έγκλημά του. Ο πριν και παρ' ημίν συνήθης εν αυτώ τω τόπω όπου διεπράχθη το κακούργημα αγνισμός αυτού διά του αίματος του επί μακρόν χρόνον μαστίσαντος την επαρχίαν γνωστού εις πάντας κακούργου, ήτο βεβαίως πολύ σωφρονιστικότερος της σφαγής εις άλλον τόπον αγνώστου εις τους παρισταμένους καταδίκου. Και τούτο όμως εθεωρήθη εσχάτως ως επουσιώδες και πολύ απραγμονέστερον να ιδρυθή εν κεντρικόν σφαγείον. Εκείνο το οποίον δεν υπήρξε δυνατόν να κατορθωθή εις τας Αθήνας διά την σφαγήν των ζώων, κατωρθώθη εις το Ναύπλιον διά την σφαγήν ανθρώπων. Τας πριν περιοδείας της λαιμητόμου διεδέχθησαν αι περιοδικαί αθρόων καταδίκων σφαγαί. Απίστευτον φαίνεται αλλά και ακριβέστατον είναι ότι διατηρούνται παρ' ημίν κεντρικαί αποθήκαι καταδίκων, εκ των οποίων εξάγεται ανά διετίαν ή τριετίαν δεκαπεντάς ανθρώπων διά να σφαγή. Η διαλογή των θυμάτων, αγνοούμεν αν κατά κλήρον ή κατ' άλλον τρόπον γίνεται μεταξύ τριπλασίου, τετραπλασίου ή και δεκαπλασίου αριθμού συγκαταδίκων εις την αυτήν ποινήν. Οι κατάδικοι τω όντι εις θάνατον αποτελούσι παρ’ ημίν ιδιαιτέραν και ικανώς πολυάριθμον τάξιν καταδίκων, τελείως αγνώστων εις πάσαν άλλην χώραν διά τον λόγον ότι πανταχού ο καταδικασθείς εις θάνατον ή θανατώνεται ή αξιούμενος χάριτος μεταβάλλεται εντός τακτής προθεσμίας από καταδίκου εις θάνατον εις κατάδικον εις δεσμά ή άλλην οιανδήποτε ποινήν. Μόνον εν Ελλάδι ημπορεί να πολυχρονίση υπό την ιδιότυπα καταδίκου εις θάνατον, δυνάμενος μεν ν' αποθάνη και εκ γεροντικού μαρασμού, αλλά και δεκτικός καρατομήσεως από μιας εις άλλην ημέραν, χωρίς να ηξεύρη διατί. Όπως το ξίφος επί της κεφαλής του Δαμοκλέους, ούτω επικρέμαται ισοβίως και επί της ιδικής του η κοπίς της λαιμητόμου.

Πάντα ταύτα φαίνονται τόσον άτοπα, αλλόκοτα, απάνθρωπα και βδελυρά, ώστε εκλίνομεν επί πολύν χρόνον να πιστεύσωμεν ότι υπήρχον ίσως ιδιαίτεροί τινες ιστορικοί, διοικητικοί, πολιτικοί ή άλλοι άγνωστοι εις ημάς λόγοι, επιβάλλοντες τας τοιαύτας εκτροπάς από της απανταχού κρατούσης συνηθείας. Τους λόγους τούτους εζητήσαμεν πλειστάκις να πληροφορηθώμεν ερωτώντες δικαστάς, εισαγγελείς, τμηματάρχας, υπουργούς και όσους άλλους ηδυνάμεθα να θεωρήσωμεν ως αρμοδίους να φωτίσωσιν ημάς περί τούτου. Αι απαντήσεις όμως αυτών ημιλλώντο κατά την ποικιλίαν προς τα χρώματα της Ίριδος ή της στολής του Αρλεκίνου. Εκ των αντιφάσεων αυτών ουδέν άλλο ηδυνήθημεν να συμπεράνωμεν παρά μόνον ότι ουδ' αυτοί εκαλογνώριζαν διατί πρέπει η Ελλάς ν' αποτελή μοναδικήν εξαίρεσιν της απανταχού επικρατούσης τάξεως και σοβαρότητος περί την διαχείρισιν του απονεμομένου εις το Κράτος φοβερού διαιώματος του φονεύειν. Το μόνον βέβαιον είναι ότι διά της μακράς συνηθείας κατήντησαν τα παρ' ημίν διαπραττόμενα ασυνείθιστα να χάνωσι την φρικαλέαν αυτών πρωτοτυπίαν. Ο τύπος γράφει εκάστοτε περί τούτων, απλώς διά τον τύπον, ολίγας τινάς γραμμάς ουδεμιάς αξιουμένας απαντήσεως παρά των υπευθύνων, και τα πράγματα εξακολουθούσι να διανύωσι την τακτικήν ή μάλλον την άτακτον αυτών τροχιάν.

Ως δεν κατώρθωσαν οι αστρονόμοι να εξηγήσωσι διατί, ενώ πάντες οι λοιποί πλανήται στρέφονται περί εαυτούς από δυσμών προς ανατολάς, μόνος ο πλανήτης Ουρανός στρέφεται απ’ ανατολών προς δυσμάς, ούτω αδύνατον φαίνεται να ανευρεθή και ο λόγος διά τον οποίον ουδέν πρέπει να γίνεται εις την Ελλάδα, όπως εις πάντα τα λοιπά κράτη, τα έχοντα την αξίωσιν να λέγωνται πολιτισμένα. Και όχι μόνον αδύνατος είναι η ανεύρεσις του λόγου, αλλά και η αναζήτησις αυτού φαίνεται μετέχουσα του γελοίου. Ο ερωτών λ.χ. διατί είναι παρ' ημίν δεκαπλάσιος του αλλαχού των φόνων και των αναιρέσεων ο αριθμός, διατί την ποινήν της φυλακίσεως αντικαθιστά εις τα εγκλήματα του τύπου ή της προφυλακίσεως, διατί εξ όλων των κρατών του Αίμου μόνη η Ελλάς δεν πρέπει να έχη στρατόν, διατί δεν καταδιώκονται οι κλέπτοντες τας δικαιογραφίας εκ του γραφείου της Βουλής, διατί μεταβάλλονται εις κοπρώνας τα αρχαία μνημεία, διατί αντί του κ. Τσούντα διδάσκει ο κ. Οικονόμου την αρχαιολογίαν, ή πώς συμβαίνει να θεωρή ο κ. Δηλιγιάννης επιλήψιμον την εξύβρισιν του Βασιλέως, κινδυνεύει να κατηγορηθή ως καθ’ υπερβολήν απλοϊκός, ως αναζητητής φύλλων εις τ' άχυρα, ως κοπανιστής αέρος, αν όχι και ως ιδιότροπος, δύστροπος, παράξενος, ασυμβίβαστος και ανάξιος να συγκαταλέγεται μεταξύ των έξυπνων Ρωμηών. Ο τίτλος διορθωτού του ρωμαίικου κατήντησε ν' αμιλλάται κατά την γελοιότητα προς τον του τετραγωνισμού του κύκλου.

Τούτον φοβούμενοι περιωρίσθημεν από ικανών ήδη ετών να λέγωμεν εις τους αναγνώστας μας παραμύθια περί γάτων, σκύλων, αλόγων, βοών και Συριανών συζύγων. Σήμερον όμως προτιμώμεν κατ' εξαίρεσιν να διηγηθώμεν εις αυτούς μίαν αληθεστάτην ιστορίαν, ήτις έχει το πλεονέκτημα να ομοιάζη παραμύθι και πλην αυτού να συνδέεται στενώς με το μέγα ζήτημα της θανατικής ποινής. Ως πάντες γνωρίζουσι, το εκτάκτως φοβερόν της ποινής ταύτης έγκειται εις τας προηγουμένας της εκτελέσεως αγωνιώδεις ώρας του καταδίκου. Ενώ τον εφορμώντα κατ’ εχθρικού προμαχώνος στρατιώτην ή τον πνέοντα τα λοίσθια ασθενή υποστηρίζει μέχρι τελευταίας πνοής η ελπίς ότι ενδέχεται να σωθώσιν, εις μόνον τον κατάδικον επιβάλλεται ν' αντικρύση την απόλυτον βεβαιότητα της επικειμένης αυτού εκμηδενίσεως. Αν ήτο δυνατόν ν' απαλλαχθή του φοβερού τούτου αντικρυσμού, θα εστερούντο του κυριωτάτου αυτών επιχειρήματος οι εξεγειρόμενοι κατά της θανατικής ποινής, ως ελπίζομεν να πεισθώσιν οι αναγνώσται της κατωτέρου αψευδούς διηγήσεως.

Η ουσία της ιστορίας ταύτης παρέμενεν ως ουγκεχυμένον και αδέσποτον παιδικόν άκουσμα εις γωνίαν τινά της μνήμης μας, ότε έτυχε να την ακούσωμεν επιβεβαιουμένην και συμπληρουμένην εν αυτώ τω τύπω όπου συνέβη παρ' αυτού του ανεψιού του ήρωος αυτής. Περιηγούμενοι κατά τον χειμώνα του 187… την Σικελίαν και διατρίβοντες από τινων ημερών εις την Μεσσήναν, έτυχεν εσπέραν τινά να ζητήσωμεν άσυλον κατ' αιφνίδιας καταιγίδας εις το πλησιόχωρον ελληνικόν προξενείον. Πλην του κ. προξένου, παλαιού ημών φίλου, εύρομεν εις την αίθουσαν εν ανδρόγυνον, το οποίον μας επαρουσίασε μειδιών μετά τινος ειρωνείας ως τον πανοσιώτατον καπουκίνον Δομένικον Λαμαδόρον, ήτοι Κυριακούλην Χρυσοσπάθην και την ... κυρίαν του. Τούτο δεν ήτο αστειότης. Μετά την κατάκτησιν τω όντι της Ρώμης υπό των Ιταλών και την επικράτησιν των προοδευτικών ιδεών πολλοί Σικελοί καλόγεροι εθεώρησαν πρέπον ν' αποτινάξωσι την κουκούλαν και να νυμφευθώσιν. Εν μόνον βλέμμα επί του ξερασωθέντος ήρκεσε να με πείση, ότι έκαμε κάλλιστα να λάβη γυναίκα. Επί ώμων Άτλαντος και λαιμού ταύρου έφερε κεφαλήν, της οποίας αδύνατον ήτο να μη θαυμάση τις την ανθηράν όψιν, την πυκνήν τρίχα, τας ικανάς να χρησιμεύσωσιν ως ρόπαλον εις τον Σαμψώνα σιαγόνας, τα κατακόκκινα χονδρά χείλη και το μακάριον μειδίαμα, το αποκαλύπτον οδόντας ιπποποτάμου. Το μάσημα και τα φιλήματα του πανοσιοτάτου πρέπει να ηκούοντο εις απόστασιν πεντήκοντα τουλάχιστον βημάτων. Ο κ. πρόξενος και εγώ ωμοιάζαμεν πίθηκον παραβαλλόμενοι προς αυτόν. Ουδ' ήτο δυνατόν ν' ανεύρη γυναίκα αξιωτέραν της ιδικής του να εντρυφήση εις τα τοιαύτα αυτού προσόντα. Οι μαύροι οφθαλμοί της εφλογοβόλουν και η κοκκινόξανθος κόμη της έλαμπεν ως χαλκίνη περικεφαλαία. Δεν ήτο όσον εκείνος χονδρή, αλλ’ υψηλή, εύσωμος και εύμορφη απ’ επάνω έως κάτω. Λέγω δε απ’ επάνω έως κάτω ουχί κατά τύχην, αλλά διότι είχεν ανυψώση ολίγον το φόρεμα της διά να ξηράνη εις την εστίαν τα υποδήματά της, τα κάθυγρα εκ της αιφνιδίας πλημμύρας. Ουδέποτε έτυχε να ζηλεύσω τόσον πολύ εις άλλον άνθρωπον το πλάτος των ώμων του, τους οδόντας του, το πολύ αίμα του, την ευρωστίαν του και την γυναίκα του. Μετ' ολίγον μ' έκαμε να ζηλεύσω και άλλο αυτού προτέρημα, την ευθυμίαν και την κωμικήν δύναμιν, την οποίαν κατώρθωνε να μεταδίδη και εις τα πενθιμώτατα θέματα ομιλίας. Κατά τας ημέρας εκείνας περί ουδενός άλλου εγίνετο λόγος παρά της προσφάτου καρατομήσεως του ληστάρχου Ταρτάλια, όστις αφού εδόξασε την Σικελικήν κλεφτουργιάν, τρέψας πολλάκις εις φυγήν τους καραβινιέρους, είχε δειλιάση προ του δημίου.

— Αν ήμην εγώ πνευματικός του, είπεν ο προκαλόγηρος, θα κατώρθωνα να τον κάμω ν' αποθάνη παλληκαρίσια, με την εφεύρεσιν του μακαρίτου θείου μου Πάτερ Βαρνάβα. Είναι η μόνη ικανή να κάμη και τον δειλότερον κατάδικον ν' αντικρύση χωρίς φόβον την φούρκαν ή την καρμανιόλαν.

— Και εις τι συνίσταται αυτή η εφεύρεσις; ηρώτησα μετά περιεργείας.

— Εις το να μη πιστεύη ο κατάδικος ότι πρόκειται να τον κόψουν ή να τον κρεμάσουν.

— Τούτο, παρετήρησα, φαίνεται κάπως δύσκολον, όταν έχη έμπροσθέν του την μηχανήν και αφού του υπεσχέθη τον παράδεισον ο παπάς.

— Και τις η ανάγκη, απήντησε, να του υποσχεθή ο παπάς τον παράδεισον και όχι άλλο τι καλλίτερον;

— Αλλά τι καλλίτερον από τον παράδεισον ημπορεί να υποσχεθή εις άνθρωπον αγόμενον εις την λαιμητόμον;

— Ημπορεί να του υποσχεθή ότι έχει ακόμη να ζήση πολλά χρόνια και να φάγη πολλά μακαρόνια πριν μεταβή εις τας αιωνίους μονάς.

— Δεν σας εννοώ.

— Πώς δεν με εννοείτε; Δεν προτιμάτε και σεις τα μακαρόνια της γης από τα ωσαννά και τα αλληλούια του ουρανού, ή μήπως δεν προτιμάτε από τους αΰλους αγγέλους τας ζωντανάς γυναίκας, όταν μάλιστα ομοιάζουν με την ιδικήν μου και στεγνώνουν τας κνήμας των εις την φωτιάν; Αν μου ειπήτε όχι, δεν θα σας πιστεύσω, διότι την τρώγετε με τα μάτια απ’ επάνω έως κάτω και κάμνετε πολύ καλά, επρόσθεσε μειδιών, διότι αξίζει τον κόπον, κι εγώ δεν ζηλεύω.

Διά να μη φανή παράδοξον το τοιούτον είδος ομιλίας, δεν είναι περιττόν να προσθέσω ότι υπερέβαινε τότε παν όριον των ξερασωμένων καλογήρων η αδιαντροπία και η επίδειξις ασεβείας, ως να ήθελον να αποζημιωθώσι διά την πρώην επιβαλλομένην εις αυτούς υπό του επαγγέλματός των συστολήν και υποκρισίαν. Ταύτα όμως δεν εξήγουν και πώς ηδύνατο ο πνευματικός να υποσχεθή εις κατάδικον πολλά έτη και φαγοπότια αντικρύ της λαιμητόμου.

Την εύλογον ταύτην απορίαν μου ηυδόκησεν επί τέλους να λύση ο Χρυσοσπάθης διηγούμενος τα εξής:

«Γνωρίζετε βέβαια ότι πριν γίνη μία η Ιταλία, η νήσος μας ήτο παράρτημα του βασιλείου της Νεαπόλεως και ότι εμίσουν οι Σικελοί τους Νεαπολίτας όσον οι Πολωνοί τους Μοσχοβίτας. Και όχι μόνον τους απεστρέφοντο ως αλλοφύλους και τυράννους, αλλά και τους επεριφρόνουν ως ανάνδρους. Κατά την εποχήν λοιπόν όπου το μίσος κατά της Νεαπόλεως ευρίσκετο εις την ακμήν του, ολίγους μήνας μετά την καταστολήν της επαναστάσεως του 1848 και τον βομβαρδισμόν της Μεσσήνας, Ναπολιτάνος στρατιώτης της φρουράς του Παλέρμου ονομαζόμενος Σάνδρος έτυχε να μαχαιρώσει δι’ ερωτικούς λόγους τον λοχίαν του και να καταδικασθή εις θάνατον υπό του στρατοδικείου. Η εκτέλεσις όμως της αποφάσεως επρόσκοπτε κατά της εξής σπουδαίας δυσχερείας την οποίαν είχαν λησμονήση να λάβουν υπ’ όψιν οι στρατοδίκαι· ότι την κακήν ιδέαν των Σικελών περί της ανδρείας των στρατιωτών του βασιλέως Φερδινάνδου θα επεκύρωνε και θα εκορύφωνεν η κατά την ημέραν της εκτελέσεως δειλία του καταδίκου. Η αλήθεια είναι ότι ο Ναπολιτάνος δύναται να φανή ανδρείος μόνον όταν είναι θυμωμένος ή μεθυσμένος, όχι όμως και ν’ αντικρύση τον θάνατον με ψυχραιμίαν. Την ανησυχίαν ταύτην ηύξανεν η συμπεριφορά του καταδικασθέντος, όστις δεν έπαυε να κλαίη και να οδύρεται εις την φυλακήν του. Βέβαιον λοιπόν εφαίνετο ότι θα κατήσχυνε τον στρατόν της κατοχής αποθνήσκων ανάνδρως.

Τούτο όμως ήτο τόσον ασύμφορον την επιούσαν καταστολής επαναστάσεως και την παραμονήν ίσως εκρήξεως άλλης, ώστε οι προϊστάμενοι αυτού εθεώρησαν πρέπον να γράψωσιν εις Νεάπολιν ζητούντες την μετατροπήν εις δεσμά της θανατικής ποινής. Ο βασιλεύς ήτο εύσπλαγχνος και ηρέσκετο ν' απονέμη χάριν, επ’ αυτού μάλιστα του ικριώματος της αγχόνης, εις πολιτικούς και άλλους καταδίκους, ουδέποτε όμως εχαρίτωσεν εγκληματίσαντα στρατιώτην, θεωρών τούτο ως επιζήμιον εις την πειθαρχίαν. Αντί λοιπόν της ζητηθείσης χάριτος έφθασε μετά τρεις ημέρας εκ Νεαπόλεως η διαταγή να εκτελεσθή η απόφασις ανυπερθέτως.

Κατά το διάστημα τούτο είχε κορυφωθή η ανυπομονησία των κατοίκων του Παλέρμου να ίδωσι Ναπολιτάνον στρατιώτην λιποψυχούντα προ του θανάτου, τον οποίον είχον υπομείνη προ τινων εβδομάδων τόσον ηρωικώς οι Σικελοί πατριώται οι καταδικασθέντες υπό των εκτάκτων δικαστηρίων. Η πεποίθησις των Πανορμιτών επί την ανανδρίαν τον καταδίκου ήτο τοιαύτη, ώστε δεν εδίσταζαν να στοιχηματίζωσι δέκα τάλληρα αντί ενός ότι θα ελιποθύμει επί του τόπου της εκτελέσεως. Ταύτα ήτο επόμενον ν’ αυξήσωσιν έτι μάλλον την αμηχανίαν των αρχών. Ο διοικητής συνεκάλει αλλεπάλληλα συμβούλια προς εύρεσιν ενός οιουδήοτε τρόπου προφυλάξεως του στρατού από της επικειμένης δυσφημίας κατά τα οποία πολλά και ποικίλαι επροτείνοντο γνώμαι. Οι μεν ήθελον να μεθυσθή ο κατάδικος δι' οίνου της Μαρσάλας ανακατωμένου με ρακήν, πριν οδηγηθή εις τον τόπον της εκτελέσεως, οι δε να τουφεκισθή την νύκτα εις τα υπόγεια του φρουρίου, ενώ άλλοι επρότειναν να αναμιχθή κοπανισμένον υαλίον εις το φαγητόν του ή να εγχυθή υδράργυρος εις το αυτίον του ενώ εκοιμάτο[1]. Αλλ’ ο μεν λαθραίος τουφεκισμός θ' ανεδείκνυε την Κυβέρνησιν συμμεριζομένην την περί της ανανδρίας των στρατιωτών της επικρατούσαν γνώμην, η δε ανάμιξις κοπανισμένου υαλίου εις το φαγητόν και η καθ' ύπνους έγχυσις υδραργύρου ήσαν κάπως δυσεφάρμοστοι, διά τον λόγον ότι από τριών ήδη ημερών ο κατάδικος ούτε έτρωγεν ούτε εκοιμάτο. Οι συσκεπτόμενοι έξυαν την κεφαλήν των ματαίως αναζητούντες άλλο τι καλλίτερον, ότε επαρουσιάσθη προ αυτών ο θείος μου Πάτερ Βαρνάβας, αναλαμβάνων αντί εκατόν ταλλήρων, πληρωτέων μετά την επιτυχίαν, να διαθέση τον κατάδικον ν' αποθάνη αφόβως και γενναίως. Ερωτηθείς διά τίνος τρόπου ήλπιζε να κατορθώση τούτο, ηρκέσθη ν' απαντήση ότι η απόλυτος μυστικότης ήτο απαραίτητος όρος επιτυχίας και ότι ήτον εξ ίσου βέβαιος ότι θα επιτύχη όσον και ότι θα δύση ο ήλιος εις την θάλασσαν μετά μίαν ώραν. Ο Πάτερ Βαρνάβας εφημίζετο ως έξυπνος άνθρωπος. Η φήμη του αύτη, η πεποίθησις μετά της οποίας ωμίλει και προ πάντων η ανικανότης προς εύρεσιν άλλης διεξόδου, έπεισαν το συμβούλιον να δεχθή την πρότασιν του πανοσιωτάτου, υποσχόμενον την ζητηθείσαν αμοιβήν. Ώρα της εκτελέσεως ωρίσθη η δεκάτη της επιούσης και τόπος αυτής η ευρύχωρος παρά την προκυμαίαν πλατεία.

Ρίγος και σπασμοί κατέλαβον τον κατάδικον όταν είδε εισαγόμενον τον συνήθη πρόδρομον των τουφεκιστών ρασοφόρον.

Ούτος, ευθύς άμα έμειναν μόνοι, έσπευσε να προλάβη την επικειμένην λιποθυμίαν του δυστυχούς, λέγων εις αυτόν «μη φοβείσαι, έρχομαι να σε αναγγείλω ότι ο βασιλεύς ηυδόκησε να σου απονείμη χάριν».

— Χάριν! ανέκραξεν ο κατάδικος καταφιλών τας χείρας του καπουκίνου. Λοιπόν δεν θα με τουφεκίσουν; Είσαι βέβαιος περί τούτου;

— Βεβαιότατος. Είδα με τα μάτια μου το διάταγμα με την υπογραφήν του βασιλέως. Η χάρις όμως θα σε δοθή εις τον τόπον της εκτελέσεως. Ενθυμείσαι τους τρεις επαναστάτας, εις τους οποίους εδόθη πέρυσι χάρις επάνω εις την αγχόνην, ενώ ο βρόχος ήτο περασμένος εις τον λαιμόν των;

— Τους ενθυμούμαι.

— Ούτω και σε θα σε οδηγήσουν εις την πλατείαν της προκυμαίας, θα σε τοποθετήσουν αντικρύ εις απόσπασμα δέκα στρατιωτών, θα διαταχθή πυρ, και τότε μόνον θα λάβης την χάριν. Δεν είχα το δικαίωμα να σου το φανερώσω άλλα σε το λέγω, διότι ο βασιλεύς δεν θέλει τον θάνατόν σου και ήτο κίνδυνος ν' αποθάνης εις τον δρόμον από την τρομάραν. Θάρρος λοιπόν. Έχεις ακόμη να φας πολλά μακαρόνια, πριν μεταβής εις τον άλλον κόσμον.

Η προσλαλιά αύτη ήρκεσε να διαλύση πάντα δισταγμόν και πάντα φόβον του καταδίκου. Ωμοίαζεν άνθρωπον από το στήθος του οποίου θα εσήκωναν βαρύν βράχον. Εδάκρυεν, εγέλα, εζητωκραύγαζεν υπέρ του βασιλέως, υπέσχετο λαμπάδας εις όλους τους αγίους και επί τέλους εζήτησε να παρασύρη τον πνευματικόν του να χορεύσουν μαζί μίαν ταραντέλλαν.

— Τι κάμνεις, αθεόφοβε! είπεν ούτος. Λησμονείς ότι, εχάθημεν και οι δύο, αν γνωσθή ότι σου εφανέρωσα το μυστικόν. Γονάτισε και εξομολογήσου.

Ο κατάδικος εγονάτισεν, είπεν όσα είχε να είπη, έλαβεν άφεσιν αμαρτιών και απεχαιρέτησε τον πανοσιώτατον αποκαλών αυτόν σωτήρα του και υποσχόμενον να θαμβώση την επιούσαν τους θεατάς διά της αφοβίας του προ των τουφεκιστών.

Ευθύς μετά την έξοδον τον καπουκίνου εισήλθεν ο δεσμοφύλαξ, τον οποίον μεγάλως εξέπληξεν η εύθυμος διάθεσις του πρώην νυχθημερόν οδυρομένου.

— Δεν ηξεύρεις, είπεν εις αυτόν, ότι αύριον εις τας δέκα θα σε τουφεκίσουν;

— Το ηξεύρω πολύ καλά· γενηθήτω το θέλημα του Θεού. Ηξεύρω όμως ότι έχω το δικαίωμα να ζητήσω να φάγω ό,τι θέλω εις το τελευταίον μου γεύμα. Παράγγειλε να μου φέρουν μίαν μακαρονάδα, ένα ψητόν καπόνι και κρασί των Συρακουσών.

Μετά τριήμερον νηστείαν και αγρυπνίαν έφαγεν ως λάμια και απλωθείς έπειτα εις την κλίνην του ερουχάλισε μακαρίως μέχρις ου ήλθε την επιούσαν να τον εξυπνήση ο επί της εκτελέσεως αποσπασματάρχης. Αφού δις εχασμήθη εζήτησεν ο κατάδικος ως τελευταίας χάριτας ένα καφέ διά ν' αποτινάξη τον ύπνον από τα βλέφαρά του, μίαν ψήκτραν διά να καθαρίση την στολήν του, εν γαρούφαλον και την άδειαν να βαδίση με λυτάς χείρας εις τον τόπον της εκτελέσεως. Αφού εβούτηξε δυο παξιμάδια εις τον καφέ του, επλύθη, εκτενίσθη, ανώρθωσεν ως άγκιστρα τους μύστακάς του, επέρασε το γαρούφαλον εις την κομβιοδόχην του κολοβίου του και στρεφόμενος έπειτα προς τον αποσπασματάρχην είπεν εις αυτόν μετά θαυμαστής αταραξίας· «Είμαι έτοιμος, κύριε λοχία». Πάντες οι παριστάμενοι ηπόρουν διά την αιφνιδίαν μεταμόρφωσιν του δειλού κάπωνος εις ανδρικόν πετεινόν, και πάντες συνέχαιρον διά την έξοχον κατηχητικήν ικανότητα τον θείον μου Βαρνάβαν, όστις εδέχετο μετά της προσηκούσης εις το σχήμα του μετριοφροσύνης τα συγχαρητήρια.

Αν και ήτο χειμών κατά το ημερολόγιον, ο καιρός ήτο εαρινός, ο ουρανός ανέφελος, η αύρα χλιαρά και εμοσχοβόλουν αι πορτοκαλέαι. Κανείς άλλος τόπος δεν έχει ζεστάς ημέρας τον χειμώνα πλην της Σικελίας.

— Και της Ελλάδος, διέκοψα εγώ.

— Έχετε δίκαιον, απήντησεν ο προκαλόγηρος. Ελησμόνουν ότι η μικρά σας Ελλάς ήτο πριν επαρχία της Μεγάλης και είχε πρωτεύουσαν τας Συρακούσας και Βασιλέα τον Χαρώνδαν.

— Ταύτα, απήντησα γελών, είναι δεκτικά συζητήσεως. Αλλά τελειώσατε, παρακαλώ, την ιστορίαν σας.

— Έλεγα λοιπόν ότι ο καιρός ήτο ωραίος. Τα εργαστήρια είχον κλεισθή και όλοι οι Πανορμίται, άνδρες και γυναικόπαιδα, είχον σωρευθή εις τον δρόμον, τα παράθυρα, τους εξώστας και τας στέγας των χαμηλών οικιών, περιμένοντες την διάβασιν του καταδίκου. Οι κυβερνητικοί διέδιδαν ότι ούτος είχεν ανδρειωθή και θ’ απέθνησκεν ως γενναίος στρατιώτης, οι δε Σικελοί επέμειναν να στοιχιματίζωσι δέκα προς εν ότι θ' απέθνησκεν ως Ναπολιτάνος. Δεν εβράδυναν όμως να πεισθώσιν ότι δεν ήξιζε τίποτε το στοίχημά των. Αντί να σύρεται ως μόσχος εις την σφαγήν, ο κατάδικος εβάδιζεν εν μέσω των μελλόντων να τον τουφεκίσωσι στρατιωτών γαλήνιος και μεγαλοπρεπής ως θεός του Ολύμπου. Οσάκις συνήντα γνωρίμους του καθ’ οδόν έτεινεν εις αυτούς την χείρα και εις τα συλλυπητήρια και τας ενθαρρύνσεις αυτών απήντα διά καταλλήλου ρητού της προς χρήσιν του στρατού χρηστομαθείας του Σοαβίου «Ο δίκαιος δεν φοβείται τον θάνατον» «Ο άνθρωπος είναι παροδίτης επί της γης» «Ο θάνατος είναι μετάβασις εις την αθανασίαν», η άλλου τοιούτου και ευθύς έπειτα ετάχυνε το βήμα, ως θέλων ν’ ανακτήση τον απολεσθέντα χρόνον.

Οι Ναπολιτάνοι εθριάμβευον και επευφήμουν και οι Σικελοί έκλιναν δυσθύμως προς τα κάτω την κεφαλήν.

Προ της θύρας οινοπωλείου δύο συστρατιώται του, ορθοί επί σκαμνίων, τον επροσκάλεσαν να πίη εν τελευταίον ποτήριον οίνου μετ' αυτών. Δεχθείς προθύμως την πρόσκλησιν ύψωσε το ποτήριον ανακράζων «Εις την υγείαν της Α. Μεγαλειότητος του ενδόξου και αγαθού ημών βασιλέως Φερδινάνδου. Ο θεός να τον ευλογή και να τον πολυχρονίζη». Την φοράν ταύτην επευφήμησαν τον κατάδικον πλην των Ναπολιτάνων και πολλοί εκ των Σικελών, εις δε τους λοιπούς μία μόνη απέμεινεν ελπίς ότι το ασύνηθες τούτο θάρρος ήτο προϊόν μιας οπωσδήποτε τεχνητής διεγέρσεως και θα εξέλιπεν επί του τόπου της εκτελέσεως. Η ελπίς αύτη θα επραγματοποιείτο ίσως αν δεν είχε προνοήση ο θείος μου Βαρνάβας να παρευρεθή εκεί διά να τον ενθαρρύνη διά νεύματος και της επιδείξεως της άκρας χαρτίου, το οποίον δεν ηδύνατο να είναι άλλο παρά η υποσχεθείσα χάρις.

Ο κατάδικος ουδέν απολέσας της αταραξίας του, υπήγε να τοποθετηθή αυθορμήτως αντικρύ των τουφεκιστών εις την κανονισμένην απόστασιν δέκα βημάτων απωθήσας τον προσελθόντα να περιδέση κατά το σύνηθες τους οφθαλμούς του διά μαντυλίου δεκανέα. Οι στρατιώται ηύθυναν ήδη κατά του στήθους του τα όπλα αναμένοντες το τελευταίον πρόσταγμα, ότε αντήχησαν εκ διαφόρων συγχρόνως ομίλων φωναί «Δεν μας αποχαιρετάς, Σάνδρε;» Το αποχαιρέτημα τούτο είναι εις τον τόπον μας δικαίωμα του καταδίκου και σχεδόν καθήκον επιβαλλόμενον εις αυτόν υπό της παραδόσεως. Άλλος το προετοιμάζει και άλλος το αυτοσχεδιάζει, άλλος λέγει πολλά και άλλος ολίγα, έκαστος κατά τον βαθμόν της ρητορικής του ικανότητος, όλοι όμως προσπαθούν να ειπούν κάτι διά να μη υποτεθή ότι εβούβανεν αυτούς ο φόβος. Ο Σάνδρος δεν ήτο ρήτωρ, ήτο όμως αρκετά καλός τενόρος. Μη ευρίσκων τι να είπη αξιομνημόνευτον ανέμελψεν αντί προσλαλιάς το άσμα των «Μασναδιέρων» του Βέρδη:

 

Tra-la, Trala lala,

N' andremo d'un salto

Nel mondo di la.

Ήτοι

Θα πάγω μ' ένα πήδημα

Ίσια στον άλλον κόσμον!

 

Το κύκνειον τούτο άσμα ήτο βεβαίως επίκαιρον, η φωνή του καταδίκου ωραία και η αφοβία, μεθ' ης ητοιμάζετο να πηδήση εις τον άλλον κόσμον, αληθώς πρωτοφανής. Ευλόγως λοιπόν εξερράγη το πλήθος εις επευφημίας και χειροκροτήματα, οίων ουδέποτε ηξιώθησαν εις το θέατρον ούτε ο Ρόπας, ούτε ο Μάριος, ούτε ο Φασκίνης, ουδ' αυτή ίσως η Μαλιβράν. Ταύτα αντήχουν ακόμη, ότε ύψωσε το ξίφος ο έχων το πρόσταγμα αξιωματικός, ήστραψαν τα τουφέκια και δέκα σφαίραι ετρύπησαν το στήθος του καταδίκου. Ο θάνατος επήλθεν τόσον ακαριαίος ώστε δεν επρόφθασε να εξαλείψη το διαστέλλον τα χείλη του μειδίαμα ευδαίμονος αυταρεσκείας.

Ειπέτε μου τώρα, παρακαλώ, αν πιστεύετε ότι ηδύνατο ο θείος μου Βαρνάβας να κάμη τον άνθρωπον εκείνον να αποθάνη τόσον ευχαριστημένος και ν’ αφίση μνήμην ήρωος, αν του ωμίλει περί της ευσπλαγχνίας του θεού και της μακαριότητος του Παραδείσου, αντί να του υποσχεθή ότι έχει ακόμη να ζήση πολλά χρόνια και να φάγη πολλά μακαρόνια;

— Ομολογώ ότι το πράγμα επιδέχεται αμφισβήτησιν. Δεν εννοώ όμως πώς ο μακαρίτης θείος σας απεδέχετο να δοξάζη παρ’ αξίαν ως ήρωας τους εχθρούς της πατρίδος του Ναπολιτάνους;

— Δεν το εννοείτε διότι δεν γνωρίζετε, ως φαίνεται, ότι οι Φράγκοι ρασοφόροι δεν έχουν άλλην πατρίδα πλην της Εκκλησίας, ουδ' άλλον αρχηγόν πλην του Πάπα. Έπειτα ο θείος μου ήτο, ως σας είπα, έξυπνος άνθρωπος και είχε στοιχηματίση κι εκείνος πολλά ότι θ' απέθνησκεν ο κατάδικος γενναίως».

Η βροχή είχε παύση και το ανδρόγυνον ηγέρθη να μας αποχαιρετήση. Εξερχόμενος με επροσκάλεσεν ο προκαλόγηρος να υπάγω να ίδω την συλλογήν του Σικελικών αρχαιοτήτων, και την πρόσκλησιν ταύτην επεκύρωσεν η κυρία του δι’ ενός προσηνεστάτου arivederci. Εκατοίκουν το πρώτον πάτωμα μικράς οικίας εις την άκραν της οδού Γαριβάλδη. Επί της κοσμούσης την θύραν χαλκίνης πλακός ανεγινώσκετο υπό το όνομα του ενοίκου ο τίτλος «αρχαιολόγος» (antiquario), σημαίνων εν Σικελία «πωλητής αρχαιοτήτων». Η δεξίωσις υπήρξε φιλοφρονεστάτη. Η οικοδέσποινα ευηρεστήθη να μου προσφέρη καφέ και να με θαμβώση και πάλιν με την λάμψιν των μαύρων της οφθαλμών και της χρυσής της κόμης, ο δε ξερασωμένος αρχαιολόγος, αφού μοι παρεχώρησεν αντί εκατόν μόνον φράγκων δύο σπάνια νομίσματα των Συρακουσών, ηυδόκησε να με πληροφορήση ότι, αν πλην των οφθαλμών και της κόμης επεθύμουν να μεταΐδω και τας κνήμας της κυρίας του, ηδυνάμην ν’ απολαύσω την ευχαρίστησιν ταύτην μεταβαίνων το εσπέρας εις το θέατρον Vittorio Emmanuele, οπού ήτο δευτέρα χορεύτρια. Όπως οι καλόγηροι, ούτω είχαν αρχίση να υπανδρεύωνται εις την Σικελίαν και αι χορεύτριαι.

(«Ακρόπολις» 1 Οκτωβρίου 1896)

 

 

αρχή

 


 

ΠΑΝΔΑΜΑΤΕΙΡΑ ΚΑΙ ΠΑΝΔΑΜΑΤΩΡ

Τους απαύστως παραπονουμένους διά τα καύματα του Ιουλίου, τον κονιορτόν, τον Δήμαρχον, την λειψυδρίαν και ρυπαρότητα των δρόμων Αθηναίους συμβουλεύομεν ν' αποδημήσωσιν επί ένα μήνα, ουχί Ιούλιον αλλά και Απρίλιον, εις Κάιρον της Αιγύπτου. Εκεί θέλουσι μάθη οι μεμψίμοιροι ούτοι πως τα αυγά εκθετόμενα εις το παράθυρον ψήνονται εις το διάστημα της απαγγελίας ενός Πάτερ Ημών, και σκληρύνονται αν τύχη βραδύγλωσσος ο απαγγέλλων· εκεί θα ίδωσιν οικίας, πνέοντος του λιβός, δένδρα, οχήματα, διαβάτας, όνους και καμήλους, εξαφανιζόμενα εις πυκνόν νέφος μαύρου ως την πίσσαν κονιορτού, ουχ μεταφορικώς, ως ο αθηναϊκός, αποτυφλούντος, αλλά πράγματι μεταβάλλοντος εις τυφλούς, οφθαλμιώντας ή μονοφθάλμους το εν τέταρτον τουλάχιστον των Αιγυπτίων, και τούτο ενώ υπάρχει πρόχειρον προς κατάβρεγμα το θολόν ρεύμα του ακενώτου Νείλου· εκεί θέλουσι διδαχθή πως σβύνουσι την δίψαν διά διαλύσεως κιτρίνου βορβόρου οι μη έχοντες να δώσωσι πεντάλεπτον δι' έκαστον ποτήριον ύδατος διηθημένου και πως εφευρέθησαν τα χάρτινα περιλαίμια υπό των δυστροπούντων να καταβάλωσιν εν και ήμισυ φράγκον διά πλύσιμον εκάστου υποκαμίσου.

Εξ όλων όμως των πληγών της Αιγύπτου, η μάλλον βασανίζουσα τους προ εικοσάδος ετών και λήγοντος του έαρος συγκατοίκους μου εν τω τότε αρίστω του Καΐρου Βασιλικώ Ξενοδοχείω ήτο ότι δεν υπήρχε τρόπος να κοιμηθή τις μόνος, ουδέ καν εύκολον να γνωρίζη ακριβώς τίνας είχεν εκάστοτε εις την κλίνην του συντρόφους. Ανά πάντα τω όντι δηλωτικόν της παρουσίας των κνισμόν, εδικαιούτο μετ’ ίσης πιθανότητας να υποθέση ότι συνεκόμισε φθείρας εκ του χθεσινού περιπάτου εις το Καγκαλή Παζάρ, ότι περιπατεί επ' αυτού κάνθαρος, ότι τον εμίανε δυσώδης κορέος, ή εκεντήθη υπό ιοβόλου σκορπιού.

Εκ τούτου συνέβαινεν ότι ευθύς μετά το πρόγευμα απεσύρετο μεν έκαστος ημών εις το δωμάτιόν του προς μεσημβρινόν ύπνον, μετά τινα όμως λεπτά έβλεπε τις πάντας κατά σειράν συνερχομένους εις την εν τω κέντρω του ξενώνος μικράν αυλήν, ως εις το μόνον κατά τας θερμάς ώρας οπωσούν κατοικήσιμον μέρος. Οι τέσσαρες τω όντι υψηλοί τοίχοι του τετραστέγου οικοδομήματος μετέβαλλον την αυλήν ταύτην εις είδος τι φρέατος, και μικρά τις μετά πίδακος δεξαμενή παρείχεν αν ουχί πολλήν δρόσον, το παρήγορον τουλάχιστον κελάρυσμα ύδατος καταλειβομένου. Εις τα πλεονεκτήματα ταύτα πρέπει να προστεθή ο τεχνητός ζέφυρος γιγαντιαίου κρεμαστού ανεμιστηρίου, παλλομένου υπό ευρώστου μαύρου, τον οποίον, προς μετριασμόν του αιθιοπικού αυτού αρώματος, ερράντιζαν μακρόθεν δι’ ύδατος της Κολωνίας δύο φιλοπαίγμονες Αγγλίδες. Ουδέ ταύτα όμως ουδ' η ακατάπαυστος επί δίσκων περιφορά μοναδικής την ποικιλίαν συλλογής δροσιστικών εξ ανανάς, ρόδων, πικροκεράσου, κιτρομήλου, ζιζύφου, ταμαρίνθου και παντός άλλου καρπού και άνθους, ουδέ του άραβος ταχυδακτυλουργού τα θαύματα, ουδέ της επαιτούσης ζάκχαριν δορκάδος η χάρις και η ημερότης, ούτε των μεταξοτρίχων αιλούρων της Άγκυρας αι θωπείαι, ούτε του πολυγλώσσου ψιττακού αι προσρήσεις, ουδ’ αυτή της χαριτοβρύτου ξενοδόχου η παρουσία ήρκουν να νικήσωσι των πολυώρων εκείνων καταναγκαστικών συνεδριάσεων την πλήξιν και την ανίαν. Το μόνον κατ’ αυτής κάπως δραστικώτερον αντίδοτον ήτο η ιλαρότης, την οποίαν επροκάλει πάντοτε η εμφάνισις ζεύγους τινός αληθώς πρωτοτύπου. Περί μεν της κυρίας ηδύνατό τις εκ πρώτης όψεως, άνευ δισταγμών, να βεβαιώση ότι προ τριάκοντα ή και περισσοτέρων ετών υπήρξεν εκτάκτως ωραία· αλλ’ ήδη ούτε το χρώμα, ούτε η κόμη, ούτε τα οφρύδια, ούτε οι οδόντες ουδ’ άλλο τι ήτο παρ' αύτη αληθινόν πλην μόνων των κοσμούντων τα ώτα και τους δακτύλους της αδαμάντων. Ουδ’ ηρκείτο εις τούτων μόνον την λάμψιν, αλλά και η ενδυμασία αυτής ημιλλάτο προς της Ίριδος την ποικιλίαν, η κόμη ή μάλλον φενάκη από πρωίας βοστρυχισμένη, το πιλίδιον αληθής ανθών, ο πέπλος εκ τριχάπτου και οι εβδομηκονταετείς πόδες συνεσφιγμένοι εντός χρυσοπόρπων ατλαζίνων υποδημάτων· το δε εκ πάντων τούτων αναδιδόμενον άρωμα του προ ημίσεως αιώνος περιζητήτου αποστάγματος Millefiori, τόσον ιδιάζον και βαρύ, ώστε ήρκει μόνον ν' αναγγείλη αλανθάστως την προσέγγισιν της κυρίας Ορτενσίας Βερτολόττη. Ουχ ήττον δε του υποκειμένου, της ενδυμασίας και της οσμής ήσαν και οι τρόποι αυτής ιδιόρρυθμοι και αρχαϊκοί. Εισερχομένη εχαιρέτα περιληπτικώς πάντας, θέτουσα την χείρα επί της καρδίας, και στρέφουσα έπειτα κύκλω την κεφαλήν εμοίραζεν ως αντίδωρον ανά εν βλέμμα και εν γλυκύ μειδίαμα εις έκαστον ημών, άνευ της ελαχίστης υποψίας ότι εφιλοδώρει πράγματα στερούμενα από πολλού πάσης αξίας. Αλλά και ουδέποτε έτεινε την δεξιάν της προς χειραψίαν, αλλά πάντοτε υψηλά προς ασπασμόν, ουδ’ εκάθιζέ ποτε χωρίς πρώτον ως εκ απροσεξίας να δείξη και έπειτα να σκεπάση μετά προσοχής τον πόδα, και πλειστάκις, ουδενός μελετώντος επίθεσιν, ελάμβανεν ήθος αμυνομένης. Περί δε του κ. Δαβίδ Βερτολόττη αρκεί να είπωμεν ότι ήτο κατά τινα έτη νεώτερον της συζύγου του γερόντιον, διδάκτωρ των καλών γραμμάτων, ιππότης του Αγ. Μαυρικίου, κομψότατος, ευγενέστατος, αλλά και κατεχόμενος υπό της μανίας ν' απαγγέλλη περί παντός ζητήματος, και ιδίως καλλιτεχνικού, αυτοσχεδίους λόγους εις γλώσσαν γαλλικήν προφερομένην ιταλιστί και μάλιστα λομβαρδιστί. Και τοιούτο μεν ήτο το ανδρόγυνον, η δε δι' αυτού διασκέδασις συνίστατο προ πάντων εις το να υποκρίνωνται πάντες σφοδρόν έρωτα προς την κυρίαν, περιάγοντες αυτήν διά του πλήθους των απαιτήσεων εις αστειοτάτην αμηχανίαν περί την προτίμησιν ευνοουμένου, τον δε κύριον να ενθαρρύνωσι μεν εις αυτοσχεδιάσματα μετ' ολίγον όμως, ενώ ερητόρευε πλησίστιος, να πνίγωσι την φωνήν του διά συναυλίας βαρυήνων ρογχασμών, ζητούντες έπειτα παρ’ αυτού συγγνώμην αν κατελήφθησαν υπό ύπνου ακουσίου και ακαταμαχήτου. Ταύτα έβαινον επί τινα χρόνον ομαλώς εντός των ορίων σχετικής τίνος ευπρεπείας, αλλ’ αποφράδα τινά ημέραν, καθ' ην τον χυμόν του ανανάς και της ταμαρίνθου είχεν αντικαταστήοη ο παγωμένος καμπανίτης, οι ζωηρότεροι των θαυμαστών της καλής Ορτενσίας εξετράπησαν εις υπέρβασιν των εσκαμμένων τόσον σπουδαίαν, ώστε ο ανεκτικώτατος των συζύγων ηναγκάσθη να θυμώση και ν' αποχωρήση μετά της συμβίας του υπερβαίνων όμως την φλιάν[2] της θύρας, έκρινε πρέπον να στραφή και να κεραυνώση τους αυθάδεις ως εξής : «Αρκούμαι, Κύριοι, προς τιμωρίαν σας να σας δηλώσω ότι η δέσποινα προς την οποίαν ησεβήσατε, πριν ή αξιωθώ να συζευχθώ μετ' αυτής, ωνομάζετο Ροζάτη Γαλέττη!»

Η δόξα, και προ πάντων η θεατρική, παρακμάζει σήμερον τόσον ταχέως, ώστε και αυτήν την ύπαρξιν της φερούσης το ανωτέρω όνομα ενδέχεται ν' αγνοώσιν οι νεώτεροι των αναγνωστών. Της ομηγύρεως όμως η κατάπληξις υπήρξε μεγάλη, διότι ουδείς εδικαιούτο προ τετάρτου αιώνος ν' αγνοή το όνομα τούτο· παρ’ εμοί δε εξήγειρε την ανάμνησιν οπτασίας των παιδικών μου χρόνων αλησμονήτου. Εσπέραν τινά, μετά την παράστασιν επί του θεάτρου της Γενούης του πολυκρότου μπαλλέττου «Μελεάγρου», αποκοιμηθείς εντός αμάξης, αναμενούσης την σειράν αυτής να κινήση, αφυπνίσθην έντρομος υπό φοβεράς βοής. Παράφορον και αλαλάζον πλήθος εφώρμα κατά πλήρους ανθοδεσμών τιθρίππου, απωθούμενον υπό των χωροφυλάκων και των αστυνομικών κλητήρων, των οποίων αντήχουν αι επιταγαί διαλύσεως, εκρότουν αι μάστιγες και ήστραπτον τα ξίφη. Μετά βραχείαν όμως πάλην κατίσχυον των αντιπροσώπων της τάξεως οι της αταξίας· ο ηνίοχος, πειραθείς να προχωρήση, εκρημνίζετο εκ της έδρας του, οι ίπποι απεζεύγοντο και την θέσιν αυτών ελάμβαναν ολίγα λογικά όντα, μεταβληθέντα εις άλογα υπό του ενθουσιασμού, ενώ ορθή εν τη αμάξη, πατούσα επί στιβάδος ανθέων και ως όνειρον ωραία υπό το φως των βεγγαλικών λαμπάδων, ηυχαρίστει η Ροζάτη Γαλέττη τα επευφημούντα πλήθη κράζουσα: «Crazie, Signori, e troppo!»

Παρά των θαυμαστών αυτής εκηρύττετο η Γαλέττη χορεύτρια εμάφιλλος της Έσλερ, της Τζερίτου και της Ταλλιόνη· ούτε προς Έλφην όμως, ούτε προς χρυσαλλίδα ή άλλο τι ατμώδες και εναέριον ηδύνατο ως εκείναι να ομοιωθή, αλλά πολύ μάλλον προς εμψυχωθέν άγαλμα της Ήρας ή Ρωμαίας αυτοκρατορίσσης. Ο χορός αυτής ήτο προ πάντων επίδειξις του κάλλους της, υπό πάσας αυτού τας απόψεις, και πολύ των κινήσεων θαυμαστότεραι αι καμπύλαι του τραχήλου και των ώμων, το αψιδωτόν σχήμα του ποδός και η έντασις των μυώνων της κνήμης. Αλλά πολύ μάλλον η χορεύτρια εθριάμβευεν ακινητούσα. Όταν μετά την εκτέλεσιν επιπονωτέρας τινός σειράς αλμάτων εστηρίζετο εις στήλην ή κορμόν δένδρου, καταπόρφυρος εκ του αγώνος και ουχί του ψιμυθίου, συνέχουσα διά της χειρός τους παλμούς του ογκωθέντος στήθους της, ενώ παρασυρθείσα υπό του ιδίου βάρους κατέρρεεν η κόμη της επί των ώμων ως μαύρη πλημμύρα και εφλογοβόλουν οι οφθαλμοί, διέστελλε τα χείλη μειδίαμα Βάκχης και θρόμβοι τινές ιδρώτος έστιλβον εις τους κροτάφους της ως μαργαρίται, πάντες τότε ελησμόνουν την χορεύτριαν, όπως θαυμάσωσι την γυναίκα· η δε εκ του θεάματος αίσθησις ήτο τοιαύτη, ώστε έτρεμον αι χείρες αι κρατούσαι τας διόπτρας, και πλειστάκις συνέβη ν' αντηχήσωσιν αίφνης παταγώδη χειροκροτήματα και να πέσωσι βροχηδόν επί της σκηνής αι ανθοδέσμαι, άνευ ουδεμιάς εμφανούς αφορμής, ενώ ανεπαύετο η Γαλέττη περιμένουσα την σειράν της να χορεύση.

Η τότε αυστηρά εν Ιταλία λογοκρισία και τα μέλη της επιτροπής, υποκινούμενα υπό σεμνοτύφων τινών ή, το πιθανώτερον, ζηλοτύπων αριστοκρατικών γυναίων, απεπειράτο μεν ενίοτε να επέμβη προς περιορισμόν του σκανδάλου, ως το ωνόμαζε, δύσκολον όμως ήτο να διατυπωθή εύλογόν τι παράπονον κατά της μόνης ίσως χορευτρίας, ήτις ούτε εψιμυθιούτο, ούτε εγύμνωνεν όσον αι άλλαι το στήθος, και των διαφανών χιτωνίων επροτίμα ν' ανατινάσση βαρείας μέχρι μέσης κνήμης εσθήτας, δια κινήσεως του γόνατος αμιμήτου. Τι δε έπταιεν εκείνη, αν έπλασεν αυτήν ο Θεός οίαν οι ερμογλύφοι την Ήραν, αν δεν ευρίσκετο Ιξίων ικανός να προτίμηση της Ήρας ταύτης οιανδήποτε Νεφέλην, αν ήτο ως του Χαρμολάου του Μεγαρικού διτάλαντον το φίλημά της και αν προς εύρεσιν των ταλάντων τούτων επώλησαν ειδωλολάτραι τινές τον αγρόν των, υπέγραψαν συναλλάγματα ή και ελήστευσαν το πατρικόν ταμείον ή την μητρικήν κειμηλιοθήκην; Ουδέ δικαιότερον ήτο να θεωρηθή υπεύθυνος, αν ο γέρων μαρκήσιος Σπίνολας επρόσφερεν εις αυτήν την καρδίαν, την χείρα και την αποκλήρωσιν των ανεψιών του· αν ο δουξ Βαλδισέρας ερράπισεν εν πλήθοντι θεωρείω την γυναίκα του, τολμήσασαν να την συρίξη· αν ο εκβακχευθείς αντιπρόσωπος της βασιλίσσης Ισαβέλλας απέσπασεν από του στήθους του και έρριψεν εις τους πόδας της αδαμαντοκόλλητον αστέρα, ή αν ο ηγούμενος των Καπουκίνων, εις ον εξωμολογείτο τα αμαρτήματά της, εγονάτισεν εμπρός της ικετεύων και μετ' αυτού ν’ αμαρτήση. Πώς δε να μη θεωρήση τις ως ασύστατον κακολογίαν, ότι ο υποβολεύς του θεάτρου περιφρονηθείς παρ’ αυτής, εσκόρπισε δια πιστολίου τον μυελόν του, ενώ αυτό τούτο απεδείκνυεν ότι ο άνθρωπος μυελόν δεν είχεν; Η δε τοσαύτη θραύσις εις μόνους τους μη ιδόντας την γυναίκα ταύτην εφαίνετο αλλόκοτόν τι και μυθώδες. Προς εξήγησιν της γοητείας αυτής, αρκούμεθα να ενθυμίσωμεν ότι η ιστορία, η ποίησις και η τέχνη, κατέστησε γυναικεία τινα ονόματα αχώριστα από της ιδέας ηδονής τίνος υπερανθρώπου. Ολίγοι, πιστεύομεν, είναι εκείνοι, εις ους δεν επροξένησεν ηδυπαθές ρίγος το της Δαλιδάς, της Σαλόμης, της Κλεοπάτρας ή της Βυζαντινής Θεοδώρας. Άξιον δε παρατηρήσεως είναι ότι πάσας ταύτας τας αντιπροσώπους της υπερτάτης εντάσεως της ηδυπαθείας αναπλάττει αυθορμήτως η φαντασία ημών κατά τον αυτόν περίπου τύπον γυναικός υπερβάσης την ήβην, ευμελούς, μετά βλέμματος επιτακτικού και χείλους κάπως ειρωνικού. Τοιούτο ήτο το κάλλος και το ήθος της Γαλέττης, της μόνης ικανής να εμποιήση εις τους λατρευτάς αυτής την αίσθησιν, ότι ασπάζονται το κράσπεδον της εσθήτος Σεμιράμιδος ή πατούνται ως ο Ηρακλής υπό του σανδαλίου Ομφάλης. Αλλά και αυτόν τον χρόνον εφαίνετο κατορθώσασα ν’ αφοπλίση. Ότε είδον αυτήν αποθεωμένην εν Γενούη, ήτο βεβαίως υπερτεσσαρακοντούτις, ουδ' υπήρξεν εκείνη η τελευταία απόζευξις των ίππων εκ της αμάξης της θαυμαστής γυναικός, αλλ’ επί δεκαπενταετίαν ακόμη εξηκολούθησε να χορεύη, ή μάλλον να επιδεικνύη εαυτήν εν Νεαπόλει, Τεργέστη, Μιλάνω και Φλωρεντία. Επί τέλους κατέβαλε φευ! την πανδαμάτειραν ο πανδαμάτωρ, μεταβολών εις το οικτρόν εκείνο άθροισμα ρυτίδων, προκομίων, επιχρισμάτων, μωρών αξιώσεων και αλλοκότων μορφασμών, το πριν είδωλον της Ιταλίας, εις αντικείμενον γέλωτος την παραίτιον τοσούτων δακρύων!

Την ροήν των αναμνήσεων διέκοψαν αι παρακλήσεις της ξενοδόχου όπως δυσωπήσωμεν δι' οιουδήποτε τρόπου το ζεύγος Βερτολόττη, το ετοιμαζόμενον ήδη ν' απέλθη εις το αντικρύ αντίζηλον ξενοδοχείον της Ανατολής. Μετά βραχείαν περί τούτου σύσκεψιν απεφασίσθη παμψηφεί εις μεν την κυρίαν να προσφέρωμεν δι' εράνου μεγαλοπρεπή ανθοδέσμην, μεθ' ικετηρίου γράμματος, όπως συγχωρήση παρεκτροπήν, δι' ην έπταιε προ πάντων το πολυύμνητον αυτής κάλλος, τον δε κύριον να ικανοποιήσωμεν επιτρέποντες αυτώ να ρητορεύση επί δίωρον άνευ διακοπής. Η επιτυχία της αναφοράς υπήρξε τελεία. Ευθύς, τω όντι, μετά την ανάγνωσιν αυτής, επέλαμψεν εις το παράθυρον του κοιτώνος της η ιλαρά όψις της κυρίας Ορτενσίας, οσφραινομένης τα σταλέντα άνθη και παρεχούσης ημίν μετά γλυκερού μειδιάματος πλήρη άφεσιν αμαρτιών, κατά δε την υπαίθριον συνεδρίασιν της επιούσης ανέπτυσσεν εις ημάς ο κύριος Δαβίδ Βερτολόττης την περίφημον αυτού θεωρίαν περί υπεροχής του μπαλέττου, εν συγκρίσει προς το δράμα και το μελόδραμα, ως εξής:

«Σκοπός τον τεχνίτου είναι, Κύριοι, να συγκινή την ψυχήν ημών, μεταδίδων όσα αισθάνεται ο ίδιος. Τούτο δύναται να επιτύχη, είτε υποβάλλων εις τους οφθαλμούς το ικανόν να προκαλέση την συγκίνησιν ταύτην αντικείμενον, ως ο ζωγράφος, ο γλύπτης και ο παντομίμος, είτε αγωνιζόμενος να ερμηνεύση ο ίδιος την εκ τούτου εντύπωσιν και να μεταδώση αυτήν, έστω και αορίστως, εις τους άλλους, όπως πράττει ο μελοποιός. Η ζωγραφική, η γλυπτική, η μουσική και η μιμητική όρχησις είναι βεβαίως έξοχοι τέχναι, αλλά και εκ τούτου δυσπρόσιτοι εις τους πολλούς, τους χρήζοντας όπως συγκινηθώσιν εκφραστικού μέσου υλικωτέρου, εξηγούντος τα πάντα και απαλλάττοντος από παντός κόπου την νωθράν και άπτερον αυτών φαντασίαν. Τοιούτον είναι ο προφορικός λόγος. Υπάρχουσι φιλόσοφοι, κηρύττοντες την γλώσσαν θείαν αποκάλυψιν και μη αναλογιζόμενοι, οι άθλιοι, ότι υβρίζουσι τον Θεόν αποδίδοντες αυτώ τρόπον εκφράσεως, όχι μόνον συνθηματικόν, αλλά και καθ’ εαυτόν άχαριν, βάναυσον και τραχύν. Τι άλλο τω όντι είναι πάσα γλώσσα παρά μόνον ελεεινόν κράμα συριγμού, βραγχνότητος και ρινοφωνίας δασέων, τα οποία αναγκάζουσι τον εκφέροντα να χασμηθή, ψιλών τα οποία δεν δύναται να προφέρη χωρίς να πτύση, αφορήτων χασμωδιών, αμφιβόλων διφθόγγων, χαλαρών συνδέσμων, αργών επιθέτων και αλλοκότων ιδιωτισμών;

»Η τοιαύτη χάριν των πολλών προσθήκη του λόγου εις την μίμησιν εγέννησε το δράμα το αναβιβάζον επί της σκηνής πρόσωπα διαλεγόμενα περί των ιδίων αυτών υποθέσεων και συμφερόντων, ενώπιον ακροατών ηλιθίων, οίτινες, αν δεν ήσαν τοιούτοι, ηδύναντο, προσέχοντες εις τα περί αυτούς συμβαίνοντα, να εντρυφήσωσιν εις δράματα ασυγκρίτως κάλλιον ή επί του θεάτρου παριστανόμενα υπ' αυτών των αληθώς δρώντων και πασχόντων προσώπων. Ουδέ περιωρίσθη εις τούτο το κακόν· αλλ’ ευρέθησαν και οι επιχειρήσαντες να μελοποιήσωσι τον διάλογον, ήτοι να καθυποτάξωσι την μουσικήν εις πάσας του δράματος τας περιπετείας. Το τοιούτον όμως πείραμα, το ονομασθέν μελόδραμα, αδύνατον ήτο να μη αποτύχη ελεεινώς, δια τον λόγον ότι, αν μεν αποβλέπη προ πάντων η μουσική εις την τέρψιν της ακοής, αν είναι δηλ. ελαφρά και ζωηρά, ως η Ιταλική, αποδεικνύεται ασυμβίβαστος προς πάσαν έντασιν του τραγικού πάθους, αν δε πάλιν επιδιώξη την εμβρίθειαν και την ακριβεστέραν συμφωνίαν προς την εκ του δράματος διάθεσιν της ψυχής, ως η των νεωτέρων Γερμανών, τότε η ακρόασις αυτής αποβαίνει πολύ μάλλον κόπος παρά ηδονή.

»Αλλά δεν είναι ίσως περιττόν να καταστήσω διά τίνος παραδείγματος έτι σαφέστερα όσα λέγω. Πάντες γνωρίζετε τον μιμητικόν χορόν τον λεγόμενον της Μελίσσης. Νέα κόρη θέλει να κόψη ρόδον και εκ της κάλυκος του άνθους εκπηδά μέλισσα διώκουσα, φοβίζουσα ή και πληγώνουσα διά του κέντρου την κορασίδα. Προς στιγμήν ενόμισεν αύτη ότι απηλλάγη του θηρίου, και αναλάμπει επί του προσώπου της η χαρά· την πρόσκαιρον όμως ταύτην γαλήνην διαδέχεται και πάλιν ο σάλος και ο τρόμος, διότι ησθάνθη το πονηρόν ζωύφιον εμφωλεύον εις τας πτυχάς του πέπλου της, ον ρίπτει μετά φρίκης μακράν αυτής· αλλά ουχί, δυστυχώς, μετ' αυτού και την μέλισσαν την εισδύσασαν ήδη υπό την εσθήτα. Και ταύτην λοιπόν σπεύδει ν’ αποβάλλη ή μάλλον να σχίση, τρέχουσα ως μαινομένη και σκορπίζουσα περί αυτήν τα τεμάχια του υφάσματος, μέχρις ου καταβληθείσα υπό του τρόμου και του καμάτου καταπέση ημιθανής και ημίγυμνος επί της χλόης.

»Τοιαύτη είναι η παντομίμα· καθ’ όλον αυτής το διάστημα δεν έπαυσεν η χορεύτρια να παρίσταται ενώπιον ημών ζωηρά, εύχαρις, ευκίνητος και πτερωτή· ουδ’ υπάρχει κίνδυνος να ίδωμεν τα ρόδινα χείλη της διαστρεφόμενα προς οχληράν απαγγελίαν φωνηέντων και συμφώνων, ή τον λαιμόν αυτής ογκούμενον προς επίπονον εκφοράν βαρέος ή οξέος ήχου. Αφού, τω όντι, αρκούσι προς σαφή αποτύπωσιν και του λεπτοτάτου αισθήματος η έκφρασις του προσώπου και του σώματος αι κινήσεις, τις η ανάγκη αμίλλης προς την φλυαρίαν σοφιστού ή τους λαρυγγισμούς κοσσύφου; Ας αφίσωμεν λοιπόν το μελόδραμα και το δράμα εις τους χυδαίους...

— Αλλά, κύριε, διέκοψεν η παρακαθημένη πυρρόμαλλος αγγλίς, πρέπει άρα να κατατάξω μετά των χυδαίων και τον Ρακίναν και τον Σαιξπήρον;

— Όχι βεβαίως, κυρία μου, αλλά μόνον να ενθυμηθήτε ότι, ζώντος του Ρακίνα, αι τραγωδίαι αυτού παριστάνοντο υπό ηθοποιών αλευροπάστων την κόμην και φερόντων το ένδυμα της αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ', επί σκηνής όπου παρεκάθηντο αναμίξ μετά των προσώπων του δράματος οι προνομιούχοι θεαταί, και ότι ταύτα ήρκουν όπως καταστήσωσιν αδύνατον πάσαν των οφθαλμών και επομένως του πνεύματος απάτην. Άλλως δε αι τραγωδίαι του Ρακίνα στερούνται πάσης δράσεως· δεν είναι δράματα, αλλά βιβλία, τα οποία ουδέν ζημιούνται αναγινωσκόμενα πλησίον της εστίας, αντί να διδαχθώσιν από της σκηνής. Όλως διάφοροι τούτων είναι αι τραγωδίαι του Σαιξπήρου, ήτοι μόνον δράσις απ’ αρχής μέχρι τέλους· ο δε διάλογος είναι εν αυτοίς τόσον επουσιώδης, ώστε θα ηδύνατο άνευ μεγάλης ζημίας να λείψη. Τούτο αισθανόμενος αυτός ο Σαιξπήρος, ουδέποτε διστάζει να θυσιάση τον διάλογον εις πάσαν αυτού ιδιοτροπίαν. Οτέ μεν υπακούων εις τον λυρικόν αυτού οίστρον, παρενθέτει ποιήματα όλως αλλότρια της δραματικής υποθέσεως, οτέ δε έχων όρεξιν να γελάση παρεισάγει πρόσωπα ανταλλάσσοντα επί ολοκλήρους κατά σειράν σκηνάς χαριεντισμούς, βωμολοχίας και λογοπαίγνια, ουδέ ταύτα έχοντα τι κοινόν προς το δράμα, και άλλοτε πάλιν, κατά τας κρισίμους μάλιστα πλοκάς, αντικαθιστά ως εν τω μπαλέττω τον διάλογον η απλή υπόδειξις του τι πρέπει να πράξωσι τα επί της σκηνής πρόσωπα, να μονομαχήσωσι, να εγχύσωσιν εις κύλικα δηλητήριον, να κόψωσι κλάδους δένδρου, να εξορύξωσιν οφθαλμόν ή να σπαθίσωσι ποντικόν. Ταύτα αρκούσι, πιστεύω, προς απόδειξιν ότι εξ ίσου άτοπον και παράλογον είναι να ζητή τις δράσιν εις τα έργα του Ρακίνα ή να περιορίση εις τον διάλογον τα δράματα του Σαιξπήρου.

»Ας αφήσωμεν λοιπόν το δήθεν δράμα και το μελόδραμα εις τους χοϊκούς ανθρώπους, και ενώ, τέρπονται ούτοι εις την αναπαράστασιν των σκηνών του συνήθους βίου, ας αναζητήσωμεν ημείς εν τω θεάτρω ευγενέστερόν τι εντρύφημα του αισθήματος και της φαντασίας. Υποθέσατε, κύριοι, ότι παιανίζει η ορχήστρα συμφωνίαν του Χάυδν ή του Βετόβεν. Το άκουσμα τούτο αρκεί όπως μεταφέρη ημάς εν ακαρεί εις την ευδαίμονα σφαίραν, όπου δεν υπάρχουσιν ούτε κακοί άνθρωποι, ούτε ρυπαραί πόλεις, ούτε αγροί ηλιακαείς ή κατεψυγμένοι. Αληθές είναι ότι οι πεζοί και οι ημιμαθείς αποκαλούσι περιφρονητικώς όνειρον την ανύψωσιν εις τοιούτον κόσμον, οι μέγιστοι όμως των φιλοσόφων πάσης εποχής και χώρας, κηρύττουσιν ενί στόματι τον τέλειον τούτον νοητόν κόσμον πολύ πραγματικώτερον του υποπίπτοντος εις τας αισθήσεις ημών και την εις αυτόν ανύψωσιν επί των πτερύγων της διαλεκτικής ή της τέχνης, ως τον μόνον τρόπον, δι' ου δύνανται να προγευθώσι της μελλούσης μακαριότητος οι πατούντες τον βόρβορον του τρισαθλίου ημών πλανήτου.

»Αλλ' ο κόσμος ούτος ο ιδανικός και ωραίος, ον απεκάλυψεν εις την ψυχήν ημών η μουσική, θαμβώνει αίφνης και την όρασιν ημών, υψουμένης της αυλαίας. Η σκηνή παριστά ιερόν τι άλσος· εις το βάθος αυτής, επί της κορυφής χλοερού λοφίσκου, στίλβουσιν αι στήλαι αρχαίου ναού, και κατωτέρω, υπό το φύλλωμα μεγαλοπρεπών δένδρων, τα ύδατα διαυγούς λίμνης. Και πάντα ταύτα, χλόη, μάρμαρα, δένδρα και νερά, παρίστανται υπό την μαγικήν λάμψιν του νυκτερινού φωτός υπό όψιν όλως ιδιάζουσαν και ούτως ειπείν ονειρώδη. Η σκηνή είναι ακόμη έρημος, αλλά πας τις προαισθάνεται ότι το δάσος εκείνο δεν κατοικούσιν όντα, ως εκείνα μεθ' ων συναναστρέφεται καθ' εκάστην. Ουδ’ είναι βεβαίως τοιαύτα τα μετ' ολίγον εμφανιζόμενα, αλλ’ έχουσιν ένδυμα διαφανή νεφέλην· και ούτε η φωνή αυτών ακούεται ούτε το πάτημά των, αλλ’ ολισθαίνουσιν ως σκιαί επί της χλόης ή πτερυγίζουσι περί τα άνθη ως χρυσαλλίδες. Αλλ' ήδη εντείνεται ο φωτισμός της σκηνής και ογκούται ο ήχος των οργάνων, αγγέλλων την προσέλευσιν της πρώτης χορευτρίας, δι' ης θέλομεν εντρυφήση εις το άκρον άωτον της τέχνης. Η οργή, κύριοι, με πνίγει, όταν συλλογίζωμαι ότι ευρέθησαν οι ικανοί να ισχυρισθώσιν, ότι η μεν παντομίμα δύναται να έχη και τινα σημασίαν, ενώ η όρχησις δεν έχει κατ’ αυτούς καμμίαν. Οι βλάκες ούτοι δεν εννοούσιν, ότι ο συνδυασμός αυτής μετά της μουσικής είναι η μόνη δυνατή εφαρμογή εις τας τέχνας του υπερτάτου νόμου του ρυθμού, του κατά τον Αριστοτέλη περιάγοντος εν τάξει ολόκληρον την κτίσιν. Προ μικρού η γυνή αύτη εβάδιζεν, έτρεχεν ή επήδα, αλλ' ήδη χορεύει, ο δε χορός, ήτοι η εν ρυθμώ κίνησις, δεν είναι τι αυθαίρετον ή καν ανθρώπινον, αλλά κανονίζεται, όπως και των σφαιρών η αρμονία, υπό του θείου νόμου των αριθμών, ον πρώτος απεκάλυψε και ελάτρευσεν ο Πυθαγόρας...»

Ως ίσως ενθυμείται ο αναγνώστης, πάντες είχομεν αναλάβη την υποχρέωσιν ν' αφίσωμεν να ομιλήση επί δίωρον, άνευ ουδεμιάς δια ρογχασμών διακοπής, τον κ. Βερτολόττην. Η υπόσχεσις ήτο ειλικρινής, ουδέ φαίνεται δίκαιον να κατηγορηθώμεν επί παρασπονδία, αν κατίσχυσε του ηρωικού ημών αγώνος κατά του ύπνου η κάπως απροσδόκητος παρέμβασις εις συζήτησιν περί χορού του Σταγειρίτου και του Πυθαγόρα.

(«Ποικίλη Στοά» 1891)

 

 

αρχή

 


 

Η ΜΗΛΙΑ[3]

[Ο δε Ιησούς είπεν· «Άφετε

τα παιδία έρχεσθαι προς με».

(Κατά Λουκάν ΙΗ', 16).]

Εις ένα χωρίο της Μεγάλης Ελλάδας εζούσεν ένα καιρό ένα κορίτσι τόσο καλόκαρδο και χαριτωμένο, που όλος ο κόσμος το αγαπούσεν. Αν και δεν ήταν πλούσιο, εύρισκε τρόπο να βοηθή τους πτωχούς· ό,τι της έδιδαν το εμοίραζε με αυτούς, και όταν τα χέρια της ήσαν άδεια, η καρδιά και το στόμα της ήσαν πάντοτες γεμάτα καλά αισθήματα και καλά λόγια για να τους παρηγορή. Και όχι μόνον οι άνθρωποι και τα σπιτικά ζώα, αλλά και αυτά τα πουλιά του δάσους την αγαπούσαν. Όταν την έβλεπαν να περνά, κατέβαιναν από τα δένδρα και την ακολουθούσαν σαν σκυλάκια, για να τους δώση το μισό ψωμί της.

Την έλεγαν Μηλιά, γιατί την είχαν εύρει ένα απριλιάτικο πρωί από κάτω από ένα μηλόδενδρο, σκεπασμένη από τα άσπρα άνθια, όπου είχε τυνάξει απάνω της ο άνεμος τη νύχτα.

Το ηλικιωμένο ανδρόγυνο που την είχεν υιοθετήσει, ήταν τόσο πτωχό, οπού μόλις έφθαναν για να μη πεινά όσα εκέρδιζαν με το πλέξιμον η γραία και ο γέρος κόπτοντας ξύλα. Η Μηλιά έκαμνε κι εκείνη ό,τι μπορούσε για να τους βοηθήση. Εμάζευεν εις το δάσος αγριοφράουλες, μενεξέδες και άλλα λουλούδια και τα επρόσφερνεν εις τους διαβάτες μ' ένα χαμόγελο τόσο γλυκό, που σπάνιον ήταν να της αρνηθούν την πεντάρα τους, όσοι είχαν να την δώσουν. Αυτοί όμως δεν ήσαν πολλοί εις το πτωχικό εκείνο χωριό, και το ψωμί και τα κάστανα όπου έτρωγαν ο γέρος και η γρηά, ήσαν πάντοτες ολιγώτερα από την όρεξί τους, και ακόμη πιο μικρό το μερδικό της Μηλιάς, αφού το εμοίραζε με τους πτωχούς και τα πουλιά.

Η Μηλιά ήταν δεκαφτά ετών, όταν μια νύχτα, όπου ενόμιζαν οι θετοί γονιοί της πως κοιμάται, άκουσε να λέγη ο γέρος εις τη γυναίκα του·

«Δεν ξέρω τι θα γίνουμεν, αν δεν κάμη ο Θεός κανένα θαύμα να μας βοηθήση. Τα ξύλα όπου ημπορώ να σηκώσω εις τη γέρική μου πλάτη ολιγοστεύουν καθημέραν, και συ αντίς τρεις χρειάζεσαι τώρα πέντε μέραις για να πλέξης μια κάλτσα. Η Μηλιά τρώγει λίγο, μα αγαπά να μοιράζη ψωμί εις τους πτωχούς και τα πουλιά. Συλλογούμαι τι θα γείνη αφού κλείσουμε τα μάτια. Αν ήταν ένα ή δυο χρόνια μεγαλείτερη θα την έστελνα εις την πόλη να βολευθή. Φρόνιμη και προκομμένη καθώς που είναι, θα εύρισκεν εύκολα μια καλή θέσι, και δεν θα λησμονούσε και τους πτωχούς ανθρώπους που την αναθρέψανε, όταν δεν θα έχω πλέον δύναμι να κόπτω ξύλα ούτε συ δάκτυλα να πλέκης».

Η Μηλιά εκαμώθη πως δεν άκουσε τίποτες. Το πρωί όμως εσηκώθηκε πριν φέξη· έκαμεν ένα κομπόδεμα τα ολίγα της πράγματα, έσφιξε την καρδιά της, εσφούγγισε τα μάτια της, που έτρεχαν σαν βρύσι, και πήγε ν' αποχαιρετήση το γέρικο ζευγάρι. Έκλαψαν κι εκείνοι, έπειτα όμως εσυλλογίσθησαν πως ήτο φανέρωμα του θείου θελήματος, να κάμη την Μηλιάν να συλλογισθή την ίδιαν νύκτα, όσα εσυλλογίσθησαν και εκείνοι. Την άφισαν λοιπόν να φύγη, αφού της έδωκαν πολλά φιλιά, την ευχήν τους και μίαν πήτταν να την τρώγη εις τον δρόμον.

Όλο το χωριό ηθέλησε να την συνοδέψη μιαν ώρα δρόμο έως την Κρύα Βρύσι. Την ακολούθησαν έως εκεί και ένας στραβός πού τον έσερνεν ο σκύλος του και δύο σακάτηδες με τα δεκανίκια. Την εσυνόδεψαν και γίδες, αρνιά, κότες, χήνες πάπιες, γάλοι και πετεινοί, γιατί άνθρωποι και ζώα όλοι την αγαπούσαν και τους ελυπούσεν ο χωρισμός.

Όσον καιρόν έβλεπεν από μακριά το αποχαιρέτημα με το μαντίλι των δύο γερόντων επροσπαθούσεν η Μηλιά να κάμη θάρρος· όταν όμως έπαυσε να το βλέπη κι εκείνο, αισθάνθηκε πρώτη φορά ότι ήτο μονάχη εις τον κόσμο· την επήρε το παράπονο και άρχισαν πάλι τα μάτια της να τρέχουν. Επερπάτησεν όλην την ημέρα χωρίς να σταθή ούτε την πήττα της να δαγκάση. Ο πόνος της καρδιάς γεμίζει ωσάν ψωμί το αδειανό στομάχι των δυστυχισμένων.

Αφού επερπάτησε δέκα όλαις ώραις, εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά ν' αναπαυθή. Ακόμη όμως δεν είχε καλοκαθίση, και την ετρόμαξαν δύο τουφεκιές και το γαύγισμα βραχνού σκύλου. Εγύρισε να ιδή τι τρέχει και είδεν ένα σύννεφο πουλιά που έφευγαν φοβισμένα.

— Ελάτε κοντά μου, εφώναζεν, ελάτε γρήγορα να κρυβήτε σ' αυτήν την λόχμη. Μη φοβάσθε, θα σας γλυτώσω, αν δεν με σκοτώση κι εμένα ο κυνηγός, αν δεν με φάγη ο σκύλος.

Τα πουλιά εγνώρισαν τη φωνή της, εσυνάχθησαν τριγύρω της και εβιάσθησαν να τρυπώσουν αποκάτω από τα χαμόκλαδα, στρυμωμένα το ένα κοντά εις το άλλο, και άκουεν η Μηλιά τες εκατόν καρδούλες των να κτυπούν τακ-τακ σαν τα ρωλόγια εις το αργαστήρι του ρωλογά.

Εκείνην τη στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά.

— Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ’ εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξης τον καλό δρόμο.

Ενώ μιλούσεν ο κυνηγός, εξακολουθούσεν ο σκύλος να γαυγίζη και η καρδιά των πουλιών να κτυπά πιο δυνατά, και το κόκκινο βασίλεμμα του ηλίου έκαμνε το αργυρό νόμισμα να λάμπη σαν να ήταν χρυσό.

— Καλά έκαμες να μ' αρωτήσης, αποκρίθηκεν η Μηλιά. Μια στιγμή πριν έλθης, είδα ένα κοπάδι πέρδικες που επετούσαν κατά το Βορειά, δυο λαγούς που έτρεχαν αντικρυνά, ένα ζαρκάδι που έφευγε κατά την Ανατολή και ένα ζευγάρι φαζάνια κατά τη Δύσι. Έχεις λοιπόν να διαλέξης, μόνο δεν έχεις καιρό να χάσης αν θέλης να τα φθάσης.

Ο κυνηγός της έδωκε το δίφραγκο και εκινήθηκε προς την Ανατολή, ο σκύλος όμως δεν ήθελε να φύγη· επεισμάτωσε να μυρίζεται τα κλαδιά, ν' αλυχτά και να δείχνη τα φοβερά του δόντια. Εσυλλογίστηκε τότες η Μηλιά να του δώση την πήττα της για να ησυχάση· του έδωκε και ο αφέντης του μια κλωτσιά και τότε μόνον απεφάσισε το κακό ζώο να τον ακολουθήση, όχι όμως ευχαριστημένο, αλλ’ εξακολουθώντας το γαύγισμα, ωσάν να έλεγεν εις τον κυνηγό, πως είναι εντροπή να τον γελούν κοτζά μου άνθρωπο τα κορίτσια.

***

Όταν εχάθη μακριά εις το δάσος ο κυνηγός και έπαυσε ν' ακούεται η φωνή του σκύλου, εβγήκαν από την κρύφτη τους τα πουλιά και δεν ήξευραν τι να κάμουν για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους εις την Μηλιά. Εκάθιζαν επάνω εις τον ώμο της, εκελαϊδούσαν εις τ’ αυτί της ευχαριστώ, την αέριζαν με τα πτερά των και της εφιλοτσιμπούσαν τα χέρια, τα χείλια, τα μάγουλα και το λαιμό της. Οι σπίνοι και οι πυρρουλάδες αποσπάσθησαν να πάγουν να της φέρουν κεράσια, ζίζυφα, βατόμουρα και φραγκοστάφυλα να δειπνήση, ενώ τα σπουργίτια και οι πετρίτες της ετοίμαζαν μαλακό στρώμα από καστανόφυλλα, μέντα και λεβάντες να κοιμηθή. Αφού έκαμε την προσευχή της και απλώθηκεν εις το μυρωδάτο εκείνο κλινάρι, την εσκέπασαν με φτέρη για να μη κρυώση κι εκούρνιασαν κι εκείνα εις τα περίγυρα δέντρα να την φυλάγουν.

***

Το πρωί την εξύπνησε το εγερτήριο του κορυδαλού και ήλθαν να την καλημερίσουν και τ' άλλα πουλιά. Αφού ετελείωσε το γενικό τραγούδι, έλαβε το λόγο (συμπάθειο για την ελληνικούρα) ο γλυκόλαλος ρήτορας, το αηδόνι, και της είπε τα ακόλουθα, εις την γλώσσαν των πουλιών, που ένοιωθε καλά και κάπως ωμιλούσεν η Μηλιά.

— Μας είπες χθες πως πηγαίνεις εις την πρωτεύουσα να κυνηγήσης την τύχη, και σήμερις το πρωί εμάθαμεν από μίαν Κίσσαν, ότι παρουσιάζεται μία ευκαιρία μοναδική να την πιάσης από τα γένεια. Ο Βασιληάς, αφού εχήρεψε πρόπερσι, εβαρέθηκε τα μεγαλεία, ταις δόξαις, τα πλούτη και όσα άλλα του ζηλεύει ο κόσμος. Τόση είναι η πλήξη και η μελαγχολία του, όπου κατήντησε να υποσχεθή το μισό του Βασίλειο εις εκείνον όπου κατορθώση να τον κάμη να περάση μία μόνη ώρα χωρίς χασμήματα ή αναστεναγμούς. Πολλοί ήλθαν από όλα τα μέρη να δοκιμάσουν. Η δοκιμή γίνεται απόψε, και ως εις την πρωτεύουσα είναι μόνο πέντε ώρες δρόμος. Σήκω λοιπόν, Μηλιά, και συγυρίσου να πας εις το παλάτι να κερδίσης το βραβείο. Θα σε συνοδέψω με μερικά άλλα πουλιά και θα σε λέγω εις το αυτί τι πρέπει να κάμεις.

— Πουλιά μου αγαπημένα, αποκρίθηκεν η Μηλιά, έχετε καλή καρδιά, όχι όμως και πολλή γνώσι. Μου παραγγέλλετε να συγυρισθώ χωρίς να συλλογισθήτε πως μόνον σας εφρόντισεν ο Θεός να στολίση πλουμιστά φτερά. Εγώ δεν έχω να βάλω παρ' αυτό το παλιοφούστανο που φορώ. Με αυτό θέλετε να πάγω να με καμαρώση η αυλή και ο Βασιληάς;

— Δεν είναι τα πουλιά τόσον ανόητα, όσο τα πιστεύει ο κόσμος, απήντησε το αηδόνι. Δεν θα σου έλεγα να στολισθής, αν δεν είχαμε φροντίσει να ετοιμάσωμεν τα στολίδια. Έχομε φιλία με μεταξοσκούληκα και τα εβάλαμεν να δουλεύουν όλην την νύκτα για να σου κάμουν αυτό το φόρεμα όπου δεν έχει δεύτερο στην οικουμένη.

Έφεραν τότες ένα φουστάνι από μονοκόμματο άσπρο ατλάζι, που είχεν επάνω κεντημένα την άνοιξι με όλα της τα λουλούδια και τον ουρανό με όλα του τ' αστέρια.

— Εγώ, είπεν ο μελισσουργός, έτρεχα όλην την νύκτα να σου εύρω αυτό το άσπρο τριαντάφυλλο να βάλης εις τα μαλλιά σου.

— Και εγώ, είπεν η πυρραλίδα, εσύναξα σταλαγματιές δρόσο και σου έκαμα περιδέραιο, που λάμπει περισσότερο από τα διαμάντια.

— Και εγώ, είπεν η σουσουράδα, σε φέρνω αυτό το ριπίδι, όπου έδωκε το κάθε πουλί το ωραιότερό του φτερό για να γείνη.

Αφού εφόρεσε τα μοναδικά της στολίδια, εφάνηκεν η Μηλιά τόσον ωραία που άρχισαν να υμνολογούν την περίσσεια χάρι της όλα μαζί τα πουλιά. Μόνον εκείνη εξακολουθούσε να είναι ανήσυχη και συλλογισμένη.

— Τι θα γείνω, είπεν, όταν μου μιλήση ο βασιληάς και καταλάβη από τα πρώτα μου λόγια ότι είμαι μια χωριάτισσα του βουνού που δεν ξέρει τίποτε από κόσμο;

— Μη σε νοιάζει, αποκρίθηκε τ' αηδόνι. Αυτή η φιλενάδα μου η Κουρούνα, που βλέπεις κοντά μου, φωλιάζει από εκατόν είκοσι χρόνια εις την στέγη του παλατιού και ξεύρει όλα του τα φανερά και τα μυστικά. Την έφερα επίτηδες για να σε κατηχήση. Σε μια ώρα θα σε μάθη όσα φθάνουν για να διδάξης τον βασιληά τα γονικά του.

***

Με το δίφραγκο του κυνηγού ενοίκιασεν η Μηλιά το βράδυ ένα κομψό αμάξι και σωστά εις τας εννηά το βράδυ επαρουσιάσθηκεν εις την μεγάλη σάλα του παλατιού. Η εντύπωσι που έκαμεν η ωμορφιά του προσώπου της και η λάμψη του φουστανιού της ήτο τόση, όπου όλαις οι άβαφες γυναίκες εκιτρίνισαν από την ζούλεια, και από εκείνην την βραδυά εφανερώθηκε ποιες πασαλείβονται και ποιες όχι.

Ο βασιληάς κατέβηκεν από το θρόνο του και ήλθε να την προϋπαντήση, πράγμα όπου δεν έκαμεν άλλη φορά, παρά μόνον εις την επίσκεψι της αυτοκρατόρισσας του Λεβάντε. Χωρίς να φροντίζη για την εθιμοταξία, την επήρεν από το χέρι και την έβαλε να καθίση σιμά του, ερωτώντας από ποιο βασίλειον έρχεται, ή αν είναι ουρανοκαταίβατη, γιατί δεν πιστεύει πως ημπορεί η γης να γεννήση γυναίκα τόσον ωραία.

Η Μηλιά εκοκκίνησε και του αποκρίθηκε με πολλή σεμνότητα και χάρη ότι είναι μια ταπεινή χωριάτισσα και ήλθε ν' αγωνισθή με τους άλλους για το βραβείο.

— Πρέπει να ξεύρης, της είπεν ο βασιληάς, πως τόσον πολύ εχόρτασα και αηδίασα κάθε διασκέδασι και ξεφάντωμα, που τίποτες πλέον δεν μ' ευχαριστεί. Έχω ολόκληρα χρόνια να γελάσω. Όλα μου φαίνονται ανούσια, ανάλατα, νερόβραστα και βαρετά. Και αυτή σου η ωραιότης εθάμπωσε τα μάτια μου χωρίς να γιατρέψη της ψυχής μου την κούρασι και την πλήξι. Εύχομαι να φανή η διασκεδαστική σου τέχνη, όσον και η ωμορφιά σου μεγάλη.

Και αφού είπεν αυτά επρόσταξε ν' αρχίση ο αγώνας.

Τα λόγια του ετρόμαξαν την Μηλιάν, που δεν ήξευρε πως θα κατώρθωνε να κάμη να γελάση τον αγέλαστο εκείνο βασιληά. Θα έχανε το θάρρος, αν δεν ήρχετο εκείνην την στιγμή το αηδόνι να κελαϊδήση εις το αυτί της: «Μη σε μέλει, τα πουλιά τα ετοίμασαν όλα».

***

Ο πρώτος αγωνιστής που επαρουσιάσθηκεν ήταν ένας περίφημος φραγκομερίτης μπεχλιβάνης ή, καθώς τους λέγουν οι λογιώτατοι, λαθροχειριστής, τόσον επιτήδειος, που τον έπερναν πολλοί για μάγο και αναγκάσθηκε να φύγη από τον τόπον του, όπου εσυνείθιζαν τότες να καίουν τους μάγους. Αυτός εμάντεψε το χαρτί, άσο πίκα, όπου είχε βάλει ο βασιληάς εις το νου του, ετηγάνισεν αυγά μέσα εις το καπέλο του αυλάρχη και έστειλε την ξανθή περρούκα της Μεγάλης Κυρίας να σκεπάση του ιπποκόμου τη φαλάκρα. Έπειτα κατώρθωσε να βγάλη από τη μύτη του υπουργού της δικαιοσύνης ένα σχοινί της φούρκας και από την τσέπη του στρατάρχη ένα δειλό λαγουδάκι. Όλα επήγαιναν καλά, μόνον ο βασιληάς δεν είχεν ακόμη γελάσει. Με την ελπίδα να επιτύχη και τούτο εσκαρφίστηκε να λαθροχειρίση το βασιλικό στέμμα και να στεφανώση με αυτό μία κεφαλή αγριόχοιρου, που ήταν στημένη εις το μέσο του τραπεζιού του δείπνου. Ο βασιληάς όμως δεν ήταν, καθώς φαίνεται, ευδιάθετος. Αντί να γελάση ευρήκεν άνοστο το χορατόν, κι επρόσταξε να διώξουν τον χωρατατζή μ' ένα καλό λάχτισμα εις το μέρος του υποκειμένου του που είναι παρακάτω από τη ράχη.

Ο δεύτερος αγωνιστής ήταν ένας σοβαρός ασπρογέννης φιλόσοφος από τα μέρη της Ολλάνδας. Αυτός είχε φέρει μαζί του μίαν παράξενη μηχανή, με ένα είδος υαλίτικο καζάνι απ’ επάνω. Το άνοιξε και έρριψε μέσα κάρβουνο κοπανιστό, μια κουταλιά αδιάργυρο, μια φούχτα αλογόπετρα, ένα κλαδί δενδρολίβανο και ένα βώλο νισαντήρι. Τα ανακάτεψε με μια χρυσή κουτάλα και αμέσως εζεστάθηκαν, εκόρωσαν, εφλογοβόλησαν, έπειτα εκρύωσαν, εκρουστάλλιασαν, και ευρέθη το καζάνι γεμάτο διαμάντια μεγάλα σαν τ' αυγά της περιστεράς. Όλοι οι αυλικοί έμεναν εκστατικοί και όλες οι κυρίες άπλωσαν το χέρι για να λάβουν από ένα από τα διαμάντια που άρχισεν ο σοφός της Ολλάνδας να μοιράζη. Ο βασιληάς όμως εθύμωσε και πάλι, επρόσταξεν εις τες κυρίες να δώσουν οπίσω όσα είχαν λάβει και είπε με οργή εις το χημικό: «Δεν εσυλλογίσθηκες, ζευζέκη, πως άμα γείνουν τα διαμάντια κοινά σαν τα χαλίκια, θα χάσουν όλη τους την αξία τα δικά μου που είναι τα πρώτα του κόσμου και, αν λάχη και χρειαστώ χρήματα, μπορώ να τα πουλήσω όσο θέλω; Φύγε απ’ εδώ, και αν ξανακάμης άλλη φορά διαμάντια, θα σου σπάσω μαζί με τη μηχανή και το κεφάλι».

Ο τρίτος ήταν ο πρώτος επιστήμονας ενός καινούργιου κόσμου, που είχεν ανακαλύψει ένας κάποιος Κολόμπος, πέρα από το μεγάλο νερομάζωμα, που το λέγουν Ατλαντικό. Αυτός ο νεοκοσμίτης είχε καταφέρει ύστερα από πολλές μελέταις και δοκιμές, να κλείση ταις ηλιακές αχτίδες μέσα εις μπουκαλάκια, που μοιάζανε μικρά αχλάδια, τόσον όμως φωτερά που ο βασιληάς και όλοι οι αυλικοί εθαμπώθηκαν και ανοιγόκλειαν τα μάτια, ωσάν νυχτερίδες που επλάκωσεν ο πρωινός ήλιος, πριν προφθάσουν να χωθούν εις τη σπηλιά τους. Αφού εμισοστράβωσε τον κόσμο άρχισεν ο επιστήμονας να εξηγή πως αυτά τ' ακτινοβόλα αχλάδια είναι νέο σύστημα φωτισμού, και με το μισό έξοδο θα δίδουν φως δεκαπλάσιο από το λάδι, που θα ξεπέση τότες η τιμή του εις το δέκατο, αφού δε θα χρησιμεύη πλια παρά μόνο για το τηγάνισμα και τη σαλάτα.

— Δεν ξεύρεις, αχρείε, τον διέκοψεν ο βασιληάς κίτρινος από την οργή, πως τα κτήματα του βασιλείου μου, τα δικά μου και του λαού μου, είναι όλα ελαιώνες, και έρχεσαι να μας ξεπέσης τη τιμή του λαδιού! Γκρεμίσου να μη σε βλέπω, και αν αύριο ευρεθής ακόμη εις τα κράτη μου θα σ' αλείψω με λάδι και θα σε κάψω ζωντανό.

Ήτο τώρα η σειρά της Μηλιάς και έτρεμεν όλη, βλέποντας πόσον αγριωμένος ήταν ο βασιληάς. Της εκελάδησεν όμως πάλιν το αηδόνι κάτι που της έδωκε θάρρος. Ολονών τα μάτια ήτανε, καρφωμένα απάνω της και η σιωπή τόσο τέλεια, που θ' άκουε κανένας μύγαν να πετά ή χόρτο να φυτρώνη.

Η Μηλιά έδωκε τότε διαταγή ν' ανοίξουν τα είκοσι παράθυρα της σάλλας. Και αμέσως επέταξαν μέσα μικρόπουλα κάθε λογής και είδους, κίτρινοι μελισσουργοί, κόκκινοι πυρρουλάδες, αργυρά ψαροπούλια, μαύροι κότσυφοι, πλουμιστές κίχλες, παρδαλές καρδερίνες, σπίνοι, φρεντζούνια, σεισούρες, ποταμίδες, καλογρήτσες, μαλαθρίτσες, κορυδαλοί, ασπρόκωλοι, τρυποκάρυδα και κεφαλάδες. Αφού εφτερούγιασαν ένα δυο λεπτά, εδώ κι εκεί γύρω εις ταις λάμπαις και τους πολυελαίους, σαν τρελλά πουλιά που ήταν, έκαμαν έπειτα ένα μεγάλο κύκλο. Το αηδόνι εστάθη εις το κέντρο κτυπώντας σαν αρχιμουσικός με τες φτερούγες του το ρυθμό, και ακούστηκε τότε μια πρωτάκουστη συμφωνία τόσο γλυκειά που θα έλεγες πως την είχε συνθέσει η μελοποιήτρια της Παράδεισος Αγία Κεκιλία. Από όλα τα κομμάτια άρεσε περισσότερο μια λιγυρή τετραφωνία σπίνων, που έκαμεν όλους να δακρύσουν, και το κωμικό τραγούδι της κίσσας, το τόσο πηδηκτούλικο και ζωηρά τονισμένο, που όλοι οι αυλικοί άρχισαν να σειούνται και να κινούν τα πόδια σαν να είχαν γεμίσει αι κάλτσες των μερμήγκια.

— Χορέψατε τώρα, πουλιά μου, επρόσταξεν η Μηλιά.

Είκοσι ζευγάρια καναρίνια άρχισαν τότε να χορεύουν ένα έκταχτο και πρωτοφανίστικο βαλς. Με τη μια φτερούγα εκρατούντο τα δυο πουλιά αγκαλιασμένα και επετούσαν με την άλλην. Τα ζευγάρια εγύριζαν ωσάν ανέμες και έκαμαν δέκα φορές το γύρο της σάλλας. Έπειτα εχόρευσαν κατά γης περπατητά μια νόστιμη καδρίλια οι τσαλαπετεινοί και ακόμη καλύτερα επέτυχε το κοτιλλιόν με όλα του τα παιχνίδια. Εις αυτό έκαμαν όλους να ξεκαρδισθούν τα νάζια μιας ακατάδεκτης καρδερίνας, που της επαρουσίασαν δέκα κατά σειράν χορευτάδες και δεν της άρεσε κανένας· τους εκύτταζε με περιφρόνησι κι έλεγεν όχι με το κεφάλι. Ο ενδέκατος έτυχε να της αρέση· για να του το αποδείξη του έδωκε μια μύγα που είχε πιάσει. Την έχαψεν εκείνος και έπειτα αγκάλιασε τη χορεύτριά του και άρχισαν να γυρνούν με χάρη και τέχνη μοναδική.

Δεν θα ετελείωνα ποτέ αν ήθελα να τα ειπώ όλα. Η διασκέδασι έκλεισε με μια βροχήν από σπάνια λουλούδια, που είχαν φέρει τα χελιδόνια από τα ξένα μέρη. Το σπανιώτερο απ’ όλα ήταν ένας γαλάζιος λωτός του επάνω Νείλου, που επρόσφερεν η Μηλιά εις τον Βασιλέα.

Εκείνος ήτανε τώρα όλος ζωή και χαρά. Το αίμα ανέβηκε να βάψη τη χλωμή του όψι και τα μάτια έρριχναν σπίθες. Χωρίς να συλλογισθή ούτε το μεγαλείο ούτε τους προγόνους του, ούτε τι θα έλεγαν οι γύρω του πριγκίποι, δούκες, στρατάρχες, υπουργοί και δεσποτάδες, έσκυψε και εφίλησε την Μηλιά εις το μέτωπο, τα δύο μάγουλα και το σιαγόνι. Το σταυροφίλημα εκείνο, καθώς το έλεγαν, ισοδυναμούσε τότε εις τη Μεγάλη Ελλάδα με επίσημον αρραβώνα. Δεν ημπορώ να είπω αν άρεσεν ο αρραβώνας εκείνος εις όλους τους αυλικούς ή μίαν τουλάχιστο αυλικήν. Όλοι όμως ηναγκάσθηκαν θέλοντας και μη θέλοντας να φωνάξουν: Ζήτω η βασίλισσά μας! Το ίδιο εφώναξαν εις την γλώσσαν τους και όλα τα πουλιά, και βλέποντας ότι έκλαιεν η Μηλιά ενώ την αποχαιρετούσαν, της έδωκαν την υπόσχεσι να την βλέπουν συχνά.

Οι γάμοι έγειναν την επομένην εβδομάδα με περισσή μεγαλοπρέπεια και πομπή. Εις αυτούς ήσαν καλεσμένοι και οι θετοί γονιοί της Μηλιάς, ο γέρος και η γρηά, που τους έκαμνε να φαίνωνται δέκα χρόνια νεώτεροι η χαρά.

Ο βασιληάς, για να τους έχη κοντά της η αγαπημένη του γυναίκα, εζήτησε να τους εύρη καμμιά δημοσία θέσι εις την πρωτεύουσά του. Βλέποντας πόσον ήτο η γρηά φρόνιμη, οικονόμα, νοικοκυρά, λιγόφαγη και εις όλα τακτική την έκαμεν υπουργίναν επί των Οικονομικών. Ο γέρος όμως ήταν πλέον δυσκολοβόλευτος. Δεν ήξευρεν ο άνθρωπος ούτε να γράφη ούτε να διαβάζη. Ο βασιληάς επονοκεφαλούσε να εύρη πως ήτο δυνατόν να τον οικονομήση, όταν έτυχε ν' αποθάνη ο επί της δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργός. Μη έχοντας πρόχειρον καμμίαν άλλην, έδωκεν εις τον γέρον την θέσιν του μακαρίτη, και από τότες εγεννήθη και σώζεται ακόμη εις πολλά μέρη η συνήθεια να δίδεται εις τον πλέον αγράμματον το υπουργείον της παιδείας.

(«Ακρόπολις Χριστουγεννιάτικη» 1895).

 

 

αρχή

 


 

ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΥ

Μεγάλη δυστυχία είναι να έχη κανείς πολύ καλήν καρδίαν. Το ηξεύρω εκ πείρας διότι μ' έκαμεν ο Θεός παραπολύ ευαίσθητον. Δεν ημπορώ να ιδώ άνθρωπον να πάσχη και να κλαίη, χωρίς να γείνουν τα νεύρα μου άνω κάτω, ούτε να εννοήσω πώς κατορθώνουν άλλοι να παρευρίσκονται εις λυπηρά θεάματα. Αν τύχη ν’ αποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εις την κηδείαν, ακόμη και αν χιονίζη. Αλλ’ εγώ δεν ημπορώ να ίδω αποθαμμένον άνθρωπον όπου εγνώρισα ζωντανόν, χωρίς να με ταράξη η σκέψις ότι κι εγώ θ' αποθάνω. Έπειτα αν οι συγγενείς του εφαίνοντο φρόνιμοι και παρηγορημένοι, τούτο θα μ’ επείραζε, διότι δεν αγαπώ τους εγωιστάς· αν πάλιν έκλαιαν και εθρήνουν, το θέαμα θα μου έκοπτε την όρεξιν ή θα εχαλούσε την χώνεψίν μου. Το στομάχι, μου είναι κι εκείνο ευαίσθητο και δύο πράγματα δεν ημπορεί να χωνέψη, τον αστακόν και τας συγκινήσεις. Τας συγκινήσεις εύκολον είναι να τας αποφύγω· να μη τρώγω όμως αστακόν θα ήτο θυσία τόσον μεγάλη, ώστε μου συμβαίνει πολλές φορές να ξεχάσω πως είναι βαρυστόμαχος και να θυμηθώ ότι πρέπει κανείς να συγχωρή εις όσους αγαπά τα ελαττώματά των.

Μεγάλη πρέπει να είναι η αναισθησία και εκείνων όπου δανείζουν εις τους φίλους των χρήματα, χωρίς να συλλογισθούν ότι ενδέχεται να μη δυνηθούν να τα αποδώσουν εις την προθεσμίαν, να τους εντρέπωνται και να τους αποφεύγουν. Τούτο ημπορεί να φανή μικρόν κακόν εις όσους δεν έχουν καρδίαν, αλλ’ η ιδική μου θα ερραγίζετο, αν παλαιός μου φίλος μ' απαντούσεν εις τον δρόμον και εκαμώνετο πως δεν με είδεν. Αυτός είναι ο λόγος που μ' έκαμε να πάρω την απόφασιν να μη δανείσω ποτέ εις φίλον μου εκατόν δραχμάς, έστω και αν πρόκειται να σωθή με αυτάς η τιμή και η ζωή του. Παρά να τον ίδω αχάριστον, καλύτερα να τον κλάψω αποθαμμένον, αφού μάλιστα θα μ' εμπόδιζεν η ευαισθησία μου να υπάγω εις την κηδείαν του. Διά ν’ αποφύγω τα φιλικά δάνεια, επρομηθεύθην από την αγοράν, με ένα εικοσιπεντάρικο, ένα μεγάλο σάκκο «Αρχαγγέλους» και «Πιστωτικές». Με αυτάς έχω το δικαίωμα ν' αποκρίνωμαι ότι ο Γούστας και ο Σκαλούτζης με άφισαν με το υποκάμισον, με μόνον δηλ. επτά σπίτια, που τα λέγω υποθηκευμένα, και εξακόσιες λαχειοφόρες, όπου δεν ηξεύρει κανείς πως τας έχω.

Άλλη σκληρότης και κουταμάρα είναι εκείνων όπου δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, χωρίς να συλλογισθούν ότι, αν μεν είναι ο ελεούμενος ικανός να εργασθή, ενθαρρύνουν την οκνηρίαν του, αν δε τύχη χωλός, στραβός, κουλοχέρης ή λωβιασμένος, το ψωμί που του δίδουν προμακραίνει ζωήν αθλίαν και βασανισμένην. Τούτο δεν το λέγω εγώ, το λέγουν οι μεγάλοι φιλόσοφοι, ο Σπένσερ και ο Δαρβίνος, που απέδειξαν πόσον απάνθρωπα είναι τα λεγόμενα φιλανθρωπικά καταστήματα, τα άσυλα των ανιάτων, τα γηροκομεία και τα λεπροκομεία. Εσημάδεψα εις τα βιβλία των τα μέρη όπου το λέγουν, και τα δείχνω εις όσους έχουν την αδιακρισίαν να μου ζητούν χρήματα, διά να εμποδίσουν ν' αποθάνουν με την ησυχίαν των δυστυχισμένα πλάσματα, που θα ήτο δι' αυτά ο θάνατος ευεργεσία.

Προ μερικών μηνών μου έστειλεν ο αγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανός μίαν επιτροπήν να μου ζητήση να συνεισφέρω, ως μεγάλος κτηματίας, δια να συστηθή εις κάθε τμήμα των Αθηνών ένα λαϊκόν μαγειρείον όπου θα εύρισκαν οι πτωχοί άνθρωποι με μόνον δεκαπέντε λεπτά ένα φλυτζάνι ζουμί κι ένα κομμάτι κρέας. Αν ήμουν άκαρδος καθώς οι άλλοι, θα έδιδα κι εγώ τας είκοσι δραχμάς μου χωρίς δυσκολίαν. Η ευαισθησία μου όμως δεν μου συγχωρεί ούτε καν να συλλογισθώ ότι τρέφονται εις το πλάγι μου δυστυχείς άνθρωποι με νερόζουμο και κοιλιές, ενώ τρώγω εγώ μπαρμπούνια και φιλέτο.

Τρανή απόδειξις της υπερβολικής μου ευαισθησίας είναι και ο τρόπος όπου υπανδρεύθην. Όταν επλησίασαν να με πλακώσουν τα γεράματα, να με κουράζουν αι διασκεδάσεις και να μ' ενοχλούν οι ρευματισμοί, αισθάνθηκα την ανάγκην να έχω ένα σπιτικόν και μίαν γυναίκα δική μου να με περιποιήται. Καθώς πας άλλος, αγαπώ κι εγώ τις εύμορφες, και πλούσιος καθώς είμαι, εύκολον ήτο να εύρω ένα νόστιμο κορίτσι, αν δεν εζητούσα προίκα. Άλλος εις την θέσιν μου θα το έκαμνεν, αλλ’ εγώ εσυλλογίσθηκα πόσον θα εβασάνιζε την ευαισθησίαν μου, αν υπανδρευόμην εύμορφην πτωχοκόρην, η ιδέα ότι μ' επήρεν όχι διά τα ευγενή μου αισθήματα, αλλά διά τα επτά μου σπίτια. Παρά αυτήν την ανυπόφορην υποψίαν επροτίμησα να θυσιασθώ και να πάρω πλουσίαν ασχημομούραν. Η ευγένεια της ψυχής μου είναι τόση, ώστε η μεγάλη της μύτη και τα ψεύτικά της δόντια δεν μ' εμπόδισαν, όχι μόνον να φέρωμαι καλά μαζί της, αλλά και να την αγαπώ, περισσότερον ίσως παρ' ό,τι πρέπει. Ως απόδειξιν της αγάπης μου αρκεί ν’ αναφέρω πως, όταν έτυχε πέρυσι ν' αρρωστήση, δεν κατώρθωσα ποτέ να την βλέπω να υποφέρη. Ο βήχας της και το γλου-γλου της γαργάρας της μου έσχιζε την καρδιά και την ακοήν, και η μυρωδιά της αρρωστοκάμερας μου έφερνε ζάλη. Η ανικανότης μου να την βλέπω να υποφέρη με ανάγκαζε να μένω έξω από το σπίτι από το πρωί έως το βράδυ και καμμιά φορά από το βράδυ έως το πρωί. Αυτή η αρρώστεια της γυναίκας μου μ' έκαμε να εξοδέψω πολλά χρήματα εις αμάξια, θέατρα, γεύματα εις την Μεγάλην Βρεττανίαν και εκδρομάς με φίλους μου εις την Κηφισσιάν και την Πεντέλην. Το μεγαλείτερον όμως έξοδο ήτο ότι τας ημέρας που η γυναίκα μου δεν εφαίνετο διόλου καλά, η ανησυχία και η λύπη μου ήτο τόσον μεγάλη, ώστε ηναγκάσθηκα να πάρω διά παρηγότριαν μίαν Γαλλίδα του Φαλήρου. Περιττόν είναι να προσθέσω ότι η ευγένεια της ψυχής και των τρόπων μου μ' εμπόδισαν να είπω τίποτε δι' αυτά τα έξοδα εις την γυναίκα μου, όταν έγεινε καλά.

Εναντίον της δεν έχω κανένα σπουδαίο παράπονο. Προσπαθεί εις όλα να μ' ευχαριστήση και ποτέ δεν ερωτά ούτε πού ήμουν ούτε τι κάμνω. Είναι φρόνιμη, ήσυχη, νοικοκυρά και με κάμνει να καλοπερνώ χωρίς να εξοδεύη πολλά. Το σπίτι λάμπει, ποτέ δεν έλειψε κουμπί από τα υποκάμισά μου και είμαι πάντοτε βέβαιος να εύρω εις το τραπέζι το φαγί που μ' αρέσει. Εκατάφερε μάλιστα να μαγειρεύη και τον αστακόν με μίαν αμερικάνικη σάλτσα που ημπορεί τώρα να τον τρώγω χωρίς να μου πειράζη το στομάχι. Αυτά είναι βέβαια μεγάλα προτερήματα. Ένα μόνον πράγμα της λείπει, η ευαισθησία. Αυτό το εκατάλαβα όταν ήλθεν η σειρά μου ν' αρρωστήσω!

Ενώ εγώ εις την δικήν της αρρώστειαν δεν ημπορούσα να την βλέπω να υποφέρη, και αναγκάζουμουν να φεύγω και να ζητώ παρηγορίαν εις το ξεφάντωμα, αυτή ούτε στιγμή δεν έλειψεν από κοντά μου· αγρύπνησε δέκα νύχτες κατά σειράν εις το προσκέφαλό μου. Ήθελεν η ίδια να μου δίνη τα γιατρικά, να μ' αλλάζη και να με μεταγυρίζη, χωρίς να με συνερίζεται διά τον κακό μου τρόπο, χωρίς να συχαίνεται τα καταπλάσματα ούτε να ενοχλήται από την αρρωστομυρωδιάν του δωματίου. Αυτά μ' έκαμαν να υποπτευθώ, ότι η γυναίκα μου δεν έχει ούτε καλήν όσφρησιν ούτε μεγάλην ευαισθησίαν. Πώς τωόντι θα ημπορούσε, αν ήτο ευαίσθητη, να με βλέπη να υποφέρω, να βασανίζωμαι, να με καίουν οι συναπισμοί και να με δαγκάνουν οι αβδέλλαις; Κατάντησα να πιστεύω πως έχουν κάποιον δίκαιον όσοι θεωρούν την υπερβολικήν τρυφερότητα των γυναικών ως πρόληψιν και παραμύθι. Άδικον όμως θα ήτο και ν' απαιτήσω από τους άλλους την ιδικήν μου έκτακτον και μοναδικήν ευαισθησίαν.

(«Εμπρός» 11 Νοεμβρίου 1896).

 

 

αρχή

 


 

Η ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ

Αθηναϊκή ανάμνησις

Σύγχρονος του Πιλάτου και της βραχνής κιθάρας του και προκάτοχος του κ. Πύργου διδάσκαλος της ξιφασκίας ήτο, προ ενός τετάρτου αιώνος, αρχαίος τις λοχίας των Ζουάβων της Αφρικής, φέρων το όνομα Μαυρίκιος Ζακού και άνω των εξήκοντα εις την ράχιν του χρόνους. Τούτον επροτίμων οι τότε φίλοπλοι διά πολλούς λόγους, εκ των οποίων ο κυριώτατος ήτο, ότι πλην αυτού δεν υπήρχε τότε εις Αθήνας κανείς άλλος. Και ούτω όμως οι μαθηταί του δεν ήσαν πολλοί. Το ξίφος τω όντι και το πιστόλιον ήσαν ακόμη κατά την εποχήν εκείνην όπλα πολυτελείας, δυνάμενα να ονομασθώσιν ακαδημαϊκά, τα δε μόνα χρήσιμα εις λύσιν των ζητημάτων της τιμής ήσαν η ατρόχιστος σπάθη του ιππικού και η δημοσιογραφία. Τούτο εξηγεί πως, αν και ήτο μονάκριβος ο κ. Ζακού, δεν ήσαν εν τούτοις τα μαθήματά του ακριβά. Αντί είκοσι κατά μήνα παλαιών δραχμών δι’ ένα μαθητήν και πέντε περιπλέον δι' έκαστον σύντροφόν του, ηδύνατό τις να έχη την ευχαρίστησιν να τον βλέπη προσερχόμενον εις την οικίαν του τετράκις της εβδομάδος μετ' ακριβείας στρατιωτικής. Ουδ’ ήτο η ακρίβεια το μόνον του καλού απομάχου προσόν. Ουδένα τω όντι ηξιώθην να γνωρίσω άνθρωπον ούτε εγκυκλοπαιδικώτερον αυτού ούτε προθυμότερον να καθιστά τας γνώσεις του χρησίμους εις πάντας. Των μαθητών του διώρθωνε τας παρεκτροπάς, όχι μόνον των ποδών και των βραχιόνων, αλλά και τας πολύ βαρυτέρας της γλώσσης, όταν ωμίλουν γαλλικά. Πλην δε του γλωσσικού μαθήματος παρείχεν εις αυτούς και διδάγματα στωικής φιλοσοφίας, διηγούμενος εις τους παραπονουμένους διά τον καύσωνα ή τον βαρύν χειμώνα των Αθηνών· πώς εις τας αραβικάς πεδιάδας εμοιράζετο εις τους στρατιώτας το βούτυρον και το λαρδί με την κουτάλαν, ή πώς εις τα κλεισωρείας του Άτλαντος συνεπύκνωνεν ο βορράς την πνοήν των Ζουάβων επί της γενειάδος των εις στιλπνούς σταλακτίτας. Αλλά και ουδείς εγνώριζε κάλλιον αυτού να διδάσκη τας στρατιωτικάς ασκήσεις εις τους σκύλους, την ρητορικήν εις τους ψιττακούς, την μουσικήν εις τα κανάρια ή να μεταβάλλη εις κάπωνας τους πετεινούς. Πλην τούτων κατώρθωνε να μεταδίδη εις παν αποθνήσκον κυνάριον, γάτον, πίθηκον ή άλλο ευνοούμενον οικιακόν ζώον, αν ουχί ψυχικήν, σωματικήν τουλάχιστον αθανασίαν, ταριχεύων αυτό δι’ αυτών εκείνων των χόρτων και βαλσάμων, διά των οποίων εγεμίζετο η κοιλία των Φαραώ, κατά συνταγήν μεταδοθείσαν αυτώ υπό Κόπτου ασκητού. Αλλά το μάλλον διακρίνον τον πρώην ήρωα της Αφρικής ήτο η κατοχή άλλης τινός ασυγκρίτως πολυτιμοτέρας συνταγής, η της προβιγκιανής ψαρόσουπας, της περιβοήτου bouillabaisse. Το άγνωστον τούτο εις ημάς τους αναξίους διαδόχους μεγάλων προγόνων αγλάισμα της τραπέζης είναι προϊόν της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, εισαχθέν προ εικοσιπέντε αιώνων υπό Φωκαέων αποίκων εις την Μασσαλίαν. Όπως πάντα τα λοιπά καλλιτεχνήματα της εποχής του Περικλέους, διακρίνει και τούτο η απλότης των μέσων, διά των οποίων επιτυγχάνεται το καλόν. Προς κατασκευήν τω όντι της κλεινής bouillabaisse ουδέν άλλο απαιτείται παρά μόνον ολίγον ψάρι, ολίγα κρεμμύδια, ολίγον πιπέρι και τέχνη πολλή· ο δε Ζακού ήτο αληθής τεχνίτης, διατηρών ίσως εις τας φλέβας του, όπως και ο Βοναπάρτης, σταγόνα τινά αίματος Ελληνικού. Το κατόρθωμα τούτο της τέχνης του μας παρέθεσεν εις πρόγευμα, χλιαράν τινα, ανέφελον και μόνον κατά τον Καζαμίαν χειμερινήν ημέραν εις το Δαφνίον, υπό ουρανόν σαπφείρινον, παρά την όχθην θαλάσσης χρυσής. Ουδ' ήτο το συμπόσιον μονοπίνακον, αλλά την ψαρόσουπαν διεδέχθη άλλο τι άγνωστον εις τους κατοίκους της Αττικής του αττικού χρώματος προϊόν, αμανίται του Δαφνίου, εφάμιλλοι των φυομένων υπό τας καστανέας της Λιγουρίας. Αλλ’ ενώ ετρύφα εις τους παρατεθέντες η όσφρησις και η γεύσις, κατείχετο το πνεύμα μου υπό ευλόγου δυσφορίας, ματαίως αγωνιζόμενον ν' ανεύρη πώς το έδαφος τούτο της Αττικής, το εξακολουθούν να γεννά βολβούς κατ' ουδέν κατωτέρους των υμνηθέντων προ είκοσιν αιώνων υπό των Δειπνοσοφιστών, γεννά συγχρόνως ανθρώπους εις τοιούτον βαθμόν αναισθήτους, ώστε να προτιμώσι τούτων τα καλλιεργούμενα ή μάλλον κατασκευαζόμενα εις τους υπογείους κοπρώνας των Παρισίων άχυμα και ανούσια δήθεν μανιτάρια. Πώς ταύτα μεν να πληρώνονται πέντε φράγκα το κουτίον, οι δε εγκλείοντες το άρωμα και τον χυμόν του βουνού βολβοί, να ρίπτονται εις την θάλασσαν ή τους χοίρους, διά τον λόγον ότι δεν τους τρώγουν «ούτε τα πρόβατα, ούτε τα γίδια, ούτε τα γαϊδούρια, ούτε οι Αθηναίοι», ως μας έλεγαν οι χωρικοί.

Την αδημονίαν μου ταύτην ηύξανεν άλλο αντικρύ μου μαρτύριον της εκλείψεως παντός ίχνους της προγονικής καλαισθησίας. Εις απόστασιν τω όντι ολίγων βημάτων ήτο εστρωμένη άλλη τις τράπεζα, και περί αυτήν εκάθηντο τρεις κομψοί νεανίσκοι, και εις πρώην τοιούτος μετά δύο κυριών, αίτινες ήσαν αυτή η κυρία Άρτεμις και η κυρία Ήβη, αι υποκρινόμεναι δηλ. εις την χθεσινήν παράστασιν του Ορφέως του Οφεμπάχ τας ολυμπίους θεάς θνηταί γαλλίδες. Ουδεμίαν όμως ησθάνετο ο θεωρών αυτάς όρεξιν να θρηνήση, ότι δεν ήτο αθάνατος η κιτρίνη κόμη των, η αλευρωμένη όψις των, οι ύποπτοι οδόντες και των χειλέων των η ψευδοπορφύρα. Το δε μόνον αληθώς αξιοθρήνητον ήτο να βλέπη τις απογόνους του Αλκιβιάδου και του Αρίστιππου να ποτίζωσι καμπανίτην και να κατατρώγωσι διά των οφθαλμών τοιούτου είδους Φρύνας και Λαΐδας, των οποίων το μόνον προσόν, όπως και των ψευδομανιτών, ήτο η προέλευσις εξ Ευρώπης.

Την σειράν των οχληρών τούτων σκέψεων διέκοψαν αίφνης οι βαρείς φθόγγοι του οπλοδιδασκάλου μας βροντοφωνούντος· «Μετά την ψαρόσουπαν και τους αμανίτας μου πρέπει να καταπίετε και την ιστορίαν μου της πρώτης μου μονομαχίας. Καθώς όλοι γνωρίζετε, δεν ευρίσκεται υπό τον ήλιον άλλος άνθρωπος όσον εγώ ευπροσήγορος, φιλήσυχος και ειρηνικός. Τοιούτος ήμην πάντοτε. Όταν κατετάχθην εις τους Ζουάβους, επροσπάθησα να φέρωμαι προς όλους ευγενώς και περιποιητικώς, περιμένων περίστασιν να δείξω και την αφοβίαν μου εις τους Βεδουίνους. Η ευκαιρία όμως αύτη εβράδυνε να παρουσιασθή, η δε υπερβολική των τρόπων μου ευγένεια παρεξηγήθη από μερικούς συντρόφους μου, υποπτεύσαντας ότι είχε κάποιαν συγγένειαν με την δειλίαν. Τούτο ανέλαβε να ξεκαθαρίση αρχαίος τις Ζουάβος, ο πρώτος του τάγματος ξιφοπαίκτης και μονομάχος ονομαστός. Ένα πρωί, ενώ επρογευμάτιζα ήσυχα και φρόνιμα, ήλθε και έπτυσε μέσα εις το φαγητόν μου και έπειτα επαρεπονέθη ότι τον επρόσβαλα, διότι έπαυσα να το τρώγω, και διά την προσβολήν ταύτην εζήτει ικανοποίησιν διά μονομαχίας μέχρι θανάτου. Το πράγμα μου εφαίνετο απίστευτον και η απαίτησις τερατώδης. Τοιαύτη όμως δεν ήτο και των συντρόφων μου η γνώμη, οι οποίοι συγκροτήσαντες συμβούλιον τιμής απεφάσισαν παμψηφεί ότι, αφού επρόσβαλα τον άνθρωπον, έπρεπε και να τον ικανοποιήσω την επομένην ημέραν το πρωί, εις το όπισθεν του στρατώνος ξηροχώραφον. Αν σας έλεγα ότι εκαλοκοιμήθην την νύκτα εκείνην δεν θα μ' επιστεύετε, και θα είχετε δίκαιον. Όταν με παρέταξαν την επιούσαν ξιφήρη αντικρύ του αντιπάλου μου, παρετήρησα εις τριών βημάτων απόστασιν νεόσκαπτον λάκκον και εις το χείλος του λίσγον και πτυάριον. Το θέαμα δεν με ήρεσε διόλου. —Τι είναι τούτο; ηρώτησα· ας υπάγωμεν ολίγον μακρύτερα. —Τούτο, απεκρίθη με φοβεράν φωνήν ο αντίπαλός μου, είναι ο λάκκος όπου θα σε ρίψουν μετά δύο λεπτά! Κάθε άνθρωπος τον οποίον εγγίζει το σπαθί μου είναι καλός διά θάψιμον. Κάμε γλήγορα την τελευταίαν σου προσευχήν.

»Ταύτα ακούων και θεωρών τον λάκκον, τον έτοιμον να με καταπίη, ησθάνθην την καρδίαν μου να γεμίζη όχι από φόβον, αλλ’ από φοβεράν οργήν, προ πάντων κατά της αδικίας. Εσυλλογιζόμην ότι τον άνθρωπον εκείνον ούτε άλλον κανένα ποτέ μου δεν επείραξα· ότι πρώτην φοράν έπιανα εγώ ξίφος, ενώ εκείνος ήτο εξ επαγγέλματος ξιφομάχος και θα μ' εσούβλιζεν ως ορνίθιον, χωρίς να διατρέξη ο ίδιος κίνδυνον κανένα. Εσυλλογίσθην και την γραίαν μητέρα μου και την απελπισίαν της. Εκύτταξα έπειτα τους τέσσαρας μάρτυρας, οι οποίοι μ' έκαμαν την εντύπωσιν βοηθών του δημίου. Αυτοί μ' είχαν φέρη εκεί και ητοιμάζοντο να παρασταθούν ανάλγητοι εις την σφαγήν μου. Ο ένας μάλιστα μ' εφάνη ότι εδάγκανε τα χείλη του διά να μη γελάση. Όλα αυτά τα εύρισκα απάνθρωπα, θηριώδη και προ πάντων άδικα. Ο φόβος μου έπαυσεν ολότελα και ο θυμός μου εκορυφώθη. Έρριψα το άχρηστον σπαθί μου και εχύθην κατά του αντιπάλου μου ως ταύρος με το κεφάλι κάτω. Επέσαμεν και οι δύο κατά γης και ήρχισα να γρονθοκοπώ, να λακτίζω και να δαγκάνω. Ο αντίπαλός μου εξαφνισθείς, αντί να μ' αποδώση τα ίσα, επροσπάθει πολύ μάλλον να σωθή από τας χείρας μου. Ουδέ τούτο όμως θα το κατώρθωνεν, αν δεν έτρεχαν οι μάρτυρες με πολύν κόπον να μας χωρίσουν».

Ταύτα ειπών εφάνη ο Ζακού καταληφθείς υπό τινος δισταγμού και αδιαθεσίας να τελειώση την διήγησιν, την οποίαν αυθορμήτως είχεν αρχίση, και ικαναί παρήλθον στιγμαί, μέχρις ου αποφασίση να προσθέση εν βία και με φωνήν πολύ ταπεινοτέραν· «Εντρέπομαι, κύριοι, να σας ομολογήσω ότι ήμην βλάξ και είχα όλα τα άδικα. Άδικον είχον να υποθέσω γάλλους στρατιώτας και μάλιστα Ζουάβους ικανούς να εκθέσουν χωρίς λόγον τον συστρατιώτην των εις τόσον άνισον αγώνα, και άδικον να πιστεύσω ότι ο αντίπαλός μου είχε τω όντι σκοπόν να με σκοτώση και να με θάψη εις τον λάκκον εκείνον. Όλα αυτά ήσαν μασονική δοκιμασία, εις την οποίαν υποβάλλεται πας νεοσύλλεκτος διά να γνωσθή αν είναι γενναίος· ο δε τρόπος με τον όποιον αντέταξα την κεφαλήν και τους γρόνθους μου εις το ξίφος του ανταγωνιστού μου δεν εθεωρήθη ως ίδιος δειλού. Τίποτε λοιπόν δεν μας εμπόδιζε να φιληθούμε και να υπάγωμεν έπειτα να τιμήσωμεν το πρόγευμα, το οποίον είχε παραγγελθή προς τιμήν μου, αν επετύγχανα, ως έλεγαν, εις τας εξετάσεις μου. Εις το πρόγευμα εκείνο έφαγα πρώτην φοράν ψαρόσουπαν, καθώς εκείνην όπου σας εμαγείρευσα, και εμέθυσα με κρασί κάπως καλύτερον από αυτό το ποτήρι πικρορετσινάδο, το οποίον πίνω εις την υγείαν σας».

[«Εστία» 1893. τ. 1ος σελ. 2-3]

 

 

αρχή

 


 

ΚΥΝΟΜΥΟΜΑΧΙΑ

Εξ όλων των πόλεων της Δύσεως και της Ανατολής, όπου έτυχε να κατοικήσω, η καθαρωτάτη είναι ή τουλάχιστον ήτο προ ημίσεος αιώνος, προ της ιταλικής δηλ. ενότητος και της εφαρμογής του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, η Γένοβα, πρωτεύουσα της Λιγουρίας. Η ιστορία της πόλεως ταύτης συνδέεται στενώς μετά της ημετέρας μεσαιωνικής. Οι Γενοβέζοι υπήρξαν πιστοί σύμμαχοι του αυτοκράτορος Μιχαήλ του Παλαιολόγου κατά των Ενετών, και επί μακρόν χρόνον δυνάσται της Χίου, όπου, αν υπάγης, αναγνώστα, δύνασαι να συναντήσης επιζώντας τινας απογόνους του Ιουστινιάνη και του Γριμάλδη διατηρούντας ακόμη τα οικόσημα, τα γενεαλογικά δένδρα και την πίστιν εις τον πάπαν, κατ' ουδέν όμως άλλο διακρινομένους από των γειτόνων αυτών, των οποίων η περιουσία περιορίζεται εις κτήμα, ουχί πολύ μεγαλείτερον της αιθούσης χορού των ανακτόρων του βασιλέως Γεωργίου, αποδίδον κατ' έτος εκατοντάδας τινάς πορτοκαλίων και σακκίδιον αμυγδάλων.

Δια την μοναδικήν εν τούτοις και απαστράπτουσαν της Γενούης καθαριότητα ελάχιστα δαπανώσι το κράτος και η δημαρχία, χάρις εις την πρακτικωτάτην και αξίαν μιμήσεως ιδέαν ν' αναθέσωσι την φροντίδα ταύτην εις τους καταδίκους εις ισόβια ή πρόσκαιρα δεσμά. Τρις της ημέρας αντηχεί εις τας οδούς βαρύς κρότος αλύσεων και τροχών και μετ' ολίγον εμφανίζεται μέγα κάρρον συρόμενον υπό ευρώστων ημιόνων, τούτο δε παρακολουθούσιν υπό την επιτήρησιν δύο αστυνομικών κλητήρων περί τους είκοσιν αλυσίδετοι ανά ζεύγος δεσμώται, οι μεν εν ερυθρά οι δε ισόβιοι εν κιτρίνη στολή, ωπλισμένοι δια μακρών σαρώθρων, τα οποία δεν διαφεύγει ίxνος βορβόρου ή σκιά κονιορτού, ούτε κόπρισμα ίππου, ούτε απόρριμμα σιγάρου, ούτε τεμάχιον χαρτίου, ουδέ καστάνου φλοιός, ώστε μετά την διέλευσιν του κάρρου δύναται η επιφάνεια των ασπίλων πλακών να χρησιμεύση ως κάτοπτρον εις τας φιλαρέσκους διαβατρίας. Προς πλήρη εκτίμησιν της μοναδικής ταύτης καθαριότητος εν μόνον δύναμαι να προσθέσω, ότι εις επισήμους τινάς λιτανείας επικρατεί η συνήθεια να ραίνωνται οι ιερείς εκ των παραθύρων δια βροχής ρόδων, κρίνων, υακίνθων και γαρυφάλων, αλλά μετά το τέλος της τελετής σαρώνονται αμέσως και ταύτα θεωρούμενα ως ευώδεις ακαθαρσίαι. Πολλάκις συνέβη να επιφοιτήση εις τον νουν μου ως όνειρον και οπτασία των νεανικών μου χρόνων η μαρμαρυγή των γενουηνσιακών πλακών, ενώ επιπόνως αναρριχώμαι εις τον ανήφορον της οδού Νικοδήμου, προσκόπτων ανά παν βήμα εις ζωντανάς ή νεκράς όρνιθας, εις λόφους κονιορτού, εις πυραμίδας σκουπιδίων, εις απόμαχα υποδήματα, εις φλοιούς καρπουζίων, εις μαύρους ρύακας παρά το πεζοδρόμιον ή ερυθρούς προ των μακελλείων. Αλλά και πολλάκις διερχόμενος την οδόν Αδριανού και βλέπων χάσκοντας εις τον εξώστην του Παλαιού Στρατώνος πλήθος ευρώστων δεσμωτών, αναλογίζομαι πόσον χρησιμωτέρα θα ήτο η καταδίκη αυτών ως εν Γενούη εις καθαρισμόν των πεζοδρομίων. Ου μόνον δε εις απολύμανσιν της πόλεως, αλλά και εις σπουδαίαν ελάττωσιν του αριθμού των εγκλημάτων θα συνετέλει πιθανώς το θέαμα της καθημερινής παρελάσεως ανά τας οδούς των Αθηνών των εμπρηστών της οικίας Μελά, των ληστών του ταμείου της Λαμίας, των απίστων ταμιών και άλλων μεγαλοσχήμων ομοτέχνων των αλυσιδέτων, μετ' ερυθρού ή κιτρίνου σκούφου επί της κεφαλής και μεγάλης εις τας χείρας σκούπας.

Απαραίτητος προς διατήρησιν πόλεως καθαράς είναι η ύπαρξις εις τινα απόστασιν απ' αυτής ακαθάρτου προαστίου, προωρισμένου δηλ. εις πάσαν ασυμβίβαστον προς την καθαριότητα βιομηχανίαν. Μόνον οι Αθηναίοι στέργουσι να έχουσιν αμέσους γείτονας χοιροτρόφους, βαφείς, ρακοσυλλέκτας, βουστάσια, βυρσοδεψεία και ελαιοτριβεία. Πάντα ταύτα ως και τας απεράντους αυτών αποθήκας ελαίου, σάπωνος, τυρού, λίπους, τόνου και παστού κρέατος περιώρισαν οι Γενοβέζοι εις το απέχον όσον το Φάληρον από των Αθηνών χωρίον του Αγίου Πέτρου, και έκτοτε η πόλις αυτών απέβη εντελώς άοσμος κατά τα τρία τέταρτα του έτους, μόνον δε κατά την άνοιξιν απόζει εκ της ανθήσεως των δενδροστοιχιών.

Ουδ' ήτο τούτο το μόνον της καθαριότητος πλεονέκτημα, αλλά και η βαθμιαία και τελεία σχεδόν έκλειψις του βδελυρωτάτου των παρασίτων. Από της αρχής του παρόντος αιώνος η Γένοβα είναι η μόνη ίσως εν Ευρώπη πόλις, η μη φιλοξενούσα ποντικούς. Ούτοι ήσαν πρότερον εκεί αναρίθμητοι και παμφάγοι. Κατά την παιδικήν μου ηλικίαν έζων ακόμη γερόντισσαι διηγούμεναι περί της θηριωδίας των τετραπόδων τούτων πράγματα απίστευτα και φρικαλέα. Το μέγεθος αυτών ήτο όσον μεγάλης γαλής• ηρήμωσαν ολοκλήρους συνοικίας και εκένωσαν τας αποθήκας του ναυτικού• έπνιγον τους γάτους• κατεβρόχθιζον τας λαμπάδας των ναών• έτρωγον εν τη κοιτίδι αυτών τα βρέφη• ανέσκαπτον τους τάφους, όπως φάγωσι και τους νεκρούς, την δε ηγουμένην της μονής των Καρμηλιτών οσίαν Ροζαλίαν έφαγον εν τω κελλίω της ζωντανήν, ενώ ήτο βυθισμένη εις έκστασιν ουρανίαν.

Εις ταύτα εδυσπίστουν οι ουδέποτε υπερβάντες τα τείχη της πόλεως, αλλ' οι εγκύψαντες και εις των περιχώρων την γεωγραφίαν κάλλιστα εγνώριζον ότι ο παρά των γραϊδίων υμνούμενος φοβερός και γιγάντειος ποντικός δεν ήτο μυθώδης, ουδέ καν ευρίσκετο μακράν, αλλά ζη, βασιλεύει και πληθύνεται εις ελαχίστην από των τειχών της πόλεως απόστασιν, μεταναστεύσας από ημίσεος ήδη αιώνος εις τον άγιον Πέτρον μετά των εκεί εξορισθέντων ζωογδαρτών και αλλαντοποιών, μετά των σφαγείων και των αποθηκών στοκοφίσου και αλειμματoκηρίων. Εν δε τω νέω αυτών καταυλισμώ τοσούτον, ως φαίνεται, ηυχαριστήθησαν οι μετανάσται, ώστε ουδέποτε υπερέβαινον τα όρια αυτού, ουδ' επεχείρησαν ως οι Ηρακλείδαι κάθοδον εις την αρχαίαν αυτών έδραν, την απολέσασαν παν δι' αυτούς θέλγητρον, αφού έγεινε καθαρά.

Δυσάρεστος βεβαίως ήτο εις τους κατοίκους του προαστίου η εγκατάστασις τοιαύτης αποικίας, και ζωηρά τα παράπονα κατά της αποφάσεως της κυβερνήσεως να συγκεντρώση παρ' αυτοίς πάσας τας ρυπαράς βιομηχανίας, μεταβάλλουσα το χωρίον των εις κοπρώνα της πρωτευούσης. Αν υπήρχον τότε βουλευταί, όπως υποστηρίξωσιν αυτά, θα εματαιούτο πιθανώς το σχέδιον της απολυμάνσεως της Γενούης. Μη υπαρχόντων όμως τοιούτων, ηδυνήθη να υπερισχύση το κοινόν συμφέρον κατά πάσης αντιδράσεως των προσωπικών. Μετά ματαίας τινάς αναφοράς και διαμαρτυρήσεις ηναγκάσθησαν οι διαμαρτυρόμενοι να υποταχθώσιν, αναλαμβάνοντες να συμβιβάσωσι την ακαθαρσίαν, εν μέσω της οποίας κατεδικάσθησαν να ζώσι, μετ' επιμόχθων και πολλάκις ματαίων αγώνων προς απαλλαγήν από της μάστιγος των ποντικών. Εν πρώτοις αντετάχθησαν κατ' αυτών τα δραστικώτατα των δηλητηρίων, ο φωσφόρος, ο στρύγχνος, η κανθαρίς και το αρσενικόν, και αι παντός είδους και πάσης εφευρέσεως μυάγραι. Ταύτα όμως μόνον κατά τας πρώτας ημέρας απεδείχθησαν κάπως χρήσιμα, τάχιστα δε εδιδάχθησαν τα πονηρά ζώα να δυσπιστώσι προς τα φαρμακερά καταπότια και να διαφεύγωσι τας τεχνικωτάτας παγίδας. Προ πάντων δε απέτυχον κατά τον αγώνα τούτον τα αντιταχθέντα εις αυτούς παντοία είδη γάτων, ου μόνον των εντοπίων, αλλά και τον αδρά δαπάνη εισαχθέντων ανδρειοτάτων της Αγκύρας, της Ισπανίας, της Αιγύπτου και της Περσίας. Πλείστους εκ τούτων έπνιξαν και τους λοιπούς έτρεψαν εις επαίσχυντον φυγήν, μετ' ολίγον δε απέβη αναμφισβήτητον, ότι από κυνηγουμένων μετεβλήθησαν εις φοβερούς γατοδιώκτας οι ποντικοί.

Ταύτα δύνανται να φανώσι απίστευτα εις μόνους τους τελείως στερουμένους ιστορικών γνώσεων, αλλ' οι παρακολουθήσαντες τας από των μέσων μέχρι των καθ' ημάς χρόνων πολιτικάς επαναστάσεις της ευρωπαϊκής ηπείρου κάλλιστα γνωρίζουσιν ότι η ιστορία των ποντικών συνδέεται αναποσπάστως προς τας εισβολάς των εξ Άρκτου και Ανατολών βαρβάρων, των Σκανδιναβών, των Γότθων, των Ερούλων, των Βανδάλων, των Ούννων, των Αβάρων, των Μογγόλων και των Τατάρων. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι εγνώριζον μόνον τον μικρόν και ήμερον μυν, όστις έχει προς τον έπειτα επιδραμόντα δεκαπλάσιον το μέγεθος και εκατονταπλάσιον κατά την κακουργίαν βάρβαρον ποντικόν, ως η γαλή προς την τίγριν και ως προς τον κροκόδειλον η αθώα σαύρα. Εκάστη από του Αττίλα και του Γελιμέρου μέχρι των νεωτέρων χρόνων εισβολή συνωδεύετο υπό εισβολών του ανήκοντος εις την πατρίδα αυτών γένους τρωκτικών τετραπόδων, τα οποία δυστυχώς δεν συναπήρχοντο μετά των επιδρομέων, αλλ' ενέμενον εις την κατακτηθείσαν χώραν, μέχρις ου επήρχετο νέα εισβολή άλλου ισχυροτέρου γένους, οίτινες διεδέχοντο και έτρωγoν τους προκατόχους. Πρώτη μνημονεύεται υπό της ιστορίας η των Νορβηγών, οίτινες διαπλεύσαντες την Βαλτικήν επί των πλοίων των Νορμανδών και Δανών πειρατών, απέβησαν εις τας ακτάς της Αγγλίας και της Αμερικής και εκείθεν επεξετάθησαν εφ' όλης της Ευρώπης, από των πάγων της Σκωτίας μέχρι των ισπανικών παραλίων. Ούτοι ήσαν, ως φαίνεται, σιδηρόχροοι και ωνομάσθησαν εκ τούτου υπό των λογίων χρoνoγράφων Ήφαιστοι ή λατινιστί Vulcani.

Τους Ηφαίστους έφαγον και διεδέχθησαν οι έπειτα εισορμήσαντες κατόπιν των Ούννων τεφρόχροοι Ασιάται. Τους επανακάμπτοντας εις τας εστίας στρατούς των Σταυροφόρων παρηκολούθησαν απειράριθμα πλήθη ποντικών, ιδρυσάντων νέαν εν Ευρώπη δυναστείαν, καταλυθείσαν, ήτοι φαγωθείσαν μετά δύο αιώνας υπό των και πάλιν εκ της Βαλτικής επελθόντων. Αλλ' ανιαρόν θα ήτο να παρακολουθήσω κατά χρονολογικήν σειράν πάσας ταύτας τας επιδρομάς και αλληλοφαγίας. Παραπέμπων λοιπόν τους ορεγομένους εις τους Bυζαντινούς και Λατίνους χρoνoγράφους και συναξαριστάς, περιορίζομαι να μνημονεύσω την φοβερωτάτην πασών και σχεδόν σύγχρονον τελευταίαν.

Περί το έτος 1725 σειρά αλλεπαλλήλων καταστρεπτικών σεισμών διέσεισαν πάσαν την παρά την Κασπίαν θάλασσαν χώραν, ορύξαντες βαθύτατα εις τας πέριξ πεδιάδας χάσματα. Εκ των βαράθρων τούτων ανεπήδησαν αναρίθμητα σμήνη ποντικών, οίτινες υπερβάντες τον Βόλγαν, είτε νηχόμενοι είτε επί αλιευτικών πλοίων, ετράπησαν έπειτα προς δυσμάς. Έκτοτε ουδέποτε εστείρευσε το ρεύμα της εισβολής, ουδ' έπαυσαν αι άβυσσοι της Παρακασπίας ερευγόμεναι μυριάδας κακοποιών τετραπόδων. Η παρ' αυτών κατάκτησις της Ευρώπης συνετελέσθη μετά ταχύτητος ναπολεοντείου και ταύτην διεδέχθη η πανωλεθρία των προκατόχων. Εν Σουηδία, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ιταλία και Ισπανία, από της Υρκανείας θαλάσσης μέχρι των οχθών του Ατλαντικού, οι επί πολλούς αιώνας επικρατήσαντες Ήφαιστοι, οι φαιοί, οι τεφροί, Σκανδιναυοί, Σταυροφόροι και πάντα τα λοιπά γένη κατεπόθησαν υπό των επηλύδων και κατήντησαν ήδη τόσον σπάνιοι, ώστε αγοράζουσι τους επιζώντας τα μουσεία.

Προς σωτηρίαν από βεβαίου ολέθρου των άλλων επί της γης εμψύχων ηυδόκησεν η Θεία Πρόνοια να καταστήση πάντα τα είδη των ποντικών ποντικοφάγα, αλλ' ουδέν άλλο ήτο κάλλιον των Παρακασπείων ή Μοσχοβιτών ωπλισμένων προς τοιαύτην θανάσιμον πάλην. Το μήκος αυτών, συμπεριλαμβανομένης της ουράς, φθάνει ενίοτε τα τεσσαράκοντα εκατοστά του μέτρου, ήτοι το σύνηθες της γαλής[4], ανάλογος δε του αναστήματος είναι το θράσος και η θηριωδία. Πλην τούτου υπερβαίνουσι πάντας τους άλλους κατά την πολυτοκίαν. Κατ' εξαίρεσιν των λοιπών ζώων έχουσι κοινόν προς τον άνθρωπον, ότι δεν υπάρχει δι' αυτούς ωρισμένη εποχή ερώτων, αλλ' ερωτεύονται και πληθύνονται κατά πάσαν ώραν, τρις δε ή τετράκις του έτους γεννά η Μοσχοβίτισσα ουχί ολιγώτερα των δεκαπέντε τέκνων. Ο μόνος περιορισμός του φοβερού τούτου πολυπλασιασμού έγκειται εν τη διαφθορά των ηθών και τη τελεία παρά τοις ζώοις τούτοις ελλείψει συγγενικού φίλτρου. Αι μητέρες εν ελλείψει άλλης τροφής τρώγουσι τα ίδια τέκνα, ταύτα δε τους γηράσαντας γονείς, απαραλλάκτως ως έπραττον, κατά τον Ηρόδοτον, οι πρόγονοι των παρακασπείων Μοσχοβιτών, οι αρχαίοι Μασαγέται.

Εις τας ιστορικάς ταύτας λεπτομερείας ηναγκάσθην να ενδιατρίψω, όπως μη φανώσιν απίθανα όσα απομένουσι να διηγηθώ. Πρέπει δε και να προσθέσω, ότι περί την εποχήν εκείνην ήρχιζεν εισαγόμενος παρά τοις Ιταλοίς εξ Αγγλίας ο νεωτερισμός ν' αντιταχθή αντί του γάτου ο σκύλος κατά της ογκουμένης πλημμύρας των τρισμεγίστων ποντικών. Εις το κυνήγιον τούτο επετύγχανε προ πάντων μιγάς τις γενεά έλκουσα την καταγωγήν εκ των ερώτων Aγγλίδος βουλδογίσσης μετά του ιθαγενούς μολοσσού των Απεννίνων. Τα φοβερά ταύτα ζώα εκαλούντο Αρλεκίνοι εκ του ομοιάζοντος το προσωπείον Αρλεκίνου μαύρου αυτών ρύγχους και, πριν ή χρησιμοποιηθώσιν ως μυοκτόνοι, εξετέλουν καθήκοντα οία τα των αρχαίων μονομάχων εν τω ρωμαϊκώ αμφιθεάτρω, σπαράσσοντες αλλήλους κατά τας πανηγύρεις προς διασκέδασιν του πλήθους, ή και παλαίοντες κατά ταύρων.

Τω καιρώ εκείνω είχα το μέγα ευτύχημα να ήμαι δεκαπενταέτης και το ουχί μικρότερον να κατοικώ τέσσαρας κατ' έτος μήνας εξοχικήν οικίαν περικυκλουμένην υπό μικρού δάσους γηραλέων καστανεών, του ωραιοτάτου των δένδρων, είτε όταν ανθή την άνοιξιν, είτε όταν κύπτωσιν οι κλάδοι του υπό το βάρος του φθινοπωρινού καρπού. Ο Οκτώβριος επλησίαζεν εις την λήξιν, ο καιρός ήτο ψυχρός και εις την εστίαν εσπινθήριζεν η πρώτη του έτους εκ ξηρών κλημάτων πυρά, ότε αντήχησεν ο κώδων της εξωθύρας και ευθύς έπειτα επί της κλίμακος βαρύ πάτημα μετά κλαγγής σπάθης επί των λιθίνων βαθμίδων. Ο απροσδόκητος επισκέπτης ήτο γιγάντειος υπαξιωματικός των Kαραβινιέρων, όστις χαιρετίσας ευγενέστατα παρουσίασεν ημίν διαταγήν του φρουραρχείου, «όπως χορηγήσωμεν επί τρεις ημέρας κατάλυμα εις τον αποσπασματάρχην Ταραβόκιαν, εκτελούντα μεταβατικήν υπηρεσίαν». Αι τοιαύται φιλοξενίαι επεβάλλοντο συνεχώς εις τους κατοικούντας μεμονωμένας εξοχικάς επαύλεις, αλλ' εις ουδένα επροξένουν ανησυχίαν ή τρόμον, ως εις τας ελληνικάς επαρχίας η διάβασις των προς καταδίωξιν της ληστείας μεταβατικών αποσπασμάτων, η τρέπουσα εις φυγήν αθρόους τους χωρικούς εκ του φόβου της παροιμιώδους 'κοτοπίττας'. Οι ανήκοντες εις το επίλεκτον σώμα των Kαραβινιέρων εφημίζοντο ως ευγενέστατοι• εσέβοντο των ξενιζόντων τας όρνιθας και δεν ησπάζοντο άνευ της αδείας των τας γυναίκας. Οι υπαξιωματικοί ήσαν πάντες εγγράμματοι, αν και ουδείς πτυxιούxος του Πανεπιστημίου, διότι η Ιταλία δεν ηυτύxει, ως η Ελλάς, να έχη τοσαύτην πληθώραν διδακτόρων, ώστε να ψηφίση νόμον περί απονομής εις αυτούς θέσεων υπενωμοταρχών και υπαστυνόμων. Πάντες εγνώριζον ανάγνωσιν, γραφήν, τα τέσσαρα πάθη της αριθμητικής και τους πρώτους κανόνας της καλής συμπεριφοράς, να μη μεταχειρίζωνται δηλ. ούτε τους δακτύλους ως ρινόμακτρα ουδέ τους γρόνθους ως επιχειρήματα επί της ράχεως των φορολογουμένων. Ο δε παρ' ημών ξενιζόμενος ήτο και κατά τι λογιώτερος. Περιποιούμενος ημάς ως Έλληνας εθεώρησε πρέπον να μας πληροφορήση, ότι η Ελλάς ήτο τον παλαιόν καιρόν ένδοξον έθνος, πατρίς εξόχου ποιητού καλουμένου Ομήρου υμνήσαντος τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ακριβέστεραι όμως ήσαν αι γνώσεις του περί άλλα χρησιμώτερα πράγματα, τα οποία ευηρεστήθη κατά την διαμονήν του να με διδάξη: την δια κατόπτρου προσέλκυσιν των κορυδαλλών, την διάκρισιν των φαγωσίμων από φαρμακερών αμανιτών, την εις τα κοιλώματα των κουφοκαστανεών σύλληψιν των γλαυκών και την κατασκευήν παγίδων προς άγραν των κουνελλίων. Αλλ' η μεγίστη του αγαθού xωροφύλακος προς εμέ χάρις ήτο να με προσκαλέση εις το δραματικώτατον των όσα έτυχε να ίδω θεαμάτων, εις την υπ' αυτού σχεδιασθείσαν μεγάλων ποντικών κυνηγεσίαν. Aύτη έμελλε να διεξαχθή την προσεχή Κυριακήν κατά παράκλησιν του δημοτικού συμβουλίου υπό την στρατηγίαν του φίλου μου ενωμοτάρχου, συνοδευομένου υπό της ημιλοχίας του και επικουρίας χωρικών.

Πλην εμού είχον προσκληθή οι συντάκται δύο ή τριών εφημερίδων και νέος τις ποιητής, όπως περιγράψωσι και υμνήσωσι πεζώς και εμμέτρως το αξιομνημόνευτον γεγονός. Τόπος συναθροίσεως είχεν ορισθή η μικρά πλατεία του Αγίου Πέτρου, η ολίγον απέχουσα από του σφαγείου των ίππων, και ώρα η τετάρτη της πρωίας, η συνήθης προς τοιαύτας κυνηγεσίας. Περιττόν δε είναι να προσθέσω, ότι επεκράτει ακόμη το βαθύ σκότος ασελήνου και ομιχλώδους φθινοπωρινής νυκτός, την δε πορείαν ημών εφώτιζον χωρικοί κρατούντες μεγάλας εκ πίσσης λαμπάδας. Τούτους ηκολούθουν περί τους τριάκοντα Kαραβινιέροι, φέροντες πλην της σπάθης βαρείαν ράβδον και σύροντες έκαστος δια λωρίου ζεύγος των ανωτέρω περιγραφέντων φοβερών μανδροσκύλων. Ούτω βαδίζοντες εν σιωπή ομοιάζομεν συνωμότας.

Η νυξ και το κόκκινον φως των δάδων μετέδιδον εις την παράταξιν ημών χροιάν Κατιλιναϊκήν. Εφ' όσον επλησιάζομεν προς τα σφαγεία, το έδαφος νοτισθέν υπό της προσφάτου βροχής καθίστατο σπογγωδέστερον. Ο πιτυλίζων ημάς βόρβορος είχε την ρευστότητα του ύδατος και το ύδωρ την πυκνότητα του βορβόρου. Αυτός δε ο αήρ εφαίνετο πυκνωθείς εκ των παντοίων πνιγηρών αναθυμιάσεων και, όπως δυνηθή τις ν' αναπνεύση ηναγκάζετο να φράξη την μύτην.

Επί τέλους εφθάσαμεν προ χαμηλού τινος περιτοιχίσματος, εφ' ού στηρίξαντες κλίμακα ανήλθομεν και εκαθίσαμεν επί της κορυφής του τοίχου. Ούτος περιέφρασσεν ικανώς ευρύχωρον κυκλικόν περίπου χώρον, είδος τι αμφιθεάτρου, του οποίου το πλακόστρωτον έδαφος διετέμνετο δι' αυλακίων αποληγόντων εις κιγκλιδοφράκτους προς εκροήν του αίματος οπάς. Ο τρόπος ούτος εχρησίμευε προς σφάξιμον και εκδοράν των ίππων, ως υπεδείκνυεν ο εν γωνία τινί σωρός κρανίων. Οι ίπποι δεν εθεωρούντο ακόμη κατά την εποχήν εκείνην ανήκοντες εις το γένος των φαγωσίμων, αλλ' εν τούτοις αντί να γείνωσι συνταξιούχοι εσφάζοντο οι γηράσαντες προς αμοιβήν των μακρών αυτών εκδουλεύσεων εις το αχάριστον ανθρώπινον γένος. Νεκρός ίππος έμελλε να πρωταγωνιστήση κατά την πανήγυριν της νυκτός εκείνης, ουδ' εβράδυνε να εμφανισθή επί της σκηνής, συρόμενος δια σχοινίων μέχρι του κέντρου του αμφιθεάτρου υπό τεσσάρων των συνοδευόντων ημάς χωρικών. Ούτοι έσπευσαν να κλείσωσι το δρύφρακτον, δι' ού είχε εισαχθεί το πτώμα, συγχρόνως δε ν' ανοίξωσι τας οπάς του τοίχου, δι' ού έμελλον να εισπηδήσωσιν εις το στάδιον οι αναμενόμενοι ιπποφάγοι, ελκυόμενοι υπό της οσμής του παρατεθέντος αυτοίς μεγαλοπρεπούς συμποσίου.

Οι πρώτοι εμφανισθέντες ποντικοί ήσαν εν αρχή ολίγοι και εφαίνοντο δυσπιστούντες και κάπως δειλοί. Αλλ' ούτοι ήσαν απλοί πρόσκοποι αποσπασθέντες προς κατόπτευσιν του εδάφους. Η έκθεσις αυτών υπήρξεν, ως φαίνεται, ενθαρρυντική. Μετ' ολίγον εξώρμησαν εκ πάσης ανοιχθείσης οπής και εξ άλλων πιθανώς υπογείων οχετών, διότι εφαίνοντο ως αναδυόμεναι εκ της γης πυκναί φάλαγγες τρωκτών τετραπόδων. Άξιον δε σημειώσεως είναι ότι, εφ' όσον ηύξανεν ο αριθμός, εφαίνετο συναυξάνον και το μέγεθος αυτών. Eνώ οι πρώτοι εισελάσαντες ηδύναντο να θεωρηθώσιν ως μεγάλοι μόνον ποντικοί, το ανάστημα πλείστων εκ των ήδη εισορμώντων δεν εφαίνετο κατώτερον του των γάτων. Μετά τινα δε λεπτά ολόκληρος άνευ του ελαχίστου κενού η επιφάνεια του ευρυτάτου εκείνου περιβόλου εκαλύπτετο υπό εμψύχου και αεικινήτου τάπητος παρδαλοχρόου, διότι τα ζώα ταύτα διεκρίνοντο ου μόνον δια του αναστήματος αλλά και δια του χρώματος την ποικιλίαν. Υπήρχον ποντικοί ολόμαυροι, καστανοί, ξανθοί, oρφνοί, μολυβδόχροοι και τινες λευκοί, ίσως εκ των γηρατείων.

Ο νεκρός του ίππου δεν εφαίνετο πλέον. Eκεί όπου έκειτο, ουδέν άλλο έβλεπέ τις ή πυκνότερον σωρόν ποντικών έχοντα περίπου του πτώματος το σχήμα. Eκ του σωρού τούτου ανήρχετο παράδοξός τις ήχος ομοιάζων τον κροταλισμόν των πηρουνίων και των σιαγόνων κατά την ώραν του γεύματος εν τη αιθούση πολυανθρώπου ξενοδοχείου. Το συμπόσιον διήρκει από μιας ήδη ώρας. Αλλ' ημείς ουδέν άλλο ηδυνάμεθα να διακρίνωμεν πλην του αμόρφου, αεικινήτου και ανά πάσαν στιγμήν ογκουμένου εκείνου σωρού. Ουδ' έπαυσαν να προσέρχονται πανταχόθεν νέα αδηφάγα σμήνη. Οι καταφθάνοντες ανέβαινον και έτρεχον επί της ράχεως αλλήλων και επί τούτων άλλοι. Ο ζωντανός εκείνος τάπης ωμοίαζεν ήδη προς τα νώτα τρικυμιώδους θαλάσσης.

Κατά την στιγμήν εκείνην ερρίφθησαν κατά διαταγήν του αρχηγού τρεις αναμμέναι δάδες επί του αποκρύπτοντος το πτώμα σωρού και η ζέουσα ρητίνη έσταξεν επί των δαιτυμόνων. Περί αυτήν εσχηματίσθη τότε ευρεία οπή και εις το βάθος του λάκκου διεκρίνομεν ουχί πτώμα ίππου, διότι ούτος είχε φαγωθή ολόκληρος, μη εξαιρουμένων του δέρματος και των σπλάγχνων, αλλ' άσαρκον ήδη και λευκάζοντα σκελετόν. Εντός της κοιλότητος αυτού απέμενον εν τούτοις σκληροτράχηλοί τινες συμποσιασταί, μη πεισθέντες ουδ' υπό της βροχής πυρός να εγερθώσι της τραπέζης.

Καιρός ήτο ήδη να επιδείξωσι την ανδρείαν αυτών οι σκύλοι. Ούτοι ανυπομόνουν προ πολλού, ωρύοντο, ηνωρθούντο και έσειον τους ιμάντας μετά τοσαύτης ορμής, ώστε εκινδύνευον να παρασυρθώσιν οι κρατούντες αυτούς άνδρες. Ότε απελύθησαν επί τέλους, δεν ανέμειναν να ανοιχθή αυτοίς η πύλη του αμφιθεάτρου, αλλά κατεκυλίσθησαν από της κορυφής του τοίχου εις την παλαίστραν ως καταρράκτης οι εξήκοντα μολοσσοί, και ήρχισεν αξία επικής ανυμνήσεως ποντικοσφαγή. Φοβερά ήτο η μανία και άσβεστος η δίψα αίματος των σκύλων. Έδακνον, έπνιγον, εσπάρασσον και εσκόρπιζον περί αυτούς εκατοντάδας ασπαιρόντων πτωμάτων. Τούτο διήρκεσεν επί δέκα περίπου λεπτά, κατά τα οποία ασφαλής εφαίνετο η έκβασις του αγώνος. Τί όμως ήσαν εκατοντάδες τινές νεκρών, ενώ εις μυριάδας ανήρχοντο οι περικυκλούντες αυτούς εχθροί;

Μετ' ολίγον αντήχησαν γαυγίσματα, ομοιάζοντα μάλλον προς γοερόν παράπονον ή αλαλαγμόν θριάμβου. Οι ποντικοί συνελθόντες εκ της εκπλήξεως ήρχιζον ήδη ν' αμύνωνται κρατερώς, αναρριχώμενοι και προσηλούμενοι ως βδέλλαι επί των νώτων των μολοσσών, οίτινες εξηκολούθουν μεν να σπαράττωσι τους περί αυτούς, αλλά μάτην ηγωνίζοντο ν' αποτινάξωσι τους επικαθημένους. Ολόκληρον το σώμα τινών εκ των σκύλων εκαλύπτετο υπό ποντικών ως προ μικρού ο νεκρός του ίππου, και άδηλος απέβαινεν η έκβασις της μάχης. Ανδρείοι μεν και ρωμαλέοι ήσαν οι βουλδόγοι, αλλά και πολύ ολιγώτεροι των εν Θερμοπύλαις συντρόφων του Λεωνίδα κατά των αμετρήτων περσικών στιφών. Όπως λοιπόν μη πέσωσιν ούτοι έστω και ενδόξως υπό τους οδόντας των ποντικών, κατεπείγουσα ήτο η ταχίστη παροχή εις αυτούς επικουρίας. Ανοίξαντες τότε την μεγάλην πύλην εισόρμησαν αθρόοι εις την παλαίστραν οι Kαραβινιέροι, μετά της εφεδρείας των χωρικών. Τρεις ή τέσσαρες μόνον εξ αυτών εγύμνωσαν την σπάθην, αλλ' οι πλείστοι επροτίμησαν ως όπλον τας μακράς και βαρείας ράβδους.

Ταύτας μετεχειρίζοντο ως κατά το αλώνισμα του σίτου οι γεωργοί. Εκάστη της ράβδου καταφορά ανετίνασσεν εις τον αέρα ολόκληρον ορμαθόν ποντικών και εξ ίσου δραστηρίως ειργάζοντο οι πόδες. Οι Iταλοί Kαραβινιέροι είναι, ως γνωστόν, κολοσσοί· τα μέχρι του γόνατος βαρύτατα υποδήματα ησφάλιζον τας κνήμας αυτών από των δηγμάτων και έκαστον επί των πλακών βήμα απέβαινε θανατηφόρον. Άλλοι μεν διεσκέδαζον χορεύοντες επί του ποντικοστρώτου εδάφους είδος τι φονικωτάτης μαζούρκας, και άλλοι εμιμούντο τας κινήσεις των πατούντων εις τον ληνόν τας σταφυλάς.

Αλλά και οι σκύλοι αναθαρρήσαντες εκ της παρουσίας των κυρίων αυτών ηγωνίζοντο και πάλιν ηρωικώς. Η νίκη αυτών ηδύνατο ήδη να θεωρηθή ως ασφαλισθείσα, αλλ' ο αγών παρετείνετο, διότι εξίσου δύσκολος ήτο εις τους ηττηθέντας και η αντίστασις και η ταχεία αποχώρησις εκ του πεδίου της μάχης. Αι οπαί του τοίχου, δι' ων είχον εισέλθει ήσαν τόσον στεναί, ώστε υπέρ την μίαν ώραν είχε διαρκέσει η εισέλασις των αλλεπαλλήλων ταγμάτων και αδύνατος εκ τούτου ήτο η αθρόα φυγή. Άλλως δε μεταξύ αυτών και των εξόδων ωρθούντο οι Kαραβινιέροι και έχαινον τα στόματα των μολοσσών. Τα εμπόδια ταύτα επεχείρησαν να υπερπηδήσωσιν αντλούντες θάρρος εκ της απελπισίας. Επήδων επί των νώτων των σκύλων, ανερριχώντο εις τους ώμους των ανδρών, έδακνον τας ράβδους μέχρις εκριζώσεως των οδόντων, πολλοί δε και ερρίφθησαν κατά του τοίχου μετά τοσαύτης ορμής, ώστε συνετρίβη η κεφαλή αυτών. Ίσως ήτο τούτο αυτοχειρία.

Το θέαμα απέβη τοσούτον απεχθές και φρικαλέον, ώστε απέστρεψα τους οφθαλμούς. Η σφαγή παρετάθη επί ημίσειαν περίπου ώραν. Αριθμός τις θυμάτων κατώρθωσε να σωθή δια τοιχαναβάσεως ή δια των υπογείων οχετών. Αλλ' ο κατά την στιγμήν εκείνην ανατέλλων ωχρός ήλιος φθινοπώρου εφώτιζε κατά τον προχείρως γενόμενον υπολογισμόν υπέρ τας δέκα χιλιάδας πτωμάτων. Μετά των νεκρών έκειντο και δύο μολοσσοί, εις είχε τυφλωθεί κατά την μάχην, τρεις ή τέσσαρες εχώλαινον και πάντων αι πλευραί εστίζοντο δι' αιματηρών κηλίδων. Αλλά και πολλών ανδρών αι χείρες έφερον τα ίχνη των οδόντων των ποντικών. Πάντες εφαίνοντο κατάκοποι και απέσταζεν άφθονος εκ του μετώπου των ο ιδρώς, αν και ήτο παγερά η ομίχλη της πρωίας, ερριγούμεν δε ημείς της ομηρικής μάχης οι αργοί θεαταί.

Υπάρχει παροιμία, καθ' ην αι σφοδραί συγκινήσεις ανοίγουσι την όρεξιν. Ταύτην, ως φαίνεται, εγνώριζε της πανηγύρεως ο οργανωτής, διότι κατά την επιστροφήν ημών εις το υπαίθριον καφφενείον, ανέμενεν ημάς μικρός αγριόχοιρος στρεφόμενος επί της πυράς, νωπός τυρός, μέγας λέβης βραστών καστάνων καί τινες φιάλαι οίνου του τελευταίου τρυγητού, κάπως μεν θολού, αλλά γλυκού και αφρώδους ως καμπανίτου. Το πρόγευμα ήτο βεβαίως ορεκτικόν, αδύνατον όμως υπήρξε να τιμήσω αυτό, ενοχλούμενος υπό της διακεχυμένης καθ' όλον το προάστιον οσμής των παντοίων εκεί βιομηχανιών, του συμμιγούς αρώματος μακελλείου, παντοπωλείου, αλείμματος, σάπωνος, δερμάτων και λαϊκών μαγειρείων. Από της υπερβολικής ταύτης ευαισθησίας της οσφρήσεως μ' εθεράπευσεν, ως ελπίζω, ριζικώς η δεκαετής ήδη εν τη συνοικία της Πλάκας διαμονή.

 

 

αρχή

 


 

ΤΑ ΕΥΤΥΧΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΡΩΣΤΕΙΑΣ

Πιθανόν είναι, αναγνώστα, η μόνη επιγραφή του παρόντος άρθρου να σε κάμη να υψώσης τους ώμους και ν' ανακράξης εκ των προτέρων «Παραδοξολογία!». Ουχί όμως αν έτυχε να αρρωστήσης βαρέως και ενθυμήσαι ακόμη όσα τότε ησθάνθης.

Το πρώτον και μέγιστον ίσως πλεονέκτημα της ασθενείας είναι ότι μόνον κατά τας ημέρας εκείνας της καταναγκαστικής απραξίας αισθάνεσαι εντελώς απηλλαγμένος πάσης υποχρεώσεως και πάσης ευθύνης προς τον εαυτόν σου, την γυναίκα σου, τα τέκνα σου, την κοινωνίαν και τους δανειστάς σου. Τότε μόνον δύνασαι εν αναπαύσει συνειδήσεως να είπης· «Δεν πταίω εγώ ό,τι δήποτε και αν συμβή».

Εφ' όσον είσαι υγιής, η λεγομένη ανθρωπίνη οικογένεια δεν σοι οφείλει απολύτως τίποτε, ούτε εργασίαν, ούτε περίθαλψιν, ούτε πίστωσιν, ούτε όργανα εργασίας, ούτε προστασίαν, ουδέ καν τεμάχιον άρτου. Έχεις βραχίονας και εις σε απόκειται να πορισθής πάντα ταύτα. Αν δε η τύχη σε καταδιώξη και δεν δυνηθής με όλην την καλήν διάθεσιν να εύρης ούτε πελάτας αν ήσαι δικηγόρος, ούτε θαμώνας αν έχης καφφενείον, ούτε αυθέντην αν ήσαι υπηρέτης, αν πρωίαν τινά σε μετέβαλεν ο κ. υπουργός από τελωνοφύλακος εις παυσανίαν, και ματαίως εζήτησες δικόγραφα ν' αντιγράψης ή πρόβατα να βοσκήσης, ω τότε είσαι βεβαίως άξιος να ονομασθής «οκνηρός, ακαμάτης, χασομέρης, μπόσικος, ντεμπέλης». Μυριάκις ολιγώτερον ταπεινωτική διά την φιλοτιμίαν σου είναι η ιδιότης του αρρώστου.

Και όχι μόνον από βιοποριστικάς φροντίδας είσαι απηλλαγμένος, αλλά και από οχληροτάτας κοινωνικάς υποχρεώσεις, τας επισκέψεις, τα επισκεπτήρια, τας εθνικάς και βασιλικάς εορτάς, το χειροφίλημα, τα ονόματα, και την μετάβασιν εις τας κηδείας.

***

Αντί να φροντίζης κατά καθήκον περί των οικείων σου, τους βλέπεις όλους φροντίζοντας περί σου. Όλους περί την κλίνην σου, ανησύχους, προσεκτικούς, προθύμους, αφωσιωμένους, περιποιητικούς, προσπαθούντας να ευχαριστήσωσι πάσαν σου επιθυμίαν ή και ιδιοτροπίαν.

Οι φίλοι και οι γνώριμοί σου, οι συνήθως φροντίζοντες περί σου όσον και περί του Χάνου της Ταρταρίας, νομίζουν ότι η καθιερωμένη συνήθεια και το κοινωνικόν καθήκον επιβάλλει εις αυτούς να ζητώσιν ειδήσεις σου και να υποκρίνωνται ολίγην ανησυχίαν.

Αν πάλιν συγγενείς και φίλοι σ’ εγκαταλείψουν, ουδ’ η τελεία εκείνη εγκατάλειψις στερείται μικρού τίνος θελγήτρου. Η ιδέα ότι παλαίεις μόνος κατά του πόνου και του θανάτου, έχει τι το δυνάμενον να ικανοποιήση την φιλοτιμίαν σου. Σου παρέχει ευκαιρίαν να παρομοιάσης τον εαυτόν σου προς τον μεγάλον ήρωα του Αισχύλου, τον Προμηθέα Δεσμώτην, όστις απέμεινε κι εκείνος επί του ερήμου βράχου του μόνος μετά του σπαράσσοντος το ήπαρ του γυπός, αφού τον εγκατέλειψαν αι άσπλαγχνοι Ωκεανίδες.

Πλην τούτου η γενική εκείνη εγκατάλειψις θέλει συμπληρώση τας μελέτας και την πείραν σου περί της ανθρωπίνης καρδίας και θα σοι παρέχη έπειτα ανεξάντλητον ύλην γέλωτος διά την πρώην πίστιν σου εις το συγγενικόν και φιλικόν φίλτρον.

***

— Αλλά θα αισθάνομαι τας δυνάμεις μου εκλιπούσας, τας αισθήσεις μου ναρκουμένας, την κεφαλήν μου βαρείαν και δεν θα δύναμαι πλέον να σκέπτωμαι.

—Και παραπονείσαι, αχάριστε, διά τούτο; Αφού επί τόσα έτη σ' εβασάνισαν αι σκέψεις, ευεργέτημα βεβαίως και ουχί δυστύχημα είναι η επί τινα καιρόν διακοπή της βασανιστικής λειτουργίας του κουρασμένου εγκεφάλου.

Αν πάλιν διετήρησες λείψανά τινα αυτής, δεν είναι αμέτοχοι και μελαγχολικής τινος γλυκύτητος αι ιδέαι του γαληνιαίου τέλους του δικαίου, της απαλλαγής από των εγκοσμίων βασάνων, της αιωνίου ειρήνης, του παραδείσου των χριστιανών, της συνταυτίσεως μετά του Θεού των πανθεϊστών, του Νιρβάνα των φιλοσόφων, και, διά να είπωμεν την γυμνήν αλήθειαν, πολύ περισσότερον πάντων τούτων η μέχρι της εσχάτης πνοής παραμένουσα ελπίς σωτηρίας;

***

Αλλά το μέγιστον υπέρ της αρρώστειας επιχείρημα είναι ότι δεν δύναται τις χωρίς ν' ασθενήση να εντρυφήση εις την υπερτάτην μακαριότητα της αναρρώσεως.

Μετά ένα μήνα απολύτου νηστείας σου επιτρέπει ο ιατρός να φάγης ένα ψημένον μήλον, ο δε πρώτος εκείνος επιτετραμμένος καρπός σου φαίνεται ασυγκρίτως γλυκύτερος του συλλεγέντος υπό της Εύας απηγορευμένου. Έπειτα μίαν σούπαν την ημέραν, δύο σούπες, τρεις σούπες την ημέραν. Τις δεν λείχει τα δάκτυλά του ενθυμούμενος την γεύσιν αμβροσίας της πρώτης πτέρυγος ορνιθίου και το γλυκύτερον νέκταρος πρώτον ποτήριον οίνου;

***

Βαθμηδόν αι δυνάμεις σου, αι σωματικαί και διανοητικαί, επανέρχονται και αισθάνεσαι ότι η νόσος σου απέδωκεν είδος τι παρθενίας, ότι το πρώην σώμα σου το μολυσμένον, το κακόχυμον, το εξηντλημένον και πεπαλαιωμένον, ανεκαινίσθη, ότι κυκλοφορεί εις τας φλέβας σου νέον αίμα και νέαι σάρκες ενδύουσι τα οστά σου, ότι σ' εχάρισε δευτέραν ύπαρξιν ο Πανάγαθος Θεός.

Αφού αποδοθής εις την οικογένειαν και τους φίλους σου, απομένεις επί ικανόν ακόμη καιρόν χλωμός, πράος, γλυκύς, άκακος ως παιδίον, ευπροσήγορος, ενδιαφέρων· όλους τους αγαπάς και όλοι σε αγαπούν, χάρις εις την ευλογημένην αρρώστειαν, ήτις σε απήλλαξε πάσης περισσείας χολής και σε κατέστησε σχεδόν ανεπίδεκτον οργής, δυστροπίας και ερεθισμού.

***

Τι δε να είπωμεν περί της πρώτης μετά μακράν ασθένειαν εξόδου; Μεταβλέπεις τον ήλιον, τα δένδρα, τα πεζοδρόμια, τας προθήκας των εμπορικών, τας αγγελίας των θεάτρων, την φρουράν μεταβαίνουσαν εις τα Ανάκτορα, τους ανθοπώλας, τους εφημεριδοπώλας, τα άλογα και τους σκύλους. Και όσα σ' έκαμναν πριν να χασμάσαι, σε θέλγουν, σ' ευφραίνουν και σε συγκινούν, διά τον μόνον λόγον ότι εκινδύνευσες να μη τα μεταΐδης πλέον. Αν δε τύχη να σε στείλη ο ιατρός εις το Φάληρον ή την Κηφισσιάν, πόσον πλέον πράσινα ή πριν σε φαίνονται τα δένδρα και η θάλασσα κυανωτέρα!

***

Αλλ’ ημέραν τινά εις το μέσον της οδού, ενώ έχασκες ακροώμενος πλανόδιον οργανέτον, το οποίον είχες τόσον καιρόν ν' ακούσης, βλέπεις διερχόμενον προ των οφθαλμών σου άλλον ασθενή, όστις δεν είχε την καλήν τύχην να γλυτώση ως συ και μεταφέρεται ήδη εις το τελευταίον του κατάλυμα εντός του πρώτου ή του δευτέρου νεκροταφείου.

Η πένθιμος εκείνη παρέλασις, καίτοι ικανώς συνήθης εις τας οδούς των Αθηνών, σοι προξενεί πρώτην φοράν εντύπωσιν βαθείαν και συγκινεί της καρδίας σου τους μυχούς. Αλλά και πόσην αισθάνεσαι απόκρυφον χαράν συγκρίνων την τύχην σου προς την του δυστυχούς νεκρού!

«Αν ήμην εγώ, σκέπτεσαι, μέσα εις το αποτρόπαιον εκείνο φέρετρον, θα μετέβαινα ως ούτος εν μέσω του αδιαφορούντος τούτου πλήθους εις την μαύρην τρύπαν, από την οποίαν δεν εξέρχεται τις πλέον. Oι διαβάται θ' αφήρουν αναλγήτως τον πίλον των και θα εξηκολούθουν τον δρόμον των ως πράττουσι τώρα. Ή εγώ ή άλλος δεν θα τους έμελε τους αχρείους εγωιστάς. Η αλήθεια είναι, ότι πρέπει να ευχαριστώ τον Θεόν, όστις ηυδόκησε να ευρίσκωμαι ορθός επάνω εις αυτό το πεζοδρόμιον αντί να είμαι εξαπλωμένος μέσα εις το άσχημον εκείνο κουτίον».

Επί τινας ακόμη εβδομάδας εξακολουθείς να παρατηρής τας κηδείας μετά πολλού ενδιαφέροντος, νομίζων ότι οφείλεις να υποκλίνεσαι μετά σεβασμού και συγκινήσεως προ των νεκρών εκείνων, μετά των οποίων ολίγον έλειψε να συναριθμηθής, ως θα επεθύμεις να υποκλίνωνται και οι άλλοι προ του ιδικού σου λειψάνου.

Η μαύρη στολή νεκροφόρου με τον σταυρόν εις την ράχιν σε προξενεί ανατριχίασιν, προ πάντων αν είσαι ακόμη ολίγον ωχρός και τύχη ο νεκροφόρος να σε κυττάξη ως να έλεγεν· «Εσύ, φίλε μου, δεν θ' αργήσης να λάβης την ανάγκην μου».

Εφ’ όσον όμως παρέρχεται ο καιρός αποβάλλεις βαθμηδόν την συνήθειαν να συγκινήσαι εκ της θέας των νεκρών, συλλογιζόμενος τον εαυτόν σου. Αι παρειαί σου είναι ήδη στρογγύλαι και ροδοκόκκινοι και έπαυσαν να σε κυττάζουν οι νεκροφόροι και συ να προσέχης εις αυτούς. Μετ' ολίγον δε αποκαλύπτεσαι και συ μηχανικώς και παρέρχεσαι αδιάφορος προ των δυστυχισμένων νεκρών, προς τους οποίους ουδέν πλέον αισθάνεσαι κοινόν.

***

Ο καιρός εξακολουθεί το έργον του. Καθ' εκάστην αποβάλλεις μέρος της ευαισθησίας σου και της ικανότητος προς συγκίνησιν και χαράν. Τα χασμήματα υπερισχύουν και πάλιν και ο καθημερινός βίος σε φαίνεται όπως πριν πεζός, πληκτικός, μονότονος και ανούσιος ως νερόβραστος κολοκύνθη. Ουδ’ υπάρχει ελπίς να γευθής και πάλιν την ηδονήν να είσαι ζωντανός, εκτός αν ευτυχήσης να κρούσης και δευτέραν φοράν εις του Πλούτωνος την θύραν.

(«Εμπρός» 11 Ιανουαρίου 1898).

 

 

αρχή

 


 

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΟΥ ΓΙΛΔΙΖ ΚΙΟΣΚ

Οι αγαπώντες τα γραφικά θεάματα και έχοντες γρόνθους και αγκώνας ικανώς ισχυρούς, ώστε να ευρίσκωσι τόπον και εκεί όπου δεν υπάρχει, ουδαμού, πιστεύομεν, δύνανται κάλλιον να ευχαριστηθώσι παρά επί του καταστρώματος των μικρών ατμοπλοίων, τα οποία κατά πάσαν θερινήν εσπέραν μεταφέρουν τους Κωνσταντινουπολίτας εις τον Πρίγκηπον, το Νιοχώρι και τα Θεραπιά. Όπως εις το ποίημα του Δάντε, αντηχούσι κι εκεί όλαι αι γλώσσαι και λάμπουσιν υπό τας ακτίνας του δύοντος ηλίου όλα τα χρώματα, όχι μόνον του ενδύματος, αλλά και του δέρματος πάσης καυκασίας, κιτρίνης ή αιθιοπικής φυλής. Το ροδόλευκον της Αγγλίδος δεσποίνης παρά την ώχραν του ινδού αυτής υπηρέτου, το χαλκόχρουν του Πέρσου και ο έβενος της Αραπίνας. Περί δε του κυανού της θαλάσσης, της πορφύρας της Δύσεως, των λευκών μιναρέδων και των μαύρων κυπαρίσσων δεν δύναμαι να είπω τίποτε, διά τον λόγον ότι την θέαν αυτών μου απέκρυπταν αι ράχεις, τα ομπρελάκια, τα σαρίκια, οι ατζέμικοι σκούφοι και τα υψηλά καπέλα των συνεπιβατών μου. Κάτωθεν ενός των καπέλων τούτων διέκρινα σπανόν πρόσωπον, του οποίου δεν με ήτο βεβαίως άγνωστος η μεγάλη μύτη, ήτις το εχώριζεν εις δύο ίσα μέρη ως η σειρά των Απεννίνων την Ιταλίαν.

Ενώ επροσπάθουν να ενθυμηθώ πού και πότε έτυχε και άλλοτε να την θαυμάσω, ο κάτοχος αυτής, ο έχων, ως φαίνεται, καλλιτέραν της ιδικής μου μνήμην, με εχαιρέτισεν ονομαστί και βλέπων με ακόμα διστάζοντα επρόσθεσε μειδιών:

— Δεν με γνωρίζετε; Είμαι ο Βορμ, ο πρώτος κωμικός του θιάσου του Λαβέρν εις το θέατρον των Αθηνών. Εγώ έπαιζα τον Φριτζ εις την «Μεγάλην Δούκισαν» και έπειτα τον «Κυανοπώγωνα». Με επροσκαλέσατε μίαν Κυριακήν μαζί με τας τρεις μου γυναίκας να φάγωμεν ένα αρνί εις την Πεντέλην.

Ταύτα μου ενθύμιζαν ευχαρίστους νεανικάς ημέρας.

— Και τι απέγειναν, ηρώτησα, αι τρεις σου γυναίκες; Η Αλαϊζά τι κάμνει;

— Ξετρελαίνει τους Βεδουίνους εις το Αλγέρι.

— Η Ζουάννα που είναι;

— Είναι μαγείρισσα εις την Μασσαλίαν.

— Η εύμορφη Εύα τι έγεινεν;

— Έγεινε πολύ άσχημη.

— Και συ τι κάμνεις;

— Εξακολουθώ να κάμνω τον κόσμον να γελά.

—Θα έλθω αυτάς τας ημέρας να με κάμης πάλιν να γελάσω.

— Πολύ λυπούμαι, αλλά τούτο είναι αδύνατον.

— Διατί αδύνατον; Αφού το κατώρθωνες καθ' εσπέραν εις τας Αθήνας και δεν έπαθα έκτοτε υποχονδρίαν; Μήπως έχασες την κωμικήν σου δύναμιν;

— Όχι, δόξα τω θεώ. Αύτη μάλιστα επενταπλασιάσθη, αφού μου την πληρώνουν εδώ το πενταπλάσιον των όσα μ' εδίδατε εις τας Αθήνας. Ήθελα μόνον να είπω ότι δεν είναι εύκολον πράγμα να εισέλθη κανείς εις το θέατρον όπου παριστάνω.

— Τόσο γεμάτο είναι πάντοτε;

— Εξ εναντίας σχεδόν άδειον.

Ο κ. Βορμ ηυδόκησεν επί τέλους να λύση την απορίαν μου πληροφορών με ότι ο θίασός του δεν ανήκεν εις το κοινόν, αλλ’ αποκλειστικώς εις τον Σουλτάνον και το ιδιαίτερον αυτού ανακτορικόν θέατρον.

— Ο Σουλτάνος έχει θέατρον;

— Τέλειον και κομψότατον εις το Γιλδίζ-Κιοσκ. Εκεί παριστάνομεν δύο φοράς την εβδομάδα ενώπιον της Α. Μεγαλειότητας, των αυλικών του και των κυριών του Χαρεμίου.

— Σε συγχαίρω, απεκρίθην μετά τίνος ζηλείας· τας λέγουν ωραίας.

— Δυστυχώς δεν τας βλέπομεν, διότι είναι κρυμμέναι απ’ οπίσω από χρυσόν κιγκλίδωμα ως αι ιδικαί σας κυρίαι εις τας εκκλησίας της Σύρας. Ακούομεν μόνον τα γέλοια και τα χειροκροτήματά των.

— Και τι παίζετε; Οπερέτας του Οφεμπάκ;

— Κάποτε και κωμωδίας.

— Τίνος; Του Δουμά, του Παγερών;

— Όχι· του Σουλτάνου.

— Ο Σουλτάνος γράφει γαλλικάς κωμωδίας! ανέκραξα μετ' ευλόγου απορίας.

— Δεν είπα ότι τας γράφει. Ακούσατε, παρακαλώ. Η Αυτού Μεγαλειότης ευδοκεί ενίοτε να μας κράζη εις τα ανάκτορα ολίγον προ της ώρας του δείπνου και να μας εκθέση είτε διά δραγουμάνου είτε και ο ίδιος, όπως ημπορεί, την υπόθεσιν και τας κυριωτέρας της κωμωδίας του σκηνάς, διανέμων εις έκαστον το μέρος του και εξηγών με πολλάς χειρονομίας πώς εννοεί να παρασταθή. Έπειτα πηγαίνει να δειπνήση, ενώ ημείς τρέχομεν να ετοιμάσωμεν τα φορέματά μας και να συμφωνήσωμεν χονδρικώς περί του διαλόγου, τον οποίον πρέπει έπειτα ν' αυτοσχεδιάσωμεν επί της σκηνής. Εξ όλων των δραματογράφων μόνος ο Σουλτάνος κατορθώνει να παρευρεθή εις την παράστασιν των έργων του μίαν ώραν αφού τα συνθέση.

— Η ιδέα, απεκρίθην, δεν είναι εντελώς πρωτότυπος. Το αυτό περίπου κάμνουν εις τα λαϊκά θέατρα οι Ιταλοί αυτοσχεδιασταί και ιδίως οι παλιάτσοι. Τοιούτου είδους παραστάσεις ωνειρεύετο επί πολλά έτη η Γεωργία Σάνδη. Αλλ’ ηναγκάσθη να παραιτηθή αυτών μη ευρίσκουσα ηθοποιούς ικανούς ν' αυτοσχεδιάσωσιν άλλο τι παρά τετριμμένας κοινοτυπίας ή πρωτοτύπους ανοησίας. Κρίμα ότι δεν έτυχε να σας γνωρίση εγκαίρως. Αλλ’ ειπέτε μου, παρακαλώ, αξίζουν τίποτε αύται αι σουλτανικοί κωμωδίαι;

— Το μόνον το οποίον δύναμαι με πλήρη πεποίθησιν να βεβαιώσω είναι, ότι προξενούν πάντοτε μεγάλην εντύπωσιν εις το ιδιαίτερον αυτού αυλικόν ακροατήριον.

— Τούτο βεβαίως αρκεί. Πολύ σπουδαιότερον παρά να ηξεύρη τι λέγει είναι διά τον δραματοποιόν να ηξεύρη προς ποίους ομιλεί, αποφεύγων να προσφέρη μαργαρίτας εις τους προτιμώντας τα βαλανίδια.

— Εις τοιούτον σφάλμα δεν υποπίπτει ποτέ η Α. Μεγαλειότης. Αι υποθέσεις των κωμωδιών του διακρίνονται προ πάντων διά την επιτυχίαν της εκλογής. Την τελευταίαν φοράν που μας έκραξε, «Επιθυμώ, είπε, να μου παραστήσετε ένα αυλάρχην τίμιον μεν και αφωσιωμένον εις τον κύριόν του, αλλά ασυλλόγιστον και σαστισμένον. Ούτος διατάττεται μίαν ημέραν αιφνιδίως να ετοιμάση συμπόσιον δι' εκατόν ανθρώπους, και αμέσως τα χάνει. Δίδει εις τους αρχιτρικλίνους και τους υπηρέτας διαταγάς ασαφείς και αντιφατικάς. Όλοι τρέχουν δεξιά και αριστερά, συγκρούονται και θραύουν ποτήρια και πινάκια. Ο φέρων επί της κεφαλής ταβλάν υπηρέτης σκοντάπτει, πίπτει και σκορπίζει κατά γης τα πιλάφια, τα γιαούρτια και τους ντολμάδες. Η ώρα εν τούτοις προχωρεί και τίποτε δεν είναι έτοιμον. Άμα διορθωθή μία ζημία διαδέχεται αυτήν άλλη μεγαλειτέρα. Ο αυλάρχης κυττάζει με αγωνίαν το ωρολόγιον και μαδά τα γένεια του από την απελπισίαν. Το μάδημα όμως δεν ηδύνατο να εμποδίση τους δείκτας να τρέχουν και, εφ' όσον επλησίαζεν η ώρα, τόσον ηύξανεν η αταξία. Αύτη ήτο εις το κατακόρυφον και η αίθουσα του γεύματος ωμοίαζε κατάστρωμα πλοίου δερομένου υπό της τρικυμίας, όταν εισήλθεν ο ηγεμών με τους προσκαλεσμένους. Ο δυστυχής αυλάρχης τρέχει να ριφθή εις τους πόδας του κράζων «Αμάν!» και ο πολυεύσπλαγχνος αυθέντης του, αφού διέταξε να τον ρίψουν εις την θάλασσαν διά να τον τρομάξη, ευδοκεί έπειτα, μετά αυστηράν νουθεσίαν, να τον συγχωρήση. Αυτά να μου παραστήσετε και να είναι όλα έτοιμα μετά μίαν ώραν».

Όσον και αν φαίνεται απίστευτος, η αλήθεια είναι ότι κατορθώνομεν πάντοτε να ετοιμάσωμεν το σκηνολόγιον κατά την διάρκειαν του σουλτανικού γεύματος. Τον δε διάλογον, ως σας είπα, τον αυτοσχεδιάζομεν επί της σκηνής. Απαγγέλλομεν μίαν οποιανδήποτε φράσιν σχετικήν προς την υπόθεσιν και περιμένομεν την δευτέραν, ως τα πετεινά του ουρανού την τροφήν των, από το έλεος του Θεού. Η παράστασις προ πάντων του «Σαστισμένου αυλάρχου» επέτυχε θαυμάσια. Όταν εδόθη η διαταγή να ριφθή ούτος εις την θάλασσαν, μία από τας ηθοποιούς, η παλαιά σας γνώριμη κυρία Φιορέλη, εθεώρησε πρέπον να υποκριθή την ευαίσθητον λιποθυμούσα, και τότε ηυδόκησεν ο Σουλτάνος να λάβη μέρος εις την παράστασιν, ραντίζων το πρόσωπον και τους γυμνούς της ώμους με ένα σίφωνα νερόν του Σελτζ, διά να την ξελιγοθυμήση. Αδύνατον είναι να σας περιγράψω την κατά το επεισόδιον τούτο ιλαρότητα των θεατών, τον ακράτητον γέλωτα, τα χειροκροτήματα και τα «Αφερίμ!».

Αι περισσότεροι των σουλτανικών τούτων κωμωδιών είναι μάθημα διδόμενον εις τινα επιφανή αυλικόν, σατυρισμός μιας του καταχρήσεως, ανοησίας ή μανίας. Εκ τούτου συμβαίνει πολλάκις να είναι πολύ κωμικότερα της παιζομένης παρ’ ημών κωμωδίας η όψις της πλατείας. Κατά την αρχήν της παραστάσεως ουδείς γνωρίζει ποίος από τους παρισταμένους πρόκειται κατά την εσπέραν εκείνην να σατυρισθή και έκαστος ανησυχεί φοβούμενος μη έπεσεν ο κλήρος επ' αυτόν. Το θύμα όμως δεν βραδύνει να υποδειχθή τόσον σαφώς, ώστε οι άλλοι, ησυχάσαντες διά λογαριασμόν των, γελώσιν εις την ράχιν του με την τουρκικήν ασπλαγχνίαν. Το κωμικώτερον όλων είναι οι μάταιοι αγώνες, τους οποίους καταβάλλει ο σατυριζόμενος να υποκριθή ότι δεν εννοεί ότι πρόκειται περί αυτού και να γελάση μαζί με τους άλλους. Υποθέτω όμως ότι ο γέλως του εκείνος πολύ ομοιάζει με το μειδίαμα των προγόνων σας Σπαρτιατών, όταν εσπάρασσε τας σάρκας των η εντός του χιτώνας των αλεπού.

Κατά την εποχήν του ανωτέρω διαλόγου, συνέβαινε να θεωρήται η κατάστασις των ανατολικών πραγμάτων ικανώς κρίσιμος ως εκ των απειλών της Ρωσσίας και της εντάσεως των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τούτο με έκαμε να ερωτήσω τον ανακτορικόν ηθοποιόν αν εξακολουθή ο Σουλτάνος να έχη όρεξιν διασκεδάσεως, ενώ εσείετο το κράτος του.

— Τους Ρώσσους, μου απήντησεν, θα τους εμποδίση η Ευρώπη να μας φάγουν, τους δε Έλληνας ουδέ καν τους συλλογίζεται ο Σουλτάνος.

— Και διατί; παρακαλώ.

— Διότι κανείς δε φοβείται τους σκύλους, οι οποίοι αιωνίως γαυγίζουν χωρίς ποτέ να δαγκάσουν.

Αν και ήτο κάπως δύσκολον να εύρω ότι ο άνθρωπος είχεν άδικον, η πατριωτική εν τούτοις φιλοτιμία μου μου επέβαλλε να του απαντήσω.

— Έχεις δίκαιον να ομιλής ούτω, αφού σε δίδουν οι Τούρκοι το πενταπλάσιον των όσα εκέρδιζες εις τας Αθήνας.

(«Ημερολόγιον Σκριπ»)

 

 

αρχή

 


 

ΑΓΙΟΣ ΣΩΣΤΗΣ

Την ταχείαν πρόοδον της Ελλάδος, εννοούμεν την υλικήν, αδύνατον είναι ν’ αρνηθώσιν όσοι τουλάχιστον έτυχε προ τριών ή τεσσάρων Ολυμπιάδων να ταξειδεύσωσιν εις Μεσολόγγι. Ούτε ν' αποβή τις εις την ηρωικήν πόλιν ήτο τι εύκολον, ούτε του αποχαιρετισμού η ημέρα ηδύνατο να ορισθή ασφαλώς κατά το δρομολόγιον της τότε μοναδικής ατμοπλοϊκής εταιρίας. Μεταξύ τω όντι των πλοίων αυτής και της ξηράς εμεσολάβει δίωρος θαλάσσιος δρόμος, επί λέμβου, προχωρούσης δι' ωθήσεως καλάμου, καθ' ον περίπου τρόπον τα μονόξυλα των αγρίων εις τα αβαθή ρεύματα του νέου κόσμου. Και ο μεν έξωθεν ερχόμενος ήτο τουλάχιστον βέβαιος ότι κατά το τέρμα της λεμβοδρομίας θα εύρισκε ξηράν να πατήση, πολύ όμως μικροτέρα ήτο η του αναχωρούντος βεβαιότης αν εξερχόμενος του ακατίου ήθελεν επιβή επί ατμοπλοίου ή αποβιβασθή εις ερημόνησόν τινα, επώνυμον του Αγ. Σώστου, αναμένων επί άδηλον διάστημα χρόνου την εμφάνισιν εις τον ορίζοντα του «Όθωνος», της «Ύδρας» ή της «Βασιλίσσης». Τοιούτο τι, δυστυχώς, επεφύλαττεν εις εμέ και τους συμπλωτήρας μου η κακή Μοίρα. Αναχωρήσαντες εκ Μεσολογγίου την τετάρτην μετά το μεσονύκτιον φθινοπωρινής νυκτός βροχεράς και παγετώδους, επεσκοπήσαμεν μετά τρίωρον πλουν έρημον το πέλαγος περί τον Αγ. Σώστην, ουδ’ είχεν ο μονάκριβος του νησιδίου κάτοικος, ατμοπλοϊκός πράκτωρ συγχρόνως και καφφεπώλης, είδησιν της «Βασιλίσσης» καμμίαν. Όπως δε το ατμόπλοιον, ούτω και ο ήλιος εξηκολούθει να μένη αφανής, αναπαυόμενος υπό παχύ εφάπλωμα μαύρων συννέφων, καίτοι από πολλού είχε σημάνη η ταχθείσα υπό των αστρονόμων ώρα της εκτελέσεως των φωτιστικών αυτού καθηκόντων. Πρώτην τότε φοράν αφού επάτησα εις την Ελλάδα συνέβαινε να ποθήσω τας ακτίνας εκείνας, των οποίων τοσάκις είχον καταρασθή την ανηλεή μονοτονίαν. Ημέραν ως εκείνην μαύρην και σκοτεινήν μίαν μόνον ηδυνάμην ν' ανεύρω εν τη μνήμη μου, ην διήλθον εν Αμβέρση των Κάτω Χωρών, περιάγων κηρίον υπό τας κοσμούσας τους τοίχους του κοιτώνος μου εικόνας του Τενιέρου και Βαν Οστάδ. Αλλ’ εις τον Αγ. Σώστην ούτε εικόνες υπήρχον ούτε, πιθανώς, κηρία. Αι ώραι διεδέχοντο αλλήλας ανιαραί και ατελεύτητοι, την δε στενοχωρίαν ημών ηύξανε προ πάντων το άδηλον του αριθμού των όσαι απέμενον ακόμη να διανύσωμεν ριγούντες επί του ξηροβράχου. Η θέσις ημών ήτο ως δυστυχούς καταδικασθέντος υπό σκληρού δικαστηρίου εις την ποινήν αορίστου αριθμού ετών πρόσκαιρων δεσμών!

Εις τοιαύτην ευρισκόμην περί το εσπέρας ψυχής διάθεσιν ή μάλλον αδιαθεσίαν, ότε προσήλθεν ο Ροβινσών της νήσου, ο πράκτωρ καφφεπώλης, λέγων μοι μετά θαυμαστής αταραξίας: «Το ατμόπλοιο δε θα έλθη ως αύριον το πρωί. Πού είναι τα ρούχα, σου να σου στρώσω». Τότε κατά πρώτον εδιδάχθην ότι εις την πτωχήν μας γλώσσαν είναι δισήμαντος η λέξις ρούχα[5], δηλούσα και στρώμα, εφόδιον ουχ ήττον των ενδυμάτων απαραίτητον εις τον περιηγούμενον την Ελλάδα. Πλην του δωρεάν γλωσσικού μαθήματος ανέλαβεν ο καλός άνθρωπος να μοι προμηθεύση δείπνον και κοίτην αντί ταλήρου. Το πρώτον συνίστατο ως τα του Ευαγγελίου, εκ ξηρού άρτου, ον μ' έκαμε να εύρω ηδύτατον η πείνα, και τηγανητού οψαρίου, το οποίον καθίστα τελείως ακατάποτον δυσωδία ελλυχνίου αξία να παραβληθή προς την αποπνέουσαν εκ των λόγων του Ισοκράτους. Η οσμή του ελληνικού ελαίου και η αηδία των ισοκώλων, παρίσων και ομοιοτελεύτων της προς Δημόνικον Παραινέσεως είναι αι ανιαρόταται αναμνήσεις των σχολικών μου χρόνων. Αλλά πολύ μάλλον του συμποσίου ήτο το αναμένον ημάς υπνωτήριον άξιον περιγραφής. Το λεγόμενον πρακτορείον συνίστατο ολόκληρον εξ ενός μόνου ισογείου και ουχί μεγάλου θαλάμου, όπου έμελλον να συγκοιμηθώσιν αδελφικώς οι επιβάται της «Βασιλίσσης» ένδεκα τον αριθμόν, ήτοι δύο εν φουστανέλλα ακαδημαϊκοί πολίται, εις καλόγηρος, δέσμιος υπόδικος αγόμενος εις Πάτρας υπό δυο χωροφυλάκων, τρεις χωρικοί, ο γράφων και γέρων τις ξένος περιηγητής. Εις τούτους προσετέθησαν μετ' ολίγον δύο κλωβοί πλήρεις ορνίθων προς προφύλαξιν αυτών από της επελθούσης ραγδαίας βροχής. Πάντα ταύτα τα τε πτερωτά και άπτερα δίποδα, ως ωνόμαζεν ο Πλάτων τους ανθρώπους, επρόκειτο να διέλθωσιν ατελεύτητον νύκτα φθινοπώρου εντός χώρου μη παρέχοντος ουδέ το ήμισυ του απαραιτήτου προς κανονικήν λειτουργίαν των πνευμόνων αέρος. Προς ακριβή εκτίμησιν του ποιού της ατμοσφαίρας του κοιτώνος πρέπει να προστεθή εις την αδιάλειπτον αραίωσιν του οξυγόνου η προϊούσα συμπύκνωσις αναθυμιάσεων ορνιθώνος, φαγωσίμων, καλογηρικής γούνας, τσαρουχίων, λυχνίας τρεφομένης διά του αυτού πιθανώς ελαίου, το οποίον εχρησίμευσε προς τηγάνισμα του δείπνου και, προ πάντων, της απλωθείσης προς ύπνον ποικίλης συλλογής ρούχων. Όσον και αν ήμην κατάκοπος, η ιδέα εξαπλώσεως επί των υπέρ εμού ετοιμασθέντων μοι επροξένει ανατριχίασιν. Τοιαύτης κλίνης θα επροτίμων το ακανθόπλεκτον στρώμα ερημίτου της Σκήτης. Την αυτήν, ως φαίνεται, αισθανόμενος προς τα ρούχα αντιπάθειαν και ο ξένος συνοδοιπόρος μου επροτίμησε να διανυκτερεύση κακείνος αντικρύ μου επί καθίσματος, όσον το δυνατόν πλησιέστερον του παραθύρου. Υπό του αυτού ελαυνόμενοι αισθήματος παρετηρήσαμεν αμφότεροι τα ωρολόγιά μας. Αν και είχε νυκτώση από αμνημονεύτου χρόνου και πάντες εκοιμώντο περί ημάς, η ώρα ήτο μόλις ογδόη.

Άλλαι λοιπόν εννέα εχώριζον ημάς ακόμη από του ηλίου της επιούσης, και ούτε ύπνου υπήρχεν ελπίς ούτε ήτο η ανάγνωσις δυνατή εκ της ανεπαρκείας του φωτισμού. Ως μόνος δυνατός τρόπος καταναλώσεως της ώρας απέμενε να θαυμάζωμεν αλλήλων την όψιν του δε αντικρύ μου καθημένου αι ρυτίδες και η παρδαλή ασπροκίτρινος γενειάς δεν ήσαν βεβαίως άξιαι δεκαώρου θαυμασμού, ουδέ καν διεκρίνοντο επί άκρα κομψότητι τα δίπατα αυτού μέχρι γόνατος υποδήματα ή το εκ μαύρης προβειάς κάλυμμα της κεφαλής. Και ούτω όμως εύκολον ήτο να διακρίνη τις εκ της συμπεριφοράς αυτού και της λευκότητος των χειρών και του υποκαμίσου ότι δεν ανήκεν ο ανήρ εις τας τάξεις της πλειονοψηφίας. Ως πρόσθετος τούτου απόδειξις ηδύνατο να χρησιμεύση ότι, αντί του τετριμμένου οδηγού του Βαίδεκερ, είχεν επί των γονάτων του το τελευταίον πόνημα του Μαξ Στίρνερ: «Το εγώ ως απόλυτον και ο κόσμος ως ιδιότης αυτού». Ο τίτλος του βιβλίου καθίστα εύκολον την εύρεσιν της εθνικότητος του αναγνώστου όστις, αφού δεν ήτο γερμανός, ως απεδείκνυεν η ανεπίληπτος προφορά των δύο η τριών λέξεων, τας οποίας έτυχε να εκστομίση γαλλιστί, ήτο ρώσσος βεβαίως και πιθανώτατα μηδενιστής. Τα βιβλία τω όντι των νεοεγελειανών φιλοσόφων κατήντησαν από ικανού ήδη χρόνου προϊόν εξαγόμενον αποκλειστικώς εις την Πετρούπολιν, καθ' ον περίπου τρόπον ο οίνος του Πόρτου εις το Λονδίνον. Την δε υποψίαν μηδενισμού εδικαίωνεν η προτίμησις του φοβερού έργου του Στίρνερ, του αναλαβόντος ν' αποδείξη επιστημονικώς φάντασμα πάσαν θρησκείαν, φενάκην την ηθικήν, όνειρον την δικαιοσύνην, ηλιθιότητα την πίστιν εις την πρόοδον του πολιτισμού και παντοκράτορα του κόσμου δυνάστην το «Απόλυτον εγώ», ήτοι τον άκρατον και απεριόριστον εγωισμόν. Η περιέργεια, μεθ' ης παρετήρουν αυτόν και το βιβλίον του, δεν διέφυγε την προσοχήν του ξένου, όστις θέσας τον δάχτυλον επί τόμου του Λεοπάρδη, τον όποιον έτυχε να κρατώ, μοι είπε μειδιών: «Le vôtre ne vaut guére mieux», ήτοι «το ιδικόν σου δεν είναι πολύ καλλίτερον». Η εξομοίωσις του Λεοπάρδη προς τον ου μόνον απαισιόδοξον, αλλά και απαίσιον Στίρνερ ήτο βεβαίως δεκτική συζητήσεως, η δε όρεξις ημών προς τοιαύτην μεγάλη, αφ' ετέρου όμως απέβαινεν από στιγμής εις στιγμήν επιτακτικωτέρα η ανάγκη εισπνοής κάπως αμιγεστέρου αέρος. Αλλ’ η βροχή εξηκολούθει να καταπίπτη ποταμηδόν, ώστε ευρισκόμεθα προ του φοβερού διλήμματος της ασφυξίας ή του πνιγμού. Επί πέντε όλας ώρας διήρκεσεν η αγωνία εκείνη, μέχρις ου εφάνη ημίν ότι διεκρίναμεν διά του παραθύρου ασθενές τι και παροδικόν σελάγισμα, ακτίνα ίσως σελήνης διακόψασαν το βαθύ σκότος. Η μετ' ολίγον επανάληψις του φαινομένου και ο μετριώτερος του ύδατος κροταλισμός παρείχον ήδη ελπίδα τινά δυνατής εξόδου. Κατορθώσαντες να υπερπηδήσωμεν τους κοιμωμένους ημών συντρόφους, εξήλθομεν αδιστάκτως.

Ουδέποτε, πιστεύω, έτυχεν άνθρωπος να ροφήση αέρα μεθ' όσης ημείς απληστίας, πλην ίσως του προφήτου Ιωνά, ότε εξήλθε της κοιλίας του κήτους. Η σελήνη είχε κρυβή και πάλιν και η βροχή εξηκολούθει κατ’ αραιάς σταγόνας, αλλ’ ευτυχώς υπήρχεν εκεί που πλησίον μικρόν τι κοίλωμα υπό εξέχοντα βράχον, όπου κατεφύγομεν συμμαζευθέντες επί βελέντζας, ην επρονόησε να παραλάβη εξερχόμενος ο σύντροφός μου. Το προ ημών θέαμα ήτο αληθώς εξαίσιον, αν και δεν εβλέπομεν σχεδόν τίποτε, ούτε ουρανόν ούτε θάλασσαν ουδέ ξηράν. Πάντα ταύτα συνεχέοντο εις άμορφον χάος, αλλάσσον χροιάν ακαταπαύστως κατά την πυκνότητα της νεφέλης, ήτις εσκίαζε τον δίσκον της πανσελήνου. Οι λεγόμενοι τεχνοκρίται πολλάς εμελάνωσαν σελίδας προς απόδειξιν ότι το γυμνόν παντός σχήματος χρώμα δεν δύναται να μεταδώση την ιδέαν του κάλλους, αλλ’ εις εμέ ουδέν ουδέποτε άλλο θέαμα επροξένησεν όσην εντύπωσιν η αδιάλειπτος και ακαριαία μετάβασις του ανιδέου εκείνου όγκου από του χρώματος της πίσσης εις το της τέφρας, του μολύβδου, του ίου, της ώχρας ή του χαλκού. Εις το θάμβος του οφθαλμού πρέπει να προστεθή το αναδιδόμενον εκ της θαλάσσης άρωμα ιωδίου όντως μεθυστικόν. Τούτου όμως αποτέλεσμα ήτο να με κρημνίση αποτόμως από της υπερνεφέλου ποιήσεως εις το βάραθρον της πεζότητος, ενθυμίζον με τα γαϊδουροπόδαρα του Φαλήρου και ότι ήμην σχεδόν νήστις από της προτεραίας. Ο ρώσσος είχεν ευτυχώς εις την οδοιπορικήν του πήραν δίπυρά τινα της Οδησσού, τα οποία εμοιράσαμεν αδελφικώς ως και το περιεχόμενον φιαλιδίου κονιάκ. Ευχαριστών διά το φιλοφρόνημα εθεώρησα επίκαιρον να ψελλίσω δικαιολογίαν τινά υπέρ της καταστάσεως της πατρίδος μου, της εκθετούσης τους επισκεπτομένους αυτήν ξένους εις δείπνα ξηρού άρτου και χειμερινάς εν υπαίθρω διανυκτερεύσεις, αλλ’ άδικον θα ήτο να λησμονηθή ότι προ ημίσεως μόνον αιώνος, απαλλαγείσα βαρβάρου ζυγού, μόλις εισέρχεται εις το στάδιον του πολιτισμού. Την τοιαύτην παράταξιν των στερεοτύπων νεοελληνικών απολογημάτων διέκοψεν εκείνος αποτόμως διά του εξής απιστεύτου αποφθέγματος· «Μυριάκις προτιμότερον είναι να μείνη η Ελλάς απολίτιστος εις πάντας τους αιώνας ή να γνωρίση τα ασυγκρίτως ανώτερα των πλεονεκτημάτων βάσανα του λεγομένου πολιτισμού. Θέλεις απόδειξιν ότι έχω δίκαιον; Ενώ συ κι εγώ πεινώμεν, κρυώνομεν, αγρυπνούμεν, βήχομεν και πταρνιζόμεθα επί υγρού βράχου, οι άξεστοι συμπατριώται σου, τους οποίους έχεις ίσως την βλακείαν να οικτείρης, κατώρθωσαν υπό τους αυτούς όρους να δειπνήσωσι μετ' ορέξεως και να κοιμηθώσι μακαρίως. Πρόοδος του πολιτισμού και αύξησις της ανθρωπινής κακοπαθείας είναι τα ακριβέστερα των συνωνύμων».

Τον έπειτα προς ερμηνείαν του ανωτέρω αφορισμού μεταξύ ημών διάλογον προτιμώ να συνοψίσω εις μονόλογον του σλάβου φιλοσόφου, πιστεύων ότι παρέχω εκδούλευσιν εις τον αναγνώστην, μη αναμιγνύων τας ιδικάς μου κοινοτοπίας εις την ικανώς πρωτότυπον αυτού περί πολιτισμού θεωρίαν

«Δεν είμαι, είπεν, ως επίστευσες, μηδενιστής, αλλά φιλήσυχος και ακίνδυνος καθηγητής των φυσικών επιστημών, ελθών εις την Ελλάδα προς συλλογήν των δυσευρέτων αλλαχού Καράβων του Αδώνιδος. Εκ της τριακονταετούς ήδη της φύσεως μελέτης επείσθην αδιστάκτως, ότι το ποσόν κακοπαθείας, το οποίον επιφυλάσσει η Μοίρα εις πάντα τα πλάσματα, είναι πανταχού και πάντοτε ακριβώς ανάλογον του όγκου και της τελειότητας του νευρικού αυτών συστήματος. Ουδ’ υπάρχει λόγος τις εξαιρέσεως του ανθρώπου από του γενικού κανόνος. Παν λοιπόν το δυνάμενον οπωσδήποτε να συντελέση εις την επικράτησιν των νεύρων και ιδίως του εγκεφάλου θεωρώ ως ζημίαν, της οποίας κατ' ουδένα τρόπον δύνανται να θεωρηθώσιν ως επαρκής αντιστάθμησις αι απολαύσεις αι προερχόμενοι εκ της προόδου της επιστήμης, της τέχνης και του πολιτισμού. Ουδ’ είναι αύται διά τον ακριβώς εξετάζοντα τα πράγματα υπό ουδεμίαν έποψιν μεγάλαι. Αν σήμερον, χάρις εις τας τελειοτέρας γεωργικάς μεθόδους και την ταχυτέραν συγκοινωνίαν προς τους τόπους της παραγωγής, σπανιώτερον δεκατίζει τους λαούς της Ευρώπης η πριν ανά δεκαετίαν κατά μέσον όρον επισκήπτουσα τελεία έλλειψις άρτου, ο αριθμός αφ' ετέρου των ανεπαρκώς τρεφομένων και διηνεκώς πεινώντων ηύξησεν επαισθητώς, ουδέ δύναται να παύση συναυξάνων μετά του πληθυσμού, αφού ο μεν εκ της τελειοποιήσεως της αγρονομίας πολλαπλασιασμός των προϊόντων έχει βεβαίως όριά τινα ανυπέρβλητα, η δε αύξησις του πληθυσμού ουδέν άλλο όριον πλην της πείνης. Η Αγγλία είναι βεβαίως υπό γεωργικήν και οικονομικήν έποψιν η πρώτη της γης χώρα, αλλά και εν ουδεμία άλλη είναι ανώτερος ο αριθμός των πεινώντων ή των τρεφομένων αποκλειστικώς διά γεωμήλων και οινοπνεύματος. Το τελευταίον μάλιστα τούτο τείνει ν' αντικαταστήση η πρόοδος του πολιτισμού διά του ευθηνοτέρου θειικού αιθέρος. Ουδέ πιστεύω ότι δύναται να θεωρηθή ως επαρκές αντιζύγιον της τοιαύτης διαίτης του λαού ότι πολύ ανώτερος του αλλαχού είναι εν Αγγλία ο αριθμός των καταναλωτών ανανάδων, χελωνών, Πόρτου και σπαραγγιών. Αν σπανίζουσι ταύτα εις την απολίτιστον Ανατολήν, έτι σπανιώτεροι είναι, ευτυχώς, οι στερούμενοι επαρκούς προς χορτασμόν τεμαχίου λευκού ή μέλανος άρτου. Ουδέ κατεδικάσθησαν ακόμη οι Ανατολίται να καταπίνωσι βούτυρον εκ μαργαρίνης, γάλα εξ ορυζοκόνεως, οίνον εξ ερυθροξύλου, καφφέν εκ ξηρών σύκων, τυρόν εξ αμύλου, σοκολάταν εκ βαζελίνης και όσα άλλα εφεύρεν ευθηνά δηλητήρια η παράλληλος πρόοδος της χημείας και της ασυνειδησίας.[6]

Τον ισχυρισμόν ότι ηύξησεν εν συνόλω εις τας πολιτισμένας χώρας ο μέσος όρος της ευζωίας του λαού, διαψεύδει η καθ’ εκάστην απειλητικωτέρα κατά του κοινωνικού καθεστώτος εξέγερσις των ακτημόνων. Και αληθεύον δε αν υποτεθή, ότι αιτία της δυσαρεσκείας είναι η αύξησις ουχί των στερήσεων, αλλά των απαιτήσεων της εργατικής τάξεως, δύσκολον πάλιν είναι να μη αποδοθή το κακόν εις την πρόοδον του πολιτισμού, την δημοτικήν εκπαίδευσιν, τα εσπερινά αναγνώσματα, τας πενταλέπτους εφημερίδας, τας λαϊκάς βιβλιοθήκας και όσα άλλα αυξάνοντα τον εν τω κόσμω όγκον εγκεφάλου συναυξάνουσι μετ' αυτού κατ' ακριβή αναλογίαν την ανθρωπίνην ευπάθειαν, ήτοι την ανθρωπίνην δυστυχίαν. Πώς δε να πιστεύσω εις χρήσιμόν τινα πρόοδον της ιατρικής ή της λεγομένης δημοσίας υγιεινής, αφού αποδεδειγμένον είναι ότι ουδόλως μεν ηλαττώθη ο αριθμός των ραχιτικών, των κακοχύμων και των χοιραδικών, ενώ ο των αναιμικών αυξάνει απαύστως και καταπληκτικώς; Οι πάπποι ημών δεν είχον ακόμη δυναμόμετρα, εξ ων θα ηδυνάμεθα να εκτιμήσωμεν μετά μαθηματικής ακριβείας τον βαθμόν της καταπτώσεως των ημετέρων μυώνων, αλλ’ εν ελλείψει δυναμομέτρων έχομεν προχείρους εν τοις μουσείοις πλουσίας συλλογάς λογχών, πελέκεων, ξιφών και ροπάλων, τα οποία ουδείς σημερινός βραχίων δύναται να υψώση. Αλλά και χωρίς να ανατρέξωμεν εις τόσον απέχοντας χρόνους, αρκεί προς απόδειξιν του προϊόντος ημών εκφυλισμού ότι υπερδιπλάσιον ήτο επί του πρώτου Ναπολέοντος το βάρος του στρατιωτικού όπλου, ενώ σήμερον ευρίσκουσι βαρύ το του Μαρτίνη και του Σασεπώ τα ανθρωπάρια, τα οποία συναγελάζει η γενική στρατολογία, γέννημα και αύτη της προόδου του πολιτισμού. Κατά τι, τέλος πάντων, δύνανται να υποτεθώσιν αυξήσαντες το ποσόν της ανθρωπίνης ευδαιμονίας οι περιλάλητοι σιδηρόδρομοι, τηλέγραφοι και ηλεκτρικοί φανοί, αφού ούτε εις τόπους ευτυχέστερους δύνανται να μας μεταφέρωσιν, ούτε ειδήσεις να μας μεταδώσωσι μάλλον παρηγόρους ή να φωτίσωσιν όψεις ευθυμοτέρας; Και ταύτα μεν είναι τα πολυύμνητα υλικά δώρα του πολιτισμού, πολύ δε μάλλον άδωρα τα ηθικά. Ουδ’ αυτός ο φανατικώτατος της προόδου πανηγυριστής θα ετόλμα τω όντι να ισχυρισθή ότι ηλαττώθη το ποσόν της λυμαινομένης τον κόσμον κακίας, αλλά μόνον ότι το ποιόν αυτής μετεβλήθη. Ελάχιστον όμως είναι το κέρδος αν εξήλειψεν ο τελειότερος οργανισμός της χωροφυλακής εκ των ορέων την ληστείαν, αναγκάσας τους πρώην εξ αυτής αποζώντας να προτιμήσωσι το αναπαυτικώτερον επάγγελμα κιβδηλοποιού, δηλητηριαστού, πλαστογράφου, προαγωγού ή ιδρυτού ανωνύμου εταιρίας. Η ζημία ζωής και χρημάτων, ην επροξένει ο επί τέλους αποθνήσκων επί της λαιμοτόμου ληστής, είναι αναξία παντός λόγου παραβαλλομένη προς την καταδίκην εις την πείναν ή την αυτοκτονίαν, ην επιβάλλει σήμερον ο ουδέποτε σχεδόν τιμωρούμενος τραπεζίτης εις ασυγκρίτως ανώτερον αριθμόν θυμάτων. Ειλικρινώς δε σοι λέγω ότι προτιμώ να σκιάζωμαι τους ληστάς επί της λεωφόρου παρά να μην είμαι βέβαιος ότι δεν είναι καταχραστής, δωρολήπτης, προδότης, συκοφάντης ή σιμωνιακός, ο τμηματάρχης, ο ταμίας, ο λοχαγός, ο έμπορος, ο δημοσιογράφος ή ο ιερεύς των οποίων σφίγγω την χείρα εν αιθούση ή ασπάζομαι αυτήν εν εκκλησία».

Διακόψας ενταύθα τον λόγον όπως επ' ολίγον αναπαυθή και ροφήση νέαν δόσιν ρακής, εξηκολούθησεν έπειτα διά φωνής, της οποίας αδύνατον μοι είναι να λησμονήσω ή να περιγράψω την αθυμίαν·

«Πάντα όσα μέχρι τούδε σε είπον είναι μικρά, ασήμαντα και ανάξια παντός λόγου, παραβαλλόμενα προς άλλην τινά μυριάκις φοβερωτέραν και αναπόδραστον συνέπειαν της προόδου της επιστήμης και του πολιτισμού. Διά να μ’ εννοήσης καλύτερα, σπεύδω προς στιγμήν να υποθέσω δυνατήν και μάλιστα προσεχή την πλήρωσιν πασών ανεξαιρέτως των επαγγελιών και αυτών των παραβολωτάτων ονείρων των αισιοδόξων. Παραδέχομαι ότι η πρόοδος της χημείας κατώρθωσε ν’ ασφαλίση εις πάντας τροφήν επαρκή και εκλεκτοτάτην ότι κατωρθώθη η επιδιωκομένη τελεία αντικατάσταση διά μηχανών της εργασίας των βραχιόνων και απαλλαγή της ανθρωπότητος από παντός βαναύσου κόπου· ότι εύρεν η ιατρική αντίδοτον κατά πάσης ασθενείας ή και κατώρθωσε να εξαλείψη από της γης πάσαν νόσον και μαλακίαν διά της τελειοποιήσεως της λεγομένης νοσοφθορίας. Παραδέχομαι, αν θέλης, ότι δύνανται τα πολιτεύματα, οι νόμοι και αι διεθνείς σχέσεις να κανονισθώσι κατά τύπον τοσούτον τέλειον, ώστε να εκλείψη το έγκλημα, ο πόλεμος και παν αδίκημα, ως μη δυνάμενα να προσπορίσωσιν ουδέ κέρδος και μη έχοντα εκ τούτου λόγον υπάρξεως κανένα. Αν γνωρίζης άλλο τι άξιον ευχής, ειπέ το, όπως προσθέσω και τούτο εις το ιδανικόν άθροισμα πάσης ευδαιμονίας. Εγώ δε τούτο μόνον σοι λέγω, ότι αν κατωρθούντο ποτε πάντα ταύτα και επραγματοποιείτο το όνειρον του χρυσού αιώνος, τότε προ πάντων αλλοίμονον και τρις αλλοίμονον εις τους ανθρώπους! Η ασφάλεια και η απαλλαγή από του σωματικού μόχθου υπέρ του επιουσίου άρτου θα παρείχον εις πάντας άνεσιν προς καλλιέργειαν του πνεύματος αυτών. Ο όγκος της εγκεφαλικής μάζης υπ' ουδενός πλέον συνεχόμενος κωλύματος ή ανταγωνισμού ήθελε προβαίνη αυξάνων αδιαλείπτως και απεριορίστως, ενώ η ηδονή του καλοτρώγειν και του μη σκάπτειν θα ηλαττούτο καθ' εκάστην και θα εξέλιπε μετ' ολίγον τελείως. Πασίγνωστον τω όντι και αναμφισβήτητον είναι ότι ουχί καθ' εαυτήν η ευζωία, αλλά μόνον η μετάβασις εις ταύτην από καταστάσεως δυστυχεστέρας είναι ηδονική, όπως και η μετάβασις από της νόσου εις την υγείαν. Όσοι είχον πριν το ευτύχημα να μεταβαίνωσι το εσπέρας από του αγρού ή του εργοστασίου εις το δείπνον και την κλίνην των, καθ' ον τρόπον ο βους από του αρότρου εις την φάτνην, ως εκείνος κοπιώντες βαρέως, τρώγοντες απλήστως και κοιμώμενοι άνευ ονείρων, θα ηυκαίρουν τότε να ερωτήσωσι πώς έτυχε να ευρεθώσιν επί του κόσμου τούτου, τις του βίου ο σκοπός και τι πέραν του τάφου υπάρχει; Εις τας ερωτήσεις ταύτας μόνη η θρησκεία δύναται να απαντήση δι’ υποσχέσεως μακαριότητος ατελευτήτου, αλλ’ η αδυσώπητος και παντοκράτειρα τότε επιστήμη ουδέν άλλο θα έχη ν' αποκριθή παρά μόνον ότι δεν ηξεύρει απολύτως τίποτε περί τούτων, προσθέτουσα μάλιστα μετά τινος ειρωνικής αυταρεσκείας, ότι τα ερωτήματα ταύτα δεν είναι επιστημονικά ουδέ καν λογικά, αλλ’ αποτελέσματα της στρεβλώσεως της ανθρωπίνης διανοίας υπό του χριστιανισμού. Την τοιαύτην όμως στρέβλωσιν μόνον να ελεεινολογή, να σκώπτη και να υβρίζη, ουχί όμως και να θεραπεύση δύναται η επιστήμη. Αντίδοτον κατά της απελπισίας ουδέν άλλο υπάρχει πλην της πίστεως ή της αποκτηνώσεως. Αμφότερα όμως ταύτα διώκει ανηλεώς και τείνει να εξορίση από του κόσμου η πρόοδος της επιστήμης και του πολιτισμού. Προς εκτίμησιν του έργου αυτής υπόθεσε την ανθρωπότητα ως συνοδίαν οδοιπόρων, πλανωμένων εις έρημον της Αραβίας απέραντον και πυριφλεγή, τηκομένην υπό δίψης φλογεράς και ουδέν άλλο έχουσαν στήριγμα εν τη εγωνιώδει πορεία πλην της ελπίδος ανευρέσεως ζωογόνου τινός πηγής, υπόθεσε δε και τους επιστήμονας ως καλοθελητάς αγωνιζομένους να πείσωσι τους συνοδοιπόρους των ότι μωρά είναι η ελπίς αυτών, ότι φάντασμα είναι το ύδωρ και αυτή η δίψα των αποτέλεσμα πλάνης και διαστροφής. Εις τους πιστεύοντας εις την αλήθειαν του τοιούτου κηρύγματος ουδέν άλλο απομένει παρά να κατακλιθώσιν επί της αξένου άμμου, παραιτούμενοι των μόχθων ασκόπου ήδη πορείας και αναμένοντες τον θάνατον εν τη ακινητούση απελπισία. Αυτό τούτο θέλει πράξη και η ανθρωπότης, ευθύς ως αποβή κτήμα κοινόν το ύστατον και μόνον δυνατόν πόρισμα της επιστήμης, ότι δηλ. μυριάκις ευτυχέστερος είναι ο βράχος του φυτού, το φυτόν του ζώου και τούτο του ανθρώπου, και αυτή δε η ανθρωπίνη δυστυχία προβαίνει αυξάνουσα από του βρέφους μέχρι του πρεσβύτου και από του ηλιθίου μέχρι του μεγαλοφυούς ανδρός κατ’ ακριβή και απαράβατον προς την διανοητικήν ανάπτυξιν αναλογίαν. Ότι τοιούτο είναι το μοιραίον τέρμα της εξελίξεως του ανθρωπίνου πνεύματος φαίνονται προϊδόντες και προειπόντες πάντες εν πάση χώρα και εποχή οι εγκύψαντες εις βαθυτέραν των όρων της υπάρξεως ημών μελέτην. Όπως εκάστου ημών, ούτω και της ανθρωπότητος εν γένει ελαττούται, εφ' όσον προβαίνει η ηλικία, η ικανότης να αισθανθή χαράν. Την περιλάλητον των αρχαίων εθνών αισιοδοξίαν βλέπομεν διηνεκώς φθίνουσαν και εξατμιζομένην από των μυθικών μέχρι των χρόνων της πνευματικής αυτών ακμής. Ασυγκρίτως φαιδρότερος είναι ο Όμηρος του Σοφοκλέους και οι φιλόσοφοι της Ιωνίας του Πλάτωνος, όπως και ούτος των νεοπλατωνικών· έτι δε καταφανέστερος είναι παρά τοις Ινδοίς ο κατακυλισμός από ευφροσύνης των Βεδικών ύμνων εις τα μηδενιστικά πορίσματα της σοφίας του Βούδα και του Καπίλα. Αναπόδραστος τω όντι αποβαίνει η εναργεστέρα διάκρισις του τέρματος εφ' όσον πλησιάζομεν προς τούτο. Αλλ’ αν αδύνατον είναι να οπισθοδρομήσωμεν ή και να σταματήσωμεν, ακατανόητος και πάλιν απομένει η εκ προθέσεως επίσπευσις προς την άβυσσον της πορείας. Τους σήμερον αποστόλους της επιστήμης και της προόδου κλίνω να ομοιώσω προς ιατρούς, κατορθώσαντας ν’ ανεύρωσιν αλάνθαστόν τι φάρμακον, δι' ου δύναται τις τάχιστα να γηράση, και επιβάλλοντας την χρήσιν αυτού προς απαλλαγήν από των μειονεκτημάτων της νεανικής ηλικίας. Η νεότης εν τούτοις, η άγνοια, η τελεία από πάσης σκέψεως περί της τύχης ημών αποχή, η άσκησις των μυώνων και ο εις τον ελάχιστον όρον περιορισμός της εργασίας του εγκεφάλου είναι τα μόνα δυνάμενα να μετριάσωσι την αχώριστον από της υπάρξεως δυστυχίαν. Ρίψε εις την θάλασσαν τον Λεοπάρδην και μετ' αυτού πάντας τους φιλοσόφους και ποιητάς, πλην του Ομήρου, του Ανακρέοντος και του Θεοκρίτου· αντί μεταφυσικών ή επιστημονικών φαντασμάτων κυνήγα λαγωούς ή γυναίκας, τρέχε, ίππευε, κωπηλάτει, φύτευε λάχανα ή σχίζε ξύλα, κωπίαζε σωματικώς και αναπαύου πνευματικώς, όπως βραδύτερον επέλθη η ώρα, καθ' ην κατανοήσας το άσκοπον του βίου και την κενότητα πάσης ελπίδος, θα ποθήσης βαθύν και ατελεύτητον ύπνον και, ως εγώ, θ’ ανακράξης· ω Νιρβανά!»

Ότε έπαυσαν αντηχούντες εις τα ώτα μου οι απαίσιοι εκείνοι χρησμοί και ανέτειλε μετ' ολίγον φαιδρός ήλιος, φωτίζων πλην των άλλων την «Βασίλισσαν», ερχομένην να σώση ημάς από του Αγίου Σώστου, επίστευσα ότι απηλλαττόμην από κακού ονείρου. Εκ των συμβουλών του συνοδοιπόρου μου δεν ηκολούθησα καμμίαν, αλλ’ ουδέ δύναμαι, δυστυχώς, να βεβαιώσω ότι δεν μετενόησα διά τούτο. Ανευρίσκων δε μετά πάροδον όλης εικοσιπενταετίας τας λησμονηθείσας ταύτας οδοιπορικάς σημειώσεις, άγομαι εις τον πειρασμόν να ερωτήσω, αν η κατά το διάστημα τούτο αναμφισβήτητος και μεγάλη πρόοδος παρ’ ημίν του πολιτισμού, τα τηλεγραφικά δίκτυα, τα τηλέφωνα, οι τροχιόδρομοι, οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες, τα τεσσαράκοντα γυμνάσια, αι ωδικαί λέσχαι, οι τρισχίλιοι του Πανεπιστημίου φοιτηταί, η ακώλυτος λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών, αι μεγαλόσχημοι εφημερίδες, η αντικατάστασις των ληστών διά χρηματιστών, τα εξακόσια χιλιόμετρα σιδηροδρόμων και τα ισάριθμα εκατομμύρια δημοσίου χρέους συνετέλεσαν κατά πολύ εις το να καταστήσωσιν ευτυχεστέραν της τότε την σημερινήν Ελλάδα. Τούτο ενδέχεται να εξετάσωμεν εν προσεχεί ημών μελέτη.

(«Παρνασσός», 7(βριος 1891).

 

 

αρχή

 


 

ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΑΙ ΠΥΛΑΔΗΣ

Ότε προ τινων ετών ηναγκάσθην να διαχειμάσω εν Αιγύπτω, αφού εθαύμασα τας πυραμίδας, τας καμήλους και τον αντιβασιλέα, αφού ήκουσα τ' αυλοτύμπανα, έφαγον βανάνας και έπιον ταμαρινθόζωμον, μη θέλων να μείνω άγευστος ουδεμιάς των φαραωνικών απολαύσεων, απεφάσισα να ροφήσω και τινα δόσιν ασιχίου. Το έδεσμα τούτο γνωρίζουσι πιθανώς οι πλείστοι των αναγνωστών εκ του Κόμητος Μοντεχρίστου του μακαρίτου Δουμά. Είναι δε εκχύλισμα ινδικής καννάβεως, αηδές την οσμήν, αηδέστερον την γεύσιν, αλλ’ έχον το προτέρημα να μεταφέρη τους αηδιάζοντας την πεζήν πραγματικότητα του ημετέρου πλανήτου εις την χώραν των ονείρων. Πλείονα περί του φαρμάκου τούτου κρίνω περιττόν να παραθέσω, παραπέμπων τους ορεγομένους εις το σύγγραμμα του τουρονησίου Μορώ, πλέξαντος εις το ασίχ εγκώμιον χιλιοσέλιδον.

Αφού κατέπιον το χάπιον, κατεκλίθην περιμένων την ενέργειαν της νηπενθούς βοτάνης, μη ούσαν άμεσον, αλλά βραδείαν και βαθμιαίαν. Αγαθός τις συνοδοιπόρος μου, ο κ. Oêlschig, σάξων την πατρίδα, στενογράφος το επάγγελμα και εραστής των βιολογικών πειραμάτων κατά τας ώρας της σχολής, ηθέλησε να διανυκτερεύση εν τω κοιτώνι μου, παρακινηθείς εις τούτο είτε εκ φιλόφρονος μερίμνης είτε εκ φυσιολογικής περιεργείας. Συνειθίσας ν' αναγινώσκω κλινήρης, έλαβον εις χείρας Ελληνικόν τόμον, λησμονηθέντα πιθανώς επί της νυκτερινής τραπέζης παρά τινος φιλομούσου ομογενούς. Το βιβλίον έτυχεν ον εγχειρίδιον Ελληνικής μυθολογίας εκπονηθέν υπό τινος Περικλέους Ιασεμίδου, ζητούντος συγγνώμην εν τω προοιμίω αν, πρωτόπειρος ων, έχη ατελείας περί το λεκτικόν. Είησαν αύται τω ανθρώπω συγκεχωρημέναι, ουχί όμως και το κατόρθωμα αυτού, επιτυχόντος να καταστήση τους ποιητικωτάτους ημών προγονικούς μύθους πεζοτέρους αντωνιαδείου εποποιίας.

Του ασιχίου η αρετή έγκειται εις το ενισχύειν τας υπαρχούσας εν τω εγκεφάλω ιδέας μάλλον ή εις το πλάττειν νέας. Επόμενον άρα ήτο εις τον έχοντα την κεφαλήν πλήρη αναμνήσεων του Ολύμπου, η ενέργεια του φαρμάκου ν' αποβή μυθολογική. Καταπεσόντος δε μετ' ου πολύ εκ της χειρός του βιβλίου, ήρχισα παραληρών περί θεαινών, ηρώων, σειρήνων και καβείρων.

Ότε την επιούσαν ανέλαβον εκ της παρακοπής, ως ονομάζει την hallucination ο Αριστοτέλης, ή εκ της παραισθήσεως, ως θέλουσιν αυτήν οι ημέτεροι Ασκληπιάδαι, ο φίλος Oêlschig ίστατο προ εμού κρατών εν δεξιά φύλλον χάρτου κεκαλυμμένον δι' ιερογλυφικών σημείων, εν δε τη αριστερά υγρόν κάλαμον, δι' ου με προσεκάλει να υπογράψω. Το ούτω προσαγόμενον εις επικύρωσιν έγγραφον ουδέν άλλο ήτο, ή τα στενογραφηθέντα πρακτικά του υπό την επήρειαν του ασίχ μονολόγου μου, ον ο φυσιοδίφης στενογράφος προυτίθετο να υποβάλη εις επαρχιακήν τινα ακαδημίαν των βιολογικών επιστημών. Πρέπει δε να προσθέσω ότι ο κύριος ούτος, ουδέ γρυ εννοών της γλώσσης του Πλάτωνος, και τοι γερμανός, είχε στενογραφήση απλώς τους ήχους της διακρινούσης ημάς από των ζώων ενάρθρου φωνής, ώστε το αντίγραφον, όπερ μ’ εφιλοδώρησεν, ουδέν άλλο ήτο, ή απεικόνισμα Ελληνικών φθόγγων διά φραγκικών στοιχείων. Εξ αυτού αποσπώ την κατωτέρω ορεστειάδα, χρήσιμον ίσως εις τους διατρίβοντας περί την τοξικολογίαν.

«Εν τη ακμή της μάχης εζήτει ο Ορέστης τον Πυλάδην, ίνα πλησίον αυτού νικήση ή αποθάνη· σχίσας πυκνόν δάσος λογχών και ακοντίων κατώρθωσε μετά μυρίους αγώνας να πλησιάση τον εταίρον, ον εύρε πατούντα επί εκατόμβης εχθρών υπ' αυτού καταβληθέντων, αλλά πληγωμένον, αιμόφυρτον και μάτην παλαίοντα προς νέον σμήνος πολεμίων. Ο Πυλάδης εφαίνετο τοσούτον του θανάτου εγγύς, ώστε ο υιός του Αγαμέμνονος έπαυσεν αποκρούων τα απειλούντα το στήθος αυτού ξίφη, φοβούμενος μη επιζήση εκείνου, δι' ον μόνον έζη· ότε δε είδε πίπτοντα τον φίλον του, ημιθανής ήδη κακείνος, κατώρθωσε να φθάση έρπων μέχρι του νεκρού, ον περιπτυχθείς ησπάσθη εις το στόμα, ωσεί ήθελε να εμφυσήση εις τα στήθη του την απομείνασαν αυτώ ολίγην πνοήν. Αμφότεροι απέθανον και ετάφησαν εκεί.

Εν τη γη, παχυνθείση εκ των ενηγκαλισμένων λειψάνων, εβλάστησαν μεταξύ των λευκανθέντων ήδη οστών δύο δενδρύλλια, άτινα εφαίνοντο σπεύδοντα ν' αυξήσωσι ταχέως, ίνα διά των κλάδων των στενώτερον περιπτυχθώσι. Παρετηρήθη μάλιστα ότι το έαρ οι μεστοί καλύκων αυτών κλώνες έκυπτον προς αλλήλους, ως ει εσκόπουν, διά της ηδείας αυτών πνοής θερμαινόμενοι, αμοιβαίως να επισπεύσωσι την άνθησιν. Τα εύοσμα άνθη διεδέχθησαν τα εύχροα μήλα· αλλά μήλα θαυματουργά· καθότι πας ο γευόμενος του καρπού της μιας των μηλεών κατελαμβάνετο υπό ακαταβλήτου συμπαθείας προς τον φαγόντα εκ της ετέρας. Εν δε τω αισθήματι τούτω υπήρχε και διάκρισίς τις· αν δηλ. οι μηλοφάγοι ήσαν του αυτού φύλου, συνεδέοντο δι' αρρήκτου φιλίας, αν δε ανήρ και γυνή, εγεννάτο έρως παραμένων μέχρι του τάφου. Τα ήθη των Ελλήνων ήσαν ακόμη αγνά και των μήλων τα αποτελέσματα ακριβώς διακεκριμένα.

Η ηδύτης των καρπών τούτων ήτο τοιαύτη, ώστε πάντες οι δενδροκόμοι έσπευσαν να μοσχεύσωσιν οίκοι κλάδους εκ των μηλεών, μεταβληθέντας εις ευθαλή δένδρα. Γενομένης δε μετ' ου πολύ και της αρετής αυτών γνωστής, οι γονείς πριν ή συζεύξωσι τα τέκνα αυτών, έδιδον ορέστειον μήλον εις την κόρην και πυλάδειον εις τον νυμφίον, όστις μετά το δείπνον τούτο ηδύνατο ν’ απέλθη αμερίμνως εις την αγοράν ή το στρατόπεδον, ουδόλως κινδυνεύων εκ των Αιγίσθων, ως ουδ’ η σύζυγος αυτού είχε τι να φοβηθή εκ του άσματος των σειρήνων της Λέσβου ή της Κορίνθου. Οι δε Θηβαίοι, φυτεύσαντες κατά συμβουλήν των παρ’ αυτοίς σοφών την παλαίστραν των νέων διά τοιούτων δένδρων, έδρεψαν εξ αυτών ου μόνον μήλα, αλλά και τρόπαια πολεμικά. Γνωστά τοις πάσιν είναι τα κατορθώματα του ιερού αυτών λόχου, ουχί όμως επίσης πασίγνωστον ότι η φιλία, η συνδέουσα και καθιστώσα τους ήρωας τούτους ανίκητους εν ταις μάχαις, προήρχετο εκ της υπό το σχήμα μεταλήψεως του Ορέστου και Πυλάδου.

Τοιαύτα και μυρία άλλα, ων μακρά ήθελεν αποβή η αφήγησις, των οπωρών τούτων τα κατορθώματα. Αδύνατον όμως είναι να κρύψωμεν ότι εν τω πλήθει των αγαθών εισέφρησαν και τινα παρατράγωδα. Ούτω ο βασιλεύς Κινύρας, πλανηθείς εντός δάσους και φαγών αγνώστου δένδρου καρπούς, τοσούτον ηδείς εύρεν αυτούς, ώστε εμπλήσας τον κόλπον μετέδωκε το εσπέρας και εις την θυγατέρα του Μύρραν, και εντεύθεν αφορμή αθανάτου δράματος τω Αλφιέρη και ευφημιών και στεφάνων τη κυρία Ριστόρη. Αλλά και ο Ευριπίδης και ο Ρακίνας οφείλουσιν εις τα μήλα ταύτα τους στιλπνοτέρους του τραγικού αυτών στέμματος μαργαρίτας. Αληθές είναι ότι των μαργαριτών τούτων η λάμψις δεν είναι ηθικώς άμωμος. Αλλά σφάλμα είναι εκ των μήλων ή των ποιητών τούτων, αν, έχοντες προχείρους Νίσους και Ευρυάλους, Φιλήμονας και Βαύκιδας, Σαβίνους και Επονίνας και μυρίους άλλους ασπίλους μηλοφάγους, επροτίμησαν αντί τούτων να υμνήσωσι την μητέρα του Μινωταύρου, φαγούσαν κατά λάθος μήλον εκ κήπου, ον είχεν επινεμηθή ο πατήρ του βδελυρού τεκνίου;

«Παν μέτρον άριστον», έλεγεν ο σοφώτερος των πάλαι σοφών. Το ρητόν τούτο εφαρμόζεται και εις τα μήλα, ων η κατάχρησις, ως κατωτέρω φαίνεται, έγεινε παραίτιος πρωτοφανών δυστυχημάτων. Ούτω την νύμφην Ηχώ ηγάπα περιπαθώς ο κάλλιστος της εποχής εκείνης νεανίας, ο υιός του Κηφισσού και της Λιριόππης. Αλλ’ η Ηχώ ανήκεν εις την κατηγορίαν των γυναικών εκείνων, αίτινες αντί καρδίας κρύπτουσιν υπό τον αριστερόν μαστόν απολελιθωμένον τι κράμα ματαιότητος και φιλαρεσκείας, στέργουσαι μεν ν' αγαπώνται, αλλ’ αποστρεφόμεναι ν’ αποδώσωσι τα ίσα. Τοιαύτη ούσα ήκουσε περί της αρετής των μήλων και πορευθείσα εις Βοιωτίαν έκοψε δύο εξ αυτών. Αλλ' αντί να φάγη το εν δίδουσα το έτερον εις τον φίλον της, ηθέλησε ν' αναρριπίση εκείνου μόνου την φλόγα, μένουσα η ιδία ανάλγητος όπως πριν. Αμφότερα λοιπόν παρέθεσεν εις τον εραστήν. Τι δε εκ τούτου συνέβη, διηγείται ο Παυσανίας. Ο ορέστειος και πυλάδειος χυμός, εγκλεισθέντες παρά φύσιν εν τω αυτώ σώματι, ανήψαν εκεί αδιέξοδον πυρκαϊάν. Υπό ταύτης φλεγόμενος ο δυστυχής Νάρκισσος ελησμόνησε την Ηχώ και κατακλισθείς παρά το χείλος λίμνης απέθανεν εκεί, τείνων εις την ιδίαν αυτού εικόνα απηλπισμένην αγκάλην. Και την αισχράν όμως Ηχώ ετιμώρησαν οι θεοί μεταβαλόντες εις λίθινον ψιττακόν.

Αλλ’ έτι θαυμαστότερον το επόμενον θαύμα.

Ότε ο Ερμής και η Αφροδίτη απεφάσισαν να συζεύξωσι τον υιόν αυτών μετά της καλής ναϊάδος Σαλμακίδος, αντί ν' αρκεσθώσι, κατά την τότε συνήθειαν, να προσφέρωσιν ανά εν μήλον εις τους μελλονύμφους, ενόμισαν ότι, θεοί όντες, έπρεπε να πράξωσιν υπέρ των τέκνων πλείον τι του συνήθους. Την προτεραίαν λοιπόν του γάμου ο τρισμέγιστος Ερμής, άριστος ων χημικός, κατέφυγεν εις τ' απόκρυφα της ερμητικής επιστήμης. Λαβών εκατόν ορέστεια και ισάριθμα πυλάδεια μήλα και εκθλίψας τον χυμόν, υπέβαλεν αυτόν εις δεκαεπτά διαδοχικάς αποστάξεις, μέχρις ου κατώρθωσε να περικλείση εντός δύο ελαχίστων φιαλιδίων ολόκληρον την ουσίαν δύο ευκάρπων δένδρων. Το εν των φιαλιδίων τούτων διετάχθη ο νεανίσκος να κενώση μέχρι τελευταίας ρανίδος, το δε άλλο εκόμισεν η Αφροδίτη εις την Σαλμακίδα, οικούσαν εις δέκα σταδίων απόστασιν παρά την ομώνυμον βρύσιν. Το αποτέλεσμα της τοιαύτης σκευασίας δύναται έκαστος να μαντεύση, μυριοπλασιάζων όσα ερρήθησαν ανωτέρω περί της θαυματουργού των μήλων ενεργείας. Εις τας φλέβας των μελλονύμφων εκυκλοφόρησεν εν ακαρεί αντί αίματος ρευστόν πυρ, και ώρμησαν προς αλλήλους ωθούμενοι υπό του πάθους ως σφαίραι υπό της πυρίτιδος. Την χωρίζουσαν αυτούς δεκαστάδιον απόστασιν διήνυσαν εν διαστήματι ολίγων λεπτών, υπερπηδώντες φάραγγας και κρημνούς και ανατρέπτοντες εν τη ορμή του δρόμου διαβάτας, αγέλας, αμάξας και δένδρα. Ότε δε εν μέσω ερήμου ερεικιώνος συνηντήθησαν τέλος πάντων, τοσούτον η σύγκρουσις υπήρξε σφοδρά και στεναί αι περιπτύξεις, ώστε τα σώματα αυτών ενωθέντα απετέλεσαν εν αδιαίρετον όλον, όπερ μάτην επειράθησαν να χωρίσωσιν οι καταφθάσαντες γονείς. Το σύμπλεγμα τούτο των ενωθέντων εραστών είχεν ιδή κατ' όναρ ο τεχνίτης ο γλύψας τον εν Λούβρω περιλάλητον Ερμαφρόδιτον.

Εις έτερον λιθοξόον, ουχί τούτου ελάσσονα, τερατωδέστερα έτι συνέβησαν εκ των διδύμων δένδρων. Οι αρχαίοι γλύπται δεν ωμοίαζον τους Συβαρίτας της σημερινής τέχνης, οίτινες περιορίζονται αποτυπούντες εν ευμαλάκτω πηλώ της φαντασίας αυτών τα ινδάλματα και εμπιστεύονται έπειτα εις μισθίους χείρας την εργασίαν του μαρμάρου, αλλ’ εκράτουν οι ίδιοι την σφύραν και τον εγκοπέα, μεταβάλλοντες αμόρφους όγκους εις ακτινοβόλους Απόλλωνας ή χαριτοβρύτους Νηρηίδας. Εν αρχή τον σκληρόν λίθον επότιζον διά μόνου του καταρρέοντος εκ του μετώπου ιδρώτος, έπειτα δε δι' ύδατος ή όξους προς μετρίασιν της σκληρότητος και ελάττωσιν του κόπου. Ο δε ημέτερος Ερμογλύφος, εγγύς ων να τελειώση μετά πυρετώδη αγρυπνίαν άγαλμα καλλίστης Αφροδίτης, είχεν εξαντλήση μέχρις εσχάτης σταγόνος το ύδωρ της λαγήνου. Μη έχων πρόχειρον άλλο, ουδέ θέλων να διακόψη την εργασίαν, εμηχανεύθη να μαλακώση τον πάριον λίθον τρίβων δι' ενός μήλου, όπερ είχε περισσεύση εκ των αποτελούντων το λιτόν αυτού δείπνον δύο. Το τέχνασμα επέτυχε θαυμασίως και το έργον συνετελέσθη εντός της νυκτός· αι δε πρωιναί του ηλίου ακτίνες εφώτισαν Αφροδίτην τόσον ωραίαν, ώστε ήθελεν ειπή τις αυτήν ουχί λίθον υπό αριστοτέχνου ζωογονηθέντα, αλλ’ αληθή θεάν μετά του βλέμματος και του μειδιάματος και των παλμών αυτής πάντων απολιθωθείσαν. Ο καλός τεχνίτης, ούτε φίλαυτος ούτε εγωιστής ων, ευθύς ενόησεν ότι κατά την νύκτα εκείνην υπεράνθρωπος τις δύναμις είχεν οδηγήση την σμίλην και τον κοπέα, το δε προ αυτού είδωλον δεν εθαύμασεν αυταρέσκως ως έργον των χειρών του, αλλ’ ως θείαν τινά αποκάλυψιν της γυναικείας καλλονής. Επί πολλάς ημέρας ηρκέσθη εις τούτο και ήτο ευτυχής θαυμάζων και λατρεύων. Τοιούτος είναι πάντοτε εν αρχή ο έρως· αρυόμενος εξ εαυτού την τροφήν και νομίζων ότι δύναται επ' άπειρον να ζήση ως οι τέττιγες διά δρόσου και ασμάτων. Αλλ’ άμα ανδρωθή, καθίσταται αχόρταγον θηρίον, απαιτούν, κατά τον εβραϊκόν νόμον, ασπασμόν αντί ασπασμού. Τοιαύτης όμως ανταποδόσεως αδύνατον ήτο να τύχη ο δύσερως Ερμογλύφος παρ' ερωμένης εκ μαρμάρου, ουδ’ ήθελε να ζητήση παρ' άλλης, καθότι πάσαι αι γυναίκες εφαίνοντο ήδη αυτώ βέβηλοι γελοιογραφίαι του θείου πρωτοτύπου. Τας ημέρας αυτού πάσας και τας νύκτας διήνυεν ο δυστυχής προ των ποδών του ειδώλου του οτέ μεν την καλλονήν θαυμάζων, οτέ δε την αναλγησίαν καταρώμενος και ενίοτε λαμβάνων ρόπαλον ανά χείρας, ίνα συντρίψη την συντρίψασαν την καρδίαν του. Αλλ’ ενώ η υπό του ορεστείου μήλου αναφθείσα πυρκαϊά εθέριζε τα σπλάγχνα του αθλίου, ο χυμός του ετέρου, δι' ου είχε το μάρμαρον ποτισθή, εθαυματούργει κακείνος και εμάλασσε τον λίθον. Πρωίαν δε τινα, ενώ ο ετοιμοθάνατος ήδη τεχνίτης απεχαιρέτα δι' εσχάτου βλέμματος την θεάν, το θαύμα συνετελέσθη, το μάρμαρον εκινήθη, κατέβη εκ του βάθρου η Αφροδίτη και αναρτήσασα εις τον τράχηλον του γλύπτου περιδέραιον λευκών βραχιόνων εψιθύρισεν εις το ωτίον του: «Ζήσε Πυγμαλίων!»

 

 

αρχή

 


 

ΧΡΥΣΗΙΣ

Εξ ολίγων τεμαχίων σκελετού και πολλών συμπερασμάτων κατώρθωνεν ο Κουβιέρος ν' αναπλάση ολόκληρον προκατακλυσμιαίον ζώον από της προβοσκίδος μέχρι της ουράς· και ου μόνον την μορφήν, αλλά και τα ήθη ν' αναστήση του θηρίου, άτινα ούτε οστά έχουσιν ούτε άλλο κανέν μαρτύριον του ποιού αυτών κληροδοτούσιν εις τα μουσεία. Μόνον διά τοιαύτης επαγωγικής μεθόδου φαίνεται ημίν δυνατή ουχί βεβαίως η ανάπλασις της εικόνος ομηρικής ηρωίδος, περί ης ο ποιητής ουδέν άλλο έκρινεν εύλογον να μνημονεύση, ειμή μόνον ότι εγένετο αφορμή του θανάτου πλείστων ηρώων και δεν ενθυμούμεθα πόσων ημιόνων, λησμονήσας να πληροφορήση καν ημάς, ως περί των λοιπών, αν ξανθοπλόκαμος ήτο η μελαγχροινή, αλλ’ η λύσις σπουδαίας τινός απορίας, περί ης μάτην παίδες όντες ηρωτώμεν τους διδασκάλους, και μάτην έπειτα ανεδιφήσαμεν το αμέτρητον πλήθος των ομηρολόγων. Είναι δε αύτη η εξής: Ακούσης άρα της θυγατρός του ήλθεν ο Χρύσης εις το στρατόπεδον των Αχαιών, κομίζων λύτρα και ικετεύων τον λαόν και τους βασιλείς ν' απολύσωσιν αυτήν, ή τουναντίον έπραξε ταύτα παρακινηθείς υπ' αυτής της Χρυσηίδος; Δύσκολον τω όντι φαίνεται ημίν να πιστεύσωμεν ότι, αν έστεργεν αύτη την τύχην της παρά τω Αγαμέμνονι, ήθελεν αποφασίση ο Χρύσης, ο κάλλιστα γνωρίζων τας μεταξύ τούτου και της θυγατρός του σχέσεις, και ταύτην να λυπήση και του βασιλέως να διεγείρη την οργήν· τούτο δε ενώ άπασα ήδη η παραλία και αυτός ο ναός του Απόλλωνος ήτο υπό το κράτος των Αχαιών και το παντοδυνάμου εραστού της Χρυσηίδος, ης η επιτροπή ηδύνατο τα μέγιστα να ωφελήση και τον Χρύσην και τον ναόν, ου ήτο ιερεύς, και ολόκληρον την δουλωθείσαν χώραν. Αφ' ετέρου όμως δυσεξήγητον φαίνεται, αν τη υποκινήσει της θυγατρός υποθέσωμεν ενεργήσαντα τον Χρύσην, πως ούτε ήλθεν εις το στρατόπεδον ούτε εφρόντισε περί λύτρων ευθύς μετά την αιχμαλωσίαν της θυγατρός, ότε η πικρία του χωρισμού ήτο φυσικώ τω λόγιο πολύ δριμυτέρα, αλλά μόνον αφού την λύπην ταύτην εμετρίασεν ο χρόνος και η μακρά μετά του Αγαμέμνονος συμβίωσις; καθότι μόνον μετά το δέκατον έτος της πολιορκίας εσκέφθη ο ιερεύς να μεταβή προς τους Αχαιούς μετά των λύτρων, αι δε πέριξ πόλεις, εν αις η Χρύσα, είχον υποδουλωθή από του πρώτου έτους του πολέμου. Πολύ λοιπόν ανακόλουθον και αναξίαν του απονεμηθέντος αυτή υπό του Αγαμέμνονος επί φρονήσει επαίνου πρέπει να υποθέσωμεν την κόρην ταύτην, την πρότερον μεν στέργουσαν αιχμαλωσίαν και την πρόσφατον στέρησιν του πατρός και της πατρίδος, έπειτα δε ενθυμηθείσαν ταύτην και χαλεπαίνουσαν μετά δέκα όλα έτη. Ενώ δε ουδεμία γυνή χωρίζεται μετά μακράν συνοίκησιν άνευ λύπης από του τυχόντος εραστού, έτι μάλλον ανεξήγητος φαίνεται η προθυμία προς εγκατάλειψιν ανδρός ενδοξοτάτου, βασιλεύοντος εφ' απάντων των Ελλήνων και κυρίου, ου μόνον της Χρυσηίδος, αλλά και του πατρός και της πατρίδος αυτής. Ου μόνον δε ένδοξος και ανδρείος βασιλεύς ήτο ο Αγαμέμνων, αλλ’ όπερ δι' ερωμένην σπουδαίον, και νέος και ευειδής, ως πληροφορεί ημάς ο Όμηρος προσεικάζων αυτόν προς τον Δία, και τοιούτος ων τοσούτον μετά δεκαετή σχέσιν ηγάπα ακόμη την Χρυσηίδα, ώστε ουδόλως εδίστασε να ομολογήση εν πληθούση εκκλησία του λαού ότι την προτιμά της ιδίας αυτού γυναικός. Τοιαύτης επιζήλου θέσεως και τοιούτων αγαθών επρόκειτο να παραιτηθή η Χρυσηίς όπως επιστρέψη εις την δούλην αυτής πατρίδα και νυμφευθή πιθανώς δούλον τινα του Αγαμέμνονος. Ουδέ δύναται να εξηγήση τοιαύτην διαγωγήν μόνη η δυσφορία επί τη αιχμαλωσία, αφού βλέπομεν την Βρισηίδα αγαπώσαν τον Αχιλλέα, καίτοι ούτος εφόνευσε τον πατέρα και τους αδελφούς αυτής, ενώ ουδέν τοιούτο φαίνεται πράξας ο Αγαμέμνων. Εκ πάντων τούτων άγεται τις να πιστεύση ότι, αν δύσκολον ήτο να ζητήση ο Χρύσης παρά των Αχαιών άκουσαν την θυγατέρα έτι δυσκολώτερον φαίνεται ότι επεθύμει τω όντι την οίκαδε επιστροφήν η Χρυσηίς, η ουδένα έχουσα προς τούτο εν τω ποιήματι αναφερόμενον λόγον. Πάντη λοιπόν ανεπίδεκτος λύσεως ήθελεν είναι η απορία, αν δεν επετρέπετο ημίν να υποθέσωμεν, ότι, ως πλείστοι άλλοι ποιηταί, ούτω και ο Όμηρος πολλά μεν εξηγεί ο ίδιος τω αναγνώστη, περί πολλών όμως άλλων σιωπά αφίνων εις αυτόν την λύσιν του ποιητικού γρίφου. Η λύσις αύτη συνίσταται ενταύθα εις την εξεύρεσιν των λόγων, οίτινες ηδύναντο να πείσωσι φρόνιμον και προνοητικήν γυναίκα, οία παρίσταται ημίν η Χρυσηίς, να προτιμήση ταπεινόν και άδοξον βίον της λαμπράς θέσεως, ην παρείχον αυτή η εύνοια του πρώτου μεταξύ των Αχαιών. Πάντα τα ενόντα έχοντες υπ' όψιν κλίνομεν να πιστεύσωμεν, ότι ουχί την θέσιν αυτής ευρίσκουσα δυσάρεστον και αλλαγήν επιθυμούσα παρεκίνησε τον πατέρα αυτής να την λυτρώση η Χρυσηίς, αλλά πολύ μάλλον φοβουμένη μη ταχέως, ήτοι μετά την άλωσιν της Τροίας, η θέσις αύτη μεταβληθή. Κατ' αρχάς μεν ηρέσκετο, ως φαίνεται, μένουσα παρά τω Αγαμέμνονι, δι’ ους ανωτέρω εξεθέσαμεν λόγους, ευχαριστούσα τους θεούς ότι έπεσεν εις χείρας βασιλέως και ουχί αδοξοτέρου τινός δεσπότου, ώστε ουδόλως εφρόντιζε περί λύτρων· εγγιζούσης όμως της καταστροφής του ηρωικού δράματος, εφοβείτο πιθανώς την εις Άργος επιστροφήν, πληροφορηθείσα οποίος της ήτο ο οίκος του Αγαμέμνονος και πόση η ωμότης και το θράσος της Κλυταιμνήστρας. Ότε λοιπόν εφαίνετο πλησιάζων ο πόλεμος εις το τέρμα και λόγος εγίνετο ότι επ' ολίγον μόνον χρόνον ηδύναντο οι πολιορκούμενοι ν' αντιστώσιν εις τας εφόδους των Αχαιών, δεν έκρινε φρόνιμον να περιμείνη την άλωσιν του Ιλίου, καλώς γνωρίζουσα ότι την μεν επιούσαν της νίκης καθίστανται υπερφίαλοι και άκαμπτοι οι νικηταί, ενώ την προτεραίαν κρισίμου μάχης εισίν ως επί το πολύ δεισιδαίμονες και προθυμότεροι εις το να εξευμενίσωσι διά πάσης θυσίας τον Θεόν. Ταύτα αναλογιζομένη παρεκίνησε κατά την τελευταίαν ώραν τον πατέρα να ζητήση εν ονόματι του Απόλλωνος την απόδοσιν αυτής παρά των Αχαιών. Προς ενίσχυσιν τούτων πρέπει να προσθέσωμεν, ότι ουδόλως κατά πάσαν πιθανότητα ηγνόει η Χρυσηίς ότι εγυναικοκρατούντο οι Ατρείδαι, αι δε σύζυγοι αυτών εμεγαλοφρόνουν ου μόνον διά το κάλλος, αλλά και την καταγωγήν καθότι οι μεν άνδρες ήσαν απλοί Πελοπίδαι και επήλυδες εις Ελλάδα, αύται δε Αχαιίδες, θυγατέρες του Τυνδάρεω και της Λήδας, αδελφαί των τέκνων του Διός Κάστορος και Πολυδεύκους και θείαι του αρίστου των Ελλήνων Μελεάγρου. Και ταύτα αν ηγνόει η Χρυσηίς, αδύνατον ήτο να μη γνωρίζη τουλάχιστον οποίον ήτο το φρόνημα της Ελένης και κατά πόσον υπερείχεν αύτη του Μενελάου, ον περιεφρόνησε προς ικανοποίησιν ερωτικής φαντασιοπληξίας και μετ' αυτού τον Αγαμέμνονα και πάντας της Ελλάδος τους βασιλείς, τους αθρόους εν τούτοις χάριν αυτής μεταβάντας εις την Ασίαν. Ο δε Μενέλαος ου μόνον προ της ύβρεως εθεράπευεν ως ανωτέραν αυτού την Ελένην, αλλά και ανακτήσας αυτήν έπειτα αιχμάλωτον και πάλιν εγυναικοκρατείτο. Τοιαύτην ούσαν ήκουε και την Κλυταιμνήστραν, και έτρεμεν αναλογιζομένη την εκδίκησιν αυτής η θυγάτηρ του Χρύσου. Ο δε φόβος ούτος ήτο κατά τοσούτον μάλλον εύλογος, καθ' όσον ο Αγαμέμνων, είτε επαιρόμενος διά την αρχήν είτε εξ απερισκεψίας, ητίμασε δημοσία την Κλυταιμνήστραν, κηρύξας ότι προτιμά αυτής και κατ’ ουδέν της συζύγου του κατωτέραν θεωρεί δορυάλωτον δούλην. Οι τοιούτοι απρεπείς λόγοι ήσαν ικανοί να εμπνεύσωσιν ου μόνον δικαιότατον φόβον εκδικήσεως της ζηλοτύπου βασιλίσσης, αλλά και ικανήν ανησυχίαν περί της μελλούσης διαγωγής αυτού του Αγαμέμνονος· πώς δηλ. ήθελε μεταχειρισθη, αν έπαυεν ο έρως, απλήν δούλην, ο ούτως ασεβώς εξυβρίσας των τέκνων του την μητέρα; Μόναι αι ανόητοι χαίρουσι βλέπουσαι τους εραστάς ατιμάζοντας χάριν αυτών της καρδίας των τους προκατόχους, ενώ αι έχουσαι νουν τρέμουσιν αναλογιζόμεναι, ότι ενδέχεται κακείναι χάριν άλλης γυναικός ν' ατιμασθώσι μετ' ολίγον. Αλλά και δι' αυτήν την Χρυσηίδα υβριστικός ήτο ο τρόπος του Αγαμέμνονος, όστις εν τη ακμή ευρισκόμενος του έρωτος, δεν εφείσθη χάριν αυτής του γέροντος ιερέως, αλλ’ απεδίωξε βαναύσως της ερωμένης τον πατέρα, ουδόλως παραμυθήσας ή καθησυχάσας αυτόν περί της τύχης της θυγατρός, αλλ’ επειπών τους και διά ταύτην υβριστικούς τούτους λόγους:

 

την δ' εγώ ου λύσω· πριν μην και γήρας έπεισιν

ημετέρω ενί οίκω εν Άργει, τηλόθι πάτρης,

ιστόν εποιχομένην και εμόν λέχος αντιόωσαν.

 

Πώς άρα ήθελε μεταχειρισθή αυτήν γηράσασαν ο εν τη ακμή του κάλλους της και του πάθους του ούτω περί αυτής ομιλών; Ταύτα έχοντες υπ' όψιν, δυνάμεθα να εννοήσωμεν την επιθυμίαν της Χρυσηίδος όπως αποφύγη την επιφυλαττομένην αυτή τύχην. Πόσον δε δίκαιον είχε τοιαύτα προβλέπουσα, απέδειξαν μετ' ολίγον τα εις την Κασσάνδραν και αυτόν τον Αγαμέμνονα εν Άργει συμβάντα. Αξία δε τω όντι θαυμασμού είναι η φρόνησις νεαράς γυναικός, μη θαμβουμένης εκ της λάμψεως ούτε της βασιλείας, ούτε της δόξης, ούτε του κάλλους, ουδέ των άλλων προτερημάτων του εραστού και της θέσεως, ην ούτος παρείχεν αύτη, αλλά προϊδούσης και αποφυγούσης τα μετέπειτα, ως ήρμοζεν εις θυγατέρα ιερέως του Απόλλωνος υπό την σκιάν του βωμού ανατραφείσαν. Αληθές είναι ότι ο Όμηρος δεν παριστά την Χρυσηίδα χαίρουσαν, ότι απεδόθη εις τον πατέρα, ως παρέστησε την Βρισηίδα λυπουμένην και τούτο όμως σωφρονούσα έπραττεν, όπως μη παροξύνη τον Αγαμέμνονα εις παράπονα και φιλονεικίαν, καθότι πασίγνωστον είναι πόσον δυσαρεστότερος είναι εις τον ανδρός τον εγωισμόν ο χωρισμός από ερωμένης, ήτις φαίνεται υποτασσομένη εις τούτο μετ' ελαφράς καρδίας. Και τοι όμως ουδέν λέγων ο ποιητής περί της τοιαύτης προθυμίας της Χρυσηίδος, υποδηλοί όμως τούτο διά του στίχου:

 

ο δ’ εδέξατο χαίρων παίδα φίλην,

 

καθότι δεν ήθελε χαίρει ο πατήρ αν έβλεπεν αυτήν λυπουμένην, ουδ’ ήθελε την ονομάση φίλην, αν άκουσα επέστρεφε παρ’ αυτώ. Εις τα μαρτύρια ταύτα της φρονήσεως της Χρυσηίδος μία μόνη ίσως ένστασις δύναται ν' αντιταχθή, ότι πάντα τα ανωτέρω εσκέφθη αυτός ο Χρύσης, η δε θυγάτηρ του ουδέν άλλο έπραξεν ή να πεισθή τοις λόγοις και να υπακούση εις την πρόσκλησιν του πατρός. Και τούτο όμως αν υποθέσωμεν, έτι μείζονος θαυμασμού απομένει νέα κόρη πειστικώτερα ευρίσκουσα τα επιχειρήματα γέροντος και αφανούς πατρός από του οποίου έζη από δεκαετίας κεχωρισμένη, ή εραστού κεκτημένου οία ο Αγαμέμνων προσόντα, τα ικανά όντα να θαμβώσωσι τους οφθαλμούς και να φράξωσιν εις τας συμβουλάς της φρονήσεως πάσης άλλης κόρης τα ώτα. Και της τοιαύτης όμως μοναδικής παρά νεάνιδι φρονήσεως θαυμαστοτέρα φαίνεται ημίν η τέχνη του Ομήρου, όστις, ουδαμού του έπους αυτού ούτε έργου τινός ούτε απλού λόγου μνημονεύσας της Χρυσηίδος, κατώρθωσεν εν τούτοις να καταστήση ούτως εύκολον διά μικράς σκέψεως την πλήρη ανάπλασιν της ηθικής αυτής εικόνος.

 

 

αρχή

 


 

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΟΜΟΓΕΝΟΥΣ

Μη θέλοντες ν' αποκαλύψωμεν τίνι τρόπω έπεσεν εις χείρας ημών το ημερολόγιον, εξ ου αποσπώμεν τας κατωτέρω σημειώσεις, παρακαλούμεν τον αναγνώστην να υποθέση ότι έπεσεν εις την θάλασσαν, κατεπόθη υπό ιχθύος του Μαΐου, εφιλοξενήθη εν αυτώ επί τριήμερον ως Εβραίος προφήτης και ανευρέθη εκεί υπό της εκπληρούσης παρ’ ημίν καθήκοντα αρχιτρικλίνου.

Το ούτως ή άλλως εις την κατοχήν ημών βιβλιάριον είναι δεδεμένον εν μαύρω δέρματι της Ρωσίας, έχει κομψόν μονόγραμμα εν τω μέσω γωνίας αργυράς και σελίδας τριάκοντα τέσσαρας. Εκ τούτων εν πρώτοις μανθάνομεν ότι η γράψασα τας σελίδας ταύτας διά κυανής μελάνης, ή μάλλον διά κυανού δηλητηρίου, δεσποινίς Αργυρώ Πολυχρύσου, μετηνέχθη πέρυσι το φθινόπωρον υπό της μητρός της εκ Φωκαϊκής τίνος αποικίας εις την ημετέραν πρωτεύουσαν μετά δραχμών νέων τεσσαράκοντα μυριάδων μετρητών και ισαρίθμων ελπιζομένων, προς άγραν ή μάλλον προς αγοράν συζύγου, και απήλθε το επόμενον έαρ αποκομίζουσα ανέπαφον το ποσόν τούτο, άθικτον την καρδίαν της, περί δε των υποβληθέντων εις την έγκρισιν αυτής μνηστήρων τας κατωτέρω πιστώς αντιγραφομένας εκ του ημερολογίου της σημειώσεις:

«Δεκεμβρίου 16, 1877. Απόψε εν τη εσπερίδι της κυρίας Ρ... τέσσαρες μοι επαρουσιάσθησαν υποψήφιοι, διάφοροι κατά το επάγγελμα, την ηλικίαν, την τρίχα και το ανάστημα. Οι κατά πάντα όμως ταύτα διαφέροντες ούτοι κύριοι ωμοίαζον κατά τούτο, ότι η μετά την παρουσίασιν υπόκλισις προ εμού και των τεσσάρων μοι υπενθύμισε την εν τω Μ ω υ σ ή του Ροσίνη προσκύνησιν υπό των Ιουδαίων του χρυσού Μόσχου. Εις ταύτα πρέπει να προσθέσω ότι αι μητέρες, αδελφαί, ή θείοι και άλλοι συγγενείς των κυρίων τούτων μ’ εδεξιώθησαν διά μειδιάματος, ομοιάζοντος γονυκλισίαν ενώπιον σάκου ταλλήρων. Εις έκαστον των προσκυνητών έδωκα ανά ένα αντίχορον, κατά την διάρκειαν του οποίου δεν έπαυσαν καίοντες προ εμού θυμίαμα τρίτης ποιότητος, ου αι αναθυμιάσεις ολίγον έλειψε να μοι προξενήσωσι λιποθυμίαν. Εις τον τελευταίον χορευτήν μου, κρίναντα εύλογον να ομιλήση έτι σαφέστερον περί του διακαούς πόθου του περί αποκαταστάσεως, καίτοι ανήκει εις την διπλωματίαν, έδωκα την κατωτέρω συμβουλήν: «Κύριε, η γλώσσα εδόθη υπό του Θεού εις τον άνθρωπον ουχί όπως εκφράζη, αλλ’ όπως κρύπτη τους λογισμούς του»· ενώ δε έλεγον ταύτα, διελογιζόμην ότι του κυρίου τούτου η γλώσσα ωμοίαζε χείρα απλουμένην προς αίτησιν βαλλαντίου».

«Δεκεμβρίου 17. Εγερθείσα σήμερον την πρωίαν εύρον επί της τραπέζης της αιθούσης ημών ογκώδη ανθοδέσμην, πιθάριον ελαιών της Κορώνης, καπνιστά οψάρια του Μεσολογγίου και δέσμην εντύπων φυλλαδίων. Ταύτα ήσαν τα συνήθη μετά την προσκύνησιν αναθήματα εις τον χρυσούν Μόσχον, δι' ων οι χορευταί έκρινον εύλογον να μοι γνωστοποιήσωσιν ότι κέκτηνται ο μεν κηπάριον παρά τον Ιλισσόν, ο δε ελαιώνα εν Πελοποννήσω, ο τρίτος εξάδελφον βουλευτήν, και ο άλλος φιλολογικήν δόξαν. Οι ιχθύες του Μεσολογγίου μ' εφάνησαν αξιόλογοι εις το πρόγευμα, καίτοι η όσφρησίς μου άνευρε παρ' αυτοίς ιδιάζουσάν τινα οσμήν, ως ει είχον καπνισθή και ούτοι διά θυμιάματος. Η μάλλον όμως χρήσιμος προσφορά ήτο αναντιρρήτως η φιλολογική, συνισταμένη εκ μιας τραγωδίας, ένδεκα επικηδείων λόγων, λογοδοσίας του συλλόγου Β ύ ρ ω ν ο ς, δύο ομιλιών εν αυτώ περί Αθανασίας και ετέρας περί της καλλιεργείας των μεταξοσκωλήκων. Πάσχουσα προ ετών εκ νευρικής αϋπνίας, καθ' ης απέτυχον ο Τρουσσώ, οι θρίδακες, ο Πρετεντέρης και η μορφίνη, αντέταξα εις αυτήν μετά πλήρους επιτυχίας τα άπαντα του λογίου μνηστήρος μου. Ως αντίδωρον των ανθέων, των ελαιών, των ιχθύων και της τραγωδίας παρεκάλεσα τον πατέρα μου να στείλη εις έκαστον τον δωρητών ανά μίαν δεκάδα εντόκων γραμματίων του λαχείου του Αμβούργου, άτινα εγένοντο μετ' ευγνωμοσύνης δεκτά».

«Δεκεμβρίου 25. Σήμερον διά της κλειδαρότρυπας παρέστην εις όντως διασκεδαστικήν σκηνήν, την παρέλασιν των πληρεξουσίων αντιπροσώπων της τετράδος των μνηστήρων ελθόντων κατά διαδοχήν να ζητήσωσι την χείρα και την προίκα μου. Δύο εκ τούτων, φθάσαντες ενώ ο πατήρ μου απησχολείτο υπό του πρώτου, ηναγκάσθησαν να περιμείνωσιν αντικρυζόμενοι εν τω προθαλάμω. Αν τα βλέμματά των είχον οδόντας, νομίζω ότι ούτε κόκκαλον εξ αυτών δεν ήθελεν απομείνη. Η κατά παραγγελίαν μου απάντησις του πατρός μου εις την τετραπλήν ταυτόσημον διακοίνωσιν υπήρξεν εν όχι περιτετυλιγμένον ως καταπότιον αλόης εις ζαχαροκονίαν ευγενών φράσεων ουχ ήττον όμως η εκ της αρνήσεως πικρία φαίνεται υπάρξασα μεγάλη, μεταβαλούσα εν ακαρεί την περί εμού γνώμην των κυρίων τούτων. Η αλώπηξ του μύθου ηρκέσθη να ονομάση όμφακας τας σταφυλάς, τας οποίας δεν ηδύνατο να φθάση· οι αξιότιμοι όμως ούτοι απόγονοι του Περικλέους έθεσαν την επιούσαν εις κυκλοφορίαν, έκαστος ανά μίαν, τας εξής τέσσαρας περί εμού διαδόσεις: α’) ότι μ' έχει βαπτισμένην ο προ τριάκοντα πέντε ήδη ετών αποθανών παπά Κριατζούλας· β') ότι υπό τον στηθόδεσμόν μου δεν υπάρχει τίποτε γ') ότι κατέθεσα εις το εκθετοτροφείον παιδίον μου, έργον του λιμενάρχου Μασσαλίας· δ') ότι οι οδόντες μου είναι έργον του Evans. Αν δεν εσικχαινόμην τα ακάθαρτα πράγματα, ήθελον εμπήξη αυτούς κατά την πρώτην συνάντησιν εις τας σάρκας του συκοφάντου».

«Δεκεμβρίου 31. Ως δώρον της πρώτης του έτους μοι προσέφερεν ο πατήρ μου ίππον, ον μετέβημεν ομού να εκλέξωμεν εις του Παλτόρη. Επιστρέψαντες εις την οικίαν, εύρομεν εκεί άλλην πάλιν προξενήτριαν, μεσολαβούσαν υπέρ ετέρου μνηστήρος. Μετ' απορίας μου παρετήρησα ότι η καλή γυνή, επαινούσα τον υποψήφιόν της, μετεχειρίζετο τας αυτάς ακριβώς φράσεις, τας οποίας και ο Παλτόρης εκθειάζων τας αρετάς του καρά του. Ως ο ίππος, ούτω και ο γαμβρός ήτο νέος, υγιής, εύρωστος, ήμερος και ζωηρός. Αυθημερόν το εσπέρας μοι επαρουσιάσθη εν φιλική οικία ο κάτοχος των ανωτέρω προσόντων. Οι απονεμηθέντες αυτώ υπό της μεσίτιδος έπαινοι δεν ήσαν κατ’ ουδένα τρόπον υπερβολικοί. Είχε τράχηλον ηράκλειον, στήθος ευρύ, χαίτην στιλπνήν, κνήμην στρογγύλην, βλέμμα ακτινοβόλον, παρειάν στάζουσαν αίμα και φωνήν ομοιάζουσαν χρεμετισμόν· εφαίνετο δε και ικανώς ήμερος, ώστε αν δεν εφοβούμην παρεξήγησιν, ήθελαν θωπεύση αυτόν επί του ώμου. Τοιούτος ων, μ' εφάνη ότι ήθελεν είναι λαμπρόν απόκτημα διά το ιπποφορβείον του αδελφού μου. Αφού όμως ωμίλησα επί τέταρτον της ώρας μετά του κυρίου τούτου, επείσθην ότι, αν εχρησιμοποιείτο προς τούτο, υπήρχε κίνδυνος μη γεννηθώσιν ημίονοι εκ των φοράδων».

«Ιανουαρίου 14. Αι διασπαρείσαι υπό των αποτυχόντων υποψηφίων φήμαι, ότι είμαι τριακονταέτις, ότι έχω τέκνον εν τω εκθετοτροφείω, το δε στήθος και οι οδόντες μου δεν μοι ανήκουσιν ειμή μόνον δικαιώματι αγοράς, εύρον, φαίνεται, τους παρέχοντας εις αυτάς πίστιν. Χθες τουλάχιστον έξυπνος τις τμηματάρχης ενόμισε καλόν να μοι έκθεση επί ολόκληρον ώραν την ζωηράν αυτού κλίσιν προς το φθινοπωρινόν γυναικείον κάλλος και την διακρίνουσαν τας ιδανικάς παρθένους του μεσαιώνος ατροφίαν του στήθους, πλην δε τούτου την απεριόριστον αυτού επιείκειαν διά τα προδίδοντα ευαίσθητον καρδίαν νεανικά ολισθήματα. Εκ τούτων επείσθην ότι οι θέλοντες πράγματι να μοι αφαιρέσωσι την υπόληψιν των Αθηναίων δεν πρέπει να κατηγορώσι τους οδόντας ή την διαγωγήν μου, αλλά την εμπορικήν θέσιν του πατρός μου».

«Ιανουαρίου 15. Το μόνον πράγμα, όπερ δεν κατώρθωσαν ακόμη να χαλάσωσν οι πολιτικοί της Ελλάδος, είναι αι ωραίαι χειμεριναί ημέραι. Σήμερον το πρωί μετέβην μετά της μητρός μου εις Πειραιά διά του σιδηροδρόμου. Η αμαξοστοιχία ήτο σχεδόν κενή, εν δε τη ημετέρα αμάξη δεν υπήρχε κανείς. Αλλ’ εν τούτοις, καίτοι τοιαύτη υπήρχεν ευρυχωρία, ευθύς άμα ανέβημεν, η άμαξα ημών επληρώθη εν ακαρεί εκ προσδραμόντων πανταχόθεν προικοδιωκτών. Πάντες ούτοι προσήλουν επί του υποκειμένου μου βλέμμα ούτως ατενές και πειναλέον, ώστε τότε κατά πρώτον ενόησα τι εννοεί ο Παναγιώτης Σούτσος διά του ρήματος οφθαλμοτρώγω. Δύο των κυρίων τούτων έκριναν καλόν να περιποιηθώσι την μητέρα μου, προσποιηθείσαν ότι κοιμάται, ενώ άλλος τις επεχείρησε ν’ αποταθή προς την σκύλαν μου Πίσσαν, ήτις όμως έδειξεν αυτώ τους οδόντας ως ειδοποίησιν ότι δεν ομιλεί εις τους μη επισήμως εις αυτήν παρουσιασθέντας. Η τοιαύτη οφθαλμοφαγία εξηκολούθησε καθ' όλην την διάρκειαν του δρόμου μετά τοσαύτης επιμονής, ώστε άμα απέβημεν, έτρεξα μετ' ανησυχίας να ζυγισθώ εις την πλάστιγγα του σταθμού και ευρέθην ελλιπής κατά εκατόν πεντήκοντα δράμια. Το απ’ Αθηνών εις Πειραιά ταξείδιον είναι ευτυχώς μόνον δωδεκάλεπτον, ειδεμή, θα ήμην ολόκληρος οφθαλμοφαγωμένη».

Αναβάλλοντες εις επόμενον τεύχος την δημοσίευσιν των επιλοίπων δεκαοκτώ σελίδων του ημερολογίου της δεσποινίδος Πολυχρύσου, συγχαιρόμεθα μεν την καλήν κόρην ότι διέφυγε τας εις την καρδίαν και την προίκα της στηθείσας αυτή παγίδας, αλλ’ έτι μάλλον συγχαίρομεν διά την αναχώρησιν αυτής τους Αθηναίους, διότι, αν ολίγον έτι καιρόν διέμενεν ενταύθα, πριν ή φθάσωσι να φάγωσιν αυτήν διά των οφθαλμών, ήθελον αφεύκτως γλωσσοφαγωθή υπ' εκείνης.

 

 

αρχή

 


 

ΙΣΤΟΡΙΑ ENOΣ ΠΙΘΗΚΟΥ

Πώς συμβαίνει, αφού ασπρίσωμεν να ενθυμώμεθα, ως να ήσαν χθεσινά, πράγματα τα οποία πριν αλλάξωμεν τους γαλαθηνούς, κατά το επίθετον του κ. Κόντου, οδόντας μας, πολύ δε ολιγώτερον να ενθυμώμεθα όσα ηκολούθησαν αφού απεκτήσαμεν φρονιμίτας, τούτο είναι ψυχολογικόν φαινόμενον, περί του οποίου έγραψαν οι σοφοί τόσα πολλά, ώστε επόμενον είναι να μένη ακόμη σκοτεινόν. Δεν έχω σκοπόν να επιχειρήσω την λύσιν του, αλλά μόνον να είπω ότι δεν ημπορώ μεν να ορίσω ακριβώς την χρονολογίαν των όσα έχω να διηγηθώ, αλλ’ αφού τα ενθυμούμαι καλά πρέπει κατ' ανάγκην να είναι παλαιά.

Προ αμνημονεύτων λοιπόν χρόνων, πριν αξιωθώ να γνωρίσω τον προκείμενον πίθηκον προσωπικώς, ηυτύχησα να τον ίδω εις καλλιτεχνικήν τινα έκθεσιν του Λιβόρνου ζωγραφιστόν. Η εικών ήτο αριστουργηματική και έφερε την υπογραφήν του εξόχου ζωγράφου Ίζολα, ο όποιος δεν εσυνήθιζε να ζωγραφίζη παρά μόνον θεούς, ήρωας, αγγέλους και παναγίας. Πώς λοιπόν εκαταδέχθη καταβαίνων από τον Όλυμπον και τον Χριστιανικόν Παράδεισον να εικονίση πίθηκον; Η λύσις της απορίας είναι ότι ο πίθηκος δεν ήτο φανταστικόν ζώον, αλλ’ ακριβές αντίγραφον αληθινού τετραπόδου ανήκοντος εις αυθέντην μυριόπλουτον, τον τραπεζίτην και αρχαιολόγον Δημήτριον Κούστε, δαπανήσαντα τέσσαρας χιλιάδας τάλληρα διά να ζωγραφηθή ο πίθηκος υπό του πρώτου της Ιταλίας ζωγράφου, απαραλλάκτως καθώς και όταν έπαθεν ο ρηθείς πίθηκος κρυολόγημα, εκάλεσε τον πρώτον της Ιταλίας ιατρόν Μπουφαλίνην διά να ποτίση την μαϊμού του χαμόμηλα, θηριακήν και θερμόν οίνον. Πλην της αγάπης προς τον πίθηκον ενυπήρχε πιθανώς εις τούτον και τις κλίσις, ουχί ακριβώς προς επίδειξιν αλλά προς απόδειξιν ότι ηδύνατο διά των εκατομμυρίων του να καταβιβάση μέχρι του πιθήκου του τας κορυφάς της τέχνης και της επιστήμης.

Ο πίθηκος εκείνος του είδους Chimpagi ήτο μεσαίου μεγέθους και ωμοίαζεν εν συνόλω όλους τους πιθήκους. Φαίνεται εν τούτοις ότι η όψις του είχε τι το αριστοκρατικόν, αφού εκ των θαυμαστών της εικόνος άλλος ισχυρίζετο ότι ωμοίαζε του Πρίγμαν Γίτζολη, άλλος προς την κόμησσαν Βαλστόκραν, και τρίτος προς την έξοχον ποιήτριαν κόμησσαν Βαρθολόμην· κατά μεν τους αντιπολιτευομένους ήτο η εικών του ασχημοτάτου πρωθυπουργού, κατά δε τους κυβερνητικούς του δημαγωγού Ματζούσα.

Ενώ έκαστος επειράτο να πιθηκοποιήση όσους δεν ηγάπα, αντήχησεν αίφνης πλησίον του ομίλου φωνή βαθυφώνου, τόσον όμως βαθεία, ώστε εφαίνετο εκπορευομένη εκ των εγκάτων της γης.

— Ο πίθηκος αυτός, κύριοι, έλεγεν η φωνή η ανήκουσα εις αυτόν τον τραπεζίτην και κτήτορα του ζώου Κούστε, δεν ομοιάζει με κανένα παρά μόνον με τον εαυτόν του. Αν τον ευρίσκετε αυτόν ανάξιον να ζωγραφίζεται από τον Ίζολαν και να ιατρεύεται από τον Μπουφαλίνην, σας προσκαλώ να έλθετε το εσπέρας εις την οικίαν μου να τον ίδετε και ελπίζω ν' αλλάξετε γνώμην. Τον λέγουν Θωμάν και είναι σήμερον η εορτή του. Θα αδειάσωμεν μερικάς φιάλας σαμπάνιαν εις την υγείαν του.

Πλην της κενώσεως φιαλών καμπανίτου εις την εορτήν του πιθήκου η αιφνιδία αύτη πρόσκλησις ουδέν είχε το αλλόκοτον ή το παράτυπον. Το Λιβόρνον είναι ή τουλάχιστον ήτο μικρός τόπος και όλοι εγνωρίζοντο ως καλόγηροι του αυτού μοναστηρίου.

Περιττόν νομίζω να περιγράψω την μεγαλοπρέπειαν του Κουστείου μεγάρου· το κυριώτατον αυτού κόσμημα ήσαν καλλοναί ελληνορωμαϊκών αρχαιοτήτων του Ακράγαντος και των Συρακουσών, και ιδίως το νομισματικόν μουσείον. Η διπλή αύτη ιδιότης τραπεζίτου και αρχαιολόγου δεν θέλει φανή, ως πιστεύω, ασυμβίβαστος εις τους αναγνώστας ημών, αφού έχομεν και εν Αθήναις αξιόλογον τοιούτον· επόμενον άλλως είναι οι αγαπώντες τα νομίσματα ν' αγαπώσιν εκτός των νέων και τα αρχαία.

Πλην όμως αρχαιολογικού ήτο εις το μέγαρον εκείνο και ζωολογικόν μουσείον, ή μάλλον αληθής κιβωτός του Νώε, διότι τα ζώα ήσαν ζωντανά. Είχεν εικοσιεπτά σκύλους παντός είδους και μεγέθους, από του ποιμενικού μολοσσού των Απεννίνων μέχρι του κυναρίου της Μάλτας και της αυλής του βασιλέως της Αγγλίας Καρόλου, και γάτας αναριθμήτους, της Αγκύρας, της Τάρμας, τριχρόους της Ισπανίας και χρυότριχας της Περσίας. Ο Κούστε δύναται να θεωρηθή Ιωάννης ο πρόδρομος της σήμερον ακμαζούσης γατοφιλίας. Αλλά το προ πάντων αξιοθαύμαστον ήτο η εντός παραρτήματος του υαλοφράκτου θερμοκηπίου μοναδική συλλογή παντοίων υπερποντίων πτηνών από δύο μεγαλοπρεπών στρουθοκαμήλων μέχρι των θαμβούντων την όρασιν μικροσκοπικών κολυβρίων, τα οποία ηδύνατό τις να παρομοιάση προς πετώντας σμαράγδους και σαπφείρους.

Όλον το πτερωτόν, το πτιλωτόν και τριχωτόν τούτο γένος ετρέφετο και υπηρετείτο δαπάνη ιδιαιτέρου προϋπολογισμού, ανερχομένου εις ικανάς χιλιάδας λιρών, τον οποίον παρουσίαζε κατά μήνα ιδιαίτερος υπάλληλος, φέρων τον τίτλον Επιμελητού των ζώων, εις την αυτού εξοχότητα τον βαρώνον Κούστε.

Πίθηκον όμως είχε μόνον ένα, τον Θωμάν, όστις ουδέν είχε κοινόν προς τα του ζώου, αλλά συνεκατοίκει, συνέτρωγε και συνδιεσκέδαζε μετά του κυρίου του, το δε περιεργότερον είναι ότι και συνειργάζετο μετ' αυτού εκτελών καθήκοντα βιβλιοθηκαρίου, ως θα ίδωμεν κατωτέρω. Εις την Ιταλίαν απενέμετο ενίοτε η θέσις του βιβλιοθηκαρίου εις οικιακούς υπηρέτας, μόνον όμως των ιδιωτικών βιβλιοθηκών, ενώ διά τας δημοσίας εθεωρείτο το αξίωμα ως μάλλον αρμόζον εις τους λογίους. Ενδέχεται να μετέβαλε κι εκεί τα πράγματα ο θρίαμβος των κοινοβουλευτικών εθίμων. Όταν το εσπέρας μετέβημεν εις το Κούστειον μέγαρον, έσπευσε πλην του οικοδεσπότου να δεξιωθή ημάς και ο πίθηκος Θωμάς τείνων κατά μίμησιν του κυρίου του εις έκαστον ημών την χείρα. Διά το επίσημον της ημέρας είχεν ενδυθή την στολήν του αξιώματος του, φράκον από κυανούν βελούδον, ερυθρόν βρακίον και λαιμοδέτην εκ τριχάπτου και καμέλιαν εις την κομβιοδόχην. Ο Θωμάς ωμοίαζε πολύ με την εικόνα του και ήτο όσον εύμορφος δύναται να είναι πίθηκος. Αν δεν εφοβούμην να μη θεωρηθώ αντιφάσκων θα έλεγα ότι ήτο εύμορφος ασχημομούρης.

Και τοιαύτα μεν ήσαν τα εξωτερικά, τα δε ηθικά και πνευματικά προσόντα του Θωμά ήσαν πολύ ανώτερα τούτων.

Αφού μας διηγήθη ο αυθέντης του πώς έτυχε να τον εύρη χειμερινήν τινα νύκτα εις τον δρόμον άστεγον και πειναλέον, απετάθη έπειτα προς αυτόν: Θωμά, είπε, διηγήσου εις τους κυρίους τις ήτο ο πρώτος σου αυθέντης και διατί σ' έρριψεν εις τον δρόμον.

Ο πίθηκος έφερε σκαμνίον αντικρύ του τοίχου, εκάθισεν επ' αυτού επί των οπισθίων του, ήρχισε να περιστρέφη το βλέμμα επί των προσκεκλημένων, ως να ήθελε να τους επιθεωρήση όλους, και επί τέλους προσήλωσεν αυτό επί τινα, την ωραιοτέραν της ομηγύρεως κυρίαν αφού την εκύτταξεν επί τινας στιγμάς, έλαβε την άκραν της ουράς του μεταξύ των δακτύλων και ήρχισε να περιφέρη αυτήν επάνω εις τον τοίχον και επί τινα ώραν εξηκολούθησε να κυττάζη εναλλάξ το πρότυπόν του και να μεταχειρίζηται ως χρωστήρα την ουράν του.

— Ως βλέπετε, κύριοι, είπεν ο βαρώνος, ο πρώτος του Θωμά αυθέντης ήτο ζωγράφος. Και εκέρδιζε πολλά; ηρώτησε τον πίθηκον.

Ο ερωτώμενος εβύθισε την χείρα εις την τσέπην του βρακίου του, την οποίαν εξήγαγε και ανέτρεψε διά να δείξη ότι δεν περιείχεν απολύτως τίποτε· εκτύπησεν έπειτα δις και τρις την κοιλίαν του διά ν' αποδείξη ότι ήτο όσον και η τσέπη του κενή και ήρχισε να υποκρίνεται την πείναν διά παντομίμας ικανής να εκπλήξη και τον δόκτωρα Ταννέρ τον νηστευτήν. Μετά ταύτα έτρεξε προς το εντός της αιθούσης κρεμάμενον κορδόνιον του κωδωνίσκου και ήρχισε να σύρη αυτό κατά διαστήματα και βιαίως.

— Θέλει να μας ειπή, ηρμήνευσεν ο κύριός του, ότι ο πρώην αυθέντης του εδέχετο πολλάς επισκέψεις.

Ο πίθηκος τότε ήρχισε να παρωδή τας κινήσεις δανειστού ζητούντος χρήματα παρά μη έχοντος και οργιζομένου ότι δεν τον πληρώνουν. Μετ' ολίγον εξήλθε της αιθούσης και αμέσως επέστρεψε φέρων επί των παρδαλών ενδυμάτων του μαύρον επανωφόριον, ομματοϋάλια εις τους οφθαλμούς του και επί της κεφαλής του πίλον τρικαντώ. Η φυσιογνωμία και η συμπεριφορά του είχε μεταβληθή επί το σοβαρώτερον και αξιοπρεπέστερον. Εκράτει εις την αριστεράν φύλλον χάρτου και εσάλευε την ουράν του ως γραφίδα. Εν τοιαύτη περιβολή περιήλθε την αίθουσαν σταματών προ εκάστου των επίπλων, των ανακλίντρων, ερμαρίων, καθρεπτών, λαμπτήρων και των άλλων, τα εξήταζε δε από όλα τα μέρη ως θέλων να εκτιμήση την αγοραίαν τιμήν των, την οποίαν έσπευδεν έπειτα ωσεί να σημειώση επί του χάρτου. Η μίμησις δικαστικού κλητήρος ενεργούντος απογραφήν και κατάσχεσιν ήτο τελεία και κωμικώς σοβαρά, ώστε πάντες, μη εξαιρουμένου και του παρισταμένου προέδρου των Εφετών, εξεκαρδίζοντο διά την εκφραστικωτέραν και της του περιωνύμου μίμου Σκέτζη παντομίμαν του πιθήκου.

— Πιστεύω, κύριοι, είπεν ο βαρώνος, ότι είναι περιττόν να σας ερμηνεύσω όσα σας εξέθεσεν ο πίθηκός μου, πώς δηλαδή κατεσχέθησαν και επωλήθησαν τα σκεύη του ζωγράφου και ευρέθη ούτω εις τον δρόμον ο πίθηκός μου άστεγος και πειναλέος.

Η εσπερίς ετελείωσε δι' αφθόνου καταλύσεως όχι μόνον βανανών και ανανάδων, αλλά και κερασιών, των οποίων η παράθεσις κατά την εορτήν του Αγίου Θωμά ηδύνατο να θεωρηθή ως το άκρον άωτον πολυτελείας και ηγεμονικότητος καισαρικής. Αλλά προ πάντων απαράμιλλοι ήσαν του γυναικαρέσκου πιθήκου αι φιλοφρονήσεις προς τας κυρίας, η καθαριότης και η χάρις με την οποίαν εξεφλούδιζε και επρόσφερεν εις αυτάς τας βανάνος ή εκρέμα εις τα αυτιά των δίδυμα κεράσια αντί ενωτίων ή τας επροκάλει να βρέξωσι τα ρόδινα χείλη των εις το νέκταρ του Βεζουβίου, το οποίον επωνομάσθη δάκρυ του Χριστού διά την ηδύτητα της γεύσεως και του αρώματος. Πολλαί δε εκενώθησαν και φιάλαι μαλβασίας και καμπανίτου εις υγείαν του Θωμά, όστις ηυχαρίστει υποκλινόμενος και αντέπινε σουμάδαν, την οποίαν είχε την αδυναμίαν να προτιμά παντός άλλου ποτού.

Κατά την ώραν της αναχωρήσεως επρόπεμψε μέχρι της κλίμακος πάντας τους τιμήσαντας την εορτήν, σφίξας την χείρα των κυρίων ως άγγλος ευπατρίδης και ασπασθείς την των δεσποίνων ως γάλλος ιππότης. Ουδέ παρέλειψε το τελευταίον τούτο δυσάρεστον καθήκον, διά τον λόγον ότι ο βαρώνος Κούστε διεκρίνετο ως δεινότατος της Τοσκανίας εραστής, εκτιμητής όχι μόνον μαρμάρων και νομισμάτων, αλλά και της ζώσης γυναικείας καλλονής. Όπως ο Πυθαγόρας, ο Θαλής, δεν ενθυμούμαι, είχεν επιγράψη επί της εισόδου της σχολής αυτού : «Ουδείς αγεωμέτρητος εισίτω», ούτω και ο βαρώνος απέκλειε της αιθούσης του πάσαν ασχημομούραν, έστω και αν ήτο απόγονος των Μεδίκων.

Και τοιαύται μεν ήσαν του Θωμά αι διασκεδάσεις, η δε εργασία του ήτο, ως ήδη είπομεν, η ακριβής εκτέλεσις των καθηκόντων του βιβλιοφύλακος. Οσάκις ο βαρώνος εκλείετο εις το σπουδαστήριόν του διά να εργασθή, ο Θωμάς εγκαθιδρύετο επί των γιγαντιαίων τόμων της αρχαιολογίας του Βισκόντι και δεν επέτρεπε την είσοδον παρά εις μόνους τους συναδέλφους του κυρίου του εν αρχαιολογία. Οσάκις ήκουε κρουόμενον τον κώδωνα της αυλείου θύρας, έτρεχεν εις το παράθυρον να ιδή τις ήλθε, και έπειτα επανερχόμενος, τόσον πιστώς απεμιμείτο του επισκέπτου την στάσιν και τας κινήσεις, ώστε ο κύριος αυτού, μαντεύων ασφαλώς τις είναι ο επισκέπτης, ηδύνατο εγκαίρως να είπη εις τον θαλαμηπόλον του να τον εισάξη ή να τον αποκλείση. Τα ερμάρια των βιβλίων έφθαναν μέχρι της οροφής, αλλ’ ο Θωμάς σπουδάσας πιθανώς κατά την παιδικήν του ηλικίαν την αναρρηχητικήν τέχνην εις τους εκατονταπήχεις κορμούς των φοινίκων, των αρτοκάρπων και των κοκκοδένδρων των παρθένων δασών της πατρίδος του, ουδεμίαν ησθάνετο δυσκολίαν ν’ αναρριχηθή μέχρι της κορυφής της βιβλιοθήκης, να λάβη το ζητούμενον βιβλίον και να το προσφέρη εις τον μελετώντα, αφού προηγουμένως εφύσα επ' αυτού και το ετίνασσε προς απόσεισιν του κονιορτού. Εν αρχή έπρεπεν ο αυθέντης να του δεικνύη διά της άκρας καλαμίου τίνα τόμον θέλει, κατόπιν όμως συνηθίσας ο πίθηκος να συνδυάζη το άκουσμα του δεινός φωνήματος προς τούτον ή εκείνον, τον μεγάλον ή τον μικρόν, τον δεμένον ή τον άδετον, τον υψηλά ή χαμηλά, τον πράσινον ή τον κόκκινον τόμον, ουδέποτε εκόμιζεν άλλο σύγγραμμα εκτός του ζητηθέντος ή ετοποθέτει αυτό εις άλλην πλην της οικείας θέσιν μετά την χρήσιν.[7] Πράγματι η ταχύτης της προσαγωγής του βιβλίου και η απόσεισις του κονιορτού και του θορύβου πατημάτων είναι τα πρώτα και απαραίτητα προς μελέτην εφόδια, προκαλώ δε τον Έφορον της Λαυρεωτικής να μου επιδείξη ένα μόνον βιβλιοφύλακα δυνάμενον να συγκριθή με τον ιδικόν μου.

Εξ όλων όμως των υπηρεσιών, τας οποίας απέδωκεν εις τον αυθέντην του ο Θωμάς, η μεγίστη βεβαίως είναι ότι του έσωσε την ζωήν. Ο βαρώνος, καίτοι από πολλού δεν ήτο νέος, εξηκολούθει ν' αγαπά τας ευθύμους αγρυπνίας, το δάκρυ του Χριστού, τους ανανάδες, τους φασιανούς και τας καραβίδας. Εκ τούτων συνέβη να εξυπνήση την επιούσαν καλού δείπνου ανίκανος να τα χωνεύση, η δε ανικανότης του ανθίστατο από τριών ήδη ημερών εις όλα τα ιατρικά. Ο τελευταίος προσκληθείς Ασκληπιάδης ενεφανίσθη κρατών εις τας χείρας του φιάλην του πασιγνώστου δραστικού, το οποίον μόνον ηδύνατο να σώση, διά βιαίου κλονισμού, τον πάσχοντα από αφεύκτου επικειμένου θανάτου, η συνείδησίς του όμως του επέβαλλε να δηλώση ότι υπήρχε τις μικρός κίνδυνος μη δεν δυνηθή ν' ανθέξη ο ασθενής εις του κλονισμού τούτου τας συνεπείας.

Ο βαρώνος εδίσταζε ν' αναρρίψη τον κύβον και ο ιατρός παρέτασσε επιχειρήματα ότι προτιμοτέρα βεβαίου θανάτου ήτο η μεγίστη πιθανότης να σωθή, όταν ο πίθηκος ήρπασεν από της τραπέζης το ιατρικόν, ανέβη επί ερμαρίου και ήρχισε να παρατηρή αυτό μετά προσοχής, να το οσφραίνεται και έπειτα ν' αποστρέφη το πρόσωπον μετ' αηδίας, να κυττάζη τον ασθενή και να σείη την κεφαλήν ως συμβουλεύων αυτόν να μη λάβη το δύσοσμον ιατρικόν. Επί τέλους, ήρχισε να κινή την φιάλην άνω και κάτω, ως αν είχεν αναγνώση επί της επιγραφής αυτής το στερεότυπον: «Ανακίνησον πριν ή λάβης».

Η παντομίμα ήτο εις τοιούτον βαθμόν εκφραστική και υπερφυώς κωμική, ώστε δύο εκ των παρισταμένων φίλων του ασθενούς κατελήφθησαν υπό γέλωτος ακρατήτου και σπασμωδικού. Ο γέλως ούτος εξερράγη ως βόμβα, μετεδόθη ως πυρκαϊά, κατέλαβε τους προσελθόντας υπηρέτας και επί τέλους και αυτόν τον επιθανάτιον βαρώνον, τόσον ακράτητος και σφοδρός, ώστε ήρκεσε να προκαλέση τον επιδιωκόμενον διά του δραστικού κλονισμόν και να σώση τον ασθενή.

Ο βαρώνος έζησεν ακόμη χάρις εις τον Θωμάν πέντε έτη και επόμενον ήτο να μη τον λησμονήση εις την διαθήκην του. Εκληροδότησεν αυτόν εις τον φίλον του Καρπέτην διευθυντήν του Ζωολογικού κήπου μετά τρισχιλίων φράγκων εισοδήματος προς συντήρησιν αυτού, εφ' όσον έζη, και περιπλέον διακοσίας χιλιάδας προς πλουτισμόν του κήπου, Η προς τον Θωμάν στοργή και μητρική πρόνοια του μακαρίτου ήτο τοιαύτη, ώστε δεν εξέχασε να σημειώση εις την διαθήκην του και μέχρι τίνος βαθμού πρέπει να θερμαίνεται την νύκτα το κατάλυμά του, και τίνα να παρατίθενται εις αυτόν φαγητά, μη λησμονήσας ουδέ την σουμάδαν.

 

 

αρχή

 


 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΓΓΛΙΔΟΣ ΠΕΡΙ ΓΛΥΠΤΙΚΗΣ

Αξιότιμε κ. Συντάκτα,

Το όνομά μου είναι Anna Merrilies· έχω πατρίδα την Σκωτίαν, δίπλωμα διδακτορίσσης και κύριον επάγγελμα την διάδοσιν των ιδεών του Μάλθου περί πληθυσμού. Αναγνώσασα τον Πίνδαρον και αγαπώσα την Αρχαίαν Ελλάδα, ήλθον να παρευρεθώ εις την ανάστασιν των Ολυμπίων. Περί τούτων δεν λέγω τίποτε, μη αγαπώσα να προσβάλλω τους δυστυχούντας, οσάκις μάλιστα αναγνωρίζουσιν, ως υμείς εν τω «Ασμοδαίω», τας ελλείψεις των.

Είδον εν τη εκθέσει τα γλυπτικά έργα των κ. κ. Βιτσάρη και Βρούτου και τας κρίσεις υμών περί τούτων. Εξ αβρότητος προς τους κοπιάσαντας τεχνίτας, δεν θέλω να εξετάσω αν έχετε δίκαιον ή όχι. Άλλως τε ημείς οι Άγγλοι, ουδέ των γυναικών εξαιρουμένων, είμεθα πρακτικοί άνθρωποι· δεν αγαπώμεν, ως οι αρχαίοι και οι σήμερον Έλληνες, τας θεωρητικάς συζητήσεις, αλλ’ εξετάζομεν το πράγμα υπό έποψιν της δυνατής εξ αυτών ωφελείας. Σοφός τις πρόγονος υμών έγραψε πραγματείαν «Περί τον πως αν τις απ’ εχθρών ωφελοίτο». Ούτω και εγώ, άμα είδον τα παιδία του κ. Βιτσάρη, την Αφροδίτην και τον Πάριν του κ. Βρούτου, αντί να βυθισθώ εις το πέλαγος της αισθητικής, ευθύς εσυλλογίσθην ότι ηδυνάμην να χρησιμοποιήσω τα προϊόντα ταύτα της νεοελληνικής τέχνης υπέρ ταχυτέρας διαδόσεως του σωτηρίου συστήματος του Μάλθου· και ιδού πώς.

Καίτοι Έλλην και εφημεριδογράφος, και έχων ως εκ τούτου το δικαίωμα πολλά πράγματα ν' αγνοήτε, ίσως όμως ηκούσατε, κύριε συντάκτα, ότι ο σοφός Μάλθος υπελόγισεν ότι οι μεν κάτοικοι της γης αυξάνονται και πληθύνονται, ο δε πλανήτης ημών ούτε ν' αυξήση δύναται ούτε να πολλαπλασιασθή, ώστε μετά ωρισμένον, και ουχί μακρόν αριθμόν Ολυμπιάδων, οι επ' αυτού οικούντες, μη ευρίσκοντες ούτε τόπον ούτε τροφήν, θέλουσι καταντήση να τρώγωσιν αλλήλους ως αράχναι κεκλεισμένοι εντός φιάλης.

Το συμπέρασμα είναι φοβερόν, αλλά και αναμφισβήτητον, ως βασιζόμενον επί μαθηματικού υπολογισμού. Ήδη δε εν Αγγλία τα φρικώδη αποτελέσματα του γραφικού ρητού «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε» ήρχισαν να είναι επαισθητά. Εν Λονδίνω πλήθος ανθρώπων αποθνήσκουσι κατ' έτος εξ ελλείψεως τροφής ή αέρος. Αν δε δεν είχον την Αυστραλίαν και την Ινδικήν, οι συμπατριώται μου ήθελον είναι προ πολλού ανθρωποφάγοι.

Προς σωτηρίαν από της μάστιγος ταύτης ο τε διδάσκαλός μου και οι οπαδοί αυτού προέτειναν πολλά φάρμακα· ήτοι να εμποδίζεται ο γάμος μεταξύ απόρων, ουδείς να δύναται να νυμφευθή πριν συμπληρώση το τριακοστόν έτος, ιατρικάς συνταγάς προς ατεκνίαν και άλλα πολλά. Αλλ’ εκ τούτων τα μεν αντιβαίνουσιν εις τας συνταγματικάς ελευθερίας, τα δε εις την ηθικήν, ώστε το πρόβλημα μένει άλυτον και ο κίνδυνος της ανθρωποφαγίας εκκρεμής.

Γνωρίζουσα πόσον ανεξάλειπτοι είναι αι εντυπώσεις της νεαράς ηλικίας, εσκέφθην ότι πολύ συντελεστικώτερον προς διάδοσιν του συστήματος του διδασκάλου μου, συγχρόνως δε και συνταγματικώτερον ήθελον είναι, αν ενεπνέετο εις τους παίδας, έστω και δι’ απάτης τινός, ανυπέρβλητος τις προς τον έρωτα και τον γάμον αποστροφή. Προς τούτο εσκέφθην να χρησιμοποιήσω τα προϊόντα της νεοελληνικής τέχνης. Άμα επιστρέψω οίκαδε, θέλω προκαλέση εν τω συλλόγω των Μαλθιστών έρανον προς αγοράν πεντακοσίων τουλάχιστον αντιτύπων της Αφροδίτης του κ. Βρούτου. Τα αγάλματα ταύτα θέλουσι τοποθετηθή εις τα εστιατόρια και τους κοιτώνας των εκπαιδευτηρίων και ορφανοτροφείων της Αγγλίας οι δε νέοι, νομίζοντες ότι τοιαύτα άσχημα πράγματα κρύπτουσιν αι γυναίκες υπό τας μεταξίνους αυτών εσθήτας, θέλουσι καταφύγη αθρόοι υπό τας σημαίας του Μάλθου.

Αληθές είναι ότι εις πολλούς τούτων δεν θέλουσι λείψη ευκαιρίαι να εννοήσωσι κατόπιν την απάτην. Σημειώσατε όμως, κύριε συντάκτα, ότι διά της γλυφίδος του κ. Βρούτου δεν προτίθεμαι να εξαλείψω, αλλ’ απλώς ν' αραιώσω το ανθρώπινον γένος επί του προσώπου της γης και προ πάντων της Αγγλίας.

Ευτυχείς και αξιομακάριστοι είσθε υμείς οι νεώτεροι Έλληνες, οι μη έχοντες επί πολλούς ακόμη αιώνας να μεριμνήσετε περί των θεωριών του Μάλθου, οι παραπονούμενοι ότι η χώρα υμών είναι μικρά και αφίνοντες χέρσα τα τρία τέταρτα αυτής, άτινα δεκάκις τόσους Έλληνας δύνανται και σήμερον, ως το πάλαι, να διαθρέψωσιν, εκτός αν υποθέσωμεν ότι, απολέσαντες την προγονικήν μεγαλοφυίαν, ελάβετε αντ΄ αυτής ως αντάλλαγμα όρεξιν δεκαπλασίαν.

Οπωσδήποτε, αν και δεν έχετε τι να φοβηθήτε εκ περισσείας πληθυσμού, πάλιν όμως νομίζω ότι δύνασθε και υμείς να χρησιμοποιήσετε προς άλλον σκοπόν τα έργα του Φειδίου και Πολυκλείτου. Εις τας εφημερίδας και τα περιοδικά υμών βλέπω καθημερινά παράπονα ότι επλεόνασε παρ’ υμίν πάσα της Δύσεως η διαφθορά και η κοινωνική κακοήθεια, ότι άνηβοι μαθηταί αναγινώσκουσι μυθιστορήματα και δεκαετείς κορασίδες εργολαβούσιν. Όπως οι αρχαίοι Έλληνες παρίστων μεθύσους είλωτας εις τους νέους, ίνα αποστραφώσι την μέθην, ούτω και υμείς, ως αντιφάρμακον της «Dame aux Camelias» και του Φωβλάς, στήσατε βρουτείους Αφροδίτας εις το γυμνάσιον και βιτσαρείους Άραβας εις τα παρθεναγωγεία προς εκδίωξιν του πειρασμού.

Ταύτα έλεγον προχθές εν τη εκθέσει εις ελλανοδίκην τινά, όστις προ των καλλίστων μαρμάρων της Πάρνηθος και της Πεντέλης εδάκρυεν, αναλογιζόμενος ότι εν τοις κόλποις αυτών εγκυμονούνται τέρατα, οία τα εκτεθέντα.

Ελπίζω ότι η μετ' ολίγον παρά του Μαλθικού συλλόγου δοθησομένη σπουδαία παραγγελία θέλει παρηγορήση τους Έλληνας καλλιτέχνας δι' όσα κατ' αυτών εσωρεύσατε, παραγνωρίζοντες την χρηστότητα της τέχνης των.

Ευπειθής δούλη σας

Anna Merrilies

 

 

αρχή

 


 

[1] Ο ρευστός υδράργυρος και το κοπανισμένο υαλίον, τα καθ’ εαυτά αβλαβέστατα, θεωρούνται κατά δημώδη πρόληψιν εν Ιταλία και πολλαχού, νομίζω, της Ελλάδος ως φοβερά δηλητήρια.

[2] φλιάς = παραστάδα της πόρτας, ανώφλι.

[3] Αυτό το παραμύθι ήκουσα πολλάκις κατά τους παιδικούς μου χρόνους εις την Ιταλίαν, την ουσίαν εννοείται και όχι τα επεισόδια. Το έγραψα χωρίς την παραμικράν αξίωσιν ή καν πρόθεσιν ακριβούς ψυχαρισμού.

[4] Tοιούτους εν Eλλάδι γιγαντείους ποντικούς έτυχεν άπαξ να ίδω εν Σύρω κατά την ανασκαφήν υπογείου οχετού εν τοις θεμελίοις ηρειπωμένης οικίας. Oι Συριανοί ονομάζουσι τούτους 'νυφίτσας', φαίνονται δε αντιστοιχούντες εις τους παρά τοις Γάλλοις λεγομένοις surmulots ή rats de Montfaucon, κατά τινας όμως παρ' ημίν λογίους η νυφίτσα ανήκει εις άλλο συγγενές είδος. Προ τριακονταετίας περίπου αντήχει την νύκτα εν τη επί της λεωφόρου Aμαλίας οικία του αοιδίμου Δ. Mαυροκορδάτου ανεξήγητος θόρυβος, τον οποίον απέδιδον αι γραίαι γειτόνισαι εις επιφοιτήσεις βρυκολάκων και εθεώρουν την οικίαν ως στοιχειωμένην, τούτο δε συνετέλεσε ν' απομακρύνη τους ενοικιαστάς. Aλλά κατά την γενομένην υπό του κληρονόμου επισκευήν ανεκαλύφθησαν εν υπογείω οχετώ οι ταράσσοντες τον ύπνον των κοιμωμένων θορυβοποιοί, οίτινες ουδέν άλλο ήσαν ή τεραστίου μεγέθους ποντικοί.

[5] Την τρίτην κάπως δυσέκφραστον της λέξεως σημασίαν έτυχε να μάθω βραδύτερον εν Αθήναις.

[6] Χάρις εις τον προοδεύσαντα πολιτισμόν τα ανωτέρω κατασκευάσματα πωλούσιν ήδη εντός κομψών θηκών και αγγείων τα επί της οδού Σταδίου πολυτελή παντοπωλεία.

[7] Ο τοιούτος συνδυασμός ωρισμένου τινός ήχου προς ωρισμένον αντικείμενον δεν υπερβαίνει την νοημοσύνην οικοσίτων τίνων ζώων κατά τας παρατηρήσεις του Δαρβίνου κ.λ.π.

 

 

αρχή

 


 


© Γιάννης Παπαθανασίου